Πέτρος Μάρκαρης
“Παλιά, πολύ παλιά”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2008
“Παλιά, πολύ παλιά”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2008
Παπαδιαμαντική συμπάθεια
Ο Μάρκαρης ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη και σε συνεργασία με τον Τούρκο συνάδελφό του προσπαθεί να επιλύσει το αίνιγμα: πού κρύβεται η Μαρία Χάμπου, γηραιά Ελληνίδα της Πόλης, που σκοτώνει Έλληνες και Τούρκους, και γιατί το κάνει.
Το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ειδικά σ’ αυτό το έργο του Μάρκαρη, δέχεται ισχυρά πλήγματα. Καταρχάς, η δράστις είναι γνωστή και επομένως το αίνιγμα είναι το πού και το γιατί. Δεύτερον, αναμενόμενο για τον συγγραφέα, το βάρος μετατίθεται σε μια αστική ηθογραφία της Πόλης (βλ. Ιορδανίδου με τη “Λωξάνδρα” ή τον Κ. Πολίτη με το “Χατζηφράγκου” για τη Σμύρνη). Η γεμάτη καθυστερήσεις αφήγηση αναφέρεται στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των Κωνσταντινουπολιτών και εκεί το μυθιστόρημα κερδίζει σε μαγεία.
Από εκεί ξεκινά και η παπαδιαμαντική συμπάθεια (μια επαμφοτερίζουσα στάση όπως στην “Φόνισσα”) που μένει στο τέλος για την φόνισσα του έργου. Οι πράξεις της αιτιολογούνται ως απολογισμός ζωής (τιμωρία για όσους θεωρούσε ένοχους και δώρα για όσους εκτίμησε τη θετική στάση τους), ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Οι Ρωμιοί της Πόλης (σαν σαλάμι ανάμεσα στους Ελλαδίτες και τους Τούρκους, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μάρκαρης) δεινοπάθησαν τη δεκαετία του ’40 και του ’50 και στο πρόσωπο της Χάμπου εκδικούνται όσους Έλληνες και Τούρκους εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη τους αγοράζοντας επί πινακίου φακής την περιουσία όσων έφευγαν στην Ελλάδα. Στο τέλος η Χάμπου αποκαλύπτεται αλλά δεν συλλαμβάνεται, αφού ήδη την είχε κτυπήσει ο καρκίνος και έτσι την άφησαν να πεθάνει ήσυχα. “Μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης”, λέει ο Παπαδιαμάντης για την ηρωίδα του. Κι ο Μάρκαρης, που πάντα καυτηρίαζε τον εγκληματία και αναζητούσε τα συμπτώματα της κρίσης, “δικαιολογεί” τη δική του φόνισσα εξηγώντας έμμεσα μέσω της κοινής γνώμης πόσο απάνθρωποι φέρθηκαν μερικοί στη δοκιμασία των Ρωμιών που αποφάσισαν άρον άρον να εγκαταλείψουν την πόλη τους.
Το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ειδικά σ’ αυτό το έργο του Μάρκαρη, δέχεται ισχυρά πλήγματα. Καταρχάς, η δράστις είναι γνωστή και επομένως το αίνιγμα είναι το πού και το γιατί. Δεύτερον, αναμενόμενο για τον συγγραφέα, το βάρος μετατίθεται σε μια αστική ηθογραφία της Πόλης (βλ. Ιορδανίδου με τη “Λωξάνδρα” ή τον Κ. Πολίτη με το “Χατζηφράγκου” για τη Σμύρνη). Η γεμάτη καθυστερήσεις αφήγηση αναφέρεται στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των Κωνσταντινουπολιτών και εκεί το μυθιστόρημα κερδίζει σε μαγεία.
Από εκεί ξεκινά και η παπαδιαμαντική συμπάθεια (μια επαμφοτερίζουσα στάση όπως στην “Φόνισσα”) που μένει στο τέλος για την φόνισσα του έργου. Οι πράξεις της αιτιολογούνται ως απολογισμός ζωής (τιμωρία για όσους θεωρούσε ένοχους και δώρα για όσους εκτίμησε τη θετική στάση τους), ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Οι Ρωμιοί της Πόλης (σαν σαλάμι ανάμεσα στους Ελλαδίτες και τους Τούρκους, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μάρκαρης) δεινοπάθησαν τη δεκαετία του ’40 και του ’50 και στο πρόσωπο της Χάμπου εκδικούνται όσους Έλληνες και Τούρκους εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη τους αγοράζοντας επί πινακίου φακής την περιουσία όσων έφευγαν στην Ελλάδα. Στο τέλος η Χάμπου αποκαλύπτεται αλλά δεν συλλαμβάνεται, αφού ήδη την είχε κτυπήσει ο καρκίνος και έτσι την άφησαν να πεθάνει ήσυχα. “Μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης”, λέει ο Παπαδιαμάντης για την ηρωίδα του. Κι ο Μάρκαρης, που πάντα καυτηρίαζε τον εγκληματία και αναζητούσε τα συμπτώματα της κρίσης, “δικαιολογεί” τη δική του φόνισσα εξηγώντας έμμεσα μέσω της κοινής γνώμης πόσο απάνθρωποι φέρθηκαν μερικοί στη δοκιμασία των Ρωμιών που αποφάσισαν άρον άρον να εγκαταλείψουν την πόλη τους.
Πατριάρχης Φώτιος
19 comments:
Πολύ ωραία η σύκριση με τη Φόνισσα! Θα συμφωνήσω με την κριτική σου.
Κωνσταντίνα,
σ' ευχαριστώ. Όταν διαβάζεις για έγκλημα χωρίς ποινή, πάντα θυμάσαι αυτό το ...μεταξύ θείας και ανθρωπίνης τιμωρίας.
Πατριάρχης Φώτιος
Παρά το ότι η σύγκριση με τη Φόνισσα γίνεται πολύ προσεκτικά, απ’ έξω απ’ έξω, εν τούτοις τη βρίσκω παρακινδυνευμένη, μια και τα κίνητρα των φόνων είναι διαφορετικά και σε κάθε περίπτωση η Φόνισσα δεν νομίζω ότι επιχειρεί να αποδώσει δικαιοσύνη «επί προσωπικού». Επί πλέον το περίφημο «μεταξύ ανθρωπίνης και θείας δικαιοσύνης» δεν την δικαιώνει όπως κατά βάθος έχουν δικαιώσει τη Χάμπαινα οι δύο αστυνόμοι του βιβλίου και - νομίζω - και οι αναγνώστες.
Εν πάση περιπτώσει αυτή η σύγκριση ίσως αποπροσανατόλισε τους θαμώνες σας. Εύχομαι όμως να λειτουργήσει σαν αφορμή να ξαναδιαβάσουμε τη Φόνισσα
Επιστρέφοντας όμως στο βιβλίο του κυρίου Μάρκαρη - που είναι το πρώτο του βιβλίο που διαβάζω - θα ήθελα να επισημάνω τα εξής. Έχω ακουστά την περίφημη σχέση του αστυνόμου Χαρίτου με το λεξικό του Δημητράκου. Παρά το ότι στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν υπάρχει ευθέως τέτοια αναφορά, ωστόσο ο αναγνώστης εξωθείται από τον πονηρό συγγραφέα πλειστάκις να ανατρέξει σε λεξικό, όταν συναντά λέξεις που για το νόημά τους στη συγκεκριμένη θέση αμφιβάλλει.
Για παράδειγμα χρησιμοποιείται συχνά το ρήμα « σελαγίζω» με την έννοια του «σαλαγώ» ένα κοπάδι (σαλαγώ τα πρόβατα) : Στη σελίδα 93 « μας σελαγίζουν σαν κοπάδι» και στη σελ. 223 « μας έχουν σελαγίσει και ανεβαίνουμε τα στενά σκαλοπάτια». Το σελαγίζω έχει σχέση με το φως, το σελαγισμό, το σέλας και πιστεύω ότι ο κ. Μάρκαρης θέλει να μας βάλει να ψάχνουμε στα λεξικά. Διαδραστική ανάγνωση λοιπόν. Όπως και το « λαγός την σκέλην έσειε» - στη σελίδα 59 όπου το σωστό είναι « λαγός την φτέρην έσειε».
