Αυτό ήταν το σχόλιο που προέκυψε αυθόρμητα όταν διάβασα το ολιγοσέλιδο βιβλίο του Τότλη. Μια τεράστια απορία γιατί γράφτηκε, γιατί εκδόθηκε, γιατί το διάβασα... Κι ήταν το Σάββατο, 13.3.2010, οπότε ο Κούρτοβικ το παρουσίασε στα "Νέα": μια συρραφή τριών ιστοριών που θα ήθελαν να συσχετίζονται αλλά δεν συναντήθηκαν ...σε κανέναν σταθμό. Μονο μερικές σκηνές, λέει ο κριτικός, διαβάζονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πράγμα που δεν είδα. Ή αν είδα, δεν μπόρεσα να τις απομονώσω από το αδιάφορο σύνολο. Το πεζό δεν είναι ποίημα να κρατάς εντέλει ένα-δυο στίχους και να είσαι ευχαριστημένος για ό,τι αποκόμισες. Κι έτσι μετά και την ανάγνωση της κριτικής του Κούρτοβικ, προστέθηκε άλλη μια απορία: αφού κι αυτό κρίνει το σύνολο ισχνό, γιατί το παρουσίασε; Δεν υπήρχαν άλλα αξιολογότερα έργα, ώστε να μη χαραμίσει τη δεκαπενθήμερη παρουσία-του; Πατριάρχης Φώτιος
Ακριβώς την ίδια απορία είχα κι εγώ, αγαπητέ Πατριάρχη, όταν διάβασα το Σάββατο τον Κούρτοβικ. Είναι κάτι τέτοια που με κάνουν καχύποπτη με τους κριτικούς,και με οδηγούν στο να εμπιστεύομαι περισσότερο τους βιβλιόφιλους bloggers.
Anagnostria, δεν θέλω να πιστέψω σενάρια διαπλοκής (αν και σίγουρα θα υπάρχουν). Πολύ περισσότερο που ο Κούρτοβικ δεν θέλησε να χρυσώσει το χάπι (τουλάχιστον όσο θα μπορούσε). Το ζήτημα είναι γιατί ένιωσε την ανάγκη να γράψει. Πιθανόν να μην είχε άμεσα κάποιο έργο ποιότητας και "αναγκάστηκε" να γράψει για να είναι συνεπής με τη στήλη-του. Δεν ξέρω κιόλας. Πατριάρχης Φώτιος
Στο περιθώριο του σχολίου σου, δυο-τρεις προσωπικές απορίες: Γιατί η αδυναμία αφηγηματικής άρθρωσης να θεωρείται προτέρημα; Γιατί το δυσνόητο (έως απροσπέλαστο) ύφος γραφής να θεωρείται αρετή; Και γιατί άλλοτε έγκριτοι οίκοι - όπως ο Κέδρος και προσφάτως η Άγρα - να προτείνουν στους αναγνώστες τους ως 'λογοτεχνικά' βιβλία που πέραν του εύκολου εντυπωσιασμού στερούνται εννοιολογικής συνοχής και μυθιστορηματικού περιεχομένου;
Συγγνώμη για τον καταιγισμό ερωτήσεων. Ευπειθώς υμέτερος, Κ.
Καλημέρα σας. Πέραν του ότι δεν συμφωνώ μαζί σας στο σχολιασμό του ...συνονόματου, διότι δεν το έχω διαβάσει κι έτσι όπως γίναμε όλοι άτομα, η συμφωνία κατάντησε απλώς ..σύμπτωση, η απάντηση γιατί το παρουσίασε ο Κούρτοβικ είναι απλή: Μα ...για να διαφημίσει εμένα! (θυμίζω στουs fans: "Πρωινό Ιντερσίτυ" είναι το τελευταίο ως τώρα βιβλίο μου, από την 'Εστία") Ο Κούρτοβικ το είχε ..θάψει. (Εγω πάντως σε εμέιλ μου -στα νέα, όχι στον ίδιο- τον είχα ευχαριστήσει που με συνέρινε με τον ...Ευριπίδη, και ελάχιστα είχα στενοχωρηθεί!)
Υγ: τα παραπάνω είναι χιούμορ βεβαίως (όχι ψέματα). Σοβαρό είναι ότι το Ιντερσίτυ (το δικό μου), το διαβάσετε δεν το διαβάσετε, το ίδιο μου κάνει: δεν με εκπροσωπεί πια ούτε ως γραφή, ούτε ως ματιά απέναντι στους ανθρωπους και τις σχέσεις (κρατάει ακόμα-αν και λιγότερο από άλλα- μια ιδέα "γραφικότητας" στον τρόπο που βλέπει πχ τους μετανάστες. Η ζωή τρέχει κι αυτό είναι πια ξεπερασμένο. Εγώ συνεχίζω να γράφω, αλλά οι εκδότες έχουν ρυθμούς επενδύσεων (τουτέστιν, καθόλου ρυθμούς ..ιντερσίτι)! Ευτυχως υπάρχει το διαδίκτυο, γιατί θα είχα τρελαθεί, και όχι μόνο εγώ βέβαια! σόρι για την περιαυτολογία. Βγήκε αυθόρμητα. Ο Τότλης είναι ο δημιουργός του "Βαλκανιζατέρ" Προσωπικά ούτε η ταινία μου αρεσε, αλλά είμαι από τους ελάχιστους που δεν συγκινούνται από το στυλάκι "μικροαπατεώνας έλληνας" Ήταν ωραία ταινία κι ελεγε κάτι.
