Wednesday, June 30, 2021

Ocean Vuong, “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι”

Η απώλεια του πατέρα, έπειτα της μητέρας, του εραστή, έπειτα γενικά των ανθρώπων μπορεί να κάνει μυθιστόρημα; Μπορεί, αν το προσωπικό τραύμα δεν μείνει στην εξομολόγηση.

 

Ocean Vuong

“On Earth We Are Briefly Gorgeous”

2019

“Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι”

μετ. Ε. Φρυδά

εκδόσεις Gutenberg -2021


Γιατί μιλούν όλοι για τον Ocean Vuong; αναρωτιέται η Μανδηλαρά στο Lifo. Κι εγώ τσιμπάω, ψάχνοντας να δω ποιος είναι αυτός ο Βιετναμέζος που κατακτά την Αμερική.


> Ο Ocean Vuong είναι μια σπάνια περίπτωση συγγραφέα. Το 2017 του απονέμεται το κορυφαίο βραβείο T.S. Eliot για την ποιητική του συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου. Το 2018, πριν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, πάνω από 15 εφημερίδες και site το είχαν συμπεριλάβει στα πλέον αναμενόμενα βιβλία της χρονιάς. Μόλις κυκλοφόρησε έγινε best seller και μπήκε στη λίστα των New York Times. Αναδείχτηκε το καλύτερο βιβλίο του 2019 για: ΤΙΜΕ, New Yorker, Washington Post, The Guardian, New York Public Library, The Wall Street Journal Magazine, Vanity Fair, Esquire, GQ, Entertainment Weekly, The San Francisco Chronicle κ.ά. O Ocean Vuong γεννήθηκε το 1988 σε έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ. Στα δύο του χρόνια, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Βιετνάμ και να μείνει για οκτώ μήνες σε έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες πριν μεταναστεύσει στην Αμερική. Είναι ο πρώτος στην οικογένειά του που έμαθε να διαβάζει σε ηλικία 11 ετών και 18 χρόνια αργότερα (2017) έλαβε το βραβείο T.S. Eliot.

 

Το “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” είναι το γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του. Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους του, έναν δυνατό έρωτα. Μια ωμή, αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινή εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών.”

ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ Βιετναμέζος γράφει στ’ αγγλικά στη μάνα του, για ν’ αναδείξει τελικά τη δική του ταυτότητα και την πορεία της οικογένειας απ’ την ασιατική χώρα στις ΗΠΑ. Μένω εξαρχής στο ύφος. Ιδιαίτερο, ποιητικό, περίεργο, χωρίς να γίνεται θολό και κλειστοφοβικό. Σαν να μιλά αγγλικά, αλλά με μια άλλης γλώσσας τον ρυθμό. Αν ήξερα βιετναμέζικα, θα μπορούσα να υποθέσω ότι τα αγγλικά του Vuong έχουν κάτι από τη μητρική του γλώσσα. Συμβαίνει συχνά υβριδικοί συγγραφείς, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν με δύο κουλτούρες, να μπολιάζουν τη μία μέσω της άλλης.

Η ΓΙΑΓΙΑ Λαν (=Κρίνος) και η μητέρα Χονγκ (=Τριαντάφυλλο). Κρινιώ και Τριανταφυλλιά δηλαδή. Και στο βάθος ο απόηχος ο πόλεμος στο Βιετνάμ από τους Αμερικανούς το 1968. Κι έτσι έχουμε το ενδιαφέρον μιας χώρας που βρέθηκε μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, δέχτηκε την επίθεση των Αμερικανών και τώρα πενήντα χρόνια μετά ένας μετανάστης συνδέει ποιητικά την πάτρια γη με τη φιλόξενη νέα πατρίδα. Η μάνα βέβαια δέρνει τον γιο από μικρό, σαν ένα είδος μετατραυματικού stress που κουβαλά μέσα του ιστορικές μνήμες.

 

“Τι άλλο είναι μια χώρα παρά μια πρόταση ζωής;”

 

Η ΛΑΝ, ενώ είχε μια δωδεκάχρονη κόρη από τον πρώτο γάμο (με συνοικέσιο), παντρεύτηκε το 1968 τον νεαρότερό της Πολ, που υπηρετούσε στον αμερικάνικο στόλο. Τα πράγματα ωστόσο είναι πιο πολύπλοκα. Η Λαν ήταν πόρνη. Όταν γνώρισε τον Πολ ήταν ήδη έγκυος από έναν άλλο Αμερικανό. Ο πόλεμος δημιούργησε επομένως πολλές παρενέργειες αλλά και παράξενες επιμειξίες. Βιετναμέζικο ωάριο με αμερικάνικο σπέρμα, ασιατικά και λευκά γονίδια, απωανατολική και αγγλοσαξονική κουλτούρα. Η αφήγηση του Little Dog είναι η ιστορία της υβριδικότητας και της πολυπολιτισμικότητας των ΗΠΑ.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ μιλά πιο πολύ στο συναίσθημα. Μικρά επεισόδια, παραταγμένα το ένα μετά το άλλο, μνήμες του ενήλικου πλέον Little Dog απ’ όταν ήταν παιδί, εμπειρίες που κληρονόμησε από τη μαμά και τη γιαγιά του. Κι ενώ αυτά καθαυτά μοιάζουν ασύνδετα και αποκομμένα, αναδίδουν μια αίσθηση έλλειψης, απώλειας, σκεπτικισμού, σαν το πόδι της ηλικιωμένης κυρίας που λείπει κι όμως ακόμα το νιώθει. Φαντάζομαι ότι ένας μετανάστης γενικά, ή ακόμα περισσότερο μετανάστης στην Αμερική, θα αισθάνεται πιο πολύ την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Vuong.

 

Μου ’πες κάποτε ότι η μνήμη είναι επιλογή. Αν όμως ήσουνα θεός θα ’ξερες ότι είναι πλημμύρα

 

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ προς τη μητέρα, μάλλον ανεπίδοτη, παίρνει τη μορφή μυθιστορήματος ενηλικίωσης. Δεν είναι μόνο η ασιατική καταγωγή που εμφυτεύεται στο αμερικάνικο έδαφος, αλλά και η γνωριμία του Little Dog στα δεκαεφτά του με τον Trevor και η ομόφυλη σεξουαλική σχέση τους. Το κείμενο συνεχίζει με εξομολογήσεις και σκέψεις, παρά με συνεκτική δράση, με επεισόδια σε μια αλυσίδα, παρά με σφιχτή αλληλουχία.

ΕΠΕΙΔΗ το βιβλίο στηρίζεται στο συναίσθημα. Επειδή το εγώ που αφηγείται υπερτερεί των άλλων συνιστωσών. Επειδή τα σκόρπια στοιχεία που είναι “ναυάγιο”, όπως λέει ο πρωταγωνιστής, κι όχι αφήγηση. Επειδή το πλαίσιο μακριά από την Αμερική μπορεί να μην αποδίδει. Επειδή η αυτομυθοπλασία πρέπει να μπορεί να βγει και έξω από το άτομο. Για όλα αυτά τα επειδή, το βιβλίο δεν μου άρεσε. Έμεινε στα καλά του σημεία. Έμεινε στις περιστασιακές εξάρσεις του, αλλά δεν έφτασε σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα που να με συνταράξει.

Πάπισσα Ιωάννα 

Sunday, June 27, 2021

Pedro Juan Gutiérrez, “Ημερολόγιο επιβίωσης”

Η Κούβα και η εξαθλίωσή της γαλουχεί τον συγγραφέα που συνδυάζει σεξ και αλκοόλ με διανόηση, πίνακες ζωγραφικής και βιβλία.


Pedro Juan Gutiérrez

“Estoico y frugal”

2019

“Ημερολόγιο επιβίωσης”

μετ. Κ. Ελαιοτριβιάρη

εκδόσεις Μεταίχμιο -2020


Ισπανική λογοτεχνία. Η αγαπημένη μου. Έχω πωρωθεί με ό,τι κυκλοφορεί από ισπανόφωνες χώρες και δοκιμάζω. Άλλοτε κολλάω και συνεχίζω με τον ίδιο συγγραφέα, κι άλλοτε απλώς τον βάζω στην άκρη.

 

> Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, τον οποίο χαρακτηρίζουν ως τον Μπουκόφσκι της Καραϊβικής, γεννήθηκε στην Κούβα το 1950. Έκανε διάφορα επαγγέλματα μέχρι να γίνει συγγραφέας, από παγωτατζής και εφημεριδοπώλης ως καθηγητής κολύμβησης και καγιάκ. Εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος και εκφωνητής στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πατέρας πέντε παιδιών από τρεις διαφορετικούς γάμους, ζυμωμένος μέσα στη φτώχεια και στη διανόηση της Κούβας, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο γράψιμο, στο ρούμι στα πιο underground στέκια της Αβάνας και σε σποραδικά ταξίδια στην Ισπανία για να συναντά την τρίτη γυναίκα του. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, ενώ το μυθιστόρημά του "Ο βασιλιάς της Αβάνας" μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

 

ΚΟΥΒΑΝΟΣ ο Gutiérrez. Το προηγούμενο έργο του η “Τριλογία της Κούβας” είχε θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής του. Κι έπειτα διαβάζω ότι είναι ο Bukowski της Κούβας κι ο Henry Miller της Αβάνας (άποψη του συγγραφέα Felipe Reyes) και μπαίνω στο παρασύνθημα. Βλέπω και τη φωτογραφία του και προχωρώ στα ενδότερα. Τρεις γάμοι και πέντε παιδιά, φτώχια και διανόηση, λέει το βιογραφικό του. Αλητεία και στοχασμός, ίσως λέω εγώ. Εκρηκτικό μίγμα.

ΤΟ ΕΡΓΟ είναι μάλλον αυτοβιογραφικό. Ένας Κουβανός συγγραφέας βρίσκεται στην Ισπανία. Το θέμα του όμως δεν είναι ούτε η νέα χώρα, ούτε ο εγκλιματισμός σε άλλη ήπειρο, αλλά οι γυναίκες. “Για όλα φταίνε οι γκόμενες, οι πρώην κι οι επόμενες”, λέει ο Κηλαηδόνης κι ο Gutiérrez το εφαρμόζει πιστά. Θυμάται, ζει, ξαναθυμάται, κάνει έρωτα, αναπολεί. Η γραφή του όπως και η ζωή του αντισυμβατική. Ό,τι κομφορμιστικό καταρρέει. Ό,τι κοινωνικά αποδεκτό διαρρηγνύεται. Ο ερωτισμός είναι φιλοσοφία, η γυναίκα θεά ή πουτάνα. Τώρα καταλαβαίνω τη μπουκοφσκική συγγένεια, στην παγκόσμια επικράτεια της έλξης, που άλλοτε γίνεται μισογυνισμός κι άλλοτε προσκύνημα.


ΤΟ ΚΟΚΤΕΪΛ σπιντάρει στην ανηφόρα. Σεξ, αλκοόλ, τσιγάρα, μαύρα πνευμόνια, αλλά και ταινίες, βιβλία, πολιτικές και κοινωνικές σκέψεις
. Καθώς αφηγείται την ζωή του στην Αβάνα το 1994, καθώς μιλά για τον Τροτσκισμό και τη Σοσιαλδημοκρατία, καθώς περιγράφει το βρόμικο και το ποταπό, θέλει πάντα κάτι όμορφο να μπαίνει ανάμεσα και να αλλάζει το κλίμα. Άγγελοι και δαίμονες, ασωτία και λίγες στιγμές μέσα στις εκκλησίες, βούρκος και ουρανός σε μια μίξη μπόμπα.

Ο ΚΟΥΒΑΝΟΣ συγγραφέας με κέρδισε σταδιακά. Όχι επειδή έχει μια υπερδουλεμένη πλοκή ή μια φορτσάτη ιστορία. Ούτε επειδή αποφεύγει τους αυτοβιογραφισμούς και τις προσωπικές αναπλάσεις. Το αντίθετο. Όλο το έργο είναι σχόλια και πράξεις από τη ζωή του. Αλλά έχει μια σκεπτόμενη ανθρωπιά, που δεν είδα π.χ. στον Μπουκόφσκι. Όλο το κείμενο σαν να γράφεται από μια εσωτερική ανάγκη να βγάλει τα απωθημένα του, να πει όσα του τριβελίζουν το μυαλό, να ανακουφίσει τον πιεσμένο ψυχισμό του.

Πάπισσα Ιωάννα

 In2life, 28/4/2021 

Thursday, June 24, 2021

Δημήτρης Χριστόπουλος, “Τζίντιλι”

Η οικολογική καταστροφή στην Πτολεμαΐδα όχι μόνο προκαλεί προβλήματα υγείας, αλλά και διασαλεύει τον ψυχισμό των ανθρώπων και κατά βάθος κλονίζει τη διαχρονική παράδοση που διατρέχει τον τόπο.


Δημήτρης Χριστόπουλος

“Τζίντιλι”

εκδόσεις Το Ροδακιό

-2020

 

Είχαμε διαβάσει παλιά το πρώτο βιβλίο του Χριστόπουλου “Δημόσιες ιστορίες” και τώρα ξαναπιάνουμε το νήμα της γραφής του μ’ ένα μυθιστόρημα.


> Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και Δημιουργική Γραφή στο ΜΠΣ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Είναι υποψήφιος διδάκτορας νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων (Δημόσιες ιστορίες, 2013, Σπουδή στο κίτρινο, 2018). Μικρά πεζά, χρονογραφήματα, άρθρα και κριτικά σημειώματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Διατηρεί το ιστολόγιο «Ηλεκτρονική Τράπεζα Φιλολογικών Θεμάτων».

 

Η ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ είναι ότι ο συγγραφέας διατηρεί (εξελιγμένο) ένα ύφος που πυρώνει τη λέξη και εμμένει στην ποιητική, ατμοσφαιρική, μελωμένη ψίχα της. Μεταφορές, ποιητικές εικόνες, δουλεμένο στο δικό του αμόνι ύφος. Ένα βιβλίο που όσο προχωρά τόσο βαραίνει από τα πυκνά γλωσσικά στολίδια. Κι επιπλέον παντού στην αρχή ο ίδιος τόνος, άσχετα με ποιου χαρακτήρα την οπτική γωνία προάγεται η αφήγηση. Δεν μιλώ για το ίδιο ύφος, αλλά για τον ίδιο τόνο, το ίδιο κλίμα, που σποραδικά ποικίλλει, αλλά μάλλον η αίσθηση είναι ότι μένει ο ίδιος χειρισμός της γλώσσας.


ΤΟ ΘΕΜΑ αφορά στην οικολογική καταστροφή στη Δυτική Μακεδονία
. Πιάνει το νήμα από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και αναδεικνύει τα βουνά της Πίνδου και τα γύρω κορφοβούνια σε τόπο που λιγνιτοποιήθηκε. Η φύση εναντίον της ανάπτυξης. Υποπτεύομαι βάσιμα ότι μιλά για την Πτολεμαΐδα και τους Βλάχους της περιοχής. Πανταχού παρούσες άλλωστε οι Τζίντες, νεράιδες των αέρηδων και των δασών. Και το τζίντιλι, που σημαίνει στα βλάχικα ανεμοστρόβιλος, μια μεταφορά για ό,τι σάρωσε τον ορεινό παράδεισο σε μια περιβαλλοντική καταστροφή. Η Πτολεμαΐδα πεδίο οικονομικής και οικολογικής αντιπαράθεσης. Η Εορδαία περιοχή με φυσικό πλούτο που θυσιάζεται στον λιγνίτη.

Η ΙΔΕΑ φαίνεται να χρωστά χάρη ή να συμπορεύεται με τα έργα του Μακρόπουλου, όπως το πολύ καλό “Μαύρο νερό”. Οι άνθρωποι της περιοχής, οι οικογένειες Τσεπέλη και Τσακιρίδη, η μάμμα Σόμαινα κ.ο.κ. ζουν στα “Σόψιθα”. Η λέξη, εικάζω, είναι αναγραμματισμός της λέξης “Άψιθος”, δηλαδή Άψινθος, ένα φυτό πικρό με τοξικές επιδράσεις. Και μέσα σ’ αυτά ιστορικοί απόηχοι, μυστικιστικοί αντίλαλοι, δεσμοί που στέλνουν το παρόν σε ένα παρελθόν αλλά και σε ένα δυστοπικό μέλλον.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ με τέτοια έργα είναι η ιδεοκρατία που τα διακρίνει. Με άλλα λόγια στο μυαλό του συγγραφέα υπάρχουν ιδέες και ιδεολογίες, μεγάλα κομμάτια σκέψης και πρίσματα ανάλυσης της πραγματικότητας, αγνές αξίες και μεγάλα οράματα. Αυτά είναι μια γνήσια παρακαταθήκη, ώστε να γράψει κανείς λογοτεχνία. Απομένει όμως ένα βασικό βήμα. Να γίνουν κείμενο. Ο Χριστόπουλος επιλέγει να τα ντύσει με λέξεις, σχήματα, συνδηλώσεις, λειασμένες επιφάνειες και πονεμένες εκφράσεις. Ως λογο-τέχνης επιμένει στη γλώσσα. Πιστεύει πολύ στη δύναμή της και προωθεί τον σύνδεσμο “ιδέες + λέξεις”. αυτή η επιλογή όμως, όταν δεν συνοδεύεται από στιβαρή πλοκή και κορυφώσεις, αποδεικνύεται έωλη. Η ιδεοκρατία μένει ψηλά στο μίγμα, δεν ανακατεύεται με τα άλλα στοιχεία της λογοτεχνικής κατασκευής και φαίνεται τόσο έξεργη, τόσο φορτωμένη…

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, June 21, 2021

Ian Rankin, “Ένα τραγούδι για δύσκολους καιρούς”

Ο γνωστός Rebus και δυο παράλληλες ιστορίες που αφορούν το παρόν και το μέλλον, μικρά επεισόδια που ανακυκλώνονται ώσπου να ενωθούν σταδιακά προς το τέλος.

 

Ian Rankin

“A Song for the Dark Times”

2020

Ίαν Ράνκιν

“Ένα τραγούδι για δύσκολους καιρούς”

μετ. Γ. Μαυρουδής

εκδόσεις Μεταίχμιο -2020

 

Αγάπησα τον Rankin όταν διάβασα το “Στον οίκο των ψεμάτων”. Αντίθετα, ένα παλιότερο ανάγνωσμα εδώ στο Βιβλιοκαφέ δεν εκτίναξε την προσοχή μας: “Οι καταρράκτες – Οι αναστημένοι – Υπόθεση αίματος”. Τώρα λοιπόν με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, και μέσα μας, ένα αστυνομικό είναι πόρτα διαφυγής.


> 0 Ίαν Ράνκιν γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1960 στο Φάιφ της Σκοτίας. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, απ' όπου αποφοίτησε το 1982. Πριν αφοσιωθεί στη συγγραφή, έκανε διάφορες δουλειές, από εργάτης σε αμπελώνες ως φοροεισπράκτορας και μουσικός συντάκτης. Το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1986, αλλά η καθιέρωση του ήρθε με τη δημιουργία του διάσημου πλέον αντιήρωά του, του επιθεωρητή Ρέμπους, το 1987. Οι περιπέτειες του κυνικού και περιθωριακού σκοτσέζου επιθεωρητή φιγουράρουν στις λίστες των best seller και μεταφράζονται σε πολλές χώρες του κόσμου, χαρίζοντας στον 'Ιαν Ράνκιν τον τίτλο του πιο δημοφιλούς συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας στη Μεγάλη Βρετανία. Το 1988 ο Ίαν Ράνκιν εξελέγη Hathornden Fellow, ενώ το 1992 τιμήθηκε με το βραβείο Chandler - Fulbright και το CWA Dagger για το καλύτερο αστυνομικό διήγημα της χρονιάς. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Gold Dagger στην κατηγορία του αστυνομικού μυθιστορήματος, με το αμερικανικό βραβείο Edgar για το μυθιστόρημα του "Οι αναστημένοι" (Μεταίχμιο) και με το CWA Cartier Diamond Dagger για τη συνολική προσφορά του στην αστυνομική λογοτεχνία. Έχει τιμηθεί με ακαδημαϊκούς τίτλους από τα Πανεπιστήμια του Αμπερτέι, του Σεντ Άντριους, του Χαλ και του Εδιμβούργου, ενώ για τις υπηρεσίες του στη λογοτεχνία του απονεμήθηκε επίσης τιμητικός τίτλος (OBE) από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Ζει στο Εδιμβούργο, είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Από τις εκδόσεις "Μεταίχμιο" έχουν κυκλοφορήσει δέκα βιβλία του Ίαν Ράνκιν.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ σχίζεται εξαρχής στα δύο. Η συνεργάτιδα του Rebus επιθεωρήτρια Siobhan Clarke ασχολείται με τη δολοφονία ενός πλούσιου Σαουδάραβα φοιτητή, του Salman bin Mahmoud, ενώ ο ίδιος ο συνταξιούχος αστυνόμος στρέφει την προσοχή στην εξαφάνιση του γαμπρού του Keith, άντρα της κόρης του Samantha. Η πρώτη υπόθεση παίρνει πορεία προς τον κύκλο των νεαρών πλουσίων της πόλης κι η δεύτερη, που φτάνει γρήγορα στη διαπίστωση ότι ο εξαφανισμένος είναι νεκρός, προς το Στρατόπεδο 1033, όπου είχαν φυλακιστεί κρατούμενοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

ΠΟΛΛΑ μονοπάτια, πρόσωπα, παράλληλες ιστορίες. Δύο φόνοι που απλώνονται σε διακλαδώσεις, αν και όλα σιγά σιγά δείχνουν να συνδέονται μεταξύ τους. Δεν χάθηκα σχεδόν ποτέ στα πολύδρομα σοκάκια. Κάθε νέο επεισόδιο είχε και μια ορατή σύνδεση με τους βασικούς κορμούς. Δριμείς άμεσοι διάλογοι, σωστός ρυθμός στην αφήγηση, οργανωμένη δράση που δεν ξεσηκώνει αλλά ακολουθεί βήμα βήμα την εξέλιξη των ενδείξεων μέχρι να αποκτήσουν μια πιο ηχηρή αξία μέσα στην πορεία της εξιχνίασης.

ΠΡΟΦΑΝΩΣ, αχνοφαίνονται ήδη από τη μέση τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Ποιοι ήθελαν να αξιοποιήσουν επιχειρηματικά το παλιό Στρατόπεδο; Και οι εκτάσεις γκολφ είναι προσοδοφόρες ή αξίζουν άλλης μεταχείρισης; Πίσω από τους δύο φόνους υπάρχει ένα δίκτυο του υποκόσμου, της νυχτερινής ζωής, της παρασκηνιακής δράσης κ.ο.κ., ώστε να προωθηθούν τα συμφέροντα μεγαλοκαρχαριών. Μικρών και μεγάλων.

Η ΝΕΟΤΕΡΗ αστυνομική λογοτεχνία δεν βάζει τον detective απέναντι στο έγκλημα, αλλά τον εμπλέκει άμεσα ή έμμεσα, πρακτικά ή ψυχολογικά. Ο Rebus εμπλέκεται ψυχολογικά, αφού η κόρη του έχασε τον σύντροφό της, είναι μάλιστα ύποπτη για τη δολοφονία του και φορτισμένη κατηγορεί τον πατέρα της για αποστασιοποίηση, περιορισμένη εμπιστοσύνη και παρεμβάσεις που δεν τις επιθυμεί. Απ’ την άλλη, ο συνεργάτης της Clarke ονόματι Malcolm Fox εκβιάζεται έμμεσα από έναν άνθρωπο του υποκόσμου. Έτσι, η ίδια η αστυνομία υφίσταται το έγκλημα και γίνεται συμμέτοχος στη βίωση και την αντιμετώπισή του.

ΤΕΛΙΚΑ, υπάρχουν δύο είδη αστυνομικών μυθιστορημάτων, αυτά της φυγής κι αυτά της κριτικής. Ο Rankin αφηγείται, περιγράφει, δρομολογεί εξελίξεις, συνδέει γεγονότα, επισυνάπτει ενδείξεις, κάνει συλλογισμούς ώστε να γράψει ένα δυνατό ανάγνωσμα φυγής. Είπα και πριν ότι ένα τέτοιο βιβλίο σε ρίχνει αραχτή στον καναπέ, όπου ξεχνιέσαι μέσα του. Απορροφά το περιβάλλον και δεν αφήνεσαι στην ακινησία του lockdown. Διαβάζεις γυρνώντας τις σελίδες μια αλληλουχία δράσεων, αλλά και ψυχολογικών αναταράξεων, καθώς, όπως είπα, το έγκλημα δεν είναι το αντικείμενο έξω από το υποκείμενο.

Πάπισσα Ιωάννα

 

Saturday, June 19, 2021

Στάμος Τσιτσώνης, “Μπράντι με πάγο”

Η λογοτεχνία ως παιχνίδι. Ως γέλιο. Ως ανατροπή της πραγματικότητας. Ως οξύμωρο σχήμα που συναιρεί ξερά και χλωρά. Η λογοτεχνία ως πείραγμα. Ως τρέλα που υπάρχει μέσα σε κάθε λογική.


Στάμος Τσιτσώνης

“Μπράντι με πάγο”

εκδόσεις Κριτική

-2020


Το σοβαρό μπορεί να βρεθεί μέσα στο αστείο. Κι ειδικά στους μουντούς καιρούς που ζούμε, κάθε νότα αβίαστου γέλιου είναι πρόσφορη. Γι’ αυτό ξαναπροτίμησα το μαθηματικό ταπεραμέντο του Τσιτσώνη, που γελά κάτω από τα μουστάκια του.


> Ο Στάμος Τσιτσώνης είναι μαθητικός, συγγραφέας και μεταφραστής. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και ζει. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Σχολή Μωραΐτη και στο Κολλέγιο Αθηνών. Έχει μεταφράσει αρκετά βιβλία που γεφυρώνουν τη λογοτεχνία με τα μαθηματικά, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.


Ο ΤΣΙΤΣΩΝΗΣ δίνει την εντύπωση πως γράφει τα διηγήματά του όχι από λογοτεχνική ανάγκη, αλλά από μια ιλαρή διάθεση να διακωμωδήσει ανθρώπινους τύπους και καταστάσεις. Ήδη από την προηγούμενη συλλογή του “Πετεινός νοτίων προαστίων” η αφηγημένη πραγματικότητα νοτίζεται μέχρι το μεδούλι με χιούμορ και συνεπώς σάτιρα.

ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΟ παράδειγμα του χιούμορ, που τραμπαλίζεται με το ένα πόδι στον υπαινιγμό και με το άλλο στην ανατροπή, είναι “Μία όμορφη πτήση”. Εκεί η κωμική ειρωνεία εξάγεται από το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής είναι τυφλός, κι εμείς το ξέρουμε αυτό. Προσποιείται λοιπόν, όσο μπορεί, ότι είναι ένας αρτιμελής φυσιολογικός άνθρωπος κι ενίοτε σαρκάζεται, περιπαίζει την τυφλότητα και ερωτοτροπεί σαν τον Al Pacino “Scent of a Woman” (Άρωμα γυναίκας) του 1992, ταινία απ’ την οποία (όσο το σκέφτομαι τόσο πείθομαι) έχει επηρεαστεί ο διηγηματογράφος. Το τέλος είναι ακόμα πιο εκ-πληκτικό, αφού η ανατροπή κορυφώνει το διήγημα.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, μπορούμε να διακρίνουμε τρία στρώματα σε κάθε του κείμενο, που τηκόμενα ενώνονται μεταξύ τους σε ένα ενιαίο όλο. Από τη μια η αφήγηση που τρέχει με άνεση, κινείται ακώλυτα, δείχνει δεξιοτεχνία και θεατρική ζωντάνια. Είναι ο άξονας μιας ιστορίας, η οποία καταπιάνεται με κάτι καθημερινό, σχετικά κοινότοπο, απλό αλλά συνάμα ενδιαφέρον, ειδικά με τον τρόπο που εκτείνεται στο χαρτί. Αυτή λοιπόν την καλογραμμένη ιστορία έρχεται το κωμικό μαρκαδοράκι του Τσιτσώνη να χρωματίσει και να μετατρέψει σε μια γελοιογραφία του σήμερα, μια καρικατούρα χωρίς φαρσικά στοιχεία, μια σατιρική απεικόνιση του σύγχρονου ανθρώπου. Κι εκεί νομίζω ότι η γραφή του έχει κερδίσει σε βάθος, καθώς το τρίτο στρώμα σχετίζεται με την κοινωνική κριτική που επιχειρεί. Η ιστορία και το χιούμορ τελικά δεν μένουν σε μια αρεστή αφήγηση, αλλά άμεσα ή έμμεσα λειτουργεί ως παραμορφωμένος καθρέφτης της στρεβλής ελληνικής και όχι μόνο ζωής.

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ στίγμα της διηγηματογραφίας του Τσιτσώνη φαίνεται στον “Καθρέφτη από τη Σαμαρκάνδη”, το οποίο βέβαια υστερεί σε δομική πλαστικότητα και δεν προκαλεί έντονες εκπλήξεις. Ωστόσο με τη συμπλοκή της παραξενιάς του συνταξιούχου πλέον Πολυχρόνη και ενός καθρέφτη που αυτός αγοράζει από τα παλαιοπωλεία της Αβησσυνίας, ο οποίος δείχνει τους εχθρούς του εικονιζόμενου, αποκαλύπτεται μια διαχρονική αλήθεια, μνειωμένη σε στίχους από την Ευτυχία Παπαναγιαννοπούλου "Ο χειρότερος εχθρός μου. Ήτανε ο εαυτός μου". 

Η ΙΔΙΑ λογική, αυτή της αντιστροφής της πραγματικότητας α λα Carroll Lewis στην “Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων”, βλέπουμε και στο “Η οδός Φέλιξ Κλάιν”. Εδώ τα μαθηματικά και η σχετικότητα, ο αντικατοπτρισμός και το παράλογο, η λογική των άλλων και η δική μας φτιάχνουν ένα παράξενο cocktail, όπου όλα γίνονται και όλα δεν γίνονται, ένα κωμικό αναποδογύρισμα που παίζει με τη διάθεσή μας. Ξαναλέω ότι ο Τσιτσώνης γράφει για να παίξει… Homo ludens!

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, June 16, 2021

Γιόκο Ογκάουα, “Η αστυνομία της μνήμης”

Οι δυστοπίες είναι πάντα επίκαιρες. Χωρίς ιστορικά γεγονότα αλλά συνοψίζοντας κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, διαμορφώνουν λογοτεχνική ατμόσφαιρα και υπαρξιακές αγωνίες.


小川 洋子

密やかな結晶

1994

Γιόκο Ογκάουα

“Η αστυνομία της μνήμης”

μετ. Χ. Παπαδημητρίου

εκδόσεις Πατάκη -2020

 

Συζητημένο βιβλίο. Κι όταν το είδα στο βιβλιοπωλείο, μου άρεσε το εξώφυλλο. Είδα το πολιτικό του πλαίσιο, που δεν παραπέμπει σε Ασία, αλλά σε έναν άχρονο κι άτοπο ολοκληρωτισμό.


> Η Γυόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην επαρχία της Οκαγιάμα. Αποφοίτησε το 1984 από το Πανεπιστήμιο Ουασέντα του Τόκυο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και τέχνες. Ενώ δούλευε σ' ένα ιατρικό Πανεπιστήμιο στην Οκαγιάμα, άρχισε να γράφει νουβέλες. Το 1988 κέρδισε το βραβείο Καϊέν για νέους συγγραφείς με τη νουβέλα της "Όταν σπάζει η πεταλούδα". Η φήμη της μεγάλωσε όταν οι επόμενες δουλειές της - "Ο τέλειος θάλαμος αρρώστων", "Η πισίνα των καταδύσεων", "Το τσάι που δεν κρυώνει" και το "Ημερολόγιο εγκυμοσύνης" - ήταν υποψήφιες η μία μετά την άλλη για το βραβείο Ακουταγκάουα. Το κέρδισε τελικά το 1991, σε ηλικία 29 ετών, για το "Ημερολόγιο εγκυμοσύνης".
Τα αφηγήματα της Ογκάουα χαρακτηρίζουν το βαθύ της ενδιαφέρον για τον κόσμο του πνεύματος -ιδιαίτερα το σημείο συνάντησης των ζωντανών με τους νεκρούς- τα φανταστικά θέματα, ένας αλλόκοτος ερωτισμός και ανομολόγητα συναισθήματα.
Ζει με τον άντρα της και την κόρη της στο Κουράσικι, ιστορική πόλη της επαρχίας Οκαγιάμα.
Άλλα της έργα: "Περιθωριακή αγάπη", "Αντζελίνα", "Μυστική κρυστάλλωση", "Η μνήμη της Άννα Φρανκ", "Το κορίτσι που κεντούσε", "Ευγενική παράκληση", "Παγωμένη μυρωδιά", "Ξενοδοχείον Ίρις", "Σιωπηλό κορμί, απρεπής κηδεία" κ.ά
.

 

ΚΑΤΑΓΕΤΑΙ από τον Όργουελ. Πνευματικά βεβαίως. Το «1984» που έχει αφήσει εποχή γεννά παιδιά. Ακόμα και στη μακρινή Ιαπωνία. Μα η λογοτεχνία δεν γνωρίζει σύνορα. Και η απολυταρχία της σκέψης είναι όνειρο κάθε εξουσίας. Οι λογοτέχνες απλώς την αισθητοποιούν. Την κάνουν λιανά για να την καταλάβει ο κόσμος. Την κάνουν ιστορίες για να μπορεί ο απλός άνθρωπος, ο απλός σκεπτόμενος άνθρωπος, να την αντιληφθεί, γιατί η εκάστοτε εξουσία την κρύβει, αν δεν μπορεί να την επιβάλλει.

ΩΡΑΙΟΣ τίτλος! Η μνήμη, κάτι εσωτερικό και προσωπικό, που διαμορφώνεται υποδόρια μέσα στους αύλακες του εγκεφάλου. Πώς; Με τρόπο συσωρευτικό, επιλεκτικό και μέχρις ενός σημείου απροσδιόριστο. Και η αστυνομία, που ελέγχει μόνο τα εξωτερικά δεδομένα. Όμως όταν η δεύτερη θελήσει να διεισδύσει στην πρώτη, να ελέγξει τη σκέψη, τότε μια δυστοπία μαγειρεύεται στο τσουκάλι μας.

ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ, το νησί όπου ζει η αφηγήτρια χάνει πράγματα και μαζί ξεχνά την υπόσταση και τη χρήση τους. Οι άνθρωποι χάνουν ξαφνικά λ.χ. τα πουλιά, ξεχνούν τα ονόματά τους κι η αστυνομία φροντίζει να εξαλείψει οτιδήποτε τα αφορά, όπως τα προσωπικά κατάλοιπα του πατέρα της αφηγήτριας, που ήταν ορνιθολόγος. Μαζί με τα πράγματα χάνονται κι οι μνήμες, ενώ η Αστυνομία της Μνήμης έχει έναν αδιόρατο ρόλο: ελέγχει τα αντικείμενα, που δεν πρέπει να έχουν μείνει, συλλαμβάνει ανθρώπους, καθορίζει τη ζωή. Κι η αφηγήτρια, που είναι μυθιστοριογράφος, επιλέγει να κρύψει σε μια μυστική κάμαρα τον επιμελητή της. Τρίτο μέλος της παρέας ένας γέρος που μαστορεύει τα πάντα και τη βοηθά.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ δεν έχει κορυφώσεις και εντάσεις, ακόμα κι όταν η Αστυνομία κάνει ελέγχους. Η αφήγηση της Ογκάουα είναι σχετικά επίπεδη, αφήνοντας το δυστοπικό μήνυμα να επιδράσει. Ο Όργουελ και το 1984 να ελέγχει τα πάντα, ο Φάρεναϊτ με το κάψιμο των βιβλίων, όταν αποφασίζεται να εξαφανιστούν τα μυθιστορήματα, η έννοια του κινδύνου που καφκικά ελλοχεύει στην ατμόσφαιρα. Έτσι κι ο αναγνώστης διολισθαίνει μέσα σ’ αυτό το κλίμα και ψάχνει να βρει τι κοινωνία αλλά και τι ψυχισμοί διαμορφώνονται σε ένα τέτοιο αστυνομοκρατούμενο καθεστώς.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ φέρνει από την πίσω πόρτα τις αναμνήσεις, που γίνονται φορείς του παρελθόντος, της ελευθερίας και της ανθρώπινης συνείδησης. Ο επιμελητής Ρ παραδόξως θυμάται και ανακαλεί παρελθούσες εμπειρίες, μικρές κι ασήμαντες, αλλά ιδιαίτερα επιδραστικές στην ταυτότητα των άλλων δύο. Οι αναμνήσεις έρχονται διά της τέχνης, στα γλυπτά της μητέρας της αφηγήτριας, η τέχνη συντηρεί το παρελθόν και την ταυτότητα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ρίζες.

In2life, 16/3/2021 

Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, June 13, 2021

Βάσια Τζανακάρη, “Αδελφικό”

Οι πορείες δύο προσώπων, που γνωρίζονταν λίγο από παλιά, συναντιούνται στο “Αδελφικό”, σαν ένα καθαρτήριο μετά από προσωπικές διαψεύσεις και λάθη, ένα καθαρτήριο που θα τους φέρει στην πύλη του παραδείσου.

 

Βάσια Τζανακάρη

“Αδελφικό”

εκδόσεις Μεταίχμιο

-2020

 

Η νέα γενιά των συγγραφέων εκεί γύρω στα 30-40 ευαγγελίζεται πολλά, άλλοτε τα δίνει κι άλλοτε όχι, αλλά αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας.

 

> Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα & Φιλολογία στο ΑΠΘ και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας στο ΕΚΠΑ. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Αγγλικών Σπουδών (HASE). Με το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων “Έντεκα Μικροί Φόνοι: Ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave” (Μεταίχμιο, 2008), ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού "Διαβάζω". Ακολούθησε το μυθιστόρημα "Τζόνι & Λούλου" (Μεταίχμιο, 2011) και το παιδικό βιβλίο "Ένα δώρο για τον Τζελόζο" (Μεταίχμιο, 2013). Το τελευταίο της βιβλίο, "Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα", κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα ("Ελληνικά ονόματα"- Κέδρος, "Crisis"- Vakxikon, "Ιστορίες βιβλίων" - Εκδόσεις Καστανιώτη) και εργάζεται ως μεταφράστρια, έχοντας μεταφράσει Ian Rankin, Gillian Flynn, Donald Ray Pollock κ. α.

 

ΚΑΤΑΡΧΑΣ, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο βάζει τις λέξεις τη μία πίσω απ’ την άλλη. Ένα ύφος λιβάδι, που δεν είναι εξεζητημένο, αλλά δείχνει μια ισορροπία μεταξύ της πράξης και της σκέψης των προσώπων. Όσο διάβαζα, κατάλαβα ότι έχει πέσει πολλή δουλειά στο πώς η συγγραφέας πλάνισε, ροκάνισε, λείανε το εκφραστικό της όργανο, ώστε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Έτσι, η ανάγνωση προχωρά αβίαστα, χωρίς αυτό να την κάνει ξέβαθη κι επιδερμική. Οι πόροι της γλώσσας επιτρέπουν να καταλάβουμε την ψυχοσύνθεση των δύο πρωταγωνιστών.

ΑΠ’ ΤΗ ΜΙΑ, η Μάρω, ένα alter ego της Τζανακάρη. Με καταγωγή από τον νομό Σερρών, σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε στην Αθήνα, έχει ένα παιδί και μετά από μια φωτιά στο διαμέρισμά της επιστρέφει στα γενέτειρα εδάφη, και ειδικότερα στο χωριό Αδελφικό. Απ’ την άλλη, ο Γιώργος Μελισσινός είναι γιατρός, γνώριζε από παλιά τη Μάρω και αποφασίζει να δεχτεί μια θέση στο νοσοκομείο των Σερρών και να μείνει κι αυτός στο Αδελφικό. Στη συνείδησή του επιζητεί ένα νέο ξεκίνημα μετά την αποτυχημένη εγχείρηση που έκανε στον ποιητή Γιώργο Νταγιαντά, φίλο και “μέντορα”.

ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ ήρωες επιδιώκουν τη λήθη και τη μνήμη. Βλέπουν το Αδελφικό σαν την Κολυμπήθρα του Σιλωάμ, όπου θα ξανανιώσουν, σβήνοντας ό,τι τους θλίβει και θυμούμενοι την εφηβεία τους εκεί στη δεκαετία του ’90. Ο θάνατος του David Bowie, οι ταινίες, οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης, οι συγγενείς και κυρίως ο αδελφός της Μάρως, ο Βασίλης, οι νεκροί και οι ζωντανοί, τα κλειστά διαμερίσματα και μαγαζιά, οι στιγμές της καθημερινότητας σε μια δεκαετία πρόσφατη και μαζί μακρινή, σαν σε σέπια χαρτί φωτογραφίας.   

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ της λήθης και της μνήμης κάνει σε κάποια στιγμή μια καθοριστική στροφή και φτάνει στο σημείο βρασμού. Κι εκεί οι δύο ιστορίες συγκλίνουν…, αλλά η σύγκλιση ίσως είναι επουσιωδέστερη απ’ όσο περίμενα, αφού καταλήγει σε μια ερωτική σύζευξη. Πολύς λόγος για το παρελθόν, πολύς για το παρόν ως απόρροια του πρώτου, αλλά όχι μια σθεναρή πλοκή που θα πλέξει σκέψεις και γεγονότα σε μια σωτήρια για τον αναγνώστη κορύφωση. Ακόμα και το όνομα του χωριού, που εξαρχής με προετοίμαζε για μια “αδελφική” έκπληξη, μένει επιδερμικά στο αναμενόμενο. Νομίζω ότι η γραφή της Τζανακάρη, αν συνδυαστεί με μια φιλόδοξη πλοκή θα αποδώσει πολλά…

Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, June 10, 2021

Μαριλένα Παπαϊωάννου, “Ένα πιάτο λιγότερο”

Δυο επιτύμβιες στήλες της αρχαιότητας και δυο αδέλφια νεκροί στη μεταπολεμική Σαντορίνη. Ποιητική του πένθους και καρυστιανικά δάκρυα, βαλμένα σε ένα νησί όπου το προσωπικό συνδέεται με το πολιτικό.


Μαριλένα Παπαϊωάννου

“Ένα πιάτο λιγότερο”

εκδόσεις Καστανιώτης

-2020


Διαβάζω κατά καιρούς καλά λόγια για τα δύο πρώτα βιβλία της. Είπα το τρίτο θα είναι και το πιο ώριμο. Ας το δω λοιπόν.


> Η Μαριλένα Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε Μοριακή Βιολογία & Γενετική στην Αλεξανδρούπολη, έκανε τη διδακτορική της διατριβή στη Γενεύη και αργότερα εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στη Νέα Υόρκη. Έχει κυκλοφορήσει δύο βιβλία από τις Εκδόσεις Εστία («Νικήτας Δέλτα», 2013 και «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους» 2016), και ένα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη («Ένα πιάτο λιγότερο», 2020). Σήμερα ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια βιοεπιστημονικών εκδόσεων.


ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ 1965. Ιούλιος. Τρία θέματα μπλέκονται, χωρίζουν, απομακρύνονται και ξανασμίγουν. Οι αναγνώστες περιμένουμε να δούμε πώς θα δέσουν. Πού θα συγκλίνουν. Πώς θα συνδεθούν στο ίδιο κατσαρόλι.

ΑΠ’ ΤΗ ΜΙΑ, ο νεαρός Σαράντης πέφτει μέσα σε μια τρύπα οικοδομής και σκοτώνεται από ατύχημα. Η οικογένειά του, που είναι στο επίκεντρο του μύθου, βυθίζεται στο πένθος. Καταρχάς, η μάνα του Αθηνά κι ο πατέρας του Στάθης, που έχουν χάσει πριν από πολλά χρόνια μέσα στον Εμφύλιο τον άλλο τους γιο. Η αδελφή του Θωμαή, η γυναίκα του Μιμή, η θεία της Κική. Δεύτερο θέμα η ανακάλυψη σ’ αυτό το οικοδομικό σκάμμα μιας επιτυμβίας στήλης στον Χαρικλή, λίγα χρόνια πριν ο Μαρινάτος ανακαλύψει την πόλη στο Ακρωτήρι. Μια αρχαιολογική λοιπόν υπόθεση στο προϊστορικό κέντρο του Αιγαίου. Και τρίτο θέμα τα πολιτικά με την Αποστασία, την πτώση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, τη δολοφονία Σωτήρη Πέτρουλα κ.λπ.

ΤΟ ΚΛΙΜΑ της προχουντικής Ελλάδας συνδέει το πολιτικό με το προσωπικό. Σε όλα κυριαρχεί το πένθος ως απόρροια της ζωής και της Ιστορίας. Ο Εμφύλιος πήρε τον ένα γιο, τα οικονομικά συμφέροντα τον άλλο, οι πολιτικές εξελίξεις τον Πέτρουλα. Ακόμα και ο αδελφός της Κικής και πατέρας της Μιμής Θανάσης έχει πεθάνει, τέταρτος (τουλάχιστον) νεκρός που στοιχειώνει το μυθιστόρημα. Το μη ακόμα τουριστικό νησί των Κυκλάδων ζει με τους ρυθμούς της επαρχιακής Ελλάδας.

ΕΞΑΡΧΗΣ το ύφος και η ατμόσφαιρα της Παπαϊωάννου μύριζε έντονα Καρυστιάνη, όπως έγραψε και η Πανταλέων στην Καθημερινή. Το νησί και ο μικρόκοσμός του, η οικογενειακή και κυρίως η γυναικεία καθημερινότητα, με το μαγείρεμα και το ανασκάλεμα των αναμνήσεων, ο θάνατος και κυρίως το πένθος. “Μικρά Αγγλία” και “Κοστούμι από χώμα”, κλίμα καρυστιανικής οσμής, γραφή κοντά στους τρόπους της, σε κάθε σελίδα πρόβαλλε και η γιαγιά Ιωάννα Καρυστιάνη να νταντεύει το παιδί της πνευματικής κόρης της Μαριλένας. Κι αυτό, έτσι όπως γεμίζει πυκνά τον χώρο, καπελώνει την ανεξαρτησία της γραφής της ίδιας της νεαρής συγγραφέως. Ακόμα και το όνομα του διευθυντή του μουσείου που είναι Χολέβας είναι μια σιωπηρή υπενθύμιση της Βιβής Χολέβα στα “Σακιά” της Χανιώτισσας λογοτέχνιδας.

ΑΚΟΜΑ περισσότερο, αυτή η υφολογική επιλογή σε συνδυασμό με την οπτική γωνία του πένθους κάνει το κείμενο “γεροντίστικο”. Δηλαδή η 38χρονη πεζογράφος υιοθετεί μια οπτική γωνία πιο μεγαλίστικη, σαν όλα να είναι μάταια, αν και γίνονται προσπάθειες, και κυρίως, επειδή ο αναπόδραστος θάνατος είναι το αδιέξοδο τέλος και για τους ζωντανούς, όλοι μεγαλώνουν σαν γριές που δεν έχουν άλλο μέλλον.

Το πένθος για τον νεκρό Σαράντη ποτίζει την ψυχολογία όλων, με μόνη διέξοδο την προφύλαξη των δύο επιτύμβιων στηλών, του Χαρικλή και του Μελή, η πρώτη ήδη να έχει βρεθεί κι η άλλη να αναζητείται. Η αναζήτηση των δυο στηλών, της ευρεθείσας και της άλλης, που θάφτηκαν όταν έμπαιναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα για να μην τις βρουν, γίνεται όρκος τιμής, όχι μόνο για τα αρχαία, αλλά και για τους νεκρούς που τα προστάτεψαν.

Πάπισσα Ιωάννα