Tuesday, December 22, 2020

Felipe Alfau, “Το καφενείο των τρελών”


Στις πιο σοβαρές αποδείξεις ότι η λογοτεχνία κάνει τα παιχνίδια της, όχι με σκοπό να αυτεπιδειχθεί αλλά με στόχο να αναδείξει τις ανατροπές και τις αλλαγές ρόλων μέσα στη ζωή.


Felipe Alfau

“Locos: A Comedy of Gestures”

1936


“Το καφενείο των τρελών"


μετ. Ρ. Κυριακίδου


εκδόσεις Αλεξάνδρεια -2020


Ένα βιβλίο που παρουσίαζε η Παπαθανασίου στο “Βήμα” στις 13/9/2020 ήταν αποκάλυψη. Ήταν ραμμένο στα γούστα μου καθώς μ’ αρέσει αυτή η παιχνιδιάρικη φύση της λογοτεχνίας.


> Ο Felipe Alfau γεννήθηκε το 1902 στην Γκερνίκα της Ισπανίας. Το 1918 μετανάστευσε στην Αμερική για να σπουδάσει μουσική και να εργαστεί ως μουσικοκριτικός σε ισπανόφωνη εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Θεωρώντας αδύνατη πλέον την πρόσβαση στο ισπανικό αναγνωστικό κοινό, αποφάσισε να γράψει στην αγγλική γλώσσα. "Το καφενείο των τρελών" (Locos) γράφτηκε το 1928 και δεν κατόρθωσε να εκδοθεί παρά το 1936 με έξοδα του συγγραφέα, για να βυθιστεί σύντομα στη λήθη. Το 1987 το βιβλίο γνώρισε μια θριαμβευτική επανέκδοση στην Αμερική και παράλληλα άρχισε να μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες, ενώ το 1989 εκδόθηκε για πρώτη φορά το δεύτερο έργο του, "Chromos", που το 1948 είχε απορριφθεί από όλους σχεδόν τους εκδότες. Στα πολλά χρόνια που μεσολάβησαν, ο Αλφάου, απογοητευμένος, εγκατέλειψε το γράψιμο για να εργαστεί ως μεταφραστής σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1999. Έργα του είναι: "Old Tales from Spain" (1929), "Locos. A Comedy of Gestures" (1936), "Chromos" (1990), "Sentimental Songs. La poesia cursi" (1992).


ΤΟ ΕΡΓΟ συντίθεται από πολλά διηγήματα, φαινομενικά μεμονωμένα, αλλά στην πράξη με κοινό πλαίσιο και πρόσωπα που μεταπηδούν από το ένα στο άλλο. Απ’ την αρχή καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ιστορίες που ξεφεύγουν απ’ την πραγματικότητα, ενώ συνάμα πατάνε σ’ αυτήν, αλλά το ύφος και η οριακότητα των καταστάσεων μας φέρνουν στην ατμόσφαιρα παράλληλων σφαιρών.

ΣΤΑ ΛΙΓΩΝ σελίδων κείμενα φαίνεται πως οι χαρακτήρες του Alfau βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ρεαλιστικής πραγματικότητας και μιας άλλης, φανταστικής, μεταφυσικής, μυθοπλαστικής. Αυτό το οριακό σημείο κάνει κάθε ιστορία ενδιαφέρουσα και δίνει στο έργο του Ισπανού συγγραφέα τη λογοτεχνική στόφα που χρειάζεται. Ο Fulano στο πρώτο διήγημα είναι αόρατος (ένα ασήμαντο ταπεινό χαμομηλάκι!), αφού, όπου εμφανίζεται, κανείς δεν του δίνει σημασία, σαν να μην υπάρχει. Η σκιαγράφησή του και η πειστικότητα μιας τέτοιας κατάστασης κάνει το κείμενο άκρως δυνατό. Η εξέλιξη και το τέλος με την αλλαγή ταυτότητας ακολουθεί μια λογική πορεία μέσα στο παράλογό της.

ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ με το μυθιστόρημα (για να κάνω ένα λογοπαίγνιο με τον τίτλο) όσο προχωράω και σε κάθε επιμέρους επεισόδιο ξεπετάγεται μια ακόμα ανατροπή: αλλαγή ταυτοτήτων, σατιρικές πινελιές, αντιστροφή ρόλων, αιφνίδιο τέλος. Όλα υπακούνε σε μια καρναβαλική αναστροφή, αφού ο βασιλιάς γίνεται ζητιάνος κι ο ζητιάνος βασιλιάς, οι λογικοί τρελοί κι οι τρελοί εκλαμβάνονται ως λογικοί. Είναι ο τρόπος του Rabelais που έδειξε τη ζωή σαν ένα ανατρεπτικό παιχνίδι αντιφάσεων και ορίων, που είναι απλώς κοινωνικά διαμορφωμένα και μ’ ένα τσαφ της τύχης αλλάζουν. Σε ένα απ’ αυτά τα επεισόδια του Alfau γίνεται ένα συνέδριο αστυνόμων στη Μαδρίτη, διεθνές παρακαλώ, και γεμίζει η πόλη αστυνόμους, αλλά ταυτόχρονα εκτοξεύεται η εγκληματικότητα στη μορφή των μικρο-κλοπών σε κορυφαία ύψη. Είναι άραγε οι ίδιοι οι αστυνόμοι που κλέβουν ο ένας τον άλλο;

ΠΡΟΧΩΡΩ παραδομένος σ’ αυτήν την ανάλαφρη γραφή, που παίζει έντεχνα με το κωμικό, το ρεαλιστικά ανατρεπτικό, το πραγματιστικά παράδοξο. Ανά πάσα στιγμή ο θύτης γίνεται θύμα, ο καλός κακός, ο πλούσιος ζητιάνος. Ένα γαϊτανάκι αλλαγών, μικρών αιφνιδιασμών, αποκριάτικης αλλαγής κοστουμιών και ρόλων.

Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, December 19, 2020

Émilie de Turckheim, “Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι”

Το “Πάρε τους μετανάστες σπίτι σου” γίνεται πράξη κι η αφηγήτρια δέχεται στην τετραμελή οικογένειά της ένα ακόμα μέλος, τον Reza από το Αφγανιστάν, που μιλά νταρί και έχει χάσει όλη την οικογένειά του.


Émilie de Turckheim

“Le Prince à la petite tasse”

2018

“Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι”

μετ. Ρ. Γεωργακοπούλου

εκδόσεις Πόλις

2020


Αναζητάς ώρες ώρες βιβλία που συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, που είναι ανάλαφρα όσο και βαθιά, χαλαρά όσο και γεμάτα προβληματισμό και συγκίνηση.

 

> Η Εμιλί ντε Τυρκέμ γεννήθηκε στη Λυών το 1980. Σπούδασε νομικά, πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία. Δίδαξε αγγλικά και γαλλικά σε φυλακισμένους και, από το 2004, είναι τακτική επισκέπτρια των κρατουμένων στις φυλακές της πόλης Fresnes. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα και παιδικά βιβλία και έχει εργαστεί ως μοντέλο για ζωγράφους. Τιμήθηκε με το βραβείο Roger Nimier για το βιβλίο της "La disparition du nombril" και με το βραβείο Εθνικής Ομοσπονδίας Βιβλιοθηκών Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων για τον "Πρίγκιπα με το φλιτζανάκι", το οποίο βασίζεται στην πραγματική ιστορία της φιλοξενίας ενός Αφγανού πρόσφυγα από τη συγγραφέα και την οικογένειά της.


Η ΙΔΙΑ η επιλογή της οικογένειας της συγγραφέως να φιλοξενήσουν για έναν χρόνο έναν Αφγανό μετανάστη, που πήρε άσυλο από το γαλλικό κράτος, είναι από μόνη της πράξη μυθιστορηματική. Γιατί; Γιατί είναι μια ενέργεια έξω απ’ τα συνηθισμένα. Γιατί φέρνει την πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια μέσα σε μια ιστορία, αληθινή και μαζί αλλόκοτη. Γιατί δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί και πώς θα καταλήξει, εντείνοντας και τη δική της περιέργεια. Και φυσικά γιατί φέρνει εν τω αυτώ δύο διαφορετικές κουλτούρες, φέρνει σε ένα ιδιαίτερο είδος συγκατοίκησης δύο κόσμους. Όλα αυτά αποτελούν πρώτης τάξης μυθοπλαστικό χαρμάνι.

ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ λοιπόν είναι να δούμε αν αυτά μετασχηματίστηκαν επαρκώς σε λογοτεχνική αφήγηση. Μικρά κεφάλαια, απλά, με νότες ανοίκειου, με έντονες πινελιές αμηχανίας, καθώς γράφεται στην πράξη σελίδα σελίδα, χωρίς η συγγραφέας να ξέρει το τέλος. Ανθρωπιστική πράξη αφενός αλλά και πνεύμα αναζήτησης, περιπέτειας και νέων εμπειριών. Αυτή και ο άντρας της, τα δυο τους αγόρια κι ο Reza, που έρχεται στα 22 του να ζήσει μαζί τους. Αφγανός αλλά με μητέρα προτεστάντισσα, βαπτίστηκε στη Νορβηγία Χριστιανός. Όπως κι η ίδια η αφηγήτρια. Πρώτο σημείο σύγκλισης. Κι έπειτα η γλώσσα, την οποία ο νεαρός φιλοξενούμενος δεν γνωρίζει καλά, κάτι που αποτελεί πεδίο νέων προσπαθειών συνάντησης. Και φυσικά τα παιδιά, που μέσα στην παιδικότητά τους και τον αυθορμητισμό τους βιώνουν ένα νέο βίωμα, περίεργο όσο και διεγερτικό, πρωτόγνωρο όσο και αξιαγάπητο.

ΕΙΠΑ και προηγουμένως ότι έχουμε τη συνάντηση δύο κόσμων. Τη γαλλική οικογένεια, που ζει σε έναν πολιτισμένο τρόπο όπως κι εμείς, την φανταζόμαστε εύκολα. Τον Αφγανό όμως όχι. Το ίδιο κι η Émilie, η οποία φαντάζεται και μαθαίνει βήμα βήμα. Η σύγκρουση, που είναι στοιχείο μυθιστορήματος, υπάρχει σε άλλη μορφή μέσα από τη διαπολιτισμική αντίθεση. Ο Reza βέβαια αποδεικνύεται πολύ διακριτικός, εκδυτικισμένος, ευγενής και ήπιος. Έτσι, η ενσωμάτωσή του στο γαλλικό οικογενειακό πλαίσιο είναι πολύ εύκολη.

ΚΑΘΩΣ διαβάζω το βιβλίο, ανακαλύπτει μία ακόμα συνθήκη που κάνει την ιστορία του μυθιστορηματική. Είναι ο χριστιανικός ανθρωπισμός που διαπνέει το έργο. Ο Reza είναι μια καλή περίπτωση μετανάστη, όχι μόνο επειδή είναι θρησκευόμενος με έναν υψηλό κώδικα ηθικής, αλλά και επειδή συμπεριφέρεται σαν …πρίγκηπας. Κι η πρωταγωνίστρια-ξενίστρια είναι εξίσου θρησκευόμενη, που θεωρεί ανθρωπιστικό καθήκον της, γραμμένο στην αυτονόητη ηθική της, τη φιλοξενία και τη γενναιόδωρη προσφορά προς τον αλλοδαπό φιλοξενούμενό της. Το βιβλίο επομένως ενσαρκώνει το πρόσωπο της λογοτεχνίας που προωθεί τη διαλλακτικότητα, την αλληλεγγύη, τον αλτρουισμό. Που υιοθετεί και προβάλλει την ανθρώπινη πλευρά του ανθρώπου, ο οποίος δέχεται το διαφορετικό κι εφόσον μπορεί το εγκλιματίζει μέσα στην καθημερινότητά του.

