Σε ποστ πριν από λίγες μέρες εξέφραζα
έναν προβληματισμό που προέκυψε όταν άκουσα πολλούς νέους συγγραφείς-μας να
μιλάνε με άνεση και θαυμασμό για Αμερικάνους, Ιταλούς, Άγγλους κ.ο.κ.
δημιουργούς, αλλά να δείχνουν να αγνοούν την ελληνική παράδοση, πρόσφατη και μη.
Έγραφα
λοιπόν στις 4/11/2012
: “αυτοί οι νέοι συγγραφείς είναι τόσο
μονόπλευρα προσκολλημένοι στις ξένες-τους επιρροές που αγνοούν την ελληνική
παράδοση, σε αξιακό και γλωσσικό επίπεδο; Η γραφή-τους θέλοντας και μη δεν
μπορεί να είναι μονόπαντα διεθνιστική, αφού η γλώσσα τους εντάσσει σε ένα
λογοτεχνικό σύμπαν που καθορίζεται από τα όποια μεγάλα ονόματα της ελληνικής
σκηνής. Αν το αγνοούν, πολύ φοβάμαι ότι ακριβώς γι’ αυτό θα τους απαξιώσει και
η γραφή, όπως και οι επόμενες γενιές αναγνωστών και συγγραφέων. Αν δεν
διαβάζουν τους παλαιότερους, πώς ελπίζουν ότι θα διαβαστούν οι ίδιοι στο
μέλλον; Εκτός κι αν δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον, αλλά μόνο το παρόν!”
Προχθές
(11/11/2012) ο Γιάννης Μπασκόζος, δημοσιογράφος του Βήματος, εξέφραζε τον ίδιο
προβληματισμό στο άρθρο-του «Μονομέρειες»: “Γνωρίζω πολλούς νέους φανατικούς με το βιβλίο. Τους
βλέπω στις εκδηλώσεις, διαβάζω τα κείμενά τους στα blogs, παρακολουθώ τα σχόλιά
τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ανάμεσά τους διακρίνω πολλούς ικανούς και
διαβασμένους. Υπάρχει όμως κάτι που με ξενίζει. Το σημειώνω γιατί πια νομίζω
ότι διαμορφώνεται ως τάση. Πολλοί από αυτούς διαβάζουν μόνο ξένη λογοτεχνία, κυρίως αγγλοσαξονική. Γνωρίζουν λεπτομέρειες
για τον Πίντσον, τον Πολ Οστερ ή τον Μακ Κάρθι, αλλά αγνοούν πλήρως τους
κλασικούς. Δεν έχουν διαβάσει ποτέ ρώσους ή γάλλους κλασικούς, τον Σαίξπηρ
θέλουν κάποτε να τον διαβάσουν, ο Δάντης ή ο Γκαίτε ούτε ως μακρινός στόχος δεν
μπαίνει στα σχέδιά τους. Επίσης αγνοούν την ελληνική γραμματεία, τους αρχαίους
και τους σχετικά νεότερους λογοτέχνες μας. Ξοδεύουν πολλές λέξεις για τους
μοντέρνους και μεταμοντέρνους ξένους, αναφέρουν ονόματα που είναι σχεδόν
άγνωστα στους πολλούς, αλλά αγνοούν τους μοντέρνους και τους πιο «προχώ» της
ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν ξέρουν και δεν έχουν διαβάσει ούτε ένα έργο
μοντέρνων Ελλήνων, όπως της Μέλπως Αξιώτη, του Γιάννη Σκαρίμπα, του Ν. Πετζίκη,
του έλληνα μπιτ Μάριου Χάκκα, του γκόθικ Δημοσθένη Βουτυρά και του συγγραφέα
του «περιθωρίου» Πέτρου Πικρού. Μπορεί να απαγγέλλουν απ' έξω στίχους του
Γκίνσμπεργκ, αλλά αγνοούν τον Λευτέρη Πούλιο ή τον Γιώργο Μακρή.
[_ _ _] Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να παρακολουθεί
κάποιος την ξένη λογοτεχνία. Το αντίθετο. Πολλοί και σπουδαίοι Αγγλοσάξονες,
Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί και άλλοι έχουν ανανεώσει τη λογοτεχνική θεματολογία,
έχουν αναπτύξει νέες φόρμες και έχουν διεισδύσει σε νέες περιοχές της
λογοτεχνίας. Όταν πας να τους κρίνεις όμως πρέπει να ξέρεις τι έχουν κάνει οι
προηγούμενοι, δικοί σου και ξένοι. Πρέπει να έχεις γνωρίσει τους κλασικούς. Να
γνωρίζεις ότι πολλά πράγματα που τα θεωρούμε καινούργια έχουν ανακαλυφθεί ως
θεματολογία ή ως λογοτεχνική διαπραγμάτευση από πολύ παλιά. Ότι κάποιοι λογοτέχνες
έχουν βάλει τον πήχη πολύ ψηλά και αν θέλεις να συγκρίνεις πρέπει να βλέπεις
πού είναι αυτός ο πήχης. Αλλιώς κινδυνεύεις να την πατήσεις και να ανακαλύψεις
πάλι τον τροχό ”.
Προσυπογράφω όλα όσα λέει
και συνεχίζω. Τι κοινό έχει ένας νέος έλληνας συγγραφέας με τους ξένους
μεγάλους; Αν τους δει ως πρότυπα, θα θελήσει να μετάσχει κι αυτός στην
αφηγηματική-τους δεινότητα, στην υφολογική-τους ακρίβεια, μεστότητα ή αμφισημία,
στην πληρότητα των χαρακτήρων-τους, στην παγκοσμιότητα των θεμάτων-τους κ.ο.κ.
Αλλά διαφέρει κιόλας γιατί αυτός ανήκει σε μια πολιτισμική και κυρίως γλωσσική
παράδοση που τον κάνει κρίκο σε μια αλυσίδα, η οποία ξεκινά από τους αρχαίους
ή καλύτερα, για να μην πάμε τόσο πίσω, από τον Ρήγα και τον Κοραή και
συνεχίζεται μέσω του Ροΐδη, του Βικέλα, του Παπαδιαμάντη μέχρι τον Σκαρίμπα,
τον Α. Κοτζιά, τον Αλεξάνδρου κ.ο.κ. Στο ίδιο μήκος κύματος, βλέπω τους νέους
πεζογράφους να διαβάζει ο ένας τον άλλο, σε μια τάση ενδογενεακής αλληλεγγύης
και ανταγωνισμού, αλλά δεν ξέρουν τι έγραψαν οι ακριβώς προηγούμενες ή οι πιο
προηγούμενες γενιές που έφεραν κι αυτοί από το εξωτερικό –άλλος καλύτερα κι
άλλος χειρότερα- τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής εποχής.
Επειδή τα “όρια της γλώσσας-μου είναι και τα
όρια του κόσμου-μου”, όπως είπε ο Wittgenstein, καλό είναι οι έλληνες
δημιουργοί-μας να διαβάζουν ξένους συγγραφείς, αφού ούτως ή άλλως εκεί είναι τα
πρότυπα της πρωτοπορίας, αλλά εφόσον γράφουν στα ελληνικά, δεν μπορούν να
αγνοήσουν όλο το φορτίο που έχουν οι λέξεις, οι αφηγήσεις, η κουλτούρα την
οποία κουβαλούν εν αγνοία-τους μέσα στη γλώσσα. Η γλώσσα είναι η διακειμενική-τους περιουσία, με όλα τα αξιακά, πολιτισμικά και κοινωνικά κεντήματα που μεταφέρει.
Στο ερώτημα του τίτλου, η
απάντηση είναι «γόνιμη παράδοση ΚΑΙ διεθνιστικός ερανισμός», ώστε η πρώτη να
τεθεί καταρχάς ως πολιτισμικό και γλωσσικό θεμέλιο και να εμπλουτιστεί, να
ανανεωθεί, να αναβαθμιστεί με τη μοντέρνα ή μεταμοντέρνα ματιά, που σαφώς
εκφράζεται καλύτερα στο εξωτερικό.
Πατριάρχης
Φώτιος
35 comments:
Το ιδιο κανω πια κι εγω: διαβαζω σχεδον μονο ξενους.Αν διαβασω ελληνα,θα ειναι κατά κανονα ενας συγχρονος για τους λογους που λες:να δω "τι κανει" Μάλιστα,τωρα τελευταια διαβαζω αγγλικά,παρολο που αυτο δεν με ευχαριστεί,ουτε ξερω τοσα αγγλικά ωστε να διαβαζω ανετα οσο τα ελληνικά.Ο λόγος; Διαβαζω για το "περιεχόμενο",αυτο καιει το συγγραφέα,κι αν παιζει ρολο η γλώσσα (που ασφαλώς παιζει,τον αντιλαμβάνεσαι ΚΑΙ στηνξενη γλώσσα),θα ελεγα πως πρόκειται οχιγια τηνα ή β γλωσσα αλλα για τη ΓΛΩΣΣΑ γενικά:λεξιλόγιο,ρυθμός,περιγραφή,βαραίνουν και σημασιοδοτούν το περιεχόμενο,αλλα δεν εχει σημασία ΠΟΙΑ γλώσσα ειναι.
Με εξαιρεση λοιπόν τις περιπτωσεις νεων συγγραφεων που αναφερουν ονοματα"ξενων" για να εντυπωσιάσουν,τους καταλαβαινω παρα πολύ καλά,που διαβαζουν "ξένους"και μάλιστα συγχρονους:ειναι φιλόδοξοι.Θέλουν να δουν τι παιζεται σημερα διεθνώς. Να παρουν ιδεες,να αντιληφθούν ΓΙΑΤΙ ο χ ή ο ψ ειναι μεγάλος λογοτεχνης.Οισυνελληνες ειναι τα "φιλαράκια"τους,δεν τους λενε πολλά,για τον προσθετο ισως λογο οτι εκ των ενδον ξέρουν πως οι"φιρμες"στην Ελλάδα δεν γινονται με κριτήριο το βεληνεκές του εργου τους. Τα παιδιά ονειρευονται να πετάξουν, ο κοσμος εκει εξω ειναι μεγάλος και το χωριο μικρό.Απολυτως κατανοητό.
Οσο για τους κλασικούς: ειναι καλό να τουςδιαβαζεις,αλλα δεν εχεις πάντα το χρονο,ουτε ειναι βεβαιο οτι εχουν να σου προσφέρουν πολλά. Ηζωή αλλαζει.Πολλοι που τους ξερουν,αναμασάνε σε συνεντευξεις τις καθιερωμένες απόψεις γι αυτους,χωρις να τις πιστευουν (φιανεται από τον ξυλινο λογο) Οι κριτικοί και οι φιλόλογοι θέλουν να δωσουν αξια στις δικες τους γνωσεις και τη δικη τους δουλεια,και μιλάνε σαν καθηγητες: να διαβάζετε,παιδιά μου!!Αλλα ο πρωτοτυπος δημιουργός δεν εχει αναγκη να γνωριζει οσα ο φιλολογος,δεν ειναι η δουλειά του.
Δεν εννοω φυσικά να μη γνωριζει τιποτα:ενας καλλιεργημένος ανθρωπος εχει τις αποψεις του και τις προτιμησεις του οσον αφορά τα "πνευματικά" προιόντα,κανει τις επιλογές του.Αλλα ειναι προσωπικές.Ο συγγραφεας δεν ειναι κινητη εγκυκλοπάιδεια λογοτεχνίας,ουτε οφειλει να ειναι,αυτο δεν εγγυαται δημιουργία.Καθόλου!!
(υγ:προσωπικα,οι περισσοτερες γνωσεις που εχω απο κλασικη ελληνικη λογοτεχνια οφειλονται στο οτι ειμαι φιλόλογος και οχι στο οτι είμαισυγγραφέας.Ως φιλολογος δε,εχω και μια ιδιατερη,προσωπικη άποψη:οτι η ελληνικη λογοτεχνικη παραδοση τωνπερασμένων δεκαετιων ελάχιστα βοηθαει για την καλλιεργεια της προσωπικής γλώσσαςενος σημερινουσυγγραφεα.Πιο πολυ βοηθανε τα καλά μεταφρασμένα συγχρονα ξενα κείμενα. ο λογος ειναι οτι η ελληνικη γλώσσα εχει μια αστάθεια στη λογοτεχνικη πορέια της-λεξιλόγιο που αλλαζει,εγκαταλείπεται,και ταυτοχρονα μια εντονα γλωσσοκεντρικη/γλωσσοπλαστικη παραδοση συγγραφεων,σε προωπικόεπιπεδο, που ελαχιστα προσφερει σε οποιον θελεισημερα να μιλησει ΓΙΑ κάτι,και οχι να κανει θησαυρισμό λέξεων. Ο καθενας "κλασικός" εχει το υφος του:Σκαρίμπας,Καζαντζακης,30άρηδες,καθαρευουσα: η γλωσσα τους δεν προσφέρει,ειναι μακρινη.Πολυ καλυτερα ενας ελληνας νεος συγγραφεαςπροπονει τα ελληνικά του διαβάζοντας σελίδες από διαμαντένιες γλωσσικα΄(απο την άποψη των σ υ γ χ ρ ο ν ων ελληνικων) σελίδες της Αμάντας Μιχαλοπούλου,ήνεος καλού (μη ξυλινου)δοκιμιογράφου
Αυτα.Κι αφηστε τους συγγραφεις ησυχους, χωρις σχολικες ενοχες.Ο δημιουργος πρεπει να ειναι ελευθερος,να αυτοσχεδιαζει το προγραμμά του.Ο κριτικός ακολουθει.
Διαβάζοντας το άρθρο σου-πολύ μου άρεσε- σκεφτόμουν ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ισχύει αυτή η μονομέρεια επιρροών,που οι ίδιοι αβίαστα δηλώνουν,διότι μόνο από τα λογοτεχνικά ψιχουλάκια που οπωσδήποτε γεύτηκαν ως μαθητές στα σχολεία -άλλης ώρας ωραία συζήτηση κι αυτό-κουβαλούν πράγματα χωρίς να το ξέρουν.
Και διαπιστώνω ότι με έχεις ήδη προλάβει όταν το διατυπώνεις στο τέλος του προβληματισμού σου λέγοντας εύστοχα "κουλτούρα την οποία κουβαλούν εν αγνοία-τους μέσα στη γλώσσα".
Αμ΄αυτό είναι το κρίσιμο,η γλώσσα!
Το ίδιο λέει και η Pellegrina νομίζω.
Έτσι θα προσθέσω απλώς ότι αυτά όλα τα ζητήματα κρίνονται τελικά στα σημεία.Και πώς ορίζεται ένα τέτοιο σημείο;Όταν άνθρωποι σαν τον Μπασκόζο γράφουν ο γκόθικ Δημοσθένης Βουτυράς. Ευφυές.Και ισχύει!
Ξέρεις πόσοι από τους επισκέπτες σου μετά απ΄αυτό θα σπεύσουν να διαβάσουν Βουτυρά;
Εγώ λέω πολλοί...Και χαίρομαι.
Pellegrina,
εκφράζεις πολύ σωστά -σαν το έτερο μέλος σε ένα τάνγκο- την άλλη πλευρά, με ήπια διάθεση αλλά με ισχυρά επιχειρήματα.
Φυσικά, ο συγγραφέας βλέπει την παγκόσμια σκηνή ως υλικό προς αξιοποίηση και εκτός από θέματα, που λες κι εσύ, γλυκοκοιτάζει και νέους τρόπους αφήγησης.
ΠΟΛΥ ΛΟΓΙΚΟ, πολύ εύλογο σε μια μικρή λογοτεχνία που θέλει να προσεγγίσει τις μεγάλες.
Είναι η άλλη άκρη του τανγκό που κι εγώ υπαινίχθηκα.
Θα διαφωνήσω ωστόσο αφενός ως προς τη γλώσσα. Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς απόδοση νέων ελληνικών, όπως το σχολείο υποδεικνύει. Είναι ύφος, βγαλμένο από μια πολυεπίπεδη διαλεκτική, επαγγελματική, ταξική, προσωπική, ιδιολεκτική κ.ο.κ. ποικιλία. Αυτή δε μαθαίνεται διά διδασκαλίας, δεν γίνεται αντικείμενο μίμησης από έναν συγγραφέα ή δοκιμιογράφο. Είναι ένα μαλακό υπόστρωμα, παλίμψηστο θα το ονόμαζα, πάνω στο οποίο θα ακουμπήσει ο νέος συγγραφέας για να μην γράφει επίπεδα, ουδέτερα, άνοστα, μονοδιάστατα, όπως πολλοί σήμερα. Παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει ισοπέδωση.
Κι αφετέρου, εκτός από τη γλώσσα, μιλάω και για ένα αξιακό σύστημα, που δεν εμφυτεύεται απ' έξω, όσο κι αν μας απασχολούν κοινά προβλήματα με τους Άγγλους ή τους Σουηδούς. Αλλιώς θα διαβάζω τον Αντρέα Βαθυγραφίδη, αλλά δεν θα μου λέει τίποτα περισσότερο παρά αν διάβαζα το πρωτότυπο, δηλαδή τον Άντριου Γράφτον ή την Ταμάρα Γκράφσκαγια...
Πατριάρχης Φώτιος
Βιβή Γ.,
δυο δεκανίκια χρειάζονται για να ισορροπήσουν κι αυτοί δουλεύουν μόνο το ένα.
θεωρούν ότι έχουν επάρκεια γλώσσας και προσωπική αξιακή και πολιτισμική βάση και λιμάρουν την άλλη πατερίτσα, που θα τους φέρει -και σωστά- πιο κοντά στην παγκόσμια πρωτοπορία.
Το πρόβλημα είνα ότι γέρνουν... και δεν καταλαβαίνουν πως ...κουτσαίνουν.
Πατριάρχης Φώτιος
Σε τιποτα δεν διαφωνουμε φωτιε ωςπρος τη γλωσσα. προσυπογραφω ο,τι λες σχετικά,και δεν καταλαβαινω σε τι από τα δικά μου περι γλωσσας διαφωνεις. Δεν ειπα πουθενα οτι η γλωσσα μαθαινεται δια διδασκαλιας,και μαλιστα για το συγγραφεα. Απλως σχολιασα την πιθανη σχεση ή μη σχεση,γλωσσικά,ενος συγχρονου ελληνα συγγραφεα με εναν παλιοτερο-ασχετα που εδραζονται και οιδυο,Καποια επιρροη (και ισως ασυναισθητη μιμηση)υπάρχει,οχι μαθηση.Και πιο πολυ το ειπα εχοντας υποψη τη σχολαστικη αποψη οτι"πλουτιζεις τη γλωσσα σου" διαβαζοντας. Αυτο που λες,μαλλον σε αυτους πρέπει να το πεις. Καθοτι ισχυει,αλλα λιγοτερο απο οσο νομιζουμε. τη γλωσσα σου την πλουτιζεις πραγματικά κυρίως πλουτιζοντας τη σ κ ε ψ η.
