Monday, April 11, 2011

“Στο καλό μυθιστόρημα” της Laurence Cossé

Τα καλύτερα διαπιστευτήρια για την Cossé είναι η “Απόδειξη”, το προηγούμενο μυθιστόρημά της που προδιέγραψε και την αποδοχή-της από το ελληνικό κοινό. Στην ανάρτησή-μου της 21ης Οκτωβρίου 2010 έδειξα πόσο μια φαεινή ιδέα αποτέλεσε τον πυρήνα ενός έξυπνου χειρισμού.

Γαλλικός καφές με πολλή ζάχαρη:
Laurence Cossé
“Au Bon Roman”
Gallimard 2009
“Στο καλό μυθιστόρημα”
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Πόλις
2011

            Ο τρόπος γραφής της γαλλίδας κριτικού και συγγραφέα σε κερδίζει για μερικούς πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος είναι η ευφυής σύλληψη μιας σπερματικής ιδέας που αποτελεί και τον άξονα του έργου. Στην «Απόδειξη» ο συλλογισμός που αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού πείθει τους πάντες, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να αλλάξει τρόπο ζωής με θετικές και αρνητικές συνέπειες για όλη την κοινωνία. «Στο καλό μυθιστόρημα» μια πλούσια γυναίκα, η Φραντζέσκα, και ένας πολύπειρος βιβλιοπώλης, ο Ιβάν (ή Βαν), αποφασίζουν να ανοίξουν ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Παρισιού, το “Au Bon Roman”, στο οποίο θα έχουν μόνο καλά πεζά έργα, που είτε γράφτηκαν στα γαλλικά είτε μεταφράστηκαν σ’ αυτά. Μια ομάδα από οκτώ συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα κρατιούνται μυστικά, αναλαμβάνει, χωρίς ο ένας να ξέρει τον άλλο, να στείλει μια λίστα με τα 600 καλύτερα, κατά τη γνώμη-τους, βιβλία, και έτσι να συσταθεί ένας κατάλογος από τέσσερις χιλιάδες έργα, τα οποία και αποτέλεσαν τη μαγιά του νέου εγχειρήματος. Η Φραντζέσκα και ο Ιβάν συμπληρώνουν το στοκ με δικές-τους κλασικές επιλογές.
Τα πράγματα σκουραίνουν όταν δέχονται τις πρώτες απειλές και την ενορχηστρωμένη επίθεση αρθρογράφων και ιστολόγων, οι οποίοι τους κατηγορούν κατά βάση για ελιτισμό και μπουρζουαδική νοοτροπία. Οι φραστικές επιθέσεις, που σημειωτέον εξισορροπούνται πολλαπλάσια τόσο με την αποδοχή του εγχειρήματος από τον κόσμο όσο και από την πέννα επώνυμων, μετατρέπονται σε βίαιες επιθέσεις προς τρεις εκλέκτορες, χωρίς να είναι γνωστό πώς οι αντίπαλοι έμαθαν την ταυτότητά-τους. Ένας ικανός βιβλιολάτρης αστυνόμος ακούει την ιστορία του “Au Bon Roman” και αναλαμβάνει να ανακαλύψει τους ενόχους. Οι εχθροί όμως αλλάζουν τακτική…
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθούν μερικά ακόμα στοιχεία που φωτίζουν το μυθιστόρημα της Cossé, όπως είναι φυσικά η αστυνομική πλοκή, η οποία χωρίς να είναι έντονη, διατρέχει υποδόρια το έργο και κρατά τον αναγνώστη σε μια κάποια εγρήγορση. Δεν ξεχνάμε την αφήγηση που τρέχει με χάρη, που μιλά για λεπτομέρειες ξέροντας ποιες και πώς θα δέσουν με τον βασικό άξονα, που στήνει σκηνές και διαλόγους. Ο αγνώστου ταυτότητας αφηγητής που ξεμυτίζει πού και πού είναι άλλο ένα μυστήριο που ερεθίζει ελαφρά αλλά γόνιμα. Οι αναγνώστες μπαίνουν “Στο καλό μυθιστόρημα“ και γρήγορα δεν θέλουν να βγουν.