Χάθηκα λίγο στους δρόμους και στις διαδρομές των ταξί και των αυτοκινήτων που επέλεγαν να περάσουν από συγκεκριμένους δρόμους και όχι από άλλους. Αυτό είναι κάτι που μετράει για τις αναμνήσεις του συγγραφέα αλλά για τον αμύητο ίσως έπρεπε να έχει περιλάβει ένα χάρτη - με την έννοια των κατόψεων που περιλαμβάνει η Αγκαθα Κριστι ή των σχεδιαγραμμάτων του Κόναν Ντόυλ και της Έλις Πίτερς για να μιλήσουμε για τους κλασσικούς του είδους. Η τοπογραφία με μπέρδεψε – εκτός αν ήταν σκόπιμο να μπερδευτώ.
Παραπέμπω ακόμα σε ένα σχόλιο που είχα κάνει για την αίρεση των τιτζανήδων (σελ. 162) στην ανάρτηση του Βιβλιοκαφέ για το Βιβλίο των αιρέσεων του Σταμάτη Δαγδελένη.
Φίλη Πόλυ,
η ευγένειά σου διατύπωσε πολύ μετριοπαθώς τη διαφωνία σου...
Μπορούμε λοιπόν να τη συζητήσουμε -έρχομαι στο τραπέζι σου:
Η ομοιότητα των δύο ηρωίδων δεν έγκειται φυσικά στα κίνητρα αλλά στην εσκεμμένη ατιμωρησία τους. Τόσο η φόνισσα -έχει υποστηριχτεί από μελετητές- αφήνεται στο έλεος του Θεού, καθώς οι αστυνομικοί δεν τη συλλαμβάνουν. Αντίστοιχο θάνατο, χωρίς την επέμβαση των αρχών, έχουμε για τη Χάμπαινα. Οι συγγραφείς -και εδώ περιορίζονται οι ομοιότητες- δεν επιλέγουν τη νομική οδό της τιμωρίας τους, καθώς αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει ένα είδος δίκιου στα κίνητρά τους και επομένως η στενή εφαρμογή του νόμου δεν θα ήταν αρκετή. Ποιο δίκιο είχε η Φραγκογιαννού; έχει υποστηριχτεί ότι με την "αθώωσή" της ο συγγραφέας μεταφέρει τις ευθύνες στην κοινωνία που αφήνει τα κορίτσια σε δεύτερη μοίρα και τα βλέπει ως βάρος.
Αυτά για αρχή της κουβέντας.
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχα μου ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε να καθήσετε στο τραπέζι μου. Ανταποδίδω φυσικά τη φιλοφρόνηση για την ευγένεια, γιατί εσείς είστε που μας κάνετε να νιώθουμε σαν στο σπίτι μας στο φιλόξενο καφέ σας.
Σκέφτηκα ξανά αυτά που γράφετε και δεν σας κρύβω ότι έριξα πάλι μια γρήγορη ματιά στη Φόνισσα – όχι δεν πρόλαβα να κάνω μια πολύ προσεχτική ανάγνωση – αλλά είχα την ευκαιρία να εντοπίσω κάποια στοιχεία που από ότι φαίνεται συνηγορούν υπέρ της δικής σας άποψης, με την έννοια ότι έχω πειστεί ότι ο κύριος Μάρκαρης από πρόθεση επιχειρεί την αναλογία και το συσχετισμό ανάμεσα στις δυο αυτές γυναίκες, επομένως κερνάω εγώ απόψε.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι μετακινούμαι από τις απόψεις που διατύπωσα στο αρχικό μου σχόλιο, ότι δηλαδή επί της ουσίας η Χάμπω σκοτώνει για εκδίκηση και επί προσωπικού ενώ η Χαδούλα το κάνει για να γλιτώσει τα κορίτσια από τη μοίρα που τους επιφυλάσσει το κοινωνικό τους φύλο.
