“Η μοναξιά της ασφάλτου”
εκδόσεις Λιβάνης
2008
Η ατμόσφαιρα του καινούργιου βιβλίου του Μαμαλούκα δεν θυμίζει πολύ τα προηγούμενα. Σε μια ομιχλώδη πόλη (στην Αθήνα) εκτυλίσσονται τέσσερις παράλληλες ιστορίες, των οποίων η αφήγηση εναλλάσσεται, οι οποίες συγκλίνουν προς το τέλος: η Δέσποινα, νεαρή κοπέλα που στιγματίστηκε από τον θάνατο του αδελφού της, ο αστυνόμος Τσίκης ο οποίος είναι το ίδιο διεφθαρμένος με τους κακοποιούς που κυνηγά και η γυναίκα του Στέλλα με το μικρό μωρό τους, ο Αμίρ, λαθρομετανάστης του οποίου τον γιο σκότωσε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο Τσίκης και τέλος ο πλούσιος Πετράρχης που ψάχνει στις γυναίκες που συναντά την εικόνα της μητέρας του.
Η όλη σύλληψη είναι ένα καλογραμμένο θριλεράκι, που θυμίζει κινηματογραφικές ταινίες με την ταχύτητα και την εναλλαγή των σκηνών, τις καταδιώξεις και τους φόνους, το σπιντάτο ρυθμό, τις εκκεντρικές φιγούρες, λίγο road movie και λίγο detective stories. Ο Μαμαλούκας, παρόλο που εξηγεί πως το μυθιστόρημα είναι συνέχεια του Μόστρα, γράφει μια ιστορία πολύ διαφορετική στο κλίμα και στο στήσιμο.
Τι μου άρεσε:
1.Μαεστρικό ξεδίπλωμα των σκηνών (ίσως ο συγγραφέας κάνει και για σεναριογράφος), καθεμία από τις οποίες έχει αυτοτέλεια και δυναμική, είναι πλήρης και αποδίδει έξοχα τον ψυχισμό του αντίστοιχου ήρωα.
2.Πολύ καλός χειρισμός της συγκλίνουσας πορείας, καθώς από τέσσερις άσχετες ιστορίες βρισκόμαστε στο τέλος, απρόσμενα αλλά καθόλου ασύνδετα, σε κοινές γραμμές, όπου συναντώνται οι χαρακτήρες.
Τι δεν μου άρεσε:
1.Η αμερικανική στροφή του μακριά από τις καθαρές γραμμές της Ιταλίας ή τις βιωμένες σκηνές της Ελλάδας δείχνει μιμητισμό και υποδούλωση.
2.Η Αθήνα παρουσιάζεται ομιχλώδης, στρυφνή, ανάλγητη, όχι όμως με τη ματιά του μέσου Έλληνα ή έστω του ξένου που την πρωτοσυναντά, αλλά με τη ματιά του σκηνοθέτη που βλέπει μια αμερικάνικη μεγαλούπολη. Είναι η Αθήνα ομιχλώδης; Φυσικά όχι. Ο Μαμαλούκας την είδε διακειμενικά, από βιβλία ξένων συγγραφέων για ξένες πόλεις, από ταινίες που εκτυλίσσονται στο Λονδίνο ή δεν ξέρω κι εγώ πού αλλού.
3. Θυμάμαι μια ιδέα του Κούρτοβικ για το προηγούμενο βιβλίο του Μαμαλούκα: ο σαραντάρης πια συγγραφέας ξέρει να γράφει, να στήνει πλοκές και να δίνει λύση, αλλά εντέλει ο αναγνώστης, όταν καθαρίζει η ατμόσφαιρα που τον σαγήνευσε, μένει με το κενό ενός νοήματος που δεν υπήρξε. Κι αν δεν κάνω λάθος, ο πεζογράφος σπούδασε φιλοσοφία, η οποία απουσιάζει από τα αφηγήματά του. Σαν μας λέει ότι η ζωή είναι σαν ταινία που απλώς αξίζει να παιχτεί και να ξεχαστεί.
Πατριάρχης Φώτιος
31 comments:
Ευχαριστώ, καλημέρα, καλή χρονιά σε όλους.
Καλή Χρονιά εύχομαι.Δύο επισημάνσεις στο ποστ σου.
1.Τον "μιμητισμό" που αναφέρεις να τον δεχτώ,αλλά η λέξη "υποδούλωση" που κολλάει;Μήπως είναι λίγο βαρειά;Ένα βιβλίο είναι στο κάτω-κάτω και όχι η συμφωνία γιά τις βάσεις των ΗΠΑ
2.Η Αθήνα παρουσιάζεται στρυφνή και ανάλγητη(συμφωνώ 100% με τον συγγραφέα και επαυξάνω) αλλά όχι ομιχλώδης.Η ομίχλη έρχεται κάποιες ώρες της ημέρας και περισσότερο φέρνει στο νου Στ.Κινγκ παρά βιομηχανικό τοπίο ή άλλες πόλεις.Υποθέτω ότι δεν είχε στο νου του ο Μαμαλούκας το Λονδίνο ή αντίστοιχα σκηνικά αλλά περισσότερο ταινίες του Χόλυγουντ όπου κάποια καιρικά φαινόμενα παρεμβάλλονται στην δράση.
Με τις καλύτερες ευχές μου γιά δημιουργικές αναγνώσεις το 2009.
Αν δεν κάνω λάθος, ο Μπουκόφκσι είχε πει κάποτε: «Οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτες βαρετά βιβλία»
Ευτυχώς για τα βιβλία του Μαμαλούκα, δε είναι απ αυτά... Το αντίθετο μάλιστα. Δίνοντας βάση στην πλοκή, τα κάνει σύγχρονα, συναρπαστικά
Δημήτρη,
καλή χρονιά και αποδοτική η πένα σου. Εκτιμώ που δεν σχολιάζεις όσα λέω πάνω στο βιβλίο σου. Η μετριοπάθεια και η ταπεινοφροσύνη λείπουν από άλλους που κινούνται στους χώρους σαν ψώνια ολκής.
Πατριάρχης Φώτιος
Librofilo,
καλή χρονιά και καλές αναγνώσεις.
Η “υποδούλωση” ίσως είναι όντως βαριά. Δείχνει όμως πως δεν μπορεί να παρουσιάζει ομιχλώδη την Αθήνα, ενώ ξέρει πολύ καλά πως δεν είναι, μάλλον από αδυναμία να ξεφύγει από κινηματογραφικά πρότυπα, όπως λες.