(Ροβίνα, το δικό μας ανέβηκε. Είναι τελικό, καθότι βεβαίως πόσο να ασχοληθώ πια με την ..Ευανθία;)
Μια θεωρητική παρατήρηση: η εποχή των "¨μεγάλων" εργων εχει τελειώσει. Ας γράφουμε "μικρά" και καλά κι ας τρέχουμε και λίγο! Σε λίγο ούτε την τεχνολογία δεν θα μπορούμε να παρακολουθήσουμε, ώστε να δίνουμε περιβάλλον στους ήρωες! θα το ρ΄ξουμε όλοι στα ...ιστορικά!
(Κατι πολύ καλό θεματολογικά εβγαλε η Σοφία ΝικοΛαϊδου)
Θα έλεγα ναι εν μερει και εξαρτάτια, αλλά έιναι ακ΄τι ερπισσότερο: για έναν νέο (σε έργο) συγγραφέα, η επαινετική κριτική (κι από αυτήν είχα, στους Εθελοντές) είναι ενθαρρυντικό χτύπημα στον ώμο, ενώ η αρνητική είναι, κατά κάποιο τροπο, μ ύ η σ η: πρέπει να αντέχεις! Ο καλός συγγραφέας ή, εν πάση περιπτωσει, αυτός που το εχει παρει σοβαρά πρέπει να είναι φτιαγμένος από στόφα που αντέχει.
Kafeini, δεν ξέρω αν το ένα άκρο (της μπεστ-σελλερικής σαφήνειας) και το άλλο άκρο (του μοντέρνου ελιτισμού) δεν μπορούν να συνδυαστούν. Ωστόσο, πάντα το εντυπωσιακό μορφικά κινεί την περιέργεια. Πολλές φορές αποδεικνύεται βέβαια μια πολύχρωμη τσιχλόφουσκα... Πατριάρχης Φώτιος
Pellegrina, μα φυσικά όταν διάβαζα το τότλειο "Ιντερσίτυ" σκεφτόμουν αν έχει καμία σχέση με το δικό-σου πρωινό συνονόματο. Μάλλον όχι, αν και προσπάθησε να κλέψει τη δόξα-σου δανειζόμενος το όνομα του βιβλίου σου! Πατριάρχης Φώτιος
Γεια. Πατριάρχη, τα μόνα ένδοξα σε αυτή την ιστορία είναι τα ίδια τα ...τρένα (που παραλίγο να τρακάρουν γιατί ο ελληνικός railway είναι ...μιας γραμμής!!
Στα σοβαρά, δεν ξέρω γιατί το βιλίο του Σάκη Τότλη είναι τόσο χειρότερο από δεκάδες που κυκλοφορούν. Καφεϊνη, τωρα σε πρόσεξα (διαγωνίως τα διαβάζω τα σχόλια!) Για το πρώτο: η απλή αφηγηση θεωρείται οτι στερείται λογοτεχνικης αξίας (πράγμα λάθος, πρωτον γιατι το τι θα βαλεις μεσα ώστε να διαβάζεται και σε άλλο επίεδο -κοινωνικό, υπαρξιακό, ψυχολογικό- ειναι απολυτως λογοτεχνικό, δεύτερον γιατί αποτελεί γλωσσική μεταφορά της πραγματικότητας -κατι πιο δύσκολο από τη μεταφορά της "σκέψης" που κανείς δεν ελέγχει γλωσσικά (άμα πεις "λαμπύριζε στα βάθη του μυαλού μου" το αμφισβητεί κανείς; Άμα πεις "λαμπύριζε στο φως του ηλεκτρικού" εχεις πει μια μαλακία), τριτον γιατι στο μυθιστόρημα το ύφος δεν το κάνει τόσο η γλώσσα όσο η δομή, η ευρύτερη θεώρηση (θυμίσου τα δέκα "μυθιστορήματα" του 'Αν μια νύχτα του χειμώνα" κλπ Με ΄λαλ αλόγια, η καλάη αφήγηση απαιτεί πιο ..έξυπνους συγγραφείς και αναγνώστες! (Υπα΄ρχουν και επιχειρήματα σοβαρά από την "άλλη" πλευρά, αλλά ας τα πει εκείνη!)
Για το δεύτερο (με τα ακατανόητα): οι τρελοί είναι όλοι εξω (πλην των επικίνδυνων για το ΄συστημα και για την περιουσία των συγγενών) Αμα γυαλίζει το ματι του συγγραφέα τι να σου κάνει και ο κριτικός, φοβάται...
