Sunday, December 30, 2007

Άκρατος οίνος με μελόπιτες: Θάνος Κονδύλης

Θάνος Κονδύλης:
"Έγκλημα στην αρχαία Ολυμπία"

Η συνταγή περιελάμβανε πολλά δοκιμασμένα υλικά:
α. αστυνομικό μυστήριο
β. πολιτική ίντριγκα
γ. ερωτισμός
δ. αρχαία Ελλάδα
ε. πλοκή με ενδιαφέρον για το τέλος

Το αποτέλεσμα: νερωμένος οίνος με χυλόπιτες! Οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων σαν τον Κονδύλη πιστεύουν ότι τα παραπάνω υλικά επαρκούν για να πετύχει η συνταγή. Φτιάχνουν μια σφιχτή πλοκή με μυστήριο, έγκλημα, πολιτικές δολοπλοκίες κ.λπ. και νομίζουν ότι ο αναγνώστης θα σαγηνευτεί από την εξέλιξη της ιστορίας. Σασπένς όντως υπάρχει, αλλά δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα συγκρούσεις και εντάσεις ή κορυφώσεις που να χρειάζονται ένα αναπάντεχο για να απογειωθούν. Οι χαρακτήρες είναι μονόπλευροι, η γλώσσα ουδέτερη και άοσμη, η αρχαιοπρεπής ατμόσφαιρα δοσμένη πολύ εγκυκλοπαιδικά…
Ειδικά το τελευταίο στηρίζεται σε μια μικρή παράδοση με αστυνομικές ιστορίες που διαδραματίζονται στην αρχαία Ελλάδα (Κλωντ Μοσέ, “Έγκλημα στην αρχαία αγορά”) ή στο Βυζάντιο (Παν. Αγαπητός, “Χάλκινο οφθαλμός”). Ωστόσο, ο Κονδύλης από αρχαιολατρικό πάθος γεμίζει το μυθιστόρημά του με πολύ πραγματολογικό υλικό, πολλές φορές εις βάρος της υπόθεσης, πιο πολύ από διάθεση να προβάλει την αρχαιότητα και όχι να ενσωματώσει το υλικό του στον πλοκή του έργου του (και μάλιστα κάνει λίγα αλλά εμφανή λάθη: π.χ. όνομα Βερενίκη στην Αθήνα του 5ου αιώνα, όνομα που είναι καθαρά Μακεδονικό με την ιδιαίτερη τροπή του φ σε β, από το Φερενίκη).
Οι αγνές προθέσεις, η έρευνα και γενικά η ίντριγκα δεν φτάνει να συνθέσει ένα άρτιο από τεχνικής απόψεως μυθιστόρημα. Συγγραφέας δεν είναι ο συνθέτης πλοκής, αλλά γενικότερα ένας ενορχηστρωτής πλοκής, ιστορίας, χαρακτήρων, γλώσσας και ό,τι άλλου ο καθένας έχει να συνεισφέρει.
Χρόνια πολλά και με το καλό το 2008
Πατριάρχης Φώτιος
30.12.2008

Monday, December 24, 2007

Κιάντι: λειψιβιβλία

Ελληνικό τέλμα αντί για κορυφές

Χρόνια πολλά.
Αν παρατηρήσει κανείς την ελληνική παραγωγή πεζογραφίας που κυκλοφόρησε από τον Σεπτέμβριο ως τώρα, θα παρατηρήσει μια μεγάλη καθίζηση. Όχι φυσικά ότι λείπουν τα μεγάλα και μεσαία ονόματα, ούτε οι φουρνιές των νεοεμφανιζόμενων. Λείπει ωστόσο το μεγάλο έργο, για το οποίο θα συζητούν όλοι, όπως συνέβαινε παλαιότερα –όχι πάντα αλλά συχνά συνέβαινε. Κι όταν λέω μεγάλο, δεν εννοώ αναγκαστικά κάτι που θα ενταχθεί στον κανόνα της ελληνικής πεζογραφίας· ακόμα και κάτι καλό που θα αντέξει μερικούς μήνες θα αρκούσε. Αντίθετα, οι βιβλιοκρισίες στις εφημερίδες είναι ελάχιστες όσον αφορά την ελληνική πεζογραφία και δεν υπάρχει ένα έργο που να έχει συγκεντρώσει την προσοχή των κριτικών, τέτοιο που να συζητιέται θετικά ή αρνητικά.
Αλλά και προσωπικά, σε όσα πεζογραφήματα, μυθιστορήματα ή συλλογές διηγημάτων, έχουν περάσει από τα χέρια μου, δεν αναγνώρισα ούτε ένα έργο μιας κάποιας αξίας πάνω από το μέτριο και το …απλώς καλό, αλλά πάντοτε έβρισκα ότι κάτι του λείπει. Έχω την αίσθηση ότι ιδέες καλές υπάρχουν και πρωτοποριακές προθέσεις, αλλά η αδυναμία σύνθεσης και εκτέλεσης τις ματαιώνουν. Όσα βιβλία εκτέθηκαν εδώ κι όσα περιμένουν τη σειρά τους, για να αναρτηθούν, δεν επιβεβαίωσαν τις όποιες προσδοκίες μου· τις περισσότερες φορές απογοητεύθηκα κι άλλες κάτι διέκρινα αλλά πολύ αμυδρό και ασταθές.
Περιμένω να δω τις ανασκοπήσεις του έτους μπας και φωτιστώ. Περιμένω να δω τι διαβάζουν οι συν-ιστολόγοι μήπως και χάνω κάτι ιδιαίτερο. Περιμένω από τους θαμώνες του Βιβλιοκαφέ να μου προτείνουν κάτι που μπορεί να ξεχωρίσει. Αμήν.
Καλές γιορτές! Κι αν λείψω, μην ανησυχήσετε.

Πατριάρχης Φώτιος
24.12.2007

Friday, December 21, 2007

Νες καφέ με ρούμι: Μαρία Φακίνου

Μαρία Φακίνου, "Το καπρίτσιο της κυρίας Ν."

Σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπως επιγράφεται στο οπισθόφυλλο. Με άλλα λόγια τρεις διαφορετικές ιστορίες, τις οποίες όμως συνδέει ένα βασικό στοιχείο, συνήθως ένας ήρωας που σουλατσάρει ελεύθερα από τη μία ιστορία στην άλλη.
Το βασικό πρόσωπο, κοινό και στις τρεις ιστορίες, είναι η κυρία Ν., συγγραφέας που μπαινοβγαίνει στη μυθοπλασία και στη ζωή χωρίς στεγανά. Έτσι ο αναγνώστης διαβάζει την πρώτη ιστορία, αυτήν του κόμητα Ματαντόρ, ο οποίος συλλέγει τα τελευταία λόγια διάσημων ανδρών, αλλά στη δεύτερη καταλαβαίνει ότι ο Ματαντόρ είναι λογοτεχνικός ήρωας βγαλμένος από τα χέρια της πεζογράφου Νίνας Λέμπερ… Η συνέχεια, χωρίς την αγωνία του τέλους ή την αίσθηση της σφιχτής δομής, ακολουθεί τα ίδια χνάρια.
Το παιχνίδι που παίζουν τέτοια μεταμοντέρνα έργα (ανάλογα δείγματα έχουμε στο “Παραμύθι χωρίς όνομα” του Μίκαελ Έντε και στο πρόσφατο “Υπόθεση Τζέην Έυρ” του Γιάσπερ Φέρντε_ βλ. ποστ της 11ης Σεπτεμβρίου 2007) είναι το εξής: οι χαρακτήρες μέσα σε ένα βιβλίο ή μια ταινία είναι πλασματικοί (όλοι το ξέρουμε), αλλά λογοτεχνική τη συμβάσει ο αναγνώστης και ο συγγραφέας υπογράφουν ένα άτυπο συμβόλαιο, όπου όλα παρουσιάζονται σαν να είναι αληθινά. Έτσι κάθε άνθρωπος που κρατά το βιβλίο στα χέρια του δεν σκέφτεται ότι θα διαβάσει ψέμματα, αλλά μυείται σε έναν κόσμο που προβάλλεται και εκλαμβάνεται σαν αληθινός.
Όταν, λοιπόν, ο συγγραφέας σηκώσει το πέπλο της μυθοπλασίας και αποκαλύψει τον τεχνητό χαρακτήρα της αφήγησης –όλα είναι μια κατασκευή-, περιμένουμε να χρησιμοποιήσει έντεχνα το τέχνασμα αυτό όχι μόνο για να αιφνιδιάσει αλλά και για να δώσει κάτι επιπλέον ως αναγνωστική απόλαυση ή προβληματισμό.
Η Φακίνου αναρωτιέμαι τι θα θέλει να πετύχει. Ειλικρινά προβληματίστηκα και περιμένω από τους κριτικούς απάντηση (Μια παρουσίαση της συγγραφέως Φακίνου από τον Β. Ρούβαλη στην «Ελευθεροτυπία» της 21.9.2007 δεν με διαφώτισε). Όποιος δει το βαθύτερο σκοπό μιας τέτοιας τεχνικής, παρακαλώ να μού τη μεταφέρει… Αλλιώς μένουμε στο μυθοπλαστικό παιχνίδι που πολλές φορές δεν είναι λίγο, αλλά και πολλές φορές δεν φτάνει…
Έχω την εντύπωση ότι η περίπτωση της Φακίνου θα μας απασχολήσει και φέτος αλλά και με τα επόμενα έργα της. Μακάρι!

Πατριάρχης Φώτιος
21.12.2008

Sunday, December 16, 2007

Espresso πικρός: Μάνος Ελευθερίου

Γιατί δεν θα διαβάσω το τελευταίο βιβλίο του Μ. Ελευθερίου

Μια δυσφήμιση, πιστεύουν πολλοί, είναι μια άλλη μορφή διαφήμισης, αφού αφενός κάνει ντόρο γύρω από το βιβλίο και αφετέρου ωθεί τους αναγνώστες να διαβάσουν το έργο, προκειμένου να διαπιστώσουν αν ευσταθούν οι κατηγορίες εναντίον του. Θα ήθελα ωστόσο να διατυπώσω τις απόψεις μου για το φαινόμενο «Μάνος Ελευθερίου», ο οποίος εμφανίστηκε στην πεζογραφία και σάρωσε.
Τα δύο προηγούμενα έργα του, δύο ογκώδη σχετικά μυθιστορήματα, κέρδισαν επαίνους, αλλά προσωπικά με απογοήτευσαν. Ίσως οι περισσότεροι επηρεάστηκαν από το όνομά του, όνομα απόλυτα σεβαστό στη στιχουργία. Ίσως να είδαν κάτι που δεν το είδα εγώ... Ίσως να παγιδεύτηκαν στα θέματά του (λ.χ. στον Εμφύλιο) και παραγκώνισαν τη δομή των μυθιστορημάτων του. Εξηγούμαι:
Προσωπικά πιστεύω ότι ως πεζογράφος έχει πολλά προβλήματα στη δομή και στην οργάνωση του υλικού του. Οι ατέλειες αυτές, που αποτελούν θεμελιώδεις αδυναμίες του έργου του, εντοπίστηκαν και από άλλους (βλ. Κούρτοβικ, “Τα Νέα”, 17.2.2007: http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20070217&nid=3436403), ειδικά στο «Γυναίκα που πέθανε δύο φορές», όπου το ανοικονόμητο υλικό δεν αφήνει τον αναγνώστη να απολαύσει το ύφος και την ατμόσφαιρα.
Πιο συγκεκριμένα: 1) αλματώδης πορεία στη συγγραφή που ενοχλεί, καθώς μεταφέρεται ο συνειρμικός λόγος της ποίησης και στην πεζογραφία: ο αναγνώστης κουράζεται να παρακολουθεί μια ασθμαίνουσα, θολή συνείδηση να αφηγείται, 2) επιμένει τόσο στο ιστορικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να φορτώνει το κείμενό του με ανούσιες λεπτομέρειες, περιττά στοιχεία, απειράριθμες παρεκβάσεις… Το κείμενο συστρέφεται και πνίγεται στον φόρτο του υλικού, 3) αποτέλεσμα του προηγούμενου είναι να ατονεί η σκιαγράφηση των ηρώων μέσω της πλοκής και να τονίζεται μόνο η εποχή και ο περίγυρος, 4) οι διάλογοι είναι αναληθοφανείς, 5) οι προθέσεις του συγγραφέα δεν μετουσιώθηκαν σε αυτοτελές έργο που να μπορεί να διαβαστεί μόνο του, χωρίς την επήρεια του ονόματος του δημιουργού, το θέατρο ή τον εμφύλιο ως μαρκίζες.


