Πολλές φορές χαζεύω τους ανθρώπους στο πλοίο ή ακόμα περισσότερο στα αεροδρόμια και φαντάζομαι ιστορίες, που, αν ήμουν συγγραφέας, θα τις επανέθετα στο χαρτί. Ειδικά στον κοσμοπολιτισμό των αεροδρομίων όπου περνούν πλείστοι όσοι Έλληνες και ξένοι, με τα μπαγκάζια-τους και τους συνοδούς-τους, η φαντασία οργιάζει για τον σκοπό του ταξιδιού-τους, τις μεταξύ-τους σχέσεις, τις πίκρες που κουβαλάνε μαζί-τους…
Εσπρεσσάκι:
Δώρα Κασκάλη
“Στο τρένο”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2010
Η νεαρή συγγραφέας συστήνει μια οκτάδα διηγημάτων, που θα τα χαρακτηρίζαμε ομόθεμα, αφού όλα εκτυλίσσονται στο τρένο, και έτσι η συλλογή αποκτά έναν κεντρικό άξονα που συνέχει τις επιμέρους ιστορίες. Οι αφηγήσεις αφορούν σε ανθρώπους που ταξιδεύουν στο βαγόνι του συρμού-τους και κάθε ταξίδι συνδέεται με μια ζωή την οποία κρύβει πίσω-του. Καταγράφω εν συντομία το περίγραμμα των υποθέσεων:
1) Ένας παντρεμένος μπλεγμένος σε περίπτωση απιστίας, 2) μια trophy γκόμενα φλερτάρεται από έναν άγνωστο, αλλά μέχρι εκεί…, 3) ένας ηλικιωμένος σκέφτεται τα ενήλικα παιδιά-του, 4) πρώην πόρνη, που πλέον έχει παντρευτεί στο χωριό, θυμάται τις «δουλειές» που έκανε στο τρένο, 5) ένας metrosexual διανοούμενος που φαίνεται στους συστρατιώτες-του ομοφυλόφιλος προσπαθεί να αποτινάξει την κατηγορία, 6) πολυεστιακή αφήγηση από τα μέλη μιας οικογένειας που ταξιδεύουν μαζί αλλά ουσιαστικά ζουν πολυφωνικά την ατομικότητά-τους, 7) ένας ηλικιωμένος χωρικός ξαναβλέπει τη ζωή-του και 8) απολογισμός.
Τι συγκρατεί κανείς από αυτά τα δειλά, θα έλεγα, διηγήματα; Αφενός γλώσσα και σκηνοθεσία, χωρίς να είναι έντονες και αιχμηρές, στήνουν την ατμόσφαιρα με ήπιους αλλά συνάμα και γλαφυρούς τόνους. Είμαστε κι εμείς στο τρένο και παρακολουθούμε από μια άκρη τον πρωταγωνιστή, ενώ πολλές φορές βρισκόμαστε ταυτόχρονα και μέσα στην ψυχή-του παρακολουθώντας τον εσωτερικό-του μονόλογο.
Μια έντονη εντύπωση τότε διαπερνά τον αναγνώστη (κι αυτό είναι το δεύτερο που κρατά κανείς), μια εντύπωση ότι οι επιβάτες ταξιδεύουν μόνοι, ακόμα κι αν συνοδεύονται, αφού ο κόσμος-τους λίγο εφάπτεται με αυτόν των γύρω-τους. Γενικεύοντάς-το θα έλεγα ότι κάθε πρόσωπο κουβαλά τη ζωή-του η οποία, ενώ διασταυρώνεται με πλείστα άτομα, αυτή στην ουσία είναι μοναχική, κλειστή, συναισθηματικά αδιέξοδη. Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια μοναχική πορεία με τρένο από ένα παρελθόν που συνεχώς βοά σε ένα μέλλον που δεν ξέρει κανείς πώς θα εξελιχθεί. Οι συναντήσεις με άλλους είναι μια σύντομη παρένθεση, όσο διαρκεί το ταξίδι, που δεν αλλάζει ριζικά το δρομολόγιο ή τη ζωή-μας.
Εκτός από το 4ο διήγημα που το χάρηκα, η κορύφωση ήλθε στο τελευταίο, όπου μιλά το ίδιο το τρένο. Με μια λυρική-ποιητική εξιστόρηση κάνει τον απολογισμό της ζωής-του, θυμάται και νοσταλγεί, αποκαλύπτει ιδιαίτερες περιπτώσεις επιβατών αλλά και εργαζομένων, αναπολεί πως ήταν καταφύγιο και φευγιό, φυλακή αλλά και ανάσα, μέσο για να πάει η γυναίκα εκείνη στον έρωτά-της (η συγγραφέας;)… Είδα σ’ αυτό το τελευταίο το γιατί το τρένο μπορεί να είναι πεδίο σκέψεων και παρατήρησης των άλλων, γιατί καθένας όπως και η ίδια έχει μια ιστορία στην οποία πηγαίνει ή από την οποία δραπετεύει. Το βιβλίο έκλεισε συγκινητικά…
Θα ήθελα πιο πολλή ένταση. Πιο πολύ τσαγανό σε ό,τι είδα μέσα στο «Τρένο». Πολλές ιστορίες δεν τις θυμάμαι καν. Άλλες μου άφησαν μια γεύση απαλή που δεν κράτησε. Αλλά όλα αυτά είχαν ένα ρομαντικό τέλος που ένιωσα ότι γνώρισα λίγο καλύτερα την άγνωστη Δώρα που μου έστειλε το βιβλιαράκι-της. Την ευχαριστώ.
Πατριάρχης Φώτιος
14 comments:
εγω θα ευχόμουνα να μπει το τρένο ερπισσότερο στη ζωή μας κι ας μη μπει στο λογοτεχνάι. ΟΧΙ με τη μορφή αυτων των επαρχιακών ελληνικών τρένων με τις πεντακόσιες τάσεις και την ταχύτητα περίπου ποδηλάτου, αλλα΄ως υπερσύγχρονο intercity που θα μας πάιρνει από έναν international Σταθμό Λαρίσης, που θα σφύζει από ζωή και εθνικότητες, και θα μας πηγαίνει στην καρδιά τς Ευρώπης. Χωρίς ανταποκρίσεις..
πράγμα που ειρήσθω εν παρόδω θα γινόταν πανευκολα αν το θέλαμε (η Βουλγαρία ειναι πια ευρωΠαίκη ενωση και υ π ά ρ χ ο υ ν δρομολόγια για Βουλγαρία, με κείνα τα σιχαμερά παλιά τρένα-κρεβάτια) Αλλα΄ΔΕΝ το θέλουμε, και δεν εννοώ τους πολτικούς. Ο μέσος ελληνας δεν διασκεδάζει ταξιδεύοντας με τρένο, προτιμάει το ΙΧ (τουλάχιστον εγώ δεν εχω γνωρίσει κανέναν που να του λέω κατι τέτοιο και να μη με κοιτάζει με ευγενικη΄αδιαφορία)
Πατριάρχη Φώτιε, ευχαριστώ για την ανάγνωση. Με την κυκλοφορία του βιβλίου ευτύχησα να διασταυρωθώ με την προσωπική ματιά πολλών και διαφορετικών αναγνώσεων (από κριτικούς και μη) και ο καθένας εστίαζε ανάλογα με την ευαισθησία του σε συγκεκριμένα/ο διηγήματα/α. Η έλλειψη έντασης όπως την χαρακτηρίσατε ήταν μια μάλλον εσκεμμένη σκηνοθετική οδηγία, το δικό μου βλέμμα στις ιστορίες των επιβατών του τρένου. Από το 2007 που γράφτηκαν αυτά τα διηγήματα, μέχρι σήμερα, αυτή η ματιά έχει υποστεί αλλοιώσεις, διαφορετική οπτική, μια αλλιώτικη θα έλεγα εστίαση.
@Pellegrina, αυτός ο νωχελικός ρυθμός του ΟΣΕ είναι που με συνάρπαζε ανέκαθεν. Προσωπικά δηλώνω φανατική οπαδός των τρένων και τα χρησιμοποιώ ως βασικό μέσο για τις διαδρομές μου Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Και πάλι ευχαριστώ Π.Φ.
Η όχι και τόσο νεαρή συγγραφέας Δ.Κ.
Αν σου αρεσουν τα βιβλία με τρένα, εχω γράψει κι εγώ ένα: λέγεται "Πρωινό Ιντερσίτυ", αναφερεται ακριβώς στο ταξιδι Αθήνα _Θεσσαλονίκη και είναι π ο λ υ υύ παλιό (2006), αλλα΄για όσους εχουν ..νωχελικούς ρυθμούς ίσως είναι πρόσφατο!!
Τελικά, το τρένο δεν είναι στη ζωή-μας και ως εκ τούτου ούτε στην κουλτούρα-μας, όπως φαντάζομαι συμβαίνει με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Συνεπώς, δεν έχουμε λογοτεχνία που να εκτυλίσσεται εν μέρει ή εν όλω σε βαγόνια και σταθμούς. Ο Μήτσος Κασόλας με το "Τρεις αρραβώνες, πέντε γάμοι, ένα τρένο", η Νιόβη Λύρη με το "Ιντερσίτι" παλιότερα, ένα "Ιντερσίτι" του Σάκη Τότλη (μεγάλο ερωτηματικό αυτό το βιβλίο), τα διηγήματα της Δώρας Κασκάλη τώρα...
Στην κλασική λογοτεχνία δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι.
Την καλημέρα-μου
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχη, αν μου επιτρέπεις, θα ήθελα να θυμίσω και το εφιαλτικό τρένο-χώρα που προχωράει καίγοντας τα ίδια του τα βαγόνια στο Πλήθος του Αντρέα Φραγκιά.
Πρωινό.
Μαρία,
είναι περιττό να ρωτάς αν σου επιτρέπω, αφού απεναντίας θα ήθελα κι άλλες "τρενικές αναπαραστάσεις" στη λογοτεχνία-μας.
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχη, για μένα το Πλήθος είναι υπέροχο παράδειγμα. Ο τρόπος που αναπτύσσει τη διαδρομή του τρένου ο Φραγκιάς με συγκλόνισε.(Αν θυμάμαι καλά, η διαδρομή βρίσκεται στον δεύτερο τόμο.) Και, όση αγάπη κι αν τρέφω στο Λοιμό, κατά τη γνώμη μου κορυφαίο έργο του είναι το Πλήθος.
Μαρία, με παρασύρεις μακρία από το ...τρένος της Δώρας.
Το Πλήθος είναι εξαιρετικός μεταμοντενισμός, με άπειρες είκόνες, αλληγορίες, με δεσπόζουσα τη διακρή εναλλαγή πραγματικότητας και κινηματογραφικής μυθοπλασίας, πλαστότητας και ρεαλισμού...
αλλά είναι πολύ χαοτικό για να είναι ευανάγνωστο.
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχη, έχεις δίκιο, και χρωστώ μια συγνώμη στη Δώρα, της οποίας το βιβλίο έχει ούτως ή άλλως μπει στη λίστα με τα επόμενα που θα αγοράσω.
Κλείνοντας το θέμα περί Πλήθους: συμφωνώ ότι είναι χαοτικό σε βαθμό που να γίνεται δυσπρόσιτο, αλλά έχουμε ανάγκη και τέτοια βιβλία. Επειδή το ξαναδιαβάζω τουλάχιστον μια φορά κάθε χρόνο, ανακαλύπτω συνεχώς καινούργια πράγματα χωρίς να μπορώ να πω ότι το έχω ξεκλειδώσει ολότελα. Είναι κι αυτό μια από τις επιτυχίες του. Και δεν έγινε δυσανάγνωστο απλώς για να είναι: είχα την τύχη να συζητήσω με την κόρη του συγγραφέα, και μου είπε ότι ο Φραγκιάς αφαίρεσε υλικό για έναν τρίτο τόμο, ακριβώς για να μην καταστήσει το κείμενο εντελώς απρόσιτο στον αναγνώστη, για να μην το καταδικάσει να παραμείνει αδιάβαστο.
Αφήνω σκόπιμα τον Φραγκιά για να μην προδώσω την ανάρτηση. Θέτω όμως ένα ερώτημα που συνδέεται και με τα δύο (και άλλα ανάλογα) έργα:
γιατί το τρένο λειτουργεί πολλές φορές ως καλύτερο σκηνικό απ' ό,τι ένα σταθερό σημείο (π.χ. μια αυλή); μήπως επειδή είναι κινούμενο και επόμένως συνδέεται με περισσότερα μέρη (άρα και ατμόσφαιρες) και από την άλλη συμφύρει ετερότητες με τις ιστορίες τού καθενός να διασταυρώνονται με των άλλων σε ένα γαϊτανάκι;
Πατριάρχης Φώτιος
Π.Φ.,
Η ρευστότητα στο χώρο και το χρόνο, οι ιστορίες των επιβατών που άλλοτε οδεύουν στη μοναχικότητά τους και άλλοτε συμπλέκονται με ιστορίες άλλων επιβατών και η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τρένου, είναι κάποια από τα στοιχεία που με έκαναν να γράψω αυτές τις βιωμένες και μη ιστορίες εγώ, η επίμονη λάτρης των συρμών.
Δ.Κ.
Γιατι ειναι πιο γοητευτικό (για τους λόγους που ειπώθηκαν) και αρα ο συγγραφέας (περιλαμβάνω και τον εαυτό μου) εχει ήδη ενα ατού χωρίς καμιά προσπάθεια. Η συγγραφική μαγκιά είναι η αυλή, όχι το τρένο.
Post a Comment