Πατριάρχης Φώτιος
Vita,
συμφωνώ και επαυξάνω ότι ο Μαμαλούκας είναι αξιόλογος αφηγητής και συναρπαστικός μαζί. Διαβάζεται άνετα και ο αναγνώστης δεν σταματά ούτε λεπτό, αφού τα βιβλία δεν κάνουν κοιλιές, δεν βαλτώνουν, δεν κλατάρουν
Καλές αναγνώσεις
Πατριάρχης Φώτιος
Καλημέρα, Πατριάρχη ...προβοκάρετε!! Η φράση "δεν μπορεί να παρουσιάζει την Αθήνα ομιχλώδη ενω ξέρει πως δεν είναι" δεν ...μπορεί να ανήκει σε άνθρωπο που ξέρει και μάλιστα ΤΟΣΟ καλά από βιβλία! Ξέρετε πολύ καλά πως δεν ισχύει. Ένας συγγραφέας μπορεί να παρουσιάζει ό,τι θέλει όπως θέλει, αν αυτό τον βοηθάει να πει αυτό που θέλει να πει!
Η Αθήνα είναι μεγάλος πονοκέφαλος και μάλιστα όταν δεν τη θέλεις απλώς ως περιβάλλον (διακοσμητική περιγραφή), αλλά να παίρνει μέρος στη δράση και να δένεται με τους ανθρώπους. Οι αιτίες πολλές, μια βασική: η Αθήνα (την οποία αγαπώ πολύ, μαζοχιστικότατα) ΔΕΝ είναι πόλη δεμένη με τους ανθρώπους, στην πραγματικότητα δεν είναι καν π ό λ η, από πολλές πλευρές, προκαλεί την ανασφάλεια που κανονικά προκαλεί η φύση, το αντίθετο δηλαδή από ό,τι κάνει μια μεγαλούπολη, που με τα πάρκα της, τη ρυμοτομία κλπ δ α μ ά ζ ε ι τη φύση και μετατρέπει τον αγρότη σε αστό. Η Αθήνα είναι μια πόλη αγροτών! Λοιπόν αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνο του.
Κάτι που εχω καταλάβει για τον Μαμαλούκα (που δεν εχω διαβάσει κανένα βιβλίο του ακόμα, είναι όμως στα υπ όψη)είναι ότι κατασκευάζει κόσμο, συγγραφικό "σύμπαν". Αν αυτό ισχύει, έχει χαρισμα σπανιότατο για έλληνα συγγραφέα. Το ερώτημα (θεωρητικό) είναι αν το σύμπαν είναι αυτοσκοπός ή μέσο για να πει κάτι άλλο.
Τα περί μιμητισμού επίσης κάπως μικρόψυχα τα βρίσκω, στο κατω κατω πού ξέρουμε ότι ένα πλήθος αναγνωστών δεν γνωρίζει τόσο καλά αυτό τον "αμερικάνικο" (μέσω ταινιών)τρόπο, ώστε τελικά να είναι "ελληνικός", γνήσιος δηλαδή, δικός μας; Το είχα επισημάνει και στο σχόλιό σας στο "Ρέιβεν". Στο κάτω κάτω καλύτερα αμερικάνικος κινηματογράφος παρά ελληνικός του 60 ΠΟΥ ΜΑ ΕΧΕΙ ΤΑΡΑΞΕΙ ΣΤΗΝ "ΕΛΛΗΝΙΚΗ" ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΚΗ ΜΠΑΡΟΥΦΑ κ α ι με τους λογοτεχνικούς τους μιμητές!
υγ: εννοείται γραφω εκ του ασφαλούς, μην έχοντας διαβάσει το βιβλίο: αν είχα, α) σίγουρα θα έβρισκα πολλά θετικά, που ούτε ο συγγραφέας δεν θα είχε δει!, β)εξ ίσου θα έβρισκα αρνητικά, αλλά αυτό ειναι φυσικότατο για καποιον που επίσης γράφει (σκέφτεται πως θα το έκανε ο ί δ ι ο ς!!)
Pellegrina,
καταλαβαίνω γιατί εξανίστασαι αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί υψώνεις τη φωνή σου (τρόπος του λέγειν). Φυσικά ο συγγραφέας μπορεί να παρουσιάζει την Αθήνα ομιχλώδη, αλλά ο αναγνώστης θα ξέρει ότι δεν είναι ρεαλιστικό το πλαίσιο. Το να την παρουσιάζει όμως σαν Λονδίνο –με διακειμενικές αναφορές και κινηματογραφικές εικόνες- δείχνει είτε α) μεταφορά του σκηνικού σε άλλου είδους ατμόσφαιρα (αυτό όμως δεν συνάδει με το αθηναϊκό πλαίσιο: ας επινοούσε μια πλαστή πόλη ή ας ονόμαζε την τερατούπολή του Λονδίνο ή ό,τι άλλο) είτε β) αποτυχία στην προσπάθεια για δια-τοπική, υπερ-χωρική και ά-τοπη γεωγραφία.
Δεν μπορώ ωστόσο να βλέπω μια ελληνική πόλη ως καρικατούρα των ημιφωτισμένων δρόμων του Σικάγο ή σαν παρωδία των σκοτεινών σοκακίων του Λος Άντζελες. Δεν μπορώ να βλέπω την Αθήνα με τα γυαλιά ενός Αμερικανού σκηνοθέτη που χρωματίζει ετερότ(ρ)οπα το ελληνικό τοπίο.
Πατριάρχης Φώτιος
Καλησπέρα (α, εγώ ειδικά, Πατριάρχη, μεγάααλη φωνή σηκώνω! Τη μεγαλύτερη!! Τι να σας πω!!!:))
Τωρα πώς να απαντήσω επί του Μαμαλούκα,αφού δεν εχω διαβάσει; Κάπως έτσι το φαντάστηκα, ως μη ρεαλιστικό, ως "δια-τοπικό" που λέτε. Πάντως δεν εχει και τοση σημασία, όλοι συμφωνούν για τα χαρίσματα. Εμένα απλώς με εξιτάρισε το θέμα "Αθήνα".
υγ! αμ γι' αυτό όλοι γράφουν για την Κωνσταντινούπολη!! Ελληνικά βιβλία, με πρωταγωνίστρια πόλη που κανείς δεν ξέρει! Βολικότατο!
Καλησπέρα σε όλους,
Πατριάρχα αυτή τη φορά μου φαίνεται θα συμφωνήσω με την Πελεγκρίνα. Ακριβώς αυτό το «φωτίζει ετερότροπα» που λέτε είναι το ενδιαφέρον και το προκλητικό.
Αν παρουσίαζε μια α- τοπική όπως λέτε τερατούπολη, η περιγραφή θα έχανε το ενδιαφέρον της αντίφασης και της σύγκρισης του οικείου που είναι η Αθήνα που ξέρουμε με το ανοίκειο που είναι η Αθήνα - η αδυσώπητη όπως λέτε εσείς που έχετε διαβάσει το βιβλίο – που ο συγγραφέας επιθυμεί. Και αυτό το αδυσώπητη θα πρέπει να συμφωνήσουμε δεν είναι περιγραφή τόπου ή κτιρίων αλλά περιγραφή καταστάσεων δια των φυσικών φαινομένων και του αστικού τοπίου. Επομένως, αυτό που επιθυμεί να μας δώσει, ίσως είναι κάτι που υπερβαίνει το τοπίο, δηλαδή μια ψυχική κατάσταση.
Το φαινόμενο αυτό συνηθίζεται φυσικά – όλοι το ξέρουμε στη λογοτεχνια (να θυμηθούμε το Il pleure dans mon coeur/Comme il pleut sur la ville του Βερλαίν και φυσικά τους γνωστούς στίχους του Τσιτσάνη που επηρέασαν το Γάλλο ποιητή: «Βρέχει στη φτωχογειτονιά /βρέχει και στην καρδιά μου»)
Είχα διαβάσει κάποτε μια εκπληκτική ανάλυση του Mackridge για το «Ολόγυρα στη λίμνη» του Παπαδιαμάντη για το πως είναι μάταιο να αναζητήσει κανείς στη Σκιάθο εκείνο το τοπίο του διηγήματος – που σε τελευταία ανάλυση - δεν είναι παρά ένα εσωτερικό τοπίο, μια ψυχική τρόπον τινά καταγραφή του συγγραφέα.
Το αναφέρω αυτό γιατί από τον κατ’ εξοχήν Σκιαθίτη συγγραφέα έχουμε μια απόλυτη παραβίαση της ρεαλιστικής συνθήκης – όπου τελικά για άλλα μιλάει και όχι για τη Σκιάθο και μας αφήνει – εμάς τους αμυήτους - να πιστεύουμε ότι πρόκειται για μια φυσιολατρικής τάξεως , υψηλής αισθητικής βέβαια περιγραφή τοπίου.
Αυτό, παρά το ότι είναι μια ακραία περίπτωση, νοηματοδοτεί ότι ο τόπος στη λογοτεχνία δεν είναι απλά μια συνθήκη που κατασκεύασε ο συγγραφέας χωριστά από τους άλλους παράγοντες του έργου – τη δράση και τους χαρακτήρες. Ακόμα περισσότερο δεν διαχωρίζεται από τον εσωτερικό του κόσμο, ως δημιουργό του έργου (του μυθιστορήματος στην προκειμένη περίπτωση).
Όσες λοιπόν θεωρητικές και ψυχολογικές αποσκευές κουβαλά για το πλάσιμο των χαρακτήρων τις ίδιες διαθέτει και για τα τοπία – εννοώ η διεργασία των περιγραφών περνά από τα ίδια φίλτρα. Ό, τι έχει διαβάσει, όπου έχει ταξιδέψει, ότι ονειρεύεται περνά αναπόφευκτα στις περιγραφές του. Πάντα κάτι, για να το περιγράψεις μοιάζει με κάτι άλλο. Με τι θα μοιάσει – εκεί είναι το παιχνίδι. Τα ίδια κτίρια, οι ίδιοι δρόμοι είναι διαφορετικοί ανάλογα με το τι έχουμε διαβάσει. Αυτό που βλέπουμε και περιγράφουμε είναι σε τελευταία ανάλυση και λίγο αυτό που είμαστε.
Η δε συνήθεια να παρομοιάζεις κάτι σε μια ξένη χώρα με κάτι οικείο ακόμα και να το ονομάζεις με ένα οικείο όνομα όπως έγινε με τις γειτονιές των προσφύγων δεν αντανακλά παρά αυτή την απλή πραγματικότητα.
Επομένως η βερσιόν της Αθήνας της «Μοναξιάς της ασφάλτου» του κ. Μαμαλούκα είναι μια τέτοια ματιά φωτογραφικής εστίασης που μπορεί να σου κάνει ένα πρόσωπο αγνώριστο. Όπως όταν σου δείχνει το «καλό του προφίλ» η το στοχαστικό του βλέμμα, ή το θεληματικό του ύφος ανάλογα με το τι έχουν συμφωνήσει με το φωτογράφο, για να θυμηθούμε τον ετερότροπο φωτισμό που αναφέρατε.
Pellegrina και Πόλυ,
φυσικά μπορεί και να έχετε δίκιο. Ποτέ μου δεν διεκδίκησα το αλάθητο (είπαμε δεν είμαι Πάπας), αν και όσα λέτε είναι θεωρητικά και στην πράξη δεν μου αφήνουν την ίδια αίσθηση. Αλλά είπαμε, οι υποκειμενικές μου αναγνώσεις δεν μπορούν να είναι απόλυτες. Όσο συζητάμε, συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά που αναφέρετε είναι μια καλή προσπάθεια να παρουσιάσει κανείς το οικείο με ανοίκειο βλέμμα, όπως λέει η Πόλυ. Αυτό που δεν μου κολλάει είναι το copy paste μιας ξένης κινηματογραφικής πόλης στην Αθήνα. Ωστόσο δεν επιμένω, και ήδη βλέπω την μαμαλουκική Αθήνα με το πρίσμα που μου υποδείξατε.
Πατριάρχης Φώτιος
Καλημέρα.
Πόλυ!!! Γκλουπ!! (πού ήσουν εσύ τόσον καιρό;)
Άμα είσαι ο Παπαδιαμάντης είσαι μεγαλοφυία (ονειρική Σκιάθος!), άμα είσαι ο Μαμαλούκας "απέτυχες" να παρουσιάσεις την Αθήνα! ("Τους έχω βαρεθεί"!!!)
Πάντα θεωρητικά, Πατριάρχη να θυμίσω (εγώ η ..φωνακλού!)ότι αν δεν προσπαθείς δεν "αποτυγχάνεις"! Οι γραφές (όχι οι θρησκευτικές!), ελληνικές και μη, είναι γεμάτες από περιγραφές πόλεων που δεν σου αφήνουν καμία αίσθηση, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο από "ψιψίρισμα" (κουρτοβίκιος όρος, έχει πλάκα)των στιγμιότυπων που ζει ο ήρωας, χωρίς κανένα φιλτράρισμα βάσει σχεδίου. Πχ πάει η τύπισσα για ψώνια στην Ερμού και μας περιγράφει τι κάνει, τι βλέπει κλπ. Στη λογοτεχνία το τ ο π ί ο, ο χώρος γενικά έχει άλλη λειτουργία και θέλει τη ματιά του δημιουργού. Πάντα θεωρητικά, υποψιάζομαι ότι ο Μαμαλούκας προσπαθεί κάτι τέοτιο, κατι συνολικό, ένα σκηνικό που να συνομιλεί. έστω αρνητικά, με την "ψυχή" των ηρώων. Δεν ξέρω αν "πετυχαίνει", μπορέι κι εμένα να μη μου αρεσε αν το διάβαζα (εξαρτάται κι από τη ματιά του αναγνώστη), αλλά λογοτεχνικά είναι βήμα πολύ παραπάνω από τα ψιψιρίσματα ("¨ηρθε το μετρό, άνοιξε η πόρτα, μαζί μου μπήκε ένας μετανάστης" κλπ. Αυτά!
υγ: ξανά: Πόλυ είσαι θ ε ά. Πού χαραμιζόσουν τόσα χρόνια, σχολείο διηύθυνες; (έτσι διάβασα) Αυτή η π...να η εκπαίδευση μας εχει φάει όλους! και τι καταλάβαμε; ΦΥΤΑ βγαίνουν!Φυτά με ..πέτρες (στα κλαδιά, συγνώμη τα χέρια!)
Pellegrina,
καταλαβαίνω όσα λες και κατά βάση συμφωνώ. Στην εφαρμογή όμως πάντα υπάρχουν περιθώρια επιτυχίας ή αποτυχίας.
Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Ελπίζω να μην εγραψα κάτι που να σε πρόσβαλε και γι’ αυτό το ύφος σου δείχνει ότι θίχτηκες.
Καλησπέρα. Πατριάρχη ο υ δ έ π ο τ ε γράψατε κάτι που να με πρόσβαλε:)
Καλησπέρα και πάλι,
Πατριάρχα και Mαργαριταρένια
Πατριάρχα ήθελα να σας πω ότι εκτιμώ ιδιαίτερα το ότι με παρρησία δέχεστε να δοκιμάσετε την εμπειρία της άλλης ματιάς και ενδεχομένως να αλλάξετε άποψη. Αυτό είναι ουσία και αυτό δείχνει ότι η κουβέντα μας πιάνει τόπο. Για να σας αποδείξω ότι και οι δικές σας οι κουβέντες πιάνουν τόπο ήθελα να σας πω ότι άρχισα να διαβάζω - και το απολαμβάνω - το βιβλίο του Pierre Bayard.
Η συζήτηση για το βιβλίο του κ. Μαμαλολούκα φανερώνει ότι το κάναμε εδώ πέρα μερικοί – μερικοί της μη – ανάγνωσης με εξαιρετική επιτυχία. Τι συνηθίζεται μέχρι τώρα στο καφέ όταν έχουμε ξεσαλώσει στην κουβέντα προ – ανάγνωσης και κατόπιν διαβάζουμε το βιβλίο ετεροχρονισμένα; Το κρατάμε για τον εαυτό μας ή πάμε στο ποστ του βιβλίου και αρχίζουμε και αναρτάμε εκ των υστέρων σχόλια; Ή όπως τώρα το αναρτάμε όπου είμαστε εκείνη τη στιγμή; Δεν αποκλείεται οι Μ.Α (μετά ανάγνωση) αναρτήσεις να είναι διαφορετικές από τις Π.Α. (προ ανάγνωσης).
Πελεγκρίνα,
παρά το ότι είσαι φικτίσιους, η δημιουργός σου σου έχει εμφυσήσει αρκετή από την ιδιοφυία της που με το μανδύα της αφέλειας και του αυθορμητισμού κάνουν ένα αξιαγάπητο συνδιασμό και αφοπλιστικές αλλά τρομερά διεισδυτικές παρατηρήσεις που δεν σου κρύβω ότι τις ζηλεύω.
Μια και αναφέρθηκε όμως με αποσιωπητικά η εκπαίδευση, θέλω να σου πω ότι από εκεί δεν απογοητεύτηκα γιατί ουδέποτε γοητεύτηκα. Όπως λέει και ο Ήβλυν Γουό: «Whoever enters the scholastic profession has a very serious reason who is anxious to conceal...»
Καλημερα σας και καλή χρονια.
Διαβασα το βιβλιο πριν λιγο καιρο, και το βρήκα καταπληκτικο. Κυριολεκτικα το ρουφηξα. Θα έλεγα ότι ειναι το καλυτερο που εχει γραφει μεχρι τωρα ο Μαμαλούκας. Και δεν με πειραζει καθολου ο τροπος που παρουσιαζει την Αθηνα. Εξαλλου, ειναι νομίζω λάθος, να βλέπουμε την ομίχλη σαν ενα απλο μετεωρολογικο φαινόμενο. Πιο πολυ, μου φαινεται αναδεικνυει, αρκετα πετυχημένα,την ψυχοσυνθεση των χαρακτήρων της ιστοριας. Οσο για την Αμερικανική επιρροη, καταρχήν δεν καταλαβαινω γιατι πρεπει να θεωρειται "κακή" και δευτερον βρσκω ότι ταιριαζει απολυτα, μια και ενας απο τους ήρωες του βιβλιου ειναι Αμερικανος, εντονα επηρεασμενος απο την αμερικανικη pop culture. Οσο για την ιταλικη ατμοσφαιρα, μαλλον θα την ξαναβρουμε στο επομενο βιβλιο του Δημητρη.
Πόλυ,
σ’ ευχαριστώ για την αβροφροσύνη σου.
Όταν αναρτώ κάθε ποστ μου, ξέρω ότι δεν έχω δίκιο σε όλα όσα λέω
και μέσω υμών προσπαθώ να δω τι μου ξέφυγε, τι δεν κατάλαβα, τι θα μπορούσα να το ερμηνεύσω και με άλλο τρόπο.
Γι’ αυτό σας ευχαριστώ ολους.
Πατριάρχης Φώτιος
Τίνα,
καλωσόρισες στο Βιβλιοκαφέ μας.
Οι παρατηρήσεις σου μου δίνουν την ευκαιρία να τονίσω ότι οι επιφυλάξεις που έχω για το βιβλίο δεν έγκεινται φυσικά στην ομιχλώδη Αθήνα. Όπως γράφω, με ενοχλεί η μίμηση των αμερικάνικων προτύπων, κατά τη γνώμη μου χωρίς λόγο, και η επιφανειακότητα –κινηματογραφικού τύπου- στην αποτύπωση μιας πραγματικότητας• κάτι τέτοιο είναι βέβαια ελκυστικό, αλλά συγχρόνως και αβαθές.
Πατριάρχης Φώτιος
Με την ευκαιρία της τελευταίας επισήμανσης του Πατριάρχη, θα ήθελα να πω ότι το θέμα του "βάθους" είναι επίσης ένα πολύ συζητήσιμο θέμα. Μερικά ερωτήματα:
α) Μήπως το βάθος εξαρτάται περισσότερο από τον αναγνώστη και λιγότερο από τον συγγραφέα;
β) Τι "βάθος" εννοούμε; (συναισθήματος, σκέψης, ιδεών, υπαρξιακής αγωνίας;)
γ) Μήπως το "βάθος" αλλάζει με την εποχή;
δ) Μήπως προστίθεται βάθος από τις απανωτές ερμηνείες των έργων του "κανόνα";
ε) πόσο η διατύπωση επηρεάζει το βάθος; μπορεί η γλώσσα να "υποκριθεί" βάθος;
στ) Υπάρχει βάθος-κλισέ; (μου έρχεται στο νου ο "φόβος του θανάτου". Θεωρείται σημαντικό θέμα της λογοτεχνίας, όμως πόσο "βάθος" έχει;)
ζ) Γενικά, μήοως θέλει έναν α πριόρι ορισμό το βάθος, ή προκύπτει αντ χοκ;
η) ΠΟΥ αναζητεί κανείς το "βάθος"; Στον άνθρωπο, στη φύση, στο θεό, στα κοινωνικά φαινόμενα; Στην Ιστορία; Εξ ίσου σε όλα αυτά;
θ) Τα ερωτήματα επικαλύπτονται (είναι πρόχειρα), αλλά ιδού ένα κρίσιμο: το "βάθος" ενός βιβλίου προϋποθέτει το "βάθος" του συγγραφέα ως ατόμου;
Ι) Υπήρξαν εποχές πιο "βαθιές" από τη δική μας, που άρα ευνοούσαν την βαθιά λογοτεχνία, η αυτό είναι ιστορικός κλπ μύθος;
ια) Πόσο συνεισέφερε στο "βάθος" της λογοτεχνίας (ή το αντίθετο) η ψυχανάλυση;
Αυτά!
Pellegrina,
το σχόλιό σου είναι δυναμίτης.
Επειδή νιώθω την ένταση των σκέψεων όπως έπεσαν στον υπολογιστή και το “βάθος” του προβληματισμού σου, υπόσχομαι να το θέσω σύντομα σε ξεχωριστό ποστ και να το συζητήσουμε εκτενώς.
Ευχαριστώ για το φιτίλι.
Πατριάρχης Φώτιος
Καλησπέρα σε όλες και όλους
Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάρτηση αλλά και τα σχόλια (Πόλυ τι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επισημάνσεις! αλλά και πολλών άλλων τα σχόλια εξαιρετικά ερεθιστικά).
Με προβλημάτισε παραγωγικά (κοινώς με έβαλε σε σκέψεις)το σχόλιο του Κούρτοβικ "ο αναγνώστης μένει με το κενό ενός νοήματος που δεν υπήρξε" και το πληροφοριακό και κριτικό/ερμηνευτικό σχόλιο του Πατριάρχη "ο πεζογράφος σπούδασε φιλοσοφία, η οποία απουσιάζει από τα αφηγήματά του. Σαν να μας λέει ότι η ζωή είναι σαν ταινία που απλώς αξίζει να παιχτεί και να ξεχαστεί".
΄Εμμεσα και υπόρρητα τίθενται δύο πολύ σημαντικά ζητήματα. Το πρώτον έχει να κάνει με τον προσδιορισμό του κενού νοήματος κειμένου και το δεύτερο για την απουσία ενός νοήματος (τελικά) από τη ζωή, η οποία απλώς είναι και τη ζει κανείς έτσι μέχρι το θάνατο.
Στην τελευταία παράγραφος του αναρτημένουκειμένου/βιβλιοπαρουσίασης στην οποία συνυπάρχουν τα σχόλια Κούρτοβικ και Πατριάρχη τα δύο προηγούμενα ζητήματα συντίθενται τελικώς σε ένα, το εξής: Υπάρχει νόημα εντός και εκτός του γραπτού κειμένου; Με άλλα λόγια αν το νόημα λείπει από τη ζωή μπορεί να συνθεθεί στο γραπτό κείμενο; ΄Η η γραφή, εν προκειμένω η λογοτεχνική γραφή, έχει οφειλές στη φιλοσοφία αλλά και η ζωή έχει οφειλές στην ιστορία; Εν κατακλείδι υπάρχει ένα νόημα στη ζωή αλλά και στη λογοτεχνική γραφή το οποίο όταν δεν υπάρχει η ζωή αλλά και το λογοτεχνικό κείμενο θα ξεχαστούν (δες και το σχόλιο του Πατριάρχη "Σαν μας λέει ότι η ζωή είναι σαν ταινία που απλώς αξίζει να παιχτεί και να ξεχαστεί.").
Σε αυτή τη μνήμη, τη μνήμη του νοήματος (και όχι,ας πούμε, της αφηγηματικής πλοκής ή του βιώματος των εικόνων της ζωής;)που αποκομίζει κανείς από ζωή και γραφή αποδίδεται η αξία στο να ζεις μια ζωή ή στο να διαβάζει κανείς ένα γραπτό κείμενο (εν προκειμένω λογοτεχνικό). Και βέβαια η φιλοσοφία είναι τελικά αυτό το νόημα που λειτουργεί στη μνήμη, βιωμένη ιδιωτική ή και κοινωνική, ιστορική.
Κι αν αυτό το ζήτημα αυτό έτσι ανοικτό είναι ένα νόημα ήδη;
Κι αν ακριβώς ένα από τα φιλοσοφικά ζητήματα είναι αυτό ακριβώς όπως τίθεται στην παρατήρηση του Πατριάρχη, η απουσία δηλαδή του νοήματος;
Κι αν τελικά υπάρχει η απουσία του νοήματος (αν υπάρχει το κενό του νοήματος, γιατί αν ο αναγνώστης μένει με ένα κενό νοήματος, στην έξοχη παρατήρηση του Κούρτοβικ, αυτό σημαίνει ότι το κενό του νοήματος υπάρχει);
Κι αν αυτή η γραφή και αυτή η πλοκή (εννοώ στο συγκεκριμένο βιβλίο) είναι στην ουσία η αστυνομικού ύφους, ή με το πρόσχημα ενός genre, εκείνου του θρίλλερ,φιλοσοφική διαπραγμάτευση του νοήματος και της απουσίας/παρουσίας του στη ζωή;
Κι αν και ακριβώς για αυτό το λόγο η οικεία Αθήνα παρουσιάζεται τόσο ανοίκεια; Αν, δηλαδή, η οικεία από νοήματα που αποδίδει σε αυτή την πόλη το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γίνει το ανοίκειο κενό νοήματος; Τι θα προβάλλει στο κενό αυτό ο αναγνώστης; Δεν θα μπορεί ενδεχομένως να ξαναδιαβάσει στο γραπτό κείμενο του μυθιστορήματος, να προβάλλει δηλαδή, τα στερεοτυπικά νοήματά του για την πόλη της αθήνας.
Μήπως αυτό είναι ένα είδος άποψης στη λογοτεχνία; Μήπως είναι σχετικό με τη φιλοσοφία; (Υπομνηματίζω απλά - μιας και περί μνήμης το σχόλιο στο τέλος της ανάρτησης του Πατριάρχη - ότι στη xαιντεγκεριανή φιλοσοφία και στην εξ αυτής ψυχανάλυση του Dasein υπάρχει η Νεύρωση της Απουσίας Νοήματος, η λεγόμενη και γερμανιστί Sinnlosigkeit Neurose.
Kατά συνέπεια το σχόλιο της Πόλυ είναι εξαιρετικό και για ένα ακόμη λόγο. Η απουσία νοήματος δεν είναι το κενό είναι το ανοίκειο στο οποίο μεταμασχηματίζεται ο οικείος κόσμος μας. Και από κόσμος 'μας' γίνεται κόσμος.
