Friday, April 23, 2021

Nadia Terranova, “Αντίο, φαντάσματα”

ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -4. Πόσο ο μικρός εαυτός που έχουμε μέσα μας, απομεινάρι από τη δύσκολη εφηβεία, στοιχειωμένος από έναν πατέρα που εξαφανίστηκε, μπορεί ακόμα να ζει και να μας σκλαβώνει;


Nadia Terranova

“Addio fantasmi”

2018

Αντίο, φαντάσματα

μετ. Δ. Δότση

εκδόσεις Μεταίχμιο -2021


Ξεκίνησα ιταλικά. Κι αυτό είναι μια διαφυγή μέσα στην καραντίνα. Έτσι, η ιταλική λογοτεχνία μπορεί να με συνδέσει καλύτερα με τη γείτονα χώρα και τον πολιτισμό της.


> Η Nadia Terranova (Νάντια Τερανόβα, Μεσίνα, 1978) ζει στη Ρώμη. Το πρώτο της μυθιστόρημα Gli anni al contrario (2015) τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το Βραβείο Bagutta πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, το Βραβείο Brancati και το The Bridge Book Award. Με το δεύτερο μυθιστόρημά της Αντίο, φαντάσματα, που αναμένεται να κυκλοφορήσει σε 16 γλώσσες, έφτασε στη βραχεία λίστα του Βραβείου Strega, της υψηλότερης λογοτεχνικής διάκρισης της Ιταλίας, και κέρδισε τα βραβεία Martoglio, Subiaco, Alassio Centolibri και Mario La Cava 2019. Έχει γράψει επίσης βιβλία για παιδιά, ενώ συνεργάζεται ως αρθρογράφος με τις εφημερίδες La Repubblica, Il Foglio και La Stampa.

 

Η τριανταεξάχρονη Ίντα επιστρέφει μετά από καιρό στη γενέτειρά της, τη Μεσσίνη, για να βοηθήσει τη μητέρα της να ανακαινίσουν το σπίτι τους, προκειμένου να το πουλήσουν. Περιτριγυρισμένη από αντικείμενα και αναμνήσεις, η Ίντα πρέπει να αποφασίσει ποια κομμάτια του παρελθόντος θα κρατήσει και ποια θα αφήσει πίσω της

ΠΡΩΤΟΠΡΟΣΩΠΗ αφήγηση από την ίδια την Ida, ένα alter ego της συγγραφέως, που ξεκίνησε από τη σικελική πόλη για να βρεθεί με τον άντρα της στη Ρώμη. Η πρωταγωνίστρια γυρίζει στο παλιό πατρικό της σπίτι, όπου μένει μόνο η μητέρα της. Το βρίσκει πασπαλισμένο με σκόνη από τους σοβάδες. Το βρίσκει πασπαλισμένο κι απ’ τις αναμνήσεις που ξυπνούν. Αυτές αφορούν μια άλλη ζωή, μια ζωή παλαιική που νόμιζε ότι την είχε αφήσει πίσω της, αλλά αυτή την περίμενε στα παλιά της λημέρια.

ΤΑΥΤΙΣΤΗΚΑ από την αρχή με την ηρωίδα. Κι εγώ έχω φύγει από το πατρικό μου όταν πέρασα στη Νηπιαγωγών, ήρθα στην Αθήνα και έπειτα έμεινα εδώ. Όμως, επειδή ανεβαίνω συχνά στην ορεινή μου κωμόπολη, τη γενέτειρα και πατρίδα, δεν νιώθω ότι έχω χάσει τις ρίζες μου. Ωστόσο, η Ida κουβαλά πολλά απ’ τη Messina (αρχ. Μεσσήνη). Κι, όταν ξαναβρίσκεται στο σπίτι της, ξυπνάνε οι νεκροί που πάντα το στοιχειώνουν. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες, ίδια ιστορία, δεν λένε να αφήσουν τον χώρο, όπως κι εγώ που μικρή έβλεπα όνειρα με τη γιαγιά να με μαλώνει. Μα κυρίως ο πατέρας που μια μέρα εξαφανίστηκε…

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ η γυναικεία γραφή που είναι εσωτερική και λίγο συναισθηματική. Μου αρέσει ο ιταλικός τρόπος, που τον είδα και σε άλλα μυθιστορήματα, της συγκρατημένης αφήγησης, αν και μερικές φορές αργοδιαβαίνει με ομπρέλα την ανία. Κάπου εμφανίζεται κι ο Ελληνοϊταλός Νίκος με μητέρα από την Κρήτη και πατέρα Ιταλό κι έδεσε το γλυκό. Κι η Messina εμφανίζεται συχνά όχι ως τοπίο και εικόνες από τα σπίτια ή τα μνημεία της, αλλά ως σικελική κουζίνα, τόσο μεσογειακή, τόσο οικεία…

Η ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ στην ουσία έχει δύο εαυτούς που εναλλάσσονται. Ο τωρινός της Ρώμης, της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της, ο ανεξάρτητος. Κι ο παλιός της Messina, δεκατριών χρονών, όταν εξαφανίστηκε αυτόβουλα ο πατέρας της, που γνώρισε την εφηβεία και τη φίλη της τη Sara, που νιώθει τύψεις για την εξαφάνιση του καταθλιπτικού papà της. Επομένως, έχουμε απ’ τη μια ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης κι απ’ την άλλη τη δύσκολη σχέση μάνας-κόρης.

ΤΟ ΕΝΑ εξελίσσεται ως ανάμνηση, ως αναδρομή στο πώς η μικρή Ida μεγάλωσε με το τραύμα στην ψυχή της απ’ την εξαφάνιση του πατέρα. Και πώς αυτό χάραξε βαθιά μέσα της ανεξίτηλα σημάδια. Το δεύτερο διασχίζει το κείμενο τόσο στις τριβές της πρωταγωνίστριας με τη μητέρα της, όσο και στα παιδιά που δεν έχει η ίδια. Στην ουσία ο εξαφανισμένος πατέρας είναι πάντα παρών μέσα στην απουσία του, επιβαίνει στο παρόν και μολύνει τις σχέσεις μάνας και κόρης. Λανθάνει το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, μια υποσυνείδητη σύνδεση της Ida με τον αρσενικό πόλο της οικογένειας και μια υποδόρια κόντρα με τον θηλυκό.

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ είναι περισσότερο μια εσωτερική υπόθεση, παρά μια κινηματογραφική δράση. Θυμίζει ταινίες με βουβά πλάνα. Είναι το ίδιο μια κατάδυση στον ψυχισμό της ηρωίδας, αλλά έμμεσα και στον ψυχισμό της μάνας κι ακόμα πιο έμμεσα και αινιγματωδώς στον κενό ψυχισμό του καταθλιπτικού πατέρα. Τελικά γλιτώνει η Ida απ’ τα φαντάσματα και τους προσωπικούς της δαίμονες ή φεύγει για τη Ρώμη και τον άντρα της πιο ράκος απ’ όταν έφτασε στη γενέτειρα πόλη της;

Καλό Πάσχα

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, April 20, 2021

Domenico Starnone, “Τα κορδόνια”

ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -3. Η απιστία του άντρα, η απόγνωση της γυναίκας, τα κενά της ιστορίας και σαράντα χρόνια μετά οι εξηγήσεις και οι μνήμες που φωτίζουν την αναταραχή.


Domenico Starnone

Lacci

2014

“Τα κορδόνια”

μετ. Σ. Παπασταύρου

εκδόσεις Πατάκης -2021


Στο πλαίσιο της ανάγνωσης Ιταλών συγγραφέων έπεσα πάνω στον Starnone, που είναι σύγχρονος και βραβευμένος.

 

> O Ντοµένικο Σταρνόνε γεννήθηκε στη Νάπολη το 1943 και ζει στη Ρώμη. Συγγραφέας 13 βιβλίων, σεναριογράφος και δημοσιογράφος, έχει τιμηθεί για το μυθιστόρημά του Via Gemito µε το βραβείο Strega.

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ μερικά βιβλία που ξεκινάνε από ασύμπτωτα μεταξύ τους σημεία τα οποία κάπου σιγά σιγά συναντώνται. Έτσι κι εδώ, το πρώτο μέρος αποτελεί την επιστολή μιας συζύγου στον σύζυγό της, ο οποίος την παράτησε με δύο παιδιά, τον Sandro και την Anna, προκειμένου να ζήσει τον έρωτά του με την ερωμένη του Lidia. Τον κατηγορεί αλλά και ελεεινολογεί τη σχέση τους, παραπονιέται για την εγκατάλειψή της εκ μέρους του, με περιορισμένα οικονομικά και δυο παιδιά, εκπέμπει ένα SOS για τον διαλυμένο γάμο τους. Το δεύτερο μέρος μάς πετάει αλλού: ο Aldo είναι ένας γηραιός συγγραφέας τηλεόρασης, άντρας της Vada, που γυρίζοντας σπίτι από τις διακοπές τους βρίσκει την καταστροφή του νοικοκυριού που προκάλεσαν ληστές. Για πολλές σελίδες δεν καταλαβαίνουμε τη σχέση του πρώτου με το δεύτερο μέρος, ώσπου εμφανίζονται τα ονόματα των παιδιών του Aldo και της Vada, ονόματα που παραπέμπουν στην πρώτη ιστορία.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ιστορία έρχεται σαράντα χρόνια μετά να ξεθάψει από τύχη τις επιστολές της Vada την περίοδο 1974-1978, όταν αυτός είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για την ερωμένη του κι η σύζυγός του του έστελνε απεγνωσμένα γράμματα. Κι έτσι μαθαίνουμε σιγά σιγά πώς έζησε αυτός εκείνη την περίοδο της φυγής (με τη Lidia) και πώς ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι του.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, το θέμα του γάμου, του φθαρμένου γάμου, που έχει περάσει από τον έρωτα στη στασιμότητα, κι από εκεί στην απιστία, με την ελπίδα για μια νέα αρχή, αλλά και η επάνοδος στο καταφύγιο της αγάπης, όχι ίσως του πάθους αλλά της ασφάλειας είναι τα θέματα που διαρρέουν το μυθιστόρημα. Ο ήπιος τόνος ίσως δεν ευνοεί το δράμα. Μαθαίνουμε αλλά δεν συγκλονιζόμαστε, νιώθουμε αλλά δεν συμπάσχουμε, καταλαβαίνουμε αλλά δεν βλέπουμε τη σύγκρουση.

ΦΥΣΙΚΑ θα πει κανείς ότι μας ενδιαφέρει, ή πρέπει να μας ενδιαφέρει, ο ψυχισμός του καθενός, που ξεδιπλώνεται τόσο στο γράμμα από την πλευρά της απατημένης συζύγου, όσο και στον μονόλογο του ερωτευμένου άντρα. Στεκόμαστε στο εσωτερικό δράμα και στην αλήθεια του καθενός. Η απιστία που οδηγεί τη γυναίκα στην απόγνωση, ακόμα και για πρακτικούς λόγους, αλλά ακόμα περισσότερο για την οδύνη απέναντι στην αδικία που υπέστη και δεν τη χωράει ο νους της. Από την άλλη, η αλήθεια του μοιχού ίσως έχει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί ως θύτης πρέπει να εξηγήσει τη στάση του, αν εξηγείται το πάθος και το ανεξέλεγκτο συναίσθημα, πρέπει να αναδείξει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και διλήμματα. Κι εκεί η λογοτεχνία έχει ενεργό ρόλο να παίξει.

Η ΤΡΙΤΗ ιστορία ρίχνει την αυλαία. Αφηγήτρια είναι η Anna, που συναντάται με τον αδελφό της Sandro, για να ταΐσουν τον γάτο των γονιών τους, όταν αυτοί είναι ακόμα στις διακοπές τους. Κι εκεί θυμούνται τη συνάντηση με τον πατέρα τους, μικρά παιδιά αυτά κι εκείνος φυγάς από την οικογενειακή εστία. Η τρίτη ιστορία δένει πιο σφιχτά τις άλλες δυο.

ΝΟΜΙΖΩ ότι θα ξεχάσω γρήγορα το μυθιστόρημα. Γιατί, ενώ το θέμα του είναι φλέγον και διαχρονικά επίκαιρο. Ενώ ο τρόπος πλοκής του είναι πρωτότυπος καθώς διαφορετικά ρεύματα συμβάλλουν σε μια κοινή κοίτη. Ωραία αυτά τα “ενώ”, αλλά ο τόνος που επικρατεί και η ένταση που υφέρπει αλλά δεν κορυφώνεται ρίχνει την ανάγνωση σε μέτρια επίπεδα.

Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, April 17, 2021

Cesare Pavese, “Το φεγγάρι και οι φωτιές”

ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -2. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Ιταλία, αλλά και με αναδρομές οδηγούμαστε πίσω στα μεσοπολεμικά. Κλειστοί ορίζοντες, που όποιος τους διαβεί μπορεί να δει και λίγο παραέξω τη ζωή.

 

Cesare Pavese

“La luna e I falò”

1950

“Το φεγγάρι και οι φωτιές”

μετ. Ά. Παπασταύρου

εκδόσεις Μεταίχμιο -2021


Μεγάλο όνομα της ιταλικής λογοτεχνίας κι έτσι είπα να διαβάσω πώς είδε τον μεταπολεμικό κόσμο μας. Αυτοκτόνησε κιόλας.


> Ο Τσέζαρε Παβέζε είναι ένας από τους πιο αγαπημένους Ιταλούς συγγραφείς της γενιάς που ονομάστηκε "νεορεαλιστική". Γεννήθηκε το 1908 στο Σαν Μπέλμπο του Κουένο. Το 1914 πέθανε ο πατέρας του και τα οικογενειακά βάρη ανέλαβε η δραστήρια και λιγόλογη μητέρα του. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου στους Ιησουίτες. Το 1926 αποφοίτησε. Έμαθε μόνος του αγγλικά και μελέτησε τον Ουίτμαν. Το 1927 γράφτηκε στη φιλοσοφική και το 1930 πέθανε η μητέρα του. Εκείνη τη χρονιά άρχισε να μελετά και να θαυμάζει τον Κρότσε. Από το 1933, μαζί με μια ομάδα αντιφασιστών διανοούμενων, φίλων του από το λύκειο "Μάσσιμο ντ' Αζέλιο", συνεργάζεται με το νεοσυσταθέντα εκδοτικό οίκο "Εϊνάουντι" και μετά τη σύλληψη του Τζίνσμπουργκ, καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση της επιθεώρησης "La Cultura". Το 1935 συλλαμβάνεται, ταυτόχρονα με τον Εϊνάουντι, εξαιτίας ενός γράμματος του Αλτιέρο Σπινέλλι που βρέθηκε στο σπίτι του, αλλά ύστερα από αίτηση χάριτος η ποινή του μειώθηκε. Το '36 επέστρεψε στο Τορίνο, όπου σε μια ερωτική απογοήτευση προστέθηκε η αποτυχία του "Lavorate stanca" ("Η δουλειά κουράζει"). Το '41 η κριτική επαίνεσε την έκδοση του "Paesi tuoi" ("Οι χώρες σου"). Την ίδια εποχή γράφει και την "Αμμουδιά". Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο Τορίνο, γράφτηκε στο Κ.Κ. Ιταλίας και άρχισε τη συνεργασία με την "Ουνιτά", όπoυ γνώρισε τον Ίταλο Καλβίνο, κ.ά. Το '46 έγραψε τη "Fuoco grande" ("Μεγάλη φωτιά"), που θα εκδοθεί μετά το θάνατό του και στη συνέχεια: "Dialoghi con Leuco" ("Διάλογοι με τη Λευκώ"), "Ο διάβολος στους λόφους", "Τρεις γυναίκες μόνες", "La luna e il falo" ("Το φεγγάρι και οι φωτιές"). Το '50 τού απονεμήθηκε το βραβείο "Στρέγκα". Στις 27 Αυγούστου του 1950 αυτοκτόνησε σ' ένα ξενοδοχείο του Τορίνο, σε ηλικία σαράντα δύο ετών.


ΕΧΩ μια αμυδρή εντύπωση πως η μεταπολεμική λογοτεχνία, η αμέσως μετά τον πόλεμο, είναι μίζερη. Και στην Ελλάδα και στην Ιταλία η έξοδος από τον II Παγκόσμιο Πόλεμο και η φτώχια στις πρώτες δεκαετίες επιβάρυνε τις πλάτες των λογοτεχνών με μια κακομοιριά, που οδήγησε σε μια οπτική γωνία ματαιότητας. Ενώ ίσως θα περίμενε κανείς όραμα για ένα ειρηνικό μέλλον, είναι τόσο βαριά η σκιά του πολέμου και οι δεινές οικονομικές συνθήκες, που δεν αφήνει περιθώριο για ελπίδες.

ΑΥΤΟ ΒΛΕΠΩ και στο τελευταίο έργο του Pavese. Δεν ξέρω αν τα άλλα είναι πιο δυναμικά σε συναισθήματα και σε γραφή. Αλλά αυτό παρουσιάζει τον πρωταγωνιστή να γυρίζει αμέσως μετά τον πόλεμο στο χωριό του, στη Βορειοδυτική Ιταλία, στο φτωχό και μίζερο χωριό του, μετά την παραμονή του στην Αμερική. Εκεί πρόκοψε και γυρίζοντας έχει μια οικονομική άνεση, μικρή μάλλον αλλά σημαντική για την επαρχία της χώρας. Και βλέπει ό,τι άφησε πίσω του με μια νοσταλγία για το παρελθόν, με αναμνήσεις και παιδικές μνήμες αλλά και με μια στασιμότητα που αντικατοπτρίζεται και στον αργόσυρτο τρόπο της αφήγησης, σαν ένα καραβάνι που διασχίζει μονότονα την έρημο.

ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ βλέπουν κοντόθωρα μόνο το μικρό τους χωριό και λίγο γύρω γύρω, ενώ η κοντινή πολίχνη, ή η πιο μακρινή πόλη, ή αρκετά μακρινή Γένοβα φαντάζουν τόσο απόμακρες. Αυτό κάνει και τη ζωή τους χαμηλών πτήσεων και στόχων, ενώ ο ήρωας, που παίρνει το προσωνύμιο Χέλι, όταν πιάνει δουλειά στο αρχοντικό του Mateo, βλέπει λίγο μακρύτερα. Δεν είναι μόνο η ζωή των δεσποινίδων της οικογένειας, που φαντάζουν απόρθητα κάστρα για την τάξη του, αλλά και η δυνατότητα που σιγά σιγά αποκτά να φύγει έξω από τον περίβολο της μικροχωριάτικης ζωής του.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ πλευρές των φασιστών και των Αριστερών περνάνε λίγο μέσα στο μυθιστόρημα, αλλά πιο πολύ εστιάζει στο κοινωνικό θέμα, τόσο των φτωχών Ιταλών όσο και των πλούσιων, που δεν ζουν αναγκαστικά καλύτερα.

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, April 14, 2021

Roberto Vecchioni, “Ο έμπορος του φωτός”

ΙΤΑΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -1. Είναι η αρχαία ελληνική σκέψη τόσο διαχρονική που να μπορέσει να μεταφερθεί στο σήμερα και να εφαρμοστεί, τόσο στη λογική της, τόσο στην ερωτική της, όσο και στην παράλογη πλευρά της;

 

Roberto Vecchioni

“Il mercante di luce”

2014

“Ο έμπορος του φωτός”

μετ. Δ. Παπαδημητρίου

εκδόσεις Κριτική -2020


Μετά το πολύ συγκινητικό και καλογραμμένο “Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα”, η αναζήτηση νέων βιβλίων του φιλέλληνα Vecchioni ήταν μια απ’ τις προτεραιότητές μου.


> Ο Roberto Vecchioni (Ρομπέρτο Βεκιόνι) γεννήθηκε στην Καράτε Μπριάντσα της Βόρειας Ιταλίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Έχει πλούσιο έργο τόσο στη μουσική όσο και στα γράμματα. Ως τραγουδοποιός έχει αφήσει, για πάνω από μισό αιώνα, το ιδιαίτερο στίγμα του στη μουσική σκηνή της Ιταλίας κερδίζοντας την αγάπη του κοινού. Η πολύχρονη ενασχόλησή του με τις ανθρωπιστικές σπουδές και τη διδασκαλία στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση αντανακλάται στη μουσική και λογοτεχνική του παραγωγή. Είναι συγγραφέας των βιβλίων "Viaggi del tempo immobile" (1996), "Le parole non le portano le cicogne" (2002), "Diario di un gatto con glistivali" (2006), "Scacco a Dio" (2009) και "Il mercante di luce" (2014). "Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα" έχει ήδη μεταφραστεί στη γαλλική και την ισπανική γλώσσα. Στην πλοκή του μυθιστορήματος βασίστηκε το ομώνυμο τραγούδι του Vecchioni "Ιllibraio di Selinunte".


ΤΟ ΕΡΓΟ διασταυρώνεται στο μυαλό μου με δύο άλλα: απ’ τη μια την “Ιστορία ενός γερασμένου παιδιού” της Jenny Erpenbeck, καθώς ο Marco στον Vecchioni είναι ένα παιδί 17 ετών, που ωστόσο πάσχει από προγηρία και έχει έναν επιβαρυμένο οργανισμό σαν να είναι 70. Απ’ την άλλη, το “Μαύρο νερό” του Μακρόπουλου, όπου ο πατέρας “θυσιάζεται”, καθώς αφοσιώνεται στον παραπληγικό γιο του. Το ίδιο κάνει κι ο Stefano Quodam Valerio, που μεγαλώνει τον προγερασμένο γιο του στο βιβλίο για το οποίο μιλάμε. Είναι καθηγητής αρχαίων ελληνικών και όλη του η φιλοσοφία ζωής, δηλαδή όλη η κοσμοαντίληψη, που μεταφέρεται στην καθημερινότητά του, προέρχεται από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, ειδικά τον Όμηρο, τους τραγικούς και τους λυρικούς ποιητές.

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ωστόσο ξεκινά με μια πράξη βίας, καθώς ο μειλίχιος Stefano, κατεβαίνει απ’ τ’ αμάξι του και σπάει με τον πυροσβεστήρα τα τζάμια και τις λαμαρίνες μιας Porsche ενός κακομαθημένου πλούσιου νεαρού που έχει κλείσει τον δρόμο. Η συνέχεια είναι όμως πιο ήπια. Φροντίζει τον Marco, του διαβάζει αρχαία ελληνικά αποσπάσματα ή δικά του ποιήματα, τον μυεί στην αρχαιοελληνική νοοτροπία, τον πηγαίνει για εξετάσεις, ζει στον κόσμο του όπως αυτός διαμορφώνεται από τον ελληνισμό και την καθημερινότητά του κ.ο.κ.

ΦΑΙΝΕΤΑΙ σε μεγάλο βαθμό ότι τα δύο επίπεδα συναντιούνται μόνο στην αντανάκλασή τους: το επίπεδο της προγηρίας του γιου και το επίπεδο της αρχαιοελληνικής κοσμοθεωρίας. Αυτό κάνει το μυθιστόρημα συνάθροιση επεισοδίων και ιδεών, χωρίς συνεκτικότητα, χωρίς δηλαδή μια ενσωμάτωση του αρχαίου πνεύματος μέσα στη ζωή των προσώπων. Η αγάπη του Stefano για τον γιο του και η αντοχή που δείχνει αντικατοπτρίζεται στα μαθήματα που έχει πάρει από την τραγωδία ως τρόπο ζωής των Ελλήνων.

Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ κορυφώνεται όταν η ιστορία του Αίαντα γίνεται πράξη στο πρόσωπο του Quontam. Ο Αίας, επειδή ήταν ο πιο γενναίος από τους Αχαιούς, ζήτησε τα όπλα του Αχιλλέα, μετά τον θάνατο του τελευταίου. Η ρητορική όμως του Οδυσσέα ήταν πιο πειστική κι έτσι αυτός κέρδισε τα όπλα. Ο Αίας τρελάθηκε και επιτέθηκε σε ένα κοπάδι πρόβατα, πιστεύοντας πως είναι οι Αχαιοί, κι έπειτα από ντροπή αυτοκτονεί. Ο πρωταγωνιστής του Vecchioni, όταν χάνει τελικά τον γιο του, και ο αντίζηλός του απατεώνας καθηγητής παίρνει την έδρα της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τρελαίνεται εξίσου κι επιτίθεται με μια μαύρη Porsche σε ένα κέντρο διασκέδασης, πιστεύοντας ότι είναι μέσα τα ρεμάλια οι νέοι, που διασκεδάζουν αψηφώντας τους άλλους. Ο κόσμος των αρχαίων ζει…

ΟΝΤΩΣ το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα αποδίδει με λατρεία και πάθος τη βαθιά φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι κατέκτησαν το ύψος κάθε ανθρώπινης σκέψης και συνόψισαν όλα τα ζητήματα διαχρονικά. Μέθυσα κι εγώ με τον παλμό αυτό και στο τέλος συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο είναι μια σειρά από καθρέφτες που συνεχώς παίζουν με ομοιώματα και αντανακλάσεις.

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, April 13, 2021

Ιταλική λογοτεχνία

Εδώ στο Βιβλιοκαφέ έχουμε διαβάσει σχετικά λίγα έργα της ιταλικής λογοτεχνίας. Δεν ξέρω πόσο δυναμική λογοτεχνία είναι, πόσο ψηλά στέκεται σήμερα δίπλα στις κραταιές άλλες. Ιδού τι έχουμε διαβάσει:

 

-Curzio Malaparte, “Το δέρμα”

-Ο Carlo Lucarelli συνθέτει …την “Τριλογία του φασισμού”

-“Πού ήσασταν όλοι” του Paolo di Paolo

-Fabio Stassi, “Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή”

-Italo Calvino, “Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου”

-Λούκα Ντ’ Αντρέα, “Η κατάρα της Λίσι”

-Fabio Stassi, “Η χαμένη αναγνώστρια”

-“Η υπέροχη φίλη μου” της Έλενα Φερράντε

-Οι αραχτοί” του Michele Serra

-“Φύλλο μηδέν” του Ουμπέρτο Έκο

-“Το κοιμητήριο της Πράγας” του Ουμπέρτο Έκο

-“Τα φτερά της πεταλούδας” του Αντρέα Καμιλέρι   

 


Και τώρα ένα μικρό αφιέρωμα σε Ιταλούς συγγραφείς καθώς διαβάσαμε τέσσερα βιβλία τους:

 

1. Roberto Vecchioni, “Ο έμπορος του φωτός”

2. Cesare Pavese, “Το φεγγάρι και οι φωτιές”

3. Domenico Starnone, “Τα κορδόνια”

4. Nadia Terranova, “Αντίο, φαντάσματα”

Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, April 11, 2021

William Melvin Kelley, “Ένας διαφορετικός τυμπανιστής”

Ο ρατσισμός φαίνεται μόνο στις τελευταίες σελίδες. Αλλά υπονοείται μέσα από λέξεις και εκφράσεις στην Αμερική της δεκαετίας του ’50, όπου μια απρόσωπη εγερτήρια τυμπανοκρουσία ωθεί τους μαύρους σε μια ειρηνική εξέγερση.

 

William Melvin Kelley

“A Different Drummer”

1962

“Ένας διαφορετικός τυμπανιστής”

μετ. Γ. Μπαμπασάκης

εκδόσεις Μεταίχμιο -2020


“Ο άγνωστος γίγαντας της αμερικανικής λογοτεχνίας”. Η αλήθεια είναι ότι τσίμπησα απ’ αυτή τη φράση στο εξώφυλλο. Μπήκα στο τριπάκι να διαβάσω έναν άγνωστο συγγραφέα, που είναι ωστόσο μεγάλη πένα. Είναι;


> Ο William Melvin Kelley γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1937. Σπούδασε στο Χάρβαρντ. Ήταν γνωστός για τη διερεύνηση, μέσω της σάτιρας, των φυλετικών σχέσεων στην Αμερική. Το πρώτο μυθιστόρημά του, Ένας διαφορετικός τυμπανιστής, κυκλοφόρησε το 1962, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών. Ακολούθησαν τα βιβλία: Dancers on the Shore (1964), A Drop of Patience (1965), dem (1967), Dunfords Travels Everywheres (1970). Δίδασκε λογοτεχνία στο Κολέγιο Σάρα Λόρενς. Βραβεύτηκε με το Anisfield-Wolf Book Award for Lifetime Achievement το 2008 για τη συνολική του προσφορά. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 2017 σε ηλικία 79 ετών.

  

ΕΧΟΥΜΕ συνηθίσει τα βιβλία μαύρων που αναφέρονται στον ρατσισμό που υφίστανται στις ΗΠΑ να είναι άκρως ρεαλιστικά, ώστε να μιλήσουν τα γεγονότα ωμά και αμεσολάβητα. Η “Little Scarlet” του Walter Mosley, “Όλες οι χάρες του ουρανού” του Dinaw Mengestu, “Το κουαρτέτο του Χάρλεμ” του James Baldwin, “Οι μητέρες” της Brit Bennett αποδίδουν με ζωντάνια τις συνθήκες των γκέτο, των μαύρων Αμερικανών, των τριβών και των δυσκολιών τους.

ΑΠΕΝΑΝΤΙ σ’ αυτό το πλαίσιο ο νεαρότατος το 1962 Kelley ξεκινά με μια φανταστική Πολιτεία του Νότου, όπου ένας γιγάντιος Αφρικάνος κυνηγιέται και εντέλει σκοτώνεται, αφήνοντας πίσω του ένα μωρό, τον μετέπειτα ονομασθέντα Tucker Caliban. Η πρώτη αυτή σκηνή είναι άκρως γκροτέσκα, σκόπιμα υπερβολική, απρόσμενη… και δίνει το σήμα για μια άλλου τύπου φυλετική ιστορία. Στη συνέχεια η πράξη του μαύρου Caliban να ρίξει αλάτι στα χωράφια του και να φύγει από την πολιτεία, παρασέρνοντας μαζί του και όλους τους Αφροαμερικάνους κατοίκους της, αποτελεί πέρα από αίνιγμα για όλους και μια ενέργεια τρελή, ανεξήγητη, αφασική.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ περνά από τα μάτια των λευκών της πολιτείας, που βλέπουν τον “παράξενο” μαύρο να είναι στο επίκεντρο της προσοχής κι εκείνοι εικάζουν και σχολιάζουν. Από την τερατώδη εμφάνιση του θηριώδους πατέρα του μέχρι το αλάτι και τη φυγή του, πολλά περνάνε απ’ το μυαλό των ανθρώπων, λίγα ξέρουν αλλά πολλά υποθέτουν και ακόμα περισσότερα φημολογούν. Σιγά σιγά όμως οι πιο κοντινοί άνθρωποι στην οικογένεια Caliban, όπως είναι ο πατέρας David Willson, ο γιος Dewey και η κόρη Dymphna, αποκαλύπτουν στις δικές τους πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις πώς έζησαν τον Tucker και τη μορφωμένη σύζυγό του Bethrah, πώς τους αγάπησαν ο καθένας με τον τρόπο του, αλλά και πώς οι δύο αυτοί τύποι εξελίχθηκαν αθόρυβα μέσα στον χρόνο.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ των μαύρων (Αφροαμερικανών, νέγρων, αραπάδων, σκυλαραπάδων, έγχρωμων κ.ο.κ.) γίνεται ήσυχα και ανεπαίσθητα. Χωρίς συνεννοήσεις διαρκείας και χωρίς ντουντούκες, αποφασίζουν να ακολουθήσουν το κύμα που σήκωσε ο Tucker και η γυναίκα του και να αφήσουν τη μικρή πολιτεία. Το ίδιο επαναστατική ήταν και η αίτηση από τον πρωταγωνιστή, πριν από μερικά χρόνια, να αγοράσει από τους Willsons είκοσι οκτώ στρέμματα γης στη φυτεία τους, γιατί μια εσωτερική φωνή έλεγε στον Tucker ότι πρέπει να πάψουν πλέον να δουλεύουν τη γη άλλων (των λευκών) και μέσα τη δεκαετία του ’50 να αποκτήσουν τη δική τους γη, εκεί που ο πρώτος Caliban είχε πρώτος εργαστεί.

ΌΛΑ δείχνουν άμεσα ή έμμεσα ότι μια συνείδηση χωρίς ηγέτη, χωρίς συλλόγους και χειραγωγήσεις, άναψε ένα φιτίλι, που οδήγησε σε μια φιλειρηνική εξέγερση. Η Πολιτεία χωρίς τους μαύρους της είναι άδεια και μισή κι οι λευκοί αναρωτιούνται “Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;”. Ο Keeley είναι αλήθεια ότι με τσίγκλησε, επειδή έβαλε δυο γυναίκες, την Bethrah του Tucker και την Camille του David να υπακούν εντέλει στους άντρες τους σε μια πατριαρχική νοοτροπία. Αλλά τον συγχωρώ, καθώς πέρασε το μήνυμα μιας φωνής που συνεπαίρνει όλους, άντρες και γυναίκες, μια αφύπνιση του μαύρου πληθυσμού, που δεν οδηγεί σε μια βίαιη ρήξη με τους λευκούς αλλά σε μια ηθελημένη φυγή. Κι εκεί μοιάζουν πολλά ανεξήγητα, αλλά υποθέτω ότι ο συγγραφέας θέλει να δείξει ότι τα πράγματα ωριμάζουν και οι συνειδήσεις αφυπνίζονται με έναν μαγικό τρόπο ή με το χέρι της Ιστορίας να νεύει.


In2life, 8/2/2021 

Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, April 08, 2021

Paul Greveillac, “Αφέντες και δούλοι”

Το μαοϊκό καθεστώς στην Κίνα, όπως όλα τα κομουνιστικά, έχει τους ευνοούμενούς του και τους υπό δυσμένεια. Αυτό δεν αγγίζει μόνο τα διοικητικά στελέχη, αλλά και τους καλλιτέχνες. Μέσω λοιπόν ενός ζωγράφου, ξεδιπλώνεται όλος ο κισσός της χώρας, της εξάρτησης από την εξουσία, των αλλαγών που δεν αφήνουν κανέναν να μείνει όρθιος.

 

Paul Greveillac

 “Maîtres et esclaves”

2018

“Αφέντες και δούλοι”

μετ. Γ. Καυκιάς

εκδόσεις Πόλις -2020


Το δώρο της ξαδέλφης μου για τα γενέθλιά μου το κοίταξα καχύποπτα. Τι με νοιάζει εμένα μια οικογένεια Κινέζων στην εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ; Τελικά με ένοιαζε.


> Ο Πωλ Γκρεβεγιάκ γεννήθηκε το 1981. Σπούδασε φιλολογία και πολιτικές επιστήμες. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Οι κόκκινες ψυ­χές" (2016, βραβείο Roger Nimier), περιγράφει μέσα από τη ζωή ενός Σοβιετικού λογοκριτή τον κόσμο της επίσημης τέχνης και της προπαγάνδας στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τη ζωή των διαφωνούντων διανοουμένων. Το "Αφέντες και δούλοι" (2018) έχει τιμηθεί με το βραβείο Jean Giono και ήταν στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο Goncourt.


Το 1950 γεννιέται ο Τιαν Κιγουάι από οικογένεια φτωχών αγροτών. Η οικογένεια ζει δύσκολα στην επαρχιακή Κίνα, ενώ ο κομουνισμός σαρώνει τα πάντα, όχι τόσο βίαια, όσο πολιτισμικά, επιβάλλοντας νέες συνήθειες, προάγοντας την κολεκτιβοποίηση, προσκυνώντας τον Μεγάλο Τιμονιέρη και οργανώνοντας τη ζωή σε απόλυτα συλλογική βάση. Ο μικρός ταλαντούχος Κινέζος ζει μεταξύ του νωθρού για τα δεδομένα της παραγωγής πατέρα του Τιάν Γιονγκμιν και της φιλόπονης μάνας του Σι Γιαν, ενώ στο προσκήνιο είναι συνεχώς ο γραμματέας της τοπικής επιτροπής Τζιανγκ Τζινσένγκ. Κι από νωρίς στρέφεται στο μόνο πράγμα που κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του, τη ζωγραφική, επιδεικνύοντας εξαιρετικό ταλέντο.

ΚΕΝΤΡΟ είναι φυσικά ο νεαρός ζωγράφος αλλά δίπλα του απλώνονται σε επάλληλους κύκλους ο φίλος του Γκάο, που εκτελέστηκε, η σύζυγός του Λι Φανγκ, οι τοπικοί επιτελάρχες, οι ζωγράφοι στο Πεκίνο όπου αποστέλλεται με υποτροφία. Άξονας λοιπόν η ζωγραφική, αλλά στην ουσία στον θρόνο είναι η πολιτική. Σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ο καλλιτέχνης είναι εν μέρει προπαγανδιστής. Πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές του Μάο, να συνδυάζει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό με τα μηνύματα της Νέας Κίνας. Μορφή και περιεχόμενο στην υπηρεσία της πολιτικής ανάπτυξης. Ο Κιγουάι δεν εμπλέκεται στις φατρίες της σχολής, αλλά η τέχνη του ξεχωρίζει, φυσικά μέσα στο πλαίσιο των μαοϊκών κανόνων.

Ο ΚΙΓΟΥΑΪ σταδιακά γίνεται μέρος του συστήματος. Ζωγραφίζει επίσημα για τον Μάο και το καθεστώς, αποστέλλεται μάλιστα να ζωγραφίσει τον στρατό αλλά και τα επιτεύγματα των κινέζικων νοσοκομείων, καταδίδει έναν σύντροφο που εκφράστηκε αρνητικά για τη γυναίκα του Μεγάλου Τιμονιέρη, γίνεται κομμάτι της σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Γίνεται φιλόδοξος, εγωιστής, αριβίστας που θέλει πλέον να εξαργυρώσει το καλλιτεχνικό του κεφάλαιο σε πολιτικό, να ανέβει μέσα στο Κόμμα. Κι απ’ την άλλη, ενώ έχει γυναίκα και παιδί, διολισθαίνει στον έρωτα για την πρίμα μπαλαρίνα Χάο Σιουλάν.

ΣΕ ΜΙΚΡΕΣ παρένθετες σκηνές εμφανίζεται ένας κλοσάρ, ο Λιου ο Πινέλας, που περιφέρεται στο Πεκίνο και συλλέγει –ανάμεσα στ’ άλλα- πινέλα για να ζωγραφίζει. Είναι το αντεστραμμένο είδωλο του πρωταγωνιστή, εκτός κόμματος και αναγνώρισης, το ίδιο όμως παθιασμένος με τη ζωγραφική, την οποία ωστόσο δεν χρησιμοποιεί για να ανέβει. Μένει πάντα στο περιθώριο σε μια Κίνα που φτιάχνει κομματικές ιεραρχίες και επιβάλλει αυτόν τον δρόμο.

ΟΙ ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ όμως στην εξουσία μετά τον θάνατο του Μάο φέρνουν και αλλαγές στην επίσημη ή ανεπίσημη τέχνη που προωθείται. Ο Κιγουάι χάνει την πρωτοκαθεδρία, ενώ η ομάδα «Άστρα» όπου ανήκει ο Λιου κερδίζει πόντους. Σε ένα καθεστώς με ελεγχόμενα τα πάντα, η αξιοκρατία δεν είναι θέμα μόνο προσωπικής και καλλιτεχνικής αξίας, αλλά και πολιτικής γραμμής. Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν ο γιος του Κιγουάι, ο απείθαρχος έφηβος Σιατζί, επιλέγει ως δάσκαλό του τον Λιου! Έως το 1989, όταν η επανάσταση έφερε νέες αναταραχές, επανάσταση στην οποία συμμετείχε ο γιος του καθεστωτικού, ο εξεγερμένος Τιάν Σιατζί.

ΟΛΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ συνεπώς με άξονα την πορεία ενός καθεστωτικού ζωγράφου εξετάζει παράπλευρα, αλλά μάλλον σοβαρότερα, τον τρόπο με τον οποίο το κινεζικό καθεστώς καθορίζει την τέχνη και τα προϊόντα της, τους δημιουργούς και τις τύχες τους. Ένα βιβλίο καλλιτεχνικής πορείας φυσικά, στο πλαίσιο που αναλύεται, γίνεται πολιτικό μυθιστόρημα, για την εξάρτηση από την εξουσία κάθε μεγάλου ταλέντου, κάθε αυτόνομου καλλιτέχνη. Έμαθα πολλά για την Κίνα, μπήκα ολόκορμη στο πνεύμα της εποχής, έζησα μαζί με τους χαρακτήρες την πολιτική. Μπορώ να πω ότι το βιβλίο μιλάει ζωντανά, φωνάζει σε κάθε σελίδα όχι απλώς τα γεγονότα αλλά έναν παλμό, δείχνει μέσω ενός παραδειγματικού χαρακτήρα την ισορροπία που δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν η ίδια η εξουσία τρώει τις σάρκες της κι ο προηγουμένως ευνοούμενος είναι τώρα καταδικασμένος.

Πάπισσα Ιωάννα