Saturday, April 20, 2019

ΠΑΣΧΑ στο χωριό με ΔΙΑΒΑΣΜΑ


Μόλις γύρισα απ’ τα βιβλιοπωλεία,
για να πάρω …προμήθειες για το Πάσχα.
Χθες κλείσαμε το νηπιαγωγείο, αποχαιρετήσαμε τα μικρά …διαβολάκια,
κι εγώ ετοιμάζομαι για το χωριό.
Ναι, το χωριό είναι απ’ τη μια ένας συμβατικός τρόπος διακοπών, ελέω πενίας, αλλά απ’ την άλλη είναι ο ιδανικός χώρος
για τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα.
Κι είναι ιδανικός όχι μόνο επειδή τα ήθη και τα έθιμα βιώνονται πιο έντονα,
η άνοιξη –αν έλθει- ζητά φύση και λουλούδια,
ενώ απ’ την άλλη η ηρεμία και η γαλήνη ευνοεί το …ΔΙΑΒΑΣΜΑ.


Τα βιβλία που πήρα σήμερα, με πρώτο ένα επίκαιρο μυθιστόρημα για το Πάσχα:

Νίκος Καζαντζάκης, “Ο τελευταίος πειρασμός” (Καζαντζάκη -2008)
Μίνως Ευσταθιάδης, “Ο δύτης” (Ίκαρος -2018)
Raymond Carver, “Ελέφαντας” (Μεταίχμιο -2019)
Brit Bennett, “Οι μητέρες” (Πόλις -2019)

Καλό Πάσχα
Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, April 17, 2019

Δήμητρα Κολλιάκου, “Αλφαβητάρι εντόμων”


Για κάθε έντομο μια ιστορία. Ή μάλλον ένα μάτσο ιστορίες που συνδέονται με το έντομο αλλά παίζουν και μεταξύ τους ένα κρυφτό. Η μία τα φυλάει κι η άλλη κρύβεται ώσπου να αλλάξουν ρόλους.



Δήμητρα Κολλιάκου
“Αλφαβητάρι εντόμων”
εκδόσεις Πατάκης
2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Νομίζω ότι η Κολλιάκου ταιριάζει στη γυναικεία μου φύση, στη δική μου από τις πολλές γυναικείες φύσεις: σοβαρή, συγκρατημένη, διανοούμενη. Στο Βιβλιοκαφέ διαβάσαμε έως τώρα την “Αρρώστια των βουνών” το 2009, “Το πρόσωπο του ουρανού” (2013) και “Ήμισυ του παντός” (2016).

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Φανταστείτε ένα οποιοδήποτε έντομο. Ας πούμε τη μύγα! Τι συνειρμούς κάνετε; Ποια λογοτεχνικά έργα σας θυμίζει, ποιες παροιμίες και λαϊκές εκφράσεις, ποια τραγούδια ή θρύλους, ποια βιώματα σας έρχονται στον νου; Ένα τέτοιο γαϊτανάκι κάνει η συγγραφέας με 24 έντομα που αποτελούν τον άξονα των ισάριθμων ιστοριών της. Γυρίζω στη μύγα και πιάνω τη δική μου ιστορία α λα Κολλιάκου:

Καλοκαιρινά μεσημέρια στο χωριό πάνω από ένα καρπούζι και γύρω μύγες να μην μας αφήνουν στην ησυχία, ζέστη αλλά και χαλάρωση, η μυγοσκοτώστρα της γιαγιάς που ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα και δυο γενναία έντομα, η Μύγα και το Κουνούπι να ετοιμάζονται για την εκστρατεία τους στο βασίλειο του Σίδερου και του Ατσάλη. Βγάζει η μύγα ξίγκι; Κάθεται η μύγα στο σπαθί του; Κολυμπάει πεταλούδα η μύγα μες στο γάλα; Πόσος είναι ο κώλος της μύγας για να χέσει τον κόσμο όλο;

Ταΐζοντας ζάχαρη μια μύγα

Ό,τι έμεινε απ’ το ξεθυμασμένο καλοκαίρι εσύ
που ζουζουνίζεις άτονα συνήθειο της φυλής σου
μεσ’ απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες
στα στόρια τα κλειστά του παραθυριού.

Ποια δύναμη σκέφτηκα σε σπρώχνει ν’ αφήσεις
τη δροσερή ασφάλεια της μισοσκότεινης κάμαρας
για το σίγουρο θάνατο της αυλής και του δρόμου
όπου πουλιά του φθινοπώρου πεινασμένα
περιμένουνε λαίμαργα τα λιγοστά έντομα
όσα ξέμειναν και βέβαια εσένα.

Μιa παρόρμηση στο ψυχρό τζάμι απαλά
να σε πιέσω μου λέει κάτι όμως με κρατά
το τέλος αυτό στη ζωή σου να δώσω·
συμπόνια; ή μήπως η ψευδαίσθηση πως
δυo κόκκοι ζάχαρη ταϊσμένοι σε σένα
να φέρουν πίσω μπορούν τον καιρό
η πλάνη πως γίνεται μιά εποχή πεθαμένη
μεσ’ από τους νευρώνες των διάφανων
φτερών σου έστω για μια στιγμή
πίσω να φέρω ν’ αναστήσω.

(Δημήτρης Χουλιαράκης, «Ζωή κλεισμένη», Το Ροδακιό, 2002)

Πρωτότυπη ιδέα σε ένα σπονδυλωτό κείμενο. Κάθε κεφάλαιο μια ιστορία. Η ανάγνωση μπορεί να προχωρήσει με τη σειρά ή να ανακατέψει τα γράμματα του αλφαβήτου. Κάποια έντομα έχουν μια μεγάλη ιστορία, άλλα περικλείουν σχεδόν μόνο τις ιστορίες των πρωταγωνιστών τους. Κάθε κεφάλαιο μια δυο ιστορίες, αλλά και μια πολυστρώματη διακειμενικότητα με λογοτεχνικά έργα και παραμύθια-μύθους, με εκφράσεις και λεξιλογικές αναλύσεις.

Τα έντομα έτσι, αυτά τα ελάχιστα όντα του πλανήτη, συνοψίζουν το μικρό στη ζωή κάθε ανθρώπου αλλά με μικρές σταδιακές γενικεύσεις και το μεγάλο που εξάγεται απ’ το μικρό. Έτσι, το έντομο αναδεικνύεται με βάση τη δική του ζωή, φορτωμένο όμως με τις αντιλήψεις και προκαταλήψεις των ανθρώπων γι’ αυτό, αλλά και με βάση τις ανθρώπινες παθογένειες, όπως η φθαρτότητα, ο θάνατος, η μοναξιά κι η επικοινωνία, τα συναισθήματα και τα πάθη, ο φθόνος κ.ο.κ. Όλα αυτά συντήκονται σε επάλληλα στρώματα και σε ιστορίες που αλληλοσυμπληρώνονται.

Τα μικρά ζωάκια συνδιαλέγονται και με τις λέξεις. Η ετυμολογία του εντόμου ξεδιπλώνει σημασίες ορατές ή λανθάνουσες. Το ύφος από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κι από σκηνή σε σκηνή εναλλάσσεται. Λόγιο αλλά και θυμόσοφο, λαϊκό αλλά και ποιητικό. Βεβαίως όλα αυτά συγκλίνουν σε μια κολλιάκεια ιδιόλεκτο που αφηγείται γρήγορα αλλά και σταματά, μιλά χαμηλόφωνα αλλά και οξύνει ό,τι ερεθιστικό εμφανίζεται.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Η μύγα, με την οποία ξεκίνησα, δεν ξεφεύγει από τον μεγεθυντικό φακό της συγγραφέως. Χωρίς να συμπίπτουμε και πολύ στις επιλογές μας, η Κολλιάκου τη συνδέει με τον Βεελζεβούλ και τις βαβυλωνιακές θεότητες αλλά και με τον “Άρχοντα των Μυγών” του Γκόλντινγκ. Ξετρελάθηκα με την ιδέα και είδα ορισμένες ιστορίες μέσα στη δυναμική μιας κειμενικής και διακειμενικής πολλαπλότητας. Και στον τόνο κάθε εντόμου φαίνεται το βάθος της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας και της λαογραφίας.


> Η Δήμητρα Κολλιάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα (ΕΚΠΑ) και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στη θεωρητική γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Στο ερευνητικό της έργο έχει ασχοληθεί κυρίως με ζητήματα σύνταξης και σημασιολογίας στα νέα ελληνικά. Δίδαξε γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Newcastle (1995-2010) και στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Paris Diderot (2010-2014). Σήμερα διδάσκει σε προπαρασκευαστικές τάξεις (Classes Preparatoires aux Grandes Ecoles) στη γαλλική εκπαίδευση, καθώς και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών "Δημιουργική Γραφή" του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, και έχει τιμηθεί με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα Jim Wilson από το ΕΚΕΒΙ, με το Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα και με το βραβείο μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, April 14, 2019

Αλέξης Πάρνης, “Ο ρυθμός του κόσμου”


Συγγραφέας ετών 95. Απ’ τα ελληνικά βουνά στην ΕΣΣΔ κι αποκεί στη γραφή. Απ’ το όπλο στο μολύβι. Το μυθιστόρημά του υστερεί βέβαια σε πλοκή, αλλά κουβαλά μια μεταπολεμική Ελλάδα που δένεται με την Ιστορία της.



Αλέξης Πάρνης
“Ο ρυθμός του κόσμου”
εκδόσεις Καστανιώτη
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
94-95 χρονών ο αειθαλής Αλέξης Πάρνης. Πριν απ’ τον “Ρυθμό του κόσμου” εξέδωσε στο πλαίσιο της τριλογίας του δύο άλλα μυθιστορήματα, την “Οδύσσεια των διδύμων” το 2009 και τον “Άλλο Εμφύλιο” το 2014. Και τώρα ολοκληρώνει την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή του κοσμοαντίληψη…

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Δεν έχω διαβάσει τα δυο προηγούμενα έργα του και γι’ αυτό παραθέτω από το οπισθόφυλλό τους στην υπόθεση, όπως και την υπόθεση του παρόντος, για να κατατοπιστούμε:

1.“Η Οδύσσεια των διδύμων”: Ο Καστρινός, ελασίτης αντάρτης και μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού, βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη, στα τέλη του 1949, και προσπαθεί να προσαρμοστεί με την οικογένειά του στις νέες συνθήκες. Γίνεται αυτόπτης μάρτυρας συνταρακτικών ιστορικών γεγονότων. Aπό τη σταλινική εποχή στην περίοδο του Χρουστσιόφ, την επέμβαση της σοβιετικής ηγεσίας στο ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα και την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη. Όμως η συστράτευσή του με τον Ζαχαριάδη, οδηγεί τον Καστρινό στα γκουλάγκ, και τον φέρνει αντιμέτωπο με την επερχόμενη κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Απ' τον Γράμμο μέχρι την Τασκένδη, κι απ' την Καστέλα ως τη Μόσχα και τη Σιβηρία, ο Αλέξης Πάρνης, με βάση μνήμες και βιώματα, διασταυρώνει την ιστορία με τη μυθοπλασία, για να δώσει το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής. Αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της συγκλονιστικής εποποιίας που γράφτηκε από την Αριστερά των αντιφασιστικών αγώνων, της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής δημοκρατίας, από εκείνους που κατάφεραν, μέχρι το τέλος, να "πετούν με τα φτερά της συνείδησής τους".

2.“Ο άλλος Εμφύλιος”: Ο Γιάννης Δερβένης, που πολέμησε στον Εμφύλιο με τον κυβερνητικό στρατό, φεύγει το 1951 για την Αμερική, για να ασχοληθεί με το μεγάλο πάθος του, τον κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε ήδη απαθανατίσει κάποια σημαντικά γεγονότα, όπως την ανατίναξη του κτηρίου της φιλοχιτλερικής οργάνωσης ΕΣΠΟ απ’ την πατριωτική οργάνωση ΠΕΑΝ. Το γεγονός αυτό γίνεται αφορμή της γνωριμίας του στις ΗΠΑ με τον σημαντικό ομογενή Σπύρο Σκούρα, αφεντικό της "Τουέντιθ Σέντσουρι Φοξ", που φιλοδοξεί να κάνει μια ταινία για το πρώτο μεγάλο αντιστασιακό σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στην προσπάθειά του αυτή, θέλει να αναλάβει το σενάριο ο ίδιος ο Δερβένης και να εντάξει στην ταινία τα αυθεντικά φιλμ της ανατίναξης. Τότε ο Δερβένης βρίσκεται μπροστά στη μεγάλη ευκαιρία της ζωής του. Αρχίζει η γνωριμία του με την αμερικανική πραγματικότητα, η επαφή του με τον απόδημο Ελληνισμό και τους καημούς του, αλλά και η αποτίμηση της εμφύλιας τραγωδίας με πιο αξιόπιστα κριτήρια. Ένα παιχνίδι της μοίρας όμως τον αναγκάζει να επανέλθει στην Ελλάδα, όπου θα εμπλακεί σε μια απίστευτη σκοτεινή ιστορία που θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

3.“Ο ρυθμός του κόσμου”: Δεκαετία του ’50. Ο Γιάννης Δερβένης, χαρισματικός ποιητής και με μια λαμπρή βραχύβια καριέρα σεναριογράφου στο Χόλιγουντ στο ενεργητικό του, είναι καταδικασμένος για ένα φόνο που δεν ήθελε να γίνει και εκτίει την ποινή του στις Φυλακές Νέας Αλικαρνασσού. Επίσης φυλακισμένη, για πολιτικούς όμως λόγους, είναι και η Σοφία Καστρινού, που τον είχε σώσει από ναυάγιο. Τους χωρίζουν πολλά, αλλά τους ενώνουν η αλληλεγγύη και η μουσική, ο Σοπέν, ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ.
Ο Γιάννης Καστρινός, αδελφός της Σοφίας και πρώην αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού, ζει ως καταξιωμένος ποιητής στη Σοβιετική Ένωση. Μέσω του φίλου του Παντελή Ντόκα, που είχε πολεμήσει επίσης στον Ελληνικό αλλά και στον Ισπανικό Εμφύλιο, έρχεται σε επαφή με τον Δερβένη. Μέσα από την ποίηση, θα γίνουν φίλοι και αργότερα συνεργάτες, όταν ο Δερβένης θα έχει πια αποφυλακιστεί.
Η σχέση της Σοφίας Καστρινού και του Γιάννη Δερβένη παρασύρεται από το ποτάμι της Ιστορίας. Οι δραματικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η χούντα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η κυπριακή τραγωδία θα γίνουν το φλεγόμενο φόντο όπου οι αντοχές τους αλλά και οι ιδεολογικές διαφορές τους θα δοκιμαστούν.

Θεωρητικά ο Πάρνης μιλά ουδέτερα, με πρωταγωνιστικό δίδυμο στο προκείμενο μυθιστόρημα έναν μη-αριστερό και μία αριστερή. Ο ποινικός κρατούμενος Γιάννης Δερβένης και η πολιτική κρατούμενη Σοφία Καστρινού συνδέονται βάσει των ανθρωπιστικών αρχών τους και της μουσικής, και τελικά αγαπιούνται. Έτσι, με βάση αυτό το ζεύγος παρακολουθούμε τη μεταπολεμική Ιστορία έως και τη Δικτατορία και τις τραγικές στιγμές του Ελληνισμού από το 1955 μέχρι το 1974 μέχρι και το 1987.

Πολύ θετικό μάλιστα κρίνω και τον παραλληλισμό της παρ’ ολίγον εκτελεσμένης Σοφίας Καστρινού με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, αφού κι οι δυο παλεύουν για τις αξίες τους, για τους άγραφους νόμους της αγάπης και της αλληλεγγύης και αντιστέκονται στον κρατικό δογματισμό και ολοκληρωτισμό. Δεν λείπει και το διακειμενικό υπόβαθρο του “Προμηθέα Δεσμώτη” του Αισχύλου, που παραπέμπει πάντα στην ανυπακοή απέναντι στην εξουσία.

Ωστόσο το έργο του Πάρνη είναι η αναβίωση μιας μονόπλευρης, αν όχι στρατευμένης, λογοτεχνίας. Και μαζί ένα παλιομοδίτικο ύφος που μου θύμισε λογοτεχνία παλιότερων εποχών.

Το δεύτερο φαίνεται στα υπερβολικά επίθετα με τα οποία γεμίζει ο συγγραφέας τον λόγο του, δείγμα μιας ξεπερασμένης λογοτεχνίας του ’50 και ’60, τις ασυνήθιστες αριστερίστικες λέξεις του όπως «βαθιονόητος» «πλέρια» κ.ο.κ., τα παραθέματα ποιημάτων και αποσπασμάτων που παραπέμπουν, έτσι αχώνευτα, σε άλλες εποχές. Γενικότερα ο λόγος του δεν είναι άστοχος, αλλά διαβάζεται εύκολα και ομαλά, αλλά αυτά τα δείγματα δείχνουν την παλιά αισθητική που υπηρετεί.

Ως προς τη στράτευση τώρα, έχω μπερδευτεί. Υπάρχουν δείγματα στράτευσης αλλά και δείγματα μιας πιο πολύπλευρης ματιάς. Ο Γιάννης Δερβένης εκπροσωπεί το κέντρο, τους πολιτικούς απογόνους του Βενιζέλου, ο οποίος εκθειάζεται πολλές φορές στο μυθιστόρημα, και την αφανάτιστη σκέψη. Και μάλιστα η μορφή του δεξιού Παναγιώτη Κανελλόπουλου παρουσιάζεται πολύ θετικά, τόσο για τη μόρφωσή του όσο και για την ενωτική του, μετά τον πόλεμο, δράση. Επομένως, τέτοια στοιχεία θα έπρεπε να με πείσουν ότι πρόκειται για μια ισορροπημένη αφήγηση, πολιτικά αμερόληπτη. Ωστόσο σ’ αυτήν την προσπάθεια μια υπερβολή στις λέξεις όταν γίνεται λόγος για την αριστερή παράταξη και τον αγώνα της, μια ηρωοποίηση και μια θεοποίηση των αγωνιστών και των υψηλά ιστάμενων (Στάλιν, Ζαχαριάδης κ.ο.κ.), μια υφολογική πόζα που ξενίζει, καθώς ομιλεί με την ξύλινη γλώσσα της μεταπολεμικής Αριστεράς.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Το έργο μάλλον υποβαθμίζεται όχι μόνο εξαιτίας όλων αυτών που προανέφερα, αλλά κυρίως επειδή η υπόθεση και η πλοκή λυγίζουν απ’ τη δική τους αδυναμία κι απ’ το βάρος των κοινωνικών και ιδεολογικών λίθων που κουβαλάνε. Η ιστορία είναι ισχνή και έτσι όλο το μυθιστορηματικό οικοδόμημα δεν ικανοποιεί τον αναγνώστη.


> Ο Aλέξης Πάρνης (κατά κόσμον Σωτήρης Λεωνιδάκης) γεννιέται το 1924 στον Πειραιά. Αποφοιτά από το Α' Γυμνάσιο (Ιωνίδειο Σχολή) το 1942, όταν η Ελλάδα βρίσκεται πλέον κάτω απ' τη ναζιστική κατοχή. Πριν ακόμα οργανωθεί στην Εαμική Aντίσταση, κρύβει και σώζει μαζί με τον πατέρα του μια εβραϊκή οικογένεια. Για την πράξη τους αυτή το Ίδρυμα Γιαν Βάνσεν θα τιμήσει και τους δύο μεταγενέστερα με τον τίτλο "Δίκαιος των Eθνών". Σε ηλικία είκοσι χρόνων, ο Aλέξης Πάρνης παίρνει μέρος ως καπετάνιος εφεδρικού ελασίτικου λόχου στην τελευταία μάχη εναντίον των Γερμανών στο Περιστέρι (Γέφυρα Kολοκυνθούς, 12/9/1944). Στα Δεκεμβριανά τραυματίζεται σοβαρά, πολεμώντας την αγγλική επέμβαση. Την περίοδο 1945-1948 βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στο Ρουμπίκ και στο Μπούλγκες. Στη συνέχεια υπηρετεί στο Δημοκρατικό Στρατό ως πολεμικός ανταποκριτής. Απ' το 1949 ως το 1962 ζει στην ΕΣΣΔ. Φοιτά στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι της Μόσχας. Το 1954 δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό "Νόβι Μιρ" το μεγάλο επικό ποίημά του "Μπελογιάννης", για το οποίο τον επόμενο χρόνο τιμάται με το Α' Βραβείο Ποίησης στο Φεστιβάλ Βαρσοβίας. Η κριτική επιτροπή που τον βραβεύει αποτελείται από τους: Πάμπλο Νερούντα (Πρόεδρος), Ναζίμ Χικμέτ, Νικόλα Γκιλιέν, Ουόρις Ίβενς κ.ά. Το όνομά του περνά στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Το 1960 ανεβαίνει στο "Μάλι Τεάτρ" της Μόσχας το θεατρικό έργο του "Το νησί της Αφροδίτης", το οποίο για δύο χρόνια παίζεται σε 175 θέατρα της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων Λαϊκών Δημοκρατιών. Το 1963 παρουσιάζεται και στην Ελλάδα από την Κυβέλη στο ΚΘΒΕ, ενώ το 1969 γίνεται ταινία με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού. Το 1966, έχοντας πλέον επαναπατριστεί, ο Αλέξης Πάρνης παρουσιάζει το σατιρικό μυθιστόρημα "Ο Διορθωτής". Το έργο μεταφράζεται το 1981 στα αγγλικά και ο κριτικός Τόμας Χάιντ γράφει στη Σάντει Τέλεγκραφ: "Ο "Διορθωτής" πρέπει να γίνει υποχρεωτικό ανάγνωσμα για όλους τους επαναστάτες στη Γη". Το 1967 ανεβαίνει στο Θέατρο Ο' Νιλ, στο Πλέι Χάουζ της Μασαχουσέτης, το δράμα του "Λεωφόρος Πάστερνακ". Οι κρίσεις για το έργο, το σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς είναι εγκωμιαστικές. Μερικά χρόνια αργότερα, η "Λεωφόρος Πάστερνακ" κυκλοφορεί και σε μυθιστορηματική εκδοχή.
Άλλα έργα: "Μια Πράγα στον καθένα", "Ο Κινηματίας", "Ο Μαφιόζος", "Η οδύσσεια των διδύμων" (μυθιστορήματα), "Σπορά Ελπίδας" (νουβέλες), "Φτερά Ικάρου", "Λευκή Κηλίδα", "Ανοιχτός Λογαριασμός" (θεατρικά) κ.ά.
Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, April 10, 2019