Από την άλλη αποσύρω αυτό που είπα για το ότι με τη σύγκριση που κάνατε αποπροσανατολίσατε τους θαμώνες μια και μας αποκαλύψατε την - συνειδητή πιστεύω - πρόθεση του συγγραφέα να συσχετίσει τις δύο μορφές.
Να παραθέσω δύο από τα στοιχεία που με έπεισαν γιαυτό. Η Χάμπαινα έχει "μουστάκι". Ο κ. Μάρκαρης δεν παραλείπει να μας το θυμίζει - τέσσερεις με πέντε φορές νομίζω - όταν αναφέρεται στις περιγραφές που δίνουν όσοι τη συνάντησαν. Από αυτές αντιγράφω την τελευταία, όταν επί τέλους οι δύο αστυνομικοί τη συναντούν στο κρεβάτι της στην Τραπεζούντα, στη σελ. 309 ¨στο κρεβάτι είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά, σαρκώδη χείλη και μουστάκι¨.
Αντιγράφω την περιγραφή της Φραγκογιαννούς: "ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της."
Νομίζω ότι η ομοιότης είναι χαρακτηριστική και δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πω ότι αυτό έγινε τυχαία, μια και όλες οι γριές έχουν – συνήθως - μουστάκι. Και να έχουν ή να μην έχουν, το να εστιάσεις σε αυτό δεν είναι τυχαίο και νομίζω ότι ο κ. Μάρκαρης δημιουργεί μια δική του Φραγκογιαννού.
Αν αυτό δεν ήταν αρκετό για να πειστώ, ακούστε το δεύτερο, πολύ ισχυρότερο. Ο τόπος του θανάτου. Η Χάμπω, αναδιπλώνεται στην Τραπεζούντα, στο σπίτι όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια και εκεί περιμένει το θάνατο να τη συναντήσει πριν από τους διώκτες της.
Τι κάνει η Φραγκογιαννού όταν προσπαθεί να ξεφύγει από τους δυο - δύο παρακαλώ - να κι άλλη αναλογία - αστυνομικούς που την καταδιώκουν; Προσπαθεί να καταφύγει σε ένα τόπο, όπου θα έβλεπε το πατρικό της – να το προικιό μου - λέει πριν πεθάνει, και όπου "εκεί θα ήτον το άσυλόν της, εκεί θα ήσαν αι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας".
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω πως ελπίζω η κουβέντα μας να μην σταματήσει εδώ επειδή μετεστράφην - εν μέρει - όσον αφορά την νομιμότητα του συσχετισμού των δύο γυναικείων μορφών. Αν για την εσωτερική του λογική αυτό με πείθει, αυτό είναι άλλη ιστορία.
Δεν το εχω διαβάσει, αλλά ο τίτλος μου ακουγεται σαν να μου λέει κάτι ο ίδιος συγγραφέας: "Κοίτα", μου λέει, "αυτά όλα συνέβαιναν παλιά, πολύ παλιά. Δεν εχει τόση σημασία τι ήταν η Χάμπου, μην κολλάς με τους μπλόγκερς και τη Φραγκογιαννού, άλλο πράγμα η Φραγκογιαννού! Η Χάμπου ήταν απλώς η αφορμή για να θυμηθώ άλλα πράγματα που δεν εχουν ειπωθεί ως σήμερα όπως θα έπρεπε. Πχ αυτοί οι κολπατζήδες έλληνες που εκμεταλλέυονταν άλλους έλληνες και που οι απόγονοί τους σημερα κλαίγονται (γενικά και λογοτεχνικά) για τις χαμένες πατρίδες. Για τα ωραία χρόνια τα παλιά, πολύ παλιά..."