Διακρινοντας Υπόγειες διασυνδέσεις Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo. gr
Διαθέτει μια παράξενη γοητεία το τρίτο μυθιστόρημα «Ιντερσίτι» του Σάκη Τότλη (Κέδρος, σελ. 198) για την ασυνήθιστη ασυμμετρία που χαρακτηρίζει τη σύνθεσή του. Στην αρχή υπάρχει ένα πολύ δυνατό ολιγοσέλιδο πεζό. Ο αφηγητής εξηγεί ότι η μυστηριώδης εμμονή του στην αλήθεια οφείλεται σε ένα κρίσιμο επεισόδιο της προσχολικής ηλικίας: ένα αθώο ψεματάκι στον παράλογα αυταρχικό πατέρα του τον οδηγεί σε μια ατελείωτη αλυσίδα απίθανων ψεύτικων ισχυρισμών που του δίνουν μια αποκαλυπτική πρόγευση της πραγματικότητας των μεγάλων. «Πού ακριβώς έπεσαν τα χρήματα;» ωρύεται ο εξαγριωμένος πατέρας και ο εκμηδενισμένος έντρομος μικρός δείχνει ένα τυχαίο σημείο στο χώμα «να εδώ… εδώ» - χωρίς να μπορεί να καταλάβει πως όταν χάσεις χρήματα δεν είσαι σε θέση να ξέρεις πού ακριβώς σου έπεσαν, διότι διαφορετικά θα τα είχες μαζέψει.
Το σύντομο αυτό κείμενο φθάνει στα χέρια ενός δεύτερου αφηγητή, κι έτσι περνάμε στο επόμενο τμήμα του μυθιστορήματος. Πρόκειται για έναν περιστασιακό διευθυντή καταστήματος ΠΡΟ-ΠΟ που δεν πιστεύει καθόλου στα τυχερά παιχνίδια και που με τρόπο αφηγηματικά λιτό, δραματικά έντονο και ψυχολογικά εύστοχο, ζωντανεύει τον μικροαστικό πληθυσμό που καταθέτει ελπίδες και χρήματα στο πρακτορείο στοιχημάτων. Ευσεβείς πόθοι, διαψευσμένες επιθυμίες, παρανοήσεις και παραλείψεις. Ενα πλήθος έντιμων βιοπαλαιστών, αλλά και επιδέξιων απατεώνων που περιμένουν ή βάζουν το χεράκι τους για να συμβεί το θαύμα. Κι εδώ, όπως και στο πρώτο μέρος, την αφήγηση κάποια στιγμή διαπερνά το αίσθημα του απίθανου - η δαιμονική εκείνη συνθήκη που δημιουργεί μέσα από έναν απροσδιόριστο αριθμό συμπτώσεων τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί σε μια μόνον στιγμή, όσα για χρόνια είναι δυνατόν να επιδιώκει (ή να προσπαθεί να αποφύγει) κάποιος. Στο τέλος του δεύτερου μέρους, ο αφηγητής ανακαλύπτει ποιος είναι δυνατόν να είναι ο συντάκτης του πρώτου κειμένου. Ανοίγει λοιπόν το ξένο κομπιούτερ και διαβάζει ένα ακόμα γραπτό.
Φτάνουμε έτσι στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος όπου ένας καινούργιος αφηγητής αντιλαμβάνεται, ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με την αμαξοστοιχία Ιντερσίτι, πως διαθέτει μια υπερκόσμια ικανότητα να επηρεάζει με την ανάσα του την εσωτερική διάθεση των άλλων, να εισβάλλει με την αναπνοή του μέσα τους, να τους ακουμπά χωρίς να απλώνει κανένα μέλος του σώματός του. Γνώστης των ιδιοτήτων των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων καθότι φυσικός, προσπαθεί να αναπτύξει μια επιστημονική ερμηνεία του ανεξήγητου αυτού φαινομένου.
Διαβάζουμε λοιπόν τρεις ιστορίες εντελώς ασύμπτωτες μεταξύ τους, οι οποίες παραμένουν εκκρεμείς, μετέωρες, δεν καταλήγουν πουθενά. Ο αναγνώστης εικάζει πως ο αφηγητής του πρώτου μέρους είναι ο ίδιος με τον αφηγητή του τρίτου μέρους που δεν είναι άλλος από… - αλλά θα είναι κρίμα να τον αποκαλύψω. Ας αρκεστώ να μαρτυρήσω πως είναι το τελευταίο πρόσωπο που θα μπορούσε να φανταστεί ο συμπαθέστατος διευθυντής του πρακτορείου. Οπως η σύνθεση του μυθιστορήματος είναι ανομοιογενής, έτσι και η ματιά του έντιμου και προσγειωμένου αυτού ανθρώπου διαθέτει τυφλά σημεία. Ο αφηγητής βλέπει, σκέφτεται αλλά τα γεγονότα απατούν. Και η τέχνη στο «Ιντερσίτι» βρίσκεται στην εγκατάσταση εντελώς απροσδιόριστων, υπόγειων διασυνδέσεων ανάμεσα στα φαινομενικώς ασύνδετα και στα επιφανειακώς ξένα μέρη. Διότι ανάμεσα στα κενά και στα χάσματα που αφήνουν οι εκκρεμείς ιστορίες και πίσω από τα τυφλά σημεία της όρασης των ηρώων, κάτι σαν ρεύμα, σαν μια αύρα κυκλοφορεί προσδίδοντας στο κείμενο οργανική ενότητα. Είναι η διαρκής περιπλάνηση και η απότομη διακοπή της, είναι η επιδίωξη της αλήθειας και η αδυναμία σύλληψής της, είναι η προσπάθεια του ορθολογισμού και το εγχείρημα του επιστημονικού τα οποία επιχειρούν να κατανοήσουν, είναι το αίσθημα του παράδοξου και του υπερβατικού που απρόβλεπτα κατά κάποιο τρόπο φωτίζουν....ΚΤΛ
...Και γιατί να είναι λιγότερο αληθινή η δυνατότητα τηλεπάθειας όταν οι μακρινές πόλεις και οι άνθρωποι διασυνδεθήκαν τόσο στενά μεταξύ τους; Και σε ποιον βαθμό η απροσδόκητη τύχη δεν είναι κάτι που εξαρτάται εντέλει από εμάς, από μια αφηρημένη μας παραδρομή ή από κάποια έμπνευσή μας; Νομίζω πως το τελευταίο τμήμα του μυθιστορήματος είναι σε αρκετά σημεία πρόχειρα γραμμένο (σελ. 142, 145 λόγου χάρη). Υπάρχει βέβαια η λογικοφανής εξήγηση πως το κείμενο βρίσκεται σε στάδιο επεξεργασίας, καθώς ο αφηγητής το διαβάζει χωρίς άδεια μέσα στη νύχτα. Το γεγονός δεν παύει ωστόσο να ενοχλεί μειώνοντας την απόλαυση ενός μυθιστορήματος το οποίο μπορούμε ίσως να το θεωρήσουμε έκφραση της γενικής μεν και ασαφέστατης, αλλά όλο και εντονότερα κυρίαρχης αίσθησης της έννοιας που ονομάζουμε μεταμοντέρνο.