Από την άλλη, το ίδιο το μυθιστόρημα της γαλλίδας πεζογράφου θα ήταν στη λίστα με τα καλύτερα; Μάλλον όχι, αν κρίνει κανείς από τις πολλές κοιλιές που κάνει το έργο στην εξέλιξη της ιστορίας, και το αφηγηματικό παράδοξο η ιστορία του βιβλιοπωλείου να λέγεται σε δεκάδες σελίδες αφήγησης στον αρμόδιο αστυνόμο, με τόσες λεπτομέρειες που όλο αυτό καταντά αναληθοφανές.
Ξεχωριστά θα ήθελα να συζητήσω ένα σημείο που χρήζει προβληματισμού: Ποιος/ποιοι είναι οι καταλληλότεροι για να φτιάξουν τη λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα παγκοσμίως; Η Laurence Cossé απαντά “οκτώ συγγραφείς και κατά σύμβαση μια βιβλιόφιλη και ένας βιβλιοπώλης”. Ένας άλλος θα έλεγε ένας ή μια ομάδα έγκριτων κριτικών, που μπορούν να συστήσουν μια Ιστορία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας ή έναν Κανόνα. Το πιο λογικά και αφηγηματικά εφικτό θα ήταν μια ομάδα από ποικίλες κατηγορίες, όπως δυο-τρεις συγγραφείς, δυο-τρεις κριτικοί, δυο-τρεις πανεπιστημιακοί, ένας βιβλιοφάγος βιβλιοπώλης κ.ο.κ., ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα ιδεών και πεδίων. Ακόμη περισσότερο, είναι λάθος στρατηγικής να δέχονται κάθε βιβλίο που προτείνει έστω και ένα μέλος της ομάδας (αν και μόνο έτσι μπορεί να συσταθεί το πλήθος των βιβλίων που θα αποτελέσει το εμπόρευμα του “Au Bon Roman”), γιατί ανάγεται το προσωπικό γούστο ενός και μόνο ανθρώπου σε κανόνα. Είναι δεοντολογικά καλύτερο να συστήνεται κάθε βιβλίο τουλάχιστον από δύο άτομα, χωρίς συνεννόηση μεταξύ-τους, ώστε να υπάρχει διπλή -το μίνιμουμ- κάλυψη.
Η Cossé τολμά και λέει ονόματα και βιβλία, απαξιώνει άλλους, δίνει δάφνες σε τρίτους και ξεχωρίζει κείμενα που αξίζουν να μείνουν αθάνατα. Μοιράζει εντέλει ένα είδος    α ι σ ι ο δ ο ξ ί α ς    ότι μπορεί κανείς να αναλωθεί μόνο σε καλά έργα και να αφήσει στην άκρη τα ευπώλητα, τα πολυδιαφημισμένα, τα προβεβλημένα από τον τύπο, τα εφήμερα, τα μοδάτα… Αυτή η πολιτισμική επανάσταση είναι ίσως το ζητούμενο σε έναν χώρο που κατακλύζεται από χαρτούρα και σαβούρα, που βομβαρδίζεται από wannabe συγγραφείς, γραφιάδες, σελιδογεμιστές, γκλάμουρ ονόματα που προβάλλουν το εγώ-τους, δημοσιοσχεσίτες λογοτέχνες που πουλάνε το μέσα-σε-όλα χαμόγελό-τους.
Οι Έλληνες αναγνώστες αγαπούν τη γαλλίδα συγγραφέα, αν κρίνει κανείς από τους βιβλιόφιλους ιστολόγους που πολύ γρήγορα διάβασαν το “Στο καλό μυθιστόρημα” και το είδαν και σαν μια δική-τους αισιόδοξη δυνατότητα να διαβάσουν καλά βιβλία και να βάλουν στη ζωή-τους ποιότητα:


Και αυτόματα εγείρεται το ερώτημα «πού σε όλα αυτά βρίσκονται τα ιστολόγια;». Απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει ένα μπλογκ Au Bon Roman, αλλά, αν το καλοσκεφτεί, κάθε ανεξάρτητος ιστολόγος προσπαθεί να μιλήσει για το καλό και να το ξεσκαρτάρει από το κακό. Αν ο Πατριάρχης Φώτιος είναι αυστηρός και δεν αποδέχεται εύκολα ό,τι κυκλοφορεί, σίγουρα δεν είναι προϊόν υπεροψίας (ελπίζω τουλάχιστον): είναι πρώτιστα η εσώτερη ανάγκη να διαβάζουμε καλά πράγματα που τον παρακινεί να ψάχνει –και σε καινούργιες πέννες- το ποιοτικό και το υψηλό.
Φυσικά, όταν διάβαζα το βιβλίο της γαλλίδας συγγραφέως, σκέφτηκα τι καλό θα ήταν να έγραφα κι εγώ μόνο για υψηλής αισθητικής έργα… Όμως δεν μπορώ να απορρίψω ένα βιβλίο από τις πρώτες δέκα-δεκαπέντε σελίδες, όπως κάνει ο βιβλιοπώλης ήρωάς-της, ούτε να διαβάζω μόνο κορυφές του Κανόνα, γιατί είναι σαν να αποδέχομαι την αυθεντία ως μοναδικό γνώμονα. Έτσι, κοιτώ το κλασικό που συχνά είναι εξαιρετικό κι άλλοτε παρωχημένο και μουσειακό, ψάχνω το καινούργιο, τρώω φρίκη με νέους συγγραφείς και ενίοτε αναπηδώ από χαρά που ανακάλυψα άλλο ένα διαμαντάκι κ.ο.κ. Φυσικά μιλάω υποκειμενικά, φυσικά ένας μικρός Προκρούστης κι εγώ βλέπω με τα χρωματιστά-μου γυαλιά· δεν μπορώ να ξεφύγω από την αναγνωστική ιδιοσυγκρασία-μου, αλλά προσπαθώ φιλότιμα να εξηγήσω με επιχειρήματα το γιατί και το πώς αξιολόγησα κάθε βιβλίο που πέφτει στα χέρια-μου.
Μακάρι να μπορούσαμε να διαβάζουμε μόνο καλά βιβλία. Έστω, το 50% των επιλογών-μας να είναι ικανοποιητικό, ώστε να εξυψώνουμε το αναγνωστικό-μας επίπεδο και να περνάμε καλά τις ώρες που διαλέξαμε να ασχοληθούμε με ένα κείμενο.
Πατριάρχης Φώτιος

13 comments:

anagnostria said...

Παρά τα κάποια μειονεκτήματά του, που πολύ σωστά επισημαίνεις, νομίζω ότι το βιβλίο της Cosse (δεν ξέρω πού να βρω τον τόνο για το e!) θα είχε θέση στο "Καλό βιβλιοπωλείο". Ανάμεσα στην τόση σαβούρα που κυκλοφορεί, σίγουρα ξεχωρίζει.

Johnny Panic said...

Εμένα ενστικτωδώς με απωθούν οι Κανόνες(και κανόνες),συνεπώς προτιμώ να βαδίζω ακανόνιστα εντός κι εκτός Κανόνα κι ας φάει η αισθητική μου μερικές ξεγυρισμένες κανονιές από διάφορους "σελιδογεμιστές"(δικός σου ο νεολογισμός; τα σπάει!).Ωστόσο,αισθάνομαι πως αν βάδιζα απαρέγκλιτα από αριστούργημα σε αριστούργημα,όχι μόνο θα πονοκεφάλιαζα,αλλά η ίδια η αντίληψη του...υψηλού σταδιακά θα αδρανούσε.Εννοώ πως χρειάζεται ένα απαλό αντάτζιο για να γεννηθεί ένα φρενήρες κρεσέντο,ένα φάσμα φαιών χρωμάτων απ'όπου θ'ανοίξει σαν πληγή ένα αιμάτινο κόκκινο.Επίσης,η απόλαυση που μπορεί να αντλήσει ένας αναγνώστης από ένα αξιόλογο (ή ακόμα και μέτριο!)βιβλίο μπορεί να είναι εξαίσια κι εξίσου πολύτιμη! Άρα,ακόμα και ένας ιδεατά αλάνθαστος Κανόνας θα απαιτούσε την παραβίασή του.Πόσο μάλλον που τέτοιος Κανόνας δεν μπορεί,κατά τη γνώμη μου,να υπάρξει,όσο καλλιεργημένο,ενημερωμένο και ποικίλο κι αν είναι το δείγμα των ρυθμιστών του.Ενδιαφέροντες βέβαια οι Κανόνες,κυρίως για την μελέτη της πρόσληψης της λογοτεχνίας από την κάθε εποχή.

Johnny Panic said...

σόρι,"παράβαση" ήθελα να πω.Αλλά ΚΑΙ παραβίαση,γιατί όχι;

:)

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anagnostria,
πιστεύω ότι το βιβλίο της γαλλίδας συγγραφέως αυτό καθεαυτό είναι μια αισιόδοξη νότα, αλλά όχι ένα υψηλό αισθητικό γεγονός. Γι' αυτό και δεν θα το έβαζα στον Κανόνα.
Καλές αναγνώσεις.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Johnny,
συμφωνώ ότι ο Κανόνας χρειάζεται για λόγους πρόσληψης και αξιολόγησης, παρά τις όποιες διαφωνίες για το τι θα περιέχει. Από την άλλη, έχεις απόλυτο δίκιο ότι το Υψηλό κρίνεται και με βάση την υπόλοιπη βιβλιοπαραγωγή και άρα βιβλιοκατανάλωση. Το ζήτημα φυσικά είναι τα υπόλοιπα που διαβάζουμε να μην είναι τόσο κακά που να μας αλλοιώνουν τα κριτήρια ή να μας κάνουν να χάνουμε την πίστη-μας στο καλό μυθιστόρημα, διήγημα, ποίημα κ.ο.κ.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Δεν νομιζω οτι ένας συγγραφέας είναι κατάλληλο προσωπο για να προτείνει τα καλά μυθιστορήματα. Εκτός αν το κάνει βέβαια λησμονώντας την ιδιότητα του συγγραφέα.
Ενας συγγραφέας δεν επηρεάζεται μόνο από τα πολύ καλά, ασχολείται με ό,τι του δίνει ιδέες, είναι πρωτοπορία, ταιριάζει στη δική του ψυχοσύνθεση και στις αναζητήσεις του εκείνης της στιγμής. Αν ο συγγραφέας διαβαζέι ΜΟΝΟ τα "πολύ καλά" (χαρακτηρισμός που καμιά φορά οφείλεται και σε μια ακαδημαϊκή, ξεπερασμένη από τη ζωή θεώρηση) δεν μπορεί να αναπτύξει πρωτότυπο πνεύμα και επαφή με το ζωντανό υλικό, μενει εγκλωβισμένος σε μια διαδικασία "μιμησης'

Πάπισσα Ιωάννα said...

Pellegrina,
προφανώς αυτή είναι η υποκειμενίκότητα του συγγραφέα και συμφωνώ ότι μπορεί να τον επηρεάσει μονόπλευρα. Αντίστοιχες μονομέρειες έχουμε όμως όλοι-μας. Ίσως όμως επειδή είναι "ανιδιοτελείς", έχουν και μεγαλύτερη -πιθανόν- αντικειμενικότητα (αν μπορεί να υπάρξει).
Πατριάρχης Φώτιος

Δημήτρης Αλεξίου said...

Μεγάλη και ενδιαφέρουσα η κουβέντα που ανοίξατε Πατριάρχα μου. Ο μόνος κανόνας όμως που έχω δει να επαληθευεται στην αναγνωστική μου ζωή είναι ότι πάντα υπάρχουν βιβλία που όλοι θεωρούν αριστουργήματα (μιλάω για κλασσικά βιβλία που έχουν καθιερωθεί ως βιβλία - ορόσημα) κι εμένα με άφησαν από αδιάφορο έως και τα σιχάθηκα). Κι εγώ πιστεύω ότι είναι ευτυχία να διαβάζεις μόνο βιβλία που εσύ θα θεωρήσεις εξαιρετικά καλά αλλά το πρωθύστερο εδώ είναι το πρόβλημα. Δεν το ξέρεις πριν το διαβάσεις όσο και αν άλλοι επιμένουν σε αυτό.
Πάντως η ελιτίστικη νοοτροπία του Κανόνα μου δημιουργεί επιφυλάξεις. Όσο κι αν οι γευσιγνώστες και οι ρεστοκριτικοί μπορούν να εκθειάζουν την πρωτοτυπία, την ποιότητα των υλικών, την έμπνευση και το αισθητικό και γευστικό αποτέλεσμα ενός πιάτου "υψηλής γαστρονομίας"- δεν είμαι σίγουρος για τον όρο- μπορώ πάντα να βρω εξίσου υψηλή απόλαυση σε ένα πιάτο καλομαγειρεμένα σουτζουκάκια, σε μια κατάσκετη καλομαγειρεμένη μπριζόλα ή ακόμα και σε ένα πολύ καλό σουβλάκι. Δε γίνεται να τρέφεται κανείς μόνο με πιάτα από τοπ σεφς, θέλει και το σπιτικό, θέλει και το τζανκ του. Και σε αυτά μπορεί να υπάρχει αξιολόγηση, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα έμπαιναν ποτέ σε κάποιον Κανόνα.

Μετ' ευσεβείας

Pellegrina said...

Από Κανόνες εγώ δεν ξερω (δεν ξερω πραγματικά, δεν σνομπάρω κατι) Θα μπορούσα όμως να πω μερικούς τρόπους που εμποδίζουν ένα μυθιστόρημα να γ ί ν ε ι καλό, ενώ υπάρχουν οι δυνατότητες. Ενας από αυτούς: κάνε τις 300 σελίδες (όπου θα ενσωματωνόταν και η πλοκή ΧΩΡΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ, και οι χαρακτηρες και το ταλέντο και η όποια πρωτοτυπία). κάνε τις, λοιπόν, 500 (με διεκπεραιωτικές λεπτομέρειες πλοκής) Η ταλιροφονική συνηθεια φοριέται πολύ στην εποχή μας και εχει, μεταξύ άλλων, σκοτώσει καινούργια ταλέντα και δυνατότητες να εξελιχθούν σε σπουδαίους, δυνατούς μυθιστοριογράφους.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Δημήτρη και Pellegrina,
ο Κανόνας φτιάχνεται για να αποτελέσει πρόταση ανάγνωσης. Όχι αυθεντία.
Κι εδώ ανοίγει ένα ζήτημα που κανείς ίσως δεν λαμβάνει υπόψιν. Πώς επιλέγουμε ένα βιβλίο; Είμαστε τόσο ουδέτεροι που διαλέγουμε ό,τι μας γυαλίσει; Μήπως ήδη έχουμε επηρεαστεί, άμεσα ή έμμεσα, λίγο ή πολύ, από τη γνώμη ενός φίλου, ενός κριτικού, ενός ιστολόγου...; Ακόμα και ο βιβλιοπώλης με την τοποθέτηση στα ράφια, φυσικά ο εκδοτικός οίκος με την κατάλληλη προώθηση των προϊόντων-του κ.ο.κ. δεν έχουν παίξει ρόλο;
Κανείς δεν ξεκινά να διαλέξει ένα βιβλίο με παρθενογένεση. Επομένως, ο Κανόνας είναι κι αυτός μια επιλογή, μια σειρά προτάσεων, τις οποίες φυσικά κανείς δεν θα υιοθετήσει απόλυτα, αλλά αναλόγως ποιος/ποιοι τον έχουν καταρτίσει θα αποτελέσει αφορμή για ψάξιμο.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Καμιά αντίρρηση!

Ολα αυτα που λες επηρεάζουν

Να πω οτι ο ελληνικός Κανόνας είναι σαν την ελληνική κοινωνία: α π α ρ χ α ι ω μ έ ν ο ς. θελω να πω, δύσκολα βρίσκεις εργα που να σηκώνουν σύγχρονη ανάγνωση, ενω στα "ξένα' βρίσκεις, ακόμα κι αν γράφτηκαν αιώνες πριν. Εχω δίκιο; Αν ναι, γιατί;

Πάπισσα Ιωάννα said...

Pellegrina,
ο ελληνικός Κανόνας είναι απαρχαιωμένος επειδή η εκπαίδευση που τον διατηρεί είναι συντηρητική. Αλλιώς αν δεις την ψηφοφορία που είχαμε κάνει προ τετραμήνου, θα έβλεπες αρκετά ιδιαίτερα μυθιστορήματα που ταράζουν τα λιμνάζοντα ύδατα.
Καλημέρα
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Συντηρητικη ειναι ολη η Ελλάδα. Μονο που δεν ειμαι σιγουρη οτι και με αυτο τον ορο (και με τον αντίθετό του: προοδευτική), όλοι εννοούμε το ίδιο πράγμα.
Αλλά ξέφυγα, συγνώμη. Ναι, μάλλον ετσι ειναι..Και ειναι ακομα πιο εντονο την άνοιξη