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, “Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου”



Διηγήματα. Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος. Μεταξύ της πραγματικότητας και της μεταφυσικής. Σαν η λογική να κάνει στην άκρη για να περάσει το συναίσθημα, η συγκίνηση, η εμπειρία…



Θεόδωρος Γρηγοριάδης
“Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου”
εκδόσεις Πατάκη
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
“Ο παλαιστής και ο δερβίσης” το 2010, “Το μυστικό της Έλλης” το 2012, η “Ζωή μεθόρια” το 2015 και η “Καινούργια πόλη” το 2017. Τι ψάχνουμε στο Βιβλιοκαφέ διαβάζοντας Γρηγοριάδη; Ποιος δάκτυλος από μας βάζει συχνά στο τραπέζι των συζητήσεών μας, δίπλα στους καφέδες και στα κουλουράκια, ένα βιβλίο του;

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
26 διηγήματα, που γράφτηκαν την τελευταία εικοσιπενταετία. Τα θέματα ποικίλλουν, από το παρελθόν που στοιχειώνει έως τη μεταφυσική, από την ανάγνωση μέχρι τον έρωτα και πόθο, από την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’70 και του ’80 ώς τις σχέσεις των ανθρώπων.

Ο Γρηγοριάδης δεν ενδιαφέρεται τόσο για το κοινωνικοπολιτικό και το δημόσιο. Ή μάλλον λοξοκοιτάζει την κοινωνία μέσα απ’ το ατομικό πεδίο, μέσα απ’ τις διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι επαγωγικά ίσως και να δείχνει κοινωνικές νοοτροπίες και τη στάθμη του μικροαστού και μεσοαστού, που άλλαζε σταδιακά τις τέσσερις δεκαετίες.

Ξεκίνησα το βιβλίο με δυο πολύ δυνατά διηγήματα, που μου είπαν «Εδώ είναι κάτι πολύ καλό» και στην πορεία έχασα την αναγνωστική μου ορμή. Πέρασα από αδιάφορους δρόμους, είδα άνυδρες πλατείες, στάθμευσα σε μουντά τσιμεντένια πάρκινγκ. Ξαναβρήκα παλμό σε δυο-τρία προς το τέλος κι έτσι συνολικά στάθηκα με απόλαυση σε πέντε-έξι, που θα μπορούσαν να στηρίξουν σαν στύλοι όλο το βιβλίο. Ή θα μπορούσαν να είναι και τα μόνα σε μια μικρή, σφιχτή συλλογή διηγημάτων.

Ένα μοτίβο που διατρέχει τα δυο πρώτα διηγήματα είναι το παρελθόν που στοιχειώνει το παρόν. Στο “Ζεϊμπέκικο της Μαρίας” η ομώνυμη ηρωίδα εμφανίζεται σε ένα reunion, συναντώντας μετά από χρόνια τον αφηγητή, το παλιό της “φιλαράκι”! Λόγια και αναμνήσεις και παραιτήσεις και θλιμμένες σιωπές, προ-στάδια μιας τραγικής κατάληξης αφού χώρισαν. Και στο “Αντίσκηνο” έρχεται η εκδίκηση του “Λαγού” όχι στον ίδιο τον καταπιεστή του που τον τυραννούσε όταν ήταν πρόσκοποι, αλλά στη γυναίκα του. Το παρόν, το παρελθόν που ξεπηδά καλεσμένο ή ακάλεστο, η μεταξύ τους σύγκρουση.

Μια κάποια συγκίνηση προκαλεί και το “Χωρίς σωματοφύλακα”. Ο Τάκης, που εργαζόταν χρόνια ως σωματοφύλακας, επέζησε από ένα ναυάγιο κι εξηγεί πώς δεν μπόρεσε να σώσει την κοπέλα του. Τελικά φαίνεται ότι ξεπέρασε την πνιγμένη κοπέλα του. Αλλά μήπως κι αυτός δεν σώθηκε από το ναυάγιο, όπως φαίνεται; Αυτό το μεταφυσικό στοιχείο, που αιωρείται ως ερωτηματικό και ως απορία, δίνει στο διήγημα ένα δεύτερο επίπεδο, ένα υπόστρωμα σκέψης που προωθεί την ενεργή αναγνωστική ανταπόκριση.