Τώρα θα άξιζε να ξαναδιαβάσω τον τρόπο που σημειώνει και παρατηρεί - αναζητώντας το νόημα - ο Βάλτερ Μπενγιαμιν των περιπάτων (του Μπωντλαιρ στο Παρίσι) και των περιπάτων του στο Βερολίνου.
Αλλά μήπως;
Βαγγέλης Ιντζίδης
Αγαπητοι,
Ολα αυτα περι "βαθους" και "νοηματος" ειναι πολυ "ωραια" και βαθυστοχαστα. Αλλα μήπως με ολη αυτην την αναλυση χανουμε την ουσια του αναγνωσης. Γιατι δηλαδη θα πρεπει Ο Μαμαλουκας, σ'ενα noir μυθιστορημα, να αναλυσει και να απαντησει ερωτηματα που δεν εχουν καταφέρει να απαντησουν οι μεγαλυτεροι στοχαστες για αιωνες.
Επειδη σπουδασε φιλοσοφια? Η επειδη εμεις οι ιδιοι ψαχνουμε να βρουμε στα βιβλια, ενα νοημα που ισως μας λειπει στην πραγματικη ζωη?
Στο ειδος του το βιβλιο του Μαμαλουκα ειναι πολυ καλο. Ατμοσφαιρικο, με δυνατους χαρακτηρες, φαινεται να ειναι στασιμο αρχικα , τιποτα δεν συμβαινει, αλλα σταδιακα γινεται, γρήγορo και απρόβλεπτο. Η ένταση αυξάνει, η δράση γίνεται κινηματογραφική.
Το κυριωτερο!! Το ρουφάς απο την αρχη μεχρι το τέλος. Δεν μπορεις να πεις το ιδιο για πολλα βιβλια.
Αντε, φλυαρησα πάλι
Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, θα μου επιτρέψετε αγαπητέ Πατριάρχη να διαφωνήσω κάθετα (όπως και όλοι οι υπόλοιποι συνομιλητές όπως διαπιστώνω)για το "ομιχλώδες" της Αθήνας.
Πρώτα-πρώτα, έτσι είναι η πόλη σας, τι νομίζετε;
Δεύτερον, η βρωμιά που περιγράφεται σε αυτό το καθαρόαιμο νουάρ αποδίδεται άριστα με το εύρημα του "ξινού νέφους" που από καιρό σε καιρό κατεβαίνει πάνω από την πόλη κάνοντας τα πάντα αθέατα. Δε μιλάμε για μετεωρολογία, μα για φαντασιακό σκηνικό που ταυτόχρονα υποβοηθάει την πλοκή.
Τρίτον, το αριστούργημα της κ. Μπουραζοπούλου "Τι είδε η γυναίκα του Λωτ" -για να χρησιμοποιήσω ένα οικείο παράδειγμα-,περιγράφει ένα ροζ αλάτι που αναβλύζει στο Ισραήλ και τη θάλασσα να έχει φτάσει ίσαμε το Παρίσι. Αν αυτά τα "μεταφυσικά" ευρήματα δεν υπήρχαν δε θα ήταν αριστούργημα (αν καταλαβαίνετε τι θέλω να υπογραμμίσω)- και
σύμφωνα πάντα με τη δική μου αναγνωστική ματιά, για να μην παρεξηγηθώ.
Τέταρτο, οι συγγραφείς δεν είμαι σίγουρος πως θα σώσουν το ανθρώπινο γένος με τα βιβλία τους, όπως εξάλλου δε θα το κάνουν οι μπλόγκερ ή οι φαρμακοποιοί. Αφήστε που οι περισσότεροι δεν έχουν αυτόν τον σκοπό και αρκετοί από αυτούς που τον έχουν είναι παντελώς ανίκανοι να τον υλοποιήσουν. Θέλω να πω, το βαθύτερο νόημα ενυπάρχει σε πολλά βιβλία (στου Μαμαλούκα σίγουρα) και πρέπει τα δικά μας μυαλουδάκια να το αναζητήσουν, κι όχι να μας το σερβίρουν δίχως να κοπιάσουμε. Συμφωνώ λοιπόν με την Τίνα. Είμαι βέβαιος πως συμφωνείτε κι εσείς.
Τέλος, θα διαφωνήσω και με τον όρο "μιμητισμός". Όλα έχουν γραφτεί φοβάμαι. Διαφορετικές οπτικές σκηνοθετούμε, μα στα ίδια χνάρια πατάμε. Δε βαριέστε, "μίμησις" είχε πει κι ο μπαρμπα-Αριστοτέλης, για την ποίηση, "μίμησις πράξεων".
Αγαπητές και αγαπητοί
με το δικό μου σχόλιο προσπάθησα ακριβώς αυτό. Να δείξω πως καμιά φορά τα όσα καταλογίζονται ως αρνητικά (ενδεχομένως) σε ένα βιβλίο είναι πιθανά με μια άλλη ματιά τα προτερήματά του.
Και για το λόγο αυτό προσπάθησα να δείξω πως ακόμη κι αν κανείς το βλέπει- το συγκεκριμένο βιβλίο - ως ένα επίπεδο άνευ νοήματος εγχείρημα τότε ακόμη κι αυτή η οπτική είναι ένα νόημα και πιθανόν να είναι και ένα ζήτημα που θέτει μέσω αυτού του "επίπεδου" και ο συγγραφέας.
Δύο παρατηρήσεις ακόμη. Το βαθυστόχαστο ή ό,τι άλλο δε μπορεί να μπαίνει σε εισαγωγικά από τον αναγνώστη που διαβάζει.
Και ναι τα βιβλία γράφονται για να στήσουν γέφυρες με τους άλλους αλλιώς γιατί να απαγορεύονται, να διώκονται ή να καίγονται πολλές φορές στην ιστορία των κοινωνιών μας;
Πράγματι ένα βιβλίο κοιτάξτε πόσες γέφυρες και παρανοήσεις άνοιξε. Αρα είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο- αν μη τι άλλο- ακριβώς επειδή προκαλεί και επικαιροποιεί τις όποιες παρα-νοήσεις του. Κατά συνέπεια η λογοτεχνία ως μίμησις είναι μια άλλη πραγματικότητα. Η πραγματικότητα του αναγνώστη της. Ο συγγραφέας τέλειωσε με τη δική του μιας και το έγραψε.
Να είστε καλά
Β.Ι.
YΓ Η ευγενέστερη των προθέσεων είναι να θέλεις να παρέμβεις στον κόσμο. ¨Οσο κι αν το σαρκάζουμε αυτό είναι το μόνο που διαχώρίζει τον πολίτη της ιστορίας από τον πολίτη της κατανάλωσης. Κι αυτό είναι και η ποίηση να έχεις επίγνωση του ανέφικτου αλλά να επιμένεις επικά να το ονειρεύεσαι. Δίχως κυνισμό."Πάντα είχα επίγνωση και πάντα ονειρευόμουν" έλεγε ο Ρεμπώ. Σε κάθε περίπτωση το να προσπερνά κανείς έτσι έναν κόπο που κάνει ο άλλος να καταθέσει τη γνώμη του είναι ως να αρνείται το δικαίωμα να ακούσουν με σεβασμό τη δική του.
Για αυτό χαίρομαι επειδή είδα και βλέπω πως εδώ ακούμε τις γνώμες των άλλων. Εγώ πάντως τις βρίσκω όλες πάρα πολύ ενδιαφέρουσες μιας και απηχούν τις παραστάσεις και αναπαραστάσεις της κοινωνίας μας για κάθε δημιουργία.
EΛΠΙΖΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΚΑΛΑ ΠΩΣ ΕΔΩ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΖΗΤΑΜΕ. ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ.
Να είστε όλες και όλοι καλά.
Και απολαυστικές αναγνώσεις με στοχασμό και όνειρο.
Κρατώ όλες αυτές τις απόψεις, παρόλο που σταθήκατε πολύ στην ομιχλώδη Αθήνα, στοιχείο το οποίο θεωρώ ούτως ή άλλως δευτερεύον. Ο Μαμαλούκας έχει, φαίνεται, “φανατικούς” φίλους κι έτσι το βιβλίο του πυροδότησε μια ουσιαστική συζήτηση, ασχέτως με ποια θέση συμφωνώ και με ποια διαφωνώ.
Μπορεί να διαφωνώ λ.χ. με την Τίνα για το αν πρέπει ή όχι να ψάχνουμε κάτι βαθύτερο στα βιβλία που διαβάζουμε (δεν τα διαβάζουμε μόνο για να περνάμε ευχάριστα τον χρόνο μας) και τον Βαγγέλη γιατί, αν πολλά βιβλία που θεωρείται ότι δεν έχουν νόημα, ορίζουν την ιδιότητά τους αυτή ως ευρετική νοήματος, τότε όλα τα βιβλία είναι καλά και αξιανάγνωστα• ή με τον Παναγιώτη για τη διαφορά στην εξ αρχής πεποιημένη ατμόσφαιρα της Μπουραζοπούλου με την τύποις ρεαλιστική ατμόσφαιρα στον Μαμαλούκα και τη διαφορά γύρω από τη διαφορά μίμησης πράξεων και μιμητισμού λογοτεχνικών σχολών.
Όμως οι δικές σας αντιρρήσεις –που μπορεί να μη με πείθουν σε απόλυτο βαθμό- λειτουργούν ωστόσο ως μέσο μετριασμού της δικής μου υποκειμενικότητας.
Ευχαριστώ για τις αντιρρήσεις σας
Πατριάρχης Φώτιος
Ευχαριστώ κι εγώ Πατριάρχη
Βαγγέλης Ι.
Καλημέρα. Ούπς! Γκλουπ! Μπράβο ο Μαμαλούκας! (στο τσακ είμαι να στρωθώ να το διαβάσω, αλλά με εμποδίζει η στοίβα αδιάβαστων δίπλα στον καναπέ (και το άλλο πραγματάκι που κάνω)
Λοιπόν να πω κι εγώ τη ..φιλοσοφία μου. Αν κατάλαβα καλά, Βαγγέλη Ιντζίδη εννοείς ότι αφού η ζωή δεν έχει νόημα (ή AN δεν έχει ή αν νομίζει ο συγγραφέας ότι δεν έχει), και το βιλβίο δεν έχει, σχολιάζοντας έτσι τη ζωή. Συμφωνώ με τον Πατριάρχη ότι αυτό σαν πολύ έυκολη δικαιολογία μου φαίνεται (όπως και το άλλο που ακούγεται: μίζερη και ασχημη ζωή, μίζερα και άσχημα βιβλία). Όμως η τέχνη δεν αντιγράφει τη ζωή (η μίμηση του Αριστοτέλη είναι μίμηση πράξεων σ π ο υ δ α ί ω ν, άλλο πράγμα), την αναπλάθει και την ανανοηματοδοτεί, άρα και η ζωή να μην έχει νόημα το κείμενο οφείλει να έχει, ακόμα και για να μας πει με αυτό ότι η ζωή δεν έχει! Επίσης το ανοίκειο στη λογοτεχνία δεν είναι κενό, είναι π λ η ρ έ σ τ α τ ο νοήματος: είναι το κόλπο για να ξαναδεί ο αναγνώστης το οικείο, που από την πολλή οικειότητα ξενοηματοδοτήθηκε και πρέπει μέσω του ανοίκειου να ανανοηματοδοτηθεί για να έχει νόημα!!:) (Β.Ι.,μπορεί να λες και το ίδιο, δεν κατάλαβα!)
τα βιβλία μπορεί να είναι για οποιαδήποτε χρήση, από το να περνάμε τον καιρό μας μέχρι να στηρίζουμε στραβά τραπέζια. Κυρίως όμως είναι για να στοχαζόμαστε, αλλιώς κλάφτα Χαράλαμπε. Εννοείται ότι αν αυτό το καταφέρνει ένα διασκεδαστικό βιβλίο έχουμε το τέλειο 9αλλά πάλι εξατράται κι από τον αναγνώστη. Συμφωνώ με Παν. Κονιδάρη, αλλά κάπως διαφορετικά: είναι το μυαλουδάκι του αναγνώστη, το οποίο πατρια΄ρχη, μπορέι να είναι σε ένα άλλο επίπεδο από το δικό σας -πιο απλό εννοώ- και να κερδίζει σε προβληματισμό παό ένα βιβλίο που εσείς βρίσκετε ανιαρό ακι ανούσιο.
υγ Πατριάρχη, ΟΟΟΧΙΙΙΙ! (για το βάθος) θα πεσουμε μέσα! Μην βασανίζεις με τις αρλούμπες μου τους θαμώνες! Άλλο ποστ!
υγ2 Η γυναίκα του Λωτ είναι όντως αριστούργημα.
@Πατριάρχη
Πράγματι, η Μπουραζοπούλου "φτιάχνει σύμπαν", όμως και στο συγκεκριμένο βιβλίο ο Μαμαλούκας ξεφεύγει από την Ιταλοελληνική ρεαλιστική μανιέρα και -νομίζω- το αποτέλεσμα είναι εφάμιλλο του εξαιρετικού "Μόστρα". Τελοσπάντων, μου έκανε εντύπωση που μια ματιά με τη δική σας διεισδυτικότητα, "κόλλησε" σε ένα σημείο-ατού του βιβλίου.