Κι αυτο μας φερνει στο αξιακο συστημα. κατα ενα τροπο,ειναι το μεγαλο θεμα,ειναι το ΜΟΝΟ θεμα:ειτε το θελουμε ειτε οχι,τα εργα μενουν για το οεριεχόμενο τους,οσο κι αν αυτο στηρίζεται στη μορφη.Το αξιακο συστημα του σημαντικου δημιουργου πρέπει να προτεινει κάτινεο,μια άλλη ματια΄.Απο την αλλη,θαελεγα προκλητικά,οτι ολα τα αξιακα συστηματα στην Ελλάδα ειναι εισαγόμενα,απο καταβολης νεοελληνικής επικράτειας.9Ακομακαιηελληνικη παραδοση εισαγομενη ειναι,με την εννοια οτι πρωτα τη μελετησαν και τηναποκωδικοποίησαν οι "ξενοι")Η ουσια λοιπόνειναι να κανουμε την εισαγωγή με μπόλιασμα. Αλλα ο,τικαι ν α πουμε,τελικα θασυμφωνησεις: περισσοτερα κερδιζω ως συγγραφεας διαβαζοντας "ξενους". Και δεν ειναι "δυστυχώς":ητεχνη ειναι από τα πεδία στα οποία κινεισαι χωρις συνορα.η τεχνη ειναι πανανθρωπινη. Κι οταν ειναι εθνικη,ειναι γιατι ειναι προσωπική κυρίως. Αλλα το "εθνικό" στην Ελλάδα εχει διαφορά από προσωπο σε προσωπο. Αρα και το προσωπικό,αρα και το μονοπατι το διεθνιστικό,Αρα καταληγουμε παντα στην προσωπικοτητα του δημιουργου. Αρα..στοπ!!
Διαβάζω μόνο ξενόγλωσσα, κατ' ευθείαν από την ξένη γλώσσα.
Στην εποχή που ζούμε, στην χώρα αυτή της μεγάλης κρίσης και της μεγάλης ντροπής, τα ελληνικά για μένα αποτελούν ΤΗΝ ξένη γλώσσα, αν ήταν δυνατό θα ήθελα να γίνουν delete από την ψυχή μου και να υπάρχω μόνο ως ξενόγλωσσος, αλλά επειδή αυτό δεν γίνεται βρίσκω καταφυγή στις άλλες γλώσσες, η κουλτούρα των οποίων (λογοτεχνία, επιστήμη, τέχνη) παράγει πολιτισμό.
Anonyme,
είσαι συγγραφέας;
Γιατί αλλιώς θα σου απαντήσω αν είσαι δημιουργός κι αλλιώς αν είσαι αναγνώστης.
Πατριάρχης Φώτιος
Με τις δύο συνεχόμενες αναρτήσεις σου Πατριάρχη με έχεις φέρει σε δύσκολη θέση. Πρωτίστως γιατί η Μαρία Ξυλούρη είναι φίλη μου και πιστεύω ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ στη γραφή της, όμως βρίσκομαι να συμφωνώ ως προς τη θεώρηση των πραγμάτων πιο πολύ με σένα. Δεν είναι παράλογο, νομίζω ότι λίγο πολλοί όλοι υπερασπιζόμαστε ό,τι προτιμάμε να διαβάζουμε. Εσύ κι εγώ κυρίως ελληνική λογοτεχνία, η Μαρία και ο Librofilo Bookasafficionado ξένη λογοτεχνία.
Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα την Κύπρο γνώρισα νεαρή δημοσιογράφο που μου εκμυστηρεύτηκε ότι παρόλο που μου έπαιρνε συνέντευξη δε θα διάβαζε το βιβλίο μου γιατί διαβάζει μόνο βιβλία στα Αγγλικά. Το τελευταίο με παραξένεψε πάρα πολύ. Στην επαφή μου με το χώρο γνώρισα πολλούς άλλους. Σε κάποιους μπορώ να το κατανοήσω σαν ενα είδος κοσμοπολιτισμού που πηγάζει από τα προσωπικά τους βιώματα(Ο Μαμαλούκας ανδρώθηκε ουσιαστικά και λογοτεχνικά στην Ιταλία). Σε άλλους πάλι, είναι στάση ζωής και απόφαση, κανόνας που οι ίδιοι θέτουν στον εαυτό τους για να τον περπατήσουν. Με ξενίζει, αλλά δε νομίζω ότι μπορώ να τους το καταλογίσω ως αρνητικό, όπως δεν μπορώ να προσάψω έλλειψη παιδείας σε κάποιον που του αρέσει να διαβάζει και να γράφει βιβλία fantasy (αυτά κι αν δεν έχουν καμία ελληνική παράδοση πίσω τους).
Νομίζω ότι κακώς εντοπίζεις το πρόβλημα σε πολλούς από αυτούς τους νέους δημιουργούς στη γλώσσα και την έλλειψη βάσεων σ' αυτή που μπορεί να προκαλέσει η ανάγνωση ξενόγλωσσων βιβλίων. Παρόλο που η λογική κάθε γλώσσας είναι διαφορετική και δημιουργεί διαφορετικό τρόπο σκέψης.( Η Ξυλούρη για μένα χειρίζεται άψογα την ελληνική γλώσσα.) Η ουσία είναι με ποια "κουλτούρα", με ποιο τρόπο νοητικής επεξεργασίας σκέφτονται αυτά που θέλουν να γράψουν, ως προς το θέμα, το περιεχόμενο, τον τρόπο προσέγγισης ώστε να απευθυνθούν σε ένα "εθνικό" θυμικό του αναγνώστη. Αλλά από την άλλη δε νομίζω ότι ο Μουρακάμι απευθύνεται σε ένα ιαπωνικό θυμικό, ούτε ο Σαραμάγκου σε ένα πορτογαλικό. Γράφουν ξέροντας ότι απευθύνονται σε ένα μη εθνικό κοινό. Δεν είναι κατακριτέο παρόλο που και εμένα δε μου αρέσει.
Ειλικρινά από την άλλη θα πρότεινα στον Ανώνυμο που βαρυγκωμά με την ελληνική γλώσσα, να ζήσει σε μια άλλη χώρα για να είναι ευτυχέστερος. Αδυνατώ να δεχθώ ότι μία γλώσσα με τέτοιο πλούτο, αδυνατεί να παρουσιάσει έννοιες, αρχές ή κοσμοθεωρίες σε μετάφραση από μία ξένη γλώσσα. Δεν μιλάω για το περιεχόμενο των ελληνικών βιβλίων που μπορεί να το θεωρεί - και δικαίως ενίοτε - φτωχοβαλκάνιο , ούτε για την πιθανώς κακή μετάφραση ενός κειμένου. Αλλά αν τον ενοχλεί και ο ήχος ακόμα , ας αφήσει ήσυχα τα ελληνικά για να τον αφήσουν κι αυτά.
Χαιρετώ σας!
Δημήτρη,
μα και εγώ πέρα από το γλωσσικό θεωρώ -και το γράφω- πιο σημαντικό το πολιτισμικό έλλειμμα. Όχι ότι έχουμε ένα ανώτερο πολιτισμό και σ' αυτόν πρέπει να πιστεύουμε, αλλά επειδή ντετερμινιστικά είμαστε κομμάτι αυτής της γλώσσας και ειδικά όσοι είναι συγγραφείς και γράφουν σ' αυτήν μεταφέρουν στο χαρτί κομμάτια αυτής της περιουσίας.
Ως προς τη θεματική του καθενός κάθε παγκοσμιοποιημένο θέμα μπορεί να είναι και ελληνικό και το αντίθετο.
Επομένως, προτείνω μια ισορροπία, όπως θα πρότεινα την ίδια ισορροπία σε κάποιον που θα έλεγε ότι διαβάζει μόνο ελληνική λογοτεχνία!
Πατριάρχης Φώτιος
Pellegrina,
"Απλώς νομιζες οτι αυτο το μπλογκ διαφερει από τους άλλους ελληνες ...που βγαζουν δοντια βαμπιρ σ αυτον ακριβώς που π ο ν α ε ι": δεν κατάλαβα τι λες.
Πατριάρχης Φώτιος
Κανένα ξένο βιβλίο όσο καλό και να είναι δεν μπορεί να μου προσφέρει την απόλαυση που θα μου προσφέρει ένα εξαιρετικό ελληνικό. Και μιλάω ως Έλληνας, που έχω τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα και που δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό παρά μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα διακοπών. Το ότι μιλάω καλά 3 ξένες γλώσσες δεν αρκεί...
Το θέμα είναι ότι λίγοι είναι οι Έλληνες συγγραφείς που κατά τη γνώμη μου γράφουν εξαιρετικά. Και βέβαια οι περισσότεροι από αυτούς είναι οι λεγόμενοι κλασικοί. Στο κάτω-κάτω μια μικρή χώρα είμαστε και δεν έχουμε και καμιά ιδιαίτερη παράδοση στη λογοτεχνία. Αριστουργηματικός ο Οδυσσέας και οι Υπνοβάτες και ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ ή ο Μόμπι Ντικ, αλλά διαφορετικού είδους συγκίνηση θα νιώσω όταν θα διαβάσω τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και του Χατζή ή τα μυθιστορήματα του Σκαρίμπα και τα πεζά του Ιωάννου στη δική μου γλώσσα. Αναφέρομαι βέβαια στους κλασικούς,καταξιωμένους και με μια ιδιαίτερη γραφή.
Πόσοι νεότεροι συγγραφείς γράφουν έτσι; Ειλικρινά δεν ξέρω. Αυτοί που κατά καιρούς διαβάζω είτε με απογοητεύουν, είτε σπάνια φτάνουν σε αυτό που εγώ ονομάζω εξαιρετικό. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν, αλλά εγώ προσωπικά (σε αντίθεση με σένα Φώτιε) δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε το κουράγιο να τους ψάξω. Συνεπώς, όταν οι λίγοι, "καταξιωμένοι" στην αναγνωστική μου συνείδηση, Έλληνες συγγραφείς εξαντλούνται, στρέφομαι στους "καταξιωμένους" ξένους που είναι δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες.
Υ.Γ: Τα παραπάνω ισχύουν μόνο για την πεζογραφία. Στην ποίηση οι όροι αλλάζουν.
Φίλε Ναυτίλε,
συμφωνώ με όσα λες
[Το θετικό σε όλον αυτόν τον διάλογο είναι ότι βλέπω πως ακούστηκαν σοβαρά επιχειρήματα ακόμα κι από την πλευρά που δεν με βρίσκει σύμφωνο]
Ως αναγνώστες πρέπει να ψάξουμε τα καλά βιβλία, όπου κι αν τα βρούμε, είτε εδώ είτε απ' έξω, για να ρουφήξουμε τις εμπειρίες-τους.
Ως συγγραφείς, όμως, όλοι αυτοί οι νέοι που λες, οι οποίοι δεν μπορούν να γράψουν καλά, τόσο γλωσσικά όσο και θεματικά, αφηγηματικά κ.ο.κ., αποτυγχάνουν ακριβώς επειδή δεν έχουν εντρυφήσει στην ελληνική λογοτεχνία και προσπαθούν "απολίτιστα" (= χωρίς πολιτισμικά θεμέλια), ουδέτερα και διεθνιστικά, να γίνουν μεγάλοι χωρίς να δουλέψουν πάνω στην παράδοσή-τους. Ξαναγράφω να ισορροπήσουν σε δύο πόδια.
Στην ποίηση, και εγώ το σκέφτηκα, ο έλληνας ποιητής πρέπει -και το κάνει- να στηριχτεί στους προκατόχους, μάλλον επειδή εκεί η γλώσσα και το ύφος (γενικά το μικροκειμενικό σύστημα) παίζει καθοριστικό ρόλο. Γι' αυτό ίσως, όπως λένε, η ποίηση εξακολουθεί να είναι σε υψηλά επίπεδα σε αντίθεση με τη σύγχρονη πεζογραφία-μας που στηρίζεται σε σαθρά πόδια.
Καλημέρα
Πατριάρχης Φώτιος
(Αναγκαία, αν και κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι, παρένθεση: γνωρίζοντας την αναγνωστική μου ιστορία δυσκολεύομαι πολύ να δω τον εαυτό μου στο κείμενο του Μπασκόζου, γι’ αυτό βρίσκω άστοχη την παρέμβαση του Δημήτρη Αλεξίου σε ό,τι με αφορά.)
Στις πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του αρχικού κειμένου του Γ. Μπασκόζου θα ήθελα να προσθέσω δύο επισημάνσεις:
α) Αυτή είναι μια συζήτηση που δεν αφορά μόνο έλληνες αναγνώστες. Το «να διαβάζουμε τους κλασικούς» είναι κάτι που συζητιέται και έξω, και οφείλουμε να το έχουμε υπόψη μας αυτό. Υποψιάζομαι, δε, ότι ως συζήτηση προηγείται των μπλογκ – ότι και είκοσι, τριάντα χρόνια πριν δηλαδή, μην πω και περισσότερα, η ίδια επισήμανση γινόταν από τους παλιότερους προς τους νεότερους. Για μένα λοιπόν δεν πρόκειται για κουσούρι που μπορεί να το χρεωθεί μια γενιά κατ’ αποκλειστικότητα.
β) Η δική μου αίσθηση είναι πως, σε ό,τι αφορά την ελληνική λογοτεχνία και τους φανατικούς για γράμματα που περιγράφονται στο κείμενο, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στους κλασικούς· εντοπίζω μια άλλη τάση, κάπως διαφορετική και μάλλον εντονότερη: όχι τόσο το «δεν διαβάζω Σκαρίμπα» -τον Σκαρίμπα (ή τον όποιο άλλο αντίστοιχου βεληνεκούς) αν δεν τον έχουν ήδη διαβάσει, εύκολα θα τον διαβάσουν και θα τον εκτιμήσουν κιόλας- όσο την άρνηση της ελληνικής λογοτεχνίας όπως γράφεται τώρα, εξαιτίας των παθογενειών της, ή τέλος πάντων αυτών που εντοπίζουν ως παθογένειες – π.χ., αλλά όχι μόνον, τα περί εμφυλίου, μικρασίας και χαμένων πατρίδων που νομίζω αναφέρθηκαν και παραπάνω. (Προφανώς με αυτή τη στάση καίγονται και χλωρά κοντά στα ξερά, αλλά μεταξύ του «δεν διαβάζω παλιότερους έλληνες λογοτέχνες» και του «δεν διαβάζω τους έλληνες λογοτέχνες των τελευταίων είκοσι-τριάντα χρόνων» υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο Ναυτίλος, παρότι ανήκει, νομίζω, σε άλλη γενιά, το θέτει πολύ εύστοχα, και αντίστοιχη επιχειρηματολογία ακούω συχνότατα.)
Επιπλέον: η αναγνωστική ιστορία δεν είναι ευθύγραμμη. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί αναγνώστες που μπορούν να ισχυριστούν ότι ξεκίνησαν από τους κλασικούς (για να φτάσεις σε αυτούς θα πρέπει πρώτα να έχεις έναν μίνιμουμ αναγνωστικό κώδικα) ή ότι διάβασαν σύγχρονη λογοτεχνία μονάχα αφού «ξεσκόλισαν» τους κλασικούς. Μοιάζει περισσότερο με σπείρα – ο ένας σε οδηγεί στον άλλον, π.χ. ο Φόερ μπορεί να σε οδηγήσει στον Μπρούνο Σουλτζ, από τον οποίο θα επιστρέψεις στους σύγχρονους. Αντίστοιχα, δεν βλέπω να υπάρχει αλληλοαποκλεισμός μεταξύ ελλήνων και ξένων. Ο Σαραμάγκου μπορεί να βρεθεί να συνομιλεί με τον Φραγκιά, ο Ροθ με τον Βαλτινό – ή, για να πάμε σε πιο προφανή παραδείγματα, ο Τσίρκας με τον Ντάρελ, ο Κρητιώτης με τον Σιλντς. Να προσθέσω (νομίζω το έθεσε και η Pellegrina) ότι με την εξαίρεση των φοιτητών φιλολογίας, οι αναγνώστες δεν ξεκινούν με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα βιβλίων που πρέπει να καλύψουν: έχουν μπροστά τους πάρα πολλά βιβλία (και τα αξιολογότερα από αυτά είναι ήδη περισσότερα απ’ όσα θα προλάβουν να διαβάσουν σε μια ζωή) και την ελευθερία να χαράξουν τη διαδρομή που ταιριάζει στις προτιμήσεις τους, τις ανάγκες τους, τον καημό τους, τα ενδιαφέροντά τους, τα γούστα τους. Αν, δε, αυτοί οι αναγνώστες είναι και συγγραφείς (έστω: επίδοξοι συγγραφείς) στα προηγούμενα θα πρέπει να προστεθούν και οι συγγραφικές τους φιλοδοξίες, το συγγραφικό τους πρόγραμμα (ακόμα κι αν δεν είναι ρητό). Θα συμφωνήσουμε, ίσως, ότι δεν υπάρχει αναγνώστης ή συγγραφέας που μπορεί να διαβάσει όλους τους κλασικούς και όλους τους σύγχρονους που αξίζει να διαβαστούν (ειδικά σήμερα, που έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερη λογοτεχνία από ποτέ). Θα προσπαθήσει, όμως, εφόσον η σχέση του με τη λογοτεχνία είναι ουσιαστική, να διαβάσει όσο περισσότερους μπορεί απ’ αυτούς που αισθάνεται ότι του χρειάζονται, κι αυτό από περίοδο σε περίοδο της ζωής του μπορεί να αλλάζει. (Ουφ, μεγάλο βγαίνει το σχόλιο, πάω και σε δεύτερο.)
Κι ενώ συμφωνώ ότι πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ του ντόπιου και του ξένου –συμφωνώ με αυτό το «και το ένα, και το άλλο» στο οποίο καταλήγει ο Πατριάρχης, το οποίο μου φαίνεται αυτονόητο-, επιτρέψτε μου να μεταφέρω ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά σε τέτοιες συζητήσεις περί ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας: για ποιο ντόπιο ακριβώς μιλάμε σήμερα; Γιατί στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τον Σκαρίμπα ή ακόμα τον Καζαντζάκη η Ελλάδα και το πώς βλέπουμε τη σχέση μας με αυτήν και τη θέση μας στον κόσμο, τελικά, έχει αλλάξει, και ακόμα και σήμερα αλλάζει, και μάλιστα γρήγορα και βίαια – κι αυτή η αλλαγή, αυτή η ρευστότητα, ακόμα κι αν αυτό δεν γίνεται προγραμματικά ή ευθύγραμμα, δεν μπορεί να μην αποτυπώνεται στη λογοτεχνία, ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο με τα όπλα του Παπαδιαμάντη ή μόνο με τους όρους των προηγούμενων γενεών. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε κρίση, που δεν είναι μόνο οικονομική, ούτε είναι υπόθεση δύο ή τριών χρόνων (οι χώρες δεν καταρρέουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη). Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η γενιά μου, για παράδειγμα, τη σχέση της με την Ελλάδα και τον κόσμο δεν ξέρω πόσο όμοιος είναι με αυτόν της γενιάς του Πατριάρχη (νομίζω όχι πολύ), και θα έλεγα ότι είναι πρωτίστως αυτής της γενιάς (της νεότερης) η σχέση με την Ελλάδα και τον κόσμο που βρίσκεται υπό κρίση ή έστω διερεύνηση, κι αυτό είναι (πώς αλλιώς;) ένα από τα ζητήματα που εξερευνά διαβάζοντας και γράφοντας. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να ισχυριστεί ότι υπάρχει εδώ, σε κάποιους έστω (δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις) μια τάση αποστασιοποίησης από αυτό που έμαθαν πως συνιστά ελληνικότητα, μια απόπειρα διαφορετικής διερεύνησης της λογοτεχνίας, προς αναζήτηση μιας άλλης ταυτότητας, ή προς επαναδιαπραγμάτευση της παλιάς - εντέλει: προς επαναδιαπραγμάτευση της θέσης τους στον κόσμο. Όσο απολαυστικοί κι αν είναι ο Παπαδιαμάντης ή ο Ροΐδης, σε αυτήν την προσπάθεια μάλλον δεν αρκούν. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί όσο περισσότερη και καλύτερη λογοτεχνία αντέχει και προλαβαίνει και θέλει να διαβάσει κανείς - και αν η πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή στη χώρα μας κρίνεται ανεπαρκής, προφανώς η λογοτεχνία στην οποία θα στραφούν δεν θα είναι αυτή.
Είναι, επίσης, προφανές ότι υπό αυτή την οπτική, δεν είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να μιλάμε για απουσία του ελληνικού στοιχείου –πώς ακριβώς γίνεται να απουσιάζει, όταν μιλάμε για έλληνες, μεγαλωμένους στην Ελλάδα;- αλλά μάλλον για διαφορετική διαπραγμάτευσή του, σε ένα πλαίσιο που έχει αλλάξει και συνεχίζει να αλλάζει. Άρα δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι ισχύει αυτό το «στο ένα ποδάρι» που λέει ο Πατριάρχης. Ισχύει μάλλον το «δυο πόδια που προσπαθούν να σταθούν σε ένα έδαφος που σειέται».
(Και να με συμπαθάτε για τη φλυαρία)
Μαρία Ξυλούρη
Μαρία,
δεν σε συμπαθάμε καθόλου για τη φλυαρία ...γιατί τη θέλουμε.
Θέλω να ακούσω ό,τι με ξεβολεύει απο τις βεβαιότητές-μου, αν και καταρχήν συμφωνώ μ' αυτά που λες, με τις εξής παρατηρήσεις:
1. Δεν στέκομαι τόσο στο κλασικό, που χρειάζεται, αλλά στο ελληνικό ως κομμάτι μιας αναγκαίας (εφόσον γράφει κανείς ελληνικά) κουλτούρας.
2. Ακόμα περισσότερο, έχεις δίκιο που λες ότι σε ένα έδαφος που σείεται θα αναζητήσει κανείς ξένα πρότυπα που θα βοηθήσουν τη συγγραφική αναζήτηση. Το έχω επισημάνει κι εγώ.
3. Εγώ περισσότερο αναφέρομαι σε ένα πόδι, για όποιους στα 100 βιβλία που διαβάζουν τα 90 είναι ξένα και από τα 10 ελληνικά τα 8 είναι σύγχρονων, φίλων, ομόοικων κλπ. (τα νούμερα είναι φυσικά ενδεικτικά). Έτσι, δεν χτίζεις βάσεις.
4. ΤΟ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΟ: στηρίζομαι στα δύο-μου πόδια δεν σημαίνει ότι αποδέχομαι ισότιμα τα ελληνικά και τα ξένα. Σημαίνει ότι ξέρω τι λέει η "ελληνική διανόηση", αυτή των καταξιωμένων (για μένα ή για τους άλλους) πεννών για την κρίση, για το άτομο, για τις σχέσεις, για την ιστορία, για..., για... και με τα εφόδια που απέκτησα από τους ξένους τα ΑΝΑΤΡΕΠΩ ή τα επαναδιαπραγματεύομαι, όπως ωραία γράφεις. Ξέρω και αρνούμαι, ξέρω και τσιμπολογώ, ξέρω και (ανα)βαπτίζομαι γλωσσικά. Γιατί αλλιώς, κι εδώ έχει δίκιο ο Μπασκόζος, θα φέρω στα καθ' ημάς αυτό που ήδη έχουν φέρει άλλοι -κι αυτοί με διεθνιστικούς ορίζοντες- πριν από 30 χρόνια.
Η Ελλάδα πάντα αφομοιώνει ξενικά στοιχεία και καλά κάνει. Όσο υπάρχει μια ισχυρή παράδοση (από πολλά ανίσχυρα έργα κι από λίγα ισχυρά) όλα τα ξενόφερτα θα γίνονται ανανεωτικοί παράγοντες που τους χρειαζόμαστε.
Γι' αυτό, Μαρία, συμφωνούμε όσο μιλάμε για ώσμωση, αλλά η όλη συζήτηση ξεκινά από αυτούς που γέρνουν μονόπαντα και νομίζουν ότι καινοτομούν μιμούμενοι.
Πατριάρχης Φώτιος
Ητελευταια παραγραφος της Μ.Ξ.ειναι ηουσια: καθεναςγραφει αυτο που ειναι. Αν οι νεοι ελληνες γραφουν "μιμουμενοι"-κατα την αποψη κάποιων-τους "ξενους",αυτο σημαινει πως αυτο που κανουν ειναι ελληνικο-ότατο,αου οι ιδιοι ειναι ελληνες κι αυτα ειναι ταβιώματάτους. Προσωπικα μεγάλωσα μονο με δυτικα,ευρωπαικα ακουσματα-διαβασματα,δεν ειχα καμια επαφη με τα παραδοσικα ηθη ουτε ελληνικες ταινιες δεν εβλεπα,κι ομως μεγάλωσα στην Ελλαδα,δεν εχω ζησει "εξω'Στη μεταπολιτευση,με την επικρατηση μιας ταξης που τη λεμε "αριστερα",αλλα που ηταν κυριως οι αγροτικης καταγωγης και προαστικης νοοτροπίας πληθυσμοί που ορμησαν στην πόλη,οπισθοχώρησε καθε αστική κουλτούρα καιαναπτυξη καιη Ελλαδα ξαναεγινε αρχαικη επαρχια,ενδεδυμενη προιόντα και με τεραστιο τσαμπουκαλίδικο θρασος μπροστά σε οσους τολμούσαν να μιλησουν για α ξ ι ε ς,αλλα μεσυγχρονο τροπο. (Το να εχεις τις παλιες αξιες,ειναιενας τροπος για να μην εχεις συγχρονες. Τα μουσεια ειναι βολικα. Αυτο ισχυσε και στη ζωή και στη λογοτεχνία. Ετσι κολλησαμε,και κανουμε μια συζητηση χωρις νοημα.
Και πού ξέρεις σε ποια γενιά ανήκω;
Εγώ είμαι 27, ξεκίνησα τα μπλογκ στα 21 και τώρα συνεχίζω να καταβροχθίζω ό,τι βιβλίο πέσει στα χέρια-μου.
Άρα είμαι μικρότερός-σου!!!
Άκουσ' εκεί να με πεις 'παππού'!!!
Πατριάρχης Φώτιος
Θα συμφωνήσω, αλλά με μια επισήμανση που μου φαίνεται απαραίτητη (και στην οποία δεν νομίζω ότι θα διαφωνήσετε): ότι η ανακάλυψη της Αμερικής στην οποία ορθά αναφέρεται ο Μπασκόζος ισχύει κι από την ανάποδη. Χωρίς αίσθηση της λογοτεχνίας γενικώς κινδυνεύουμε να δούμε την πρωτοπορία σε έναν έλληνα που καθόλου δεν πρωτοπορεί, ή -κι αυτό μου φαίνεται χειρότερο- να τον διαβάσουμε εκτός του πλαισίου στο οποίο τοποθετείται το έργο του.
Γι' αυτό λέω το αυτονόητο, που δεν είναι για πολλούς αυταπόδεικτο:
ι σ ο ρ ρ ο π ί α.
Αναγνωρίζω τους μεγάλους ξένους και τους βάζω κριτήριο, αλλά ξέρω και τους "μεγάλους" πρόσφατους Έλληνες και τους θέτω ως πήχυ για να τους ξεπεράσω και κυρίως να αναμετρηθώ με τις απαντήσεις που έδωσαν στα δικά-μας προβλήματα.
Πατριάρχης Φώτιος
Ποιο ειναι λοιπόν το πλαισιο μεσα στο οποίο γραφουμε; το λογοτεχνικο και το αναγνωστικό; ειναι το ελληνικό,το ευρωπαϊκό,το παγκόσμιο;ποσο εξαρτάται αυτο από μας;(τους γραφοντες);
Γράφετε ελληνικά σε ένα διεθνές περιβάλλον, γράφετε ως κομμάτι μιας παράδοσης, μικρής ή μεγάλης, που θέλει να φτάσει το επίπεδο των άλλων λογοτεχνιών, γράφετε με ελληνικό φόντο ιστορίες που έχουν δανειστεί πολλά από τις εμπειρίες του καθενός στο παγκόσμιο σκηνικό, όπου όλοι, συγγραφείς και αναγνώστες, χορεύουμε.
Δεν μπορούμε να κλειστούμε στο ελλαδικό στενό περιβάλλον και γι' αυτό είναι λάθος για κάποιον να διαβάζει μόνο Έλληνες. Δεν μπορουμε από την άλλη να ξεφύγουμε από τη γλώσσα και τον πολιτισμό (δεν γράφετε εσπεράντο) και γι' αυτό είναι εξίοσυ μονομερές να αγνοεί κανείς το εγχώριο, έστω και για να το ανατρέψει.
Πατριάρχης Φώτιος
Προσωπικά παντως λυπάμαι που δεν μπορω να γραψω αγγλικά
Μαρία την ανάρτηση αυτή του Πατριάρχη την είδα σαν συνέχεια των αναρτήσεων για το βιβλίο σου , όπου μιλάει για τις επιρροές σου από την ξένη λογοτεχνία και για την εκπομπή του Librofilo όπου πάλι αναφέρθηκες ως καλεσμένη και η οποία τελειώνει έτσι: (Μια παρένθεση: αυτοί οι νέοι συγγραφείς είναι τόσο μονόπλευρα προσκολλημένοι στις ξένες-τους επιρροές που αγνοούν την ελληνική παράδοση, σε αξιακό και γλωσσικό επίπεδο; Η γραφή-τους θέλοντας και μη δεν μπορεί να είναι μονόπαντα διεθνιστική, αφού η γλώσσα τους εντάσσει σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν που καθορίζεται από τα όποια μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής. Αν το αγνοούν, πολύ φοβάμαι ότι ακριβώς γι’ αυτό θα τους απαξιώσει και η γραφή, όπως και οι επόμενες γενιές αναγνωστών και συγγραφέων. Αν δεν διαβάζουν τους παλαιότερους, πώς ελπίζουν ότι θα διαβαστούν οι ίδιοι στο μέλλον; Εκτός κι αν δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον, αλλά μόνο το παρόν!).
Δεν είδα εσένα στο κείμενο του Μπασκόζου, σε είδα στο κείμενο του Πατριάρχη και σ' αυτόν απάντησα. Ελπίζω να μην παρεξήγησες τις προθέσεις αλλά χαίρομαι που σε έβαλα στη συζήτηση. Εδώ θα ήθελα να κάνω μία παρατήρηση που δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής. Σε όλες τις χώρες του κόσμου το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής δεν είναι αυτό που μαθαίνουμε εμείς. Υπάρχει και εκεί ανούσιο βιβλίο, υπάρχει και αδιάφορο, υπάρχει και εξαιρετικό. Για να φθάσει ο κάθε ξένος μεγάλος σύγχρονος συγγραφέας να γίνει μεγάλος, πέρασε από μία διαδικασία αξιολόγησης και αναγνωστικής κρίσης στο δικό του "εθνικό" περιβάλλον, δεν έγινε παγκόσμιο όνομα από τη μία στιγμή στην άλλη. Όπως επίσης δεν αποτελούν υψηλή λογοτεχνία το σύνολο των ομοεθνών του συγγραφέων. Και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι το έργο του για να φθάσει να αναγνωριστεί πρωτίστως στη χώρα του είχε εθνικό στοιχείο, πατούσε πάνω σε ιδιοσυγκρασίες, χωνεμένη κουλτούρα του όποιου είδους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η λογοτεχνική αξία δεν παραγνωρίζεται αλλά δεν αποκαλύπτεται και αυτόματα στα μάτια των απανταχού βιβλιόφιλων. Και οι μεγάλες σχολές λογοτεχνίας του εξωτερικού που δημιουργήθηκαν υπήρξαν αποτέλεσμα και "εθνικών χαρακτηριστικών ή χαρακτηριστικών καταγωγής και κουλτούρας" των συγγραφέων που τις ανέδειξαν.
Το ερώτημα λοιπόν που μου έρχεται είναι εάν ο έλληνας συγγραφέας αισθάνεται τον εαυτό του μέρος μίας υπό διαμόρφωση "ελληνικής" λογοτεχνίας που θα μπορεί να αναδείξει σημαντικά έργα, ή εάν γρέφει με βάση αυτό που - άλλοι πριν από αυτόν - αποφάσισαν ότι αποτελεί σημαντική λογοτεχνία. Και εν τέλει εάν απαξιώνουμε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πως περιμένουμε κάποια στιγμή να δημιουργήσουμε μία σύγχρονη , με δικό της στίγμα και δύναμη, αξιόλογη λογοτεχνία που μπορεί να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στις ξένες. Ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας που ίσως αναδειχθεί στο μέλλον πρέπει να είναι αυτός που όταν τον διαβάζεις δε θα καταλαβαίνεις ότι είναι Έλληνας;
Ο Γιάννης Πλιώτας στο συνέδριο της Λιβαδειάς είπε ότι οι Έλληνες συγγραφείς Fantasy σκέφτηκαν κάποια στιγμή την πιθανότητα να φύγουν από την κέλτικης καταγωγής βάσης και κουλτούρας γραφή έργων fantasy. Να δημιουργήσουν ένα νέο είδος μυθιστορήματος φαντασίας βασισμένο στον ελληνικό μεσαίωνα, το Βυζάντιο ή τις λαϊκές παραδόσεις. Οι Σκανδιναβοί έφτιαξαν μέσα σε λίγα χρόνια τη νέα μεγάλη σχολή του αστυνομικού μυθιστορήματος με σαφέστατα εθνικά χαρακτηριστικά. Ίσως θα μου πεις ότι όλα αυτά δεν αποτελούν "σοβαρή" λογοτεχνία. Πάντως έχουν καταγραφεί στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα ως συγκεκριμένες σχολές και προτάσεις. Δε θα γινόταν μάλλον αν πίστευαν ότι έπρεπε να ακολουθήσουν πρότυπα άλλα, έξω από αυτά που κουβαλούσαν στο dna τους.
Χαιρετώ
(ΥΓ Μαρία σου κόρναρα προχθές στην Πατησίων που στεκόσουν στο διάζωμα, δε με είδες. Φυσικά κρατούσες βιβλίο στο χέρι. Ποιό ήταν;)
>Και εν τέλει εάν απαξιώνουμε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πως περιμένουμε κάποια στιγμή να δημιουργήσουμε μία σύγχρονη , με δικό της στίγμα και δύναμη, αξιόλογη λογοτεχνία που μπορεί να σταθεί με αξιώσεις δίπλα στις ξένες
Μα αυτός που απαξιώνει συνειδητά -είτε έχει δίκιο, είτε έχει άδικο σε αυτό- την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (ή αντίστοιχα την ιαπωνική, την ιταλική, την όποια) είναι, νομίζω, προφανές ότι δεν θέλει, στο γράψιμό του, να έχει σχέση με αυτήν πέρα από μια σχέση εναντίωσης και απόρριψης. Δεν τον ενδιαφέρει τα γραπτά του να γίνουν κομμάτι της: τον ενδιαφέρει να γίνουν αυτά που θα της εναντιωθούν ή θα την αντικαταστήσουν. Με άλλη διατύπωση: κάποιος που θεωρεί ότι η ελληνική λογοτεχνία όπως γράφεται σήμερα δεν αξίζει, θα προσπαθήσει να γράψει ελληνική λογοτεχνία με τον τρόπο που αυτός πιστεύει ότι πρέπει να γράφεται, ακριβώς για να δημιουργήσει αυτό που εκείνος πιστεύει ότι θα είναι μια σύγχρονη, με δικό της στίγμα και δύναμη κ.λπ. λογοτεχνία. Οι διαφορετικοί ορισμοί για αυτό το τελευταίο οδηγούν σε διαφορετική γραφή.
Κι άλλη μια σημείωση: οι ουσιαστικοί και νοήμονες αναγνώστες δεν στέκονται στον αφρό μονάχα της λογοτεχνίας όπως μας μεταφέρεται εδώ από κριτικές και μεταφράσεις, και προφανώς από ένα σημείο και πέρα για το σημαντικό αποφασίζουν και ψάχνουν και μόνοι τους, με βάση το κριτήριο που αποκτούν και ακονίζουν διαβάζοντας. Δεν στέκονται μονάχα στις υποδείξεις.
Στο φανάρι δεν σε είδα, μάλλον το Κιντλ είχα στο χέρι, διάβαζα νευρολογικά. :-)
(Περί του άλλου θέματος, του προσωπικού, δεν μπορώ να απαντήσω για τις προθέσεις του Πατριάρχη Φώτιου στο γιατί γράφει αυτό το σχόλιο εκεί ή εδώ. Μόνος αρμόδιος να απαντήσει σε αυτό είναι ο ίδιος. Θα μου επιτρέψεις, όμως, Δημήτρη, να ξέρω καλύτερα από τον όποιο έξωθεν παρατηρητή, που μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει, άλλοτε σωστές και άλλοτε όχι, τη σχέση μου με την λογοτεχνία, και να αρνούμαι να απολογηθώ για αυτήν, ή να πρέπει και να τη συλλαβίζω για να γίνομαι κατανοητή.)
"Για να φθάσει ο κάθε ξένος μεγάλος σύγχρονος συγγραφέας να γίνει μεγάλος, πέρασε από μία διαδικασία αξιολόγησης και αναγνωστικής κρίσης στο δικό του "εθνικό" περιβάλλον"
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αξιολόγηση και εθνικη κριση. Ουτε στη λογοτεχνία ουτε σε κανένα τομέα.Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν εθνικη συνειδηση. (Γι αυτο αυτη που ζπως υπαρχει ειναι στηριγμένη σε αφηρημένα "ιερά" συμβολα) Εθνικη συνειδηση συγχρονη σημαινει συνειδηση πως η επιτυχία ενος ελληνα κανει καλό σε ολους τους ε΄λληνες. Στην κοινωνια μας ισχυει η αντιστροφη εκτιμηση:πως η επιτυχία ενος ελληνα,ασχετα με αξια ή τομεα,μας κανει κακο αν αυτος δεν ανηκει στη φατρια μας. Αυτο εχει αποδειχτει και επιστημονικά,δειτε μελετη της κ. Χαρης Κατάκη,υπάρχει στο διαδικτυο.
Προσωπικα δεν ελπίζω σε προοδο της ελληνικης λογοτεχνιας,οσο δεν υπαρχει προοδος στον παραπάνω τομεα,
υγ:αν μου επιτρεπετε μια γμωμη,ειναι πολυ αγενες να κορνάρεις με το αυτοκίνητο. Ακομα πιο αγενες,να λες δημόσια"σε ειδα κάπου"'Ευρωπαιος"ειναι τελικά μια σειρα απο πραγματα..
Αν και έχω πρόσφατα εκφραστεί για το πόσο λίγο ενδιαφέρουσα βρίσκω την τρέχουσα ελληνική παραγωγή θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω με το πνεύμα της ανάρτησης. Αν κάτι λείπει από τους σύγχρονους έλληνες λογοτέχνες δεν είναι το να διαβάζουν ο ένας τον άλλο ή να έρθουν σε επαφή με τον Παπαδιαμάντη, αυτό το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Εγώ αντιθέτως θεωρώ πως αυτό το σκέλος το έχουν καλά καλυμμένο. Εκείνο που λείπει είναι μια πιο ευρεία θεώρηση της λογοτεχνίας, το ότι μένουν σε δέκα τετριμμένα θέματα που πουλάνε στην ελληνική αγορά, δεν τολμούν το άνοιγμα πέρα από τα πλαίσια της ελληνικότητας.
Ως... επίδοξη συγγραφέας, αλλά και αναγνώστρια παρατηρώ πως ο μέσος έλληνας αναγνώστης διαβάζει έλληνες, αλλά σπανίως ξένους κλασικούς. Στο κάτω κάτω, όπως είπε η Βιβή, μια κάποια ιδέα θα πήρε και από το σχολείο. Εμένα με φοβίζει το κλείσιμο στα στενά εθνικά καλούπια, η ανακύκλωση των "ιστορικών" μοτίβων (Σμύρνη, εμφύλιος, κατοχή και άλλα συναφή), μου μυρίζει κλεισούρα και ναφθαλίνη.
Επίσης από προσωπική πείρα (αν και στην παρούσα φάση διαβάζω ξένη λογοτεχνία περίπου σε ποσοστό 80-20 σε σχέση με την ελληνική, έχω υπάρξει φανατική αναγνώστρια της ελληνικής παραγωγής, των κλασικών, των πιο παλιών, των πιο καινούργιων) δεν πιστεύω πως κατ' ανάγκη τα διαβάσματα διαμορφώνουν το λογοτεχνικό στυλ του καθενός, αυτό θα ήταν πιθήκισμα. Πέρα από τα αναγνώσματα, αυτό που έχει σημασία είναι η τριβή με το γράψιμο -που πιστεύω πως λείπει από πολλούς- και η διαμόρφωση συγκεκριμένης άποψης για το τί θέλεις να πεις και πως. Τα βιβλία των άλλων συμβάλλουν στην αγάπη για τη λογοτεχνία, βάζουν το σπόρο, μα το τί θα γράψει ο καθένας έχει να κάνει με το ποιός είναι, το πρωτογενές του ταλέντο και τελικά πόσο πολύ τον αφορά να χύσει ιδρώτα για τις λέξεις του.
Υ.Γ. Θα έγραφα κι εγώ αυτό το "συμπαθάτε με για το σεντόνι", αλλά με πρόλαβε η Μαρία Ξυλούρη.
Θα ήθελα να διατυπώσω δύο τρία ερωτήματα σχετικά με το άρθρο του Μπασκόζου αλλά και την άποψη των περισσοτέρων περί "ισορροπίας στα δύο πόδια κλπ".
Γιατί είναι άραγε απαραίτητο να έχει διαζάσει ένας Έλληνας Παπαδιαμάντη (εννοείται πως επίτηδες παίρνω για παράδειγμα το πιο χτυπητό "όνομα") και όχι Κάφκα;
Ίσως μου απαντήσει κάποιος πως κανονικά θα πρέπει να έχουμε διαβάσει και τους δύο, ναι συμφωνώ, αλλά έτσι θα αρχίσουμε (αν δεν αρχίσαμε ήδη...) να φτιάχνουμε "λίστες" με τα απαραίτητα πολεμοφόδια και συγνώμη τώρα, μα αυτό είναι αφόρητα βαρετό και εξόχως ψυχαναγκαστικό.
Μα τι είδους "κανόνες" είναι αυτοί που θέτουν κανόνες στην λογοτεχνία;
Δεν είναι πιο (απείρως πιο) σημαντικό να κινείται κάποιος ακούγοντας την εσωτερική του φωνή αλλά και τσιμπημένος από τα ερεθίσματα των ημερών (και των νυχτών, βεβαίως) και όχι υπηρετώντας μια κάποια λίστα, της οποίας τα βιβλία αν δεν έχει διαβάσει θεωρείται "αδιάβαστος".
Γιατί να μετατρέψουμε την λογοτεχνία (αλλά και την τέχνη γενικότερα) σε κάτι τόσο σχολικό, αεροσταγές, εθνικό, λογικό, "κανονικό" εντέλει;
Παρασκευάς
Υ.Γ. Εγώ δεν θα έγραφα αυτό το "συμπαθάτε με για το σεντόνι" γιατί δεν το έγραψε ούτε η Κατερίνα.
Όλη αυτή η συζήτηση, παρά τις διαφωνίες και συμφωνίες, είχε –αν τη διαβάζω σωστά- έναν κοινό παρονομαστή: ο συγγραφέας διαμορφώνεται ανάλογα με το τι διαβάζει, τι ενσωματώνει και από πού επηρεάζεται. Πρόκειται για μια βαθύτερη αίσθηση της διακειμενικότητας, ή, όπως το έλεγαν παλιότερα, των επιδράσεων που δεν μένουν στο θέμα αλλά περνάνε και στο ρήμα, δεν μένουν μόνο στο περιεχόμενο αλλά αφορούν και στη μορφή.
Η Κατερίνα όμως έρχεται να διαφωνήσει με μένα (και νομίζω με όλους) λέγοντας πράγματα που έχουν ξεπεραστεί από τη θεωρία της λογοτεχνίας και από την ιστορία της γραφής. Ας δούμε μερικά σημεία:
1. «δεν πιστεύω πως κατ' ανάγκη τα διαβάσματα διαμορφώνουν το λογοτεχνικό στυλ του καθενός, αυτό θα ήταν πιθήκισμα.»: δηλαδή η γραφή είναι ένα εγγενές προσόν που θα βγει μόνο του αν κανείς εξασκηθεί; Και δεν παίζει ρόλο το επίπεδο των αναγνωσμάτων στη διαμόρφωση κριτηρίων; Ή δεν παίζει ρόλο η εποχή και η τεχνοτροπία που επικρατεί ώστε πάνω εκεί να πατήσει κανείς για να συμμορφωθεί ή να καινοτομήσει; Δηλαδή το ίδιο θα έγραφε ένας συγγραφέας του μεσοπολέμου και το ίδιο ένας σημερινός; Η αφομοίωση των τάσεων της εποχής είναι «πιθήκισμα». Ολόκληρο βιβλίο του Auerbach με τίτλο “Μίμησις” (δημιουργική βεβαίως) ή η θεωρία των επιδράσεων και το άγχος του ξεπεράσματος των προγόνων (Bloom) ή οι απόψεις που εντάσσουν κάθε συγγραφέα σε μια σχολή, είναι τυχαία;
2. «Πέρα από τα αναγνώσματα, αυτό που έχει σημασία είναι η τριβή με το γράψιμο -που πιστεύω πως λείπει από πολλούς- και η διαμόρφωση συγκεκριμένης άποψης για το τί θέλεις να πεις και πως.»: φυσικά η εξάσκηση βελτιώνει. Αλλά προς τα πού θα κατευθυνθεί η γραφή; Υπάρχει μια έμφυτη –γονιδιακή- συγγραφική ικανότητα; Μήπως αυτό που λέμε «γραφή» είναι αποτέλεσμα της επεξεργασίας εξωτερικών ερεθισμάτων, της αφομοίωσης διαβασμάτων, της σύγκρισης συγγραφέων, υφών και αφηγήσεων; Αυτό το «ταλέντο» είναι μια δύναμη που ξυπνάει μόνη-της ή συγκαθορίζεται από το τι διαβάζει κανείς; Αν διαβάζει άρλεκιν και λαϊκά αναγνώσματα, θα γράψει ποιοτικά αν στρωθεί και δουλέψει τον λόγο-του; Αν ένας κινηματογραφιστής βλέπει B-movies θα γυρίσει ταινίες αλά Αγγελόπουλος; Και με τι κριτήρια θα αξιολογήσει ο συγγραφέας τον λόγο-του; Το «ποιος είναι» συγγραφικά προκύπτει από το εγγενές εγώ-του και δεν εξαρτάται κοινωνικά ή ψυχολογικά από το αναγνωστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε; Κι όταν λέμε ότι δεν έχουμε παράδοση στο μυθιστόρημα αλλά έχουμε στην ποίηση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε σημαντικούς προγόνους που θα καθοδηγήσουν τη λογοτεχνική-μας συνείδηση στο ένα είδος, ενώ στο άλλο ότι έχουμε μια βάση επεξεργασίας του λόγου για να στηριχτούμε;
(Συνεχίζεται)
Πατριάρχης Φώτιος
3. « Αν κάτι λείπει από τους σύγχρονους έλληνες λογοτέχνες δεν είναι το να διαβάζουν ο ένας τον άλλο ή να έρθουν σε επαφή με τον Παπαδιαμάντη, αυτό το κάνουν έτσι κι αλλιώς. Εγώ αντιθέτως θεωρώ πως αυτό το σκέλος το έχουν καλά καλυμμένο.»: σ’ αυτό το σημείο θα καταθέσω την προσωπική-μου άποψη. Οι σύγχρονοι συγγραφείς δεν έχουν τόση λογοτεχνική παιδεία όση νομίζει η Κατερίνα. Ο Παπαδιαμάντης θεωρείται παλιομοδίτικος και είναι ζήτημα αν ξέρουν τον Φραγκιά (η Ξυλούρη είναι από τις πολύ διαβασμένες και δεν τη βάζω στην ίδια μοίρα), τον Πικρό, τον Κοτζιά, την Αξιώτη, τον …, τον… , ώστε να μπορούν να πουν «έχω διαβάσει τους μεγάλους Έλληνες». Η στροφή προς τους ξένους τους κάνει να νιώθουν αυτάρκεις και προοδευτικοί [δεν μιλάω γενικευτικά αλλά για μια κατηγορία, που δεν είναι αμελητέα, όπως αυτή που περιγράφει ο Μπασκόζος]. Το σχολείο αντί να ωθήσει προς ουσιαστικά διαβάσματα, απωθεί.
4. Άποψη Παρασκευά: ο συγγραφέας δεν έχει πρέπει. Γεννιέται ως αυτοφυής οντότητα, κάνει ό,τι θέλει και με το ό,τι θέλει θα γίνει μεγάλος. Προφανώς δεν διάβασε όλη τη συζήτηση και έμεινε στα «πρέπει», λες και δεν υπάρχουν άγραφες τάσεις που κατευθύνουν τα κριτήριά-μας.
Ξέσπασα γιατί πολλοί συγγραφείς νομίζουν ότι το γράψιμο είναι να βγάλουν προς τα έξω ό,τι κρύβουν μέσα-τους, χωρίς γλωσσικά ερείσματα, χωρίς αφηγηματικές ικανότητες, χωρίς ελιγμούς και ψυχολογικές καταβυθίσεις, χωρίς…, στοιχεία που θα τα δουλέψουν αν θητεύσουν σε άλλους, Έλληνες ή ξένους, και μάθουν να αξιολογούν κι όχι απλώς να βλέπουν υποθέσεις ή θέματα, αλλά προπαντός τρόπους γραφής.
Πατριάρχης Φώτιος
Συμφωνώ απόλυτα με όσα ενδιαφέροντα γράφουν οι Μαρία Ξυλούρη και η Πελεγρίνα.
Επιπλέον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει νομίζω το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι χώρα ασήμαντη και περιθωριακή, σε ό,τι αφορά τη διεθνή καλλιτεχνική παραγωγή. Επομένως, το να είναι στραμμένος ένας έλληνας νέος με ανοιχτούς ορίζοντες και γλωσομάθεια περισσότερο -ή κυρίως- προς τη διεθνή λογοτεχνία αποτελεί πολύ θετικό δείγμα, κατά την άποψή μου.
Πάντως, δεν συμφωνώ και πολύ με την ageist (με κριτήριο την ηλικία ή τη γενιά) κατάταξη των λογοτεχνικών προτιμήσεων συγγραφέων και αναγνωστών. Η εμβέλεια ενός λογοτεχνικού έργου -ελληνικού ή μη- εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και ποικίλλει σε ό,τι αφορά το είδος του κοινού που καταλήγει να βρει απήχηση -τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι μόνον ηλικιακά.
Ως προς την ελληνικότητα, για την οποία γίνεται λόγος, πιστεύω ότι η υγιέστερη και πιο πλούσια έκφρασή της θα ήταν το να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας κοσμοπολιτικής αντίληψης.
Για τη γλώσσα: Η γλωσσική ιδιορρυθμία σημαντικών συγγραφέων του παρελθόντος (Παπαδιαμάντης, Βιζηυνός, Ροϊδης) όχι μόνον δεν απωθεί και δεν θεωρείται ξεπερασμένη -νομίζω-, αλλά αντίθετα γοητεύει. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι καλλιτεχνικά αυθεντική. Δημιουργεί συγγραφικό στυλ και ιδιοτυπία που προσθέτουν στην αξία του έργου -αν δε την καθορίζουν κιόλας.
Η γλώσσα που απωθεί κάπως σήμερα είναι,κατά τη γνώμη μου, εκείνη μιας γενιάς ελλήνων συγγραφέων που ταύτισε την "προοδευτικότητα" με την αγροτοποιμενική διάλεκτο ή με μια φτιαχτή εκδοχή της δημοτικής που δεν μιλήθηκε ποτέ. Είναι γλώσσα "φορετή", γιαυτό σήμερα ανυπόφορη.
Έχουν πέσει σ' αυτήν την παγίδα και αξιόλογοι πεζογράφοι. Ξαναδιάβασα πρόσφατα την "Αρχαία Σκουριά" της Μάρως Δούκα και με ξένισε (και πάλι) το χάσμα μορφής και περιεχομένου. Η ηρωίδα είναι γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας και ζει στο Κολωνάκι. Κι όμως η συγγραφέας την βάζει να μονολογεί εσωτερικά με γλωσσικούς τύπους όπως: "βγάνω", "βάνω", "γονιοί",
"έφτιαζα", "το φορτώθηκα ζαλίκι" κλπ. Δηλαδή, επειδή είναι πολιτικοποιημένη υποτίθεται ότι μιλάει τέτοια ελληνικά.
Στον τομέα αυτόν νομίζω ότι υπερτερούν οι σύγχρονοι νέοι συγγραφείς. Η γλώσσα τους είναι ζωντανή αυθεντική και δεν διέπεται από ιδεολογικές εμμονές.
Πατριάρχα, αυτό ακριβώς εννοούσα και με το σχόλιό σου μου το επιβεβαίωσες! Με συνοπτικές διαδικασίες (και κωμικοτραγικές απλουστεύσεις) με έβγαλες "αδιάβαστο".... Θα μείνω μετεξεταστέος τελικά;
NYT, έχεις δίκιο για την πρόοδο στην γλώσσα των νέων συγγραφέων. Αυτοί που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με διάφορες γλωσσικές κατασκευές, μάλλον αρχίζουν να σπανίζουν.
Παρασκευάς
Φοβερό το θέμα και η ανταλλαγή απόψεων πολύ ενδιαφέρουσα. Αν μου επιτρέπεται να εκφράσω κι εγώ μια άποψη, θα έλεγα ότι το ζουμί κρύβεται στο ίδιο το άρθρο του Μπασκόζου. Όσο καλή -και εξόχως εθνοκεντρική- διάθεση και να έχεις, ούτε ο Πεντζίκης και η Αξιώτη μπορούν να τα βάλουν με τα τέρατα του διεθνούς λογοτεχνικού μοντερνισμού, ούτε φυσικά ο Σκαρίμπας και ο -υπέροχος κατά τα άλλα- Χάκκας. Όποιος θέλει να μάθει (αν και στο βαθμό που γίνεται αυτό) να γράφει μυθιστόρημα ή πεζό εν γένει πρέπει να απευθυνθεί στους επινοητές και εν συνεχεία ανανεωτές αυτών. Συγγραφέας -ιάπωνας, νιγηριανός, ή χιλιανός- που να μην ξέρει τον Καζαντζάκη ή τον Πεντζίκη γίνεται να υπάρξει, όχι όμως αν αγνοεί τον Τολστόι, τον Κάφκα ή τον Προυστ. Μην τρελαθούμε.
Τα υπόλοιπα είναι θέμα ταλέντου και ικανότητας να αφουγκράζεσαι τον τόπο και την κοινωνία σου. Έτσι δημιουργήθηκαν άλλωστε και εθνικές λογοτεχνίες εκ του μηδενός σχεδόν, π.χ. στη λατινική αμερική, στην αφρική και αλλού.
Post a Comment