Και τέλος τρία διηγήματα, γειτονάκια στη συνοικία του έρωτα, ξανανεβάζουν τον αναγνωστικό σφυγμό, μετά από πολλά ενδιάμεσα. Στο “Café Beckett” ένας γνωστός σκηνοθέτης επιχειρεί μια φιλόδοξη προσπάθεια, καθώς ανοίγει ένα καφέ-θέατρο στη Φυλής και στήνει έναν χώρο κουλτούρας ανάμεσα στον υπόκοσμο της περιοχής. Η τέχνη συμπλέκεται με τον έρωτα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, που ωστόσο έχει ένα καλλιτεχνικό υπέδαφος; Ερωτηματικό.Η σκλάβα” μυεί στα ερωτικά-σαδιστικά-σεξουαλικά σκοτάδια του Βερολίνου. Η αφηγήτρια σε επίσκεψή της σε φίλο της, που μένει στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, εισάγεται στα βίτσια του νυχτερινού άκρατου έρωτα. Και τέλος στο “Disco freaks η παραμορφωμένη Σουλτάνα ξανανιώνει, όταν χορεύει, κι ο αφηγητής την τραβά στην ξανανοιγμένη ντίσκο για να της δώσει λίγη ζωή.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Άξονες της συλλογής, όπως και άλλων έργων του Γρηγοριάδη, είναι ο έρωτας, το παρελθόν, αλλά και οι σχέσεις Ελλήνων με την Ανατολή. Αν πολλά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας στρέφουν το βλέμμα τους στη Δύση, όπου “ανήκομεν”, ο συγγραφέας κοιτάζει λαγγεμένος της Ανατολή, τον αραβικό κόσμο, τους Μουσουλμάνους, είτε είναι ντόπιοι τους οποίους συναντά ο αφηγητής, είτε πρόσφυγες-μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα μας.

Θεωρώ ότι δεν είναι όλα τα διηγήματα δυνατά κι αυτό αλλού ανεβάζει κι αλλού κατεβάζει την αναγνωστική πρόσληψη.


> Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου του νομού Καβάλας το 1956. Σπούδασε αγγλική γλώσσα και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας το 1990 με το μυθιστόρημα "Κρυμμένοι άνθρωποι". Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων "Ο αρχαίος φαλλός", 1991, τα μυθιστορήματα "Ο ναύτης", 1993, "Ο χορευτής στον ελαιώνα", 1996, "Τα νερά της Χερσονήσου", 1998, "Το Παρτάλι", 2001, "Έξω απ' το σώμα", 2003, "Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές", 2005, η συλλογή διηγημάτων "Χάρτες", 2007, η νουβέλα "Δεύτερη γέννα", 2009, και τα μυθιστορήματα "Ο παλαιστής και ο δερβίσης", 2010, "Το μυστικό της Έλλης", 2012, "Ζωή μεθόρια", 2015 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2016), "Καινούργια πόλη", 2017. Την τριετία 1999-2003 διοργάνωσε σειρά λογοτεχνικών σεμιναρίων στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών. "Το Παρτάλι" εκδόθηκε στη Γαλλία, την άνοιξη του 2003, από τις εκδόσεις "AlterEdit" και παρουσιάστηκε ως θεατρικός μονόλογος στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2011. Η "Δεύτερη γέννα", ανέβηκε ως θεατρικός μονόλογος στο Φεστιβάλ Αθηνών και Καβάλας το 2009. Η συλλογή διηγημάτων "Χάρτες" ήταν υποψήφια για το Βραβείο Διαβάζω 2007 και ο "Παλαιστής και ο δερβίσης" για το Athens Prize for Literature του περιοδικού "(δέ)κατα", για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011 και για το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ. Το μυθιστόρημα "Ζωή μεθόρια" κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος του 2016 (ανακοινώθηκε το 2017). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και στα ολλανδικά. Το μυθιστόρημα "Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές" μεταφράστηκε στα αραβικά και εκδόθηκε στην Αίγυπτο, σε μετάφραση Χάμντι Ιμπραχίμ. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ζει στη Νέα Σμύρνη και διδάσκει αγγλικά στη μέση εκπαίδευση.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, April 07, 2019

Νίκος Χρυσός, “Καινούργια μέρα”


Ένα πολυπρόσωπο δίκτυο αστέγων και κλοσάρ κι ένας παραμυθάς να γίνεται θρύλος. Ο κόσμος του πεζοδρομίου και οι απόκληροι της ζωής τίθενται στο κέντρο μια πολυσέλιδης σύνθεσης.



Νίκος Χρυσός
“Καινούργια μέρα”
εκδόσεις Καστανιώτη
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Για κάποιον παράξενο λόγο μ’ αρέσουν τα βιβλία που μιλάνε για άστεγους, κλοσάρ, ανέστιους, ανθρώπους που ξεσπιτώθηκαν και μένουν στα παγκάκια και στις γέφυρες, στα ζεστά κατώφλια παλιών σπιτιών και στις έρημες στοές της πόλης. Γνώρισα τέτοιους στη “Μαύρη μπίρα” του Βασίλη Δανέλλη στην ελληνική επικράτεια, κι έπειτα από την παγωμένη Μόσχα στη  “Ζωή στο δρόμο” του Μιχάλη Πάτση, που δείχνει την αξιοπρέπεια τέτοιων ανθρώπων ως το “Ο Όλυμπος των αποκλήρων” του Γιασμίνα Χάντρα. Προσθέτω σ’ αυτά και το “Στη λίμνη” του James Sallis, καθώς ο δολοφονημένος είναι ένας τέτοιος ανέστιος τύπος.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Ανάλογο θέμα έχει κι ο Χρυσός στο τελευταίο του βιβλίο. Τον είχαμε ξαναδιαβάσει στο “Μυστικό της τελευταίας σελίδας”, όπου ο συγγραφέας φτιάχνει δύο ατμόσφαιρες οι οποίες κινούνται σχεδόν παράλληλα: από τη μία ο κόσμος των παλαιοβιβλιοπωλείων κι απ’ την άλλη ο κόσμος των κριτικών και των εφημερίδων.

