Sunday, April 17, 2022

Μιχάλης Φακίνος, “Το πέτρινο 8”

Σε ένα γεφύρι γκρεμισμένο στριφογυρίζει η Ιστορία μας, ψάχνει να βρει τρόπο να περάσει απέναντι, αργοδιαβαίνει τον 20ό αιώνα ανάμεσα σε χελώνες, φίδια κι αετούς που πλανάρουν στον ουρανό.


Μιχάλης Φακίνος

“Το πέτρινο 8”

εκδόσεις Καστανιώτη

-2021


Ο Φακίνος αρέσει στη γιαγιά μου. Ίσως επειδή έχουν ακριβώς την ίδια ηλικία. Κι έτσι έζησαν και ζουν τα ίδια χρόνια, μπορεί και με τις ίδιες προσλαμβάνουσες. Συνεπώς, κάθε φορά που αγοράζει το νέο του βιβλίο, μου το δίνει, παρακινώντας με, με γιαγιαδίστικο τρόπο, να το διαβάσω. Ωχ γιαγιά…


> Ο Μιχάλης Φακίνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει δώδεκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και έναν τόμο με χρονογραφήματα. Δύο θεατρικά του έργα, Το ματ (1985) και Περιμένοντας τον Μπέκετ (2000), έχουν παιχτεί στο θέατρο Στοά. Διηγήματά του έχουν γίνει τηλεταινίες και έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά και ολλανδικά.


ΕΝΑ ΓΕΦΥΡΙ πέτρινο, φτιαγμένο μάλλον από χέρια μαστόρων μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Τώρα όμως, μέσα στον 20ο αιώνα, είναι ήδη γκρεμισμένο, με αποτέλεσμα οι δυο κορφές δεξιά κι αριστερά του ποταμού να μην επικοινωνούν. Εκεί που αρχίζει το γεφύρι ξεκινά κι ένας κύκλος που περικλείσει τη μία κορφή και το ίδιο συμβαίνει από την απέναντι πλευρά. Ένα λιθόκτιστο λοιπόν οκτάρι, ένα σύμβολο του απείρου Ꝏ, όπου δεν είναι πλέον κολλημένα τα δυο κυκλάκια. Κι εκεί δυνάμεις της φύσης, όπως ο αετός, η χελώνα και το φίδι παρακολουθούν αμέτοχοι το πέρασμα της Ιστορίας.

Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ το 1927 φτιάχνει τις τοιχογραφίες του σαν τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια απέναντι στον Δράμαλη, ο τελευταίος επιζών του “Κιβωτίου” του Άρη Αλεξάνδρου θάβει το 1949 τον τελευταίο του σύντροφο Λυσίμαχο κι έπειτα συνεχίζει την αποστολή του, τρεις γιαγιάδες θάβουν το αβάπτιστο αγοράκι, ένα μέλος της Νεολαίας του Ιωάννη Μεταξά το 1939 συμμετέχει σε ασκήσεις λίγο πριν ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1972 και ο στρατηγός της χούντας, το 2017…

ΕΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΟ γεφύρι, που δεν χρησιμεύει πια, είναι πιο ανθεκτικό στον χρόνο από ό,τι οι άνθρωποι και οι φιλοδοξίες τους. Τρία αδιάφορα ζώα εξακολουθούν να πετούν ή να σέρνονται έξω από τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Ο θάνατος έρχεται στον άνθρωπο να εκ-μηδενίσει μεγάλους και μικρούς, αθώους και ένοχους, να τουμπάρει την Ιστορία, να δείξει ότι οι υπεροπτικές τους βλέψεις είναι φρούδες και ότι η ζωή δεν είναι σταθερή και αναλλοίωτη.

ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ το βιβλίο είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Κάθε κεφάλαιο, κάθε χρονολογία μια άλλη ιστορία, μια άλλη ατμόσφαιρα. Μόνες σταθερές, το μισογκρεμισμένο γεφύρι και τα τρία ζώα που περνάνε από τη μία ενότητα στην άλλη. Στην αρχή δεν το είχα συνειδητοποιήσει, παρόλο που καταλάβαινα ότι έχουμε μετακινήσεις στον χρόνο και στα πρόσωπα. Είναι πιθανόν τόσο καθοριστική η παρουσία των άψυχων συντελεστών, ώστε αυτοί να δίνουν συνοχή και στους ετερόκλητους έμψυχους, καθένας απ’ τους οποίους ηττάται στην πάλη με την Ιστορία, άλλοτε προς ανακούφισή μας κι άλλοτε προς θλίψη μας.

ΦΕΡΝΩ στον νου μου τα έργα του Φακίνου που έχω διαβάσει –η γιαγιά πρώτα κι έπειτα εγώ! Τα μυθιστορήματά του δείχνουν την ικανότητα της γραφής, αλλά δεν μπορούν να ορθώσουν τις ιδέες και τις λέξεις σε ένα τέτοιο επίπεδο που να μνημειώσουν τα δύο ποτάμια σε ένα ικανό ορόσημο αισθητικής, προβληματισμού και συναισθήματος. “Λευκή ευθεία γραμμή”  και “Τα χαμένα”.

Καλό Πάσχα

με ηρεμία και βιβλία

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 14, 2022

John Williams, “Το πέρασμα του Μακελάρη”

Τέσσερις άντρες φεύγουν για μια κοιλάδα όπου θα αναζητήσουν το καλύτερο δυνατό κυνήγι βουβάλων. Και μετά από πολλές περιπέτειες, θα γυρίσουν σε μια άλλη κοινωνία.

 

John Williams

Butchers Crossing

1960

“Το πέρασμα του Μακελάρη”

μετ. Α. Δημητριάδη

εκδόσεις Gutenberg -2021

 

Γνώρισα τον Williams με τον εκπληκτικό “Στόουνερ”. Κι είχα πάντα στον νου μου να ξαναπιάσω βιβλίο του. Ίσως τον “Αύγουστο”, αλλά τελικά επέλεξα τον “Μακελάρη”


> Ο Τζον Γουίλιαμς γεννήθηκε στο Τέξας το 1922 από γονείς αγρότες, και έγινε καθηγητής πανεπιστημίου. Άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα το 1942, μεσολάβησαν αρκετά ποιήματα και μετά το "Stoner" ("Ο Στόουνερ") που ήταν το πρώτο έργο του που έτυχε, τότε κάποιας προσοχής. Μεγαλύτερη επιτυχία έκανε το επόμενο, "Augustus" (National Book Award for Fiction, 1973) με θέμα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. Πέθανε το 1994 χωρίς καν να υποψιάζεται την επιτυχία που έχει σήμερα "Ο Στόουνερ".


ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ γράφεται το 1960. Αναφέρεται όμως στα τέλη του 19ου αιώνα, γύρω στα 1873. Στην Άγρια Δύση. Το “Πέρασμα του Μακελάρη” είναι μια πολίχνη δίπλα στο ποτάμι, μικρή κι αδιάφορη, όπου ζουν κυρίως κυνηγοί βουβαλιών. Εκεί φτάνει ο νεαρός Will Andrews, τριτοετής του Harvard, που θέλει γενικά κι αόριστα να γνωρίσει τον τόπο.

ΟΙ ΣΕΛΙΔΕΣ προχωράνε αργά. Σαν να σέρνει κανείς τα πόδια του στη σκόνη του εδάφους. Κι όμως δεν νιώθει να κουράζεται, να δυσφορεί, όσο περιμένει να ξεδιαλύνει η υπόθεση και να συνοδεύσει τον νεαρό φλώρο, παιδί της πόλης και των γραμμάτων, σε έναν νέο κόσμο. Οι άνθρωποί του, αμόρφωτοι. Ωστόσο, πέρα από τις ιδιορρυθμίες τους δεν φαίνονται εχθρικοί. Π.χ. ο Miller, αυτόνομος κυνηγός, στον οποίο απευθύνεται ο Andrews, ξενίζεται με τον τελευταίο. Αλλά δεν τον αποπαίρνει, δεν είναι καχύποπτος πέρα απ’ το λογικό όριο, δεν τον αδειάζει.

ΞΕΚΙΝΑΝΕ λοιπόν τέσσερις, για να βρουν τον βουβαλότοπο, στον οποίο θα κάνουν μια μεγάλη μπάζα. Ο νεαρός και άπειρος Andrews, ο αρχηγός της αποστολής Miller, ο μονόχειρας Charley Hoge, φίλος του αρχηγού και οργανωτικό στοιχείο της αποστολής, και τέλος ο γδάρτης Fred Schneider, που είναι γενικά επιφυλακτικός για την επιτυχία της εξόρμησης. Στόχος για τους άλλους το χρήμα, ενώ για τον πρωταγωνιστή η εμπειρία και η ωρίμαση μέσα από την περιπέτεια στην Άγρια Δύση.

ΑΝ ΕΒΛΕΠΑ την πορεία τους σε western, σε ταινία στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, μάλλον θα βαριόμουν. Τώρα, όμως στις τυπωμένες σελίδες, η γραφή του Williams έχει μια ιδιαίτερη γοητεία. Η εξέλιξη ακολουθεί τους νόμους των δυσκολιών, που προκαλούν αγωνία, και του ξεπεράσματός τους. Καταρχάς, η έλλειψη νερού οδηγεί την ομάδα στα άκρα, με τον Schneider να είναι πάντα απαισιόδοξος, ώσπου εντελώς οριακά κι αφού είχαν εξαντλήσει όλα τα αποθέματα και τα βόδια, βρήκαν ένα ποταμάκι. Έπειτα, η ανεύρεση βουβαλιών σε μια περιοχή όπου μόνο ο Miller θυμόταν παλιά να είχε ξαναβρεί. Τελικά βρίσκουν σε μια στενή κοιλάδα εκατοντάδες ζώα, τα οποία άρχισαν να σκοτώνουν και να γδέρνουν.