Ελευθεροτυπία - Παρασκευή 25 Ιουν 2010 Αυτοί που δεν θέλουν να πάνε για ύπνο Από τον Δημήτρη Δαλδάκη
“Από τις ευτυχείς και καλότυχες αναγνώσεις” Σάκης Τότλης Ιντερσίτι Εκδόσεις Κέδρος, σ. 198, Ευρώ 12 Στα φέρνει έτσι η ζωή που για λίγα δευτερόλεπτα - όσο κοιτάς αλλού - κάτι καθοριστικό συμβαίνει στη σκηνή σου. Εκεί που έχεις υπολογίσει καλά την ισορροπία σου, μαθαίνεις από το πιο μακρινό και απρόσμενο ότι θα τη χάσεις, από στιγμή σε στιγμή. Η χαρά του γραψίματος, για το γράψιμο. Η χαρά τού να κάνεις κάτι που σου αρέσει μέσα στην πίεση του εξωτερικού θορύβου. Από τις ευτυχείς και καλότυχες αναγνώσεις. Η γειτονιά τής κάθε μέρας.
Δεν ξέρω αν είναι έντιμο ο ίδιος ο συγγραφέας να διαφημίζει το έργο-του και να παρεμβαίνει (σχεδόν ψευδώνυμα, αφού δεν υπογράφει κατευθείαν με το όνομά-του) προσπαθώντας να απαλύνει τις εντυπώσεις. Πατριάρχης Φωτιος
Ούτε εγώ γνωρίζω αν είναι έντιμο να ξερνάτε ανέμελα όλη σας τη χολή για ένα βιλίο που δεν to καταλάβατε - όπως ομολογείτε μόνοι σας. Σας φάνηκα αρκετά μακρινός και αρκετά ακίνδυνος για να συμπεριφερθείτε έτσι; Εγώ απλά παρέθεσα ορισμένα αντικειμενικά σχόλια τρίτων, που ολοφάνερα κάτι κατάλαβαν περισσότερο.
Ποια χολή; Από πότε η αναγνωστική απορία/αποδοκιμασία για ένα κείμενο που και ο Κούρτοβικ, αν θέλεις κάποιον πιο ένδοξο από εμένα, το θεωρήσε μέτριο, είναι χολή; Από πότε θεωρείς όποιον δεν γράφει ή λέει καλά λόγια πλήρη χολής; Από πότε ο συγγραφέας κουνά το δάχτυλο σε όποιους αναγνώστες δεν αποδέχτηκαν την αξία του έργου-του; Γι' αυτό στην Ελλάδα η λογοτεχνία θα μείνει εκεί που είναι, όταν οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια την όποια γνώμη τούς προβάλλουν. Κι αν νομίζεις ότι μιλάμε μόνο για βιβλία ακίνδυνων και μακρινών, τότε είσαι διπλά γελασμένος. Πατριάρχης Φώτιος
Τι εννοείς "ποια χολή;¨Εσύ δεν είδες καμιά χολή; Και καλά ο ένδοξος Κούρτοβικ, η ένδοξη Κοτζιά δεν σου είπε τίποτε; Και ο Δημήτρης Δαλδάκης που λέει: “Από τις ευτυχείς και καλότυχες αναγνώσεις” κι αυτός τίποτα; Ε, καλά. Εσύ απλά επιμένεις ότι δεν ξέρεις γιατί γράφηκε το βιβλίο, γιατί εκδόθηκε, γιατί το διάβασες... Αλήθεια, γιατί το διάβασες; Σάκης Τότλης
20 comments:
Αυτό ήταν το σχόλιο που προέκυψε αυθόρμητα όταν διάβασα το ολιγοσέλιδο βιβλίο του Τότλη. Μια τεράστια απορία γιατί γράφτηκε, γιατί εκδόθηκε, γιατί το διάβασα...
Κι ήταν το Σάββατο, 13.3.2010, οπότε ο Κούρτοβικ το παρουσίασε στα "Νέα": μια συρραφή τριών ιστοριών που θα ήθελαν να συσχετίζονται αλλά δεν συναντήθηκαν ...σε κανέναν σταθμό. Μονο μερικές σκηνές, λέει ο κριτικός, διαβάζονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πράγμα που δεν είδα. Ή αν είδα, δεν μπόρεσα να τις απομονώσω από το αδιάφορο σύνολο. Το πεζό δεν είναι ποίημα να κρατάς εντέλει ένα-δυο στίχους και να είσαι ευχαριστημένος για ό,τι αποκόμισες.
Κι έτσι μετά και την ανάγνωση της κριτικής του Κούρτοβικ, προστέθηκε άλλη μια απορία: αφού κι αυτό κρίνει το σύνολο ισχνό, γιατί το παρουσίασε; Δεν υπήρχαν άλλα αξιολογότερα έργα, ώστε να μη χαραμίσει τη δεκαπενθήμερη παρουσία-του;
Πατριάρχης Φώτιος
Ακριβώς την ίδια απορία είχα κι εγώ, αγαπητέ Πατριάρχη, όταν διάβασα το Σάββατο τον Κούρτοβικ. Είναι κάτι τέτοια που με κάνουν καχύποπτη με τους κριτικούς,και με οδηγούν στο να εμπιστεύομαι περισσότερο τους βιβλιόφιλους bloggers.
Anagnostria,
δεν θέλω να πιστέψω σενάρια διαπλοκής (αν και σίγουρα θα υπάρχουν). Πολύ περισσότερο που ο Κούρτοβικ δεν θέλησε να χρυσώσει το χάπι (τουλάχιστον όσο θα μπορούσε). Το ζήτημα είναι γιατί ένιωσε την ανάγκη να γράψει. Πιθανόν να μην είχε άμεσα κάποιο έργο ποιότητας και "αναγκάστηκε" να γράψει για να είναι συνεπής με τη στήλη-του. Δεν ξέρω κιόλας.
Πατριάρχης Φώτιος
Πολύ εύστοχη η κριτική σου Πατριάρχη.
Στο περιθώριο του σχολίου σου, δυο-τρεις προσωπικές απορίες: Γιατί η αδυναμία αφηγηματικής άρθρωσης να θεωρείται προτέρημα; Γιατί το δυσνόητο (έως απροσπέλαστο) ύφος γραφής να θεωρείται αρετή; Και γιατί άλλοτε έγκριτοι οίκοι - όπως ο Κέδρος και προσφάτως η Άγρα - να προτείνουν στους αναγνώστες τους ως 'λογοτεχνικά' βιβλία που πέραν του εύκολου εντυπωσιασμού στερούνται εννοιολογικής συνοχής και μυθιστορηματικού περιεχομένου;
Συγγνώμη για τον καταιγισμό ερωτήσεων. Ευπειθώς υμέτερος,
Κ.
Καλημέρα σας. Πέραν του ότι δεν συμφωνώ μαζί σας στο σχολιασμό του ...συνονόματου, διότι δεν το έχω διαβάσει κι έτσι όπως γίναμε όλοι άτομα, η συμφωνία κατάντησε απλώς ..σύμπτωση, η απάντηση γιατί το παρουσίασε ο Κούρτοβικ είναι απλή: Μα ...για να διαφημίσει εμένα! (θυμίζω στουs fans: "Πρωινό Ιντερσίτυ" είναι το τελευταίο ως τώρα βιβλίο μου, από την 'Εστία")
Ο Κούρτοβικ το είχε ..θάψει. (Εγω πάντως σε εμέιλ μου -στα νέα, όχι στον ίδιο- τον είχα ευχαριστήσει που με συνέρινε με τον ...Ευριπίδη, και ελάχιστα είχα στενοχωρηθεί!)
Υγ: τα παραπάνω είναι χιούμορ βεβαίως (όχι ψέματα). Σοβαρό είναι ότι το Ιντερσίτυ (το δικό μου), το διαβάσετε δεν το διαβάσετε, το ίδιο μου κάνει: δεν με εκπροσωπεί πια ούτε ως γραφή, ούτε ως ματιά απέναντι στους ανθρωπους και τις σχέσεις (κρατάει ακόμα-αν και λιγότερο από άλλα- μια ιδέα "γραφικότητας" στον τρόπο που βλέπει πχ τους μετανάστες. Η ζωή τρέχει κι αυτό είναι πια ξεπερασμένο. Εγώ συνεχίζω να γράφω, αλλά οι εκδότες έχουν ρυθμούς επενδύσεων (τουτέστιν, καθόλου ρυθμούς ..ιντερσίτι)! Ευτυχως υπάρχει το διαδίκτυο, γιατί θα είχα τρελαθεί, και όχι μόνο εγώ βέβαια!
σόρι για την περιαυτολογία. Βγήκε αυθόρμητα. Ο Τότλης είναι ο δημιουργός του "Βαλκανιζατέρ" Προσωπικά ούτε η ταινία μου αρεσε, αλλά είμαι από τους ελάχιστους που δεν συγκινούνται από το στυλάκι "μικροαπατεώνας έλληνας" Ήταν ωραία ταινία κι ελεγε κάτι.
(Ροβίνα, το δικό μας ανέβηκε. Είναι τελικό, καθότι βεβαίως πόσο να ασχοληθώ πια με την ..Ευανθία;)
Μια θεωρητική παρατήρηση: η εποχή των "¨μεγάλων" εργων εχει τελειώσει. Ας γράφουμε "μικρά" και καλά κι ας τρέχουμε και λίγο! Σε λίγο ούτε την τεχνολογία δεν θα μπορούμε να παρακολουθήσουμε, ώστε να δίνουμε περιβάλλον στους ήρωες! θα το ρ΄ξουμε όλοι στα ...ιστορικά!
(Κατι πολύ καλό θεματολογικά εβγαλε η Σοφία ΝικοΛαϊδου)
Στο προηγούμενο, η φράση "όχι ψέματα" στην παρένθεση, σημαίνει: τα παραπάνω που λέω είναι χιούμορ, αλλά δεν είναι ψέματα.
Διαβάζω σχεδόν ανελλιπώς τον Κούρτοβικ και τον θεωρώ καλό κριτικό. Μήπως όμως και η αρνητική κριτική είναι κι αυτή διαφήμιση;
Θα έλεγα ναι εν μερει και εξαρτάτια, αλλά έιναι ακ΄τι ερπισσότερο: για έναν νέο (σε έργο) συγγραφέα, η επαινετική κριτική (κι από αυτήν είχα, στους Εθελοντές) είναι ενθαρρυντικό χτύπημα στον ώμο, ενώ η αρνητική είναι, κατά κάποιο τροπο, μ ύ η σ η: πρέπει να αντέχεις! Ο καλός συγγραφέας ή, εν πάση περιπτωσει, αυτός που το εχει παρει σοβαρά πρέπει να είναι φτιαγμένος από στόφα που αντέχει.
Kafeini,
δεν ξέρω αν το ένα άκρο (της μπεστ-σελλερικής σαφήνειας) και το άλλο άκρο (του μοντέρνου ελιτισμού) δεν μπορούν να συνδυαστούν. Ωστόσο, πάντα το εντυπωσιακό μορφικά κινεί την περιέργεια. Πολλές φορές αποδεικνύεται βέβαια μια πολύχρωμη τσιχλόφουσκα...
Πατριάρχης Φώτιος
Pellegrina,
μα φυσικά όταν διάβαζα το τότλειο "Ιντερσίτυ" σκεφτόμουν αν έχει καμία σχέση με το δικό-σου πρωινό συνονόματο. Μάλλον όχι, αν και προσπάθησε να κλέψει τη δόξα-σου δανειζόμενος το όνομα του βιβλίου σου!
Πατριάρχης Φώτιος
Anagnostria,
δεν μας έχει συνηθίσει ο Κούρτοβικ σε τέτοια παιχνίδια διαφήμισης.
Πατριάρχης Φώτιος
Γεια. Πατριάρχη, τα μόνα ένδοξα σε αυτή την ιστορία είναι τα ίδια τα ...τρένα (που παραλίγο να τρακάρουν γιατί ο ελληνικός railway είναι ...μιας γραμμής!!
Στα σοβαρά, δεν ξέρω γιατί το βιλίο του Σάκη Τότλη είναι τόσο χειρότερο από δεκάδες που κυκλοφορούν.
Καφεϊνη, τωρα σε πρόσεξα (διαγωνίως τα διαβάζω τα σχόλια!)
Για το πρώτο: η απλή αφηγηση θεωρείται οτι στερείται λογοτεχνικης αξίας (πράγμα λάθος, πρωτον γιατι το τι θα βαλεις μεσα ώστε να διαβάζεται και σε άλλο επίεδο -κοινωνικό, υπαρξιακό, ψυχολογικό- ειναι απολυτως λογοτεχνικό, δεύτερον γιατί αποτελεί γλωσσική μεταφορά της πραγματικότητας -κατι πιο δύσκολο από τη μεταφορά της "σκέψης" που κανείς δεν ελέγχει γλωσσικά (άμα πεις "λαμπύριζε στα βάθη του μυαλού μου" το αμφισβητεί κανείς; Άμα πεις "λαμπύριζε στο φως του ηλεκτρικού" εχεις πει μια μαλακία), τριτον γιατι στο μυθιστόρημα το ύφος δεν το κάνει τόσο η γλώσσα όσο η δομή, η ευρύτερη θεώρηση (θυμίσου τα δέκα "μυθιστορήματα" του 'Αν μια νύχτα του χειμώνα" κλπ Με ΄λαλ αλόγια, η καλάη αφήγηση απαιτεί πιο ..έξυπνους συγγραφείς και αναγνώστες! (Υπα΄ρχουν και επιχειρήματα σοβαρά από την "άλλη" πλευρά, αλλά ας τα πει εκείνη!)
Για το δεύτερο (με τα ακατανόητα): οι τρελοί είναι όλοι εξω (πλην των επικίνδυνων για το ΄συστημα και για την περιουσία των συγγενών) Αμα γυαλίζει το ματι του συγγραφέα τι να σου κάνει και ο κριτικός, φοβάται...
