Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Μέρος 1ο
Ας συνεχίσω λοιπόν και εγώ από τη μεριά μου τη συζήτηση για την ανειδίκευτη (ας την ονομάσουμε ευεργετικώς «αθώα») κρίση της λογοτεχνίας λέγοντας τούτο το αρχικό για την ανάγνωση: ότι η ιδιάζουσα ορμή του πνεύματος, που προκύπτει από την πρώτη συνάφεια με το λογοτεχνικό έργο (και εδώ αναφερόμαστε σε ένα αρχικό, μάλλον συμπεριφορικό, αναγνωστικό αντανακλαστικό - δηλαδή σε μια προ-κριτική αποδοχή ή απόρριψη του έργου), υπεκφεύγει της κριτικής σύλληψης. Διότι ο «μεταμορφωμένος-σε-κριτικό» αναγνώστης έχει πλέον ήδη διαπεραστεί από τα θεμελιώδη αποτελέσματα της αισθητικής. Την ευταξία και την κανονικότητα που πιστεύει πως συνειδητοποιεί στη μορφή του λόγου ο κριτικός τις έχει τοποθετήσει ο ίδιος μέσα της. Γι’ αυτό η κριτική δεν μπορεί παρά -την ίδια στιγμή που στρέφεται προς το αντικείμενό της- να περιλαμβάνει και μετα-κριτική αυτεπίγνωση, που θα κοιτά με διερευνητικό μάτι τον ίδιο τον εαυτό της. Ο κριτικός αναγνώστης στη ουσία επιθυμεί να επιστρέψει στην πρώτη ανάγνωση, και αυτή η οπισθοβατική διαμεσολάβηση δεν είναι ποτέ δυνατόν ούτε να παρακαμφθεί ούτε να επιτευχθεί.
Έτσι, λοιπόν, ένας τέτοιος τρόπος αντίληψης δεν μπορεί να είναι δεδομένος ήδη από το αντικείμενο. Αντιθέτως, είναι μια σκοπιά (aspect seeing) την οποία καταλαβαίνουμε «επισκοπούντες». Δεν εκπηγάζει από τη σκέτη σύλληψη του δεδομένου κειμένου, ούτε από την παράθεσή του σε αιτιακές συνάφειες και αναφορές, αλλά είμαστε εμείς που συνεπιφέρουμε από την αρχή μια ιδιάζουσα και αυτόνομη (όχι όμως ενδοκειμενικά αυτάρκη) ταυτότητα στο κείμενο. Κατόπιν, ο λόγος του κριτικού ακολουθεί για να εντοπίσει τις όποιες συνάφειες, αναφορές και επιδράσεις, επιδιώκοντας να συστήσει μια μορφή του αντικειμενικού. Εδώ, όμως, αυτή η συνθήκη ισχύει και υπό μια στενότερη και ειδικότερη έννοια, επειδή το κείμενο που τίθεται υπό κρίση είναι συνάμα μια μορφοποίηση δεύτερης τάξης. Πρόκειται για εκείνο το αρχικό, προ-κατηγορικό (precategorical) όλον, το οποίο ως τέτοιο είχε συλληφθεί με τις «ανυποψίαστες» εποπτείες της πρώτης «αφελούς» ανάγνωσης και τώρα έχει υποστεί πλέον την εξαντικειμένισή του προσλαμβάνοντας νέο νόημα, εφ’ όσον η σχέση και η αμοιβαία εξάρτηση των μερών του υπόκειται πλέον σε κριτική θεώρηση.
Ως προς τούτο, η «τεχνική» της κριτικής είναι τέτοια ώστε να μην προσδιορίζεται τίποτα περί αυτού του ίδιου του αντικειμένου ή περί του τρόπου παραγωγής του. Αλλά, αντιθέτως, να κρίνεται δι’ αυτών η φύση του έργου κατ’ αναλογία με μια τέχνη και μάλιστα υποκειμενικά σχετιζόμενη προς τη γνωστική μας ικανότητα, και όχι αντικειμενικά σχετιζόμενη με τα αντικείμενα. Και αυτό είναι εφικτό μόνο αν η νέα αναγνωστική αρχή (η κριτική ανάγνωση) δεν επέμβει στη σφαίρα της παλιάς (της «αφελούς» πρώτης ανάγνωσης), αλλά αν εκπροσωπήσει μια διαφορετική από αυτήν αξίωση εγκυρότητας, η οποία εντούτοις προέχει να προσδιοριστεί και να οριοθετηθεί έναντι της προηγούμενης.
Επομένως, η φόρμα χρησιμεύει για να μας αποδείξει ακόμα μια φορά ότι τίποτα από ό,τι η κριτική παρουσιάζει ως «αυθεντικό» στη λογοτεχνία δεν μπορεί ποτέ να προϋπάρξει ως τέτοιο.
Πολλοί γράφουν για τη λογοτεχνία με το άλλοθι της «αυθόρμητης γνώμης», χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτή η αφετηριακή, καταγωγική αυθεντικότητα είναι απρόσιτη. Και το μόνο που κατορθώνουν επιδιώκοντας το «δήθεν αυθεντικό», είναι να αποκαλύπτουν την ανεπάρκεια μιας ανεπεξέργαστης αντίληψης.
Κάτια
3/7/2006
1 comment:
ΣΑΝΓΚΟΥΙΝΙ
Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη
ζεστάνω.
Γιατί το χιόνι ως μέσα στην καρδιά της έχει
μπει.
Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά.
Οι ίνες του αίματός του χτενισμένες όλες
προς τη φορά των ζωογόνων του αρτηριών.
Τρέμοντας TO κορμί του μαχαιρώνω.
Ο Θεός της αγάπης ας με συχωρέσει.
Πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.
Να τη ζεστάνω.
Γιώργης Χολιαστός
Post a Comment