Πόλυ, δεν μπορούσα να υποστηρίξω ότι η σύγκριση ήταν σκόπιμη. Η διακειμενικότητα δεν υπονοεί σώνει και καλά εσκεμμένες αντιπαραβολές. Εσύ βέβαια το πίστεψες μέσω της επανανάγνωσης της Φόνισσας, πράγμα που εγώ δεν έκανα. Μπορεί όντως να ήταν σκόπιμη η τηρουμένων των μικρο-αναλογιών παραβολή
Πατριάρχης Φώτιος
Pellegrina,
φυσικά το βιβλίο αναφέρεται στα... άπλυτα της ιστορίας. Θα μπορούσε να τιτλοφορείται "Ξεκαθάρισμα λογαριασμών" (πολύ ταιριαστός τίτλος για αστυνομικό, ε;), αλλά φυσικά θα παρέπεμπε σε μαφιόζικες πρακτικές και γι' αυτό αποφεύχθηκε.
[Η ατιμωρησία, για την οποία συζητάμε με την Πόλυ, έγκειται ακριβώς στο να δείξει ο Μάρκαρης ότι τα εγκλήματα των Ελλήνων εκμεταλλευτών δεν ξεχνιούνται και η πληρωμή τους μπορεί και να μην τιμωρείται]. Επανέρχομαι στο θέμα: ο Μάρκαρης, απ' ό,τι διάβασα, επαινέθηκε γιατί έστησε ένα τέτοιο μυθιστόρημα που κατέβασε στο επίπεδο των καθημερινών ατόμων εγκλήματα που άπτονται της εθνικής ιστορίας.
"Παλιά, πολύ παλιά" περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα!
Καλή σου μέρα
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχα μου συμφωνώ μαζί σας ότι διακειμενικότητα δεν σημαίνει α π α ρ α ι τα ή τ ω ς «εσκεμμένες αντιπαραβολές» αλλά και δεν τις αποκλείει.
Αυτό που διαπίστωσα – δεν θα έλεγα «πίστεψα» - είναι ότι εδώ έχουμε μια κατασκευή (μουστάκι, αναδίπλωση στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, καταδίωξη από δύο αστυνομικούς) που νομίζω ότι μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πλάθεται μια Φραγκογιαννού. Αυτά όμως είναι «σημεία» και φυσικά είναι δευτερεύοντα σε σχέση με το γενικότερο θέμα της Παπαδιαμαντικής συμπάθειας του έργου με τη Φόνισσα, στον βαθύτερο πυρήνα του που είναι η κοινωνική διάσταση των φόνων ( που δεν μπορούσα να δω στο βιβλίο του κυρίου Μάρκαρη)
Το συγκεκριμένο δηλαδή της αφήγησης – η ατιμωρησία της Χάμπως – με έκανε να μη μπορώ να δεχτώ την εσωτερική ενότητα της συνομιλίας των δύο βιβλίων και ιδιαίτερα το ότι είχε θιγεί προσωπικά από τα θύματά της. Αυτό είχε προκαλέσει την αντίστασή μου σε αυτό που γράψατε, αντίσταση η οποία άρχισε να κάμπτεται σταδιακά, αρχικά με την επανανάγνωση της Φόνισσας και ιδιαίτερα όταν διάβασα αυτό που μου έλειπε στο τελευταίο σας σχόλιο. Με πείσατε!!!
Όντως, τα εγκλήματα για τα οποία τιμωρεί η Χάμπω ε ί ν α ι σ το ε π ί π ε δ ο τ η ς ε θ ν ι κ ή ς ι σ τ ο ρ ί α ς, επομένως αν αναζητήσουμε εκεί το «μεταξύ ανθρωπίνης και θείας δικαιοσύνης» θα έχουμε την απάντηση.
Αυτή την ανάγνωση δεν την είχα κάνει και σας ευχαριστώ πολύ.
Πόλυ,
αρκούν οι φιλοφρονήσεις γιατί μπορούμε να κατηγορηθούμε για αλληλοκολακίες. Το βιβλίο είναι ένα άξιο έργο, γιατί συνδυάζει το εθνικό με το ατομικό, ώστε όλα να πληρώνονται εδώ αλλά και στο επέκεινα...
Πατριάρχης Φώτιος
Μα τι λέτε τώρα Παναγιώτατε; Μακριά από την ταπεινότητά μου τέτοια πρόθεση.
Μου αρέσουν όμως οι συζητήσεις και όχι οι αγώνες ρητορικής όπου δεν μετακινείται κάποιος από τις αρχικές του απόψεις. Η «Παπαδιαμαντική συμπάθεια», απέδειξε ότι το βιβλίο είναι ιδιαίτερα άξιο, ίσως πιο άξιο από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αυτό δεν αποτελεί φιλοφρόνηση αλλά δίκαιη αναγνώριση.
Μια και κατηγορούμαστε για αναίσχυντες κολακείες, ας κάνω κι εγώ μία: θεωρώ τον Μάρκαρη (γενικά)πιο ενδιαφέροντα από τον Παπαδιαμάντη. Με εξαίρεση ακριβώς τη Φόνισσα, δεν μπορώ να βρω, στα θεωρούμενα αξιόλογα από τα εργα του, κανένα συναίσθημα και ιδέα που να με εκφράζει, μου φαίνονται αρχαία εντελώς. Μένει η ποιητικότητα που οδηγεί σε κατι ωραία υπαρξιακά (το μοιρολόι της φωκιας), ο (ξεπερασμένος)ερωτισμός της υπάιθρου(όνειρο στη λίμνη,έρωτας στα χιόνια, εντάξει, δεν λεω) και μερικά στιγμιότυπα κοινωνικής κριτικής από τα αθηναϊκά του, αρκετά σύγχρονα (όχι τοσο λόγω δικόυ του ταλέντου όσο λόγω νεκρικής "εξέλιξης" της κοινωνίας μας) αλλά μικρού βεληνεκούς, πιο πολύ σαν χρονογραφήματα. Ο Μάρκαρης είναι σύγχρονο μυαλό, ενδιαφέρεται να αποδώσει την πόλη του και να δείξει κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές. Δεν ξερω αν ειναι "μεγάλος" συγγραφέας, αλλά το ερώτημα είναι γιατί διαβάζουμε τελικά. Το διάβασμα δεν ειναι υποκατάστατο του κεντήματος πάνω στο οποίο εσκυβαν (και πάθαιναν κύφωση)παλιά οι φυλακισμένες δεσποσύνες. Αν δεν εχει να μου πει κατι για το κοινωνικό και υπαρξιακό προσωπείο μου στο ΣΗΜΕΡΑ, τι να το κάνω;
υγ: το υποκατάστατο του κεντήματος είναι, φυσικά, η τηλεόραση, η δε κύφωση εχει αντικατασταθεί με πιο μοντέρν,α πχ λουμπάγκο του καναπέ.
Pellegrina,
ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλο κεφάλαιο και δεν κλείνει έτσι εύκολα.
Ο Μάρκαρης -ελπίζω- ανοίγει το δικό του κεφάλαιο, που συνδυάζει αστυνομική δράση και κοινωνικούς προβληματισμούς. Υπ' αυτήν την έννοια είναι αξιοδιάβαστος και πιστεύω διαχρονικός.
Πατριάρχης Φώτιος
Ι. Το όνειρο στη λίμνη δεν το έχω διαβάσει, πάντως δεν βρίσκω τον λόγο γιατί να μην μπορεί ένας σύγχρονος έφηβος να καθρεφτίσει τη ζωή του πάνω στο "όνειρο στο κύμα", παλεύοντας με τις δικές του Μοσχούλες. Υπάρχει ισάξιο νεοελληνικό πεζογράφημα που να αποδίδει τον ίμερο με τετοια ποιητική ακρίβεια;
ΙΙ. Προφανώς, υπεραπλουστεύω και μεροληπτώ. Στην ουσία, συμμερίζομαι απόλυτα τον προβληματισμό της Πελεγρίνας: Το ζήτημα της σημερινής πρόσληψης του Παπαδιαμάντη και εν γένει της κλασικής λογοτεχνίας, ημεδαπής τε και αλλοδαπής, είναι σοβαρό. Θυμόμαστε όλοι την έντονη συζήτηση που διεμείφθη με αφορμή την νεοελληνική απόδοση κλασικών έργων γραμμένων στην καθαρεύουσα. Είναι άραγε η γλώσσα τους ένας άξενος τόπος για μας που πρωτοπήγαμε σχολείο χωρίς ποδιά και περισπωμένες; Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη.
Αλλά ποια ανάγνωση δεν απαιτεί, έστω και ελάχιστο, κόπο;
ΙΙΙ. Ξεστράτισα, βέβαια, τη συζήτηση από το βιβλίο του Μάρκαρη, το οποίο δεν έχω διαβάσει.Η όλη διακειμενική προσέγγιση μου ακούγεται ενδιαφέρουσα.
Μύρωνα,
προσπαθώ με νύχια και με δόντια να κρατήσω τη συζήτηση στον Μάρκαρη (και στην πιθανή σχέση του με τον Παπαδιαμάντη). Μην ξεστρατίζουμε άλλο...
Κρατήστε τις ιδέες σας για το επόμενο ποστ που θα έχει περισσότερη σχέση.
Πατριάρχης Φώτιος
παιδιά, εγώ δεν εχω κανένα πρόβλημα με τον παπαδιαμάντη, γενικα΄εγω΄ειδικά δεν εχω πρόβλημα σχεδόν με τ ί π ο τ α. Όλα μου αρέσουν, λίγο ή πολύ. Εκείνο που μου τη δίνει είναι το κόλλημα σε κατι "ιερά και απαραβίαστα". Σε αποκρυσταλλωμένες εκτιμήσεις περί μάστερπις. ΄Γενικά μου τη δίνει αυτό. όσο ωραία και να ειναι, κάποτε τα βαριόμαστε. εσείς (γενικά μιλάω) δεν βαριέστε ποτέ;
να πω και κατι άλλο που εχω βαρεθεί κι αυτό τωρα θίγει και τον μάρκαρη, αν και από ό,τι κατάλαβα αυτός κάνει απομυθοποίηση). Λόγω τιμής, ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. ΕΛΕΟΣ, ΠΟΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΠΙΑ,έχουμε (στη λογοτεχνία) περισσότερη από Αθήνα! γενικώς τα ίδια και τα ίδια, σαν μίκυ μάους πια! Αυτό μου τη δίνει, όχι ο Παπαδιαμάντης βέβαια!
υγ: τώρα για τη Μοσχούλα και τον ίμερο δεν ξέρω, αλλά υποψιάζομαι ότι η μεγάλη επιτυχία του ηδονοβλεπτικού αφηγήματος οφείλεται στην σκόπιμη ταύτιση μεσω του ονόματος της λουομένης κορασίδας με την αγαπημένη κατσικούλα!
...και δεν ξερω αν υπαρχει "ισάξιο νεοελληνικό πεζογράφημα που να αποδιδει τον ιμερο με τετοιο τροπο", αλλά μάλλον ΔΕΝ χρειάζεται να υπάρχει, γιατι αυτός ο "ιμερος" αφορά μια εποχή που οι εφηβοι καλά καλά δεν ηξεραν πώς ειναι το γυναικείο σώμα. Ο σημερινός δυτικός (υποτίθεται αυτό περιλαμβάνει και του έλληνες) εφηβος κανει μπανιο με τη φιλεναδίτσα του τσιτσίδι στα νησάκια χαλαρά χαλαρά, και μάλλον διαβάζοντας το όνειρο στο κύμα θα απορήσει ποιο ακριβώς είναι το θέμα του!
Μια παρατήρηση : δεδομένου ότι πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, μήπως θα ήταν προτιμότερο να αποκαλύψεις λιγότερα στοιχεία για την εξέλιξη τς υπόθεσης; ("γηραιά Ελληνίδα της Πόλης, που σκοτώνει Έλληνες και Τούρκους" ή "το τέλος η Χάμπου αποκαλύπτεται αλλά δεν συλλαμβάνεται, αφού ήδη την είχε κτυπήσει ο καρκίνος και έτσι την άφησαν να πεθάνει ήσυχα.")
Μενέλαε,
θα είχες δίκιο αν ο αναγνώστης δεν ήξερε από την αρχή ποιος είναι ο φονιάς. Επομένως, δεν αποκαλύπτω κάτι που θα μαθευτεί στο τέλος.
Σ' ευχαριστώ ούτως ή άλλως για την υπόδειξη
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment