Όταν ένας άνθρωπος έχει δύο πατρίδες, τότε έχει και δύο πολιτισμικούς χειμάρρους να εκβάλουν μέσα στην κοίτη-του, όταν μάλιστα είναι και συγγραφέας, τότε μπορεί να ποτίζει το λογοτεχνικό-του χωράφι από δυο πηγάδια, αρκεί να μην είναι δήθεν ή μιμητικά ξενόδουλος.
Αμερικάνικος καφές σκέτος:
Νίκος Παπανδρέου
“Έρωτας υπό αίρεση”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010
Όποιος ξεκινά τη συλλογή του Νίκου Παπανδρέου, ίσως ενθουσιαστεί από τη δυνατότητα του λόγου του πεζογράφου να αναπλάθει όχι μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα των προσώπων και των σκηνών-του, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και ενεργούν. Έτσι, βλέπουμε έναν λόγο εύστοχο, δυναμικό, επαρκώς εστιασμένο στην ουσία αλλά και ουσιαστικά περιγραφικό, ώστε να αναδείξει τις καίριες εκείνες λεπτομέρειες που να μας κάνουν να μπούμε στη σκηνή και να καταλάβουμε συν τω χρόνω ό,τι χρειάζεται για να μυηθούμε στο πνεύμα του διηγήματος.
Ήδη όμως από το πρώτο διήγημα (και πολύ περισσότερο στα επόμενα) αυτή η μυθοπλαστική φλόγα εξασθενεί και ο αναγνώστης απογοητεύεται για τη δυνατότητα που έμεινε δυνατότητα. Τα περισσότερα διηγήματά-του έχουν μια ιστορία έρωτα ή σεξουαλικού οίστρου, όπου αποδίδονται ποικίλες πτυχές της γενετήσιας πάλης, της διεκδίκησης εκ μέρους του σώματος των δικαιωμάτων-του αλλά και της κοινωνικής ευπρέπειας. Ωστόσο, η πλοκή δεν οδηγεί σε εκπλήξεις, παρά τα αληθοφανή και κλιμακούμενα πολλές φορές επεισόδια, η ψυχολογία των προσώπων μένει σε ρηχά νερά, παρόλο που εμφανίζονται χαρακτηριστικοί τύποι, η ατμόσφαιρα δεν εμβαθύνεται, παρά την καθαρότητα των γραμμών-της.
Θα κρατήσω δύο διηγήματα, που έχουν, κατά τη γνώμη-μου, μεγαλύτερη αξία από τα άλλα, και είναι αντιπροσωπευτικά για καθεμιά από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα διηγήματα, τα αμερικάνικα και τα ελληνικά:
Ι. Το πρώτο διήγημα που δίνει και το όνομά-του στη συλλογή αναφέρεται στη σχέση του αφηγητή, που είναι φοιτητής φιλοσοφίας, με την κοπέλα-του, η οποία διακρίνεται από νεανική ελευθερία, σεξουαλική χειραφέτηση και αυθορμητισμό. Όταν αποφασίζει να κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής με έναν στρυφνό κριτικό, αυτός κερδίζει τον θαυμασμό-της σε βαθμό που να κάνει τον αφηγητή να πιστέψει ότι αυτή τον ερωτεύτηκε. Το παιχνίδι της ζήλιας και της κρυψίνοιας παίρνει τέλος (;) όταν ο νεαρός ανακαλύπτει μια καταγραφή-της στο ημερολόγιό-της, όπου αναφέρεται πώς η κοπέλα-του πηδήχτηκε με τον μεσήλικα αλλά γοητευτικό καθηγητή-της.
Η συνέχεια, παρόλο που είναι λογική, προσγειώνει σε ένα κοινότοπο τέλος, συναισθηματικά βασισμένο στην ψυχολογία των προσώπων, αλλά συνηθισμένο. Προσωπικά θα περίμενα μια αυτοαναφορική για τη δύναμη της γραφής εξέλιξη που να εξαπατά αναγνώστες και αφηγητή με την πειστικότητα της πέννας, η οποία κάνει το φανταστικό να φαίνεται αληθινό. Θα περίμενα –και το λέω με συναίσθηση του ότι μιλάω υποκειμενικά- να αποκαλυφθεί ότι όλα ήταν μια δοκιμή λόγου, μια δοκιμή ευφυούς όσο και πειστικής ιστορίας, βγαλμένης ωστόσο από τη συγγραφική συνείδηση της μαθητευόμενης διηγηματογράφου.