Διακρινοντας
Υπόγειες διασυνδέσεις
Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo. gr
Διαθέτει μια παράξενη γοητεία το τρίτο μυθιστόρημα «Ιντερσίτι» του Σάκη Τότλη (Κέδρος, σελ. 198) για την ασυνήθιστη ασυμμετρία που χαρακτηρίζει τη σύνθεσή του. Στην αρχή υπάρχει ένα πολύ δυνατό ολιγοσέλιδο πεζό. Ο αφηγητής εξηγεί ότι η μυστηριώδης εμμονή του στην αλήθεια οφείλεται σε ένα κρίσιμο επεισόδιο της προσχολικής ηλικίας: ένα αθώο ψεματάκι στον παράλογα αυταρχικό πατέρα του τον οδηγεί σε μια ατελείωτη αλυσίδα απίθανων ψεύτικων ισχυρισμών που του δίνουν μια αποκαλυπτική πρόγευση της πραγματικότητας των μεγάλων. «Πού ακριβώς έπεσαν τα χρήματα;» ωρύεται ο εξαγριωμένος πατέρας και ο εκμηδενισμένος έντρομος μικρός δείχνει ένα τυχαίο σημείο στο χώμα «να εδώ… εδώ» - χωρίς να μπορεί να καταλάβει πως όταν χάσεις χρήματα δεν είσαι σε θέση να ξέρεις πού ακριβώς σου έπεσαν, διότι διαφορετικά θα τα είχες μαζέψει.
Το σύντομο αυτό κείμενο φθάνει στα χέρια ενός δεύτερου αφηγητή, κι έτσι περνάμε στο επόμενο τμήμα του μυθιστορήματος. Πρόκειται για έναν περιστασιακό διευθυντή καταστήματος ΠΡΟ-ΠΟ που δεν πιστεύει καθόλου στα τυχερά παιχνίδια και που με τρόπο αφηγηματικά λιτό, δραματικά έντονο και ψυχολογικά εύστοχο, ζωντανεύει τον μικροαστικό πληθυσμό που καταθέτει ελπίδες και χρήματα στο πρακτορείο στοιχημάτων. Ευσεβείς πόθοι, διαψευσμένες επιθυμίες, παρανοήσεις και παραλείψεις. Ενα πλήθος έντιμων βιοπαλαιστών, αλλά και επιδέξιων απατεώνων που περιμένουν ή βάζουν το χεράκι τους για να συμβεί το θαύμα. Κι εδώ, όπως και στο πρώτο μέρος, την αφήγηση κάποια στιγμή διαπερνά το αίσθημα του απίθανου - η δαιμονική εκείνη συνθήκη που δημιουργεί μέσα από έναν απροσδιόριστο αριθμό συμπτώσεων τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί σε μια μόνον στιγμή, όσα για χρόνια είναι δυνατόν να επιδιώκει (ή να προσπαθεί να αποφύγει) κάποιος. Στο τέλος του δεύτερου μέρους, ο αφηγητής ανακαλύπτει ποιος είναι δυνατόν να είναι ο συντάκτης του πρώτου κειμένου. Ανοίγει λοιπόν το ξένο κομπιούτερ και διαβάζει ένα ακόμα γραπτό.
Φτάνουμε έτσι στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος όπου ένας καινούργιος αφηγητής αντιλαμβάνεται, ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με την αμαξοστοιχία Ιντερσίτι, πως διαθέτει μια υπερκόσμια ικανότητα να επηρεάζει με την ανάσα του την εσωτερική διάθεση των άλλων, να εισβάλλει με την αναπνοή του μέσα τους, να τους ακουμπά χωρίς να απλώνει κανένα μέλος του σώματός του. Γνώστης των ιδιοτήτων των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων καθότι φυσικός, προσπαθεί να αναπτύξει μια επιστημονική ερμηνεία του ανεξήγητου αυτού φαινομένου.
Διαβάζουμε λοιπόν τρεις ιστορίες εντελώς ασύμπτωτες μεταξύ τους, οι οποίες παραμένουν εκκρεμείς, μετέωρες, δεν καταλήγουν πουθενά. Ο αναγνώστης εικάζει πως ο αφηγητής του πρώτου μέρους είναι ο ίδιος με τον αφηγητή του τρίτου μέρους που δεν είναι άλλος από… - αλλά θα είναι κρίμα να τον αποκαλύψω. Ας αρκεστώ να μαρτυρήσω πως είναι το τελευταίο πρόσωπο που θα μπορούσε να φανταστεί ο συμπαθέστατος διευθυντής του πρακτορείου. Οπως η σύνθεση του μυθιστορήματος είναι ανομοιογενής, έτσι και η ματιά του έντιμου και προσγειωμένου αυτού ανθρώπου διαθέτει τυφλά σημεία. Ο αφηγητής βλέπει, σκέφτεται αλλά τα γεγονότα απατούν. Και η τέχνη στο «Ιντερσίτι» βρίσκεται στην εγκατάσταση εντελώς απροσδιόριστων, υπόγειων διασυνδέσεων ανάμεσα στα φαινομενικώς ασύνδετα και στα επιφανειακώς ξένα μέρη. Διότι ανάμεσα στα κενά και στα χάσματα που αφήνουν οι εκκρεμείς ιστορίες και πίσω από τα τυφλά σημεία της όρασης των ηρώων, κάτι σαν ρεύμα, σαν μια αύρα κυκλοφορεί προσδίδοντας στο κείμενο οργανική ενότητα. Είναι η διαρκής περιπλάνηση και η απότομη διακοπή της, είναι η επιδίωξη της αλήθειας και η αδυναμία σύλληψής της, είναι η προσπάθεια του ορθολογισμού και το εγχείρημα του επιστημονικού τα οποία επιχειρούν να κατανοήσουν, είναι το αίσθημα του παράδοξου και του υπερβατικού που απρόβλεπτα κατά κάποιο τρόπο φωτίζουν....ΚΤΛ
....ΣΥΝΕΧΕΙΑ..............
