Friday, April 27, 2018

Τατιάνα Αβέρωφ, “Έγκλημα στον παράδεισο”


Ένα αστυνομικό. Γιατί; Για λίγες ώρες ενεργής απόλαυσης. Νομίζω ότι αυτό ψάχνει όποιος διαβάζει crime novels. Να σε κρατάει ξύπνιο. Να σε πάει μέσα από διαδρόμους και παραδρόμους στο κέντρο του λαβύρινθου.



Τατιάνα Αβέρωφ
“Έγκλημα στον παράδεισο”
εκδόσεις Μεταίχμιο -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Μέσα στην τύρβη της καθημερινότητας μια διέξοδος. Ένα αγαπητό serial, ένα συναρπαστικό film στο σκοτάδι του cinema, μια μπίρα με έναν φίλο. Και φυσικά ένα βιβλίο. Ένα αστυνομικό. Δεν τρελαίνομαι, αλλά σε καταστάσεις άγριο-ζόρι-σκληρό-rock-n-roll ένα χαλαρό ανάγνωσμα βοηθάει.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Ο αγαπητός δήμαρχος Κωλέττης βρίσκεται δολοφονημένος και ριγμένος στον γκρεμό. Αναλαμβάνει ο αστυνόμος Περικλής Γαλάνης με σύμμαχο την αγροτική ιατρό Μαρία Λάζου. Η γυναίκα της υπόθεσης. Αντίπαλους δεν έχει μόνο τον φονιά, αλλά και τον ντόπιο διοικητή Κιτσούλη, που είναι παλιοκαραβανάς (το λέμε αυτό για την αστυνομία;). Λίγο αργότερα δεύτερος φόνος: ο μοναχός Βασίλειος (ακούγεται συχνά με το όνομα Λάκης, αλλά πώς είναι το μοναστικό του;).

Το θετικό είναι ότι υπάρχει μια καλή αλληλουχία σε όσα εξιστορούνται και ο γρίφος οδηγείται ομαλά στην επίλυσή του. Λείπουν βέβαια μικροί κρίκοι που εξασθενούν το αποτέλεσμα. Φαίνεται επίσης ότι, ενώ η Αβέρωφ, έχει μελετήσει τον χώρο της αστυνομίας και της ιατρικής, ώστε να είναι αληθοφανής, δεν έχει πετύχει απόλυτα τον χώρο της εκκλησίας. Το θετικό είναι ότι, παρά αυτά τα μικρά, η ανάγνωση δεν σκαλώνει, δεν προσκρούει σε σαμαράκια, αλλά προχωρά με ενδιαφέρον. Η αποκάλυψη έρχεται με αναμενόμενα έξυπνο τρόπο. Κι επίσης δεν είναι ένοχος ο πιο κραυγαλέα αντι-SOS ύποπτος.

Από την άλλη, η προσωπική ιδιοτέλεια αίρει τον κοινωνικό προβληματισμό. Ο ένοχος δεν εκπροσωπεί μια εκκλησιαστική –συλλογική- ευθύνη. Οι δυο δολοφονίες δεν είναι οι κορυφές σε ένα κοινωνικό πρόβλημα. Αλλά εδράζονται σε προσωπικά κίνητρα και φυσικά, ω της κοινοτοπίας, στο χρήμα. Ενώ δηλαδή περίμενα να δω να φωτίζεται με τους αστυνομικούς προβολείς ένα ευρύτερο φαινόμενο της ηθικής μας και πολιτισμικής μας κατάπτωσης, είδα απλώς μια ατομικιστική υστεροβουλία.

Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Το διάβασα με ενδιαφέρον. Το κρατούσα στο λεωφορείο χωρίς να με αποσπούν οι άλλοι και η βαβούρα τους. Τα γεγονότα έδεναν ομαλά. Η αλληλουχία είχε καρπούς. Το τέλος δεν με διέψευσε.



> Η Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα. Σπούδασε ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε ως σχολική ψυχολόγος. Από το 1995 διευθύνει την Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο, διδάσκει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και εξοικονομεί όσο περισσότερο χρόνο μπορεί για να γράφει. Είναι παντρεμένη με τον Σωτήρη Ιωάννου και έχουν ένα γιο, τον Αλέξανδρο.

In2life, 30/1/2018
 Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, April 21, 2018

Μπέρναρντ Μάλαμουντ, “Ο μάστορας”


Στο τσαρικό καθεστώς του 19ου αιώνα ο Εβραίος είναι εξίσου μισητός. Τα γκέτο και οι διώξεις εξίσου συχνές. Ο Malamud πιάνει ένα τέτοιο σκηνικό και αναδεικνύει τον διωκόμενο ήρωά του.


Bernard Malamud
“The Fixer”
1966
Μπέρναρντ Μάλαμουντ
“Ο μάστορας”
μετ. Κ. Σχινά
εκδόσεις Καστανιώτης -2017


Υπάρχουν άπειροι τρόποι ν’ αποδώσει κανείς το Ολοκαύτωμα. Ή γενικότερα τους διωγμούς των Εβραίων. Ή ακόμα γενικότερα την ταυτότητα των διεσπαρμένων Εβραίων. Απ’ τον σκληρό του Primo Levi έως τον αυτοσαρκαστικό του Philip Roth. Ή με την ελληνική εμπειρία, στη Χουζούρη και τον Ζουργό.


Ο Αμερικανοεβραίος Malamud κατάγεται απ’ τη Ρωσία. Επομένως επέλεξε να πάει πίσω και να δει τον διωκόμενο Εβραίο στα χρόνια των τσάρων. Ο ήρωάς του Jakov Bok φεύγει απ’ το χωριό του και πηγαίνει στο Κίεβο για καλύτερη τύχη. Σώζει έναν πλούσιο πλινθοποιό κι αυτός τον κάνει αντ’ αυτού στη βιοτεχνία του. Η αφήγηση παρακολουθεί σιγά σιγά την γνωριμία με τον Ρώσο και την κόρη του, αλλά και την ευσυνείδητη δουλειά του Bok. Ο οποίος ξεκίνησε ως μάστορας κι έγινε χάρη στο φιλότιμό του έμπιστος του Ρώσου, αλλά…

Όταν ανακαλύπτεται ότι είναι Εβραίος, συλλαμβάνεται κι όλοι στρέφονται εναντίον του. Γιατί παραβίασε τον νόμο κι έμενε στην περιοχή όπου απαγορευόντουσαν οι Εβραίοι. Γιατί θεωρείται ότι σκότωσε ένα ρωσόπουλο για να του πιει το αίμα! Γιατί είναι Εβραίος τελικά κι ό,τι κακό γίνεται οφείλεται σ’ αυτόν! Η προηγούμενη παραμονή του στο Κίεβο κοσκινίζεται, επανερμηνεύεται και παρουσιάζεται ως αντικοινωνική, αιμοβόρα, ύπουλη όπως η εβραϊκή φύση ορίζει!

Όποιος γράφει μετά το 1945 για τους Εβραίους έχει σίγουρα στον νου του το Ολοκαύτωμα. Επομένως, ο Malamud που γράφει το 1966, μιλά μεν για τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά η λοξή του ματιά είναι στις ναζιστικές διώξεις. Ο Εβραίος κουβαλά όλες τις προκαταλήψεις των αιώνων ότι πίνει ανθρώπινο αίμα. Κουβαλά τις αφελείς επιστημονικές θεωρίες όπως του Arthur de Gobineau και του Houston Stewart Chamberlain που προετοίμασαν τις ρατσιστικές εκδιώξεις του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας αναφερόμενος στην τσαρική εποχή επεκτείνει το πρόβλημα σε μια παγκόσμια νοοτροπία αντιεβραϊσμού.

Μεστό κείμενο. Ο αντιεβραϊσμός, φαίνεται, δεν ήταν προνόμιο των Nazi. Ήταν στοιχείο των εποχών τουλάχιστον τριών και τεσσάρων αιώνων. Απ’ τα βασίλεια της Ευρώπης ώς την τσαρική αυτοκρατορία του 19ου αιώνα. Εμείς οι αναγνώστες εισπράττουμε αυτή τη διάσταση και γελάμε-κλαίμε με τις αφέλειες εποχών.