Τώρα γράφει ένα πλούσιο βιβλίο, 700 περίπου σελίδων, όπου η ματιά του αγκαλιάζει τους άστεγους μέσα από πολλές ιστορίες που δένουν σε μια παρέα πέντε ανθρώπων. Η αφήγηση δίνεται διαδοχικά στα μέλη της συντροφιάς, οι οποίοι συχνάζουν σε ένα λιμάνι και ζουν απ’ τα σκουπίδια, την ελεημοσύνη, τα συσσίτια. Στην αρχή η αφήγηση χωρίς όνομα, έπειτα ο Τέως, μετά ο Μαρκόνης, στη συνέχεια ο Λάκυ… όλοι αφηγούνται σκηνές του δρόμου, την πείνα και το κρύο, τις επιδρομές νταβραντισμένων που τους διώχνουν, ξεσπούν πάνω τους και επιτίθενται στις αδύναμες γυναίκες, τις περιπλανήσεις τους προς αναζήτηση τροφής και μιας ήσυχης γωνιάς για τη νύχτα, τα σκηνικά στους τομείς της πόλης… αλλά και πλείστες ιστορίες που δίνονται αναδρομικά από τα λιμάνια του κόσμου και τις πόρνες που συναντάνε οι ναυτικοί μέχρι τη Ρουμανία, πατρίδα του Λάκυ.

Κέντρο της αφήγησης, σαν κύκλοι που ανοίγουν και κλείνουν πάνω του, είναι ο Σεβαστιανός. Άστεγος κι αυτός, που ξέρει να λέει ωραίες ιστορίες, δοσμένες σε πλάγια, όχι πάντα τις ίδιες, αφού κι ο ίδιος τις ξεχνά. Είναι ένας παραμυθάς που βγάζει τους άκλητους της ζωής απ’ τη σκληρή πραγματικότητα, ταξιδεύοντάς τους σε άλλους κόσμους, με ιστορίες ανθρώπινες που αφήνουν στάχτη και μέλι. Και κάποια στιγμή τον καίνε! Μια πράξη απάνθρωπη που συγκλονίζει τον μικρόκοσμο των αστέγων (έστω κι αν μερικοί δεν το πιστεύουν).

Ποιος είναι ο Σεβαστιανός και τι συμβολίζει, όπως υπόσχεται το οπισθόφυλλο;

Όλα αυτά απλώνονται σε πολλές ιστορίες και μικροϊστορίες, βιωμένες από τους ήρωες ή φανταστικές, οι οποίες δείχνουν δυο πράγματα. Απ’ τη μια, δημιουργείται ένα μεγάλο δίκτυο αφηγήσεων, που επιδεικνύουν τη ζωή των αστέγων αλλά και την άνεση στον χειρισμό τους από τον Χρυσό: άνεση, πλούσιο λεξιλόγιο ανά τομέα δράσης, ομαλή εξέλιξη κάθε επεισοδίου, καμία κοιλιά ή αμηχανία. Απ’ την άλλη, το δίχτυ αυτό κουράζει, ειδικά όταν συνειδητοποιήσει κανείς ότι πολλά μπορεί να διαβαστούν ελαφρά τη καρδία, αφού δεν υπηρετούν μια στιβαρή πλοκή. Έτσι, η ανάγνωση επιταχύνει υπό το βάρος των σελίδων και υπό την αίσθηση του ματαίου πολλών (όσο κι αν δημιουργούν ένα ευρύ δίχτυ ατμόσφαιρας και κλίματος), ενώ παράλληλα –παρά το πλούσιο λεξιλόγιο, που προείπα- δεν υπάρχει έντονη υφολογική διαφοροποίηση από αφήγηση σε αφήγηση, από πρόσωπο σε πρόσωπο.

Και ανάμεσα στα δεκάδες πρόσωπα ο Παύλος εμφανίζεται και καταγράφει συμπεριφορές και λόγια. Μαγνητοφωνεί τους κλοσάρ, διασώζει τα λόγια τους, κρατά ημερολόγιο με σχόλια και αποσπάσματα απ’ τις εφημερίδες.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Η συνολική ματιά στο πολυσέλιδο μυθιστόρημα δείχνει έναν τεράστιο ιστό βίας και ρατσισμού. Οι άστεγοι όχι μόνο αντιμετωπίζουν την πείνα, αλλά και τους “Άριους” που επιχειρούν με κάθε τρόπο να καθαρίσουν την πόλη από αυτούς. Και πάνω σ’ αυτό το “υπόγειο” πλέγμα στήνεται μια σειρά από ιστορίες, η μία να μπλέκει μέσα στην άλλη, ξέφτια αφηγήσεων και αφηγητών, αλήθειες και ψέματα, πραγματικοί και πλαστοί χαρακτήρες, ένας λαβύρινθος εγκιβωτισμών και νημάτων προς μια έξοδο;

In2life, 24/1/2019


> Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Φοίτησε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Σχολής Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. "Το μυστικό της τελευταίας σελίδας" είναι το πρώτο του βιβλίο, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους.
Πάπισσα Ιωάννα


Thursday, April 04, 2019

Γιάννης Παπαγιάννης, “Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο”


Μια αντι-ιστορία, μια προσπάθεια να κατασκευαστεί η ιστορική εξέλιξη από έναν υπολογιστή, που δέχεται δεδομένα και παράγει αφήγηση. Φιλόδοξο ακούγεται, αλλά κάπου χάνει τον στόχο του.