...Και γιατί να είναι λιγότερο αληθινή η δυνατότητα τηλεπάθειας όταν οι μακρινές πόλεις και οι άνθρωποι διασυνδεθήκαν τόσο στενά μεταξύ τους; Και σε ποιον βαθμό η απροσδόκητη τύχη δεν είναι κάτι που εξαρτάται εντέλει από εμάς, από μια αφηρημένη μας παραδρομή ή από κάποια έμπνευσή μας; Νομίζω πως το τελευταίο τμήμα του μυθιστορήματος είναι σε αρκετά σημεία πρόχειρα γραμμένο (σελ. 142, 145 λόγου χάρη). Υπάρχει βέβαια η λογικοφανής εξήγηση πως το κείμενο βρίσκεται σε στάδιο επεξεργασίας, καθώς ο αφηγητής το διαβάζει χωρίς άδεια μέσα στη νύχτα. Το γεγονός δεν παύει ωστόσο να ενοχλεί μειώνοντας την απόλαυση ενός μυθιστορήματος το οποίο μπορούμε ίσως να το θεωρήσουμε έκφραση της γενικής μεν και ασαφέστατης, αλλά όλο και εντονότερα κυρίαρχης αίσθησης της έννοιας που ονομάζουμε μεταμοντέρνο.
Kλείσιμο
Hμερομηνία : 3/4/10
Copyright: http://www.kathimerini.gr
Ελευθεροτυπία - Παρασκευή 25 Ιουν 2010
Αυτοί που δεν θέλουν να πάνε για ύπνο
Από τον Δημήτρη Δαλδάκη
“Από τις ευτυχείς και καλότυχες αναγνώσεις”
Σάκης Τότλης
Ιντερσίτι
Εκδόσεις Κέδρος, σ. 198, Ευρώ 12
Στα φέρνει έτσι η ζωή που για λίγα δευτερόλεπτα - όσο κοιτάς αλλού - κάτι καθοριστικό συμβαίνει στη σκηνή σου. Εκεί που έχεις υπολογίσει καλά την ισορροπία σου, μαθαίνεις από το πιο μακρινό και απρόσμενο ότι θα τη χάσεις, από στιγμή σε στιγμή. Η χαρά του γραψίματος, για το γράψιμο. Η χαρά τού να κάνεις κάτι που σου αρέσει μέσα στην πίεση του εξωτερικού θορύβου. Από τις ευτυχείς και καλότυχες αναγνώσεις. Η γειτονιά τής κάθε μέρας.
Δεν ξέρω αν είναι έντιμο ο ίδιος ο συγγραφέας να διαφημίζει το έργο-του και να παρεμβαίνει (σχεδόν ψευδώνυμα, αφού δεν υπογράφει κατευθείαν με το όνομά-του) προσπαθώντας να απαλύνει τις εντυπώσεις.
Πατριάρχης Φωτιος
Ούτε εγώ γνωρίζω αν είναι έντιμο να ξερνάτε ανέμελα όλη σας τη χολή για ένα βιλίο που δεν to καταλάβατε - όπως ομολογείτε μόνοι σας. Σας φάνηκα αρκετά μακρινός και αρκετά ακίνδυνος για να συμπεριφερθείτε έτσι;
Εγώ απλά παρέθεσα ορισμένα αντικειμενικά σχόλια τρίτων, που ολοφάνερα κάτι κατάλαβαν περισσότερο.
Σάκης Τότλης
Ποια χολή;
Από πότε η αναγνωστική απορία/αποδοκιμασία για ένα κείμενο που και ο Κούρτοβικ, αν θέλεις κάποιον πιο ένδοξο από εμένα, το θεωρήσε μέτριο, είναι χολή;
Από πότε θεωρείς όποιον δεν γράφει ή λέει καλά λόγια πλήρη χολής;
Από πότε ο συγγραφέας κουνά το δάχτυλο σε όποιους αναγνώστες δεν αποδέχτηκαν την αξία του έργου-του;
Γι' αυτό στην Ελλάδα η λογοτεχνία θα μείνει εκεί που είναι, όταν οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια την όποια γνώμη τούς προβάλλουν.
Κι αν νομίζεις ότι μιλάμε μόνο για βιβλία ακίνδυνων και μακρινών, τότε είσαι διπλά γελασμένος.
Πατριάρχης Φώτιος
Τι εννοείς "ποια χολή;¨Εσύ δεν είδες καμιά χολή;
Και καλά ο ένδοξος Κούρτοβικ, η ένδοξη Κοτζιά δεν σου είπε τίποτε;
Και ο Δημήτρης Δαλδάκης που λέει:
“Από τις ευτυχείς και καλότυχες αναγνώσεις” κι αυτός τίποτα;
Ε, καλά. Εσύ απλά επιμένεις ότι δεν ξέρεις γιατί γράφηκε το βιβλίο, γιατί εκδόθηκε, γιατί το διάβασες... Αλήθεια, γιατί το διάβασες;
Σάκης Τότλης
Post a Comment