Επομένως, παρόλο που μου χάρισαν φίλοι τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ", δεν θα το βάλω στις προτεραιότητές μου για διάβασμα. Πρέπει να απαλλαγόμαστε συνειδητά μερικές φορές από την εμμονή με ...τη μόδα.

Πατριάρχης Φώτιος
16.12. 2007

Wednesday, December 12, 2007

Καπουτσίνο κάλντο: Κώστας Βούλγαρης

Κώστας Βούλγαρης: Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες

Όποιος έχει διαβάσει το “Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη” έχει ήδη εξοικειωθεί με τον τρόπο γραφής του Βούλγαρη: κείμενο με παραθέματα, εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος, σχολιαστικό ύφος, αναδίφηση κειμένων και ιστορική (αρχειακή) δουλειά πίσω από τη μυθοπλασία.
Το φετινό του βιβλίο τηρεί αυτές τις προσωπικές του επιλογές. Ακόμη περισσότερο παίζει με τον συγγραφέα που μιλάει για έναν άλλο συγγραφέα που βρήκε ένα ημιτελές μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα. Η τεχνική αυτή που λέγεται myse en abyme μπορεί να αποβεί εξαιρετικά αποτελεσματική, όταν το ένα κείμενο αντικατοπτρίζει το άλλο, οι συγγραφείς έχουν μια αναλογική σχέση, το ένα αφηγηματικό επίπεδο εισχωρεί μέσα στο άλλο κ.λπ. Δες για παράδειγμα την πρώτη νουβέλα από τη “Χίμαιρα” του Τζων Μπαρθ.
Ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί εντέλει αυτόν τον τρόπο γραφής πιο πολύ ως παιχνίδι εποχών παρά με τον μεταμοντέρνο τρόπο των αντανακλάσεων. Ανάλογα με το ποιος εντέλει έγραψε το ημιτελές μυθιστόρημα (ο Μάριο Κόντι ή Μαρί Σκαρλά της δεκαετίας του ’20 ή ο Γιώργος Τσουκαλάς της μεταπολεμικής πεζογραφίας), διαφοροποιείται και η ερμηνεία του: η προσπάθεια να εξηγηθεί η λαϊκή λογοτεχνία του μεσοπολέμου με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα αναγνώσματα-θέματα που απασχολούσαν το αναγνωστικό κοινό. Η δεκαετία του ’20 δεν είναι και πολύ γνωστή κι ο αναγνώστης έχει ένα είδος περιέργειας να τη γνωρίσει…
Ως σκέψη ακούγεται ιδιαίτερα ευφυής, αλλά… φλυαρία, φλυαρία, παστίς, σχόλια και άρθρα από εφημερίδες της εποχής, ανάπλαση της περιόδου χωρίς πλοκή, χωρίς επεισόδια, χωρίς γεγονότα που να αξιοποιούν το πρωτογενές υλικό. “Τεκμηριωτική λογοτεχνία”, την ονομάζει κάπου ο Ζήρας. Αλλά, τα τεκμήρια μέσα στην εξέλιξη μιας υποτυπώδους ιστορίας, χωρίς να στηρίζεται η ιστορία επαρκώς, καταντούν στείρα αρχειολαγνία. Εν κατακλείδι, τα δημοσιεύματα δεν δίνουν πειστικά το πλαίσιο της εποχής και έτσι δεν αιτιολογείται η ανάγνωση λαϊκών έργων από τον μέσο αναγνώστη.
Η πεζογραφία μας προσπαθώντας να τεντώσει τα όριά της πειραματίζεται κι αυτός ο πειραματισμός δεν είναι πάντα αρνητικός. Όταν αυτού του είδους η “τεκμηριωτική λογοτεχνία” βρει τον μάστορά της (έχουν ίσως κάποια δείγματα ως τώρα) μπορεί να ανοίξει το πλαίσιο «μυθιστόρημα» και να δούμε πιο στιβαρές δομές.

Πατριάρχης Φώτιος
12.12.2007

Sunday, December 09, 2007

Κοκτέιλ Μαργαρίτα: Το Βήμα

Το Βήμα «τρώει» ...τα βιβλία
Αντιγράφω από το περιοδικό “διαβάζω” (τχ. 480, σελ. 6): “Ανακοινώθηκε επισήμως στους συντάκτες του Βήματος ότι το κυριακάτικο ένθετο «Βιβλία» θα πάψει να υπάρχει με την αυτόνομη μορφή που είχε ως τώρα και θα ενσωματωθεί στη γενική ύλη του «Άλλου Βήματος». Ανεξαρτήτως της γνώμης που μπορεί να έχει κάποιος για το συγκεκριμένο (πόσο επιτυχημένο ήταν ή όχι) δεν έπαυε να ήταν ένα «βήμα» για το βιβλίο. Κι αυτό θα λείψει”.

Ξεκινώ από το τελευταίο: οι κυριακάτικες εφημερίδες πρέπει να είναι φωνές για το καλό βιβλίο και κάθε περικοπή είναι ένα πλήγμα στο χώρο. Οι ιθύνοντες του πρώτου ένθετου (από το 1997, αν δεν κάνω λάθος) για το βιβλίο είχαν ήδη αποφασίσει να το κλείσουν από τότε που το συρρίκνωσαν σε ένα 8σέλιδο της κακιάς ώρας, που έπαψαν να κάνουν αφιερώματα, που περιόρισαν την κριτική και την αντικατέστησαν με εύπεπτες βιβλιοπαρουσιάσεις και ανούσιες συνεργασίες. Δείτε το σημερινό φύλλο, όπου απουσιάζει η ελληνική πεζογραφία (η ποίηση έχει φαγωθεί προ πολλού), η λογοτεχνία εν γένει έχει συμπτυχθεί σε τρία βιβλία, οι κριτικοί πλην της Θεοδοσοπούλου (σήμερα δεν γράφει) έχουν εκλείψει… Ευτυχώς που υπάρχουν και οι «Νέες Εποχές» και ενίοτε αρθρώνουν κριτικό λόγο για τα θέματα του βιβλίου. Κρίμα, κρίμα, κρίμα!!!

Και μετά δεν είναι να απορεί κανείς που τα βιβλιόφιλα μπλογκς υποκαθιστούν (και σταδιακά αντικαθιστούν) τις εφημερίδες.

Πατριάρχης Φώτιος
9.12.2007

Thursday, December 06, 2007

Σκέτος ελληνικός: Δημήτρης Μίγγας

Δημήτρης Μίγγας, “Τηλέμαχου Οδύσσεια
Ο συγγραφέας έκανε εντυπωσιακό ντεμπούτο με τα διηγήματα “Των κεκοιμημένων” (1999)· όντως τα δύο πρώτα μού είχαν κάνει εξαιρετική εντύπωση, αυτή που σε κάνει να αναπηδήσεις από την ευχάριστη έκπληξη, αφού συνδύαζαν αφηγηματικές καινοτομίες με ψυχολογία ηρώων και ουσιώδη ανάπτυξη του θέματός του. Έπειτα, στο “Στα ψέμματα παίζαμε!” (2005), η αφηγηματική ευρηματικότητα συνεχίζει να πειραματίζεται –γόνιμα θα έλεγα-, αλλά απουσιάζει το βάθος της σκέψης και η δικαίωση της αφηγηματικότητας σε ανάλογο περιεχόμενο.
Το τελευταίο του έργο έρχεται να πατήσει σε μια βασική μορφή διακειμενικότητας: παίρνει ως πρότυπο την ομηρική Οδύσσεια και τη μεταφέρνει στο σήμερα, βάζοντας ως ήρωα τον Τηλέμαχο. Ο Τηλέμαχος είναι άτομο με διανοητική υστέρηση, ανδρώνεται περιμένοντας τον πατέρα του Οδυσσέα που δεν γνώρισε, μαθαίνει τον κόσμο με τη στρεβλή του νόηση… Τα γεγονότα παίρνουν τη μορφή μυθιστορήματος ανάπτυξης (Bildungsroman), το οποίο κινείται μεταξύ αστείου και σοβαρού, μεταξύ θυμηδίας για τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή και τραγικότητας. Ο Οδυσσέας εμφανίζεται κάπου στο τέλος, σκοτώνεται σε ατύχημα από τον Τηλέμαχο, ενώ στην κηδεία του εμφανίζεται και ένας νόθος γιος του, Ισπανός αυτός, που συμπληρώνει το παζλ των οικογενειακών σχέσεων.
Ο Τηλέμαχος, κάτι μεταξύ Φόρεστ Γκαμπ και γραφικού του χωριού, μυείται στον έρωτα, παντρεύεται, ταξιδεύει εν είδει πίκαρο που ψάχνει τον πατέρα του και εντέλει τι; Ο Μίγγας ταλαντεύεται για το είδος της παρωδίας που θέλει να γράψει, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ενώ όλο το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα στο σήμερα, ένα κεφάλαιο αναφέρεται σε μια δική του εκδοχή της οδύσσειας στην αρχαιότητα. Και γιατί ο Τηλέμαχος να παρουσιάζεται έτσι; Τι άλλο βλέπουμε με την εκδοχή αυτή στον αρχετυπικό μύθο του Οδυσσέα; Δεν με ενοχλεί η παρωδία του Ομήρου, αλλά το ανούσιο της υπόθεσης.
Απαντήσεις στο ίδιο το κείμενο δεν βρήκα. Μια κριτική τοποθέτηση από τον Μπουκάλα (news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_20/11/2007_249580) δεν με διαφώτισε επαρκώς. Η εντύπωση που μου αφήνει είναι ότι ο Μίγγας παίζει με τις λογοτεχνικές συμβάσεις ψάχνοντας να βρει και το θέμα του, αλλά συχνά, όπως εδώ, δεν τα καταφέρνει.
Πατριάρχης Φώτιος
6.12.2007

Sunday, December 02, 2007

Γκραν Μαρνιέ: Ελεύθερος Τύπος (1455)