Γιάννης Παπαγιάννης
“Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο”
εκδόσεις Διάπλαση -2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Είχα διαβάσει το προηγούμενο βιβλίο του Παπαγιάννη, “Το διπλό πρόσωπο του νου”, και το είχα βρει πολύ ενδιαφέρον. Πρόκειται για ένα σύγχρονο στη γραφή έργο, που ακολουθεί τη τάση των καιρών να διασπούν πολλαπλώς την αφήγηση και που κάνει τον συγγραφέα απλό κομμάτι στο πολυμερές ψηφιδωτό της συγγραφής, χωρίς κανένα προνόμιο λόγω αυθεντίας, χωρίς κανένα πλεονέκτημα λόγω συγγραφικής παντεποπτίας. Η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη αλλά εφαρμόζεται άρτια και κάνει το βιβλίο καλογραμμένο, καλοσχεδιασμένο και σοφά ζυγισμένο.

Ο ίδιος ο συγγραφέας εκτίμησε την παρουσίαση του βιβλίου του και θέλησε να μου στείλει και το τελευταίο του. Τον ευχαριστώ.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Πάλι πρόκειται για ένα μοιρασμένο σε δύο μέρη βιβλίο, μέρη που αλληλοδιαπλέκονται. Ο Ιάκωβος Αθανασίου, πρώην Ντογιάμας, επιχειρεί σε όλη του τη ζωή να διοριστεί μηχανοδηγός στο συνεχώς επεκτεινόμενο δίκτυο σιδηροδρόμων που ξεκίνησε ο Τρικούπης. Αλλά κάθε του απόπειρα καταλήγει σε κωμικά αποτελέσματα, πολλές φορές σε ξύλο! Η ιστορία του Ιάκωβου είναι μια κωμική αντι-ιστορία που δεν έχει ηρωισμούς, ούτε μεγάλες κατακτήσεις. Δίπλα της εξελίσσεται η εθνική Ιστορία, από το 1864 μέχρι το 1936, με τις πολιτικές εξελίξεις, τις στρατιωτικές επιπλοκές, τα κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα, την Πηνελόπη Δέλτα και τον Ίωνα Δραγούμη, τους Μπενάκηδες και τους πρωθυπουργούς και φυσικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο…

Η δεύτερη ιστορία επικεντρώνεται στην Άννα Μαρία Αθανασίου, απόγονο του Ιάκωβου, που το 2013 ζει μια αποτυχημένη ενπολλοίς ζωή. Συλλαμβάνει όμως μια ιδέα που συνδυάζει Ιστορία, φωτογραφία, πληροφορική, κινηματογράφο και τεχνητή νοημοσύνη. Τη δρομολογεί μέσω ενός μεγάλου συγγραφέα (γιατί δεν έχει όνομα;), ο οποίος είναι σνομπ, ενός ημιαποτυχημένου παραγωγού, ο οποίος ψάχνει μια ιδέα να πλουτίσει, κι ενός πληροφορηκάριου, του Ευθύμη Δέλτα, ο οποίος ήταν παλιός γνώριμος (και κάτι παραπάνω) της Άννας Μαρίας.

Σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο είχε πολλά προβλήματα που άμβλυναν την αναγνωστική ένταση. Πρώτα απ’ όλα η αφήγηση που αφορά την ιστορία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα πλατειάζει πολύ, αργεί να συναντηθεί ουσιαστικά με τη σύγχρονη ιστορία και εκτείνεται σε πολλά ιστορικά στοιχεία, που φαίνονται άχρηστα. Σελίδες επί σελίδων διαβάζονται άνευρα, αν φυσικά δεν είναι στόχος της λογοτεχνίας, όπως νομίζω, η εξιστόρηση των ιστορικών δεδομένων. Ο Ιάκωβος δεν αποδίδεται πλήρως, δεν ξέρουμε λ.χ. πώς ζει όταν περιμένει τον διορισμό του, και σαν καρικατούρα αλέθεται στις μυλόπετρες της εποχής.

Η αναμονή που στήνει ο συγγραφέας, η αναμονή του σχεδίου που έχει συλλάβει η Άννα Μαρία είναι έξυπνη. Μικρές νύξεις, αποκαλύψεις σταγόνα σταγόνα, λίγα στοιχεία για του αδελφούς Μανάκια, λίγα για την παραγωγή μιας ταινίας, πασπάλισμα τεχνητής νοημοσύνης που εξάπτει την περιέργεια για το πώς θα συνδυαστεί η Ιστορία με τους υπολογιστές. Αλλά κάπου καθυστερεί περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε και η ανάγνωση ξεθυμαίνει στο μήκος μιας αφήγησης που λιμνάζει.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Τελικά η προσπάθεια του πεζογράφου να κατασκευάσει την ιστορία με βάση το πρόγραμμα ενός υπολογιστή μού φαίνεται μυθιστορηματικά ανεπιτυχής. Θα μπορούσε να δείξει τον τρόπο κατασκευής της ιστορίας (και της Ιστορίας) κι όχι απλώς να την παραθέσει, έστω κι αν όλα παρωδούνται και περνάνε από το πρίσμα μιας ανάποδης Ιστορίας.



> Ο Γιάννης Παπαγιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά κατάγεται από την Ικαρία. Σπούδασε Φυσική και έκανε μάστερ στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές. Είναι συγγραφέας των μυθιστορημάτων "Πέντε ώρες" (1989), "Η πικρή γεύση" (1992), "Ο ύπνος περιβάλλει" (1998), "Η ασθένεια της πεταλούδας" (Άγκυρα, 2009), "Το διπλό πρόσωπο του νου" (Κριτική, 2015). Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει γράψει σενάρια για ταινίες μικρού μήκους. Το διήγημά του "Ο τοίχος" μεταποιήθηκε σε ταινία μικρού μήκους το 2003.
Από τον Σεπτέμβριο του 2011 διατηρεί στήλη βιβλίου στην εφημερίδα 'Τύπος της Κυριακής' και δημοσιεύει βιβλιοκριτικές σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.
Πάπισσα Ιωάννα