@Νιόβη
Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, συμφωνούμε. Όπως είναι για παράδειγμα ένας βιασμός, το κατά συρροήν κέρατο, η δολοφονία/αδελφοκτονία/παιδοκτονία ή η αιμομιξία, προσφιλή θέματα της τέχνης της εποχής του μεγάλου Φιλοσόφου. Ο Μαμαλούκας δεν έχει προλάβει να γράψει για όλα αυτά (φοβάμαι πως ούτε και μεις οι δύο, είμαστε μικροί-ηλικιακά- ακόμα:-), αλλά έχει καιρό μπροστά του. Αυτό που ήθελα να τονίσω με τη "μίμηση" (και ελπίζω να μη μου κάνετε μήνυση)είναι η μπαχτινική οπτική της ενεργής (δια-)πολιτισμικής πολυγλωσσίας. Ο σύγχρονος συγγραφέας δεν πλάθει εκ του μηδενός, ούτε είναι ναυαγός σε σχεδία. Είναι κάτοχος -εφόσον το επιθυμεί- του παλιότερου φορμαρίσματος, της πρότερης σοφίας ακόμα. Είναι ζύμη που έχει δικαίωμα να την αναπλάθει. Αποφεύγω να κρίνω τα υλικά ή τη μαγειρική. Προτιμώ να κρίνω το γλύκισμα :-)
Το αρχικό μου σχόλιο ήταν ένα σχόλιο στο ερώτημα που υπόρητα τίθεται - ή αν δεν τίθεται έτσι το διάβασα εγώ - από την τελευταία παράγραφο του πατριάρχη. Το ερώτημα αν υπάρχει νόημα εντός και εκτός του γραπτού κειμένου;
Αυτό το ερώτημα πάντως είναι ένα ερώτημα που παίδεψε (παιδεία) και εξακολουθεί να παιδεύει τη φιλοσοφία αλλά και τη λογοτεχνία (και όχι μόνον). Θεωρώ λοιπόν πως αν κανείς δεν βρίσκει νόημα σε ένα γραπτό λογοτεχνικό κείμενο επειδή παρουσιάζει μια ζωή δίχως νόημα, τότε αυτή η λογοτεχνική γραφή που το κατάφερε αυτό είναι μια πολύ σημαντική γραφή όπως και μια λογοτεχνική γραφή που έχει βρει το νόημα σε μια ζωή με νόημα ή και το αντίθετο. Αυτό εννοούσα μέσω ερωτημάτων και όχι μέσω καταφάσεων. Πάντως ναι Pelegrina λέμε το ίδιο. Λέμε πως το κενό νοήματος γραπτό είναι το μεστό νοήματος γραπτό από τον αναγνώστη.
Και ασφαλώς κάθε κείμενο προκαλεί τον αναγνώστη του για μια ειδική αντιμετώπιση, ενίοτε. Ενίοτε πάλι ο αναγνώστης ό,τι και να λέει το κείμενο δεν θα διαβάζει παρά μόνο αυτό που αυτός ως αναγνώστης επιμένει να διαβάζει - τελικά - σε κάθε βιβλίο. Και ναι ασφαλώς η πολυφωνία στον Μπαχτιν είναι χαρακτηριστικό και της αναγνωστικής πράξης.
Μήπως τελικά μια πράξη ανάγνωσης είναι μια πράξη συγγραφής του κειμένου που διαβάζουμε; Ο αναγνώστης ξαναγράφει το βιβλίο που διαβάζει. Για όσους ασχολούνται με τις Νέες Σπουδές Γραμματισμού διαβάζω σημαίνει παρεμβαίνω στο σχεδιασμό του νοήματος. Από αυτήν την οπτική μπήκα στην άκρως ενδιαφέρουσα συντροφιά σας για να μιλήσω ή μάλλον για να γράψω. Και βλέπω πως αρκετές και αρκετοί από εσάς ξαναγράψατε ό,τι έγραψα και μάλιστα με εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Αυτό κάνει επίκαιρη την αξία κάθε παρα-νόησης. Κι αυτό είναι που κάνει τη ζωή και τη βάσανο της γραφής συνάμα ενδιαφέρουσα. Τι λέω; Μόνον ενδιαφέρουσα. Απίθανα ενδιαφέρουσα.Σας ευχαριστώ για τους τρόπους ανάγνωσης του σχολίου μου. ΄Ηταν αποκαλυπτικό! Ευχαριστώ
Βαγγέλης I.
metissage
writingthesocial
substratum
(για να εκτίθεμαι κι εγώ)
Βαγγέλη,
η θεωρία πλέον της λογοτεχνίας αποδέχεται ακριβώς αυτά που λες: ότι δηλαδή το νόημα προσγράφεται στο κείμενο κατά την αναγνωση και δεν απορρέει αυτούσιο από το ίδιο το κείμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει –γιατί αλλιώς θα φτάναμε σε μια ατελεύτητη σχετικοκρατία- ότι ο αναγνώστης ερμηνεύει μόνο όπως θέλει και ξαναγράφει το νόημα ερήμην του κειμένου. Υπάρχει ένας πυρήνας από τον οποίο απορρέουν πολυάριθμες ερμηνείες, οι οποίες προσδίδουν το νόημα εντέλει στο λογοτεχνικό έργο. Επομένως, δεν μπορούμε να μη μιλάμε για κείμενο που επιτρέπει ουσιαστικές ερμηνείες και αναγνώσεις και κείμενο που είναι τόσο ρηχό στο οποίο ο αναγνώστης δεν βρίσκει ερείσματα για να νοηματοδοτήσει την ανάγνωσή του. Αυτά θεωρητικά, γιατί ο Μαμαλούκας –κατά την υποκειμενική μου γνώμη- δεν ανήκει σε καμία από τις δύο ακραίες αυτές κατηγορίες: ούτε ρηχός ούτε βαθυστόχαστος.
Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Έξω έχει κρύο και μέσα στο Βιβλιοκαφέ με καφέδες και τσάγια η συζήτηση έχει ανάψει. Από αυτήν την άποψη “Η μοναξιά της ασφάλτου” ανοίγει δρόμους στη σκέψη προς πολλές κατευθύνσεις.
Πατριάρχη
σε ευχαριστώ (πραγματικό όπως πάντα όταν το γράφω ή το λέω) για τη ανταπάντησή σου. Ναι συμφωνώ αν και...από την ουσιοκρατία επιλέγω (τείνω καλύτερα) προς την ενδεχομενικότητα. Το σημαντικότερο είναι για μένα αυτό που λες στο υστερόγραφο. Πίνοντας καφέ και κουβεντιάζοντας εδώ.Είδες τι κάνει ένας εσπρέσο ντόπιο!
είναι καλά έτσι. να είσαι καλά.
βαγγέλης
υγ. υπάρχει ένα κείμενο στο μπλογκμου για την αγία ιωάννα της λωραίνης που θα με ενδιέφερε να το συζητούσαμε. είναι ακριβώς - εκεί για άλλο λόγο - η διαπραγμάτευση της ερμηνείας των συμβάντων.
χαίρομαι τη συντροφιά σας εδώ.
Μπράβο στο μπλογκ αυτό εδώ!
Post a Comment