Ένα ακόμα ένθετο για το βιβλίο
Άργησα να αναφερθώ σ’ αυτό, γιατί ήθελα να σχηματίσω ολοκληρωμένη γνώμη. Μιλάω για το ένθετο του Κυριακάτικου Ελεύθερου Τύπου, το “1455”, το οποίο αποτελεί ένα δεκαεξασέλιδο αφιερωμένο στη βιβλιοπαραγωγή και στις ιδέες, κάτι που συνδυάζει τα “Βιβλία” του Βήματος με τις “Νέες Εποχές” της ίδιας εφημερίδας.
Φυσικά το χαιρετώ με χαρά, επειδή αυξάνονται τα βιβλιόφιλα ένθετα και επειδή ένα μεγάλο ποσοστό αναγνωστών θα έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει το βιβλίο μέσα από την κυριακάτικη εφημερίδα του (δεν ξέρω αν ενδιαφερόταν ως τώρα το κοινό μιας δεξιάς εφημερίδας, αλλά καλό είναι να το συνηθίσει). Κύριος υπεύθυνος είναι ο Κώστας Κατσουλάρης, συγγραφέας και κριτικός που γνωρίζει τον κόσμο του βιβλίου και έχει τις διασυνδέσεις να προσεγγίσει ανθρώπους και φορείς. Η ιδέα στήνεται πάνω σε ένα ευρύτερα κοινωνικό θέμα, το οποίο καλύπτεται τόσο από τη λογοτεχνική παραγωγή που το πραγματεύεται, όσο και με ιστορικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά, δοκιμιακά κ.ά. βιβλία. Δεν λείπουν στήλες με επιφυλλιδικό χαρακτήρα ή άλλες με (λογοτεχνικά;) σχόλια, όπως η στήλη του Σάκη Σερέφα.
Το βασικό μειονέκτημα που εντοπίζω είναι ένα είδος λαϊκισμού, που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο, από τις εκπομπές του Χαρδαβέλλα ως τα ένθετα και άλλων σοβαρών εφημερίδων: ειδικοί και μη, γνώστες του χώρου ή άλλοι γνωστοί μόνο ως ονόματα, καταρτισμένοι ή άλλοι με παρουσία-μπούγιο στο ίδιο τσουβάλι. Συμπεριλαμβάνει καθηγητές πανεπιστημίου και συγγραφείς, που γράφουν κείμενα όχι επειδή είναι ειδικοί αλλά με την όποια βαρύτητα του ονόματός του. Πολλοί δημοσιογράφοι που καλύπτουν με συνεντεύξεις και ρεπορτάζ, αλλά ελάχιστοι πραγματικοί κριτικοί λογοτεχνίας· μόνο ο Κατσουλάρης (έστω και με επιφυλάξεις) και ο Κώστας Καρακώτιας (ίσως για το είδος του και ο Πανώριος). Από εκεί και πέρα πάμπολλοι συγγραφείς που κρίνουν άλλα βιβλία με μόνο όπλο ότι έχουν κι αυτοί εκδώσει τα λογοτεχνήματά τους. Ο Μάνος Κοντολέων κρίνει τον Σαραμάγκου και τον Χίσλοπ, ο Νίκος Κουνενής τον Βόνεγκατ, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τον Ρονκαλιόλο και τον Οζ, η Λίλα Κονομάρα τη Μαριένσκε και τη Σμιθ, ο Αστερίου τον Pears κ.λπ.... Και μη μας πούνε ότι ξέρουν καλύτερα οι γυναίκες που γεννάνε να ξεγεννούν από τον γιατρό ή τη μαία. Ή ότι και παλαιότερα πολλοί συγγραφείς γράφανε κριτικές· πέρασε πια η εποχή του εμπειρισμού και της ιμπρεσσιονιστικής κριτικής, ή μήπως όχι;
Εύχομαι, όταν θα ξεπεράσει τη φάση της αυτοπροβολής, για να "πιάσει", να αποβάλλει τη βιτρίνα και να διαλέξει ανθρώπους ειδικού. Επιμένω.
Πατριάρχης Φώτιος
2.12.2007

Thursday, November 29, 2007

Ελληνικός πολλά βαρύς: Τ. Θεοδωρόπουλος

Τάκης Θεοδωρόπουλος: Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης
Το μυθιστόρημα αυτό είναι σίγουρα κάτι διαφορετικό στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας, αφού μεταφέρει το βάρος της ιστορίας από την υπόθεση στη διερεύνηση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων, αυτών την ανακάλυψης του αγάλματος της Αφροδίτης στη Μήλο στα 1820 και της μεταφοράς του στο Μουσείο του Λούβρου.
Χαρακτηρίστηκε «στοχαστική λογοτεχνία», καθώς η μυθοπλασία περιορίζεται, τα πλαστά πρόσωπα εκλείπουν (;) εντελώς και η συνολική σύνθεση βασίζεται στην ανάπλαση σκηνών και γεγονότων, κινήτρων και επιδιώξεων των ανθρώπων της εποχής, όπως διασώζονται στις πηγές και όπως ανασυντίθενται από τη φιλέρευνη φαντασία του συγγραφέα. Ως προς αυτό το δεδομένο μοιάζει με τα «Αμίλητα, βαθιά νερά» της Ρ. Γαλανάκη, χωρίς τις εξιδανικεύσεις της τελευταίας. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε να ονομαστεί, λοιπόν, «μυθιστορηματικό χρονικό» ή «δοκιμιακό χρονικό». Λιγάκι μού θύμισε Κούντερα και την τάση του να αναλύει όσα λέει δοκιμιακά, να παρενθέτει αφήγηση και σχόλια και να μην αφήνει τον αναγνώστη να ακολουθήσει τους δικούς του δρόμους στην αναπαράσταση των δρωμένων. Έχουμε προ πολλού μπει στο χώρο της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας.
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι η ένδειξη πώς μας είδαν οι Ευρωπαίοι τότε αλλά και τώρα, οπότε οι περισσότεροι επισκέπτες του Λούβρου κατευθύνονται προς αυτή και την Τζοκόντα. Είναι συνάμα δείγμα της στάσης των Νεοελλήνων προς το κλασικό παρελθόν τους, με όλες τις στρεβλώσεις, τις ιδιοτέλειες, τις βολικές ερμηνείες που το έχουμε φορτώσει. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση της ιστορίας και της έννοιας του κλασικού. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την κριτική του Β. Χατζηβασιλείου (εφ. Ελευθεροτυπία, 20.4.2007):
«Με αυξημένο, λοιπόν, εξαρχής τον ειρωνικό του δείκτη, ο Θεοδωρόπουλος προχωρεί (κομματιάζοντας εκ νέου το -διαμελισμένο από τον χριστιανικό ζήλο των Βυζαντινών- κορμί της Αφροδίτης) σε μια πλήρη εξάρθρωση του μύθου της τέλειας αρμονίας, στρέφοντας τα βέλη του όχι τόσο εναντίον της αρχαιότητας (για την οποία μοιάζει αδύνατον να ξέρουμε τι ακριβώς πρέσβευε το πολυθρύλητο άγαλμα, καμωμένο, άλλωστε, από τα χέρια άγνωστου μέχρι και σήμερα καλλιτέχνη) όσο εναντίον των εξιδανικεύσεων του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, αλλά και της νεοελληνικής αρχαιολατρίας, που είναι κιόλας ετοιμοπόλεμη (διά στόματος των δυτικομαθημένων διαφωτιστών…»
Δεν θα παραλείψω να δηλώσω ότι με κούρασε ο φόρτος των λεπτομερειών και η προσπάθεια ανασύστασης μέχρι και των τελευταίων στιγμών στην πορεία αυτή. Η ψευδο-ιστορική (σεναριακή) ακρίβεια καθιστά τον αναγνώστη μέτοχο μιας «επιστημονικής» προσέγγισης που ναι μεν προβληματίζει αλλά ταυτόχρονα λαχανιάζει· ο δοκιμιακός στοχασμός παραείναι βαρύς και αποκομμένος από τη νομοτελειακή αναμονή του τέλους.
Χρήσιμες απόψεις:
Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 23.3.2007,
Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 20.4.2007,
Κούρτοβικ, Τα Νέα, 20.7.2007,
Κοτζιά, Η Καθημερινή, 20.9.2007
bibliofagos.blogspot.com, 1.10.2007

Πατριάρχης Φώτιος
29.11.2007

Tuesday, November 27, 2007

Μπέιλις. Επισκέπτες του Βιβλιοκαφέ

Όσοι πέρασαν από το Βιβλιοκαφέ

Τα ιστολόγια έχουν λάβει λίγο ή πολύ μια κάποια δημοσιότητα. Ειδικά τα βιβλιόφιλα blogs κερδίζουν ολοένα την εκτίμηση του κοινού και αναγνωρίζονται με πλάγιο τρόπο και από τις εφημερίδες. Ωστόσο, εγώ θέλω να ρίξω τη ματιά μας στους ανώνυμους –ή και επώνυμους- επισκέπτες του Βιβλιοκαφέ, που μπαίνουν στο μαγαζάκι μας και πίνουν τον καφέ τους ξεφυλλίζοντας παράλληλα και τα βιβλία μας.
Οι συζητήσεις είναι γόνιμες· οι προτάσεις καλοπροαίρετες· μάλιστα διάβασα ένα βιβλίο από πρόταση της Pellegrina και της Λείας Βιτάλη, το οποίο μου άφησε άριστη εντύπωση· δέχτηκα τις ευγενικές απαντήσεις και αντιρρήσεις· οι αγενείς ήταν απειροελάχιστες· προβληματίζομαι πώς μπορώ να εμπλουτίσω τα ποστ μου· σκέφτομαι τι αξίζει να συζητηθεί· βλέπω πως ένα βιβλίο δεν γεννά τόσες συζητήσεις όσο ένα θέμα ευρύτερου λογοτεχνικού ενδιαφέροντος όπως η δημιουργική γραφή ή οι Έλληνες κριτικοί. ΟΙ προτάσεις όλων είναι δεκτές για θέματα, για ανανέωση, για προεκτάσεις.
Αυτή η καταχώριση αφιερώνεται στους θαμώνες του Βιβλιοκαφέ και πρώτιστα σε μια άγνωστη φίλη, την PELLEGRINA. Παραθέτω τις επισκέψεις τους ενδεικτικά από τον Απρίλιο ως και τον Οκτώβρη του 2007. Σας ευχαριστώ όλους.
Pellegrina 26
Akamas 8
Ethos 6
Kafeini 6
Ioeu 5
Eva Stamou 3
Mamaloukas 3
Νίκος Διακογιάννης 3
P[anagiotis] X[atzimoisiadis] 3
A[ugoustos] C[orteau] 2
Bibliofagos 2
Εντευκτήριο 2
Ιουστίνη Φραγκούλη 2
Katoikidio 2
Λεία Βιτάλη 2
Librofilo 2
Manos Kontoleon 2
Nefeloessa 2
Παναγιώτης Κονιδάρης 2
Reader’s diggest 2
Vlaxos 2
Anagnostria 1
Angelos-x-angelos 1
Antoine 1
Cook the book 1
Gazakas 1
Industrial Daises 1
Kahtitsis 1
Kritikov 1
Mevrakis 1
Ritsmas 1
Silio d’ Aprile 1
Sleepless dream 1
Sue 1
Thelastrealanonymous 1
Zoferos mesaionas 1
Γιάννης Ράγκος 1
Ζέφη Κ. 1
Θεοδόσης Βολκώφ 1
Κασσάνδρα Βρομύλη 1
Κυρ Μανουήλ 1
Λεωνίδης 1
Τάνια 1
Χρυσόθεμις 1

Τις θερμές μου ευχές για καλές αναγνώσεις, δημιουργικές συζητήσεις και γόνιμους προβληματισμούς.
Πατριάρχης Φώτιος
27.11.2007

Saturday, November 24, 2007

Καφές με Gluhwein: Κονιδάρης

Τα παιδιά του Κώδικα Ντα Βίτσι:
Π. Κονιδάρης, “Το χειρόγραφο της Πράγας”

Το είδος του μυθιστορήματος που εκπροσωπείται στη συνείδηση του διεθνούς αναγνωστικού κοινού με τον “Κώδικα Ντα Βίτσι” του Νταν Μπράουν βρήκε και στην Ελλάδα μιμητές και εκφραστές. Τα τελευταία δύο χρόνια κυκλοφόρησαν βιβλία, όπως “Η νύχτα των εννέα ήλιων” Γ. Αιόλου (2006), “Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα” του Δ. Μαμαλούκα και τέλος “Το χειρόγραφο της Πράγας” του Π. Κονιδάρη.
Τα έργα αυτά διαβάζονται εύκολα, γιατί παρασύρουν τον αναγνώστη στην αναζήτηση ενός μυστηρίου, συχνά καθοριστικό για την ανθρωπότητα ή μεγάλης πνευματικής αξίας. Αφήνω κατά μέρους τον Μαμαλούκα, ο οποίος έχει δώσει προσωπικό στίγμα στο έργο του, και μιλάω για τα άλλα δύο, όπου εμπλέκονται η ιστορία της Δύσης (κυρίως), η εκκλησία (καθολική και ορθόδοξη), πολύ μυστήριο, οργανώσεις θρησκευτικές και παραθρησκευτικές, τάγματα στον Μεσαίωνα και κρυμμένα μυστικά σε χειρόγραφα ή βιολιά, φόνοι για να μην αποκαλυφθούν όλα αυτά, ερασιτέχνες ντετέκτιβ που συνεργάζονται με επιστήμονες και ειδικούς για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Ο Κονιδάρης στηρίζεται σ’ αυτά τα στερεότυπα. Γράφει μια ιστορία με κοσμοπολιτισμό (αναγκαίος για να βρεθούν μυστικά έξω από τα σύνορα της Ελλάδας), αξιοποιώντας τη φήμη του χειρογράφου Βόινιτς, ένα πραγματικό έργο γραμμένο σε μια ακατανόητη γραφή, το οποίο –στο βιβλίο- εικάζεται ότι είναι συντεθειμένο στη γλώσσα του Θεού. Αν και στην αρχή διακρίνεται αβεβαιότητα στις εκφραστικές επιλογές του, στη συνέχεια βρίσκει τον δρόμο του και δεν προβληματίζει με αστοχίες τον αναγνώστη. Εξαιρείται βέβαια η προσπάθεια του συγγραφέα να βάλει ένα-δυο χαρακτήρες να μιλάνε αρχαία ελληνικά, πρώτα απ’ όλα γιατί στην Ευρώπη τα εκφέρουν με ερασμική προφορά, οπότε ο Έλληνας ήρωας δεν θα μπορούσε να καταλάβει, και δεύτερον γιατί οι προτάσεις του διακρίνονται από συντακτικά και υφολογικά ατοπήματα.
Ο Κονιδάρης βέβαια έκανε έρευνα για να βρει τα ιστορικά του στοιχεία και να δώσει αληθοφάνεια σε όσα λέει. Το μεγάλο του ωστόσο ατού είναι, κατά τη γνώμη μου, το στήσιμο της πλοκής σε μια σκακιστική αντίληψη του χώρου, τέχνασμα δομικά λειτουργικό και εντέλει αποτελεσματικό, που τον φέρνει στη γραμμή του “Οκτώ” της Katherine Neville (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη, όπου εκδίδει και το έργο του ο Κονιδάρης). Διαμορφώνει έτσι μια γεωγραφική παρτίδα, όπου η κατάλληλη δομή των πιονιών, θα δώσει και την αναμενόμενη λύση.
Εντέλει έγραψε ο Κονιδάρης κάτι καλύτερο από ένα μπεστ σέλλερ που θα ξεχαστεί σε λίγους μήνες; Κατά τη γνώμη μου και κατά τη γνώμη πολλών, δεν ανέβηκε πάνω από τα επίπεδα του είδους που διάλεξε. Δεν προβλημάτισε για την τύχη της ανθρωπότητας, δεν έπεισε για τα μυστικά που διέπουν την ιστορία της (πολυφορεμένο πια και αδιάφορο), δεν ανορθώθηκε πάνω από μια εύπεπτη ιστορία. Η γνώμη μου είναι ότι τέτοιοι συγγραφείς, που δεν υστερούν σε συλλήψεις δομής, πρέπει να προσπαθήσουν να δώσουν στο είδος αυτό μια αίγλη που στερείται και να το βγάλουν από την ενδιαφέρουσα αλλά ρηχή κινδυνολογία. Ο δρόμος έχει ανοίξει στο αδελφό είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου πολλοί έχουν εντοπίσει την κοινωνική στροφή που έχει ήδη πάρει.
Από την κριτικογραφία ο nuwanda (book.attack.gr) τονίζει τη γόνιμη σύζευξη ιστορικής έρευνας και μυθοπλασίας στον Κονιδάρη, ο Μαμαλούκας σχολιάζει τις ομοιότητες μεταξύ του ίδιου και του Κονιδάρη και επαινεί την πλοκή του έργου (mamaloukas.blogspot.com) και το motive-and-opportunity.blogspot.com συμπληρώνει φυσικά στη λίστα των ομόθεμων βιβλίων το «Εκκρεμές του Φουκώ» του Έκο (φυσικά πιο φιλοσοφημένο). Δείτε επίσης το ιστολόγιο του ίδιου του Π. Κονιδάρη (konidaris.blogspot.com), αλλά και τις επιφυλάξεις του Κούρτοβικ (13.10.2007) για το βιβλίο του Μαμαλούκα, που καλύπτουν εν μέρει και το έργο του Κονιδάρη.

Πατριάρχης Φώτιος
24.11.2007

Tuesday, November 20, 2007

Γαλλικός: Αντώνης Σουρούνης

Αντώνης Σουρούνης: Το μπαστούνι

“Το μπαστούνι” είναι μια νουβέλα, “ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους”, όπως υποτιτλίζεται. Πρόκειται για ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1972 και επανεκδίδεται τώρα σε ένα μικρό βιβλιαράκι.
Είναι μια αλληγορική ιστορία, που διασκεδάζει τα παιδιά και προσπαθεί να δώσει μηνύματα στους μεγάλους. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα δέντρο που έγινε τραπέζι, αλλά το όνειρό του ήταν να γίνει μπαστούνι, πράγμα που εντέλει επιτυγχάνεται. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται με την αθώα ματιά ενός κομμάτι ξύλου, που δεν ξέρει τον κόσμο και ρωτά, πολλές φορές αφελώς και με περιέργεια μπροστά στο πρωτόγνωρο, για να τον γνωρίσει.
Δυστυχώς, παρόλο που κάτι λίγο θυμίζει τον γνωστό καλό Σουρούνη, είναι ένα κειμενάκι πρόχειρο και αμελέτητο. Η ιστορία δεν είναι αρραγής, η αλληγορία δεν είναι σαφής, η ανάγνωση δεν είναι ευχάριστη και βαθιά συνάμα. Αν το ενέτασσαν στην Παιδική Λογοτεχνία και μόνο εκεί, θα μπορούσε να σταθμιστεί με τους δικούς της όρους και να αξιολογηθεί αναλόγως. Τώρα το κρατάω ως πρώιμο δείγμα της πένας του συγγραφέα και ως δοκιμή σε ένα είδος στο οποίο δεν θέλησε να εμβαθύνει.
Άλλες γνώμες:
Ελένη Γκίκα, εφ. "Το Έθνος", 18.10.2007
wormreport.blogspot.com/2007/10/blog-post.html


Πατριάρχης Φώτιος
20.11.2007

Saturday, November 17, 2007

Ρακή με μέλι: Καζαντζάκης

Καζαντζακικά απανθίσματα

Έτος Καζαντζάκη και σκέφτηκα πως, ακόμα και μερικοί πιστεύουν ότι η αισθητική των μυθιστορημάτων του δεν είναι και η καλύτερη, η φιλοσοφικότητα των λόγων του, συχνά συμπυκνωμένη σε μερικές φράσεις κορύφωσης, είναι αξιοπρόσεκτη. Διάλεξα, λοιπόν, ως φόρο τιμής λίγες προτάσεις που συνοψίζουν κάποια χαρακτηριστικά μότο της σκέψης του.

“- Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
- Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δωσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
- Φτάσε όπου δεν μπορείς!”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 22)

“Ο άνθρωπος… όσο πιο πολλή σάρκα μετουσιώνει σε αγάπη, σε παλικαριά κι ελευτερία, τόσο περισσότερο γίνεται Γιος του Θεού!”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 25)

“Το πρόσωπο αυτό με όση μπορώ υπομονή, αγάπη και τέχνη να το δουλέψω. Τι θα πει να το δουλέψω; Να το κάμω φλόγα, κι αν προφτάσω, πριν να ’ρθει ο Χάρος, τη φλόγα αυτή να την κάμω φως, να μη βρει τίποτα από μένα ο Χάρος να πάρει. Γιατί ετούτη στάθηκε η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία: να μην αφήσω στο Χάρο τίποτα να μου πάρει – μονάχα λίγα κόκκαλα.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 29)

“Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα· ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 46)

“Ήρωας συνάμα και άγιος, να το απώτατο πρότυπο του ανθρώπου”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 72)

“Κάθε ράτσα και κάθε εποχή δίνει στο Θεό την εδική της μάσκα· μα πίσω απ’ όλες τις μάσκες βρίσκεται σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ράτσες, ο ίδιος πάντα Θεός.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 150)

“Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας· έχει ένα όνομα το τοπίο –το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά- συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 175)

“Μια φορά ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς, όμορφος, φαγάς, γλεντζές, με 365 γυναίκες στο χαρέμι του. Κάποτε πήγε σ’ ένα μοναστήρι, είδε έναν ασκητή: «Πόσο μεγάλη η θυσία που κάνεις!», του ’πε και τον κοίταξε με συμπόνια. «Εσένα η θυσία είναι πιο μεγάλη, βασιλιά μου», του αποκρίθηκε ο ασκητής. «Πώς αυτό; -Γιατί εγώ απαρνιέμαι τον εφήμερο κόσμο, ενώ εσύ τον αιώνιο»”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 199)

“Πηδούν στη συνείδησή όλοι οι κάποτε πιθανοί εαυτοί μας που τους σκοτώσαμε, όλα τα καλύτερα εγώ που μπορούσαμε να γίνουμε και δε γίναμε, από τεμπελιά, κακομοιριά κι αναντρία.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 433)

Πατριάρχης Φώτιος
17.11.2007

Sunday, November 11, 2007

Βότκα με λεμόνι

Περί κριτικής


Η σημασία των βιβλιοκρισιών είναι πολύ σημαντική, αφού δεν αποτελούν απλώς καταγραφή των χαρακτηριστικών ενός βιβλίου, αλλά πολύ περισσότερο συμβάλλουν στη θέσπιση κριτηρίων ποιότητας, αναδεικνύουν τα γνωρίσματα της εκάστοτε εποχής και καταθέτουν την πρώτη αντίδραση του “επαρκούς” αναγνώστη ως ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού της εποχής τους. Ο κριτικός δεν είναι διαφημιστής βιβλίων, προκειμένου αυτά να πουλήσουν, αλλά αξιολογητής· είναι το πρώτο κόσκινο που διυλίζει τη λογοτεχνική παραγωγή, προκειμένου να φανεί η πρώτη γραμμή πρόσληψης κάθε έργου.
Γι' αυτό, λοιπόν, μια βιβλιοκριτική οφείλει, αν γράφεται με περίσκεψη, να συντίθεται με άξονα το μέλλον και όχι το παρόν, με άξονα τη διαχρονία της λογοτεχνίας και όχι την τυχόν παροδικότητα των βιβλίων της.
- Ως αναγνώστες δεν θέλουμε να δίνεται έκταση στην εξιστόρηση της υπόθεσης, παρά μόνο στο ποσοστό που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την ανάδειξη των αρετών του έργου.
- Αναζητούμε μια γενικότερη τοποθέτηση, είτε στο πλαίσιο του έργου του ίδιου του λογοτέχνη, είτε –καλύτερα- στα ομοειδή του κείμενα. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τον καθένα να καταλάβει τις προσδοκίες που μπορεί να έχει από το έργο, αν λάβει υπόψη του τα προηγούμενα αναγνώσματά του.
- Δεν ζητάμε ad hoc κρίσεις και εκτιμήσεις, που κατ’ ανάγκην έχουν χαρακτήρα υποκειμενικό και εφήμερο, αλλά προτιμούμε τις θεωρητικές πρώτα συλλήψεις μέσα στις οποίες εντάσσεται και το παρόν λογοτέχνημα, κι έπειτα τις επί τούτου απόψεις. Μια κριτική που θα πεθάνει την άλλη μέρα της δημοσίευσης δεν αξίζει να την κρατήσει κανείς όχι μόνο στο αρχείο του αλλά ούτε στο νου του.
- Αρνούμαστε να πιστέψουμε στο δόγμα ότι η κριτική οφείλει να εγκωμιάσει το καθετί, μόνο και μόνο για να ανυψωθεί κι η ίδια μέσα από την καταξίωση τού εν λόγω κειμένου.
- Αποστρεφόμαστε τις εμπειρικές κριτικές όποιου τυχαίου βρήκε βήμα σε εφημερίδα ή περιοδικό. Αν εξετάσουμε ποιοι είναι κριτικοί βιβλίου, θα απογοητευτούμε με τις ειδικότητές τους, άσχετα αν είναι ή όχι καλοί. Επιπλέον, δεν δικαιούται κάθε συγγραφέας να γράφει βιβλιοκρισίες, μόνο και μόνο πουλώντας το όνομά του και όχι την τεκμηριωμένη άποψή του. Γι’ αυτό συμφωνώ με τον Γ. Ξενάριο (διαβάζω, τευχ. 479, Νοέμβριος 2007, σελ. 36-37), που καταρρίπτει τον μύθο πως μόνο όσοι γράφουν λογοτεχνία -και μάλιστα καλή- μπορούν να κρίνουν τους άλλους. Δεν εμπιστευόμαστε έναν γιατρό, επειδή πέρασε κι αυτός από την ίδια αρρώστια, ούτε έναν σεισμολόγο, επειδή το σπίτι του πλήγηκε από τον σεισμό, αλλά επειδή έχουν σπουδάσει και καταρτιστεί σ’ αυτά.
- Απαυδούμε με τις κριτικές κολακείας· συμφωνώ με την Κ. Σχινά (Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 2/11/2007) ότι κάθε αρνητική κριτική είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας. Αντίθετα, μια αρνητική κριτική συχνά είναι προς όφελος και του ίδιου του συγγραφέα αλλά και της αναγνωστικής μας αυτογνωσίας.



Υποστηρίζεται εκτενώς ότι ο κριτικός αναλαμβάνει να σώσει την κριτική. Η γνώμη μου είναι ότι πρώτα πρέπει να σώσει τη λογοτεχνία κι αυτό θα το πετύχει, αν δεν καταφεύγει σε βερμπαλισμούς μόνο και μόνο για να χρίσει αυθεντίες τις απόψεις του, αλλά αν με σύστημα μεταφέρει τα πορίσματα μιας σθεναρής κριτικής ματιάς –αν είναι αρδευμένη από τη θεωρία της λογοτεχνίας λ.χ. ακόμα καλύτερα- στον αναγνώστη, φυσικά εκλαϊκευμένα. Γι' αυτό το αίτημα κάθε φιλαναγνώστη είναι να εκτιμήσει το κείμενο που κρίνεται βάσει γενικότερων κριτηρίων και παραμέτρων και όχι με γνώμονα την υποκειμενικότητα κάθε σχετικού ή άσχετου. Τελικό συμπέρασμα νομίζω πως είναι ότι μια κριτική που σέβεται τον εαυτό της βοηθάει τον αναγνώστη να κρίνει ο ίδιος με βάση τη πολύπλευρη βάση κι όχι να του υποβάλλει την εμπειρική τοποθέτηση του κριτικού.

Πατριάρχης Φώτιος
10.11.2007

Friday, November 09, 2007

Εσπρέσσο: Μ. Μιχαηλίδης

Μάριος Μιχαηλίδης, “Ο Οστεοφύλαξ”
Ο συγγραφέας είναι γνωστός Κύπριος ποιητής, ο οποίος μεταφέρει τα μυστικά της ποίησης στην πεζογραφία. Κι όταν αναφέρομαι σε μυστικά, εννοώ πρώτιστα τη γλώσσα, που χαρακτηρίζει αυτή του τη νουβέλα· μια γλώσσα ελαφρώς λόγια, που λόγω του θέματος μιμείται το εκκλησιαστικό ύφος και παραπέμπει συνεχώς στην Αγία Γραφή και στην υμνογραφία. Ο αφηγητής παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την οπτική γωνία του Οστεοφύλακα μιλά αναλόγως σε μια ιδιόλεκτο που ταιριάζει σε όσους σχετίζονται με την εκκλησία, μια γλώσσα η οποία ακροβατεί σε δύο άκρα, στην καθαρεύουσα και στη δημοτική, ως ένα είδος εμμονής και συνάμα σαρκασμού της «ενιαίας και αδιαίρετης γλωσσικής παράδοσης».
Ο ήρωας θεωρεί τον εαυτό του εγγυητή της τάξης στο οστεοφυλάκιο, όπου καμία εύνοια ή χρηματισμός δεν μπορεί να διαταράξει την τάξη των οστεοκιβωτίων και δη των νεκρών. Ο μητροπολίτης, οι πενθούσες χήρες, ο εκταφέας Μανωλάκης και ένα σωρό άλλοι παροικούντες το νεκροταφείο προσπαθούν να αλλοιώσουν την ευταξία του βασιλείου του, αλλά αυτός δεν αφήνει να μετακινηθεί ούτε ένα ιώτα· και κυρίως την αγιογραφία που κοσμεί τον τοίχο, έργο του εκ Κοζάνης καταγόμενου Γεωργίου Πιφλιτζή. Στο τέλος Βούλγαροι πράκτορες που θα αναλάβουν την αποκατάστασή της θα καταφέρουν -σε μια μισονειρική κατάσταση- να αλλάξουν το όνομα σε Γκεόργκι Πίφλι, επιτιθέμενοι ευθέως κατά της ελληνικότητας του χώρου.
Ο αναγνώστης είναι σε θέση να αναγνωρίσει την ειρωνεία που κυριαρχεί στη νουβέλα, σ’ αυτό το καυστικό αφήγημα για τη νεοελληνική κοινωνία. Όλη αυτή η μακαριότητα και η ασημαντότητα της γειτνίασης νομιμοφρόνων και κομμουνιστών είναι πλέον ορατή. Ο οστεοφύλακας διατηρεί έναν θώκο χωρίς ουσία, μια θέση που δεν τη ζηλεύει κανείς, ενώ ο ίδιος πασχίζει να φανεί αντάξιος της αποστολής του. Από την άλλη, μπορεί κανείς να δει μια αλληγορία για το θάνατο, τη θέση της εκκλησίας, την ελληνοπρέπεια πολλών που θεωρούν απειλή ό,τι διασαλεύει μια νεκρή παράδοση. Ειδικά το τελευταίο κάνει το έργο μια διαχρονική απεικόνιση του νεοελληνικού βίου και της σχέσης του με το αρχαίο (βλ. τη διακειμενικότητα με την Παλατινή ανθολογία) και το βυζαντινό παρελθόν. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη μυθοπλασία με πολλές προεκτάσεις.

Επιχείρησα να γράψω μια παρωδία κριτικής, όπου τίποτα να μην είναι ψέματα, αλλά και τίποτα να μην εξάγεται από το βιβλίο. Έβαλα το ευφάνταστο μυαλό μου να μπει στη θέση ενός εξίσου επινοητικού κριτικού, ο οποίος πίσω από μια ημι-βαρετή αφήγηση θα οραματιζόταν βαθύτερα νοήματα και εξαιρετικές αλληγορίες… Ελπίζω να μην τα δω όλα αυτά στις εφημερίδες σύντομα!!! (Οι φράσεις σε πλάγια είναι ειλημμένες από όσα έχουν ως τώρα δημοσιευτεί για το έργο)
Πατριάρχης Φώτιος
9.11.2007

Sunday, November 04, 2007

Κυριακάτικος καφές: Χατζηδημητρίου

Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο

Τη Χατζηδημητρίου τη γνωρίσαμε με επιστολικά κείμενα στο “Απόντος του παραλήπτου” (2000), όπου η στοχαστική συναντούσε την ποιητική διάθεση. Το ίδιο ύφος επαναλαμβάνεται και τώρα με ένα βιβλίο χωρισμένο σε δύο μέρη: τα κείμενα του πρώτου, μικρά και συγκεκριμένα, θα τα χαρακτήριζα ποιητικά πεζά, όπου προσωπικές σκέψεις εκφράζονται με την συνυποδήλωση του συνειρμού και του συναισθήματος. Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από ιστορικά διηγήματα, όπου η ποιητική ατμόσφαιρα εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ταυτόχρονα η πλοκή συγκρατεί και τον αναγνώστη πεζογραφίας. Είμαι πολύ επιφυλακτικός για τον υβριδισμό πεζογραφίας και ποίησης, εκτός αν το δείγμα καταφέρει να συγκεράσει πετυχημένα τα ετερόκλητα αυτά μέρη. Εδώ δεν έμεινα ευχαριστημένος. Το πρώτο από τα διηγήματα είχε μια εσωτερική δύναμη μέσα στον συμβολισμό και στην προβληματική του και αυτό το κρατώ ως καλό δείγμα της προσπάθειας της συγγραφέως.
Πατριάρχης Φώτιος
4.11.2007

Wednesday, October 31, 2007

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Συνέδριο Νίκου Καζαντζάκη
Έτος Καζαντζάκη φέτος και διοργανώνεται Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών από την Πέμπτη 1 Νοεμβρίου ως το Σάββατο 3 Νοεμβρίου.
Την Πέμπτη το απόγευμα (19.00) θα μιλήσει ο Peter Bien και έπειτα θα προβληθεί το ντοκυμανταίρ του Λ. Χαρωνίτη για τον Καζαντζάκη.
Την Παρασκευή έχουν προγραμματιστεί ομιλίες όλη τη μέρα για τα μυθιστορήματα του συγγραφέα, την Ασκητική, στην Αναφορά στο Γκρέκο κ.ά., ενώ το βράδυ στις 20.00 οργανώνεται στρογγυλή τράπεζα με Γ. Γραμματικάκη, Δ. Καλοκύρη, Μ. Πρατικάκη, Κ. Αγγελάκη-Ρούκ και Ρ. Γαλανάκη.
Το Σάββατο (πρωινές ώρες) συζητούνται οι φιλοσοφικές απόψεις του Καζαντζάκη, το θεατρικό του έργο κ.ά.

Πατριάρχης Φώτιος
31.10.2007

Saturday, October 27, 2007

Βότκα πορτοκάλι. Κριτικοί

Κριτικοί ελληνικής πεζογραφίας

Το Κατοικίδιο έκανε μια πολύ εύστοχη κίνηση: επιχείρησε να θέσει σε κριτική τους κριτικούς (της νεοελληνικής πεζογραφίας) και να αξιολογήσει τη γραφή τους. Η ιδέα του μπορεί να βοηθήσει να σταθμιστεί η νεοελληνική κριτική, να φανούν οι δυνατότητες και οι αδυναμίες της και να χαρτογραφηθεί η εμβέλειά της. Σε βοήθεια του εγχειρήματος σχολιάζω τον κατάλογο των βιβλιοκριτικών του (τα σχόλιά μου με μπλε στοιχεία) και αντιπροτείνω και άλλα ονόματα με τα έντυπα στα οποία αρθρογραφούν:

Ερώτηση 1η: Από τη στιγμή που στη λίστα δηλώνεται ότι περιέχονται όσοι βιβλιοκρίνουν κι όχι όσοι βιβλιοπαρουσιάζουν, πώς παρεισφρέουν άτομα με τη δεύτερη ιδιότητα;
Ερώτηση 2η: δεν περιλαμβάνει τους πανεπιστημιακούς, γιατί δεν “τον πείθουν ως βιβλιοκριτικοί και γι’ αυτό δεν τους περιέλαβε εξαντλητικά” (δεν περιέλαβε κανέναν). Μήπως ζούμε στην εποχή του εμπειρισμού και μόνο (βιβλιοκριτικός = εμπειριστής αναγνώστης χωρίς κατάρτιση);

Η λίστα από το: kritikohroma.blogspot.com:
Αλέξης Ζήρας
Ελένη Γκίκα
Κατερίνα Σχινά (συνήθως γράφει για τη μεταφρασμένη ξενόγλωσση λόγοτεχνία)
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Δημοσθένης Κούρτοβικ
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Γιώργος Βέης
Βασίλης Καλαμάρας (δημοσιογράφος-βιβλιοπαρουσιαστής, αλλά όχι κριτικός)
Λίνα Πανταλέων
Τάκης Θεοδωρόπουλος (βιβλιοπαρουσιαστής με άποψη, αλλά όχι κριτικός)
Τιτίκα Δημητρούλια
Πέτρος Τατσόπουλος (βιβλιοπαρουσιαστής, ενίοτε με άποψη (κριτικός;)
Χρήστος Αστερίου (πού τον συνάντησε κριτικό; με ποια συχνότητα;)
Γιώργος Αράγης
Κώστας Κατσουλάρης
Ελισάβετ Κοτζιά
Δημήτρης Ραυτόπουλος
Γιώργος Κορδομενίδης (περιστασιακά)
Σταυρούλα Σκαλίδη
Αναστάσης Βιστωνίτης (συγγραφέας; δοκιμιογράφος; κριτικός;)

Άλλα ονόματα που με λίγο ψάξιμο βρήκα (βάζω ερωτηματικό όπου έχω κάποιες αμφιβολίες: είναι βιβλιοπαρουσιαστής ή κριτικός;, έχει τακτική παρουσία; κλπ.):
Γ. Ξενάριος (Ελευθεροτυπία, διαβάζω) ομολογώ ότι μερικές φορές έχει πολύ οξυδερκή όσφρηση και σημαντικά επιχειρήματαΕ. Χουζούρη (Ελευθεροτυπία [και αλλού;])
Δ. Μαμαλούκας (Αυγή) (;)
Ε. Γαραντούδης (Τα Νέα) πανεπιστημιακός που ξέρει να διαβάζει λογοτεχνία και να την αναλύει, χωρίς να συμφωνώ πάντα με τις επιλογές τουΗ. Μαγκλίνης (Η Καθημερινή) (;)
Γ. Μπασκόζος (Εξπρές) (κριτικός ή δημοσιογράφος-βιβλιοπαρουσιαστής;)
Χ. Σπυροπούλου (;)
Μ. Φάις (Εντευκτήριο, τουλάχιστον παλαιότερα)
Μ. Στασινοπούλου (Εντευκτήριο) σταθερή παρουσία, άλλοτε με καλά σημάδια κι άλλοτε με μέτρια
Ε. Μπέλλα (Βραδυνή) δεν έχω σαφή γνώμη, αλλά έχω ακούσει καλά λόγια
Ο κατάλογος μπορεί να γίνει πολύ ευρύτερος (και ουσιαστικότερος, αν ξεχωρίσουμε το στάχυ από την ήρα), αλλά χρειάζεται ενδελεχέστερη έρευνα και επιτέλους μια Ιστορία της νεοελληνικής κριτικής. Φυσικά τα μεγάλα ονόματα της νεοελληνικής κριτικής, που καθορίζουν ως ένα σημείο και τον ορίζοντα της εποχής, υπάρχουν στον κατάλογο του Κατοικίδιου. Η συνεισφορά των αναγνωστών είναι να προτείνουν και άλλους ή να διαφωνήσουν με μερικούς απ΄αυτούς, είτε στη λίστα του Κατοικίδιου είτε στη δική μου προσθήκη.

Πατριάρχης Φώτιος
27.10.2007

Tuesday, October 23, 2007

Mocca: Δ. Σιατόπουλος

Δ. Σιατόπουλος, “Ελ Γκρέκο: ο ζωγράφος του Θεού”

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1974 και ξαναήρθε στο προσκήνιο με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη από τον Γ. Σμαραγδή. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το σενάριο απέχει πολύ από το μυθιστόρημα (γεγονός καθόλου αξιοκατάκριτο): είναι πιο γρήγορο, πιο αλματώδες, αποσιωπά τις διάφορες ερωτικές περιπέτειες του Δομήνικου στην Κρήτη και στη Βενετία κρατώντας μόνο τη Βενετή αρχόντισσα και την Ισπανίδα σύντροφό του, εμβάλλει τον καθοριστικό ρόλο του καθολικού αρχιεξεταστή Νίνιο Γκουεβάρα κ.ά. Μιλάμε επομένως για δύο διαφορετικές αφηγήσεις. Θα ξεκινήσω από την ταινία:
Υπερπαραγωγή εποχής με εξαιρετικά κοστούμια, σκηνικά και φωτογραφία. Αυτό και μόνο κάνει τον θεατή να μαγεύεται από το σύνολο της ταινίας και να βυθίζεται στην παρακολούθησή της. Ο Έλληνας που διαπρέπει στο εξωτερικό είναι θέμα εθνικής υπερηφάνειας που κάπως συγκινεί (στο βιβλίο βέβαια η ίδια η γλώσσα, ελληνική με στρογγυλεμένες καταλήξεις και ιταλικά στοιχεία, δημιουργεί ατμόσφαιρα, καθώς προσπαθεί να αναπλάσει τη γλώσσα των Κρητικών της εποχής, λίγο πριν την Κρητική Αναγέννηση του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης). Οι ηθοποιοί γενικά έπαιζαν καλά –ξεχωρίζω τον πρωταγωνιστή Nick Ashdon που ως physic αλλά και ως ταμπεραμέντο ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά –και κάτι παραπάνω- στον ρόλο του, με πολύ καλή εξίσου παρουσία του ηθοποιού που ενσάρκωνε τον Ισπανό Ιεροεξεταστή. Τέλος μικρά σκηνοθετικά-σεναριακά ευρήματα δικαιώνονται όπως ο σύντροφος Νικολιός που διαβάζει τις σπάλες ή η αλληγορία του συμπλέγματος του Λαοκόωντα.
Από εκεί και πέρα, η ταινία κινήθηκε σε πολύ μέτρια επίπεδα, κυρίως λόγω της έλλειψης εσωτερικής δραματικότητας. Ο κινηματογραφικός Ελ Γκρέκο δεν είχε στίγμα, αφού ο Σμαραγδής προσπάθησε να συνθέσει έναν ηρωικό, αντισυμβατικό και αντικομφορμιστή άνθρωπο, που συγκρούεται με το κατεστημένο της εποχής, δηλαδή την Ιερά Εξέταση, με τον λόγο του, τη στάση του, τη διαφορετική σύλληψη της πραγματικότητας. Έριξε δηλαδή το βάρος στην αντικληρική του δράση με κέντρο την εν γένει αντιδραστικότητά του. Απέτυχε ωστόσο να καταδείξει ότι αυτά όλα τα είχε στο έργο του. “Βλάσφημος” και εξτρεμιστικός στη ζωή, αλλά όχι στους πίνακές του. Όλες οι κατηγορίες της Ιεράς Εξέτασης για το έργο του δεν έπειθαν κανέναν θεατή. Καμία καινοτομία της ζωγραφικής του δεν φάνηκε να ξεχωρίζει από τα έργα των συγχρόνων του, κανέναν νεωτερισμό που να δείχνει αυτό το ατίθασο πνεύμα του Θεοτοκόπουλου δεν είδαμε στους πίνακές του. Ή καλύτερα τίποτα τέτοιο δεν μας έδειξε ο σκηνοθέτης, ώστε να μας πείσει για την πρωτοπορία του ζωγράφου. Ο Σμαραγδής μετέφερε με άλλα λόγια την ανατρεπτική διάθεση της τέχνης του Ελ Γκρέκο στην εξωτερική αντίδραση του ίδιου του καλλιτέχνη και όχι στα έργα του. Παρουσίασε έναν ήρωα σύγχρονης κοπής και όχι έναν ανανεωτικό ζωγράφο.
Από αυτήν την άποψη το βιβλίο είναι πολύ πιο καίριο. Παρά τις όποιες ατέλειές του ως μιας παραδοσιακής μυθιστορηματικής βιογραφίας, το έργο του Σιατόπουλου στήνει μπροστά στον αναγνώστη μια συνεπή προς τον εαυτό της πραγματικότητα. Ο μυθοπλαστικός Ελ Γκρέκο είναι ρηξικέλευθος, γιατί καταφέρνει στο έργο του να συνενώσει τον ανατολικό μυστικισμό με τη δυτική τεχνοτροπία, να ξεφύγει από τον “νατουραλισμό” του 16ου αιώνα και να πρωτοπορήσει ενδυναμώνοντας τη ζωγραφική με εσωτερικότητα και ανάταση. Αυτήν την ανάταση μάλιστα την κατορθώνει με τις ψιλόλιγνες φιγούρες που τείνουν προς τα πάνω σαν να εξαϋλώνονται. Στο βιβλίο το βάρος πέφτει στον ζωγράφο Θεοτοκόπουλο και όχι στον άνθρωπο, ή καλύτερα όσα αφορούν στον άνθρωπο αποκαλύπτονται και μέσα στην τέχνη του. Ακόμα και μπροστά στην Ιερά Εξέταση βλέπουμε κρίση τεχνοτροπίας (και ορθόδοξου δόγματος που σέβεται πλήρως τη θρησκεία) και νεωτερισμούς ως προς την καλλιτεχνική παράδοση.
Βεβαίως, δεν κρίνουμε τι απ’ όσα διαβάζουμε ή βλέπουμε ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Κρίνοντας την ταινία ή το βιβλίο αυτόνομα, μας νοιάζει αν η ηρωοποίηση έγκειται στην ευρύτερη αντίδραση του Ελ Γκρέκο ή στην καταξίωση της τέχνης του που προκύπτει από τις καινοτόμες συλλήψεις και εκτελέσεις. Ο προβληματισμός που μένει είναι αν τελικά η κινηματογραφική εικόνα μπορεί να αποδώσει την εσωτερικότητα της λογοτεχνίας και την καλλιτεχνική επαναστατικότητα της ζωγραφικής.

Πατριάρχης Φώτιος
23.10.2007

Tuesday, October 16, 2007

Μεξικάνικος καφές: Ελ. Ζαχαριάδου

Ελένη Ζαχαριάδου, Η μαμά δε λέει ψέματα ποτέ

Δεύτερο βιβλίο της νεαρής συγγραφέως που είχε πείσει για το πρώτο της: “Τα γλυκά του κουταλιού” (2003) ήταν πέντε αφηγήσεις για ανθρώπους που βίωναν μια διαφορετική μορφή ανελευθερίας και δυστυχίας με άξονα ένα γλυκό του κουταλιού. Η Ζαχαριάδου έπλασε με καθημερινό υλικό απλές ιστορίες που συγκινούν χωρίς μελοδραματισμούς, με σταθερό τέμπο και αδρή στο περίγραμμά της πλοκή. Οι ήπιοι τόνοι δεν αφήνουν έντονη γεύση παρά μόνο τη γλυκόπικρη αίσθηση της ζωής.Στο παρόν βιβλίο της ασχολείται με την περίπτωση ενός ατόμου με ατροφία και κινητικά προβλήματα. Ο Πέτρος κρατάει το πτώμα του νεκρού πατέρα του θαμμένο στον κήπο και ταυτόχρονα προσπαθεί να αμυνθεί στην έξωση που του γίνεται. Η νουβέλα κινείται σε δύο επίπεδα: στο παροντικό και στο παρελθοντικό, όταν ζούσαν και οι δύο γονείς του. Τότε η μητέρα του προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον ρίξει στη ζωή, να τον βγάλει από τη μεμψιμοιρία και τη μιζέρια, ενώ ο πατέρας του ήταν πιο νωθρός και στατικός. Το έργο τελειώνει με την αποκάλυψη του γιατί άφησε το πτώμα του πατέρα του στον κήπο χωρίς να το δηλώσει, μια εξήγηση που δεν προκαλεί το μεγάλο «α» της έκπληξης. Η πλοκή και η κορύφωση των επεισοδίων δεν είναι στα φόρτε της πεζογράφου, αλλά η συγκίνηση και η ευαισθητοποίηση που το βιβλίο προκαλεί κερδίζει εν μέρει τον αναγνώστη. Ωστόσο, δεν είδα σημαντικά βήματα εξέλιξης στη γραφή της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να τα κάνει στο μέλλον.
Πατριάρχης Φώτιος
16.10.2007

Sunday, October 14, 2007

Ειδήσεις του Οκτωβρίου

Ειδήσεις του Οκτωβρίου

ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ 11, ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.
Η βρετανίδα συγγραφέας Doris Lessing στα 88 της χρόνια είναι η κάτοχος του Νομπέλ Λογοτεχνίας 2007. Εκτός από «επική ποιήτρια της γυναικείας υπόστασης, η οποία υπέβαλε σε λεπτομερή, παθιασμένη και αισιόδοξη εξέταση μια κουλτούρα διαιρεμένη» η Ντόρις είναι και η γηραιότερη τιμωμένη με το βραβείο. Το προνόμιο κατείχε ως σήμερα ο τιμημένος στα 85 του Theodor Mommsen το 1902. Το πρώτο της μυθιστόρημα The grass is singing δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το 1949, αφότου η συγγραφέας μετακόμισε στην Ευρώπη, όπου και παρέμεινε έκτοτε. Αξιοσημείωτο είναι ότι αρνήθηκε τον τίτλο της Dame ενώ αποδέχθηκε εκείνον της Κυρίας των Τιμών. Τα λογοτεχνικά βραβεία που έχει παραλάβει είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: Somerset Maugham Award (1954), Prix Medicis etranger (1976), Shakespeare-Preis der Alfred Toepfer (1982), Premio Grinzane Cavour (1989), Los Angeles Times Book Prize (1995), David Cohen British Literary Prize (2001), S.Τ. Dupont Golden ΡΕΝ Award (2002) και φυσικά Nobel Prize (2007).
(Νίκος Μπακουνάκης, Το Βήμα, 14.10.2007)


Για τον Νίκο Εγγονόπουλο
Το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας συμμετέχει στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, τον Οκτώβριο, με δύο αφιερώματα. Το πρώτο, με τίτλο «Μιλάμε για τον Νίκο Εγγονόπουλο», θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις και απαγγελίες συνοδεία μουσικής, το δεύτερο θα καταγράψει μία ανίχνευση των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου, με τη βοήθεια του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, της Εριέττας Εγγονοπούλου, του συγγραφέα Σάββα Μιχαήλ κ.ά. Την επιμέλεια του αφιερώματος έχει ο Κώστας Καναβούρης, ενώ ποιήματα θα μεταδίδονται σποραδικά, κατά τη διάρκεια του προγράμματος, σε απαγγελία Θοδωρή Γκόνη.
(Το Βήμα, 14.10.2007)

Διά την αντιγραφήν
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, October 10, 2007

Γλυκύς βραστός: Ξ. Μπρουντζάκης

Ξενοφών Μπρουντζάκης, Οι καλύτερες μέρες

Η υπόθεση συνδέει τους (εφήμερους και αμοραλιστικούς) έρωτες της πρωταγωνίστριας με την ιστορία της οικογένειάς της που ξεκινά από τον Μεσοπόλεμο και φτάνει ως τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση. Η πλοκή ανυπόστατη (γραμμική και αδιάφορη), η ατμόσφαιρα δήθεν γεμάτη προβληματισμό αλλά κατά βάθος ανούσια, ένα είδος ταξιδιού αυτογνωσίας (λέμε τώρα), η ανάγνωση βαρετή και καταναγκαστική. Ο συγγραφέας πρέπει να μάθει πώς να δένει την προσωπική με την εθνική ιστορία δημιουργώντας ταυτόχρονα πλοκή και δράση, ενώ θα πρέπει να πάψει να γράφει με το «κάποιος», αόριστα και γενικόλογα, χωρίς συγκεκριμένα περιστατικά και ονόματα που θα δώσουν την αληθοφάνεια στη μυθοπλασία.

Πατριάρχης Φώτιος
10.10.2007

Saturday, October 06, 2007

Καφές με βότκα: Μ. Καραγάτσης

Μ. Καραγάτσης, “Γιούγκερμαν”

Η τηλεοπτικοποίηση του Καραγάτση συνεχίζεται με ένα έργο που διαθέτει όσα θέλει ο μέσος τηλεθεατής: δράση, σκηνικά και κοστούμια εποχής, φαύλα πρόσωπα και αήθικες καταστάσεις που δημιουργούν συγκρούσεις. Γι’ αυτό διάλεξαν άλλωστε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπως και το “10”, και όχι λ.χ. τη “Μεγάλη χίμαιρα”, το καλύτερο κατά τη γνώμη μου έργο του συγγραφέα, το οποίο ωστόσο είναι βαθύτερα ψυχολογικό και λιγότερο κινηματογραφικό σε εξωτερική δραματικότητα.
Ο “Γιούγκερμαν” (1940-1941) παρουσιάζει την ταραχώδη ζωή ενός Ρώσου (;) φινλανδικής καταγωγής, γόνος ανώτερης οικογένειας, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα, όπου και έμεινε, μεταφέροντας στον περίγυρό του τον αμοραλισμό με τον οποίο μεγάλωσε. Η αφηγηματική άνεση του λογοτέχνη, οι ρεαλιστικές αλλά καθόλου κουραστικές λεπτομέρειες, το μωσαϊκό των προσώπων, αλλά και η δραματική γραφή του κερδίζει τον αναγνώστη. Ο Καραγάτσης στήνει τον ήρωά του πάνω σε φροϋδικές και γιουγκικές θεωρίες γύρω από το ένστικτο της ηδονής και της υπεροχής, τα οποία πραγματώνονται μέσα σε έντεχνα προδιαγεγραμμένες καταστάσεις. Το δεύτερο μισό κερδίζει και σε εσωτερική δραματικότητα, γεγονός που επιπλέον του προσδίδει βάθος και αισθαντικότητα. Ο όγκος του δίνει απόλαυση στην ανάγνωση, αν και ξεδιπλώνονται αμέτρητες παράμετροι που δεν υπηρετούν την πλοκή, εκτός κι αν συμβάλλουν στην απόδοση της ατμόσφαιρας και της ψυχολογίας του πρωταγωνιστή.
Γενικότερα, ο Καραγάτσης δημιουργεί για άλλη μια φορά έναν αντι-ήρωα, ο οποίος καταστρατηγώντας ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες καταφέρνει και ανελίσσεται κοινωνικά. Το πρώτο επεισόδιο της σειράς στον ANT1 ακολουθεί την αφηγηματική σειρά ξεκινώντας από το ταξίδι του Βάσια Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν στην Ελλάδα, το οποίο διακόπτεται με αναδρομές στην παιδική του ηλικία στη Φινλανδία και στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε.
Υποσημείωση: δεν προτείνω ανεπιφύλακτα τα σήριαλ· κάθε άλλο, αφού τα βαριέμαι και πολλές φορές αγανακτώ με τη φιλοσοφία τους. Απλώς, δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουμε και να ξαναδούμε το λογοτεχνικό έργο.


Πατριάρχης Φώτιος
6.10.2007

Wednesday, October 03, 2007

Μπέιλι: λογοτεχνία και κινηματογράφος

Η λογοτεχνία στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη
Η συζήτηση ξεκίνησε από την τηλεοπτικοκοποίηση του μυθιστορήματος «10» του Μ. Καραγάτση, που παίζεται αυτήν την εποχή στον Alpha. Συνεχίστηκε με την κινηματογραφική γραφή του «Σμήνους» του Φρ. Σέτσινγκ. Στις δύο αυτές καταχωρίσεις διεξήχθη ένας διάλογος που άνοιξε το ευρύ θέμα του κατά πόσο ένα πεζογράφημα κερδίζει ή χάνει από τη μεταφορά του στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη.
Από τη μία η κινηματογραφική εκδοχή αποτελεί και άνοιγμα στο ευρύ κοινό που αφενός θα έλθει σε γνωριμία με το έργο –έστω και σε άλλη “εκτέλεση”- και αφετέρου ίσως θα επιστρέψει στο βιβλίο για να το διαβάσει. Παράλληλα, ο σεναριογράφος με τον σκηνοθέτη αποτελούν κι αυτοί ένα είδος αποδέκτη της αφήγησης του μυθιστορήματος και επομένως ένα είδος πρόσληψης του έργου. Σ’ αυτήν την πρόσληψη έχουμε και την ερμηνεία τους, η οποία προβάλλεται εντέλει στον (τηλε)θεατή. Ο κινηματογράφος δηλαδή αποτελεί και επανανάγνωση του λογοτεχνήματος.
Από την άλλη, οι κατήγοροι του όλου εγχειρήματος βλέπουν ειδικά στα σήριαλ εκείνη εμπορευματοποίηση που μετατρέπει ένα έργο τέχνης σε φτηνό καταναλωτικό προϊόν που εμβάλλει τις διαφημίσεις και τη φιλοσοφία του καναπέ στη σύνολη ατμόσφαιρα. Ακόμη περισσότερο η “φιλμοποίηση” της πεζογραφίας συνήθως δεν ερμηνεύει αλλά αλλοιώνει, παραχαράσσει, διαστρεβλώνει το νόημα του κειμένου, εκχωρώντας δικαιώματα σε εκδοχές πολύ διαφορετικές από το πρωτότυπο έργο.
Περιμένω με ειλικρινή περιέργεια τη γνώμη των μεν και των δε.
Πατριάρχης Φώτιος
3.10.2007

Sunday, September 30, 2007

Mocca: Φρανκ Σέτσινγκ

Φράνκ Σέτσινγκ, “Το σμήνος
Θυμίζω ένα παλιό σύντομο ανέκδοτο: ρωτά κάποιος έναν γνωστό του αν διάβασε το Χ βιβλίο κι ο τελευταίος του απαντά: «Όχι, περιμένω να βγει σε ταινία». Αυτό θα μπορούσε να ισχύει και για το «Σμήνος», εφόσον ο συγγραφέας του το έγραψε εμφανώς επηρεασμένος από τις ταινίες του Χόλλυγουντ με ανάλογο περιεχόμενο και με ανάλογο τρόπο.
Ένα βιβλίο 1021 σελίδων που γίνεται μπεστ-σέλλερ, έστω και στη Γερμανία, όπου η αναγνωσιμότητα είναι σαφώς πιο υψηλή, είναι αξιοπρόσεκτο. Πρόκειται για ένα μελλοντολογικό κείμενο βιολογικής καταστροφολογίας· με πιο απλά λόγια αφορά στην απειλή της ανθρωπότητας από μια νοήμονα μορφή ζωής, τους “Υρρ”, οι οποίοι είναι εξελιγμένοι μικροοργανισμοί που ζούσαν στα βάθη της θάλασσας και αποφάσισαν να στραφούν εναντίον του ανθρώπου και των παρεμβάσεών του στη φύση.
Ο συγγραφέας διάβασε πολύ και ενημερώθηκε από ειδικούς ποικίλων επιστημών. Το αποτέλεσμα είναι ένα κράμα επιστημονικής και κινηματογραφικής γραφής, όπου η ταχύτητα της δράσης συνδυάζεται με τα πορίσματα των ερευνών και η αγωνία για την αναμέτρηση των ανθρώπων και των Υρρ κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Στρατιωτικοί και επιστήμονες ενώνουν τις δυνάμεις τους –η ενότητα δεν είναι δεδομένη, από τη στιγμή που οι ηγεμονιστικές τάσεις της Αμερικής υπονομεύουν την όλη προσπάθεια-, για να κατανοήσουν τον τρόπο σκέψης και δράσης του νέου εχθρού και έπειτα να βρουν τρόπο να εξουδετερώσουν τους κινδύνους που εκπέμπει (επιτιθέμενες φάλαινες, δηλητηριώδεις τσούχτρες, οδοντοφόρα σκουλήκια, τοξικές άλγες κλπ.).
Ο αναγνώστης δεν θα βαρεθεί, ειδικά αν έχει πέρα από την περιέργεια για το τέλος και την επιστημονική όρεξη να μάθει μέσα από την αφήγηση.
Ιστολόγια που ασχολήθηκαν με το βιβλίο: mamaloukas.blogspot.com (30.7.2007), dchristof.blogspot.com (4.9.2007). Κριτικοί: Παπαγιαννίδου, Το Βήμα, 1.7.2007, Μουσουράκη, Ελευθεροτυπία, 22.7.2007, Τριανταφύλλου, Ελευθεροτυπία, 7.8.2007 και Πιμπλής, Τα Νέα, 15.9.2007.

Πατριάρχης Φώτιος
30.9.2007

Thursday, September 27, 2007

Ελληνικός βαρύς: Μ. Καραγάτσης

Μ. Καραγάτσης, “Το 10”

Αφορμή φυσικά στάθηκε το σημερινό πρώτο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς του Alpha, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Καραγάτση, το οποίο άφησε ημιτελές το 1960, όταν πέθανε. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-μωσαϊκό μιας πολυκατοικίας και της λαϊκής γειτονιάς που την περιβάλλει. Η υπόθεση αποτελείται στην ουσία από μια πανσπερμία μικρο-ιστοριών απλών ανθρώπων που ζουν με κοινό παρονομαστή τη φτώχια. Καθένας από αυτούς προβάλλεται με τις άπειρες μικρές και μεγάλες κακίες του, καθένας ζει την απλή ζωή του, όπου ο αήθικος Καραγάτσης έχει ενσπείρει τη φαυλότητα και τη ζωώδη προσπάθεια για επιβίωση.
Το 10 είναι ένας μικρόκοσμος συμπυκνωμένος σε μια λαϊκή συνοικία, όπως ανάλογο μικρόκοσμο προσπάθησε να κάνει αργότερα ο Μουρσελάς. Το εύρημα μιας πολυκατοικίας που αποτελεί ένα σύνολο ετερόκλητων ανθρώπινων μοιρών συναντάται στο “Ζωή οδηγίες χρήσεως” του Ζορζ Περέκ ή στο πρόσφατο “Μέγαρο Γιακουμπιάν” του Αιγύπτιου Αλ Ασουάνι κ.ά. Σε ένα μικρό χωροχρόνο ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει στιγμιότυπα μιας ολόκληρης εποχής και κοινωνίας.
Το σήριαλ αποτυπώνει τη λαϊκότητα σε όλες τις εκδοχές της: μιζέρια, αυθεντικότητα, ντομπροσύνη, χαμέρπεια, εξευτελισμός, ερωτισμός, πορνεία, ξεπεσμός, ταπεινή καλοπέραση, ξεκατίνιασμα, πειραιώτικες κουβέντες, νταηλίκι… Ο Καραγάτσης κατ’ ιδεολογία αμοράλ, όπως έχει σημειωθεί, στήνει μικρές ατιμίες και μεγάλα πάθη, δείχνοντας στον καθρέφτη όλα τα ζωώδη ορμέμφυτα κάτω από τη δήθεν τίμια επιφάνεια της αξιοπρέπειας. Φυσικά δεν διαβάζει κανείς Καραγάτση για να βρει πρότυπα κοινωνικής συμβίωσης, ούτε για να πειστεί ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον κτηνώδη εαυτό του· περισσότερο σαγηνεύει η μαγεία της αφήγησής του στη μεγάλη της ποικιλία και η ψυχολογική αποτύπωση μύχιων επιθυμιών και κρυμμένων προθέσεων που χαρακτηρίζουν συχνά το ανθρώπινο γένος.

Πατριάρχης Φώτιος
27.9.2007

Monday, September 24, 2007

Μοχίτο: Έκθεση Βιβλίου

Λίγες σκέψεις ενός περιπλανώμενου φιλαναγνώστη


1. Η βόλτα αυτή καθεαυτή στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αεροπαγίτου κάτω από την Ακρόπολη είναι μοναδική. Όταν συνδυάζεται και με την έκθεση, γίνεται κάτι παραπάνω (Δηλώνω εδώ την αντίθεσή μου στην απόφαση κατεδάφισης δύο κτηρίων με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, για να είναι απρόσκοπτη η θέα της Ακρόπολης από το μουσείο!!!).
2. Παλιότερα είχα ξεκόψει να πηγαίνω στην έκθεση βιβλίου, είτε γινόταν στο Πεδίο του Άρεως είτε στο Ζάππειο· κι αυτό γιατί δεν έβρισκα κάτι ενδιαφέρον, κάτι πιο ουσιαστικό από αυτά που θα έβρισκα σε ένα καλό βιβλιοπωλείο. Ειδικά τώρα υπάρχουν πολυβιβλιοπωλεία για ατέλειωτες ώρες περιήγησης.
3. Τελευταία επανέκαμψα προκειμένου να προμηθεύομαι τους καταλόγους για τις νέες εκδόσεις, έστω κι αν οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι διαθέτουν ακόμα τους περσινούς! Δυστυχώς στην Ελλάδα η προώθηση των νέων τίτλων δεν γίνεται με στρατηγική.
4. Τα κυκλικά περίπτερα, για τα οποία έγινε πολύς θόρυβος, είναι από αισθητικής άποψης πολύ κομψά. Τώρα για το πρακτικό της υπόθεσης δεν έχω ξεκάθαρη γνώμη: από τη μία δυσκολευόμουν να κάνω μια αριστερόστροφους και μια δεξιόστροφους κύκλους, αλλά από την άλλη συνήθεια είναι κι αυτό και κάποια στιγμή γίνεται ασύνειδα.
5. Τα αφιερώματα σε Καζαντζάκη, Ελύτη, Εγγονόπουλο και Κάλας τα βρήκα πολύ φτωχά, χωρίς ενδιαφέρον από το κοινό, αφού χωρίς μια καρέκλα να κάτσει κανείς να παρακολουθήσει τα βίντεο όλοι έφευγαν.
6. Όσο για την ουσία, είδα πολλά βιβλία, αλλά, όπως προείπα, τα περισσότερα τα έχω ξαναδεί πέντε-δέκα φορές τις προηγούμενες χρονιές εκεί ή σε πάγκους βιβλιοπωλείων και δεν μου κάνουν αίσθηση. Από την άλλη, οι καινούργιοι τίτλοι χάνονται ανάμεσα στους άλλους· άσε που λίγα από τα βιβλία του φθινοπώρου έχουν ήδη κυκλοφορήσει.


Πατριάρχης Φώτιος
24.9.2007

Friday, September 21, 2007

Διαβάσματα τ' Αυγούστου VIII

Από την 1 Σεπτεμβρίου 2007 ξεκίνησα να παρουσιάζω την καλοκαιρινή σοδειά των διαβασμάτων μου: κάθε δύο μέρες θα αναρτάται και ένα βιβλίο που με συνόδευσε –ευχάριστα ή απογοητευτικά- στην αυγουστιάτικη ραστώνη.

Ιωάννα Μπουραζοπούλου, “Το μπουντουάρ του Ναδίρ” & "Τι είδε η γυναίκα του Λώτ;"


"Το Μπουντουάρ του Ναδίρ"

Το πρώτο μυθιστόρημα της Μπουραζοπούλου δεν προσέχτηκε ιδιαίτερα· και δεν προσέχτηκε, γιατί δεν έπεισε για τις δυνατότητες μιας γραφής σφριγηλής μεν, αλλά χωρίς κάτι βαθύτερο που να σημαδέψει τον αναγνώστη. Ωστόσο, αναδρομικά κρίνοντας, μπορούμε να πούμε ότι περιείχε έστω και εν σπέρματι πολύ δυναμικά στοιχεία που αναδείχθηκαν σε σύνολο στο τελευταίο της έργο “Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;”. Ανάμεσα σ’ αυτά τα στοιχεία είναι η μελετημένη μίξη ποικίλων προσώπων και καταστάσεων, ο αυστηρά προδιαγεγραμμένος άξονας της πλοκής, έστω και αν ενίοτε θολώνει και χάνει το στόχο, και τέλος και σημαντικότερο το διαρκές παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και υποκριτικής, σεναρίου και ζωής, που κινεί τα νήματα κάνοντας τους ίδιους τους πρωταγωνιστές να αυτοαναθεωρούνται και να ψάχνονται. Οι συμβολισμοί μπορεί να μην εντυπώνονται ισχυρά, αλλά δημιουργούν περιβάλλοντα και αντικατοπτρισμούς πολύ ενδιαφέροντες. Ο αναγνώστης δεν το κλείνει απογοητευμένος, αν και κάπως κουρασμένος από τους μεγάλους σπειροειδείς κύκλους της αφήγησης

“Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;”

Το ανάγνωσμα του καλοκαιριού!!! Φαινομενικά μυθιστόρημα μυστηρίου αλλά ουσιαστικά μια διανοητική καταβύθιση στα βάθη της συνείδησης, που παραπαίει μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Η Βιβλική αναγέννηση των Σοδόμων αποτελεί όχι μόνο μια φουτουριστική ιστορία με αγωνία και δράση, όπου τα πάντα συνεχώς αλλάζουν, αλλά και μια αλληγορία για την ανθρώπινη συνείδηση, που φαινομενικά κάποια στιγμή αυτοαποκαλύπτεται αλλά ουσιαστικά στήνει η ίδια τη δική της υπόθεση ζωής. Η Μπουραζοπούλου μού πρόσφερε έντονες αναγνωστικές απολαύσεις, σε ένα βιβλίο που με συνόδευε τόσο στην παραλία ως εύπεπτο ανάγνωσμα αγωνίας για το τι θα γίνει μετά, όσο και στις ήσυχες ώρες του μεσημεριού, όπου το μυαλό αγκιστρώνεται στα σημάδια της Παλαιάς Διαθήκης και της αινιγματικής πλοκής του βιβλίου αναζητώντας δυσεξήγητες ερμηνείες και βαθύτερους συμβολισμούς.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 19, 2007

Διαβάσματα τ' Αυγούστου VII

Από την 1 Σεπτεμβρίου 2007 ξεκίνησα να παρουσιάζω την καλοκαιρινή σοδειά των διαβασμάτων μου: κάθε δύο μέρες θα αναρτάται και ένα βιβλίο που με συνόδευσε –ευχάριστα ή απογοητευτικά- στην αυγουστιάτικη ραστώνη.


Γιάννης Σκαραγκάς, Το αινιγματικό βλέμμα του αγγέλου

Εξ αρχής βλέπει κανείς ότι πρόκειται για ένα κείμενο με ουδέτερο, απρόσωπο, άνοστο θα έλεγα ύφος που δεν ξεχωρίζει γι’ αυτό, που δεν στηρίζεται στην ποιότητα της γραφής του. Το θέμα επιδιώκει να κερδίσει τις εντυπώσεις, αφού αναφέρεται στις σύγχρονες αιρέσεις, που μοιάζουν πιο πολύ με οικονομικοφιλοσοφικές θεωρήσεις της ζωής παρά με θρησκευτικά μορφώματα. Και το θέμα όμως δεν τυγχάνει καλού χειρισμού. Η πλοκή δεν ελίσσεται ευρηματικά, η ιστορία δεν συνεχίζει με τη δυναμική με την οποία ξεκίνησε ελέω πτώματος, που θα προϊδέαζε για ένα αστυνομικής φυσιογνωμίας βιβλίο. Το ενδιαφέρον βαλτώνει βαθμιαία, η ψυχολογία των προσώπων δεν είναι βαθιά, οι μεταστροφές των χαρακτήρων δεν πείθουν… Ευτυχώς δεν δυσκολεύεται κανείς να το διαβάσει, ακριβώς επειδή τίποτα δεν προοιωνίζει βάθος και ουσιαστικό προβληματισμό. Όσοι προβληματισμοί υπάρχουν, εκτίθενται ρητά, έξω δηλαδή από τη δράση, κι έτσι ατονούν.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 17, 2007

Διαβάσματα τ' Αυγούστου VI

Από την 1 Σεπτεμβρίου 2007 ξεκίνησα να παρουσιάζω την καλοκαιρινή σοδειά των διαβασμάτων μου: κάθε δύο μέρες θα αναρτάται και ένα βιβλίο που με συνόδευσε –ευχάριστα ή απογοητευτικά- στην αυγουστιάτικη ραστώνη.


Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, “Καλά μόνο να βρεις”
Το πρωτοπαρατήρησα σε λίστες ευπωλήτων, χωρίς να το έχω συναντήσει σε κριτικές εφημερίδων. Δεν ξέρω αν αυτό από μόνο του είναι ύποπτο ή όχι. Βρέθηκε ωστόσο η ευκαιρία να το διαβάσω και ανακάλυψα ότι δεν είναι ούτε εύκολο, για να διαβάζεται μαζικά, ούτε εύπεπτο, για να αποτελεί ανάγνωσμα του μετρό, αλλά ούτε και κακογραμμένο, για να μην ασχοληθεί μαζί του η κριτική. Μικροί εσωτερικοί μονόλογοι διαφορετικών αφηγητών που κερδίζουν με τον λαχανιαστό ρυθμό τους, χωρίς να γίνονται ακατάληπτοι, και με τη δύναμή τους να αποκαλύπτουν τις δαιδαλώδεις σκέψεις των φορέων τους. Το θέμα των λαθρομεταναστών, είτε πρόκειται για Κούρδους που καταλήγουν νεκροί κατά τη μεταφορά τους, είτε για Σλάβες που καταντούν πόρνες –έρμαια των καιροσκόπων που τις εκμεταλλεύονται, διατρέχει τις ετερόκλητες αφηγήσεις και συνέχει το φυγόκεντρο περιεχόμενό τους.
Βλ. και manoskontoleon2.blogspot.com/2007/05/blog-post_23.html


Πατριάρχης Φώτιος