Saturday, February 27, 2010

Προαναγγελία αφιερώματος

Την πρώτη κάθε μηνός αποφάσισα να αφιερώνω την ανάρτηση του Βιβλιοκαφέ σε έναν σύγχρονο έλληνα συγγραφέα και να ετοιμάζω γι’ αυτόν μια ΚΡΕΠΑ.
Θα παρουσιάζω το σύνολο του έργου-του και όσο μπορώ μια σειρά γνωρισμάτων που έχει επισημάνει η κριτική και έχει συλλάβει η αναγνωστική-μου συνείδηση.
Θα θέτω προς συζήτηση την πεζογραφία ενός δημιουργού, με αφορμή ίσως το τελευταίο-του κείμενο, και θα στήνουμε τραπεζάκι συζήτησης.
Αυτή τη Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010 θα δοκιμάσουμε την πρώτη κρέπα του νέου εγχειρήματος με αφιέρωμα στον Θοδωρή Καλλιφατίδη με αφορμή το τελευταίο-του βιβλίο “Φίλοι και εραστές” (2009).
Σ’ αυτό το ποστ περιμένω ιδέες για αφιερώματα και συζητήσεις: δώστε το όνομα ενός πεζογράφου και ρίξτε ιδέες για να ανοίξει η συζήτηση τον επόμενο μήνα/τους επόμενους μήνες.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 24, 2010

Καφές φίλτρου με άρωμα ψημένο αμύγδαλο: “Η αναπαράσταση” της Λίλας Κονομάρα

Η ζωή ενός συγγραφέα και η προσπάθεια βιογράφησής-του: η σύγχρονη μεταμοντέρνα μυθοπλασία έχει συχνά αυτοαναφορικό χαρακτήρα, αναφέρεται δηλαδή στην ίδια τη διαδικασία της γραφής και της αξιοπιστίας-της.

“Η αναπαράσταση”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009

      Η Κονομάρα επιχειρεί αυτό που κάποτε λεγόταν Kunstlerroman, δηλ. μυθιστόρημα περί της τέχνης, συντεθειμένο με την τεχνική της σύνθεσης ποικίλων ειδών, όπως η αφήγηση, το ημερολόγιο, το γράμμα, η συνέντευξη κ.ο.κ. Η εναλλαγή τους ελαφραίνει τη συνεχή εξιστόρηση και η ποικιλία προσπαθεί να κάνει τον αναγνώστη να μη βαριέται.
        Ξεκινώ με ένα μικρό σημείωμα του Χατζηβασιλείου στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (3.1.2010) το οποίο με εκφράζει απόλυτα:
«Ένας ταλαντούχος συγγραφέας εξαφανίζεται μαζί με το τελευταίο του μυθιστόρημα κι ένας φίλος του αναλαμβάνει έναν χρόνο αργότερα να συντάξει τη βιογραφία του, προσπαθώντας να βρει μιαν άκρη και στο μυστήριο της εξαφάνισης.
Πρωταγωνιστής, ο ιδιότυπος πεζογράφος και δοκιμιογράφος Ανδρέας Παράσχος, που παραμερίζει τα πλούτη και τη δύναμη της καπνοπαραγωγού οικογένειάς του στην Ξάνθη, για να καταφύγει στη διέξοδο της πολιτικής αμφισβήτησης και των παραισθησιογόνων ουσιών στο Παρίσι, καταλήγοντας στο ιδανικό ενός μοναχικού και ασυμβίβαστου βίου μέχρι να εξαφανιστεί διά παντός. Χρησιμοποιώντας ποικίλες τεχνικές, η συγγραφέας δοκιμάζει να συνδυάσει την αστυνομική ίντριγκα με το μυθιστόρημα καλλιτεχνικού στοχασμού, αλλά το τελικό αποτέλεσμα υπολείπεται σαφώς των αρχικών προθέσεων: η αστυνομική ίντριγκα είναι αδύνατον να διατηρηθεί (η πλοκή καθηλώνεται κάθε τόσο και η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών αποδεικνύεται άνευρη και δίχως ορμή), ενώ τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών είναι πολύ προσχηματικά και αφηρημένα για να δώσουν σάρκα και οστά στις αναρωτήσεις τους περί της μοίρας της τέχνης και του καλλιτέχνη.»
        Προσωπικά με κούρασε η στασιμότητα της αφήγησης, αφού κυριαρχεί η φλυαρία του κεντρικού χαρακτήρα που στοχάζεται για τη ζωή, όπου τα γεγονότα υποχωρούν, για να αναδυθούν θολές σκέψεις και στοχασμοί, τα ίδια τα διηγήματά-του κ.ο.κ..
       Αλλά ταυτόχρονα στέκομαι στην απόπειρα της συγγραφέως να δείξει την αδυναμία του γραπτού να αναπαραστήσει τον βίο ενός ανθρώπου. Στην ουσία τα κείμενα που χαρακτηρίζουν πλευρές της ζωής του βιογραφούμενου προσώπου δεν μπορούν να “αναπαραστήσουν” μια ζωντανή πραγματικότητα. Είναι το κατά την αποδόμηση νόημα που διαφεύγει, που αιωνίως αναζητά ένα κέντρο αλλά ποτέ δεν το φτάνει. Στην ουσία η Κονομάρα προβάλλει αυτό που πολλοί έχουν ήδη συνειδητοποιήσει: το ότι δηλαδή η γραφή δεν μπορεί να μιμηθεί τον κόσμο. Αυτό ωστόσο που μπορεί να κάνει είναι να ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ κόσμους και βίους, να (ξ)αναπλάσει μια πραγματικότητα, τόσο αληθινή όσο και η εκτός λογοτεχνίας.
        Τελικά μια αδύναμη εκ προθέσεως βιογραφία θα πετύχαινε, αν μπορούσε να δείξει την αντίφαση γραπτού και πραγματικότητας, αν μπορούσε να δείξει την αναίρεση του λόγου που ποτέ δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος. Αλλά η δε πρόθεση πρόθυμος, το δε αποτέλεσμα ασθενές…
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 22, 2010

Τσάι με μπισκότα: “Ο υπάλληλος από την Ινδία” του David Leavitt

Μαθηματική λογοτεχνία και πάλι. Λόγω και σπουδών-μου στις θετικές επιστήμες νιώθω μεγάλο ενδιαφέρον όποτε διαβάζω ένα βιβλίο για την ιστορία των μαθηματικών ή τη ζωή μεγάλων πνευμάτων του χώρου, που κατάφεραν να λύσουν αιώνια προβλήματα.

“The Indian Clerk”
2007
“Ο υπάλληλος από την Ινδία”
μετ. Ανδρ. Μιχαηλίδης
εκδόσεις Πόλις
2009

       Θα περίμενα λοιπόν και το έργο του Leavitt να κεντρίσει το ενδιαφέρον-μου. Πρόκειται για την περίπτωση ενός μεσαίας μόρφωσης ινδού υπαλλήλου ονόματι Σρινιβάσα Ραμάνουτζαν, ο οποίος σχεδόν αυτοδίδακτος προχώρησε τα μαθηματικά και έλυσε υποθέσεις όπως αυτή του Ρίμαν, που χρόνια παίδευαν τους μαθηματικούς των πανεπιστημίων της Ευρώπης. Μια επιστολή-του με τις ιδέες-του που έφτασε στον καθηγητή Χάρντι του Τρίνιτι Κόλετζ στο Κέιμπριτζ κινεί τα νήματα, ώστε να φτάσει ο Ραμάνουτζαν στην Αγγλία και να ξεδιπλώσει το ταλέντο-του.
         Πιο πολύ από μαθηματικό μυθιστόρημα είναι campus novel, όπως αυτά που ακμάζουν στον βρετανικό χώρο. Μου θύμισε πολύ την ατμόσφαιρα και την καθηγητική νοοτροπία απ’ όταν έμεινα για λίγο στην Γηραιά Αλβιόνα, αν και φυσικά την εποχή του Ramanujan οι συνθήκες ήταν πιο αρτηριοσκληρωτικές, εφόσον μιλάμε για τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Χάρντι καυτηριάζει έναν διαγωνισμό φοιτητών, τα «τρίποδα», που ήταν τόσο στερεότυπος και παρωχημένος, τυπικό δείγμα δηλαδή αγγλικού πανεπιστημίου, που δεν βοηθούσε σε τίποτα την πρόοδο των φοιτητών παρά μόνο το κύρος-τους.
          Το παράδοξο είναι ότι το βιβλίο του αμερικάνου συγγραφέα με κούρασε αφάνταστα. Επιμένει πολύ σε νωχελικές λεπτομέρειες, δεν εστιάζει στην εξέλιξη των μαθηματικών, περιγράφει σκηνικά και φάσεις του πανεπιστημίου που κυλάνε ράθυμα τα νερά-τους, αναλώνεται σε σκηνές τσαγιού και φιλοφρονήσεων ή σε περιστατικά από τη ζωή των καθηγητών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εναλλαγή παρόντος, της δεκαετίας του ’30, όταν ο Χάρντι υποτίθεται ότι εκφωνεί λόγο για τη ζωή και τη σκέψη του ινδού μαθηματικού, και παρελθόντος, στις αρχές του αιώνα, όταν ο Ραμάνουτζαν ανέτειλε στο ημίφως των αγγλικών μαθηματικών σπουδών.
        Ίσως φταίω εγώ που είχα άλλες προσδοκίες, αφού μια σειρά από κείμενα μαθηματικής λογοτεχνίας, όπως το "Θεώρημα του παπαγάλου" του Γκέντζ, "Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ" του Δοξιάδη, "Οι άγριοι αριθμοί" του Σονγκτ ή το "Logicomix" των Δοξιάδη-Παπαδημητρίου με είχαν ξετρελάνει ή  ίσως φταίει ο συγγραφέας που άφησε το έργο-του να καθίσει.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 19, 2010

Ελληνικός καφές γλυκύς βραστός: “Ο διαβήτης του Πλάτωνα” του Γιάννη Γρηγοράκη

Μόδα το μαθηματικό μυθιστόρημα; Σε ένα δυο μήνες εκδόθηκαν ο “Αχμές, ο γιος του φεγγαριού” του Τ. Μιχαηλίδη και “Ο διαβήτης του Πλάτωνα του Γ. Γρηγοράκη. Το πρώτο για τις απαρχές της αιγυπτιακής γεωμετρίας και το δεύτερο για την ελληνική μαθηματική σκέψη.