Μου απέμεινε η δυνατότητα του Παπανδρέου να αναδεικνύει τις σκηνές και τους διαλόγους, να πετυχαίνει αποτελεσματικότατα την απόδοση της ψυχολογίας των προσώπων και να συνδυάζει φιλοσοφικά τσιτάτα με τις σκέψεις του φοιτητή που βρίσκει στην επιστήμη-του διδάγματα για την καθημερινότητα.
ΙΙ. Το ελληνικό που επέλεξα είναι “Η τελευταία κληρονομιά του μεγάλου συνθέτη”, αφιερωμένο στον Μίκη Θεοδωράκη, κάτι που φαίνεται πρώτιστα στο πρόσωπο του Μίνωα, του πρωταγωνιστή ο οποίος πηγαίνει στον συμβολαιογράφο με τον εγγονό-του Βίκτορα να του γράψει τα πνευματικά δικαιώματα από τα μουσικά έργα-του.
Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας δίνει δυο Ελλάδες αντιστικτικά παρουσιασμένες, μια παλαιότερη και μία νέα, μία αγωνιστική και μία ευδαιμονιστική, μία ιδεαλίστρια και μία υλιστική και ρεαλιστική. Ο κόσμος του Θεοδωράκη που συνοψίζεται στις λέξεις αγώνας, αντίσταση στη χούντα, βιώματα που γίνονται μουσική σύνθεση αντιδιαστέλλεται με τον κόσμο του 2004, των λαμπρών Ολυμπιακών αγώνων αλλά και μιας εφήμερης νεολαίας, ενός άκρατου φιλελευθερισμού, μιας ανοχής στο διαφορετικό αλλά και μιας αδιαφορίας για τον άλλο. Η διαλεκτική μεταξύ παρόντος και παρελθόντος φωτίζει διά της σκιάσεως το ένα και το άλλο χρονικό επίπεδο, με αποτέλεσμα, χωρίς να καταδικάζεται το παρόν, να φαίνεται πιο ρηχό ή πιο φυγόκεντρο από το συμπαγές παρελθόν.
Αυτή η νοσταλγία (;) του παρελθόντος έκανε ίσως κάνει μερικούς να μιλήσουν για μια παρωχημένη Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Στα άλλα-του διηγήματα όντως ο Παπανδρέου μένει σε μια ηθογραφική απεικόνιση με άξονα τον έρωτα αλλά χωρίς την εμβάθυνση στη ζωή και στη νοοτροπία των κατοίκων χωριών, που πολύ αμφιβάλλω αν ζουν και σκέφτονται ακόμα έτσι.
Πατριάρχης Φώτιος
2 comments:
Έχοντας διαβάσει πρόσφατα τις "Ιστορίες της τσέπης" (η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του Ν.Π.) θα συμφωνήσω Πατριάρχα, με την διαπίστωση πως ο Ν.Παπανδρέου δεν εμβαθύνει στους χαρακτήρες τόσο όσο το κείμενο επιτάσσει ή όσο θα ήθελε ο αναγνώστης.
Από το "Έρωτας υπό αίρεση" δεν έχω διαβάσει παρά μόνο τις πρώτες σελίδες του αλλά από αυτές με χαρά είδα πως έχει καταφέρει να τιθασεύσει την δεύτερη γλώσσα που κατέχει (ο Ν.Π. είναι δίγλωσσος) και η αίσθηση του κειμένου δεν θυμίζει κάποια προηγούμενα κείμενά του - είναι περισσότερο ελληνική.
Sue,
χαίρομαι που συμφωνείς. Δυστυχώς είναι πρόβλημα συχνά του διηγήματος το οποίο δεν προλαβαίνει (;) να δώσει τον σφυγμό των βασικών τουλάχιστον χαρακτήρων.
Όσο για τη γλώσσα του Παπανδρέου, όντως είναι (πιο) ελληνική! Ειδικά στις πρώτες σελίδες είχα κι εγώ ενθουσιαστεί για τη σπιρτάδα και την σφριγηλότητά-της, η οποία ωστόσο πέφτει στα επόμενα διηγήματα. Είναι σαν να έγραψε με πάθος την πρώτη ιστορία και οι άλλες βγήκαν 50% από υποχρέσωση και 50% από μεράκι.
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment