Sunday, April 24, 2016

Η “ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ” του Ιωάννη

          Για πολλούς θεωρείται ένα θρησκευτικό βιβλίο οραματικής θεολογίας, για άλλους ένα μελλοντολογικό θρίλερ και για άλλους μια δυστοπική εικονοποιία. Πέρα από τις χριστιανικές-της πλευρές, που εμένα ως Πατριάρχη με αφορούν ιδιαίτερα!, γενικότερο ενδιαφέρον έχει πώς η λογοτεχνία έκτοτε και κυρίως των τελευταίων αιώνων, με όλη αυτή την αγνωστικιστική-αθεϊστική ρητορική και ιδεολογία, χρησιμοποίησε την “Αποκάλυψη” για να δημιουργήσει.
          Μην ξεχνάμε ότι στη μετάφραση του κειμένου προέβησαν τόσο ο Σεφέρης («Η Αποκάλυψη δεν είναι κείμενο ενός καιρού και μιας γενιάς ανθρώπων, αλλά όλων των καιρών και όλων των γενεών») όσο και ο Ελύτης, σύμπτωση που τουλάχιστον δείχνει την προσοχή που προκάλεσε το συγκεκριμένο κείμενο της Καινής Διαθήκης στη γενιά το ’30.
          Καθώς μπαίνουμε στη Μεγάλη Εβδομάδα κι όσο εγώ θα διακοπεύω στο χωριό, εκεί ψηλά στην Πίνδο, όπου τα έθιμα και η ανοιξιάτικη φύση σημαίνουν Ανάσταση, εσείς μπορείτε να προτείνετε έργα που έχουν αφετηρία-τους την Αποκάλυψη.
          -Κείμενα με εσχατολογικό περιεχόμενο,
          -Διηγήματα αλληγορικά,
          -Μυθιστορήματα με αποκαλυπτική δυστοπία
          -Κείμενα με το θέμα Παράδεισος-Κόλαση να τονίζεται
          -Έργα τέλος πάντως κάθε είδους που εμπνέονται από το κείμενο του Ιωάννη και δίνουν λογοτεχνικές προεκτάσεις, με νέα ματιά, ένθεη ή άθεη στάση, φιλοσοφική διάσταση, επιστημονική φαντασία ή θριλερική αφήγηση.
          Κι επειδή υποπτεύομαι ότι είναι κομμάτι δύσκολο, προεκτείνω τις προτάσεις-σας σε έναν δεύτερο επάλληλο αλλά ευρύτερο κύκλο: κείμενα με δυστοπικό – τιμωρητικό – εσχατολογικό περιεχόμενο, μελλοντολογικές δυστοπίες, κοινωνίες κόλασης κ.ο.κ.
Αρκεί να εξηγείτε, παρακαλώ, τουλάχιστον την υπόθεση του έργου και την ατμόσφαιρά-του.
         
Θα ευχηθώ Καλό Πάσχα σε όλους και θα καταθέσω τον οβολό-μου λίγο πριν φύγω για το χωριό.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 21, 2016

“Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ” του Δημήτρη Σωτάκη

Είναι η επιτυχία ένα κόστος της μοναξιάς; Είναι η υλιστική συνείδηση υπεράνω όλων; Ο Σωτάκης θέτει αυτά κι άλλα παρόμοια ερωτήματα με σατιρικό τρόπο, με μια χιουμοριστική αλληγορία του σύγχρονου ανθρώπου.


Καφέ γκουρμέ:

Δημήτρης Σωτάκης
“Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ”
εκδόσεις Κέδρος
2015
 


          Ο “Ροβινσών Κρούσος” χάραξε ιστορία και ακολουθήθηκε από πολλούς ανά την υφήλιο. Στην Ελλάδα θυμάμαι τους “Ναυαγούς της Πασιφάης” του Ταμβακάκη και το “Ίσλα Μπόα” του Αστερίου, πριν έρθει ο Σωτάκης να ορίσει ως σκηνικό ένα ερημονήσι μεταξύ Αυστραλίας και Ινδονησίας.
          Όμως ο συγγραφέας δεν γράφει ένα κλασικό έργο του είδους, αλλά μια παρωδία-του, αφού στο ρεαλιστικό πλαίσιο της απομόνωσης, των κινδύνων, της περιπέτειας, εισάγει το παράλογο, όχι στο εξωτερικό περιβάλλον αλλά στο μυαλό του πρωταγωνιστή. Αυτός ονομάζεται Ροβήρος Άνθρωπος (υπάρχει ένα έργο επιστημονικής φαντασίας του Ιουλίου Βερν με τίτλο “Ροβήρος ο κατακτητής”) και είναι δημοσιογράφος, που αποστέλλεται στα νησιά Παπούα να κάνει ρεπορτάζ. Ναυαγεί όμως και βρίσκεται ολομόναχος σε ένα νησί με τεράστια Πόνγκο Μαμάκου, τα οποία του προσφέρουν τροφή.
          Κι ενώ όλα κινούνται, έστω και με πινελιές τραγέλαφου, σε φυσιολογικά πλαίσια, ο Ροβήρος αποφασίζει να καταξιωθεί ανοίγοντας στο νησί, που τον έριξε η μοίρα, σούπερ μάρκετ!
          Η έντονη και ξεκαρδιστική αντίθεση ερημονήσι – σούπερ μάρκετ δημιουργεί ερωτήματα για τη φιλοσοφία του σύγχρονου ανθρώπου και για το τι θεωρεί επιτυχία. Ακόμα και στο τέρμα του πουθενά, αυτός σκέφτεται το επιχειρείν, την άνοδο μέσω της καπιταλιστικής αγοράς, το εμπόριο, την καταξίωση μέσω ενός καταστήματος και τον πλουτισμό. Ακόμα και το κυνήγι ζώων, χωρίς τη δυνατότητα κατανάλωσής-τους, δείχνει την καταστροφική μανία του ανθρώπου να εκμεταλλευτεί τη φύση, ακόμα και πέρα από τις ανάγκες-του.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος οδηγείται στα άκρα, καθώς ο πρωταγωνιστής φτιάχνει νεφέλες από κέρδη, προϊόντα, κατανομή ωραρίων στο προσωπικό και το κορυφαίο όνειρα για το τι θα κάνει τα χρήματα και τα πλούτη, ενώ όλα στηρίζονται κυριολεκτικά στην άμμο της φύσης και της απουσίας πελατών. Ο Ροβήρος γίνεται το πρότυπο του ανθρώπου-επιχειρηματία που επινοεί συνεχώς τρόπους πλουτισμού, ακόμα και στο πιο ακατάλληλο μέρος όπως το νησάκι με τα Μαμάκου, ο πολιτισμός που έρχεται να δώσει νόημα στη φύση, η ειρωνεία μιας ζωής παραδείσιας που ωστόσο αλλοιώνεται από το οικονομικίστικο μοντέλο ανάπτυξης.
          Αυτός ο τρόπος γραφής έχει ξαναχρησιμοποιηθεί από τον συγγραφέα στον “Άνθρωπο καλαμπόκι” και στην “Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον”, όπου καρικατούρες με εμμονικά οράματα, με φρούδα όνειρα, με ασύμπτωτες ελπίδες στην ουσία δείχνουν το πρόσωπο της κοινωνίας-μας σε έναν παραμορφωτικό αλλά πιστό καθρέφτη. Εδώ καταλήγει να δείξει την παράνοια του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος προτιμά να είναι πετυχημένος (!) και μόνος, παρά μέσα στους ανθρώπους και ένας από αυτούς.

[Δημοσιεύτηκε στις 29/3/2016 στο In2life και εδώ διακοσμείται με εικόνες που κατέβασα από:  konwersatorium3.blogspot.com,  redfootsafaris.co.za,  hereandtherewithoutacare.com,   www.intifada-palestine.com  και  www.alexanderproudfoot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 18, 2016

“Ζωή στο δρόμο” του Μιχάλη Πάτση

Κυριολεκτικά, η ζωή των αστέγων είναι ζωή στον δρόμο, είναι ζωή χωρίς περιορισμούς, αλλά με απίστευτα συναισθήματα, με μια βαθιά αξιοπρέπεια, με μια ανεμελιά που δεν ξεχνά τα περασμένα μεγαλεία, όχι όμως με αυτολύπηση ή συνεχή γκρίνια.


Ρωσοτσίνο με σαντιγί:

Μιχάλης Πάτσης
“Ζωή στο δρόμο”
εκδόσεις Πάτση
2015
 


          Σε άλλη φάση μπορεί να μην το διάβαζα καν, να μην το άνοιγα καν, άγνωστος συγγραφέας από έναν άγνωστο εκδοτικό οίκο. Αλλά καταρχάς μου το έκανε δώρο μια φίλη-μου που κοιτάζει πολύ προς Ρωσία. Κατά δεύτερον, μου είπε ότι μπορεί να δω τον κόσμο από εκεί που δεν το φαντάζομαι. Τι να κάνω κι εγώ, δελεάστηκα.
          Και τελικά δεν το μετάνιωσα, παρόλο που δεν είδα καινοτόμο λογοτεχνική πέννα.
          Διάβασα όμως μερικά διηγήματα που αφορούσαν τους ανέστιους της Ρωσίας, τους бомжи, όπως τους λέει, που δεν έχουν σπίτι και ζουν στον δρόμο. Αυτοί οι μπόμζι είναι το άλλο πρόσωπο της χώρας, που κατά χιλιάδες ζουν άστεγοι και δείχνουν ότι οι πολιτισμένες κοινωνίες μαστίζονται από τη χειρότερη ανισότητα του σύγχρονου κόσμου. Το ίδιο βλέπει κανείς στους σταθμούς του μετρό στο Λονδίνο, στα στενοσόκακα του Παρισιού κ.ο.κ., το ίδιο βλέπει φυσικά κανείς και στην Αθήνα της κρίσης. Θυμάμαι αντίστοιχα τη “Μαύρη μπίρα” του Βασίλη Δανέλλη όπου ένας συμπαθής κλοσάρ μάς συστήνει την κουλτούρα του δρόμου και το “Ο Όλυμπος των αποκλήρων” του Γιασμίνα Χάντρα όπου περιδιαβαίνουμε στη σκληρή ζωή των ρακοσυλλεκτών. Άλλα ανάλογα έργα;
          Το θέμα έχει διπλή αξία. Πρώτον, εμείς οι βολεμένοι, οι “ένσπιτοι”, οι στεγασμένοι, βλέπουμε μια ζωή που δεν την υποψιαζόμαστε, που είναι μακρινή και καλά κρυμμένη από τα φώτα της δημοσιότητας, που φανταζόμαστε λίγα πράγματα και εννοούμε πολλά, αλλά δεν νομίζω ότι μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς τι σημαίνει ζωή στο παγκάκι ή στο χαρτόκουτο. Δεύτερον, αυτοί οι άνθρωποι αναδεικνύουν το απηνές πρόσωπο της σύγχρονης οικονομίας, που τους βλέπει στυγνά, αδιάφορα, μερικές φορές ελεήμονα, αλλά εθελοτυφλεί μπροστά στο δικό-της φταίξιμο, που τους έστειλε από τη φυσιολογική ζωή-τους στο περιθώριο. Το θέμα δηλαδή έχει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, κάτι είπε ο Πικρός αν δεν κάνω λάθος στο “Τουμπεκί”, το οποίο δεν αναδεικνύεται με διακηρύξεις αλλά μέσα από τη θέαση της ζωής-των απόκληρων της κοινωνίας.
          Άξονας των ιστοριών είναι ο Στέφανος, Έλληνας που ζει στη Μόσχα, και συναναστρέφεται με τους μπομζ της περιοχής. Κάθε διήγημα είναι και ένα περιστατικό με κάποιον από αυτούς, το οποίο του δίνει την αφορμή να μας αφηγηθεί το παρελθόν του άστεγου φίλου-του και πώς αυτό διαμορφώνει και τον τωρινό τρόπο ζωής. Η ξεπεσμένη τραγουδίστρια, που έζησε μέσα στην υψηλή κουλτούρα, πιστεύει ότι τώρα ζει πραγματικά ελεύθερη από τις δεσμεύσεις της δουλειάς ή ο άνδρας που είχε δουλέψει στα υπόγεια τούνελ της Ρίγα, ώστε να διαμορφωθούν σαν μικρές πόλεις ή η συντηρήτρια χειρογράφων στο μοναστήρι ή… Κι εκεί ανάμεσα σε ιστορίες και ανθρώπους παρεισφρέουν επισκέψεις στον Κάτω Κόσμο, κατά τα πρότυπα του Λουκιανού, ή στοχαστικές συζητήσεις για τον ρωσικό και δυτικό τρόπο ζωής.
          Αυτό το τελευταίο είναι μια καλή αφορμή να δείξει πώς ένας Έλληνας βλέπει τους Ρώσους αλλά και πώς αυτοί θαυμάζουν τον (αρχαίο) ελληνικό πολιτισμό. Η Ελλάδα προβάλλεται ως γεφυροποιός πολιτισμός, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για “πολλές χώρες σε μία”. Και παράλληλα, προβάλλεται μέσα από συζητήσεις με αστέγους η ρωσική ματιά επί της Δύσης και η Δυτική ματιά επί της Ρωσίας. Οι Δυτικοί προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο της ρωσικής εξουσίας, του πώς γίνεται μια αυτοκρατορία να έχει δημοκρατία. Η ματιά είναι φυσικά ελληνική και φιλορωσική, καμιά φορά ήπια προπαγανδιστική, που βλέπει με συμπάθεια τη ρωσική ψυχή.
          Αυτό, πέρα από τις πολιτικές συζητήσεις, απορρέει από τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τους ίδιους τους ξεσπιτωμένους. Όλοι-τους είναι ευγενικές ψυχές, “δεν διαθέτουν καθόλου κολακεία, αλαζονεία, έπαρση και εγωισμό”, διατηρούν μια παλιά αρχοντιά και αντικατοπτρίζουν τους οικονομικά εξαθλιωμένους, οι οποίοι όμως δεν κάμπτονται αλλά προσβλέπουν σε μια ζωηρή συζήτηση, μια πνευματική ανάταση, μια χαραμάδα πάνω από τη λύπηση. Κανείς δεν μεμψιμοιρεί και κανείς δεν επιζητεί το έλεος, αφού η αξιοπρέπεια δεν λυγίζει τα ρυτιδιασμένα-τους μάτια.
          Το βιβλίο αυτό είναι και θα παραμείνει αφανές. Αλλά για μένα ήταν μερικές γουλιές καφέ στο μεγάλο τρέξιμο χωρίς έλεος.

[Οι εικόνες από το ρωσικό πλήθος των αστέγων είναι αντλημένες από:  www.webpark.ru,  www.fotografiafob.narod.ru,  www.cirota.ru,  kamnevn.livejournal.com,  joyreactor.cc  και  bomz.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, April 16, 2016

“Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά” του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν

Βραβείο Booker 2014. Ένας Αυστραλός που μιλά για τα τραύματα του πολέμου και για τα θραύσματα που πυορροούν ακόμα. Ένας σιδηρόδρομος που έκανε Ιάπωνες και αιχμαλώτους έρμαια στα γρανάζια της μοίρας.


Βρετανικός με ολίγη:

Richard Flanagan
“The Narrow Road to the Deep North”
2013
Ρίτσαρντ Φλάναγκαν
“Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά”
μετ. Γ. Μπλάνας
εκδόσεις Ψυχογιός
2015


          Μ’ αυτό το βιβλίο αντιλαμβάνομαι τη σχετικότητα των βραβείων. Τα τελευταία είναι το αποτέλεσμα σύγκρισης (βραβεύω αυτό ως καλύτερο από εκείνα) και πολιτισμικής στόχευσης (βρίσκομαι σε ένα αγγλοσαξονικό περιβάλλον και επιλέγω με βάση τα αγγλοσαξονικά πρότυπα). Γι’ αυτό συχνά παραξενευόμαστε, όταν βλέπουμε μεμονωμένα ένα βραβευμένο βιβλίο και απορούμε τι ιδιαίτερο είχε για να πάρει τη Χ ή την Ψ διάκριση.
          Το βιβλίο κινείται σε επάλληλους κύκλους με κέντρο την αιχμαλωσία Αυστραλών στρατιωτών στη Βιρμανία από τις ιαπωνικές δυνάμεις το 1943. Εκεί χρησιμοποιήθηκαν ως εργατικό δυναμικό για να φτιαχτεί ο σιδηρόδρομος που θα έδινε στην Ιαπωνία στρατηγικό αποτέλεσμα. Ο Ροντρίγκο Έβανς είναι λοχίας και γιατρός και προσπαθεί να επιβιώσει και να προστατεύσει τους άνδρες-του, ενώ απέναντί-του έχει τον ταγματάρχη Νακαμούρα. Η αφήγηση πηγαινοέρχεται έντεχνα άναρχα στο πριν, που αφορά τον έρωτα του πρωταγωνιστή και τη σχέση-του με τη γυναίκα του θείου-του, στο μετά, που αφορά την επιστροφή και τον γάμο-του με την Έλλα, την τύχη του Νακαμούρα που διώχθηκε ως εγκληματίας πολέμου…
          Όλες αυτές οι αλληλοδιαπλεκόμενες επιφάνειες απαιτούν ισχυρή μνήμη και συνεχή εγρήγορση, που αμφιβάλλω αν μπορεί να βρεθεί στον μέσο αναγνώστη. Πρέπει να θυμάται πρόσωπα και μέρη, να ξεχωρίζει σκηνές και επεισόδια και προπαντός πρέπει να είναι σε θέση να κοσκινίζει το χάος και να κρατά τις βασικές ζώνες του μυθιστορήματος, που κυμαίνονται σε όλη την γκάμα των αποχρώσεων της αγάπης και του θανάτου. Γενικά οι σκηνές δεν φαίνονται άγριες, αλλά σελίδες σελίδες ο συγγραφέας πετάει στον αναγνώστη κατάμουτρα αίμα και φρίκη. Άλλωστε το 8ο κεφάλαιο του βιβλίου ξεκινάει με αυτήν τη βαθιά σε νόημα και εύστοχη παράγραφο:
      “Κι ύστερα κανείς δε θα το θυμάται. Όπως τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Θα είναι σαν να μη συνέβη ποτέ. Τα δεινά, οι θάνατοι, η θλίψη, η εξαθλίωση, η αξιοθρήνητα άσκοπη τεράστια δοκιμασία τόσων ανθρώπων. Ίσως όλα αυτά υπάρχουν μόνο μέσα σε τούτες τις σελίδες και στις σελίδες μερικών άλλων βιβλίων. Η φρίκη μπορεί να οριστεί σ’ ένα βιβλίο, αν της δοθεί μορφή και νόημα. Στη ζωή όμως η φρίκη δεν έχει ούτε μορφή ούτε νόημα. Η φρίκη απλώς είναι. Κι όταν βασιλεύει, νομίζεις ότι δεν υπάρχει τίποτα στην πλάση που να μην είναι φρίκη.”
         
          Αυτό που συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο με τέτοια βιβλία είναι η τάση να παρουσιάζονται πολλά ετερόκλιτα επίπεδα δράσης, μεταξύ των οποίων η σύνδεση ανάγεται σε μια βαθύτερη κατανόηση του μυθιστορηματικού κόσμου. Έτσι, μου μένει η αίσθηση ανθρώπων που ταλανίστηκαν από τον έρωτα, ακόμα κι όταν βρήκαν την επόμενη σχέση, ή από τον πόλεμο, ακόμα κι όταν όλα τελείωσαν αισίως. Αλλά πόσο αισίως μπορεί να είναι, όταν μένουν βραδυφλεγή τραύματα που σκάνε ανύποπτα; Πόσο αισίως μπορεί να διάγεται μια ζωή, όταν έχει σκαφτεί εσωτερικά από τη φρίκη; Πόσο αισίως μπορεί να κινείται το μέλλον, όταν έχει χαρακωθεί από το παρελθόν;
          Έχω την εντύπωση, τώρα που τελείωσα το βιβλίο, ότι δεν θα θυμάμαι πολλά, ούτε θα κρατήσω σε όσα θα ήθελα να ανατρέξω. Γιατί; Γιατί νομίζω το διακρίνει μια αφαιρετικότητα, μια εξάχνωση της συγκίνησης μέσα στον κυκεώνα των μικρο-ιστοριών.

[Οι εικόνες ελήφθησαν από: www.theguardian.com,  apjjf.org,  www.daysofwonder.com  και  hellfire-pass.commemoration.gov.au]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, April 13, 2016

“Οι εγκλωβισμένοι” του Δημήτρη Οικονόμου

Κινούμενη άμμος, μπάρες διοδίων, ασφυξία, αγχόνη πόσα άλλα σύμβολα μπορεί να σκεφτεί κανείς για να δείξει τον σύγχρονο πνιγμό που υφίστανται οι Έλληνες; Ο Οικονόμου πάντως μιλά για την κρίση μέσω των προσωπικών τραγωδιών των ηρώων-του.


Ελληνικός καφές κρύος:

Δημήτρης Οικονόμου
“Οι εγκλωβισμένοι”
εκδόσεις Ίκαρος
2015
 


          Το 2013 ο Τζαμιώτης εκδίδει το μυθιστόρημα “Η πόλη και η σιωπή”, το οποίο, παρότι επαινέθηκε από πολλούς, με βρήκε απόλυτα αδιάφορο, επειδή είδα φλυαρία, μακρόσυρτες σκηνές, επιμονή στο αυτονόητο, στεγνή απεικόνιση της κρίσης. Στο ίδιο στυλ, αλλά με σαφώς πυκνότερη γραφή, κινείται ο Δημήτρης Οικονόμου, που κι αυτός ασχολείται με τη σύγχρονη χρεοκοπημένη Ελλάδα και με έναν ανάλογο με του Τζαμιώτη ήρωα, τον Βασίλη που έχει ένα συνοικιακό φωτοτυπείο.
          Ο Βασίλης λειτουργεί ένα πενιχρό σε εισοδήματα φωτοτυπάδικο και παρατηρεί μέσα στην καθημερινότητά-του την Ελλάδα να φθίνει: ένας γνωστός μετανάστης φεύγει για Ολλανδία, ένας άστεγος προτιμούσε να μείνει μέσα στην καταρρακτώδη βροχή στη θέση-του παρά να φύγει σε προστατευμένο μέρος και να τη χάσει, ο υπάλληλός-του ο Άγης ανησυχεί για τη θέση-του, ο μικρός Καμάλ μαθαίνει κοντά-του Ιστορία κ.ο.κ. Ένα μικρό παράθυρο άνοιξε ο συγγραφέας και από εκεί μας δείχνει φέτες από την ελληνική ύφεση.
          Σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου που διάβασα, “Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι”, εκδεδομένο το 2012, το τελευταίο-του μου φαίνεται σαφώς καλύτερο, πιο σφριγηλό, πιο σταθερό στο γράψιμο, πιο εστιασμένο στον σκοπό-του. Κι η πρόοδος τέτοιου είδους είναι σαφώς ένδειξη ωριμότητας, που κερδίζει βιβλίο με το βιβλίο και προχωρά, ώστε να φτάσει –ελπίζω- στην πραγματική λογοτεχνική επιτυχία.
          Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα αφηγηματικά φάουλ, όπως το ότι ο Βασίλης είχε υπάλληλο, ενώ τα έσοδα της μέρας δεν ξεπερνούσαν τα 30 ευρώ και δυο τρία άλλα, η γραφή καλύπτει τον αναγνώστη και τον αφήνει να την παρακολουθήσει ακώλυτα. Η ιστορία εξελίσσεται σε έναν διακριτικό έρωτα του πρωταγωνιστή με την συμβολαιογράφο Μαρία, ενώ η Αθήνα αδειάζει και συνάμα ετοιμάζονται μυστικά τείχη που θα αποκλείσουν τους κατοίκους-της.
          Ο τίτλος τελικά αναφέρεται σε δύο διαφορετικούς αποκλεισμούς, που δίνουν στο έργο κοινωνιολογική και ψυχολογική διάσταση. Από τη μια, φραγμοί εν είδει διοδίων θα εγκλωβίσουν τον κόσμο στην πόλη, ώστε να αποφευχθεί η μετανάστευση και η αποδυνάμωση της Αθήνας από τον πληθυσμό-της. Η προσέγγιση αυτή συμβολίζει δυναμικά την ασφυξία των πολιτών, που αναγκάζονται από την κρίση αλλά κι από την πολιτική βούληση να μείνουν εξανδραποδισμένοι σε μια μίζερη ζωή, τελματωμένη, άνοστη και βαλτωμένη… Από την άλλη, ο αποκλεισμός είναι ψυχικός, καθώς οι άνθρωποι έχουν πάψει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, νιώθουν μόνοι, έχουν σηκώσει μπάρες με τους άλλους και σκέφτονται ακόμα και την αυτοκτονία ως διέξοδο από έναν αυτοεγκλωβισμό.
          Νομίζω ότι το τέλος θα μπορούσε να είναι καλύτερο: πιο τεταμένο, πιο σκληρό, πιο συγκρουσιακό. Και τότε θα έλεγα ότι όλα οδηγήθηκαν σε μία τραγική κορύφωση, που θα καταξίωνε τη φιλότιμη προσπάθεια του συγγραφέα. Έτσι, ενώ έβλεπα ότι το μυθιστόρημα πατάει γερά στα πόδια-του, το τέλος έδειξε απουσία νομοτελειακού σχεδίου και μια έξοδο ανάλογη με την όλη παράσταση.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο στην "αποστολή"-του είναι αντλημένες από:   www.neolaia.gr,  www.aggelia.eu,  maga.gr,  freeandconnected.com και  www.fortunegreece.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, April 10, 2016

“Η άμυνα του Λούζιν” του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

Κάποτε πίστευα ότι η άμυνα Λούζιν είναι όντως σκακιστικός όρος, ώσπου ανακάλυψα ότι είναι ένα μυθιστόρημα και μια ταινία, που μπόρεσε να περάσει ως αληθινό ανάμεσά-μας! Respect στον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, λοιπόν.


Γερμανικός καφές με βότκα:

Влади́мир Набо́ков
"Защита Лужина"
Βερολίνο 1930

 
Vladimir Nabokov
“Η άμυνα του Λούζιν”
μετ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης
εκδόσεις Μεταίχμιο
2003 και 2016
 


          Γιατί μου άρεσε ένα βιβλίο που δεν έχει έντονη δράση και φαινομενικά είναι αδιάφορο; Η καλή αφορμή είναι το σκάκι, το οποίο παίζει βασικό ρόλο, καθώς ο πρωταγωνιστής, ο Αλέξανδρος Ιβάνοβιτς Λούζιν, είναι δεινός σκακιστής, διάσημος σε όλον τον κόσμο. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό, από τη στιγμή που το σκάκι δεν παίζει δομικό ρόλο στην οργάνωση του κειμένου, ούτε σε κάποιον αντικατοπτρισμό της ζωής σ’ αυτό.
          Νομίζω ότι οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Από τη μία, είναι η ίδια η μορφή του Λούζιν. Αν κρίνω από τη “Λολίτα” δύο κεντρικοί χαρακτήρες επωμίζονται κι εκεί το βάρος της ιστορίας, όπως κι εδώ που αφενός ο Λούζιν κι αφετέρου η γυναίκα-του κρατάνε στις πλάτες-τους το βαρύ φορτίο της μυθιστορηματικής τοιχοδομής. Ο Λούζιν μεγάλωσε σε μια προβληματική οικογένεια της Ρωσίας, αν και απόλυτα αξιοπρεπή, με πατέρα μάλιστα συγγραφέα. Εκεί μαθαίνει τυχαία το σκάκι κι έκτοτε του γίνεται μανία, έξη, σφοδρή συνήθεια. Όταν μετακομίζει στο Βερολίνο (παράλληλη πορεία με αυτή του συγγραφέα), η φήμη-του έχει ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται και θεωρείται πια φτασμένος σκακιστής. Το μυαλό-του απασχολείται συνεχώς με παρτίδες, είτε παίζει είτε όχι, κι έτσι εξηγείται πως σε μια παρτίδα με τον κορυφαίο αντίπαλό-του Τουράτι κλατάρει. Η λύση είναι η απεξάρτηση από το σκάκι και η ηρεμία του νου, ώστε να παύει να φορτώνεται με οδυνηρές ψυχικές εντάσεις. Η σύζυγός-του αναλαμβάνει να τον βοηθήσει, ενώ η οικογένειά-της καταρχάς αντιδρούσε στον γάμο και έπειτα θεωρούσε τον Λούζιν ανεπρόκοπο και ακατάλληλο για την κόρη-τους.
          Το δεύτερο στοιχείο ποιότητας του έργου είναι η τραγικότητα που απορρέει από την άψογα σκιαγραφημένη μορφή του Λούζιν. Η τρελή αγάπη-του για το σκάκι γίνεται μονομανία, τον κάνει να υστερεί σε όλους τους άλλους τομείς και τελικά τον οδηγεί σε μια ακραία ψυχοπαθολογική παραίτηση και στο άδοξο τέλος. Η εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα σε μια σκακιστική μεγαλοφυΐα και σε έναν κοινωνικά απροσάρμοστο άνθρωπο οδηγεί σε ένα τέλος που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Η όλη ένταση που εμφιλοχωρεί από νωρίς αλλά δεν δείχνει σημάδια κορύφωσης φτάνει τελικά σε ένα απότομο κρεσέντο στην τελευταία σελίδα.
          Διάβασα ένα βιβλίο που από τις πρώτες σελίδες έδειχνε πως έχω να κάνω με έναν μεγάλο συγγραφέα. Η αφήγηση που δεν κάνει κοιλιές, ο μικρός αξιαγάπητος Λούζιν που βλέπει τα πάντα “αθώα”, το σκάκι που μπαίνει στην αφήγηση και μαγνητίζει τα υπόλοιπα στοιχεία-της… Το πρώτο μέρος, που διαδραματίζεται στην Πετρούπολη, είναι άκρως μυητικό, ενώ το δεύτερο στο Βερολίνο οδηγεί τον αναγνώστη στο να συμπάσχει με τον πρωταγωνιστή, χωρίς οιμωγές και μελοδραματισμούς. Τελικά η “άμυνα Λούζιν” δεν μπορεί να αντισταθεί στη λυσσαλέα, σφοδρή επίθεση που δέχεται το μυαλό-του, και, έτσι, αυτός ηττάται ως άνθρωπος.
          Εν τέλει, γιατί ο Ναμπόκοφ επέλεξε το σκάκι ως εμμονή; Μα, νομίζω, γιατί ήθελε κάτι ακίνδυνο, δημιουργικό και ανώδυνο, όχι λ.χ. τα ναρκωτικά ή το ποτό, ώστε να δείξει ότι ο άνθρωπος μπορεί να αιχμαλωτιστεί με τραγικό αυτοεγκλωβισμό σε κάτι “καλό”. Ότι η τραγωδία δεν παίζεται ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αλλά, όπως συνέβαινε στους αρχαίους Έλληνες, ανάμεσα στο καλό και στο καλό. Κι εκεί το δίλημμα είναι πιο βασανιστικό και πιο αμφίρροπο μέχρι σημείου τρέλας.
          Το βιβλίο γυρίστηκε ταινία το 2001 από τον σκηνοθέτη Marleen Gorris.

[Δημοσιεύτηκε την 1η Μαρτίου 2016 στον ιστότοπο In2life και εδώ αναδημοσιεύεται κοσμημένο με εικόνες από:  brandonblakely.wordpress.com,  www.signature-reads.com,  stagevu.com,  nnm.me  και  www.sheilaomalley.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 07, 2016

“Το μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο, σκακιστή” του Miguel de Unamuno

Σημασία δεν έχει ποιος είναι ο Δον Σανδάλιο, αλλά ποιος θα μπορούσε να είναι, όχι η πραγματική ζωή-του, αλλά η εικόνα-του, όπως σχηματίζεται και δημιουργείται από τον αντίπαλό-του στο σκάκι. Σημασία δεν έχει ο πραγματικός κόσμος αλλά ο επινοημένος.


Ισπανικός καφές με Tia Maria:
Miguel de Unamuno
“La novela del Don Sandalio, jugador de ajadrez”
1933
“Το μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο, σκακιστή”
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Άγρα
2015
 


          Πόσα έργα στηρίζονται στο σκάκι και το θέτουν στο κέντρο της αφήγησης; Θυμάμαι πρόχειρα “Το βασιλικό παιχνίδι” του Τσβάιχ, το μπεστ-σέλερ “Οκτώ” της Neville... [Δείτε και την προηγούμενη ανάρτηση με πάμπολλες σκέψεις και σχόλια περί λογοτεχνίας και σκακιού]. Εδώ, σ’ αυτή τη νουβέλα (και όχι μυθιστόρημα) έχουμε έναν σκακιστή, αλλά το σκάκι δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Ή μήπως όχι;
          Ο αφηγητής λαμβάνει έναν φάκελο από τον φίλο-του Φελίππε, γιατί συγκεντρώνει περιστατικά που μπορεί να χρησιμεύσουν για το λογοτεχνικό-του έργο. Σ’ αυτόν τον φάκελο περιλαμβάνονται οι επιστολές που έστειλε κάποιος άλλος στον Φελίπε, ένας άνθρωπος που απεχθάνεται τη βλακεία και γι’ αυτό σύχναζε σε μία λέσχη όπου μεταξύ άλλων διοργανώνονταν αγώνες σκάκι. Εκεί γνώρισε εκ του μακρόθεν τον Δον Σανδάλιο, ο οποίος έπαιζε σιωπηλός, με προσήλωση και μυστικοπάθεια. Σταδιακά τον προσεγγίζει, περιμένει κάθε μέρα με αδημονία να εμφανιστεί, αλλά δεν μαθαίνει γι’ αυτόν τίποτα περισσότερο από τον ίδιο. Μόνο αργότερα πληροφορείται από άλλους ότι έχασε τον γιο-του και, όταν μετά από λίγες μέρες ο Δον Σανδάλιο εξαφανίστηκε, ότι αυτοκτόνησε.
          Η ίδια η υπόθεση στηρίζεται στην προσπάθεια του ανώνυμου επιστολογράφου να εξακριβώσει ποιος είναι ο Δον Σανδάλιο, όχι όμως ρωτώντας ή μαθαίνοντας τα της ζωής-του (μάλιστα αρνείται κατηγορηματικά τρεις τουλάχιστον φορές να ακούσει τα καθέκαστα), αλλά επινοώντας μέσα στο μυαλό-του τον δικό-του Δον Σανδάλιο. Είναι ακριβώς η στάση του σκακιστή που προσπαθεί, χωρίς να ξέρει το βιογραφικό του αντιπάλου-του, να τον ψυχολογήσει, να διακρίνει τον τρόπο παιξίματός-του και να προβλέψει τις πιθανές κινήσεις-του. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τον αφηγητή, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τη φυσιογνωμία του ανώνυμου επιστολογράφου, με εικασίες για το είναι ο Φελίπε ή ο ίδιος ο Δον Σανδάλιο.
          Όλη η νουβέλα του Ουναμούνο είναι ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών, καθρεφτίσματος ρόλων και αναζήτησης της ταυτότητας του άλλου. Μάλιστα η συχνή αναφορά σε ένα δωμάτιο με κάτοπτρα υποδηλώνει την αντανάκλαση συγγραφέα – αφηγητή, συγγραφέα – ήρωα, ήρωα – αναγνώστη, συγγραφέα – αναγνώστη κ.ο.κ.. Στην ουσία πρόκειται για ένα κείμενο ιδεών, ένα μυθοπλαστικό έργο στο οποίο περνάει ολόκληρη θεωρία για τη λογοτεχνία, τη συγγραφή και την ανάγνωση, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να αντανακλάσει τον εαυτό-του σε διάφορους χαρακτήρες, όπως και ο αναγνώστης, ο οποίος αναζητεί ταυτότητες υποθέτοντας αλλά και επινοώντας όσα δεν λέγονται. Είναι ένα ολόκληρο πεδίο απροσδιοριστίας, όπου τα κενά του λογοτεχνικού κειμένου και οι ασάφειες καλύπτονται από την ενεργή διάνοια του αναγνώστη. Έτσι, κατά τον Ουναμούνο, πετυχημένο δεν είναι ένα πλήρες, ολοκληρωμένο στις λεπτομέρειές-του, συμπαγές και αρραγές ρεαλιστικό κείμενο, αλλά ένα απροσδιόριστο, ημιτελές, γεμάτο χαραμάδες και εικασίες έργο που επιτρέπει την επινόηση ενός μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα.
          Γραμμένο στα 1933 το μικρό αυτό βιβλιαράκι εκφράζει ακριβώς τη μοντέρνα σύλληψη της λογοτεχνίας, όπου ο ρεαλιστικός κόσμος υπαναχωρεί και εγείρεται όλο και περισσότερο ο επινοημένος κόσμος, ο πλαστός αλλά πιο αληθινός, ο οποίος ταιριάζει στον ανήσυχο συγγραφέα και στον ακόμα πιο ανήσυχο και αβόλευτο αναγνώστη.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life και εδώ αναδημοσιεύεται με φωτογραφικό διάκοσμο παρμένο από:  wallpaperstock.net,  chessreader.blogspot.com,  www.christiebooks.com και  www.chessdiagonals.ch]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 04, 2016

ΣΚΑΚΙ και ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Σκάκι και λογοτεχνία είναι ένας διεγερτικός συνδυασμός, αφού ενώνονται σε ένα σύνολο μια αισθητική με μια πνευματική ασχολία. Ο λογοτέχνης παίρνει ένα παιχνίδι κύρους και το κάνει ζύμη για το έργο-του.

Θα με ενδιέφερε ωστόσο να δω και διηγήματα ή μυθιστορήματα που να μη χρησιμοποιούν το σκάκι ως θέμα, αλλά ως δομή.

          Το σκάκι, ως πνευματικό παιχνίδι, ως παιχνίδι όπου ο παίκτης ακονίζει πρώτα το μυαλό-του και προσπαθεί να υπολογίσει, να προνοήσει, να αιφνιδιάσει, να περιορίσει, να αντικρούσει, να κάνει επίθεση αλλά και άμυνα, είναι ένας αγώνας με τον εαυτό πριν γίνει αγώνας με τον άλλο. Αυτή η πνευματική-του υπόσταση το κάνει προσφιλές στους λογοτέχνες, οι οποίοι το χρησιμοποιούν εντάσσοντάς-το στη θεματολογία των έργων-τους, είτε το ίδιο είτε τους σκακιστές και την περίεργη φύση-τους.

Θα με ενδιέφερε να δω διηγήματα ή μυθιστορήματα που να μη χρησιμοποιούν το σκάκι ως θέμα, αλλά ως δομή.

          Ο Μπαμπασάκης στο επίμετρό-του στην “Άμυνα του Λούζιν” του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ παραθέτει μια μεγάλη σειρά συγγραφέων και κειμένων που ενσωματώνουν το σκακιστικό παιχνίδι στην ιστορία-τους. Η λίστα αυτή είναι χρήσιμη για έναν σκακιστή σαν κι εμένα, που συνάμα είναι αναγνώστης, καθώς του προσφέρει υλικά για να αναμείξει τη λογοτεχνία με το σκάκι και να γευτεί μίας σάλτσα αισθητικής και σκακιστικής συγκίνησης.

Θα με ενδιέφερε να δω διηγήματα ή μυθιστορήματα που να μη χρησιμοποιούν το σκάκι ως θέμα, αλλά ως δομή.


         Η λίστα όμως δεν φτάνει, αλλά θα ήταν χρήσιμο να βλέπαμε πώς το σκάκι λειτουργεί μέσα στην πλοκή, πώς παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της εκάστοτε ιστορίας, πώς γίνεται πνευματική άσκηση και πώς βοηθά τον ήρωα να σκεφτεί. Ανάλογα, ο σκακιστής, άλλοτε εμμονικός κι άλλοτε φευγάτος, άλλοτε εσωστρεφής κι άλλοτε ονειροπόλος, γίνεται ιδανικός ήρωας που μπορεί να φανεί τραγικός ή κωμικός, ακραίος ή συνηθισμένος, αλλά πάντα ενδιαφέρων.

          Θα ακολουθήσουν δύο έργα που κινούνται σε υψηλά επίπεδα λογοτεχνικής αξίας, τα οποία συνάμα θέτουν το σκάκι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος:
“Το μυθιστόρημα του Δον Σαντάλιο, σκακιστή”
του Miguel de Unamuno
(1933)

“Η άμυνα του Λούζιν”
του Vladimir Nabokov
(1930)

Περιμένω σκέψεις από όλους όσοι έχουν κατά νου λογοτεχνήματα με σκάκι, που να εξάψουν περισσότερο τη φαντασία για τον τρόπο χρήσης-του.

[Η φωτογραφία κορυφής είναι παρμένη από το www.technobuffalo.com, ενώ οι υπόλοιπες εικόνες είναι πίνακες: Jeffrey Batchelor "Knight Watch", Honoré Daumier (1863) "The Chess Players" και Errico "The Game Of Freedom" (με τη σειρά παρουσίασης, όπως πάντα)]

                                                                                                   Πατριάρχης Φώτιος