Η ΕΓΝΟΙΑ, η αληθινή έγνοια, για τον άλλο περνάει από τη συμβίωση. Το σύνθημα “Αν θες τους ξένους, πάρε τους σπίτι σου” γίνεται πράξη κι όχι μόνο αποδεικνύει φιλάνθρωπα αισθήματα, όχι μόνο ανανεώνει την καθημερινότητα και προσφέρει μαθήματα ζωής στα παιδιά, αλλά αποδεικνύει και ότι το διαφορετικό είναι οικείο, είναι πρόσχαρο, είναι δοτικό, είναι περισσότερο από φιλοξενούμενος. Το βιβλίο δεν χτίζει πλοκή, αλλά χτίζει έναν χαρακτήρα, μια σχέση, μια συγκατοίκηση που από μόνη της δημιουργεί λογοτεχνικούς όρους.


In2life, 20/10/2020 

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, December 16, 2020

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ: ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ

(ή αλλιώς, η προκατάληψη της νέας γενιάς αναγνωστών)

 

ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ μου χρόνια ζωής και στα δεκαπέντε της αναγνωστικής μου πορείας, δύσκολα καταλαβαίνω πώς σκέφτονται οι μεγάλοι. Εντάξει, τώρα τελευταία που η γιαγιά έχει καταπέσει και της συμπεριφερόμαστε σαν μωρό, τώρα που οι ηλικιωμένοι στα γηροκομεία χειμάζονται από έναν ιό, που εμφανίζεται ξαφνικά στην ήσυχη ζωή τους, τώρα που διάφορα μικρά με ξεσήκωσαν, προσπαθώ να δω και τα –ήντα, τα πολύ –ήντα.

Σ’ ΑΥΤΟ το πλαίσιο, ήρθαν βιβλία που είναι γραμμένα από μεγάλους σε ηλικία συγγραφείς και συμπτωματικά; έχουν ήρωες εβδομηντάρηδες συν – πλην, οι οποίοι τραμπαλίζονται ανάμεσα στην μνήμη, τον λόγο και τη δράση (ως διάθεση ή ως πράξη).

ΤΟ ΨΑΧΝΩ λίγο και βρίσκω μια πλούσια παραγωγή.

 

-Αλέξης Πανσέληνος (1943-): “Σκοτεινές επιγραφές” (2011)

Ο Γιάννης έχει πρόσφατα χάσει τη γυναίκα του. Στα εβδομήντα χρόνια του η θλίψη του θανάτου αναταράσσει όλο του το ‘είναι’ και αυτός ξανακοιτάζει το παρελθόν μαζί με δυο φίλους του, των οποίων η ζωή έφτασε έως εκεί μέσα από λεωφόρους, δρόμους και σοκάκια, μέσα από ευθείες, πλατείες και τεθλασμένες πορείες. Σε δεύτερο επίπεδο προσπαθεί να καταλάβει τον τρόπο ζωής των νέων, να γνωρίσει τον παράξενο κόσμο τους, να μάθει πώς λειτουργεί η (μεθ)επόμενη απ’ αυτόν γενιά. Έτσι, παρακολουθούμε επάλληλες γενιές να δι-αγκωνίζονται σε μια φροϋδικής κοπής προσπάθεια, υποσυνείδητη και απρόθετη, να επιβιώσουν στο πεδίο των ηλικιών, των νοοτροπιών, των τρόπων ζωής.

 

-Ρέα Γαλανάκη (1947-): “Η άκρα ταπείνωση” (2015) 

Η συγγραφέα στήνει το δραματικό της έργο στο κέντρο της Αθήνας με ηρωίδες δυο συνταξιούχους γυναίκες, μια φιλόλογο και μια ζωγράφο, που διαμαρτύρονται για το πιθανό κλείσιμο του ξενώνα όπου μένουν. Οι μορφές τους είναι εντελώς φασματικές, σαν τον Δαρείο στους Πέρσες ή τον νεκρό πατέρα του πρίγκηπα Άμλετ στην ομώνυμη σαιξπηρική τραγωδία. Τα δύο πρόσωπα είναι σχεδόν άυλα, αιωρούνται λίγα εκατοστά πάνω από την πραγματικότητα, ασαφείς και εξαερωμένες οντότητες του μύθου ή της ποίησης που δεν μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά μέσα στο ρευστό γίγνεσθαι της σύγχρονης Ελλάδας.

 

-Ιωάννα Καρυστιάνη (1952): “Το φαράγγι” (2015)

Επτά αδέλφια, οι αδελφοί Λιόδη, άνδρες και γυναίκες, μεταξύ 50 και 72 ετών, μαζεύονται με αφορμή μια διάβαση στο ομαλό φαράγγι, αλλά με απώτερο στόχο την επανασύνδεσή τους. Αυτή η κοινή πορεία τόσο στο βάδισμα όσο και στη ζωή φέρνει σιωπές και λόγια, αποσιωπημένες αλήθειες και αποκαλύψεις, σκέψεις και συμπορεύσεις. Μια οικογενειακή ιστορία, ή μάλλον πολλές παράλληλες και διασταυρούμενες ιστορίες, που πάνε πίσω στα κοινωνικά και ατομικά δρομάκια.

 

-Άρης Μαραγκόπουλος (1948): “φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ” (2020)

Τρεις ηλικιωμένοι χειμερινοί κολυμβητές εκεί στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 συναντούν τον δάσκαλο Φώντα, αλλά και το ζεύγος Νώντα και Ινέθ. Όταν η τελευταία δολοφονείται, πιθανότατα από χρυσαύγουλα φασιστάκια, οι πέντε κινητοποιούνται για να βρουν τους ενόχους. Πολλά λόγια μέσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που οδηγούν στην ανάληψη δράσης έξω από τον εφησυχασμό της ζωούλας τους.

 

-Ευγενία Φακίνου (1945): “Γράμματα στη Χιονάτη” (2020)

“Το «Γράμματα στη Χιονάτη» κινείται στην πραγματικότητα της τρίτης ηλικίας, που ωθείται από αναθεωρήσεις και αναστοχασμούς. Κεντρικός άξονας του βιβλίου μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία καταφεύγει σε χωριό που βρίσκεται στα πρόθυρα της εκκένωσής του από τους κατοίκους του, απειλούμενο από καθιζήσεις. Από καθίζηση, όμως, απειλείται και η δική της ζωή. Το χωριό κινδυνεύει από εγκαταλειμμένα ορυχεία. Ίσως ένα παρόμοιο (εγκαταλειμμένο) ορυχείο να είναι και το δικό της παρελθόν” (Πετρουλάκης στο fractalart)

 

ΣΥΖΗΤΗΣΑΜΕ τα βιβλία στο Βιβλιοκαφέ. Ο καθένας είχε διαβάσει μερικά από αυτά και καταθέσαμε συγκλίνουσες κι αποκλίνουσες απόψεις. Η βασική μας διαφορά είναι πώς τέτοιοι συγγραφείς, καταξιωμένοι λίγο ή πολύ, αντιμετωπίζουν τη (δική τους) ηλικία και τον τρόπο θέασης της ζωής. Αφενός, ο 56χρονος Πατριάρχης Φώτιος βλέπει με συγκατάβαση τέτοια εγχειρήματα και επιχειρηματολογεί για την ανάγκη των εβδομηντάρηδων να δείξουν ότι είναι ακόμα ενεργοί. Αφετέρου, εμείς οι νεότεροι, διαβάζοντας τα βιβλία που έχουμε υπόψη, θεωρούμε ότι υπάρχει μια στασιμότητα, καθώς οι υπερήλικοι ήρωες θυμούνται, νοσταλγούν, σκέφτονται, με την πείρα της ζωής στοχάζονται και σχολιάζουν, αλλά οι πράξεις τους δεν έχουν καθόλου δραματικότητα.

ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ στο γραπτό μου post να είμαι πιο συμπεριληπτική και να καταγράψω και την άποψη που θέλει τα κείμενα αυτά να “αναδεικνύουν τον χώρο στη ζωή που χρειάζεται κάθε ηλικιωμένος”. Όμως είμαι εκνευρισμένη, φταίει το χάσμα γενεών;, που οι συγγραφείς δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ξεφύγουν από τα λόγια και τις βαριές σκέψεις, τις φιλοσοφημένες απόψεις, τις πολιτικές οπτικές γωνίες, και να μετατρέψουν σε πλοκή, δηλαδή σε δράση, το είναι τους. Αδυνατούν να πλέξουν γεγονότα, να φτιάξουν δράση και να δείξουν όσα έχουν αποκομίσει από τη ζωή, όχι με τις περινούστατες σκέψεις τους αλλά με τα ίχνη των δράσεων.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ δύσκολα τα παραπάνω βιβλία (κάποια κομμάτια τους είναι πολύ καλά) δεν αποκτούν ενεργή επιδραστικότητα. Τους λείπει η δραματικότητα (ομοιοκαταληξία!).

Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, December 13, 2020

David Sedaris, “Καλυψώ”


Γνωστός συγγραφέας, Αμερικανός, ελληνικής καταγωγής. Δεν ξέρω αν διατηρεί καθόλου ελληνικά χαρακτηριστικά (μάλλον όχι), αλλά σίγουρα έχει ένα ιδιαίτερο χιούμορ, που δεν καταντά φάρσα και μπορεί να ορθώσει πυλώνες γραφής πάνω σ’ αυτό.


David Sedaris

“Calypso”

2018

“Καλυψώ”

μετ. Μ. Γκανά

εκδόσεις Μελάνι

2020


Αγάπησα τον Sedaris από τη συλλογή διηγημάτων του “Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες”. Είδα χιούμορ, αυτοσαρκασμό και έξοχες αφηγηματικές συστροφές.


> Ο Ντέιβιντ Σεντάρις γεννήθηκε το 1957 από Έλληνα πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Θεατρικός συγγραφέας, χιουμορίστας και ηθοποιός, τακτικός σχολιαστής στο National Public Radio, έχει γράψει τα best sellers: "Barrel Fever", 1994, "Naked", 1997 (ιστορίες, ελλ. εκδ. "Γυμνός", Μελάνι, 2007), "Holidays on Ice", 1997, "Me Talk Pretty One Day", 2000 (ιστορίες, ελλ. εκδ. "Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα", Μελάνι, 2006), "Dress Your Family in Corduroy and Denim", 2004 (ιστορίες, ελλ. εκδ. "Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια", Μελάνι, 2006), και "When you are Engulfed in Flames", 2008 (ιστορίες, ελλ. εκδ. "Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες", Μελάνι, 2009). Το χιούμορ του, πολλές φορές αυτοσαρκαστικό, αναφέρεται σε θέματα όπως η μικροαστική του ανατροφή στη Βόρεια Καρολίνα, οι ελληνικές ρίζες, το σχολείο, τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία. Έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες. Είναι τακτικός συνεργάτης του περιοδικού The New Yorker και του BBC Radio 4. Ζει στην Αγγλία.


ΚΙ ΕΔΩ το χιούμορ κυριαρχεί. Μιλάει με ένα ανάλαφρο χιούμορ, δείγμα αγγλοσαξονικής γραφής που ξέρει να σατιρίζει – σατιρίζεται χωρίς να γελοιοποιείται. Είναι ένα κράμα αφήγησης που πλάθει πλαίσια και σκηνικά, αλλά συνάμα σχολιάζει με πιρουέτες, με γελοιογραφικές μονογραφίες, με σταγόνες σάτιρας που απλώνονται σε όλο το στυπόχαρτο.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ακριβώς διηγήματα. Δεν είναι αφηγηματικά δηλαδή. Αλλά πάλι είναι διηγήματα όσο πιάνουν μια στιγμή, μια πτυχή, μια συνήθη πρακτική και την απογειώνουν. Πώς; Νιώθω τον Sedaris να κάθεται με την πένα του και να χρωματίζει γελώντας ό,τι πέφτει στην αντίληψή του. Μια προσφιλής τακτική του είναι ένα πιάνει ένα φαινόμενο που συμβαίνει συχνά και να το σχολιάζει ποικιλοτρόπως στις διάφορες εκδοχές του.

ΚΕΝΤΡΟ των αφηγήσεων είναι η οικογένεια, αλλά και ο εαυτός του. Σχολιάζει, παρωδεί, αυτοσαρκάζεται, δεν διστάζει να παρουσιάσει σαν cartoon τους αδερφούς και τις αδερφές του αλλά και τον εαυτό του, σαν να είναι ξένος. Ομοφυλόφιλος δεν το κρύβει, και κοντός, ιδιότητα που μπαίνει στο επίκεντρο του διηγήματος «Κοντούλης». Σ’ αυτό παρουσιάζει σαν άλλος Σιρανό ντε Μπερζεράκ το μικρό του ανάστημα και όλα όσα έχει ακούσει γι’ αυτό σε, ένα κρεσέντο μικρών ύβρεων, που ωστόσο αντιμετωπίζονται χαριτωμένα.

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ διήγημα; “Τα αγγλικά σου είναι τόσο καλά”. Εκεί ο Sedaris σατιρίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι λένε κοινοτοπίες, δεν ακούνε τον άλλο και απαντάνε μηχανικά και τυποποιημένα. Επομένως, ένα γλωσσάρι κοινοτοπιών είναι απαραίτητο ώστε στα ταξίδια του ο καθένας να απαντά χωρίς πρωτοτυπία και να καταλαβαίνει τις ετοιματζίδικες απαντήσεις των άλλων. Το ίδιο συναίσθημα μου δημιουργήθηκε και στο “Και όσο είσαι εκεί μέσα, τσέκαρε τον προστάτη μου”, όπου συγκεντρώνει βρισιές απ’ όλο τον κόσμο οι οποίες έχουν σχέση με τον κώλο.

Ο SEDARIS κερδίζει σε πλούτο λόγω δύο βασικών συστατικών της γραφής του. Απ’ τη μια ο κοσμοπολιτισμός του τον κάνει συλλέκτη διεθνών εμπειριών, που συγκρινόμενες διαμορφώνουν ένα πλέγμα πανανθρώπινων χαρακτηριστικών. Απ’ την άλλη το χιούμορ του διανθίζει όλα αυτά τα βιώματα με νότες γέλιου, σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, ευθύβολης κριτικής και χυμώδους ευθυμίας.

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, December 09, 2020

Χαν Γκανγκ, “Η χορτοφάγος”


Η προσπάθεια μιας γυναίκας να αποβάλει την ανθρώπινη φύση της και να γίνει δέντρο δίνει τη βάση για τρεις προσεγγίσεις της, αλλά κυρίως για την παραμυθιακή αύρα μιας ανάγνωσης που σε κρατά σαν σε όνειρο μέσα στο κλίμα του βιβλίου.


한강

“채식주의자”

2007

Χαν Γκανγκ

“Η χορτοφάγος”

μετ. Α. Τζιώτη

εκδόσεις Καστανιώτη -2020


Τελικά πείθομαι ότι τα Booker είναι πολύ αξιόπιστα βραβεία και όποιο βιβλίο έχει κατακτήσει ένα τέτοιο αξίζει της προσοχής μου.


> Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Την επόμενη χρονιά κέρδισε τον διαγωνισμό της εφημερίδας Σεούλ Σίνμουν για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την ιστορία της 'Ερυθρή άγκυρα'. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων "Γιόσου" κυκλοφόρησε το 1995. Το βιβλίο "Η χορτοφάγος" (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων "Τα φρούτα της γυναίκας μου" (2000) και "Η σαλαμάνδρα της φωτιάς" (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα "Μαύρο ελάφι" (1998), Τα κρύα σου χέρια" (2002), "Φυσάει αέρας, πήγαινε" (2010), "Μάθημα ελληνικών" (2011), "Ανθρώπινες πράξεις" (2014) και "Το λευκό βιβλίο" (2016). Η Χαν Γκανγκ ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.


ΘΑ ΤΟ χαρακτήριζα σκληρό παραμύθι. Ο τρόπος γραφής, οι σκηνές, η ατμόσφαιρα, τα πρόσωπα που είναι σαν να κινούνται πάνω από το έδαφος, το αλλόκοτο που μοιάζει τόσο πιστευτό.

Κέντρο της ιστορίας είναι η ΓιονγκΧιε! Στην πρώτη αφήγηση ο άντρας της αρχίζει να παρατηρεί τις αλλαγές στη συμπεριφορά της, απ’ τη στιγμή που αυτή είδε ένα παράξενο όνειρο. Έκτοτε γίνεται χορτοφάγος σε παρανοϊκό βαθμό, καθώς ούτε τρώει κρέας αλλά ούτε και γαλακτοκομικά, ούτε φορά δερμάτινα κι επιπλέον υποχρεώνει τον σύζυγό της να μην τρώει ούτε αυτός, τουλάχιστον στο σπίτι. Στο τέλος προκαλεί τη μήνιν όλης της οικογένειας κι η ίδια η χορτοφάγος αυτοτραυματίζεται! Στη δεύτερη αφήγηση, που παίρνει τη σκυτάλη ύστερα, ο άντρας της αδελφής της, που είναι βιντεοκαλλιτέχνης, νιώθει ίμερο για την ΓιονγκΧιε και θα ήθελε να τη ζωγραφίσει με λουλούδια και να τη βιντεοσκοπήσει. Αυτή δέχεται και τελικά κάνουν έρωτα σε μια λίγο βιωματική λίγο καλλιτεχνική αλληλεπίδραση. Στην τρίτη αφήγηση η αδελφή της, που νιώθει σαν κηδεμόνας της, αναγκάζεται να την κλείσει σε ένα ίδρυμα ψυχικής υγείας, καθώς χάνει την ανθρώπινη φύση της και ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τα δέντρα.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ τελικά έχει δράκο: είναι η ψυχική νόσος που υποσκάπτει την ηρωίδα. Όλα τ’ άλλα κι όλοι οι άλλοι γύρω της κινούνται σαν σε βουβό cinema, δίπλα στη ΓιονγκΧιε και παράλληλα μ’ αυτή, χωρίς να μπορούν να διεισδύσουν στον κόσμο της. Μολονότι το έργο δεν στηρίζεται σε μια παραδοσιακή κορεατική ατμόσφαιρα, έχει ένα στοιχείο απωανατολικού μαγικού ρεαλισμού, όπως σε μερικές κινέζικες ταινίες ή στα έργα του Μουρακάμι. Το πραγματικό υπάρχει αλλά χωρίζεται απ’ το φανταστικό από μια λεπτή μεμβράνη. Όσο ο ξύπνιος από το όνειρο.

Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ γίνεται ανορεξία, σχεδόν συνειδητή, που οδηγεί σταδιακά τη ΓιονγκΧιε προς τον θάνατο. Δεν τρέφεται παρά μόνο με ορούς, κι αυτούς με το ζόρι, με αποτέλεσμα η αδελφή της να ανησυχεί. Το τελικό κρεσέντο του μυθιστορήματος, με μια παρορμητική ενσυναίσθηση της ΙνΧιε, με μια κίνηση απόγνωσης αλλά και σωτηρίας, αφήνει ανοικτά ενδεχόμενα, σαν όνειρο που δεν τελείωσε…

ΒΓΑΙΝΩ από το βιβλίο και νιώθω τη μαγική αύρα μιας λογοτεχνίας, στην οποία δεν είμαστε συνηθισμένοι εδώ στην Ευρώπη. Η πραγματικότητα τόσο ακριβής αλλά συνάμα το ονειρικό στοιχείο και η παραμυθιακή αχλή εισχωρεί σαν ομίχλη, σαν αεράκι, σαν ημιφωτισμένο φιλμ μέσα στην ατμόσφαιρα και απορροφά τη λογική και τον ρεαλισμό.


In2life, 4/12/2020 

Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, December 06, 2020

Χρήστος Χωμενίδης, “Ο βασιλιάς της”


Πώς ξαναγράφεται η μυκηναϊκή εποχή; Με ρεαλιστικούς όρους, σαν να έχουμε έπος; Με ιστορικούς, σαν να αναζητούμε την αλήθεια πίσω από τον μύθο; Ή με παρωδιακούς, σαν να είμαστε σίγουροι ότι ο σημερινός άνθρωπος αδιαφορεί για αξίες και κοινωνικές ή ηθικές σταθερές;


Χρήστος Χωμενίδης

“Ο βασιλιάς της”

εκδόσεις Πατάκη

2020


Με τα πάνω του και τα κάτω του, γιατί διαβάζω Χωμενίδη; Δηλαδή γιατί διαβάζω έργα του, αν και ξέρω ότι δεν θα βρω εξασφαλισμένη τη στάθμη αυτού που ζητώ; Ίσως γιατί είναι ένας εξαίρετος παραμυθάς που πάντα σε κάνει να ελπίζεις για κάτι ανάλογο.


> O Xρήστος Xωμενίδης γεννήθηκε το 1966 στην Aθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και παρακολούθησε μαθήματα νομικών στην Σοβιετική Ένωση και Επικοινωνίας στην Αγγλία. Αρχικά εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο των Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1988, με διήγημά του στο περιοδικό "Playboy". Έκτοτε συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, με πιο πρόσφατες τις συνεργασίες με "Τα Νέα" και με το περιοδικό "Capital". Tο 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Tο σοφό παιδί", ακολούθησε το μυθιστόρημα "Tο ύψος των περιστάσεων" η συλλογή διηγημάτων "Δεν θα σου κάνω το χατίρι" (1997), το μυθιστόρημα "H φωνή" (1998), καθώς και τα διηγήματα "Δεύτερη ζωή" (2000), τα μυθιστορήματα "Υπερσυντέλικος" (2003), "Το σπίτι και το κελλί" (2005), "Λόγια φτερά" (2009), τα διηγήματα "Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία" (2010), τα μυθιστορήματα "Ο κόσμος στα μέτρα του" (2014), "Νίκη" (2014, Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, Bραβείo μυθιστορήματος του περιοδικού "Αναγνώστης" και Βραβείο μυθιστορήματος Public), "Νεαρό άσπρο ελάφι" (2016).


“Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ” ανήκει στα αρχαιοκεντρικά του βιβλία, μαζί με τα «Λόγια φτερά». Θα ’λεγα ελληνοκεντρικά, αν συμπεριλάμβανα και μερικά άλλα, τα οποία διερευνούν με τον ιδιαίτερο τρόπο του Χωμενίδη την ελληνικότητα στο πρόσφατο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο, εθνικό παρελθόν, όπως “Ο κόσμος στα μέτρα του” (2012), η “Νίκη” (2014) κι “Ο φοίνικας” (2018). Αφήνω στην άκρη τα άλλα του βιβλία, που έχουμε συζητήσει εδώ στο Βιβλιοκαφέ: “Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία” (2010) και “Νεαρό άσπρο ελάφι” (2016).

ΤΑ ΕΡΓΑ εποχής του δεν αναζητούν ένα μυθικό υπόβαθρο για να το θέσουν θεμέλιο της όποιας ελληνικότητας. Μάλλον το στοίχημα του Χωμενίδη είναι να μετατρέψει τον επικό κόσμο της Ιλιάδας στον μυθιστορηματικό κόσμο της σύγχρονης λογοτεχνίας. Επομένως, όλα τα αναλλοίωτα πρόσωπα, τα σταθερά τους χαρακτηριστικά, οι σοβαρές πτυχές τους, οι ηρωικές εκφάνσεις που φαίνονται μαρμάρινα παγιωμένες μετατρέπονται σε πρόσωπα καθημερινά, με σάρκα και οστά, σωματικές αδυναμίες, ανθρώπινες πτυχές, τραγελαφικές πλευρές…

ΚΑΙ σ’ αυτό το παιχνίδι μετουσίωσης ο συγγραφέας βάζει το γνώριμό του μέσο, αυτό της παρωδίας. Ο Μενέλαος που βρίσκεται στο κέντρο του μυθιστορήματος είναι ένας έκπτωτος πρίγκιπας, αφού τον έχει εξορίσει ο θείος του Θυέστης. Ανέστιος, κοκκινοτρίχης, με φακίδες, χωρίς φιλοδοξίες που παντρεύεται την Ελένη από σπόντα. Είναι λοιπόν ένας αντιηρωικός χαρακτήρας, που ως αφηγητής δείχνει την ομηρική ιστορία τελείως καθημερινά, χωρίς βασιλικά θάμβη και σοβαροφανείς μεγαλοπρέπειες. Η πορεία του από την εξορία στην Πιτυούσα (Σπέτσες) προς τη Σπάρτη και μετά μέσα στην Πελοπόννησο εωσότου ξαναβρεθεί στον θρόνο αυτή τη φορά της Λακεδαίμονας. Από ταβερνιάρης …βασιλιάς. Και μάλιστα κοινωνικός αναμορφωτής που βάλλει κατά της αριστοκρατίας και φέρεται θετικά υπέρ του λαού.

ΑΛΛΑ κι η Ελένη, που θα μπορούσε να είναι το μη-μου-άπτου αντικείμενο της ιστορίας λόγω της έκπαγλης ομορφιάς της, βρίσκεται στην πιο ανθρώπινη διάστασή της. Νεαρή, αντιδραστική, περιπετειώδης, αντισυμβατική… Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι είναι αυτή η πρωταγωνίστρια, καθώς ήδη από τον τίτλο, αυτό το απρόσμενο “της”, φαίνεται ότι η Ελένη είναι στο κέντρο κι ο Μενέλαος είναι το εξάρτημά της. Από αλανιάρα ταβερνιάρισσα …βασίλισσα.

ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ είναι να δούμε την εκδοχή του Μενέλαου που τον έφερε στην αθανασία ως κερατά! Κι ο ίδιος υπόσχεται τουλάχιστον από τη μέση του βιβλίου ότι θα δώσει μια άλλη version που θα εξηγεί τη …μοιχεία. Ο Χωμενίδης προϊδεάζει λοιπόν ότι θ’ αποκαλύψει μια “σύγχρονη” εξήγηση! Όπως είχα παρατηρήσει και στην παρωδία του Σικελιανού στον “Φοίνικα”, το χιούμορ, η υπερβολή, η ανατροπή, το γκροτέσκο, η σάτιρα, η παρωδία, η εναλλαγή ρόλων είναι τα γαργαντουανικά όπλα του συγγραφέα, ο οποίος ξαναγράφει τα αρχαία κείμενα με ύφος πειραχτηριού παιδιού.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει έναν επαναστάτη Μενέλαο ή έναν ιδεολόγο. Μάλλον πρόκειται για έναν ενσυνείδητο ανεμοδούρα, που αντανακλά το σύγχρονο μεταμοντέρνο πρότυπο του anything goes. Με άλλα λόγια, η ανερμάτιστη συμπεριφορά του, η πίστη στο τυχαίο, η αδιαφορία απέναντι στις σταθερές της ζωής και της κοινωνίας, ο ζαμανφουτισμός κ.ο.κ. δείχνει μια στάση ζωής (σημερινή που αποδίδεται αναχρονιστικά στο τότε) που αποκεντρώνεται, γίνεται αήθικη, ανέχεται ή επιτρέπει ανάρμοστες συμπεριφορές, όπως π.χ. η απαγωγή της Ελένης από τον Πάρη.

Ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ δεν είναι ο ήρωας της ομηρικής εποχής. Είναι ο χωμενίδειος αντιήρωας που εκφράζει τον σημερινό άνθρωπο, χωρίς αρχές, χωρίς στόχους, χωρίς ηθικές και κοινωνικές σταθερές. Κι ενώ οι άλλοι τον κατηγορούν, ο ίδιος νιώθει ότι έτσι είναι η ζωή…

Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, December 03, 2020

António Lobo Antunes, “Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό”

Τα τραύματα ενός πολέμου μπλέκονται με τον ρατσισμό έναντι των μαύρων στην Πορτογαλία, που οδηγούν σε ένα “ανεξήγητο” φόνο. Το κουβάρι της αφήγησης είναι μια πολύ προχωρημένη σύνθεση, μοντερνιστική αλλά και πετυχημένη.

 

António Lobo Antunes

“Até que as pedras se tornem mais leves que a água”

2017

“Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό”

μετ. Μ. Παπαδήμα

εκδόσεις Πόλις -2020


Η λογοτεχνία μπορεί να δείξει όχι μόνο γεγονότα, αλλά και τρόπους θέασης του κόσμου. Όπως για τον Έλληνα υπάρχουν φλέγοντα θέματα (Εμφύλιος, Κυπριακό κ.ο.κ.), έτσι και για τον Πορτογάλο (εν προκειμένω) είναι η Αγκόλα, που έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1975. Το είδαμε στον Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα στα έργα του “Γενική θεωρία της λήθης” και “Ο πωλητής παρελθόντων”.


> Ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες γεννήθηκε στη Λισαβόνα (Πορτογαλία) το 1942. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική. Είναι διδάκτορας του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λισαβόνας και άσκησε το επάγγελμα του ψυχιάτρου σε νοσοκομεία της πόλης. Η εμπειρία από το επάγγελμά του και, συγκεκριμένα, από την άσκησή του ως στρατιωτικού γιατρού στη διάρκεια του Αποικιακού πολέμου στην Αγκόλα, συνιστούν, μαζί με την εμπειρία του έρωτα, το κύριο θεματικό πλαίσιο των μυθιστορημάτων του. Βιβλία του έχουν εκδοθεί στις ΗΠΑ, Καναδά, Μ. Βρετανία, Λατινική Αμερική, Ιταλία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία και Φινλανδία. Έχει γράψει περισσότερα από είκοσι μυθιστορήματα που μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες, κερδίζοντας σημαντικές λογοτεχνικές διακρίσεις μεταξύ των οποίων με το "Μέγα Βραβείο Μυθιστορήματος και Νουβέλας" της Πορτογαλικής Ένωσης Συγγραφέων για το έργο του "Auto dos Danados", το 1985. Έχει τιμηθεί με το μεγαλύτερο πορτογαλικό λογοτεχνικό βραβείο, το βραβείο Camoes, το 2007. Επί σειρά ετών προτείνεται από τη χώρα του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 2008 του απονεμήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Γουαδαλαχάρα (Μεξικό) το λογοτεχνικό βραβείο των λατινογενών γλωσσών. Ύψιστη διάκριση για ζώντα συγγραφέα, το έργο του εντάχθηκε και θα εκδοθεί στη σειρά Bibliotheque de la Pleiade του οίκου Gallimard.


ΕΞΑΡΧΗΣ αντιλαμβάνομαι ότι η πένα του Antunes είναι μαεστρική. Διαβάζω απ’ την πρώτη σελίδα φράσεις όπως “τον ρώτησα για ποιον λόγο ο ξάδερφος είχε επιστρέψει μ’ ένα παιδί ίσως πιο ευτυχισμένο εκεί στη ζούγκλα όπου το είχε βρει, σχεδόν όλοι οι στρατιώτες επέστρεφαν με αναμνηστικά” ή “έμεινε… καπνίζοντας, όταν τελείωσε το τσιγάρο του είχα την εντύπωση ότι απόμεινε ώρα καπνίζοντας τα δάχτυλά του”. Και μαζί θαυμάζω και σαστίζω μπροστά στις συνεχείς εναλλαγές, σε ένα ρευστό παλίμψηστο που συναιρεί παρόν και παρελθόν, φωνές και σκέψεις, πορτογαλική αλλά και αγκολική συνείδηση, ειρήνη και πόλεμο.

ΜΕ ΠΙΟ ΑΠΛΑ λόγια, ο ανθυπολοχαγός που γυρνά απ’ τον πόλεμο της Αγκόλας φέρνει μαζί του ένα μαύρο παιδί. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο βετεράνος αξιωματικός και η γυναίκα του θα κάνουν τη διαδρομή από τη Λισαβόνα ώς το παλιό οικογενειακό σπίτι, σ’ ένα απομονωμένο χωριό στους πρόποδες του βουνού. Σε τρεις μέρες, σύμφωνα με την παράδοση, θα γίνουν τα χοιροσφάγια. Όπως κάθε χρόνο, η κόρη τους, ο υιοθετημένος γιος τους και η γυναίκα του θα έρθουν για να παρευρεθούν στο γεγονός. Όταν όμως φτάσει εκείνη η μέρα, δεν θα είναι μονάχα το ζώο που θα αδειάσει από το αίμα του.

ΕΞΑΡΧΗΣ, μαθαίνουμε ότι ο υιοθετημένος μαύρος γιος, που έφερε μαζί του ο λευκός Πορτογάλος ανθυπολογαχός, τη μέρα των χοιροσφαγίων σκοτώνει με το ίδιο το μαχαίρι τον πατέρα του. Μέσα λοιπόν από τα παραληρήματα τόσο του γιου όσο και του πατέρα, μέσα από τον ρατσισμό που απλώνεται τόσο στον πόλεμο της Αγκόλας όσο και στην Πορτογαλία, όπου οι μαύροι δεν παύουν να θεωρούνται υποδεέστεροι, σκυλάραπες, σχεδόν ζώα…, αναρωτιόμαστε αν τον σκότωσε από εκδίκηση, από οργή, από απωθημένα. Ο παραλληλισμός με τα χοιροσφάγια είναι εύγλωττος όσο και ιδιοφυής. Ο αναγνώστης ξέρει το τέλος και ψάχνει μέσα στον λαβύρινθο της αφήγησης να διερευνήσει τα αίτια αυτής της πατροκτονίας…

ΕΤΣΙ, διαβάζουμε ένα μοντερνιστικό κείμενο, δύσκολο και τεμαχισμένο, καθώς περνάμε σχεδόν αυτόματα απ’ τις αναμνήσεις απ’ τη φρίκη του πολέμου στη ζωή μετά απ’ αυτόν, στο χωριό με τα χοιροσφάγια μέχρι τις δυσκολίες του πατέρα με την κόρη του και του μαύρου υιοθετημένου με τη στριμμένη σύζυγό του, μνήμες και βιώματα, εναλλακτικές φωνές κ.ο.κ. Η αφήγηση παράγει συναισθηματικά αποτελέσματα και δείχνει πώς μια τέτοια γραφή λειτουργεί ως φορέας ιδεών αλλά και συναισθημάτων. Είναι η απέχθεια που γεννά ο πόλεμος

συμβουλεύει ο ψυχολόγος του νοσοκομείου να κλείσω το μυαλό μου

στο παρελθόν αλλά πώς αν το παρελθόν δεν είναι καν παρελθόν,

εξακολουθεί να συμβαίνει, δεν άλλαξε,

χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ζούγκλας κάθε μέρα με το όπλο

που δεν αφήνει το παρελθόν να θαφτεί στη λήθη, αλλά αυτό έρχεται κι επανέρχεται βασανιστικά.

ΕΓΩ, αν και δεν μου πολυταιριάζει αυτή η πολυφωνική αφήγηση, αυτό το μοντάζ ήχων, σκέψεων και αναμνήσεων, πείθομαι ότι πρόκειται για έναν επιδέξιο μάστορα που μπορεί να εφάπτει λογοτεχνικά το ένα με το άλλο, να τα αρμόζει σαν πλακάκια, σαν τούβλα, να δημιουργεί ένα παλίμψηστο που δεν ξεθωριάζει. Η εναλλαγή της φωνής του πατέρα-ανθυπολοχαγού και του γιου-μαύρου, σε καθεμία από τις οποίες προσαρμόζονται όλα σε στρώματα κοιτασμάτων, είναι από μόνη της εξαιρετική, άξια μίμησης για πολλούς επίδοξους συγγραφείς. 

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ τελειώνει με ένα κρεσέντο. Ο νεαρός μαύρος ξεχειλίζει από όσα τον συνέθλιβαν χρόνια τώρα και σκοτώνει τον πατέρα. Η συμβολική αυτή κίνηση είναι η ανατροπή της καταπίεσης των αφρικανικών χωρών προς τους Ευρωπαίους “πατέρες”.


In2life, 28/7/2020 

Πάπισσα Ιωάννα