Monday, September 30, 2019

Federico Axat, “Αμνησία”


Μυστήριο, λίγο μεταφυσική, αστυνομική περιπέτεια, θρίλερ, ψυχολογικό μυθιστόρημα: η κυλιόμενη σκάλα του Αργεντίνου συγγραφέα τραβά τον αναγνώστη απ’ τη μύτη.


Axat, Federico
“Amnesia”
2018

"Αμνησία"
μετ. Α. Βασιλάκου
εκδόσεις Μεταίχμιο 
2019


Ισπανόφωνη λογοτεχνία: συνήθως την χτυπάω αλύπητα, όπου τη βρω. Συχνά με λάθη στις επιλογές, συχνά με αποκαλύψεις που με αφήνουν άναυδο. Γνωστά ονόματα, κλασικές πένες αλλά και άγνωστοι σε μένα συγγραφείς συστήνουν ένα τέραστιο ισπανικό χαλί.

> Ο Federico Axat είναι γεννημένος το 1975 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Είναι πολιτικός μηχανικός και έχει κάνει σπουδαία καριέρα στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, δουλεύοντας πολλά χρόνια σε χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Φανατικός αναγνώστης του Στίβεν Κινγκ και θαυμαστής της Χάισμιθ, ξεκίνησε να γράφει από πλήξη. Το "Τελευταία έξοδος" είναι το τρίτο του μυθιστόρημα, αλλά το πρώτο που έγινε τόσο μεγάλη διεθνής επιτυχία. Μεταφράζεται σε περισσότερες από 35 γλώσσες, ενώ η κινηµατογραφική µεταφορά του ήδη ετοιµάζεται - την παραγωγή έχει αναλάβει ο βραβευµένος µε Όσκαρ Michael Sugar, ενώ συζητιέται έντονα το όνοµα του Λεονάρντο ντι Κάπριο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο ήρωας του βιβλίου, ο Τζον, προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ. Ωστόσο, χάνει ξαφνικά τον έλεγχο και βρίσκεται να ξυπνά στο σαλόνι του, με μια νεκρή κοπέλα. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβη, χτυπά το κινητό του: Είναι ο μεγάλος του αδελφός, ο Μαρκ, ο άνθρωπος στον οποίο καταφεύγει πάντα. Ο Μαρκ τον πείθει να θάψουν την κοπέλα στο δάσος του Κάρνιβαλ Φολς· όμως ο Τζον, που τον βασανίζουν οι τύψεις, αποφασίζει να ξεθάψει την κοπέλα και να ανακαλύψει τι συνέβη.
Όταν όμως το επιχειρεί, όλα καταρρέουν: πτώμα δεν βρίσκεται, και η τέλεια ζωή του αδελφού του αποκαλύπτεται ότι ίσως να μην είναι τόσο τέλεια. Ο Τζον κατατρύχεται από ερωτηματικά, ενοχές, αναμνήσεις- όλοι φαίνεται να ξέρουν για αυτή την υπόθεση, εκτός από τον ίδιο - και τον αναγνώστη

Σε κάποιες λεπτομέρειές του το οπισθόφυλλο δεν φαίνεται ακριβές. Αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να καταλάβουμε το αφηγηματικό και αστυνομικό παιχνίδι που στήνει ο Αργεντίνος συγγραφέας. Τα ερωτήματα συνεχώς αυξάνονται και οι ανατροπές διαμορφώνουν έναν διάδρομο δράσης και έρευνας, που παρασύρει τον αναγνώστη στην περιπέτεια. Άλλοτε γρήγορα κι άλλοτε αργότερα, το βιβλίο μπορεί να μην πετυχαίνει τον τέλειο ρυθμό, αλλά δεν παύει να είναι γραμμένο στις προδιαγραφές του μυστηρίου.

Αυτό που ίσως θεώρησα ιδιαίτερο όταν το διάβαζα είναι η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο, με αποτέλεσμα και η ανάγνωση να πηδά απ’ το ένα σκαλί στο άλλο. Το κείμενο ξεκινά ως μυθιστόρημα μυστηρίου, με την έννοια ότι το πτώμα της κοπέλας στοιχειώνει τον John, ο οποίος δεν ξέρει –και μαζί μ’ αυτόν κι εμείς- αν ήταν πραγματικό ή οφείλεται σε παραίσθηση. Συνεχίζει με δόσεις μεταφυσικής, υποβολιμαίας, καθώς και άλλοι έχουν δει το ίδιο “όνειρο”, γεγονός που υποβάλλει σκέψεις για μια αλλότρια εμπειρία. Γρήγορα όμως ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι κάτι τέτοιο, αλλά η παραίσθηση, μισή αληθινή και μισή πλαστή, οφείλεται στα πειράματα του κάνει η εταιρεία του αδελφού του Johnny, του Mark, κι όταν αυτός αυτοκτονεί, έχουμε την ανάμιξη και του FBI, έχουμε πλέον ένα καθαρόαιμο αστυνομικό. Αλλά… η αυτοκτονία του δεν οφείλεται πιθανόν στην κοπέλα, στην εταιρία, στα φάρμακα κλπ, αλλά στο οικογενειακό δράμα που κουβαλούσε, ερήμην και του αδελφού του. Το αστυνομικό γίνεται ψυχολογικό.

Παρά την απόλαυση μιας γρήγορης και μεστής σε επεισόδια ανάγνωσης, νομίζω ότι τελικά ο συγγραφέας το παράκανε. Οι συνεχείς ανατροπές, τα νέα δεδομένα, οι διαρκείς αποκαλύψεις, που υστερούν σε απόλυτη συνοχή, καθώς μερικά σημεία φαίνονται αναληθοφανή, ματαιώνουν τα αποτέλεσμα. Γρήγορο ανάγνωσμα, ραγδαίο, μερικές φορές προβληματισμένο, αλλά ταυτόχρονα γραμμένο σαν best seller, που παρασέρνει αλλά δεν διεισδύει στο βάθος του φλοιού του εγκεφάλου.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, September 27, 2019

Βασίλης Γκουρογιάννης, “Αναψηλάφηση”


Παρωδία της χούντας ή κακή εκτέλεση μιας άλλης συνταγής; Και πώς το παρόν και το δικτατορικό καθεστώς προ δεκαετιών συνθέτουν ένα κράμα αναμνήσεων ή και παραλληλισμών;



Βασίλης Γκουρογιάννης
“Αναψηλάφηση”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2019


Ενδιαφέρουσα όσο και αλλόκοτη περίπτωση ο Γκουρογιάννης. Πάει συνήθως να γράψει κάτι πολύ δυνατό, αλλά δεν το καταφέρνει πάντα… Είχαμε διαβάσει στα τραπεζάκια του Βιβλιοκαφέ το "Κόκκινο στην πράσινη γραμμή" του 2009 και τώρα είπαμε να δούμε το νέο του βιβλίο.

> Ο Βασίλης Γκουρογιάννης γεννήθηκε (1951) και μεγάλωσε στο χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων. Αποφοίτησε από το Λύκειο Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Από το 1977 έως πρόσφατα υπήρξε μαχόμενος δικηγόρος στην Αθήνα. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα. Έχει βραβευτεί με έγκυρα βραβεία λογοτεχνίας. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και site. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.

Πάλι ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα θέμα της σύγχρονης ιστορίας και μάλιστα (καθόλου τυχαίο) για τα γεγονότα της επταετίας 1967-1974, όπως και το παραπάνω μυθιστόρημα του το οποίο αναφερόταν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το επίκεντρο τώρα είναι η δικτατορία και οι διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων.

Πριν ξεκινήσω σκεφτόμουν τι μπορώ να περιμένω από μια αφήγηση για την περίοδο αυτή. Να δω έναν ηρωισμό εναντίον των βάναυσων στρατιωτών ή αστυνομικών; Να διαβάσω για τις ενοχές ενός διώκτη; Να συναντήσω τους προβληματισμούς για την πολιτική πλευρά της εποχής; Να δω την αδιαφορία πολλών “φιλήσυχων” ανθρώπων που δεν τους πολυπείραζε η έλλειψη δημοκρατίας; Να δω μια διερεύνηση της ιστορικής περιόδου που “γέννησε” τη μεταπολίτευση; Τελικά τι κάνει ο Γκουρογιάννης;

Ο ήρωας είναι ένας ηλικιωμένος ομηριστής που έκανε καριέρα στη Barcelona. Όλο το μυθιστόρημα είναι ένα πινγκ-πονγκ ανάμεσα στο τώρα, όταν ο ανώνυμος ήρωας επιστρέφει σε μια άλλη Ελλάδα απ’ αυτήν που ήξερε, και στο τότε, όταν συνελήφθη και βασανίστηκε από τη Χούντα. Τα θέματα που διαπερνάνε το βιβλίο αφορούν απ’ τη μια την Ελλάδα που έχει χάσει παλιές συνήθειες, έχει απωλέσει τη γλώσσα της, καθώς έχει αλλάξει τη σημασία πολλών λέξεων… η επιλογή της παραλληλίας Ελλάδας και Ισπανίας θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο δύο συγκρίσεις: τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και της Αθήνας αλλά και την κρίση, που δεν φαίνεται πώς έπληξε τους Ισπανούς. Ο Γκουρογιάννης αξιοποιεί εν μέρει την πρώτη, αλλά και τις ελληνικές λέξεις στα ισπανικά που όντως είναι πάμπολλες (το hola σε σχέση με το ομηρικό «ούλε» είναι άλλη μια εύκολη παρερμηνεία).


Είπα παραπάνω ότι ο Γκουρογιάννης έχει ένα παράξενο style, που συχνά υπονομεύει το όλο πλάνο του. Σε ένα ιστορικά κρίσιμο πεδίο, εμφανίζονται (επίτηδες; / ασυναίσθητα;) γελοίες σκηνές και άστοχες παρεκβάσεις που κι εγώ δεν ξέρω ποιον ρόλο παίζουν. Πρώτα απ’ όλα οι μακροσκελείς μονόλογοι, όπως αυτός ο διδακτικός του επικεφαλής των ΕΑΤ-ΕΣΑ Ζήση, ο οποίος για πολλές σελίδες εκφωνεί ένα λογύδριο συνετισμού και νουθέτησης, φαινομενικά ρητορικός αλλά κατά βάθος …αναληθοφανής. Θυμήθηκα το “Μηδέν και το άπειρο” του Arthur Koestler, όπου η συζήτηση μεταξύ ανακριτή και ανακρινόμενου στην ΕΣΣΔ είχε ένα εξαιρετικό βάθος διαλεκτικής και αντίκρουσης επιχειρημάτων. Στον Γκουρογιάννη; καμία σχέση.

Επίσης, πολλά μικρά και μεγάλα, όπως σημειώνω πάλι τη σεξουαλική αποφόρτιση μιας ωραίας ξανθιάς νοσοκόμας προς τον κρατούμενο που μεταφέρθηκε στο 401, τι νόημα έχουν, τι εξυπηρετούν, πόσο διαρρηγνύουν την ιστορία με άστοχα επεισόδια χαμηλής λογοτεχνικής αποτελεσματικότητας;

Κι εκεί κάπου στη μέση επιβεβαιώνεται κάτι που είχε ακουστεί ξώφαλτσα στην αρχή του βιβλίου. Ο πρωταγωνιστής μετά το 401 παίρνει χαρτί κατάταξης στην ΕΣΑ, το πιο άγριο σώμα του δικτατορικού στρατού, σώμα βασανιστών, παρότι ο ίδιος συμμετείχε στην αντιστασιακή κομουνιστική οργάνωση “Ελεύθεροι Αγωνιστές”. Το πώς έγινε αυτό είναι ένα αίνιγμα και ίσως δώσει άλλο χρώμα στο άνοστο βιβλίο, αν και το βεβαρημένο ιλαροϋπερβολικό background που στήθηκε ώς εδώ δεν με αφήνει να το χαρώ. Κι όντως οι σχοινοτενείς σκηνές, οι μεγάλοι ρητορικοί λόγοι, σαν αυτόν για τα τσουτσούνια των κρατούμενων, ρηχαίνουν το όλο εγχείρημα.

Γενικό καταληκτικό σχόλιο: ωραία για άλλη μια φορά ιδέα, όπου το ηρωικό τότε συγκρίνεται με το παρακμιακό τώρα, ειδικά όταν και τότε και τώρα πρωταγωνιστούν Αριστεροί. Η πολιτική και γλωσσική ύφεση είναι απογοητευτική.

Αυτή ωστόσο η ιδέα πάσχει όταν φορτώνεται με παράλληλες αλλά σχοινοτενείς αφηγήσεις, πολλά μικρά άστοχα στοιχεία, ακατάλληλους για το πνεύμα του κειμένου διδακτισμούς και ρητορείες… Τελικά, ήταν μια προσπάθεια του Γκουρογιάννη να παρωδήσει τη γελοία …χούντα; Ή μια απόπειρα να δημιουργήσει μια ρητορική της δικτατορίας και της αντίστασης, που απλώς απέτυχε;
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, September 24, 2019

Jürgen Buchmann, “Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ”

Η γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός απλώνεται γεωγραφικά, καθορίζει, διαιρεί, ενώνει, δηλώνει και σημαίνει, αμφιθυμεί, επαμφοτερίζει, προκαλεί συμπάθειες και αντιπάθειες, τσακίζει κόκαλα, οσφυοκάμπτει στην εξουσία και συνάμα επαναστατεί…


Jürgen Buchmann
“Grammatik der Sprechen von Babel”
1987 (2010)

“Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ”
μετ. Σ. Σταμπουλού
εκδόσεις Gutenberg
2019


Χιλιοδιαφημισμένο βιβλίο, όχι κατανάγκη με την αρνητική έννοια της λέξης. Ο τίτλος του ωστόσο δεν ταιριάζει στη λογοτεχνία. Μοιάζει με τίτλο κατάλληλο για δοκίμια. Τελικά τι είναι; Διηγήματα, μικροδιηγήματα ή ένα διασπασμένο μυθιστόρημα; Μήπως πεζόμορφα ποιήματα; Τελικά μικρό βιβλιαράκι που με προκάλεσε να το αγοράσω, τόσο χάρη στη φήμη του όσο και χάρη στο πολύχρωμο εξώφυλλο.

> Ο Jürgen Buchmann, γεννημένος στις  29 Οκτωβρίου 1945 στο Obernkirchen / Schaumburg, είναι Γερμανός συγγραφέας και φιλόλογος. Μεγάλωσε στο Lüneburg, σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία και έκανε το διδακτορικό του στην Konstanz το 1974. Από το 1975 έως το 2005 δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld κι έκτοτε εργάστηκε και έζησε από το 2006 ως ανεξάρτητος συγγραφέας στη Βεστφαλία.


Το βιβλίο ξεκινά με ένα γνωστό τέχνασμα. Συγγραφέας του είναι ο Rustizano da Pisa που το 1298 στη φυλακή άκουσε τα λόγια του πολύφημου εξερευνητή Marco Polo και τα κατέγραψε σε 34 ολιγόσειρα κείμενα. Εξ αρχής τα κείμενα αυτά παραπέμπουν στο σπουδαίο βιβλίο του Italo Calvino «Οι αόρατες πόλεις», όπου η γεωγραφία καθεμιάς αναιρεί την ομαλότητα του κόσμου. Έτσι κι εδώ η ιδιαιτερότητα κάθε γλώσσας και η ιδιορρυθμία κάθε διαλέκτου ξαναστήνει τον κόσμο, όχι με τα μάτια και τα λόγια των παραδοσιακών γλωσσών αλλά με την ανατρεπτικότητα των νέων.

Αυτό που δείχνει η γλώσσα δεν είναι τον εαυτό της αλλά τη νοοτροπία ανθρώπων και λαών. Όταν ο Buchmann αναφέρεται στη γλώσσα ενός τόπου, στην ουσία εννοεί τη συμπεριφορά του λαού, η οποία φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο μιλάει. Π.χ. στο κείμενο VIII η γλώσσα, επειδή είναι αμφίσημη, επειδή εκφράζει ταυτόχρονα διφορούμενα νοήματα, σπέρνει διχόνοια. Είναι ο λόγος μερικών που επαμφοτερίζει και δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του, με αποτέλεσμα να ερμηνεύεται ποικιλότροπα. Σε άλλο μήκος κύματος το κείμενο XII αναφέρεται σε μια λέξη που δείχνει τη συμπάθεια δύο ανθρώπων σε βαθμό που να οδηγούνται σε κάθε είδους τρέλα. Πρόκειται φυσικά για τον έρωτα, ο οποίος φαίνεται παράφρων και ουτοπικός, ανεδαφικός και εκτός τόπου και χρόνου, αφαιρετικός αλλά και νεφελώδης!!!

Όλο το βιβλίο πορεύεται με τον ίδιο τρόπο. Η γλώσσα ως δείγμα δουλοπρέπειας αφού υιοθετείται πάντα ο λόγος του αφέντη (ο λαός που μιλάει με τον τρόπο ενός κόμματος, μιας ιδεολογίας, μιας αρχής) (XIV), η γλώσσα που πρέπει πάντα να μπαίνει στα καλούπια της γραμματικής (και να μην εξελίσσεται, αφού όποια παρέκκλιση από τη γραμματική θεωρείται βαρβαρισμός) (XVII), η γλώσσα ως δείγμα άψογου εγωισμού, που αμείβεται, και λαϊκισμού, που εκλαμβάνεται ως ικανότητα (ΧΙΧ), η σχέση της ανθρώπινης γλώσσας με τη φυσική (αντίθεση ή σύμπνοια;),

Εντέλει, το έργο του Γερμανού συγγραφέα είναι και πολιτικό. Η γλώσσα δεν είναι απλώς τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι πολιτικό όπλο, τόσο των πολιτικών όσο και του λαού, είναι τρόπος εξουσίας και χειραγώγησης, συχνά παίρνει ταξικό πρόσημο και μερικές φορές λειτουργεί αντίστροφα απ’ ό,τι θέλει ο χρήστης της.

Πάπισσα Ιωάννα 

Saturday, September 21, 2019

Χόρχε Φ. Ερνάντες, “Ο βασιλιάς του μάμπο-μαριάτσι”

Απωθητικός τίτλος, αλλά όλο το υπόλοιπο πακέτο super. Διηγήματα που παίζουν με την αφήγηση, τη νοτίζουν με έξυπνες ανατροπές, συνδέουν αντίθετα πράγματα σε οξύμωρα που διαβάζονται υπέροχα.


Jorge Hernández
“Un montón de piedras: Antologia de cuentos”

Χόρχε Φ. Ερνάντες
“Ο βασιλιάς του μάμπο-μαριάτσι”
μετ. Συλλογική
εκδόσεις Ροές 
2019


Ο τίτλος μού φάνηκε εξ αρχής ανοίκειος και γι’ αυτό άφησα το βιβλίο, μόλις μου το έκαναν δώρο, στα αζήτητα. Αλλά επειδή η ισπανόφωνη λογοτεχνία είναι πάντα στις αδυναμίες μου, ενέδωσα και το άνοιξα. Δεν το μετάνιωσα, δεν το μετάνιωσα…

> Ο Χόρχε Ερνάντες (1962, Πόλη του Μεξικού) είναι από τους πλέον καταξιωμένους εν ζωή συγγραφείς του Μεξικού. Έχοντας μεγαλώσει στις ΗΠΑ, ζει πλέον στη Μαδρίτη. "Μεξικανότατος", ωστόσο, και μέγας παραμυθάς, ξέρει να βεβηλώνει με πανουργία, περίσσια χάρη και τρυφερή αγάπη τα στερεότυπα των Μεξικανών και των "άλλων" για την πολυπληθέστερη και πιο αινιγματική ισπανόφωνη χώρα. Έχει γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα, δοκίμια και χρονικά, επηρεασμένος από τους μεγάλους σύγχρονους Μεξικανούς κλασικούς (Πας, Φουέντες, Ρούλφο κ.ά.), τους κλασικούς Ισπανούς, καθώς και ουκ ολίγους γνωστούς Αμερικανούς συγγραφείς.


Εξ αρχής χτυπάει κατάμουτρα τον αναγνώστη μια αντισυμβατική γραφή, αιρετική, παρωδιακή, λίγο Bukowski, λίγο Woody Allen, λίγη καρναβαλική διάθεση σε ένα ξέφρενο πανηγύρι ανατροπών, όχι στην υπόθεση αλλά στο ύφος και στη ματιά. Η αγάπη για τη Matilde, που τον πλησίαζε με αρχαιοελληνικό πάθος, δίνει τροφή σε μια εναλλακτική διαφήμιση, μια παρωδία αστυνομικής ιστορίας, η τρελή αγάπη που διακηρύσσει ο αφηγητής για αγαπημένη του, που την αγγίζει παθιασμένα και της γράφει ερωτικά γράμματα… απλώς δεν είναι γυναίκα.

Μου άρεσε το ύφος του. Αλλά μαζί μ’ αυτό αγάπησα τη φιλοσοφία του που ανατρέπει τα στερεότυπα, θεωρώντας ότι ο αναγνώστης σκέφτεται με αυτά, κρίνει με βάση προδιαγεγραμμένες αντιλήψεις κι επομένως είναι δημιουργικό να βγάλει το μέσα έξω από το ρούχο και να αναποδογυρίσει όσα φαίνονται αυτονόητα. Σ’ αυτό το κλίμα, ο Hernández θέτει παρωδιακά το θέμα της ταυτότητας, αφού ο ίδιος είναι Μεξικανός, ισπανικών λοιπόν ριζών, που έζησε για καιρό στην Αμερική. Έτσι, παρουσιάζει άτομα που θέλουν πολύ να αλλάξουν ταυτότητα, από Μεξικάνοι να γίνουν κάτι άλλο ή από Ασιάτες να γίνουν Μεξικάνοι, κι αυτή τους η προσπάθεια αποτυγχάνει ή επιτυγχάνει όχι όμως για τους λόγους που είχαν προδιαγράψει. Σε κάθε ιστορία κρύβεται μια απάτη, μια λογοτεχνική απάτη που ερεθίζει τον αναγνώστη και τον οδηγεί σε μια “απρόσμενη” κατάληξη.

Μερικά διηγήματα είναι έξυπνα. Άλλα είναι πολύ αστεία. Ένα είναι συγκινητικό, αλλά έξυπνα συγκινητικό. Στο ομώνυμο διήγημα “Ο βασιλιάς του μάμπο-μαριάτσι” ο αφηγητής θέλει να γίνει Νέγρος (μια αντίστροφη διαδικασία από αυτήν του Michael Jackson), στο “Πιστεύω σε σένα” ένας Νεοϋορκέζος θέλει να γίνει Μεξικανός και αλλάζει το όνομά του, ενώ σε άλλα φαίνεται ότι υπάρχουν μαγικά και ελιξίρια που ταξιδεύουν στον χρόνο. Το συγκινητικό ωστόσο “Όνειρα πλεξούδες”, παρόλο που διαφέρει από το κύριο σώμα, είναι πολύ δυνατό, καθώς διατυπώνει την έξυπνη σκέψη της αλληλεμπλοκής των ονείρων, όπως διαπλέκονται ζωές και άτομα στην πραγματικότητα. Ο Μεξικανός συγγραφέας κρατά τη μαγεία του μαγικού ρεαλισμού, αλλά συνάμα στήνει μπορχεσικά πολυεπίπεδα κτήρια, γεμάτα παράδοξα αλλά και νοηματικές συγκρούσεις.

Το ξεκίνησα επιφυλακτικά, αλλά γρήγορα χάρηκα που ανακάλυψα άλλον ένα φοβερό και τρομερό ισπανόφωνο συγγραφέα. Διηγήματα που ξεκινάνε ομαλά και χωρίς προειδοποίηση εκτοξεύονται σε άλλη διάσταση. Άξιος.

In2life, 14/8/2019 
Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, September 18, 2019

Νίκος Καζαντζάκης, “Ο τελευταίος πειρασμός”


ΜΙΚΡΕΣ αναγνώσεις ΜΕΓΑΛΩΝ έργων -5. Ο Καζαντζάκης πάντα πάλευε να καταλάβει τον Θεό, να τον φέρει στα μέτρα του, να βγει κι ο ίδιος απ’ τα δικά του και να τον συναντήσει. Έτσι, πέρασε διάφορες φάσεις από το Άγιο Όρος μέχρι τις αντικληρικαλικές του κορόνες.



Νίκος Καζαντζάκης

“Ο τελευταίος πειρασμός”

εκδόσεις Καζαντζάκη 

2008


Παλιό αντίτυπο. Σκληρόδετο. Λίγο φθαρμένο. Στην άκρη της βιβλιοθήκης, κληρονομιά απ’ τα λίγα βιβλία του πατέρα μου. Είχε μείνει για καιρό απαρατήρητο. Κι είπα να δω τι είναι αυτό το μυθιστόρημα που τόσο σκόνη έχει σηκώσει.

> Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό "Πινακοθήκη" με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του "Όφις και κρίνο". Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας". Έζησε στην Αθήνα αλλά και σε πολλές πόλεις του εξωτερικού. Το 1957 προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης. Έχει γράψει θεατρικά έργα, ένα τεράστιο έπος την “Οδύσσεια”, αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστός για τα μυθιστορήματά του.

Στο κατά Καζαντζάκη ευαγγέλιο ο Ιησούς είναι πρώτιστα άνθρωπος. Ένας ξυλουργός στη Ναζαρέτ, ανασφαλής, αμαρτωλός, αδύναμος, που δεν ξέρει ακόμα την αποστολή του, ίδιος ανάμεσα σε πολλούς άλλους, μα συνάμα και διαφορετικός. Η κοινωνία γύρω είναι θεοσεβούμενη, περιμένει τον Μεσσία, αλλά ταυτόχρονα κάποιοι από κει μέσα πιστεύουν ότι μόνο με αγώνα (ενάντια στους Ρωμαίους) θα έρθει ο Μεσσίας. Ο Ιησούς αμφιβάλλει για το τι θέλει ο Θεός να κάνει, αμφιβάλλει αν μπορεί να μιλήσει μπροστά στο πλήθος και αν τελικά είναι αυτός που περιμένουν όλοι. Μόνο όταν φτάνει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αποδέχεται την αποστολή του και δηλώνει παρών.

Η ιστορία ξεκινά μ’ ένα ευφυές εύρημα: ο Ιησούς ως ξυλουργός φτιάχνει –άγνωστο γιατί- σταυρούς για τους Ρωμαίους, να σταυρώσουν τους επαναστάτες σαν έναν Ζηλωτή που πέθανε για την ελευθερία. Κι όλοι αναθεματίζουν τον Ιησού, τον σταυρωτή. Μια μέρα αποφασίζει να φύγει στην έρημο να λυτρωθεί, αλλά πρώτα ο δρόμος του τον φέρνει στα Μάγδαλα, όπου η Μαρία ζει ως πόρνη, κι αυτός πηγαίνει να της ζητήσει συγνώμη, που εξαιτίας του εκπορνεύεται. Σταδιακά αρχίζει να κηρύσσει, μιλά με τις γνωστές παραβολές, τις οποίες μερικές φορές παραλλάζει, αναλαμβάνει την αποστολή του και βαίνει επεισόδιο το επεισόδιο προς τη Σταύρωση.

Ο Καζαντζάκης δεν ενσαρκώνει στο πρόσωπο του Ιησού ένα νιτσεϊκό πρότυπο, όπως κάνει αλλού. Αντίθετα, ο πρωταγωνιστής του είναι ένα χριστολογικό πρότυπο, σαν τον Μανωλιό στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, που κηρύσσει την αγάπη και οι άλλοι τον θεωρούν πρόβατο. Νιτσεϊκά χαρακτηριστικά, δηλαδή ορμή, φωτιά, δύναμη και πάθος, χαρακτηρίζουν πρώτιστα τον Ιούδα, που ακολουθεί τον Ιησού, περιμένοντας να δει αν αυτός θα είναι ο Λυτρωτής απ’ τα δεσμά των Ρωμαίων, αν και βλέπει αδελφοσύνη και μηνύματα αντίθετα απ’ αυτά που προσμένει. Το ίδιο αψύς είναι και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος που κρατά τσεκούρι και κατακρίνει την αδικία και την εξουσία.

Πέρα από την έχθρα Ισραηλιτών και Ρωμαίων, δηλαδή κατακτημένου και κατακτητή, εμφανίζεται συχνά και η αντίθεση πλούσιων και φτωχών, με τους πρώτους να είναι βολεμένοι και φίλοι της εξουσίας, ενώ οι δεύτεροι περιμένουν έναν οιωνό για να επαναστατήσουν, αν μπορούν. Επομένως, οι άλλοι παρουσιάζονται να περιμένουν τον Μεσσία είτε με το εθνοπατριωτικό όραμα των Εβραίων είτε με το κομουνιστικό πιστεύω της αταξικής κοινωνίας υπέρ των φτωχών και κατατρεγμένων.

Ο Καζαντζάκης αφήνει πολλά αινίγματα. Σκόπιμα πίσω απ’ τις κινήσεις των ανθρώπων φτερουγίζει ανεξήγητο το θέλημα του Θεού και γίνεται μοίρα, απ’ την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Μα σ’ αυτή τη μοίρα ο άνθρωπος του Καζαντζάκη σηκώνει ψηλά τη γροθιά κι απαιτεί ακόμα κι απ’ τον Θεό να στείλει το δίκαιο, όπως είναι γραμμένο. Πολλά λόγια και πολλές πράξεις μένουν αναιτιολόγητα, σαν βαθύτερες αλήθειες που κανείς δεν ξεστομίζει κι όλοι τις ψάχνουνε (και μαζί τους κι εμείς οι αναγνώστες). Οι ήρωες μιλούν με φωνές αλλά και με σιωπές, με χειρονομίες αλλά και με πράξεις, κι ανάμεσα στα λόγια τους εμφιλοχωρεί πάντα το ανείπωτο.

Η γλώσσα του Κρητικού συγγραφέα είναι αψιά. Πολλά σύνθετα επίθετα, ο λόγος λοξοδρομεί και γίνεται μεταφορικός, έχει μια ποιητικότητα ειδικά στις περιγραφές που λιγώνει. Παράξενο. Δεν είχα προσέξει πως υπάρχει μια επίμονη ποιητικότητα στον λόγο του Καζαντζάκη.

Το μυθιστόρημα πιάνει στις ευαγγελικές ιστορίες και τις επαναγράφει με καζαντζακικό τρόπο. Βλέπουμε μια νέα εκδοχή όπου το θείο συναντά το ανθρώπινο και ναι ξαναδιαβάζουμε την ιστορία του Ιησού με πολύ δυνατά γράμματα, με έντονες πινελιές και με έναν τρόπο που μόνο ο Καζαντζάκης ξέρει.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, September 15, 2019

Paul Bowles, “Τσάι στη Σαχάρα”


ΜΙΚΡΕΣ αναγνώσεις ΜΕΓΑΛΩΝ έργων -4. Αναζήτηση, έρημος και έρωτας, ζήλια, εξωτισμός και βία, απώλεια και θάνατος, η αντίθεση Δύσης και Ανατολής, ο εγκλιματισμός σε ένα περιβάλλον σαγηνευτικό κι επικίνδυνο.



Paul Bowles
“Sheltering Sky”
1949

Τσάι στη Σαχάρα
μετ. Ν. Μάντης
εκδόσεις Μεταίχμιο -2019


Το βιβλίο γέννησε μια ταινία, στα 1990 με σκηνοθέτη τον Bernardo Bertolucci και πρωταγωνιστές τους Debra Winger και John Malkovich. Η ταινία έκανε ευρέως γνωστό τον Αμερικάνο συγγραφέα και το βιβλίο επανάκτησε το κοινό του.

> Ο Πωλ Μπόουλς (1910-1999) ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 γράφοντας ποίηση, συνέχισε τη δεκαετία του 1930 συνθέτοντας μουσική και τη δεκαετία του 1940 μεταπήδησε στον πεζό λόγο. Η έκδοση το 1949 του πρώτου του μυθιστορήματος "Τσάι στη Σαχάρα" του χάρισε μεγάλη φήμη και η συγγραφική του δραστηριότητα επισκίασε όλες τις άλλες. Την επόμενη εικοσαετία ο Μπόουλς έγραψε τρία ακόμη μυθιστορήματα, "Καλώς να πέσει" (1952), "The Spider's House" (1955) και "Ψηλά πάνω από τον κόσμο" (1966). Στη συνέχεια, αφιερώθηκε στα διηγήματα, τις μεταφράσεις και τα ταξιδιωτικά κομμάτια. Στο έργο του χαρτογραφεί τη σύγκρουση ανάμεσα στον "πολιτισμένο" Δυτικό και τις κοινωνίες που επισκέπτεται, τις οποίες δεν θα μπορέσει ποτέ του να καταλάβει. Σε μια συνέντευξή του είχε πει: "Πάντα ήθελα να πάω όσο πιο μακριά μπορούσα από τον τόπο όπου γεννήθηκα".

Ύστερα από δέκα χρόνια γάμου, ο Πορτ και η Κιτ Μόρσμπερι, ένα σοφιστικέ ζευγάρι Αμερικανών, διαπιστώνουν πως, καθώς έχουν απομακρυνθεί ψυχικά και έχουν αποξενωθεί σεξουαλικά, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να συνεχίσουν να συμβιώνουν. Προσπαθώντας να βγουν από αυτό το αδιέξοδο, ταξιδεύουν στη Βόρεια Αφρική με σκοπό να διασχίσουν την Αλγερία - δεν έχουν καταλήξει στον ακριβή προορισμό τους, αλλά είναι αποφασισμένοι να αφήσουν πίσω τους τον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η ανέμελή τους απόφαση όμως θα έχει τρομερές συνέπειες και για τους δύο.”

Κάπως έτσι περιγράφεται η ιστορία στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης. Ξεκινάμε λοιπόν με δυο Δυτικούς που απομακρύνονται από τον κόσμο τους και ψάχνουν ούτε αυτοί δεν ξέρουν τι σε μια βορειοαφρικανική χώρα, με μουσουλμανικές παραδόσεις, ταπεινές πόλεις και την άμμο της ερήμου. Η πρώτη προσέγγιση δεν θυμίζει τόσο Yasmina Khandra όσο Albert Camus, επειδή ο Ευρωπαίος ή ο Αμερικάνος προσγειώνεται στον “Άρη” της αλγερινής επικράτειας και ψάχνει διά της αντίθεσης τον εαυτό του.

Ο Port βρίσκεται στο έλεος μιας αλγερινής ομάδας (μιας πόρνης και άλλων) που εποφθαλμιά το πορτοφόλι του. Η Kit ψάχνει τον εαυτό της, αλλά και τη σχέση της με τον Port. Η έρημος προσφέρει μαγευτικά τοπία, καλοκαδραρισμένες φωτογραφίες, σκηνές που καταλαβαίνω πώς γίνονται ατμοσφαιρική ταινία. Η συνάντηση με τη μαμά και τον γιο Λάιλ, ο οποίος πιθανόν να έχει κλέψει το διαβατήριο του Port. Και μαζί είναι ο φίλος τους Τάνερ, που ταξιδεύει μαζί τους.


Η περιδιάβαση στην βορειοαφρικανική έρημο λειτουργεί στο πλαίσιο της αντίθεσης Ευρώπης – Αφρικής, όχι στη λογική των πολιτισμένων και των απολίτιστων, αλλά στην αντίστιξη δύο κουλτουρών που αντανακλούν στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν οι μεν τους δε. Το θέμα ωστόσο είναι πιο πολύ ψυχολογικό. Διαβάζω το μυθιστόρημα σαν η έρημος και η Αφρική να αντανακλά πιο πολύ τον ψυχισμό των δύο συζύγων.

Νομίζω ότι η ταινία του Bertolucci εστιάζει πιο πολύ στο ερωτικό, στο σάρκινο, στο ατμοσφαιρικό ως προς το σώμα και τις κατευθύνσεις που δίνει, ενώ το βιβλίο του Bowles μένει σε μια αργή ανάπτυξη, που εκτινάσσεται προς το τέλος και τη μοιραία κατάληξη του Port και την περιπέτεια της Kit. Στο βιβλίο η αφήγηση απορροφάται από το κλίμα της περιγραφής και της σκηνοθεσίας κι έτσι ένιωθα συνεχώς ότι όλα θάβονται κάτω από ένα άρρητο πέπλο σαν τη σκόνη της ερήμου. Η ιστορία φιδοσέρνεται και μόνο προς το τέλος κορυφώνεται.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, September 13, 2019

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, “Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου”


ΜΙΚΡΕΣ αναγνώσεις ΜΕΓΑΛΩΝ έργων -3. Το “Εκατό χρόνια μοναξιάς” είναι ένα κορυφαίο έργο που δείχνει τον κόσμο από άλλη σκοπιά. Μαγικό και ποιητικό. Το παρόν βιβλίο στηρίζεται πιο πολύ στις υπόρρητες αντιθέσεις και στην ελαφρά συγκίνηση, λαγνεία και…


Gabriel Garcia Márquez
“Memoría de mis putas tristes”
2004

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
“Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου”
μετ. Μ. Παλαιόλογου
εκδόσεις Ψυχογιός
2019


Μεγάλος συγγραφέας ο Gabriel Garcia Márquez. Ευφάνταστος, οργιώδης, αλλά συνάμα εσωτερικός και βαθιά σκεπτόμενος. Στα “Εκατό χρόνια μοναξιάς” φτιάχνει μια τεράστια τοιχογραφία, εδώ ένα μικρό requiem.

> Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, όπου μεγάλωσε κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του. Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά τις σπουδές του στα νομικά και τις πολιτικές επιστήμες και τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο "Η τρίτη παραίτηση". Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών κι εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα "Ελ Ουνιβερσάλ". Στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη.
Το πρώτο μυθιστόρημά του, "Τα νεκρά φύλλα", εκδόθηκε το 1955 και ακολούθησαν τα έργα "Κακιά ώρα", "Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει" και "Η κηδεία της μεγάλης μάμα". Το 1967 κυκλοφόρησε το έργο "Εκατό χρόνια μοναξιά", μυθιστόρημα που αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και κέρδισε το αναγνωστικό κοινό, καθιερώνοντας έτσι τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας.
Στο τεράστιο έργο του, που το 1982 του χάρισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνονται και τα μυθιστορήματα: "Το φθινόπωρο του Πατριάρχη", "Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου", "Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας", "Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα" και "Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων". Επίσης έγραψε άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών, στην Πόλη του Μεξικού όπου είχε εγκατασταθεί από το 1961.

Παρά τον σκανδαλοθηρικό τίτλο, που έχει ζουμερές πινελιές, η ουσία του μυθιστορήματος δεν είναι οι πουτάνες αλλά το γήρας. Αυτή η αντίθεση, απ’ τη μια ο έρωτας, η νιότη, η σάρκα, ο πόθος και η παρθενιά κι απ’ την άλλη η παρακμή, η σωματική αδυναμία, η ανέραστη (φαινομενικά) φύση, ο επερχόμενος θάνατος δημιουργούν μια έντονη οξύτητα.

Ο ενενηντάχρονος αφηγητής στα γενέθλιά του επιθυμεί να διακορεύσει μια έφηβη, την οποία του προμηθεύει μια ηλικιωμένη τσατσά. Την πρώτη νύχτα την αφήνει να κοιμάται και δεν την ξυπνά, όπως και τη δεύτερη κ.ο.κ. Έτσι, μετά από διαδοχικές συναντήσεις η πορνική σχέση χάνει την ασελγή φύση της και υποκαθίσταται από μια σχέση φιλίας;, πατρότητας; ανθρώπινης αλληλεγγύης; Ο πορνόγερος, που στη ζωή του έχει κοιμηθεί με άπειρες γυναίκες, όλες επί πληρωμή, τώρα διοχετεύει αυτήν τη βιωμένη φιληδονία σε άλλες ατραπούς. Η ένταση μεταξύ υπερήλικης ζωής και ερωτικής έξαψης προσανατολίζεται αλλού. Η κοπέλα παραμένει παρθένα κι αυτός από εραστής γίνεται …πατέρας.

Σ’ αυτό το σημείο ακμής, στην κόψη του ξυραφιού, όλα εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο ο πρωταγωνιστής βλέπει –επιτέλους!- τον εαυτό του. Τα γενέθλιά του είναι το κατώφλι να ξαναδεί το είναι του, τις ανάγκες όχι μόνο του σώματος αλλά της ψυχής (!;), να βρει στην άλλη όχι τη σάρκα αλλά το άγγιγμα, τη συντροφιά, την άρρητη συνομιλία…

Η αξία του έργου βρίσκεται στο ύφος που αχνοπηδά από τον ελαφρύ ερωτισμό στην υπαρξιακή σκέψη κι από την υποσχόμενη λαγνεία στην σχεδόν πατρική στοργή.


Νομίζω ότι το “θλιμμένες” που υπήρχε στον προηγούμενο τίτλο ήταν πιο ωραίο, αλλά δεν ξέρω αν ήταν και πιο ακριβές. Γυρίστηκε ταινία (“Memoria de mis putas tristes -2011) σε σκηνοθεσία Henning Carlsen, με πρωταγωνιστές τους Emilio EchevarríaGeraldine ChaplinÁngela Molina, απ’ όπου και πολλές από τις φωτογραφίες.
Πάπισσα Ιωάννα