In2life, 3/4/2018 


> Ο Bernard Malamud (1914-1986) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς του ήταν Ρωσοεβραίοι εμιγκρέδες που διατηρούσαν ένα μικρό μπακάλικο στο Μπρούκλιν. Ο Bernard πηγαίνει σε διάφορα δημόσια σχολεία και το 1936 αποφοιτά από το City College της Νέας Υόρκης. Δουλεύει παράλληλα ως εκπαιδευόμενος δάσκαλος και το 1942, μην έχοντας στρατευθεί, ως προστάτης οικογενείας, παίρνει και το Μάστερ από το Columbia University. Τα επόμενα χρόνια εργάζεται ως δάσκαλος σε νυχτερινά σχολεία με ενήλικους μαθητές. Το 1945 παντρεύεται την ιταλικής καταγωγής Ann de Chiara, παρά τις αντιδράσεις και των δύο οικογενειών. Απόφοιτος του Cornell και η ίδια, θα τον συντροφεύει ως το θάνατό του, και θα είναι πάντα η πρώτη που θα διαβάζει (και θα δακτυλογραφεί...) τα χειρόγραφά του. Θα αποκτήσουν ένα γιο και μια κόρη. Το 1949, ο Malamud αρχίζει να διδάσκει έκθεση σε πρωτοετείς του Oregon State University, καθώς όμως δεν έχει διδακτορικό, δεν του επιτρέπεται να διδάξει λογοτεχνία.
Αν και έχει αρχίσει να γράφει κάποια πρώτα διηγήματα και να τα δημοσιεύει σε περιοδικά ήδη από το 1943, είναι στα χρόνια του Όρεγκον που αποκτά τη συνήθεια να αφιερώνει τρεις ημέρες της εβδομάδας στο γράψιμο. Το 1961 αφήνει το Όρεγκον για να διδάξει δημιουργική γραφή στο Bennington College, στο Βερμόντ- μια θέση που θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Malamud ολοκληρώνει το πρώτο του μυθιστόρημα το 1948- αυτό το έργο όμως θα μείνει ανέκδοτο, μια και ο ίδιος θα κάψει αργότερα τα χειρόγραφα. Το πρώτο του βιβλίο που τελικά θα εκδοθεί, ένα μυθιστόρημα με θέμα έναν αστέρα του μπέιζμπολ, κυκλοφορεί το 1952 με τίτλο "The Natural" και περνά μάλλον απαρατήρητο. Πολλά χρόνια αργότερα, ωστόσο, θα γυριστεί σε ταινία από τον Barry Levinson με πρωταγωνιστή τον Robert Redford (1984, ελληνικός τίτλος: "Ο Καλύτερος"). Στο δεύτερο μυθιστόρημά του, με τίτλο "The Assistant" (1957, στα ελληνικά: "Ο βοηθός", μτφ. Θάνος Ελισαίος, εκδ. ΑΣΕ), ο Malamud αντλεί από τα παιδικά του βιώματα για να περιγράψει έναν Εβραίο έμπορο του Μπρούκλιν. Το 1958 κυκλοφορεί και η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο "The Magic Barrel" (στα ελληνικά: "Το μαγικό βαρέλι", μτφ. Μάνθος Κρίσπης, εκδ. Γράμματα) που θα κερδίσει το National Book Award. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα "A New Life" (1961), εμπνευσμένο από τα χρόνια του στο Oregon State University, και "The Fixer" (1966), που του αποφέρει τόσο το National Book Award όσο και το βραβείο Pulitzer. Το βιβλίο έχει θέμα του τον αντισημιτισμό στα χρόνια της τσαρικής Ρωσίας και γυρίζεται επίσης σε ταινία (1968, ελληνικός τίτλος: "Ο άνθρωπος από το Κίεβο") από τον John Frankenheimer, με τους Alan Bates και Dirk Bogarde. Από τα υπόλοιπα βιβλία του ξεχωρίζουν η συλλογή διηγημάτων "Pictures of Fidelman" (1969), και τα μυθιστορήματα "The Tenants" (1971), "Dubin's Lives" (1979) και "God's Grace" (1982, στα ελληνικά: "Η τελευταία χάρη", μτφ. Γιάννης Κωστόπουλος, εκδ. Ψυχογιός). Με το μυθιστόρημά του "Ο μάστορας" (The Fixer [1966]) έλαβε για δεύτερη φορά το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου (National Book Award) στην ίδια κατηγορία καθώς και το Βραβείο Πούλιτζερ, το 1967. Το θεματικό πεδίο του Malamud είναι αρκετά ευρύ, η ηθική ευαισθησία του ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη και η σκωπτική του διάθεση καταφεύγει σχεδόν πάντοτε σε ευρηματικές λύσεις.
Αν και ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε κατά κύριο λόγο επηρεαστεί από τον Mark Twain και τον Nathaniel Hawthorne, η εβραϊκή και "γίντις" πτυχή του έργου του είναι πολύ έντονη. Οι ήρωες του, απλοί άνθρωποι τους οποίους περιγράφει με τρυφερότητα και συμπόνια, είναι εγκλωβισμένοι σε μια άχαρη ζωή και, όποιο κι αν είναι το σκηνικό της ιστορίας τους (ο κόσμος του μπέιζμπολ, το γκέτο του Μπρούκλιν, η τσαρική Ρωσία, η αμερικανική Δύση ή ένα κατεδαφιστέο κτίριο της Νέας Υόρκης), ονειρεύονται ένα νέο ξεκίνημα, προτάσσοντας όμως πάντα την ηθική και υπερβαίνοντας τελικά κάθε εγωισμό τους. Ο Bernard Malamud πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1986. Το έργο του θεωρείται μάλλον μικρό σε έκταση: του άρεσε να γράφει αργά και προσεκτικά, με αποτέλεσμα να προσφέρει ένα σύνολο μονάχα επτά μυθιστορημάτων και 54 διηγημάτων. Κι όμως, αυτά ήταν αρκετά για να τον κατατάξουν μεταξύ των κορυφαίων Αμερικανοεβραίων συγγραφέων, μαζί με τους Saul Bellow και Philip Roth. Το σύνολο του έργου του εντάχθηκε στη Library of America. Πέθανε το 1986.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, April 15, 2018

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, “Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη”


Το πάθος για την ανάγνωση, τα γεύματα με βιβλία, οι βιβλιοθήκες που μας στοιχειώνουν, τα βιβλία που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται, οι καθημερινές συνήθειες εξάρτησης…




Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος,
“Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη”
εκδόσεις Πόλις -2017



Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Θα μπορούσε να λέγεται “Το εικοσιτετράωρο ενός βιβλιόφιλου μπλόγκερ”. Θα μπορούσα να τόχα γράψει εγώ (αν είχα πείρα κι ήμουν συγγραφέας). Θα μπορούσε νάναι το ελληνικό ομόλογο του Manguel “Η ιστορία της ανάγνωσης” στο πιο βιωματικό κι άμεσο.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Τα κείμενα είναι δοκίμια χαλαρού λόγου. Όχι όμως και χαλαρής δομής. Κάθε κεφάλαιο αφορά σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης και σκέψης ενός φανατικού βιβλιόφιλου. Ενός βιβλιοφάγου που ζει σχεδόν όλη μέρα διαβάζοντας ή ενός σκεπτόμενου ολημερίς τα βιβλία. Που τριγυρίζει στη βιβλιοθήκη του ή στα βιβλιοπωλεία κι ακραγγίζει εξώφυλλα, αναθυμάται αναγνώσεις ή προγραμματίζει τις επόμενες. Που διαβάζει όπως αναπνέει κι αποτελεί ένα κινητό βιβλιακό νέφος το οποίο εκπέμπει σκέψεις και κείμενα.

Πώς ξεκινά και πώς συνεχίζεται η μέρα μέσα στα βιβλία. Πώς, ενώ κανείς δουλεύει και ζει την καθημερινότητα, παράλληλα διανθίζει τη μέρα του μ’ αναγνώσεις ή με μνήμες. Ποια μέρη βολεύουν για διάβασμα και πώς κρατάει κανείς πάντα ένα βιβλίο μέσα στην τσάντα του. Ποια βιβλία έχουν στοιχειώσει το είναι του βιβλιόφιλου, χωρίς αυτά να προβάλλονται ως τα απόλυτα must. Πώς αναγνωρίζεις τον μανιακό αναγνώστη. Όλα θίγονται, γυροφέρνονται, απλώνονται…

Τα διαβασμένα, τα ξαναδιαβασμένα, τα πολυδιαβασμένα, τα ημιδιαβασμένα, τ’ αδιάβαστα, τα μελλοντικά αναγνώσματα, τα κλασικά, τα βραχύβια, τα ξεχασμένα, τ’ αξέχαστα, τα συναισθηματικά φορτισμένα, τα συνδυασμένα με συγκεκριμένες σκηνές της ζωής, τ’ αγαπημένα βιβλία, τα τσακισμένα εξώφυλλα, τα τσαλακωμένα φύλλα, οι λερωμένες με καφέ σελίδες… Τα στριμωγμένα στη βιβλιοθήκη, τα ντανιασμένα σε στοίβες, τ’ αραδιασμένα στο πάτωμα, τ’ αφημένα στο κομοδίνο, τα ριγμένα στην τσάντα, τα προκλητικά ξαπλωμένα στο γραφείο, τα παντρεμένα και τα ερώμενα, τα παλιά, τα πολύ παλιά και τα νέα, τα δανεισμένα κι αγύριστα, τα χαμένα, τα παρατοποθετημένα, τα ταξινομημένα, τ’ αταξινόμητα, τα σημειωμένα, τα σχισμένα… Η παρέλαση των βιβλίων δεν είναι μια στείρα συσσώρευση τίτλων κι όγκων, αλλά μια πνευματική περιουσία, που αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και το ίδιο το υλικό. Ωστόσο ο Γιαννακόπουλος δεν είναι φετιχιστής και προτείνει μια πολύ αιφνιδιαστική λογική: όσο μεγαλώνουμε, τόσο πρέπει να μειώνουμε τα βιβλία που ’χουμε, ώστε να κρατήσουμε όσα πραγματικά αξίζει να ξαναδιαβάσουμε όταν δεν θα ’χουμε πλέον πολύ χρόνο στη διάθεσή μας.

Το βασικό στο βιβλίο είναι ότι είναι γραμμένο με χαλαρή μορφή που ωστόσο έχει μια βαθιά οργανωμένη δομή. Το ακόμα πιο σημαντικό είναι η αισιοδοξία, ο οίστρος, η παθιασμένη ορμή, ο τόνος που είναι ενθαρρυντικός για πολλά βιβλία, χαλαρές αναγνώσεις, μεγαλειώδη κείμενα που μπαινοβγαίνουν στη σκέψη μας. Διαβάζοντας πιστεύεις ότι έχεις το έλεγχο μιας μεγάλης δύναμης κι ότι ως αναγνώστης είσαι ικανός να κάνεις skate από βιβλίο σε βιβλίο σ’ ένα συνειρμικό slalom αναγνώσεων και συνδέσεων.


Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Μπορεί ο Γιαννακόπουλος να λέει αυτονόητα πράγματα. Μπορεί και να διαφωνώ σε μερικά, όπως ότι κάθε βιβλίο είναι πιθανό να διαβάζεται αγραμμικά. Αλλά, σαν να το έγραψα εγώ, σαν να το έγραψε οποιοσδήποτε blogger, είναι κομμάτι της αναγνωστικής μας καθημερινότητας, και γι’ αυτό το αγάπησα.


> Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1971. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας) και εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει, επίσης, ασχοληθεί, για διάστημα δύο ετών, με την οργάνωση και λειτουργία Σχολικών Βιβλιοθηκών. Μετά από περιπλάνηση ορισμένων χρόνων στην ελληνική επαρχία, επέστρεψε πλέον στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Εκτός από ποιήματα και μεταφράσεις, δημοσιεύει συστηματικά άρθρα και δοκίμια για τη λογοτεχνία και για την τέχνη της ανάγνωσης. Υπήρξε συνεργάτης της επιθεώρησης Propaganda και, επίσης, του Κέντρου Δημιουργίας και του δικτυακού τόπου Happy Few (www.happyfew.gr), όπου έχει δημοσιεύσει, μεταξύ άλλων, μελέτες για τον Νικόλα Κάλας, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Ηλία Λάγιο, καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων του Τσαρλς Μπουκόφσκι.
Πάπισσα Ιωάννα