ΟΙ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΕΣ όπως η ανυδρία, τα βουβάλια, ο χειμωνιάτικος καιρός που τους πλακώνει με χιόνι κ.ο.κ. αλλά και οι εσωτερικές συγκρούσεις (Schneider εναντίον Miller) λειτουργούν σαν φιτίλι που δεν αφήνουν το έργο να βαλτώσει. Χωρίς ωστόσο να προκαλούν έντονο σοκ. Τελικά μια πολύ καλή συγκομιδή 5000 περίπου βουβαλιών. Κι ένα ποτάμι που αφρίζει. Κι η επιστροφή που βρίσκει την κοινωνία, μετά από έξι μήνες στα βουνά, να έχει αλλάξει ριζικά…

ΣΕ ΟΛΑ αυτά ο νεαρός Andrews μαθαίνει την επιβίωση, τα όπλα, τις συνήθειες των βουβαλιών, τον τρόπο γδαρσίματός τους, κι έτσι μετατρέπεται ασυναίσθητα από παιδί της πόλης σε άντρα της υπαίθρου. Μαζί του κι εμείς μυούμαστε στη ζωή του κυνηγού, προσωπικά λυπάμαι για την τόση εξόντωση ζώων, αλλά συνάμα καταλαβαίνω πως την εποχή εκείνη κάτι τέτοιο μάλλον δεν υπήρχε ως προβληματισμός (δεν ξέρω καν αν υπήρχε το 1960, όταν γράφτηκε το έργο). Ο τίτλος βέβαια του βιβλίο με αυτό το αιμοβόρικο butcher (μακελάρης) δεν αναφέρεται ίσως μόνο στην πολίχνη απ’ όπου όλα ξεκίνησαν, αλλά και στον κυνηγό που μακελεύει εύκολα δεκάδες εκατοντάδες ζώα για το δέρμα τους.

ΕΝΤΕΛΕΙ, η αποτυχημένη κατάληξη της ιστορίας αυτού του μυθιστορηματικού western υποδεικνύει, τουλάχιστον σε μένα, δύο πιθανές ερμηνείες. Η μανιώδης προσπάθεια για επιτυχία, που δεν σταματά μπροστά σε τίποτα, και παλεύει λυσσωδώς για τον στόχο δεν υπολογίζει τις ανατροπές που γυρίζουν το όλο εγχείρημα boomerang. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί να προελαύνει ακάθεκτη, γιατί τα ηθικά και υπαρξιακά όριά της ενδέχεται να την σταματήσουν. Απ’ την άλλη, η Ιθάκη, ακόμα κι αν δεν έφερε τα πολυπόθητα πλούτη, έκανε τον νεαρό Will Andrews σαν άλλο Οδυσσέα πιο ώριμο, πιο σοφό, πιο άνδρα.

Μεστό έργο, στιβαρό, γεμάτο, χωρίς κοιλιές και χωρίς το συνταρακτικό για να σε ξεσηκώσει. Η αποτυχία είναι μια μορφή αφηρωισμού.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 11, 2022

Γιώργος Παναγιωτίδης, “Ίχνη στα όνειρα”

Ο ένας ήρωας σκοτώνει τον άλλο και παίρνει τη θέση του στη σκυταλοδρομία αφηγήσεων. Το θύμα γίνεται θύτης σε μια ιστορία διαδοχικών επιθέσεων και σχέσεων.


Γιώργος Παναγιωτίδης

“Ίχνη στα όνειρα”

εκδόσεις Βακχικόν

-2021


Μου’χε κάτσει να διαβάσω κάτι δικό του από τότε που είδα ότι ο Παναγιωτίδης πήρε βραβείο για το “Ερώτων και Αοράτων”. Άγνωστος τότε ξεπήδησε ξαφνικά. Από τότε περιμένω να βρω την ευκαιρία.


> Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε το 1965 στην Αλεξανδρούπολη. Μέντοράς του υπήρξε ο υπερρεαλιστής ποιητής Θανάσης Τζούλης. Σπούδασε Παιδαγωγικά, είναι διδάκτορας στη Δημιουργική Γραφή και διδάσκει στα αντίστοιχα Μεταπτυχιακά Προγράμματα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Συνεργάστηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό Μανδραγόρας απ’ όπου παρουσίαζε κυρίως ποιητές. Το ίδιο έκανε και στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας. Το μυθιστόρημά του Ερώτων και Αοράτων διακρίθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω το 2008. Το βιβλίο του Γιώργος Σεφέρης – Βίος και παρωδία βρέθηκε στη μικρή λίστα για τα Βραβεία Δοκιμίου του περιοδικού Αναγνώστης το 2015. Έχει μεταφράσει και κυκλοφορήσει την έκδοση Ελίζαμπεθ Μπίσοπ – Ποιήματα. Το μυθιστόρημά του Ίσος Ιησούς, είναι το πρώτο στην Ελλάδα που αποτελεί μέρος διδακτορικής διατριβής στη Δημιουργική Γραφή. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και σε λογοτεχνικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, περιοδικά.

 

ΠΑΝΕΞΥΠΝΗ ΙΔΕΑ. Σκέφτεσαι μερικές φορές ότι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να κατασκευάσει κόσμους, να φανταστεί σενάρια, να πλάσει πραγματικότητες, να οικοδομήσει δομές, να οργανώσει εξελίξεις, πέρα και πάνω από κάθε βιωματικότητα.

ΠΑΝΕΞΥΠΝΗ ΙΔΕΑ, όπου ο ένας χαρακτήρας και αφηγητής μεταπηδά ανεπαίσθητα στον άλλο. Έτσι έχουμε μια σκυταλοδρομία οπτικών γωνιών, από τις οποίες η μία μπαίνει μέσα στην άλλη, από τον πατέρα που ανακαλύπτει ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος, ο δεκαεξάχρονος παρά κάτι γιος που ερωτεύεται έναν διεμφυλικό εικοσιπεντάρη, ο διαφυλικός που πριν ήταν κοπέλα και τώρα αγαπά τον αλλοδαπό μαύρο ελαιοχρωματιστή, ο αλλοδαπός που δεν του αρέσουν οι άντρες, ο αστυνόμος που συλλαμβάνει τον μαύρο κι ο δικαστής που είναι ο τελευταίος spreader της σκυταλοδρομίας. Κι όλες αυτές οι εναλλαγές μοιράζονται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, καθώς φόνοι και οράματα, αναδρομές και συναντήσεις, δεν είναι σίγουρο ότι πράγματι έγιναν.

Η ΙΔΕΑ ξεδιπλώνεται μαεστρικά. Ο καθένας βιώνει μια κρίση ταυτότητας, αφού συχνά δεν ξέρει ποιος είναι, και μεταβαίνει από τη θέση του θύματος σ’ αυτήν του θύτη. Δίδαγμα: ο άνθρωπος σε ένα αέναο κυνηγητό της ζωής βιώνει την καταδίκη των άλλων και ενίοτε τον ρατσισμό, αλλά ανεπαίσθητα περνά στην επιθετική συμπεριφορά σκοτώνοντας όποιον ενοχλεί το εγώ του. Ο πατέρας σκοτώνει τον γιο, ο γιος το εραστή, ο εραστής τον μαύρο, ο μαύρος τον αστυνομικό, ο αστυνομικός τον δικαστή. Η σκυταλοδρομία αναδεικνύει την διχασμένη όψη του καθενός, που ταλαντεύεται ανάμεσα στην αδικία που υπέστη και στην οργή που μαίνεται μέχρι το φονικό. Είμαστε, λέει ο Παναγιωτίδης, πομποί και δέκτες, δράστες και θύματα των διαπροσωπικών μας σχέσεων, που όταν δεν εξελίσσονται όπως τις θέλουμε φτάνουμε στα άκρα.


ΙΣΩΣ το μυαλό κρατά και την ύπαρξη ενός διεμφυλικού όπως κι ενός μαύρου μετανάστη, σημεία μιας τρέχουσας προβληματικής, που ενίοτε γίνεται μόδα και trendy ενασχόληση, κι όχι μια γνήσια, πηγαία ανησυχία.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ όμως πρόβλημα του βιβλίου που με ξενέρωσε είναι η γλώσσα. Όχι ότι δεν είναι φροντισμένη. Μάλλον το αντίθετο. Είναι άτοπα και αφύσικα δοκιμιακή, στυλιζαρισμένη, υψιπετής, γεμάτη λέξεις που δεν ταιριάζουν στην αφήγηση, γεμάτη ύφος επίσημο και λόγο αναίτιο υψηλό. Ο Παναγιωτίδης γράφει ακαδημαϊκά, χωρίς να κατεβάζει το επίπεδο στη μυθοπλαστική ανάγκη για πιο καθημερινό λόγο. Γράφει σαν να μελετά. Κι ακόμα περισσότερο, ή μάλλον στο ίδιο μήκος κύματος, κάθε αφηγητής που θα έπρεπε να διηγείται λαϊκά, προφορικά, ανάλογα με την παιδεία και το επάγγελμά του, μιλά όπως και οι άλλοι, χωρίς προσωπικές πινελιές και ατομικό ύφος.


In2life, 21/2/2022 

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 07, 2022

Bernhard Schlink, “Χρώματα του αποχαιρετισμού”

Ξανακοιτάζοντας κανείς τη ζωή του, μπορεί να βρει λάθη και επιλογές που δεν βγήκαν, απώλειες και προδοσίες, ήρεμες παρεκκλίσεις που όμως στοιχίζουν, σφάλματα που ίσως έπρεπε να γίνουν.


Bernhard Schlink

Abschiedsfarben

2020

“Χρώματα του αποχαιρετισμού”

μετ. Α. Στραγαλινός

εκδόσεις Κριτική -2021


Αυτό που ξεχωρίζει τον Γερμανό συγγραφέα είναι ένας βαθύς ανθρωπισμός, πονεμένος ίσως, αλλά ουσιαστικός, που χτίζει συναισθηματικές γέφυρες με τον αναγνώστη. “Η γυναίκα στη σκάλα” αναδεικνύει ένα ανάλογο πλαίσιο συγκίνησης και σκέψης.


> O Mπέρνχαρντ Σλινκ γεννήθηκε το 1944 στο Mπίλεφελντ της Γερμανίας και μεγάλωσε στη Χαϊδελβέργη και στο Μάνχαϊμ. Είναι νομικός, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, ζει στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Πετυχημένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων -έχει ήδη βραβευθεί για δύο βιβλία του, "O γόρδιος φιόγκος" και "H εξαπάτηση του Zελμπ"- ο Σλινκ εξέπληξε κριτικούς και αναγνώστες και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για το "Διαβάζοντας στη Xάννα", που αποτέλεσε το μεγαλύτερο εκδοτικό γεγονός του 1995 όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για τα παγκόσμια γράμματα, αφού μεταφράστηκε σε 28 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Stephen Daldry με τίτλο "Σφραγισμένα χείλη" (The Reader) και κέρδισε το Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Kate Winslet.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες. Το Μάιο του 2002 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας απέδωσε στον Μπ. Σλινκ τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.


ΕΔΩ έχουμε μια σειρά διηγημάτων. 9 τον αριθμόν. 20-30 σελίδες το καθένα που ορθώνουν τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό ενός Κεντροευρωπαίου, που έζησε τη μεταπολεμική Ευρώπη, τη διαιρεμένη Γερμανία και τις εξελίξεις στο ευρύτερο πεδίο.

Στην “Τεχνητή νοημοσύνη” ο αφηγητής, διευθυντής του Ινστιτούτου Κυβερνητικής της Ανατολικής Γερμανίας, εξηγεί γιατί προσπαθεί να εμποδίσει τη Λένα, κόρη του φίλου του Αντρέας, να διερευνήσει τον φάκελο του νεκρού πατέρα της. Ο ίδιος έχει τύψεις, που τις δικαιολογεί όμως, επειδή έβαλε το χέρι του…, όταν η ΛΔΓ προσπαθούσε να ανοίξει την Πληροφορική στο επιστημονικό της πρόγραμμα. Κάθε δραπέτευση τότε ήταν προδοσία.

“Πικ νικ με την Άννα”. Η δολοφονία στην απέναντι πολυκατοικία μιας νεαρής κοπέλας δίνει τη δυνατότητα στον αφηγητή να εξιστορήσει το μεγάλωμα της μικρής Άννας και τη βοήθειά του στα μαθήματά της.

ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ διηγήματα ο αφηγητής δεν είναι αθώος, αλλά σταδιακά αποκαλύπτονται οι ευθύνες του. Ο Schlink δεν παίζει το παιχνίδι του μυστηρίου, που στο τέλος επιλύεται, αλλά αφήνει εμφανή σημάδια που ενοχοποιούν τον πρωταγωνιστή του ώσπου ρητά να αποκαλυφθεί η ενοχή του. Ζει την ενοχή του, προσπαθεί να τη δικαιολογήσει, δεν έχει απόλυτα άδικο, αλλά η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος της ευθύνης, που δεν αποσείεται. 

Η “Αδελφική μουσική” είναι πιο πολύπλοκη. Αφηγείται την τριγωνική σχέση της Susanne, του ανάπηρου αδελφού της Eduard και του Philip, και μάλιστα σε δύο επίπεδα, στο μακρινό τότε και στο τραυματισμένο τώρα, όταν ο τελευταίος είναι ένας διάσημος μουσικοκριτικός. Ο Philip είχε ερωτευτεί τη Susanne, η οποία εν μέρει είχε εκμεταλλευτεί την αγάπη του για να τον κάνει φίλο με τον μονήρη αδελφό της. Ο Eduard εκμεταλλεύτηκε την αγάπη του Philip για την αδελφή του, ώστε να τον κρατήσει δίπλα του. Αλλά κι ο ίδιος ο μουσικοκριτικός εκμεταλλεύτηκε τον ανάπηρο φίλο του για να μείνει κοντά στη Susanne. Όλα αυτά όμως έγιναν υποσυνείδητα, χωρίς ίσως κανένας να μην κάνει κάτι επίτηδες, χωρίς κανένας να φερθεί εγωιστικά με σκόπιμο τρόπο. Όλα κινούνται σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, όπου οι σχέσεις έχουν μαζί έναν ανιδιοτελή χαρακτήρα και μαζί έναν εγωκεντρικό. Η αδελφική σχέση στηριζόταν σε ένα ένοχο μυστικό, που πυορροούσε…

Το μενταγιόν” αναφέρεται πάλι σε μια τριγωνική σχέση. Η Sabine έχει χωρίσει χρόνια με τον Michael, επειδή αυτός ξεμυαλίστηκε με την νταντά, τη Milena. Κι η τελευταία έρχεται εκ μέρους του να ζητήσει από την πρώην γυναίκα του μια συνάντηση, επειδή είναι ετοιμοθάνατος.

Η “Κόρη αγαπημένη” είναι ένα πολυεπίπεδο διήγημα που παρακολουθεί δύο στην ουσία ιστορίες, οι οποίες βαθμιαία συγκλίνουν. Ο Bastian γνωρίζει την Theresa, καθώς κι οι δυο βγαίνουν από έναν ζημιογόνο γάμο, την ερωτεύεται και την παντρεύεται. Η Theresa είχε ήδη μια κόρη, τη Mara, η οποία είναι ομοφυλόφιλη και τα έχει με τη Sylvie. Οι δυο τους επιδιώκουν να κάνουν παιδί με δωρισμένο σπέρμα, αλλά αποτυγχάνουν παρά τις πολλές προσπάθειες. Και τότε μια νύχτα, η Mara μπαίνει κρυφά στο δωμάτιο του μεθυσμένου Bastian, ο οποίος ακούσια την αφήνει έγκυο, ένα μυστικό που μένει μεταξύ τους.

Ο SCHLINK φτιάχνει υπέροχα διλήμματα, όπου δοκιμάζεται η ηθική των χαρακτήρων του. Παρακολουθούμε οριακές ανθρώπινες σχέσεις, με απώλειες και προδοσίες, που στοιχίζουν συναισθηματικά στους εμπλεκόμενους. Και τότε μια κρίσιμη στιγμή, πρέπει αυτοί να πάρουν καίριες αποφάσεις, που κόβουν σαν ξυράφι. Το δίλημμα είναι συναισθηματικό, καθώς πονάει όποια επιλογή κι αν γίνει, και ηθικό, καθώς άπτεται βαθιών ανθρώπινων αξιών που συγκρούονται τραγικά με άλλες αξίες.

Το καλοκαίρι στο νησί” εξιστορεί τη σεξουαλική ωρίμαση ενός αγοριού που πηγαίνει διακοπές με τη μητέρα του. Εκεί γνωρίζει δυο δίδυμες που τον μυούν προσεξουαλικά στο ανθρώπινο σώμα και μαθαίνει την ερωτική σχέση της μητέρας του με έναν άνδρα, που κράτησε όσο και οι διακοπές.

Daniel, my Brother”: οι στίχοι του Elton John στίζουν την αδελφική σχέση, που ανακινεί ο αφηγητής, όταν μαθαίνει ότι ο μεγάλος του ογδοντάχρονος αδελφός Christian αυτοκτονεί με την γυναίκα του Dina, επειδή η τελευταία υπέφερε από επώδυνη αρρώστια. Έτσι, ο μικρότερος αδερφός, που ζει στην Αμερική, προσπαθεί να καταλάβει την αδιόρατη απόσταση που τον χώριζε από τον Chris.

Στις “Γεροντικές κηλίδες” ο πρωταγωνιστής κλείνει τα 70 και ασύνειδα αρχίζει να αναπολεί παλιές μέρες, εμπειρίες και συναντήσεις, αλλά και να θυμάται ήττες, προσβολές και απογοητεύσεις. Και τη σχέση του με μια νεαρή, που παράτησε όταν η γυναίκα του έμεινε έγκυος, σχέση που του έδινε την ευτυχία, αλλά αυτός προτίμησε την ασφάλεια του γάμου του. Τέλος στην “Επέτειο” ένας γηραιός συγγραφέας έχει δεσμό με την πολύ νεαρότερή του δημοσιογράφο.

ΓΙΑ ΑΛΛΗ μια φορά επιβεβαιώνω μέσα μου ότι μου αρέσει ο Schink έχει μια καθαρότητα στη γραφή του, αλλά συνάμα αναδύονται τα συναισθήματα της απώλειας, της γκρίζας ζώνης ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, το ψυχικό κενό κάθε διλήμματος, η προδοσία και η μετάνοια. Τα κείμενά του δεν είναι τραγικά, με την έννοια της σύγκρουσης, που οδηγούν σε μεγάλες πτώσεις, αλλά δραματικά μέσα στην καθημερινότητα, όταν οι μικρές επιλογές είναι καθοριστικές για το μέλλον και συχνά βασανίζουν τα γεράματα. Κι όντως η συλλογή αυτή πλημμυρίζει από την οπτική γωνία των ηλικιωμένων που στους απολογισμούς τους βρίσκουν σταυροδρόμια όπου δεν ακολούθησαν τον δρόμο της πραγματικής ευτυχίας.

In2life, 5/4/2022 

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, April 04, 2022

Βασίλης Τσιαμπούσης, “Ο κήπος των ψυχών”

Παράξενος ο τίτλος και δεν ξέρω αν τον εξηγεί άμεσα ο συγγραφέας μέσα στη νουβέλα του. Ψυχές που έζησαν τη βουλγαρική κατοχή στη Δράμα; Ψυχές που έφυγαν για τον ουρανό προδομένες από την Ιστορία;


Βασίλης Τσιαμπούσης

“Ο κήπος των ψυχών”

εκδόσεις Εστία

-2021


Από τη “Σάλτο μορτάλε” έως τη “Γαλάζια αγελάδα”, ξαναδιαβάσαμε τον Δραμινό συγγραφέα στα “Πούρα γεμιστά”.


> Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Δράμα. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων "Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα" (1988), "Χερουβικά στα κεραμίδια" (1996), "Η γλυκιά Μπονόρα" (2000), "Να σ' αγαπάει η ζωή" (2004), "Σάλτο Μορτάλε" (2011), "Πούρα Γεμιστά" (2017)
και τα μυθιστορήματα "Εκτός έδρας" (1993) και Γαλάζια Αγελάδα (2013).
Η συλλογή διηγημάτων του "Να σ' αγαπάει η ζωή" τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη και μεταφράστηκε στα αλβανικά, ενώ επιλογή διηγημάτων του κυκλοφόρησε στα Ισπανικά (Vasilis Tsiambusis, Antologia de relatos, 2019). Το 1996 επιμελήθηκε την έκδοση του λευκώματος "Δόξα Δράμας, 1918-1965" και το 2006 το λεύκωμα "Ελπίς Δράμας, 1922-1969" (ΔΕΚΠΟΤΑ του Δήμου Δράμας). Από το 2004 είναι διευθυντής του περιοδικού "Δίοδος 66100", που έλαβε τιμητική διάκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού (2017).
Διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά.

 

Η ΣΧΕΣΗ με τον κατακτητή μπορεί να γεννήσει δραματικές καταστάσεις. Κι αυτές να γονιμοποιήσουν δυνατά βιβλία με διχασμούς και εμφύλιες διαμάχες. Εδώ η περίπτωση που πραγματεύεται ο Τσιαμπούσης είναι μεταξύ ενός δεκατετράχρονου-δεκαπεντάχρονου Έλληνα της Δράμας, που ο 1943 τίθεται ακούσια στην υπηρεσία του Βούλγαρου Άντον, μέλος των δυνάμεων κατοχής της Μακεδονίας.

Ο ΑΝΤΟΝ είναι καλός άνθρωπος και του φέρεται με στοργή. Το μαθαίνει σκάκι, τον ταΐζει, ενώ άλλοι πεινάνε, τον βάζει στην ομάδα ποδοσφαίρου. Η γυναίκα του πάλι η Βάλια είναι στρυφνή και απότομη, κυρίως επειδή θέλει να κάνει παιδί, αλλά οι εξετάσεις έδειξαν ότι ο άντρας της είναι στείρος. Έτσι, προστάζει τον μικρό Έλληνα να την γκαστρώσει, κι όντως μένει έγκυος. Η τριαδική σχέση ενέχει φυσικά τη δυαδική αντίθεση κατακτητή και κατακτημένου, αν και στην αρχή ο μικρός Δραμινός δεν φαίνεται να έχει προβλήματα με τους ομοεθνείς του, οι οποίοι θα έπρεπε να τον βλέπουν καχύποπτα.

ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θέτει στο επίκεντρο τον ίδιο τον πρωταγωνιστή και όσα ο ίδιος ζει και καταλαβαίνει. Παράλληλα όμως μ’ αυτόν απλώνεται ένας μεγάλος κύκλος, πρώτα απ’ όλα ο φίλος του ο κομμουνιστής Κώστας και ο Εβραίος Σάλμο, αλλά και πολλοί άλλοι μεγαλύτεροι που κινήθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής επιφυλακτικά ή αντιστασιακά. Ο ήρωας μας πάντως δεν εκδήλωσε καμία ιδιαίτερη αντιστασιακή δράση και ενσαρκώνει τον άνθρωπο που ναι μεν απεχθάνεται τον κατακτητή (με εξαίρεση τον Άντον), αλλά ζει μετριοπαθώς, χωρίς πράξεις ή συνωμοτικές ενέργειες, παρόλο που ο πατέρας του είχε βοηθήσει τους Εβραίους να αλλάξουν ταυτότητες, ώσπου εκτελέστηκε όταν επιχείρησε να δραπετεύσει από την πόλη.

ΟΛΟ αυτό διοχετεύθηκε στη μετά το 1944 περίοδο. Οι κάτοικοι μοιράστηκαν σε Κομουνιστές και Εθνικιστές, ειδικά μέσα στον Εμφύλιο, όπου ο καθένας υπερασπίστηκε με τα όπλα το δίκιο του. Ο Κώστας και ο πατέρας του οργανώθηκαν ακόμα περισσότερο με τον ΕΛΑΣ, κάποιοι συνασπίστηκαν με τους κομουνιστές της Βουλγαρίας που γύρισαν σελίδα, άλλοι έμειναν ουδέτεροι αλλά θρηνούσαν για την εμφύλια διαμάχη.

ΤΙ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ τελικά ο Τσιαμπούσης. 1) να εκφράσει τον μετριοπαθή Έλληνα της κατοχής που ζει τη βουλγαρική μπότα στη Δράμα, αυτόν που δεν ανεβαίνει στο βουνό ή παίρνει μέρος σε σαμποτάζ, αλλά βιώνει τον πόλεμο και το μίσος προς τους Βούλγαρους, 2) να δείξει τον μικρόκοσμο της πόλης, όχι εκεί που οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί κυριαρχούσαν αλλά στις άγνωστες περιοχές της βουλγαροκρατίας, 3) να δείξει την εξέλιξη των ανθρώπων από το κατοχικό πεδίο στο μετακατοχικό: ο αφηγητής προσπάθησε να σπουδάσει και να βρει δουλειά, ο Κώστας έφυγε οικογενειακώς για την Τσεχοσλοβακία, ο Σάλμο που είχε ήδη φύγει για τη Μαγνησία δραπετεύει τελικά στο Ισραήλ, 4) να ορθώσει ένα χαμηλότονο ύφος –πέρα από τον ηρωισμό- που πλάθει και αναπλάθει το παρελθόν, μιλά εξ ονόματος της τοπικής ιστορίας, απλώνει σαν σε καμβά τα χρώματα μιας περιοχής της Ελλάδας με τα δικά της γνωρίσματα.


In2life, 10/3/2022 

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, April 01, 2022

Χριστίνα Πουλίδου, “Χωρίς πυξίδα”

Μια εφημερίδα σε πολυφωνική πολλαπλότητα, μια Αριστερά σε πολυδιάσπαση, μια οικουμένη σε φυγόκεντρη σύγχυση.


Χριστίνα Πουλίδου

“Χωρίς πυξίδα”

εκδόσεις Μεταίχμιο

-2021


Πώς εκφράζεται λογοτεχνικά το πολιτικό; Πώς ένας άνθρωπος του δημοσιογραφικού χώρου, με πολιτικές και κομματικές τοποθετήσεις, μπορεί να στήσει μπροστά μας το προφίλ της Αριστεράς; Με αυτά τα ερωτήματα πήρα το βιβλίο.


> Η Χριστίνα Πουλίδου γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά κι έγινε δικηγόρος - ένα επάγγελμα που ποτέ δεν τίμησε, εξού και παραιτήθηκε. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε αρχικά γράφοντας στην "Αυγή" και την "Πρώτη" - στην "Αυγή" δούλεψε απ’ τα τέλη του ’89 ως το 2012, από το ’91 ως το 2011 προστέθηκε ο "Επενδυτής" και τέλος το ΑΠΕ, όπου παραμένει. Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με την έννοια της Ευρώπης και την εξωτερική πολιτική. Δούλεψε πολύ στο ραδιόφωνο και στην έντυπη δημοσιογραφία. Αρθρογραφεί στο protagon.gr.


ΕΝΑ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΟ πολιτικό μυθιστόρημα που καταγράφει τον χώρο της Αριστεράς μέχρι τα άκρα της στη σημερινή Ελλάδα. Βέβαια ο ιστορικός χρόνος ανάγεται στο 2025, ώστε η συγγραφέας να βάλει το φανταστικό πάνω από το πραγματικό. Αλλαγμένα τα ονόματα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει ΠΡΙΖΑ και ο Ρουβίκωνας έχει μετονομαστεί σε Νίκανδρο. Ωστόσο, ο καθένας αναγνωρίζει ότι όλα όσα γράφονται είναι μια πολιτική τοιχογραφία της σύγχρονης σκηνής, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στο διεθνές πεδίο, όπου φόβοι και ελπίδες μετατρέπονται σε πράξη στο άμεσο αυτό μέλλον. Η Συνθήκη του Σένγκεν παραπαίει, καθώς η μία μετά την άλλη οι χώρες αποχωρούν, η Κεντροδεξιά κερδίζει έδαφος, η σκακιέρα αναδιατάσσεται ριζικά.

ΟΛΑ βέβαια ξεκινούν από τον χώρο μιας εφημερίδας της Αριστεράς, της “Πυξίδας”, η οποία εξαρτάται από την ΠΡΙΖΑ και χαράσσει τη γραμμή της. Μέσα της ποικίλοι δημοσιογράφοι και άλλο προσωπικό σε ένα πολυφωνικό μωσαϊκό κινούνται απ’ την ιδεαλιστική στάση έως τον συμφεροντολογικό αριβισμό κι απ’ τα προσωπικά τους προβλήματα στην κομματική τους τοποθέτηση. Πιο κεντρική θέση, prima inter pares, έχει η Νίκη του διεθνούς ρεπορτάζ, η οποία προσπαθεί να βρει ισορροπίες ανάμεσα στην οικογένειά της (τον θετικών επιστημών άνδρα της Αντρέα και τον αναρχικό γιο της Θοδωρή), τους φίλους της που βρίσκονται εξανάγκης στην αριστερή πλευρά του τόξου και την εφημερίδα. Όλα τα άλλα στελέχη της εφημερίδας δίνονται με μικρές αναδρομικές βιογραφήσεις, που σκιαγραφούν την πορεία τους και την προσωπική τους ζωή.

ΑΠ’ ΤΟ ΜΙΚΡΟ το έργο μάς περνάει στο μεγάλο. Απ’ την εφημερίδα στο πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο. Ένα “μυθιστόρημα με κλειδί” στην ουσία που ξεκινώντας από την ίδια τη συγγραφέα, την εφημερίδα “Αυγή”, το κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, τα υπόλοιπα πρόσωπα που με τον ένα ή άλλο τρόπο αντανακλούν υπαρκτούς ανθρώπους, περνά στο ευρύτερο ελλαδικό και διεθνές σκηνικό. Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς, η μετανάστευση, η Ευρωπαϊκή Ένωση που δυσλειτουργεί, ο διεθνής παράγοντας, η τρομοκρατία και οι συλλογικότητες κ.ο.κ. Διαβάζοντας το κείμενο, μπήκα σ’ έναν ολόκληρο κόσμο υπαρκτής πολιτικής.

ΩΣΤΟΣΟ το “Χωρίς πυξίδα” δύσκολα θα δρέψει δάφνες λογοτεχνίας. Ναι, η γλώσσα του μερικές φορές έχει τον καταιγισμό του ανθρώπου του λόγου, που ξέρει να επιτίθεται με τις λέξεις στην πραγματικότητα. Αλλά, τουλάχιστον για δύο λόγους το σκάφος δεν προχωρά. Απ’ τη μια, οι χαρακτήρες είναι ανύπαρκτοι λογοτεχνικά, πραγματικοί στη ζωή αλλά απλώς δισδιάστατοι στο χαρτί, σκιές, φιγούρες που αντανακλούν μόνο ιδέες και τάσεις, χωρίς τη δική τους αυθύπαρκτη και ολοκληρωμένη υπόσταση. Απ’ την άλλη η δράση δεν έχει καθόλου μυθιστορηματική πλοκή: πιο πολύ μοιάζει με δημοσιογραφικό χρονικό, που αμπαλαρισμένο σε λογοτεχνικό περιτύλιγμα κάνει την ανάγνωση πιο εύκολη. Δεν έχει γερή δέση και λύση, δεν στήνει μια δική του πραγματικότητα, η οποία να απέχει απ’ το πολιτικό επίπεδο που κινείται έξω απ’ το βιβλίο.

Πάπισσα Ιωάννα