Λαθρέμποροι, κοντραμπατζήδες, χαφιέδες, ρουφιάνοι, καταδότες, μυστικές υπηρεσίες, αντάρτες και άλλοι παρόμοιοι τύποι παρελαύνουν μέσα στη σειρά αφηγήσεων στο βιβλίο του Γιάγκου Ανδρεάδη “Λαθρέμποροι” με τον υπότιτλο “μυθιστορία”. Κι είναι αυτός ο υπότιτλος που υπαγορεύει ότι στις προθέσεις του συγγραφέα ενυπάρχει μια μεγαλύτερη συνεκτικότητα από αυτή που θα υπαγόρευε η εναλλακτική τιτλοφόρηση “συλλογή διηγημάτων”.
Ο κόσμος των ηρώων, των αντιηρώων και των αρνητικών ηρώων του Ανδρεάδη δεν συστήνει ακριβώς αυτό που θα ονομάζαμε περιθώριο. Από τη μία, όντως έχουμε ανθρώπους που για ιδεολογικούς ή βιοτικούς λόγους καταφεύγουν στο λαθρεμπόριο, λειτουργούν εκτός της εκάστοτε νομιμότητας, ζουν με ύποπτους τρόπους και άνομα μέσα. Την ίδια στιγμή όμως ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι όλοι αυτοί δεν παρανομούν από ανηθικότητα ή αντικοινωνική ιδιοσυγκρασία. Είναι ένας χώρος που δεν αναδίδει οσμές διαφθοράς και σήψης, δεν κινείται με σκοτεινά μέσα, όσο κι αν η συμπεριφορά τους κρίνεται τυπικά άνομη και παραβατική. Παρακολουθώντας τους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που κάθε αφήγηση δημιουργεί, βρίσκεται κανείς σε αμηχανία, καθώς αυτό που στην τρέχουσα ηθική ορίζεται ως κέντρο και ως περιθώριο δεν ισχύει με τους ίδιους όρους στο μυθοπλαστικό πλαίσιο.
Ας γίνω πιο σαφής: καταρχάς, οι εμφυλιακοί αντίλαλοι φέρνουν ξανά στο προσκήνιο το δίκιο της αριστεράς και της δεξιάς, όχι όμως αναγκαστικά με βάση τα δημιουργημένα στερεότυπα αλλά με πολλές αμφιβολίες για την ηθική κάθε παράταξης και τη βαθύτερη δικαίωσή της μέσα στην ιστορία. Ποιος είναι δηλαδή ο νόμιμος και ποιος ο παράνομος δεν είναι a priori ξεκαθαρισμένο. Αντίστοιχα, το πρόσφατο δικτατορικό πλαίσιο της ολοκληρωτικής κυβέρνησης και των αντιφρονούντων τοποθετεί το νόμιμο και ηθικά δικαιωμένο όχι στο κέντρο της εξουσίας αλλά στο περιθώριο της αντίδρασης. Από την άλλη, άνθρωποι που ξεκίνησαν όπως όλοι μας κύλησαν σε μικρές παρανομίες που σταδιακά μετατράπηκαν σε τρόπο ζωής.
Μια τοιχογραφία παρανομιών και αποκλινουσών συμπεριφορών, οι οποίες ωστόσο ξεκίνησαν από τον ανυποψίαστο μέσο όρο. Ο Ανδρεάδης φαίνεται άνθρωπος με παιδεία, με αφηγηματική δεινότητα, με βάθος σκέψης που ωστόσο διοχετεύεται στο κείμενό του με απλό τρόπο.
Πατριάρχης Φώτιος
4 comments:
Μήπως θα έπρεπε να σκεφτείτε στο Βιβλιοκαφέ σας να προσφέρετε "βουτήματα", δηλαδή μικρά ανθολογημένα αποσπάσματα από τα βιβλία που παρουσιάζετε;
Όσο καλές και να είναι οι βιβλιοπαρουσιάσεις, άλλο να σου λένε ο καφές με βότκα έχει πιπεράτη(;) γεύση και άλλο να σου προσφέρουν μια μικρή δακτυλίθρα για δείγμα.
Αγαπητή Πόλυ,
πιστεύω ότι η πεζογραφία δεν είναι ποίηση. Δηλαδή σ' αυτήν δεν βαραίνει η φράση (άρα και το μικρό απόσπασμα) αλλά η πλοκή, οι χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα, οι τραγικές συγκρούσεις κ.ό.κ, χωρίς να παραγνωρίζεται η γλώσσα και το μικρο-κείμενο. Συνεπώς, παράθεση αποσπασμάτων σημαίνει μόνο ύφος και μυρωδιά μυθιστορήματος, χωρίς να πιάνει το συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα.
θα το σκεφτόμουν μόνο σε κείμενα με ποιητική γραφή, με φιλοσοφικές ατάκες που να μιλάνε μόνες τους, με οξεία αίσθηση της γλώσσας κ.ό.κ.
Σ' ευχαριστώ πάντως για την ιδέα. Καμία πρόταση δεν πηγαίνει στράφι αλλά όλες με ενδιαφέρουν και κυοφορούν μέσα μου ανεπαίσθητες αλλαγές...
Πατριάρχης Φώτιος
Ίσως σκεφτόμουνα κάτι που υποκαθιστά το ξεφύλλισμα και όπου νοιώθεις λίγο την ανάσα του συγγραφέα.
Όπως για παράδειγμα γίνεται σε αρκετά βιβλία του ΄Αμαζον που σου επιτρέπουν με σκαναρισμένες σελίδες να δεις μέσα. Θυμάμαι μάλιστα κάποτε που κοίταζα αδιάφορα την παρουσίαση του Μαύρου Αγοριού του Camara Laye διαβάζοντας ένα απόσπασμα - δύο σελίδες - από την αρχή, έκανε κλικ και το πήρα αμέσως. Και φυσικά δεν απογοητεύτηκα.
Δεν εννοούσα φυσικά ότι το δείγμα υποκαθιστά το σύνολο, ούτε ότι φυσικά και την παρουσίαση, τα σχόλια ή την κριτική.
Για μένα πάντως βαραίνει πολύ και η γλώσσα και το ύφος στην πεζογραφία. Υπάρχουν βιβλία που από το στυλ και μόνο δεν μπορώ να τα διαβάσω καθόλου.
Ευχαριστώ πάντως για την ευγενική υποδοχή της ιδέας.
Πόλυ Χ.
Καλημέρα. Κοίτα να δεις που συμφωνώ και με τους δύο! Δηλαδή συμφωνώ με πατριάρχη ότι μυθιστόρημα είναι η πλοκή, το σύνολο και δεν μπορείς να εκφέρεις γνώμη πριν το τελειώσεις. Από την άλλη με εκφράζει 100% η θέση της Πόλης (μου αρέσει έτσι!) οτι υπάρχουν βιβλία που από το στυλ και μόνο δεν μπορώ να τα διαβάσω.
Όμως δεν υπάρχει το αντίθετο, τουλάχιστον στο μυθιστόρημα, δηλαδή να το βρίσκω πολύ καλό από το στυλ και μόνο. Όσο καλογραμμένο (κατά τα γούστα μου) και να ειναι, αν ειναι μ ό ν ο αυτό, το τελειώνω ευχαριστα και μετά λέω "ε, και;" Δηλαδή τελικά τείνω πιο πολύ προς την άποψη του Πατριάρχη. Πάντως πράγματι υπάρχουν βιβλία που δεν μπορώ να διαβάσω λόγω ύφους και συνήθως ειναι ύφος κατά κάποιο τροπο εξεζητημένο (δήθεν λυρικό, δήθεν μαγκικο, δήθεν φιλοσοφικό, δήθεν στριμ οφ κόνσιουσνες, δήθεν..). Πλην του ότι ειναι κουραστικό έως κιτς, με προδιαθέτει οτι ο συγγραφέας στηρίζεται σε αυτό, σου κάνει αντιπερισπασμό για να μη δεις ότι το όλον δε λέει και πολλά.
Post a Comment