“Ο διαβήτης του Πλάτωνα”
εκδόσεις Κέδρος
2009

        “Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η Δήλος προσβλήθηκε από λοιμό. Αντιπροσωπία πολιτών-της ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών. «Οι Δήλιοι και οι άλλοι Έλληνες θα ελευθερωθούν από τα παρόντα δεινά αν διπλασιάσουν τον κυβικό βωμό του θεού», προφήτεψε η Πυθία”. Ο Πλάτωνας το 380 π.Χ. αναλαμβάνει να λύσει τον γρίφο και ο Ολλανδός μαθηματικός Μπάρτελ βαν ντεν Βέρντεν το 1930 μ.Χ. επανέρχεται στο δήλιο πρόβλημα. Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του βιβλίου.
Έστω α η πλευρά του συγκεκριμένου κυβικού βωμού.
Ο όγκος-του V ισούται με το α στον κύβο.
Δηλαδή V = α3.
Τότε ο διπλασιασμένος βωμός θα πρέπει να έχει όγκο 2V = 2α3.
Αν λ.χ. α = 1 m, τότε ο V = 1 m3 και ο ζητούμενος όγκος είναι 2 m3 ή 2.000.000 cm3.
(επειδή το Blogspot δεν υποστηρίζει γραφικά τεχνάσματα όπως δυνάμεις, όπου βλέπετε παραπάνω 3, να το εννοείται ως δύναμη πάνω στο προηγούμενο ψηφίο)
Πώς βρίσκουμε την κυβική ρίζα του;
       Το ανά χείρας μυθιστόρημα επιχειρεί να ενταχθεί στη χορεία των έργων που συνδυάζουν μαθηματική σκέψη και ιστορικοπολιτικά δεδομένα. Έτσι, το δήλιο πρόβλημα ενώνει δύο εποχές (την κλασική και την μεσοπολεμική), φέρνει στο προσκήνιο προσωπικότητες όπως ο Πλάτωνας, ο Θεαίτητος, ο Εύδοξος και ο Βέρντεν, ο Βίλαμοβιτς, ο Χίλερ, ο Γκάνταμερ και ο Φρόιντ, αναπλάθει δυο ταραγμένες εποχές με τις πολιτικές εξελίξεις και τις επιστημονικές αναζητήσεις.
Γιατί τελικά δεν πετυχαίνει ό,τι προσδοκά ο αναγνώστης; Ο συγγραφέας, επειδή είχε τη φιλοδοξία να πετύχει την ώσμωση μαθηματικού και πολιτικού μυθιστορήματος, όπως προεξαγγέλλει, χάνει την ειδολογική-του ισορροπία και διολισθαίνει σε κάτι ανάμεσα αλλά ούτε στο ένα ούτε στο άλλο με «ευστοχία». Εξηγούμαι:
         α) το μαθηματικό πρόβλημα ενώ υπάρχει και ακούγεται συνέχεια δεν δουλεύεται, δεν προωθείται η επίλυσή-του. Δεν μαθαίνουμε τις όποιες προσπάθειες επίλυσής-του και τη σταδιακή αναίρεση της μιας προς όφελος της επόμενης. Δεν προβληματιζόμαστε με άλλα λόγια πάνω σ΄ αυτό, αλλά το έχουμε συνεχώς μπροστά-μας χωρίς περαιτέρω στοιχεία. Σχετικά ξαφνικά μαθαίνουμε στις τελευταίες σελίδες μερικά στοιχεία λύσης και κυρίως την επινόηση του Διαβήτη του Πλάτωνα, χωρίς να καταλαβαίνουμε πώς συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος (αν εγώ που κάτι σκαμπάζω από μαθηματικά μένω μετέωρος, τότε τι θα συμβεί στον ανεπαρκέστερο αναγνώστη;).
          β) υπάρχει ένας ωραίος παραλληλισμός που με τράβηξε: η αρχαία Αθήνα παρουσιάζεται στην εξαθλιωμένη μορφή της με τον υπόκοσμο και τις φτωχογειτονιές, ενώ η Γερμανία του 1930, λίγο μετά το κραχ και μέσα στην προσπάθεια να οικοδομηθεί ξανά η οικονομία-της μετά την οδυνηρή ήττα του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Στην πρώτη περίπτωση κυριαρχούν (προς λύπη του Πλάτωνα) δημοκρατικές αρχές με τελική κατάληξη την επιστροφή των εξόριστων Δημοκρατικών στη Θήβα, ενώ στη δεύτερη ανεβαίνει ολοένα το Εθνικιστικό κόμμα του Χίτλερ με τα γνωστά αποτελέσματα. Και στις δύο περιπτώσεις οι διανοούμενοι μένουν αμέτοχοι, καθώς βλέπουν τα πολιτικά πράγματα με την απάθεια του κλεισμένου στον γυάλινο πύργο-του πνευματικού ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε το δήλιο πρόβλημα, τότε θα προσδοκούσαμε έναν πολιτικό παραλληλισμό, ίσως ταιριαστό και καλογραμμένο. Τώρα με το πρόβλημα αυτό να κανοναρχεί, οι προσδοκίες-μας υψώνονται αλλά ποτέ δεν βλέπουν το μαθηματικό και το ιστορικοπολιτικό επίπεδο να διασταυρώνονται με λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Το ένα προσπερνά το άλλο αδιάφορα.
        Νομίζω ότι ο Γρηγοράκης έχει χάσει τον στόχο και γι’ αυτό μίλησα προηγουμένως για «αστοχία». Η ισορροπία δεν επιτεύχθηκε και το μυθιστόρημα μπατάρισε γεμίζοντας νερά.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, February 16, 2010

Ελληνικός καφές με καϊμάκι: “Θα σε πάρει ο δρόμος” του Σάκη Σερέφα

Μπορεί κανείς να διαβάσει έναν μικρό μονόλογο 600-700 λέξεων και να δει μια φέτα ζωής ολοζώντανη μπροστά-του; Μπορούν είκοσι μικρά κειμενάκια να σε κάνουν να γελάς και να κλαις μαζί;

“Θα σε πάρει ο δρόμος”
εκδόσεις Κέδρος
2009

         Ο Σερέφας το καταφέρνει. Γράφει 20 μονολόγους, μικρούς και εύπεπτους σαν σφηνάκια σε μπαρ, στους οποίους συμπυκνώνει μια ιδέα από το «ζόρι» που βρήκε τους χαρακτήρες-του, όπως λέει χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο.
        Το πιο άξιο λόγου σημείο καταρχάς των μικρών αυτών αφηγήσεων (μονολόγων που διαβάζονται και σαν διηγήματα;) είναι το ιδιαίτερο ύφος καθενός, προσαρμοσμένο ανάλογα στον αφηγητή, στην παιδεία-του, στην κοινωνική-του τάξη, στο επάγγελμά-του κ.ο.κ. Όλα διατηρούν την αμεσότητα του προφορικού λόγου, αποπνέουν σπιρτάδα και αυθορμητισμό, διακρίνονται για την αληθοφάνειά-τους. Διαβάζοντάς τα πείθεσαι ότι πρόκειται για κομμάτια ατόφιου λόγου, ειλημμένου από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Σ’ αυτό σίγουρα συνέβαλε η προηγούμενη θητεία του Σερέφα στο θεατρικό κείμενο και στην ανάγκη για απίστευτη προσαρμογή του λόγου κάθε χαρακτήρα στα γνωρίσματα του ρόλου-του.
          Το δεύτερο που ξενίζει ευχάριστα είναι το παράδοξο μέσα στην καθημερινότητα που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη και τον κάνει να πεταχτεί από έκπληξη, από απορία, από σάστισμα, άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά από την παράδοξη φύση των ανθρώπων. Καθημερινές περιπτώσεις που οδηγούνται στα άκρα, κωμικά στιγμιότυπα που αναιρούνται μέσα στην τραγικότητά-τους. Αφηγητές γίνονται η ερωμένη, ο σουβλατζής που έρχεται αντιμέτωπος με το ανορεξικό μοντέλο, ο ρεσεψιονίστ με τον φετιχιστή, η πόρνη, ο ενοικιαστής με τη μοναχική γριά, ο ταξιτζής με τον συγγραφέα κ.ο.κ. Σε πολλά από τα διηγήματα ο αφηγητής παρακολουθεί ή δρα παράλληλα με τον συμπρωταγωνιστή, ο οποίος και τραβάει όλη την προσοχή.
       Τα κειμενάκια αυτά διαβάζονται άνετα τόσο χάρη στη χαλαρή γραφή-τους όσο και χάρη στα θέματα που συμπυκνώνουν ιλαρές και τραγικές καταστάσεις. Έτσι, ο Σερέφας (χαρακτηριστικό που τον διακρίνει σε πολλά έργα-του) μιλάει απλά και σχεδόν κωμικά, σατιρικά, εύθυμα, αλλά πίσω από τον λόγο-του κρύβεται η απύθμενη σοβαρότητα της ζωή-μας.

(Το έργο του Σάκη Σερέφα ανεβαίνει από την Τετάρτη 27 Ιανουαρίου, στο θέατρο «Αμαλία», από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης».)
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 12, 2010

Βιετναμέζικος καφές με πάγο: Τομπάιας Γουλφ

Η πραγμάτευση τού πώς ο στρατός διαμορφώνει ψυχολογία και πώς μέσα στο χακί περιβάλλον μπορεί να εγερθούν αντιπολεμικά αισθήματα προφανώς δεν είναι μόνο ελληνικό γνώρισμα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στον αμερικανικό στρατό, ο οποίος συν τοις άλλοις έχει αποκτήσει και το στίγμα του διεθνούς χωροφύλακα ή και κατακτητή.

Tobias Wolff
“The Barracks Thief”
1984
“Ο κλέφτης του στρατοπέδου”
μετ. Χ. Οικονόμου
εκδόσεις Πόλις
2009

      Εμπιστεύομαι, όταν είναι να επιλέξω ένα μεταφρασμένο βιβλίο, τις εκδόσεις «Πόλις» (κι αυτό ας μην περάσει για διαφήμιση), επειδή βλέπω ότι έχουν οργανώσει ένα σύστημα ανεύρεσης καλών βιβλίων του εξωτερικού, τα οποία για τον ένα ή τον άλλο λόγο κέρδισαν την εκτίμηση κοινού ή/και κριτικών στις χώρες-τους. Ο Τομπάιας Γουλφ ακούστηκε θετικά και στην Ελλάδα με το έργο-του “Το παλιό σχολείο”, το οποίο δυστυχώς δεν έχω διαβάσει. Όταν τις προάλλες επισκέφτηκα το βιβλιοπωλικό στέκι-μου, προτίμησα να μην επιλέξω το προβεβλημένο βιβλίο-του (έκδοσης 2008), αλλά τη νεότερη νουβέλα-του που δεν έχει ακόμα αλλοιωθεί στα μάτια-μου απ’ όσα γράφτηκαν γι’ αυτήν.
         Το έργο αφορά στη χρονιά του 1967, όταν τρεις αλεξιπτωτιστές που ετοιμάζονται να φύγουν για το Βιετνάμ περνάνε μια κρίσιμη νύχτα στη σκοπιά. Από εκεί και έπειτα αρχίζουν μικροκλοπές στο στρατόπεδο, ώσπου να αποκαλυφθεί (σχετικά γρήγορα) ότι ένας από αυτούς τις έχει κάνει.
        Το βασικό στοιχείο που μετατρέπει το έργο από μια βαρετή νουβέλα σε ποταμάκι που εξελίσσεται σε χείμαρρο είναι η ψυχολογία του ενόχου: Ο Γουλφ διάλεξε να δείξει με την κλοπή την ψυχοσύνθεση των στρατιωτών, την καταπίεση που νιώθουν, την ανάγκη για κοπέλα (ή για πόρνη), την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Η κλοπή είναι η αντίδραση σε ένα σύστημα που τους μαντρώνει και διαστρέφει την ανθρώπινη φύση. Το ίδιο φαίνεται και στην περίπτωση του δεύτερου από τους τρεις, ο οποίος, παρόλο που έπεσε θύμα του πρώτου, τόσο αφού ληστεύθηκε από αυτόν όσο και επειδή δάρθηκε, αρνείται να συμμετάσχει στο ξυλοφόρτωμά-του από τον λόχο ως πράξη εκδίκησης και τιμωρίας. Μάλιστα λίγο πριν φύγουν για το πεδίο της μάχης στη Νοτιοανατολική Ασία, λιποτακτεί δείχνοντας πώς δεν είναι φτιαγμένος για σφαγές και για φόνους, για πράξεις εις βάρος των συνανθρώπων-του.
           Με ήπιους δηλαδή τρόπους ο Γουλφ δείχνει το αντιπολεμικό-του μένος, δείχνει πόσο απανθρωποποιεί το άτομο ο πόλεμος και εν γένει η στρατιωτική ζωή. Στήνει ένα αντιπολεμικό έργο με απόηχο τον ίδιο τον πόλεμο, αλλά με την ψυχολογία των τριών συστρατιωτών να φαίνεται όλο και πιο έντονα μέσα και έξω από το στρατόπεδο.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 10, 2010

Σαμπάνια με γύρο: Παρασκευάς Ακαμάτης

Πώς ξεχνιέμαι όταν διαβάζω; Πώς καυτηριάζεται η ζωή μέσα από τις παραδοξότητές-της; Πώς γίνεται η σάτιρα λογοτεχνία και η λογοτεχνία σάτιρα;

“Σαμπάνια με γύρο”
εκδόσεις Ωκεανίδα
2009

      Χρειάζεσαι ώρες ώρες ένα βιβλίο να διασκεδάσεις, να ξεσκάσεις, να διατρέξεις τις σελίδες-του χωρίς να πολυσκοτίζεσαι. Η “κωμική” λογοτεχνία είναι το διάλειμμα, για να πάρεις ανάσες και να συνεχίσεις λίγο μετά με άλλα πιο “βαριά” βιβλία. Κι όντως, ο Ακαμάτης καταφέρνει να σε κάνει να διαβάσεις ανέμελα, με μπρίο και με ρυθμό, με μικρά κεφάλαια και διαλόγους γεμάτους ατάκες και σλόγκαν, γεμάτους καθημερινή μαγκιά και ετοιμόλογες απαντήσεις. Πρόκειται για τις ερωταπαντήσεις που συνηθίζονται σε παρέες και σε συζητήσεις με ξένους, απέναντι στους οποίους θα ήθελες να ανοίξεις… τον βόθρο-σου και να τους καταχερίσεις, αλλά από ευγένεια δεν το κάνεις.
        Ο νεαρός ήρωας του έργου δέχεται να πληρώσει ένα χρέος στην εφορεία που αφορούσε κλήσεις του αυτοκινήτου του πατέρα-του, ο οποίος ποτέ δεν είχε αμάξι, βρίσκει έναν ψωραλέο άρρωστο σκύλο και με έναν φίλο-του παρασκευάζει ένα φάρμακο για να τον θεραπεύσει, φάρμακο το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικό ναρκωτικό (διεγερτικό και χαλαρωτικό, το οποίο γίνεται περιζήτητο), προτείνει στον φούρνο, όπου δουλεύει, να αγοράσουν ένα είδος μπακλαβά που κάνει θραύση, σώζει έναν καθηγητή πανεπιστημίου από την ασφαλιστική-του εταιρεία κ.ο.κ.
       Η υπόθεση μπάζει από παντού με τις απιθανότητές-της (σκόπιμες μεν αλλά όχι εύστοχες) και τη χαλαρή πλοκή που δεν φέρνει σε συνάφεια τα επιμέρους γεγονότα. Η ιστορία προχωρά με ελιγμούς και ευφάνταστες αλλά καθόλου πειστικές λύσεις, ανατρέπονται δεδομένα, βρίσκονται διέξοδοι. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την απουσία της όποιας λογοτεχνικότητας (δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γλώσσα, ύφος, χαρακτήρες, σκηνές, συγκρούσεις με ένταση, δραματικότητα, κωμικές ειρωνείες κ.ο.κ., δεν υπάρχουν δηλαδή εκείνα τα στοιχεία που θα καταξιώσουν το σατιρικό και θα το κάνουν να ξεπεράσει την φαρσοκωμική-του πλευρά) καθιστούν τελικά το κείμενο μια περιστασιακή παρενθετική ανάγνωση, μια φτηνή ανάπαυλα που δεν χωράει περαιτέρω συζήτηση.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 08, 2010

Αγγλικός καφές με τζιν, καλούα και σαντιγί: Δήμητρα Κολλιάκου

Εξελίσσονται οι συγγραφείς; Από έργο σε έργο μαθαίνουν τον εαυτό-τους και κλιμακωτά ωριμάζουν; Ή αντίθετα εμμένουν σε μια μανιερίστικη γραφή, διαμορφωμένη εν πρώτοις και απαράλλακτη εν πολλοίς στα υπόλοιπα κείμενά-τους;

“Η αρρώστια των βουνών”
εκδόσεις Πατάκη
2009

         Με το τελευταίο βιβλίο της Κολλιάκου ανακάλυψα ποια σχέση έλξης και άπωσης με κρατάει κοντά-της/μακριά-της. Ξεκίνησα πάλι αυτή τη συλλογή από νουβέλες έχοντας γενικά καλή γνώμη για τη συγγραφέα, αλλά και μια διάθεση να κρατηθώ μακριά από ένα ακόμα έργο της. Μια δόση ανίας, μια δόση αργής δράσης και πολλής (γυναικείας) ψυχολογίας, μια στατικότητα που με αποθάρρυνε και με αποθαρρύνει ακόμα. Τελικά τι με κέρδισε; Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Νουβέλα νο. 1 «Νούφαρο»: διήγημα για προθέρμανση με τον φιλοξενούμενο φίλο να ξεφυλλίζει κρυφά το ημερολόγιο της οικοδέσποινας.
Νουβέλα νο. 2 «Λωτός»: νουβέλα με άξονα την προετοιμασία της αφηγήτριας να γεννήσει. Στην ιστορία περιπλέκονται οι γονείς που παρεμβαίνουν, ο δικός-της που παρευρίσκεται και υπομένει και περισσότερο η φίλη-της στην ομάδα ανώδυνου τοκετού που δεν έχει σύζυγο, αλλά μια γυναίκα παρτενέρ. Πολύ δουλεμένο έργο με επίκεντρο την ψυχολογία της μέλλουσας μητέρας, ειδικά όταν πρόκειται για λεσβία που αποφάσισε να τεκνοποιήσει.
Νουβέλα νο. 3 «Η θλίψη είναι σουηδική»: δυο ζευγάρια με ένα παιδί το καθένα. Μια κοινή εκδρομή και η αντίθεση μεταξύ τους ενός που θέλει ένα ακόμα παιδί και δεν μπορεί και του άλλου που μπορεί και δεν θέλει. Οι διασταυρούμενες σχέσεις εγκυμονούν πολλές μύχιες εντάσεις.
Νουβέλα νο. 4 «Η αρρώστια των βουνών»: μια επίσκεψη στον οδοντίατρο φέρνει στο προσκήνιο των σκέψεων της αφηγήτριας τη διδασκαλία δημιουργικής γραφής και τον μαθητή-της Μάρκο, το διήγημά του για την Ινδία, το μπλέξιμο ανάμεσα στον ερώμενο συνάδελφο και τον λιμπιζόμενο φοιτητή…
         Δύο πράγματα με απωθούν σε τέτοιου είδους γραφές:
Πρώτον, η αυτοβιογραφική παρτιτούρα που διέπει διάφορα έργα με κάνουν πολύ επιφυλακτικό στο κατά πόσο μπορεί η συγγραφέας να ξεφύγει από τον κλειστό-της χώρο, όπως συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο, και να πάψει να αντιγράφει, να μετασχηματίζει, να διασκευάζει στιγμιότυπα της ζωής-της. Έχω την εντύπωση (κι ελπίζω να μην χαρακτηριστώ σεξιστής) ότι οι γυναίκες επιλέγουν ή αναγκάζονται από την ιδιοσυγκρασία-τους να επιλέξουν να γράψουν για γεγονότα ή συναισθήματα της ατομικής, οικογενειακής, βιωμένης ζωής-τους.
Δεύτερον, είναι πάλι αποθαρρυντικό αυτό που ονομάζω «γραφή σημειωτόν», εφόσον σε κάθε-της κείμενο η δράση είναι αργή έως αδιάφορη και η ψυχολογία των προσώπων, οι σκέψεις-τους, η οπτική-τους στα συμβάντα κυριαρχούν. Είναι μια εσωτερική γραφή που κάνει κύκλους, φέρνει και ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα ίδια πράγματα, σαν την ψυχολογία της γυναίκας που δεν αρέσκεται στην πλοκή αλλά στην ατμόσφαιρα, τον εσωτερικό ειρμό της ψυχής-της. Βάζω μέσα και τον εσωτερικό μονόλογο, στοιχείο αγγλοσαξονικό που το βλέπω σε πολλές συγγραφείς που γαλουχήθηκαν στη Γηραιά Αλβιόνα, όπως η Κολλιάκου, η Μαντόγλου, η Γιαννακάκη, η Δημητρακάκη κ.ο.κ.
        Τελικά όμως τι είναι αυτό που με πείθει για την αξία της πεζογράφου; Το παράδειγμα της τελευταίας και μεγαλύτερης νουβέλας θα δείξει τι εννοώ. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο κείμενο, στο οποίο η “βασική” ιστορία εξελίσσεται στο οδοντιατρείο, όπου γίνονται εργασίες σε δόντια και ούλα. Παράλληλα, η αφηγήτρια-ηρωίδα ανιστορεί τη συνάντησή-της με τον Μάρκο, φοιτητή-της στο μάθημα δημιουργικής γραφής, ο οποίος έχει καταθέσει ένα διήγημα με τίτλο “Η αρρώστια των βουνών” (τριπλός εγκιβωτισμός), το οποίο αναφέρεται σε ένα μυθοπλαστικό ταξίδι στην Ινδία. Η σύντομη αυτή περίληψη της ιστορίας έγινε για να δείξω πόσο διαφορετικά επίπεδα δράσης συνδυάζονται και εναλλάσσονται, πόσο ποικίλες διαθέσεις και σκέψεις αλληλοδιαπλέκονται μέσα στο κυκλικό σχήμα της εξέλιξης της νουβέλας.
            Η Κολλιάκου καταφέρνει να πλάσει ένα κείμενο κισσό, όπου κάθε πλευρά του αναρριχάται ελισσόμενη πάνω στην άλλη κι όλες μαζί ανεβαίνουν σταδιακά μέχρι το τέλος. Αυτή η πολυβόστρυχη κατασκευή δυσκολεύει την ανάγνωση, αλλά ταυτόχρονα την κάνει πιο εσωτερική (πέρα από την εξωτερική δραματικότητα). Γι’ αυτό για άλλη μια φορά έκλεισα το βιβλίο της με αμφίθυμη διάθεση, πιστεύοντας ωστόσο πως ο λίθος μπορεί να μην ταιριάζει απόλυτα στο δακτυλίδι-μου, αλλά είναι πολύτιμος.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 05, 2010

Βανίλια: παιδική λογοτεχνία

Μερικές σκέψεις. Μερικές απόψεις (και με αφορμή τα κρατικά βραβεία παιδικής λογοτεχνίας). Μια ανοικτή δυνατότητα που προσφέρει παιδαγωγικά και αισθητικά. Καλό είναι να σκεφτόμαστε, αλλά παράλληλα να ακούμε και τους ειδικούς, τους παιδαγωγούς και τους θεωρητικούς της παιδικής λογοτεχνίας, τους συγγραφείς που ασχολούνται μ’ αυτήν και έχουν επίγνωση της ιδιαιτερότητάς-της.
1. Είναι όλα τα θέματα κατάλληλα για τα παιδιά;
2. Αφηγηματικά και τεχνικά σε τι διαφέρει η λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους από αυτήν για ενήλικες;
3. Είναι κέρδος ή ζημιά η ενασχόληση συγγραφέων της ενήλικης λογοτεχνίας με κείμενα που απευθύνονται σε ανήλικους;
4. Είναι η παιδική λογοτεχνία πεδίο μόνο λογοτεχνικό ή και παιδαγωγικό (με την ευρύτερη έννοια του όρου);
5. Πρέπει ένα καλό κείμενο που απευθύνεται σε παιδιά και εφήβους να αρέσει και τους μεγάλους;
Για τα ζητήματα αυτά υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και δεν είναι παρθένα εδάφη στα οποία ο καθένας, από τη θέση του γονιού, του συγγραφέα, του αναγνώστη, μπορεί να εκφέρει απόψεις πιστεύοντας ότι ανακαλύπτει την Αμερική. Ωστόσο, κάθε άποψη έχει τη δική-της βαρύτητα και μπορεί να συντείνει στην εξομάλυνση του εδάφους.
1. Κατά τη γνώμη-μου, όχι. Κι αυτό ισχύει γιατί κάθε ηλικία έχει ειδικά ενδιαφέροντα, που άπτονται της παιδείας αλλά και της φυσιολογίας-τους , της ψυχοπνευματικής-τους κατάστασης κ.ο.κ. Επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε σε ένα παιδί για ένα θέμα που αφορά λ.χ. την ενήλικη ψυχοσύνθεση. Φυσικά πολλά θέματα που έχουν διηλικιακή ισχύ μπορούν να γίνουν αντικείμενο πραγμάτευσης και για τους ανήλικους, αρκεί να τύχουν της κατάλληλης μορφοποίησης. Εδώ εντάσσεται και το ερώτημα του φίλου Κώστα στο προηγούμενο ποστ για το αν η «φανταστική λογοτεχνία» μπορεί να απευθυνθεί σε παιδιά; Η δική-μου γνώμη είναι ότι ναι.
2. Μπορώ να φανταστώ ότι πρέπει γλωσσικά και αφηγηματικά να συμβαδίζει με τις κατακτήσεις κάθε ηλικίας. Γι’ αυτό υπάρχουν, απ’ όσο χαζεύω στα ράφια των βιβλιοπωλείων ψάχνοντας για τις κόρες-μου, άλλα βιβλία για παιδιά 3-5, άλλα για 6-9, άλλα για μεγαλύτερα και πάει λέγοντας. Κάθε ηλικία, κατά την ψυχολογία, έχει ειδικές ικανότητες και δεξιότητες. Μέχρι μια ηλικία γίνονται λ.χ. κατανοητές μόνο συγκεκριμένες έννοιες και μετά συλλαμβάνονται και οι αφηρημένες. Επομένως, η προσαρμογή της μορφής στην αντιληπτικότητα του παιδιού είναι απαραίτητη.
3. Στο ιστολόγιο του Μάνου Κοντολέοντα (τα συγχαρητήριά-μου για το βραβείο που κέρδισε αλλά και για το σύνολο του έργου-του, που καλλιεργεί με αγάπη το είδος) τέθηκε το ζήτημα «καταξιωμένοι» συγγραφείς βιβλίων για ενήλικες να γράφουν ξαφνικά (αν συμβαίνει αυτό)λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους (http://manoskontoleon2.blogspot.com/2010/01/blog-post_27.html ). Ο συγγραφέας προβληματίζεται για το γιατί αντιμετωπίζεται εκ των προτέρων θετικά η περίπτωση καθόδου ενός τέτοιου συγγραφέα που αποφάσισε να ασχοληθεί και με αυτό το είδος. Ο Κοντολέων θεωρεί ανισότητα να αντιμετωπίζεται η αντίστροφη πορεία με αδιαφορία ή καχυποψία. Η μικρή συζήτησή-μας είχε ενδιαφέρον.
4. Για να γράψει κανείς παιδικό βιβλίο, πρέπει να λάβει υπόψη-του σε ποιον απευθύνεται. Δεν είναι καθόλου εύκολο να καταλάβει κανείς την ψυχολογία του παιδιού –εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε την ώριμη σκέψη! Είναι ένστικτο, είναι ανάμνηση των δικών-μας παιδικών χρόνων, είναι ψυχολογική ικανότητα, είναι άνευ διδασκάλου παιδαγωγική κατάρτιση; Το λογοτέχνημα για παιδιά, κατά τη γνώμη-μου, πατά σε δύο πόδια: στο αισθητικό και ό,τι περιλαμβάνεται σ’ αυτό και στο παιδαγωγικό (όχι το διδακτικό).
5. Το αφήνω αναπάντητο γιατί δεν έχω σαφή γνώμη.

Τονίζω ιδιαίτερα ότι ακόμα και ο ασκημένος αναγνώστης ή κριτικός δεν πρέπει να εφαρμόζει τυφλά όσα έχει συνειδητοποιήσει από το διάβασμα της ενήλικης λογοτεχνίας στην παιδική. Θα ήθελα να ακούσω τις απόψεις όσων έχουν μεγαλύτερη πείρα στον χώρο και να ξεκαθαρίσει με τη συζήτηση το τοπίο.
Πατριάρχης Φώτιος
(Αύριο 6 Φεβρουαρίου, Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, γιορτάζω:
ευχαριστώ για τις ευχές σε ένα μεγάλο παιδί)

Monday, February 01, 2010

Gothic coffee: Ελίζα Πολιτσοπούλου

Λογοτεχνία και παραλογοτεχνία: πού είναι τα όρια;
Λογοτεχνία του φανταστικού: τι περιλαμβάνει και τι έχει να δώσει;
Είναι απλώς θέμα διασκεδαστικής ανάγνωσης ή μπορεί να σηκωθεί λίγο πάνω από το μυστήριο, το παράξενο, το αλλόκοτο;

“Ουροβόρος κρίνος. Σμαράγδια με ασήμι”
εκδόσεις Κέδρος
2009

        Παραλογοτεχνία είναι, με μια πρόχειρη σκέψη, η κατηγορία της ευρύτερης συγγραφικής παραγωγής που δεν έχει αισθητικά στοιχεία και υψηλές αξιώσεις, αλλά απευθυνόμενη στο ευρύ κοινό, ως ένα είδος μαζικής κουλτούρας, θέλγει με την ιστορία-της, χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει με πλοκή, χαρακτήρες, αφηγηματικές τεχνικές, βαθύτερα νοήματα κ.ο.κ. Παλαιότερα σ’ αυτήν εντασσόταν το αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ σήμερα εκεί εντάσσεται, άλλοτε περιγραφικά κι άλλοτε αξιολογικά, η επιστημονική φαντασία, η ροζ λογοτεχνία, η λογοτεχνία του φανταστικού κ.ο.κ., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μεμονωμένα δείγματα των παραπάνω ειδών δεν ξεχώρισαν και καταξιώθηκαν στη “σοβαρή” λογοτεχνία.
         Το πρωτόλειο της Ελίζας Πολιτσοπούλου ανήκει, κατά δήλωσή-της, στο χώρο του αστικού fantasy, το οποίο είναι ένα είδος λογοτεχνίας του φανταστικού, ενταγμένου στη σύγχρονη πόλη. Μέσα στο αστικό περιβάλλον, ποικίλοι φανταστικοί κόσμοι διασταυρώνονται, ενώ κυριαρχεί το μυστήριο, το αλλόκοτο και το υπερφυσικό, τα οποία όμως θεωρούνται φυσικά και δεν ξενίζουν (βλ. http://urbanfantasy-amethysta.blogspot.com/2009/02/urban-fantasy.html ). Στις σελίδες-του παρελαύνουν βρικόλακες, λυκάνθρωποι, κρίνοι, λάμιες, μέδουσες, νάγκα, λέπρικον και άλλα όντα. Στην ουσία το αστικό fantasy είναι μια αναβίωση γοτθικού μυθιστορήματος με πολλά μοτίβα της φανταστικής λογοτεχνίας και ειδικά το έργο της Πολιτσοπούλου απηχεί Τόλκιν και Λάβκραφτ, με δόσεις από Χάρυ Πότερ (λ.χ. το σχολείο όπου φοιτούν οι τρεις μεταφυσικοί ήρωες).
          Τελικά σε τι αποσκοπεί η επινόηση νέων κόσμων στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας τάσης για παράλληλα σύμπαντα; Κι αν κανείς πει ότι απολαμβάνει την ιστορία, ελκύεται από το παράξενο και το εξωανθρώπινο (που προσωπικά εγώ δεν το ένιωσα), ποιο λογοτεχνικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται; Ούτε μια ιδιαίτερα δουλεμένη γλώσσα, ούτε μια αλληγορία για τη ζωή και τους ανθρώπους-της, ούτε έναν προβληματισμό για μεταφυσικά ή άλλου είδους δεδομένα. Το αστυνομικό μυθιστόρημα έπαψε να θεωρείται παραλογοτεχνία από τη στιγμή που η υπόθεση πέρασε σε δεύτερη μοίρα ή τουλάχιστον εξισορροπήθηκε από έναν εξίσου σημαντικό σε βαρύτητα κοινωνικό προβληματισμό. Η επιστημονική φαντασία ή αυτό το νεογοτθικό είδος πώς μπορεί να σταθεί και να προωθήσει τον εαυτό-του ή γενικότερα τη λογοτεχνία;
         Είχα την περιέργεια να δω το είδος αυτό της λογοτεχνίας αλλά τελικά πείστηκα ότι οι οπαδοί-του ακόμα δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μαγεία του φανταστικού και να το αναγάγουν σε μια σφαίρα λογοτεχνικής-αισθητικής τελειότητας. Αλλά ακόμη και η ίδια η πλοκή, με τη συνύπαρξη ενός θανατηφόρου ιού και των παράξενων πλασμάτων που κυκλοφορούν ανάμεσά-μας, δεν δείχνει ότι η συγγραφέας έγραψε μια στιβαρή πλοκή που να προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος