Friday, July 27, 2012

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ για τα (βιβλιοφιλικά) blogs

          Τι ρόλο παίζουν τα μπλογκς στη ζωή-μας; Γιατί τα επισκεπτόμαστε και τι αναζητούμε σ’ αυτά; Πόσο μας επηρεάζουν στις αναγνωστικές επιλογές-μας και πόσο τα εμπιστευόμαστε;
Το ερωτηματολόγιο του καλοκαιριού είπαμε να περιστραφεί γύρω από τα ιστολόγια και τη γνώμη των μπλόγκερς και των επισκεπτών-τους γι’ αυτά. Οι ερωτήσεις που ακολουθούν, ελπίζουμε, θα βοηθήσουν να φανεί το προφίλ των μπλογκς και των απαιτήσεων που έχουν οι φίλοι-τους από αυτά: 

Α. Γενικά για τα (βιβλιόφιλα) ιστολόγια 

1.     Σε τι είδους μπλογκς μπαίνετε; 

2.     Γιατί τυχόν επιλέγετε βιβλιοφιλικά ιστολόγια;

3.     Ποια η στάση-σας απέναντι σ’ αυτά σε σχέση και με την κριτική βιβλίου στον τύπο; 

4.     Ποια θετικά στοιχεία πιστεύετε ότι έφερε η βιβλιοφιλική μπλογκόσφαιρα στην ενασχόληση με τη λογοτεχνία; 

5.     Ποια μειονεκτήματα επισημαίνετε που θα πρέπει να διορθώσουν οι έλληνες βιβλιοϊστολόγοι;


Β. Ειδικότερα για το Βιβλιοκαφέ 

6.     Πόσο συχνά το επισκέπτεστε; 

7.     Γιατί αναζητάτε τις αναρτήσεις-του; 

8.     Ποια προβλήματα πιστεύετε ότι έχει ως προς:

α. το lay out (την ψηφιακή-του εικόνα: χρώμα φόντου, μέγεθος γραμματοσειράς, εικόνες, διάταξη κειμένου κ.ο.κ.)
β. τα βιβλία που σχολιάζει
γ. τον τρόπο με τον οποίο τα προσεγγίζει
δ. …



9.     Ποια η γνώμη-σας για:

α. τις δημοσκοπήσεις-του
β. τους θεωρητικούς προβληματισμούς-του
γ. την αναλογία ελληνικής και ξένης πεζογραφίας
δ. την έλλειψη της ποίησης
ε. την έλλειψη εξωλογοτεχνικών βιβλίων
ς. τις αναφορές-του σε θέματα εκτός βιβλίου 
Coffee Thinker:
σύνθεση με καφέ
από το coffee-art.com

10.            Ποιες προτάσεις θα θέλατε να κάνετε για περαιτέρω δράσεις και αναρτήσεις; 

11.            Ποια η γνώμη-σας για την ψευδωνυμία-του;


Προσπαθήστε να είστε σαφείς και περιεκτικοί.
Ευχαριστώ εκ των προτέρων όσους θα απαντήσουν. Οι παρατηρήσεις-τους θα είναι αφορμές για να σκεφτώ ξανά το Βιβλιοκαφέ, να προσαρμοστώ και να αλλάξω, να εμπλουτίσω την ύλη και να διορθώσω ό,τι στραβό υπάρχει, να μάθω από τα λάθη-μου και να σκύψω πάνω στις ατέλειές-μου.
Η ειλικρινής-σας γνώμη με ενδιαφέρει.
Το Βιβλιοκαφέ κλείνει για τον Αύγουστο. Δεν είναι τόσο οι λίγες μέρες διακοπές που θα πάρουμε, εγώ, ο μάγειρας και τα γκαρσόνια, όσο η ερημιά που θα επικρατήσει οσονούπω στην ψηφιακή μπλογκόσφαιρα, καθώς οι περισσότεροι θα προτιμήσουν μια παραλία και ένα παραθαλάσσιο μπαράκι. Την 1η Σεπτεμβρίου συν Θεώ θα συγκεντρώσω τις απαντήσεις-σας σε ένα ολοκληρωμένο ποστ. Ως τότε, καλά μπάνια και ποιοτικές αναγνώσεις…
Καλές διακοπές
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, July 25, 2012

“Η διάψευση” της Αγγελικής Σμυρλή

Η χαίνουσα πληγή που ονομάζεται «Κυπριακό» φέρνει αισθήματα οδύνης στους Ελληνοκυπρίους, αλλά φανταστείτε παράλληλα τι διλήμματα, τι προβλήματα, τι αναθεωρήσεις και τι δεύτερες σκέψεις μπορεί να φέρνει στην τουρκοκυπριακή πλευρά που ζει σε μια αποκλεισμένη ημικρατική οντότητα, χωρίς αναγνώριση και χωρίς δυνατότητες ανάπτυξης. 


Διπλός εσπρέσο:
Αγγελικής Σμυρλή
“Η διάψευση”
εκδόσεις Κέδρος
2011 

            Την εποχή της οικονομικής κρίσης, αντιλαμβάνεται κανείς ότι όλα (ΜΜΕ, διαδίκτυο, συζητήσεις, λογοτεχνία…) βρήκαν ένα κέντρο, το οποίο άλλοτε προσεγγίζουν κι άλλοτε σκόπιμα παραμερίζουν. Στην ουσία, αυτό το σύννεφο βρίσκεται πάνω από κάθε μας σκέψη και σκοτεινιάζει τις δράσεις-μας.
Κάπως έτσι –καταλαβαίνω- λειτουργούν και οι Κύπριοι εδώ και πενήντα χρόνια και ακόμα πιο έντονα εδώ και σαράντα, αλλά το σύννεφο γι’ αυτούς είναι η διχοτόμηση. Αυτή είναι που τους συνοδεύει στις μέρες-τους και τους φουρτουνιάζει στις νύχτες-τους, ειδικά όσους λόγω ηλικία έζησαν τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής το 1974.
            Έτσι και στη λογοτεχνία βλέπουμε το κέντρο της σκέψης των συγγραφέων να μπορεί να απαγκιστρωθεί –όχι ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε- από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 με τα προδρομικά συμβάντα αλλά και με τα μεταεισβολικά γεγονότα που κρατούν μέχρι σήμερα το νησί σε μια εσωτερική αιμορροούσα πληγή. Σημειώνω τα πρόσφατα έργα του Κυριάκου Μαργαρίτη “Ρέκβιεμ για τους απόντες”, του Άντη Ροδίτη “Δέκα χιλιάδες μέλισσες” και τώρα της Αγγελικής Σμυρλή (και πόσα άλλα που δεν ξέρω!). Θυμίζω επιπλέον το μυθιστόρημα του ελλαδίτη Βασίλη Γκουρογιάννη “Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή”, που πλησίασε με “εξωτερική” την κυπριακή τραγωδία.
            «Ο Ορχάν, ένας Τουρκοκύπριος γιατρός που ζει στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, αναστατώνεται από την είδηση ότι με τη μέθοδο του DNA αναγνωρίστηκαν τα οστά του Οδυσσέα, που από το καλοκαίρι του 1974 βρισκόταν στους καταλόγους των αγνοουμένων. Η επιθυμία του Ορχάν να παραστεί στην κηδεία του Οδυσσέα είναι μεγάλη, αφού στην εφηβεία του είχε δεθεί μαζί του με πολύ στενή φιλία. Στο διάστημα που μεσολαβεί ως την κηδεία, αναπόφευκτα θα ζωντανέψουν στη μνήμη του τα χρόνια που πέρασαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι σήμερα, που πλησιάζει τα εβδομήντα. Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει αυτά τα πενήντα χρόνια του Τουρκοκύπριου γιατρού. Τα όνειρά του στην αρχή για μια τουρκική Κύπρο, τους αγώνες του, την αγαλλίασή του τον Ιούλιο του 1974, που είδε να αποβιβάζεται στην Κύπρο ο τουρκικός στρατός, και εν συνεχεία την απογοήτευσή του για το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στο νέο κράτος και τελικά τη διάψευση των ελπίδων του.» (η υπόθεση από το οπισθόφυλλο).
          Ο αναγνώστης διαβάζει και μαθαίνει τα γεγονότα της εποχής, αλλά κυρίως εισδύει στο κλίμα των δύο πλευρών. Η οπτική γωνία του μετριοπαθούς Τούρκου δείχνει μια οπτική γωνία που θα θέλαμε να είχαν οι Τουρκοκύπριοι (δεν ξέρω αν όντως την έχουν): καταρχάς, ενθουσιασμένοι με την ανάμιξη της μητέρας Τουρκίας στο κυπριακό, αλλά σταδιακά επιφυλάξεις για τον παραγκωνισμό-τους από τους Τουρκιελί (έποικους Τούρκους) και πρακτικά απογοήτευση από τη δύσκολη ζωή που τώρα ζουν, καθώς βρίσκονται σε ένα “κράτος”, αποκομμένο από τους πάντες, που δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει τα απαραίτητα. Κι επιπλέον μια αναθεωρητική ματιά ξαναβλέπει τα πάντα και στέκεται στον φανατισμό και στις υποβολιμαίες ενέργειες που υπονόμευσαν την ομαλή ζωή στη δεκαετία του ’60 και ’70.
            Ο Ορχάν γίνεται το κέντρο μιας ιστορίας που παρουσιάζεται από την πλευρά των Τούρκων. Βρίσκεται στο κέντρο απ’ όπου εξακτινώνονται διαρκείς αντιθέσεις που συγκροτούν έναν καλοπλεγμένο ιστό. Αφενός η αντίθεση Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων που γίνεται ευρύτερα σύγκρουση Τούρκων και Ελλήνων. Η ρήξη ξεκινά ως διαμάχη των λαών και μετατρέπεται σταδιακά σε διαμάχη των δύο κρατιδίων, του ανεξάρτητου και πλούσιου ελληνοκυπριακού και του εξαρτημένου από την Τουρκία τουρκοκυπριακού με τον Ραούφ Ντενκτάς και τον Μακάριο να πρωτοστατούν. Άλλη αντίθεση είναι η διαφορά Τουρκοκυπρίων, ντόπιων στο νησί, και Τούρκων επήλυδων που «καπελώνουν» τον ιθαγενή πληθυσμό. Και μέσα στους κόλπους των Τουρκοκυπρίων (όπως και στους Ελληνοκύπριους των οποίων οι απόψεις διίσταντο ανάμεσα στην ένωση και στην ανεξαρτησία) συναντώνται δύο στάσεις, η μια να προασπίζεται τον τουρκισμό στο σύνολό-του κι η άλλη να ζητά δικαιώματα για τους Τουρκοκύπριους.
            Θα ήθελα το βιβλίο της Σμυρλή να μην είναι απλώς μια καλογραμμένη ιστορία. Θα ήθελα πέρα από ευπρόσδεκτες καινοτομίες, να δω κορυφώσεις και ένταση, να δω τραγικότητα (όχι μελό), να δω συνειδησιακές ρήξεις αλλά και δραματικές διαπροσωπικές συγκρούσεις. Το έργο είναι μια καλοδεχούμενη πεδιάδα όπου το αυτοκίνητο του αναγνώστη τρέχει απρόσκοπτα αλλά ο επιβάτης δεν χαζεύει εδαφικές ατραξιόν ή ομορφιές της πανίδας και της χλωρίδας.
            Ωστόσο, η συγκίνηση που κορυφώνεται ειδικά προς το τέλος και η όλη ανασκόπηση της κυπριακής ιστορικής τραγωδίας που διαπερνά τον αναγνώστη με ρίγη νοσταλγίας, αγανάκτησης, ευαισθητοποίησης κ.ο.κ. αξίζει να μας κάνει να προσέξουμε όχι τη μορφή του βιβλίου αλλά τη ματιά που συγχωρεί και θέλει να ξαναφτιάξει συνειδήσεις.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 11/7/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 23, 2012

“Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά” της Μαρλένας Πολιτοπούλου

Το καλοκαίρι ευνοεί ένα ανάγνωσμα παραλίας, που να μπορεί κανείς να το παρακολουθεί ακόμα και αν δεν είναι προσηλωμένος, ένα αστυνομικό που να στηρίζει τη μαγεία-του στην πλοκή και στη δράση. 


Φρέντο καπουτσίνο:
Μαρλένα Πολιτοπούλου
“Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Όταν λέμε κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα με σασπένς και ανατροπές, μυθιστόρημα με φόνους, με ύποπτους, με έρευνα από αστυνόμους και συνεργάτες, με συνεντεύξεις που δίνουν στοιχεία με το σταγονόμετρο, με συλλογισμούς που θα εξαγάγουν το τελικό συμπέρασμα, με εξαπάτηση του αναγνώστη, τότε πηγαίνουμε πίσω στη χρυσή εποχή του είδους, στον μεσοπόλεμο. Τότε η αγγλική σχολή παγίωσε τους κανόνες της αστυνομικής λογοτεχνίας.
            Από τότε άλλαξαν πολλά, το αστυνομικό έγινε πιο πολύ κοινωνικό, μεταλλάχτηκε, πρόδωσε τον εαυτό-του, άλλαξε ταυτότητα, συγχωνεύτηκε με άλλα είδη, άνοιξε τη συνταγή-του, αλλά ακόμα η γοητεία του ορθόδοξου δρόμου για την ανακάλυψη του ενόχου δεν έχει εξαλειφθεί. Ακόμα και τώρα γράφονται έργα στα οποία ο αναγνώστης δεν περιμένει να βρει άλλου είδους λογοτεχνικά στοιχεία πέρα από μια καλολαδωμένη μηχανή που οδηγεί με σφιχτή αλληλουχία στο τέλος. Η πλοκή είναι το ΠΑΝ.
            Αφήνοντας λοιπόν τις κατηγορίες και τη μεμψιμοιρία με τα οποία άλλοτε συνόδευα τέτοιους είδους αναλύσεις, θα πέσω στον καναπέ και θα απολαύσω ένα παραδοσιακό αστυνομικό με πλοκή και αγωνία. Στην Άνδρο όπου ζουν ντόπιοι και επήλυδες, κυρίως καλλιτέχνες, βρίσκεται ένα πτώμα, ένας άγνωστος άνδρας τον οποίο πολλοί γνωρίζουν αλλά κανένας δεν θέλει να αναγνωρίσει. Ακολουθούν δύο ακόμα φόνοι και ο αστυνόμος Περικλής Γιατζόγλου και ο συνεργάτης-του Παύλος Γ. αναλαμβάνουν δράση ώστε να εξιχνιάσουν τα εγκλήματα.
            Πολυπρόσωπο έργο, ταγμένο στη σύγχυση των πολλών πιθανών ενόχων και στην αδυναμία να βρεθεί εξ αρχής η κλωστή που συνδέει τα νήματα. Οι μικρές ιστορίες των προσώπων που πάνε πίσω στη Γερμανία δίνουν τελικά την πρώτη ύλη για να γίνουν οι απαραίτητες συνάψεις, να διασταυρωθούν πορείες και να συνδυαστούν στοιχεία που θα οδηγήσουν σε παράτολμες εικασίες, ικανές ωστόσο να καταλήξουν σε απτά αποτελέσματα. Η Πολιτοπούλου σίγουρα ξέρει την τέχνη του αστυνομικού και παρά τις ατέλειές-της, για τις οποίες θα μιλήσω παρακάτω, μπορεί και κρατά το μυθιστόρημα σε μια ικανοποιητική στάθμη. Δεν είναι μόνο το σασπένς και οι ανατροπές-του, αλλά και η γλώσσα-της που μπορεί και ξεφεύγει από τη γραμμή φόνος-ένοχος, ώστε να αναζητήσει τοπία και σκέψεις, ατμόσφαιρες και υλικά κατάλληλα να αναδείξουν ολόκληρο τον μυθοπλαστικό χώρο και όχι το στενό πλαίσιο της διαλεύκανσης του εγκλήματος. Ακόμα καλύτερα προς αυτήν την κατεύθυνση η συγγραφέας οδήγησε ένα από τα επόμενα βιβλία-της, το Η μνήμη της πολαρόιντ” (2009) που σίγουρα πρόσθεσε πολλά στον κλασικό τρόπο σκέψης.
            Δύο είναι τα βασικά προβλήματα που αλληλένδετα μεταξύ-τους υποβαθμίζουν το συνολικό αποτέλεσμα. Αφενός, πολλοί χαρακτήρες, επίπεδοι, με μονοδιάστατη προσωπικότητα, που δεν αναλύονται περαιτέρω, που δεν απλώνουν σε έκταση και σε βάθος. Αφετέρου, γρήγορες συνδέσεις στοιχείων, άλματα και ακροβατικοί συλλογισμοί, σκέψεις που αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη αφού αυτός δεν μπορεί να παρακολουθήσει βήμα βήμα τον ειρμό και νιώθει σαν να του παρουσιάζουν άσους από το μανίκι-τους ή από μηχανής θεούς-στοιχεία που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει πόση αλληλουχία και εγκυρότητα διαθέτουν. Το έργο θα ήταν καλύτερο αν η Πολιτοπούλου επιδίωκε να ορθώσει πιο πολύπλευρα τα πρόσωπα, να δώσει μεγαλύτερη υπόσταση στο καθένα, ώστε να γίνουν πιο οικεία, να μην παρελαύνουν με λίγα στοιχεία του βιογραφικού-τους και να φανούν συμπαγή και ολοκληρωμένα μπροστά στους αναγνώστες. Έτσι, έπειτα θα μπορούσε πιο στέρεα να οικοδομήσει τους συλλογισμούς και την αλληλουχία των νοημάτων που θα έκαναν το τέλος να έρχεται μεν με ανατροπές αλλά ταυτόχρονα δίχως τα άλματα σκέψης που δείχνουν άνευ λόγου ταχύτητα.
[Η φωτογραφία κορυφής, που απεικονίζει εκκλησία της Άνδρου, προέρχεται από το glykia-zoi.pblogs.gr]
            Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, July 19, 2012

“Στην άκρη της νύχτας” του Κώστα Μουρσελά

Πολλοί αναρωτιούνται, όταν τελειώνουν ένα βιβλίο, τι έγινε μετά… Πώς έζησαν οι ήρωες, ξανασυναντήθηκαν, έκαναν πράξη τα όνειρά-τους κ.ο.κ.; Ένας ευφάνταστος νους μπορεί να συνεχίσει παλιότερες ιστορίες κι αν είναι δυνατόν να τις επικαιροποιήσει ώστε να ξαναγραφτούν με νέο πρίσμα. Ο Μουρσελάς εκ-ρετσινώνει τον Παπαδιαμάντη σε μια πιο πικάντικη αλλά και ρομαντική εκδοχή του «Ονείρου στο κύμα». 


Φραπόγαλα:
Κώστας Μουρσελάς
“στην άκρη της νύχτας”
εκδόσεις Πατάκη
2012 

            Τα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά”, γραμμένα το 1989, είναι ένα ριμέικ του Ζορμπά, αφού ένας διανοούμενος, ο αφηγητής Μανολόπουλος, συναναστρέφεται έναν τετραπέρατο ανακατωσούρα, τον Λούη ή Ρετσίνα. Το ζευγάρι γίνεται το νέο δίπολο αφεντικό-Ζορμπάς και η αντίστιξή-τους δημιουργεί το πεδίο δράσης. Τώρα ο Μουρσελάς επανέρχεται με ένα σίκουελ, γράφοντας τη νυχτερινή συνάντηση Μανολόπουλου και Ρετσίνα, x χρόνια μετά, για να συζητήσουν τον τρόπο που τελειώνει το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα». Η ιστορία του διηγήματος, γραμμένη εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, αναφέρεται στην ηδονοβλεψία ενός νεαρού βοσκόπουλου που χάζευε τη δεκαεξάχρονη Μοσχούλα να κάνει μπάνιο γυμνή και τελικά την έσωσε από πνιγμό, χωρίς όμως να συνεχιστεί το όποιο ειδύλλιο. Ο Μουρσελάς συνεχίζει την ιστορία σε ένα είδος fan-fiction, που φαντάζεται την εξέλιξη της ιστορίας πίσω από τα μισόλογα του Παπαδιαμάντη. 




Όνειρο στο κύμα (1900)
“Βίος και πολιτεία του
Αλέξη Ζορμπά” (1946)

Βαμμένα κόκκινα μαλλιά (1989)



στην άκρη της νύχτας (2012)



            Σ’ αυτό το πλέγμα κειμένων ξεμυτίζει μια φορά η Λολίτα του Ναμπόκοφ (μια άλλη Μοσχούλα;) και άλλα κείμενα που ακούγονται για να φωτίσουν πολύπλευρα το περιστατικό του «Ονείρου στο κύμα» και τις πιθανές σκοτεινές, κρυμμένες, στιγμές του περιθωρίου.
            Ο πυρήνας του έργου είναι πώς ο Μανολόπουλος -με την πίεση του παπαδιαμαντοφάγου Ρετσίνα- θα μπορούσε να συνεχίσει την ιστορία του “Ονείρου στο κύμα”. Γιατί, σύμφωνα με τον Ρετσίνα, ο Παπαδιαμάντης είχε ζήσει όλη τη σκηνή με τη μικρή Μοσχούλα να κολυμπάει γυμνή, αφού το κορίτσι υπήρχε στην πραγματικότητα. Μέσα στη νύχτα του παρόντος ο Ρετσίνας τηλεφωνεί στον συγγραφέα Μανολόπουλο και τον καλεί να ξανασυζητήσουν το διήγημα και το πιθανό τέλος-του.
            Ο Μουρσελάς επιλέγει ένα αργό, βασανιστικό πρώτο μέρος, όπου οι διάλογοι και οι σκέψεις του Μανολόπουλου κυλάνε σαδιστικά αργά. Ξαναβλέπουμε τον θεατρικό Μουρσελά, ο οποίος τραβά από τα μαλλιά τους διαλόγους και τις σκηνές, τεντώνει σε έκταση και σε περιεχόμενο τις συζητήσεις με ύφος καθημερινής ανούσιας συζήτησης, καθυστερεί όλο και περισσότερο, επίτηδες, την εξέλιξη. Ο αναγνώστης υπομένει συγκαταβατικά και το μόνο που κερδίζει είναι να ξανασκεφτεί το παπαδιαμαντικό διήγημα μέσα από τις φαντασιώσεις του Ρετσίνα (άλλοτε) και του Μανολόπουλου (σήμερα). Από την άλλη, ο Ρετσίνας παρουσιάζεται πολύ διαβασμένος, όχι μόνο να ξέρει όλο τον Παπαδιαμάντη, αλλά να ξέρει και αυτά που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, με συνέπεια και πληρότητα φιλολόγου-μελετητή. Συγγραφική υπερβολή!
leoforos.gr
            Τελικά, ο αναγνώστης αφήνεται σε μια νωχελική αφήγηση εσωτερικού μονολόγου, ευτυχώς διαυγούς, ελεύθερου πλάγιου λόγου και πολλών διαλόγων. Ο Μουρσελάς ξέρει να αφηγείται με άπλα υλικά, χωρίς να κουράζει με τις συστροφές του λόγου και τις μακρόσυρτες σκηνές-του. Έτσι, εξισορροπείται η βραδυπορία και το αφηγηματικό άνοιγμα, η εμμονή στις λεπτομέρειες σκέψεων και συναισθημάτων και η άφεση σε ένα κυλιόμενο ξεδίπλωμα των συστατικών της μυθοπλασίας.
            Αν το έργο ήταν πιο μικρό, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα ευφυές έργο ποιητικής. Ο Μουρσελάς γράφει τον τρόπο με τον οποίο έφτασε να συνεχίσει το διήγημα του Παπαδιαμάντη, εξιστορεί την πορεία σχηματισμού στο μυαλό του παραμυθά-συγγραφέα της νέας ιστορίας, η οποία έρχεται να δέσει με το πρωτότυπο κείμενο σε ένα είδος σίκουελ. Ο Μουρσελάς γράφει για το πώς γράφει ο συγγραφέας την ιστορία-του: καταρχάς, αναζητεί πηγές, άλλοτε βιώματα και σκέψεις κι άλλοτε γραπτά ντοκουμέντα για να επικυρώσει την ιδέα-του. Έπειτα, δουλεύει την ιδέα, μπορεί και να τη συζητά κιόλας με συγγενείς και φίλους, σβήνει και γράφει την εξέλιξη, επιβεβαιώνει ή διαψεύδει πιθανές πορείες της αφήγησης, λύνει συγγραφικά ζητήματα και αναθεωρεί τους τρόπους δράσης, ώστε να γίνει αληθοφανής.
Επαναλαμβάνω, αν το μυθιστόρημα του 2012 ήταν κατά το 1/3 με 1/2 μικρότερο, θα μπορούσε να παρακολουθήσει κανείς την παπαδιαμαντική ατμόσφαιρα να ξαναζωντανεύει με τη μουρσελική αναπαράσταση.

[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 29/5/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 16, 2012

“Περαίωση” του Πέτρου Μάρκαρη

Η φοροδιαφυγή μπορεί να αποτελέσει πεδίο δράσης για έναν δολοφόνο που βλέπει την κοινωνική αδικία να φουντώνει και το κράτος να αδρανεί, από αδυναμία ή από σκόπιμη αδιαφορία. Κι ένας εθνικός εκκαθαριστής ίσως είναι μια λύση που θα κάνει πολλούς να πουν «γεια στο χέρι-του». 


Νες καφέ με κρουασάν:
Πέτρος Μάρκαρης
Περαίωση
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2011 

            Όποιος διαβάσει για πρώτη φορά Μάρκαρη, όποιος δηλαδή διαβάσει την “Περαίωση” ως πρώτη επαφή με το μαρκαρικό corpus (δες “Ληξιπρόθεσμα δάνεια” και “Παλιά, πολύ παλιά”), θα ευχαριστηθεί την ανάγνωση και θα μπει στο κλίμα της αστυνομικής λογοτεχνίας που σέβεται τον εαυτό-της. Και μ’ αυτό εννοώ ότι ο συγγραφέας στήνει μια πλοκή όπου η διαδοχή των γεγονότων διέπεται από αλληλουχία, το ενδιαφέρον είναι αυξημένο, ο ρυθμός είναι σταθερός, η ανακάλυψη του δράστη έρχεται με νομοτελειακά βήματα.
            Εν προκειμένω, ένας ανώνυμος δολοφόνος αρχίζει να εκτελεί φοροφυγάδες, που χρωστάνε πολλά στο δημόσιο, έχοντάς-τους πρώτα προειδοποιήσει πόσα χρωστάνε και ότι πρέπει να τα καταβάλλουν. Δυο απ’ αυτούς δεν το έκαναν και “περαιώθηκαν”, ενώ άλλοι θορυβημένοι έσπευσαν να πληρώσουν τους αναλογούντες φόρους. Με επιστολές-του στο διαδίκτυο δηλώνει τις προθέσεις-του και ως “Εθνικός φοροεισπράκτορας” κερδίζει την αποδοχή του ελληνικού λαού, ώσπου ζητάει 10% από τα ποσά που εισπράχθηκαν. Η κυβέρνηση, όπως πάντα, ακροβατεί ανάμεσα στην αποδοχή-του από τον λαό και στην ανάγκη αυτός να συλληφθεί ως δολοφόνος. Η αστυνομία πιέζεται πάλι να κάνει τη βρόμικη δουλειά…
            Έτσι, ο αναγνώστης παρακολουθεί μια ενδιαφέρουσα υπόθεση, όπου ο έξυπνος περαιωτής σκοτώνει και διαφεύγει, αφήνει πτώματα σε αρχαιολογικούς χώρους σκοτωμένα με κώνειο!, αφήνει μηνύματα στο διαδίκτυο και είναι πάντα μπροστά από τις επινοήσεις της αστυνομίας και της ΕΥΠ. Ο αναγνώστης βλέπει παράλληλα και πολλά κοινωνικά προβλήματα να τοποθετούνται στρατηγικά μέσα στο έργο, από τη φοροδιαφυγή έως τη διαπλοκή κυβέρνησης και συνδικαλισμού ή άλλων επιχειρηματικών συμφερόντων, από την ανεργία των νέων που τους οδηγεί στη μετανάστευση μέχρι τις διαδηλώσεις ομάδων του πληθυσμού που πλήττονται απηνώς από τα οικονομικά μέτρα. Ο αναγνώστης τέλος βλέπει τον αστυνόμο Χαρίτο να μην είναι μόνο ο σκληρός μπάτσος που σκέφτεται σαν κομπιούτερ και εκτελεί σαν ράμπο, αλλά να έχει αδυναμίες και ατέλειες, να βιώνει τη καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής και την κοινωνική οδύνη, να έχει προσωπικά κωλύματα αλλά και συνδυαστικούς συλλογισμούς χάρη στη μεγάλη-του πείρα.
            Ένας όμως τακτικός αστυνομικόφιλος που έχει διαβάσει κατά καιρούς και άλλα έργα του Μάρκαρη θα σταματήσει πιο επιφυλακτικά πάνω στο μυθιστόρημα. Πρώτα απ’ όλα, θα αναρωτηθεί αν αυτό είναι υψηλή λογοτεχνία με αισθητικές αξιώσεις, με ατμόσφαιρα και με γλώσσα που ξεφεύγει από τον δημοσιογραφικό λόγο. Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Από τη μία, θα διίδει τη μανιέρα στην οποία έχει εγκλωβιστεί ο συγγραφέας. Εφόσον επέλεξε να διατηρεί τον Κώστα Χαρίτο ως κεντρικό άξονα των αφηγήσεών-του, μαζί με την καθημερινότητά-του, δεσμεύτηκε σε μια τυποποιημένη γραφή, αναμενόμενη ως ενός σημείου, και προδιαγεγραμμένη ως προς τα συστατικά-της. Από τη μία, η οικογενειακή ζωή του αστυνόμου που κινείται σε ένα συγκεκριμένο τέμπο, όπου ακόμα και τα καινούργια συμβάντα μένουν συντηρητικά σε μια στατική κατάληξη: η κόρη-του Κατερίνα τελικά δεν θα φύγει για την Αφρική ως δικηγόρος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Από την άλλη, σε κάθε μυθιστόρημα του Μάρκαρη ακολουθεί ο ένας φόνος μετά τον άλλο, η κυβέρνηση πιέζει την αστυνομία που προσπαθεί να δράσει και να φερθεί διπλωματικά, τα ίχνη του άλλου είναι ελάχιστα… Αντίστοιχα, ο συμβολισμός του κώνειου και των αρχαιολογικών χώρων είναι ισχνός, όπως και το σπαθί στο προηγούμενο έργο-του. Τέλος, πολλά τυπογραφικά λάθη δείχνουν μια βιασύνη, συγγραφική και εκδοτική, που υπαγορεύει την εντύπωση πως η λογοτεχνία γίνεται ancilla (υπηρέτρια) της επικαιρότητας και σπεύδει να προλάβει τις εξελίξεις.
Ο Μηνάς Χατζησάββας
ενσαρκώνει
τον τηλεοπτικό αστυνόμο Χαρίτο
            Ένα τελευταίο στοιχείο που αξίζει, νομίζω, να συζητηθεί είναι η διάθεση του Μάρκαρη να δικαιολογήσει τον δράστη, να τον κάνει το αναγκαίο κακό που μπορεί να καθαρίσει –έστω και με παράνομους τρόπους- την κόπρο του Αυγείου του ελληνικού κράτους. Ο συγγραφέας βρίσκει τις πράξεις του εκκαθαριστή να στηρίζονται σε γνήσια κίνητρα, αν και στο τέλος γίνεται ιδιοτελής, δικαιολογεί τις δολοφονίες-του σαν διοχέτευση της πίεσης που, αν δεν εκτονωθεί έτσι, θα εκραγεί. Ο δολοφόνος με τα δίκαια κίνητρά-του είναι η βαλβίδα που αφήνει τον ατμό να διαρρεύσει. Από τη μία, λοιπόν, οι φόνοι έχουν κοινωνικό έρεισμα, από την άλλη, παραβιάζουν με μια ακραία αντιανθρωπιστική δράση τα δικαιώματα της ζωής και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό η αστυνομική λογοτεχνία τελικά είναι συντηρητική, αφού επιβραβεύει τους μηχανισμούς καταστολής, που είναι σύμφωνοι με το αίσθημα δικαίου της κοινωνίας.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 7.5.2012]
Πατριάρχης Φώτιος
          

Petros Markaris
“Pereosi” (“Carrying across”)

            Tax evasion can became a field of action for a killer who can see the social injustice and as he grows inpatient and the government does not react to that, either due to weakness or intentional indifference. A national vigilante could be the answer, who will make many say “God bless him”.
Whoever reads for the first time Markaris, and for example reads “Carrying across” as a first connection with the markarian corpus, will enjoy reading and will understand the attitude of crime fiction, which respects itself. And with that I mean that the writer creates a story where the succession of events is characterised by coherence, the interest is high, and the rhythm is steady, discovering the killer comes with logical steps.
More specifically, an anonymous murderer begins to assassin tax fugitives, who owe a great deal of money to the government, warning them of course about how much they owe and where they should pay it. Two of them did not pay and “were carried across”, but others alarmed by this hurried to pay the amount they owed in taxes. With his letters which were published on the Internet he declares his actions and as a “National Tax Collector” wins over the public acceptance of the Greek people until he asks for 10% from the amounts which were collected. The government, as always, balances between his acceptance from the people and the need to catch him as a murderer. The police are pressured to do the dirty work…
So, the reader watches an interesting case, were the smart killer kills and escapes, leaves bodies in archaeological sites killed with hemlock!, leaves messages on the internet and is always one step ahead of whatever the police and the National Services of Information comes up with. The reader sees at the same time many social problems being placed strategically in the story, from avoiding taxes to the interweave of the government and from the workers unions or other business interests, from the unemployment of young people, which drives them to emigrate, to the protesting people of the population which are severally harmed from the economic measures. The reader finally watches police officer Charitos not only being a cop who thinks like a computer and operates like a Rambo, but a person how has weaknesses and imperfections, who lives the everyday family life and the social distress, who has personal obstacles but also combining thoughts thanks to his many years of experience.
Minas Chatzisavvas plays
the role of Charitos
in TV serial
A regular crime fiction fan who has read from time to time other books from Markaris will take more precaution on this story. First of all, he will wonder if this is great literature with the aesthetic expectations, with the atmosphere and the language which escapes journalism. The answer is not clear. On the one hand, he will notice the mannerisms in which the writer has been trapped. So since he has chosen to maintain as a main character Costas Charitos for his stories, together with his everyday life, he has become bound to a way of writing, expected from one point of view and predetermined for its qualities. On the one side, the family life of the police officer which moves in a certain way, in which even the new events stay conservative in a steady situation: his daughter Katherine in the end will not leave for Africa as a lawyer for the UN. And on the other side, in every book from Markaris, one murder happens after the other, the government pressures the police, who tried to catch the murderer and to act diplomatically, but his traces are few… In correspondences, the symbolism of the hemlock and of the archaeological sites is weak, as the sword in his last book. In the end, the many typographic mistakes show a rush in writing and in publishing, which dictates the impression that literature becomes ancilla (a servant) of headlines and tries to catch up with the developments.
One last thing, which deserves, I think, to be pointed out is Markaris’ attitude to justify the vigilante, to make him a necessary evil who can “clean up the Augean stables” of Greece, even with a clandestine method. The writer finds the vigilante actions to be based on true motives, even if in the end they become self-interested, he justifies his murders as a way to release pressure, and if he does not expand, he will explode. The murderer with his justified motives is like the “weight” on top of the pressure cooker, which allows the steam to escape. So, on the one side, the murders have a social prop, and on the other side, violate with an extreme inhumane action the rights to live and justice. That’s why finally crime fiction is conservative; because it encourages the mechanisms to bridling, which follow the norms and formalities of our society, “our sense of justice”. 
Bookmark