Saturday, December 27, 2008

Nes Cafe.Ίταλο Καλβίνο

Ίταλο Καλβίνο

“Οι δύσκολοι έρωτες”

μετφ. Ανταίος Χρυσοστομίδης

εκδόσεις Καστανιώτη

2008


Πιάνοντας στα χέρια σου ένα από τα αφανή βιβλία του Καλβίνο μπορείς να περιμένεις δύο πράγματα: α) μια ακόμα αποκάλυψη από αυτόν τον εκπληκτικό συγγραφέα, ο οποίος μαγεύει τον αναγνώστη με βιβλία όπως το Πάλομαρ ή τα παιγνιώδη κείμενα της OULIPO ή β) ένα δευτέρας σημασίας έργο που δικαίως δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό.

“Οι δύσκολοι έρωτες” είναι μια σειρά διηγημάτων, τα οποία γράφτηκαν στη δεκαετία του ’50 και του ’60 και έχουν ως άξονα τον έρωτα. Ο έρωτας του Καλβίνο δεν είναι ούτε αισθησιακός, ούτε μελό, ούτε φιλοσοφικός… Είναι ο έρωτας που αγκιστρώνεται και στιγματίζεται από καθημερινές συνήθειες ή γεγονότα που συνδέθηκαν μ’ αυτόν χωρίς την έξαρση ή τη σφοδρότητα των μακρόχρονων εξελίξεων. Κάθε πρωταγωνιστής αγγίζει την αγάπη θα λέγαμε λοξά, πλάγια, ίσα ίσα που εφάπτεται σ’ αυτήν και τα συμβάντα που την περιβάλλουν αποκαλύπτουν την ύπαρξη του έρωτα στα απτά ζητήματα της καθημερινότητας και της οικείας συμπεριφοράς.

Τελικά, δεν ενθουσιάστηκα, αλλά διάβασα το βιβλίο για να δω τεχνικές γραφής που καλύπτουν το ιδιωτικό μέσα στη σφαίρα της καθημερινότητας. Η αφήγηση στέκεται στις λεπτομέρειες, καθυστερεί πολλές φορές στη φιλοσοφία του ασήμαντου και στο τέλος δεν αφήνει περιθώρια για απρόσμενες καταλήξεις και φαντασμαγορικά φινάλε.

Δεν θα το συνιστούσα εντέλει ως δείγμα του Καλβίνο παρά μόνο στους φανατικούς είτε του συγγραφέα είτε της απλής ιστορίας που συλλαμβάνει το στιγμιαίο.

Πατριάρχης Φώτιος

Χρόνια πολλά

χωρίς... δύσκολους έρωτες

Thursday, December 25, 2008

Ένας Θεός

Ένας Θεός
(Κ. Παλαμά)
Ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπό μου λάμπει σαν αστέρι...
Στο Θεό φανήτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τάγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου, Μάγοι -θεία βουλή το γράφει-
τα σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι!
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
(διά την αντιγραφή
Πατριάρχης Φώτιος)

Πίσω απ' τα φώτα των γιορτών, πίσω από τη λάμψη των φώτων, ας ξαναδούμε τον εαυτό μας στο ημίφως των κεριών και στο λαμπρό της φάτνης αστέρι.

Sunday, December 21, 2008

Μελομακάρονα: βραβείο αναγνωστών

Όταν το εμπορικό βραβεύεται…

Είμαι κατά των ενόρκων στα δικαστήρια, γιατί το λαϊκό αίσθημα περί δικαιοσύνης είναι πολύ αβέβαιο, ρευστό, ατεκμηρίωτο και ως εκ τούτου η κοινή γνώμη με τον συναισθηματισμό της παρασύρεται εύκολα και παλινδρομεί.
Ο θεσμός των βραβείων αναγνωστών κλείνει φέτος 4 χρόνια. Διοργανώνεται από το ΕΚΕΒΙ, περιέλαβε λέσχες ανάγνωσης και βιβλιοπώλες και τελευταία μια κριτική επιτροπή που κατάρτισε τη βραχεία λίστα. Το 2005 το βραβείο το κέρδισε η Ευγ. Φακίνου, το 2006 η Ρ. Γαλανάκη, το 2007 ο Ανδρ. Μήτσου και το 2008 ο Δ. Μπουραντάς.
Δεν με ενοχλεί πως τη βραχεία λίστα την καταρτίζουν οι βιβλιοπώλες ή οι κριτικοί (βλ. τις ενστάσεις της Μ. Θεοδοσοπούλου το 2006: http://www.poiein.gr/archives/495/index.html ). Δεν με ενοχλεί το ίδιο το βιβλίο που τις περισσότερες των περιπτώσεων είναι από κακό ως απλώς ανεκτό.
Με ενοχλεί πρώτιστα το γεγονός ότι επιβραβεύονται βιβλία που καταναλώθηκαν σε ευρεία έκταση. Μα αυτά κέρδισαν τη θέση τους στην εκάστοτε χρονιά με τις πωλήσεις τους και με την ένταξή τους στις λίστες των best seller. Τι χρειάζεται και μια επιβεβαίωση σε στυλ Eurovision; Το κριτήριο του ευρέος κοινού είναι πολύ επιδερμικό, όσο κι αν υποστηρίζω τα ιστολόγια και τους ανώνυμους αναγνώστες. Το κριτήριο του κοινού είναι αποτέλεσμα καλού marketing και διαφήμισης, κριτήριο τελικά εμπορικό και όχι μακράς πνοής ή διαχρονικότερων δεδομένων.
Καταργήστε επομένως το βραβείο! Αντικαταστήστε το με άλλο που να μην αναδεικνύει τη μάζα ως πόλο αποφάσεων, όσο κι αν τα δημοκρατικά μας ανακλαστικά είναι ισχυρά.
Υπάρχει ένας αντίλογος: το βραβείο αυτό κινητοποιεί αναγνώστες και τονώνει το ποσοστό αναγνωσιμότητας. Ακούγεται καλό, αλλά δεν ξέρω αν φτάνει. Δεν ξέρω δηλαδή αν όντως πετυχαίνει αυτό τον σκοπό, αν οι ψηφοφόροι δεν είναι παρά οι άνθρωποι που ήδη διαβάζουν ή –χειρότερα- που έτυχε να διαβάσουν ένα-δυο βιβλία και τα ψήφισαν μέσα στην ημιμάθειά τους.

Δεν είχαν σκοπό να ασχοληθώ με το θέμα αν δεν παράγγελναν μελομακάρονα δύο θαμώνες του Βιβλιοκαφέ: ο Φώτης Θαλασσινός και η Pellegrina. Καταγράφω μερικά από τα σχόλιά τους:
«Το βραβείο του κ. Μπουραντά θα εκτοξεύσει κι αλλο τις πωλήσεις και ο Πατάκης θα μαζέψει κεφάλαιο για να εκδώσει πχ τα άπαντα της Μάρως Δούκα ή και της Σώτης. Να είναι καλά λοιπόν ο κ. Μπουραντάς.» (Pellegrina)
«Επιπλέον, ως αναγνώστρια, για να είμαι δίκαιη θα πρέπει να διαβάσω δεκαπέντε βιβλία, έτσι; Κανείς όμως δεν το κάνει αυτό, στην καλύτερη ψηφίζουν ό,τι έχουν διαβάσει (στη χειρότερη ότι ΔΕΝ έχουν διαβάσει). Οπότε τα ευπώλητα έχουν από χέρι την πρωτιά.» (Pellegrina)
«οι λέσχες ανάγνωσης δεν μου φαίνονται και πολύ φερέγγυος θεσμός. Απ' τη στιγμή που θεσμοθετήθηκε το πράγμα μυρίζει… Η ιστορία με τις λέσχες αναγνωσης, είναι ακόμη μια κίνηση να συσπειρώσουν και να κάνουν κραταιά την καταναλωτική βρώμα και στον χώρο του βιβλίου. Να συσπειρώσουν, να κατευθύνουν , να αναδείξουν και άλλα γνωστά στην γνωστή χώρα που ανέδειξε τη δημοκρατία και την αρπαχτή....» (Φώτης Θαλασσινός)
Βλέπε και την εξαιρετικά πολύπλευρη και ενδιαφέρουσα συζήτηση στο ιστολόγιο «Σύγχρονη έκφραση»: http://sigxroniekfrasi.blogspot.com/ στις αναρτήσεις 9, 17, 19, 23 και 30 Ιουνίου 2008.
Αφού οι αναγνώστες «ψηφίζουν» με την αγορά ενός βιβλίου, αφού αγοράζουν καλώς ή κακώς το ένα ή το άλλο και δεν αγοράζουν το x ή το ψ, γιατί πρέπει να θεσμοθετείται μια εφήμερη επιλογή με βραβείο; Τι θα ψήφιζαν οι σημερινοί αναγνώστες, αν λ.χ. καλούνταν να επιλέξουν το καλύτερο βιβλίο για το 1989 και όχι για το 2009; Θα επιβίωνε ένα έργο που τότε έκανε πάταγο, θα το δεχόταν το σημερινό κοινό ή θα λάμβανε –λόγω της απόστασης- σωστότερες αποφάσεις;

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 17, 2008

Freddoccino: Θεόφιλος Ελευθεριάδης

Θεόφιλος Ελευθεριάδης
“Των κοχυλιών και του αίματος”
εκδόσεις Εστία
2007

Προ-ιστορικό μυθιστόρημα

Κανονικά δεν θα το χαρακτήριζε κανείς πρωτοποριακό. Δεν ανατέμνει ζητήματα της ιστορίας, δεν επανεξετάζει το παρελθόν, δεν θέτει προβληματισμούς περί λογοτεχνίας και επιστήμης, μολονότι είναι Ιστορικό μυθιστόρημα. Σε γενικές γραμμές είναι ένα κλασικό στο είδος του βιβλίο με γραμμική αφήγηση, χωρίς μοντέρνες ανατροπές, χωρίς μεταμοντέρνους αυτοστοχασμούς. Είναι μια σπονδυλωτή μυθιστορία όπου ένα περιδέραιο κοχυλιών κληροδοτείται από γενιά σε γενιά αρχής γενομένης στην 7η χιλιετία και φτάνοντας ως τον Τρωικό πόλεμο.
Κι όμως μου άρεσε. Μου άρεσε η στρωτή γραφή του που δημιουργεί ατμόσφαιρα και σε παρασέρνει σε άλλες εποχές. Μου άρεσε η ανάπλαση εποχών ξεχασμένων από την εγκυκλοπαιδική μας γνώση, εποχών με ελάχιστα στοιχεία λόγω έλλειψης γραφής, αλλά και γεμάτων αφορμή για μυθοπλαστική αποτύπωση. Ο Ελευθεριάδης έχει διαβάσει πολλά εγχειρίδια σχετικά με την ελλαδική, μεσογειακή και μεσανατολική προϊστορία και τις γνώσεις που αποκόμισε τις ενσωματώνει ομαλά στην αφήγηση. Παρακολουθούμε λοιπόν τον τρόπο ζωής, τους πολέμους και τις μεταναστεύσεις, τον τρόπο επικοινωνίας και ανεύρεσης τροφής, τις ανακατατάξεις και τις μετακινήσεις φυλών, αλλά ταυτόχρονα και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος (το πανί, τα γυαλιά, το βέλος, την εξημέρωση του αλόγου κ.λπ.).
Δεν λείπει η αφήγηση. Κάθε κεφάλαιο εξιστορεί παράλληλα τη μικροϊστορία δύο συνήθως ανθρώπων, ενός στην Ελλάδα κι ενός στη Μέση Ανατολή. Φυσικά δεν μιλάμε για χαρακτηρολόγηση, αφού οι φιγούρες περνάνε αθόρυβα πιο πολύ ως τύποι της εποχής παρά ως άτομα. Δεν υπάρχουν ούτε εντάσεις, μολονότι εμφανίζονται σκηνές πολέμου (πιο πολύ ως απόηχος) και φτώχιας, πείνας, κρύου, διώξεων κλπ., γεγονός που φέρνει πιο ανώδυνα αυτές τις “απολίτιστες” περιόδους κοντά μας, ασχέτως αν ο αναγνώστης βλέπει εξωραϊσμένα τα γεγονότα.
Ευχάριστο, ωφέλιμο ιστορικά, ταξιδευτικό ανάγνωσμα. Η αφήγηση επιστρέφει στην αφήγηση και η απόλαυση στην ανάγνωση.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, December 13, 2008

Κανταΐφι πολίτικο: Λογοτεχνία και κοινωνική δράση

Λογοτεχνία: κοιμίζει ή αφυπνίζει;

Πλησιάζω τα γεγονότα με τον θάνατο του νεαρού μαθητή, την έκρηξη βίας κ.ο.κ. από το μετερίζι ενός βιβλιόφιλου ιστολόγιου κι αφήνω τον ορυμαγδό στους παντογνώστες των ΜΜΕ.
1. Τι κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι μπροστά στις σαρωτικές εξελίξεις; Είδα προχθές τη Σώτη Τριανταφύλλου στην τηλεόραση και δεν ξέρω αν ο σχολιασμός της επικαιρότητας από ένα συγγραφέα κάνει αισθητή τη διαφορά της σκέψης του από τον πολιτικό, τον μέσο άνθρωπο ή τον δημοσιογράφο.
2. Μου έρχονται συχνά στο νου δύο παραδείγματα από τη λογοτεχνία: α) ο Δον Κιχώτης επηρεασμένος από τα ιπποτικά μυθιστορήματα της εποχής του έπλασε μια πλαστή εικόνα για τον εαυτό του και τον κόσμο και αποφάσισε να κυνηγήσει ανεμόμυλους και β) ο ήρωας της «Τύφλωσης» (του Ελίας Κανέττι) κλεισμένος στη βιβλιοθήκη του, διαβάζοντας για χρόνια, αποδεικνύεται ανίκανος να δει την πραγματικότητα και πέφτει θύμα του απλού ανθρώπου και της πρακτικής σκέψης του.
3. Ο αναγνώστης εθελοτυφλεί αν πιστεύει ότι η λογοτεχνία τού διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης, ενώ στην ουσία τον αποκόπτει από την πραγματικότητα; Ή όντως η λογοτεχνία ανοίγει ορίζοντες και κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται πιο πολύπλευρα και να κατανοεί τον τρόπο δράσης του; Το πρώτο το ονομάζει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης σε ένα σχόλιό του «στάση ηττοπάθειας απέναντι στην πραγματικότητα».
4. Μπορεί το βιβλίο –και γενικά η τέχνη- να συμβάλει στην κινητοποίηση των πολιτών για την αλλαγή της κοινωνικής ζωής; Χρειαζόμαστε μια ανατρεπτική πεζογραφία και μια ευαισθητοποιούσα ποίηση, που να βγάλει τον άνθρωπο από το βόλεμά του; Είναι «η αφηγηματική τεχνική των ανατροπών υποκατάστατη συμμετοχή στις αληθινές ανατροπές», όπως επισημαίνει πάλι ο Π. Χατζημωυσιάδης;
Ζούμε με τη λογοτεχνία ή κρυβόμαστε από τη ζωή; Διαβάζουμε και ανοίγουμε τους ορίζοντές μας ή κλεινόμαστε στο εγώ μας; Η λογοτεχνία γίνεται εντέλει φιτίλι αφύπνισης ή νανούρισμα αποκοίμισης;
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, December 12, 2008

Π. Θασίτης

Ο νεκρός ποιητής
(Π. Θασίτης)

Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.

Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.

Τι γυρεύω.

(διά την αντιγραφή)
Πατριάρχης Φώτιος

(Ο ποιητής και η μούσα, έργο του Ροντέν)
Αφιερωμένο στον λαϊκισμό των ΜΜΕ
που δεν αφήνουν τους νεκρούς ήσυχους
και την αλήθεια ακέραιη

Μανώλης Πρατικάκης

Η ΝΥΧΤΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ
(Μ. Πρατικάκης)


Αλλά πίσω απ’ τα δόντια θα σφυρίζει πάντα
ο θάνατος σαν ξυράφι.
Θα σφυρίζει ο χρόνος εποχούμενος σαν
τροχονόμος.
Θα σφυρίζει ο φόβος γυμνός Τζακ ο
αντεροβγάλτης.

Στην άκρη των λέξεων θα υπάρχει πάντα
ένας νεκρός χωρίς φέρετρο.

Ένα πτώμα πάντα που θα μαυρίζει
τα νερά.

Ένας νέος με λουλούδι
που θα λάμπει στο φόνο.

(διά την αντιγραφή)
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, December 11, 2008

Λεύκιος Ζαφειρίου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ
(Λ. Ζαφειρίου)

Μας παρακολουθούν, Αλέξανδρε,
και τρέχουμε να κρυφτούμε
πού;
Εδώ είναι όλα εκτεθειμένα
το βλέμμα μας ο έρωτάς μας
η μνήμη μας
όλα σάμπως να μην αντιλαμβάνονται
πόσο έχουμε εκτεθεί
στην εξουσία του θανάτου.
Μας απειλούν, Αλέξανδρε,
τόσες διαψεύσεις το τσιμεντένιο πρόσωπο
αυτής της πόλης
ο ύπνος που μας βαραίνει.
Έχουμε πέσει τελεσίδικα
μισοζαλισμένοι πάνω
στις λιπαρές μας μέρες.

(διά την αντιγραφή)
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 10, 2008

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Ποίημα από το “Σχέδια για ένα καλοκαίρι”
(Γ. Σεφέρης)

Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.

(διά την αντιγραφή)
Πατριάρχης Φώτιος
Το Art Print είναι έργο του Danny Hahlbohm

Tuesday, December 09, 2008

Μίλτος Σαχτούρης

ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΛΕΙΣΤΑ
(Μ. Σαχτούρης)

Νυχτερινά
σώματα
καθώς ανάβουν και σβήνουν
οι δρόμοι
τα μάτια
σβήνουν κι αυτά
ενώ τα σύννεφα ανακατεύονται
και κατεβαίνουν
κλειστά καφενεία
δυο άνθρωποι μαζί
πιο κάτω τρεις άνθρωποι μαζί
και πιο κάτω τέσσερις άνθρωποι
ένα πρόσωπο ξεχασμένο
έν’ άλλο χθες απαντημένο
άτονο
απελπισμένο
δεν το θέλω
το στόμα
που ξέρει να βρίσκει
την πληγή της ψυχής
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ
πρέπει να κάψουμε τα χέρια μας
τη νύχτα αυτή
των φαντασμάτων
και της μαύρης πίκρας

(διά την αντιγραφή)
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 08, 2008

Γκρεκοτσίνο: Γιάννης Μαρούδας

Γιάννης Μαρούδας
“Η μυστική διαθήκη της Πηνελόπης Γκαβογιάννη”
εκδόσεις Ωκεανίδα
2008


Η προσπάθεια να εξηγηθεί η τρομοκρατία δεν έχει βρει στη λογοτεχνία ικανές πένες να αποτυπώσουν το βάθος και το εύρος του φαινομένου (Γενικότερα δεν ξέρω ποιος μπορεί να το αντιληφθεί επαρκώς). Η απόπειρα του Χωμενίδη («Το σπίτι και το κελί») παλιότερα… αδύναμη, ενώ ο Στεφανάκης («Το μάτι της τρομοκρατίας έχει αχρωματοψία») έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια.
Ο Μαρούδας την εξηγεί ως αντίδραση των διανοούμενων απέναντι στο σύστημα που τους περιθωριοποιεί και τους κάνει να ασφυκτιούν. Είναι όμως σπασμωδική και ασυντόνιστη, χωρίς βάσεις και θεμέλια, ικανά αφενός να θωρακίσουν τους ίδιους τους δράστες και αφετέρου να πετύχουν καίρια χτυπήματα στο σύστημα.
Ένα περιοδικό ποίησης, η Κιβωτός, κλείνει επειδή το κράτος αρνείται να το στηρίξει οικονομικά και ένας εκ των συντελεστών αποφασίζει να ρίξει βόμβα στο υπουργείο Πολιτισμού. Παράλληλα, η διαθήκη μιας φιλότεχνης γηραιάς κυρίας αφήνει το 10% του τεράστιου ομίλου Γκαβογιάννη στην Κιβωτό… Τελικά οι δύο υποθέσεις συγκλίνουν, καθώς συλλαμβάνονται τα μέλη της λογοτεχνικής ομάδας.
Ο Μαρούδας δεν είναι κακή γραφίδα. Ξέρει να κατευθύνει τον ρυθμό, ξέρει να στήνει σκηνές και διαλόγους, να προχωρά την υπόθεση με αλληλουχία, να σκιαγραφεί έστω και επιφανειακά τα πρόσωπά του. ΑΛΛΑ, η όλη σύλληψη της τρομοκρατίας, το όλο στήσιμο μιας υπόθεσης και η οικονομία της αφήγησης σκοντάφτει στην ίδια την εγγενή αδυναμία της να φανεί αληθοφανής. Όσοι παρακολούθησαν τα γεγονότα της 17Ν αλλά και των άλλων σοβαρών τρομοκρατικών οργανώσεων δεν μπορούν να πειστούν ότι όλα συμβαίνουν έτσι απροσχεδίαστα.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, December 04, 2008

Μιλφέιγ. Οι συγγραφείς και οι άλλοι

1. Σχέση συγγραφέων-αναγνωστών


Ενδιαφέρει τους συγγραφείς η γνώμη των αναγνωστών; Και δεν αναφέρομαι στις φιλοφρονήσεις που τόσο κολακεύουν τον εγωισμό τους αλλά και ενισχύουν την αυτοπεποίθησή τους. Αναφέρομαι πρώτιστα στο να ακούσουν τι λένε οι αναγνώστες και γιατί –ενδεχομένως- δεν άρεσε στους τελευταίους το βιβλίο τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναρωτιέμαι αν έχουν νόημα οι παρουσιάσεις νεότευκτων βιβλίων. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν και παρουσιάζονται, αλλά ποτέ –όσο έχω παρακολουθήσει τέτοιες συναντήσεις με το αναγνωστικό κοινό- δεν διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος με διαφωνίες και διαφορετικές οπτικές γωνίες, με ήπιες φυσικά αντιπαραθέσεις και ανταλλαγή απόψεων. Μας τα λένε, τους ακούμε και φεύγουν ήσυχοι.
Το ενθαρρυντικό είναι ότι υπάρχουν πλέον τα ιστολόγια και οι αναγνώστες έχουμε λόγο. Και με ικανοποίηση δέχομαι μηνύματα από τους ίδιους τους συγγραφείς ότι η όποια παρουσίασή μου, με τα αρνητικά και τα θετικά, εισακούστηκε με προσοχή. Δεν τιμά αυτό εμένα, αλλά τους ίδιους που λαμβάνουν υπόψη ό,τι τούς υποδείχθηκε· φυσικά δεν απαιτούμε να το δεχτούν, αλλά τουλάχιστον να περάσει από τη σκέψη τους στο επόμενο βιβλίο τους.

2. Σχέση συγγραφέων-εκδοτών

Γιατί αλλάζει ένας συγγραφέας εκδοτική στέγη; Φαντάζομαι γιατί μάλωσε με τον προηγούμενο εκδότη του ή γιατί πίστεψε ότι τον έριχνε στα ποσοστά. Πιθανόν να αναζήτησε καλύτερες προοπτικές είτε σε οικονομικό επίπεδο είτε σε επίπεδο προώθησης. Γι’ αυτό μάλιστα οι νέοι συγγραφείς όλο και πλησιάζουν τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, όπως τον Καστανιώτη, τον Πατάκη, τον Κέδρο ή το Μεταίχμιο κ.ο.κ. Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις η μετακίνηση λ.χ. του Βαλτινού και της Γαλανάκη παλαιότερα από την Άγρα σε άλλους οίκους ή η πρόσφατη αλλαγή στέγης του Μαμαλούκα από τον Καστανιώτη στον Λιβάνη. Το τελευταίο περιστατικό με αφήνει με ερωτηματικά.

3. Σχέση συγγραφέων-επιμελητών

Τι είναι οι τελευταίοι; Το ίδιο αναρωτιούνται και οι ίδιοι οι συγγραφείς που δεν ανέχονται να επεμβαίνει κανείς στο κείμενό τους. Στο εξωτερικό ο επιμελητής είναι συνυπεύθυνος για το τελικό αποτέλεσμα, αφού δεν διορθώνει μόνο τυπογραφικά λάθη αλλά έχει (συμβουλευτική) γνώμη και σε στοιχεία δομής ή οικονομίας της πλοκής. Βλ. το ρεπορτάζ της Ο. Σελλά στην Καθημερινή της 30.11.2008 (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_30/11/2008_293814 ).

4. Σχέση συγγραφέων-κριτικών

Τι κάνει ο συγγραφέας μόλις διαβάσει μια κριτική για το έργο του; Αυτοθαυμάζεται; Την αρχειοθετεί μαζί με τις άλλες και χαίρεται που αυγαταίνουν όσα γράφονται γι’ αυτόν; Καμαρώνει με τα θετικά και εθελοτυφλεί στα αρνητικά; Θα ήθελα να γίνεται ένας υπόρρητος διάλογος μεταξύ της κριτικής και της συγγραφικής διάνοιας. Να ακούνε οι μεν τους δε πιστεύοντας ότι κάποιες επισημάνσεις τους είναι αξιόλογες και γι’ αυτό αξίζει να τις λάβουν υπόψη στα επόμενα βιβλία τους.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 01, 2008

Καφές με μαστίχα: Γιάννης Μακριδάκης

Γιάννης Μακριδάκης
«Ανάμισης ντενεκές»
εκδόσεις Εστία
2008


Η περιπέτεια μιας ανάγνωσης

Γιατί το επέλεξα; Πρωτοεμφανιζόμενος ο συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο, που, όπως λέει το οπισθόφυλλο, αναφέρεται στην “ιστορία ενός ανθρώπου που πέρασε στην παρανομία για ένα έγκλημα πάθους, ή πώς ο άνθρωπος μετατρέπεται σε θρύλο”
Πρώτες εντυπώσεις. Βαρετή νωχελική αφήγηση που αργόσυρτα αναφέρεται στην επιστροφή του Γιάννη Πέτικα στη Χίο από την Αμερική και η αναβίωση της αγάπης του για μια κοπέλα. Χίος του 1914, επαρχιακή μιζέρια και ερωτικά ειδύλλια σε βουκολικό φόντο. Ο Μακριδάκης, σύμφωνα με το βιογραφικό του, ασχολείται συστηματικά με τη γενέτειρα Χίο και αναπλάθει μια παλαιότερη εποχή από αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ενδιαφέρον για τους μη Χιώτες; Ελάχιστο.
Εγκεφαλικές ενέσεις. Η ηθογραφία επιστρέφει και πολλοί Νεοέλληνες συγγραφείς ξαναπιάνουν τη χαμένη ιστορία και παράδοση των περιοχών από τις οποίες κατάγονται. Ο Μακριδάκης συνδυάζει τη νεο-ηθογραφία με μια ανάλογη απόπειρα διερεύνησης των πηγών, στοιχείο της μεταμυθοπλασίας που εστιάζει όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στον τρόπο που αυτό αποκαλύπτεται. Έτσι, σε διάφορα σημεία ο αφηγητής-ερευνητής παρουσιάζει πώς συνάντησε υπερήλικες Χιώτες, τι μαρτυρίες για τον Πέτικα διασώζουν, πόσο συγκεχυμένα είναι μερικά στοιχεία, ποια είναι η αλήθεια για άδηλα περιστατικά, πώς μπορούν να ελεγχθούν οι πηγές. Μια πραγματική ιστορία φόνου και φυγάδευσης στα βουνά ενός νέου της εποχής και η μετατροπή της ιστορίας του σε θρύλο που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα· ο φυγόδικος ηρωοποιείται και γίνεται –εν μέρει- λαϊκό πρότυπο. Στην ουσία είναι η δημιουργία ενός αντιήρωα που δικαιολογείται για το έγκλημα πάθους και επαινείται για τη διετή του ανταρσία απέναντι στις αρχές.
Τι γράψανε: Γενικά καλά λόγια για μια προσπάθεια που αν μη τι άλλο δείχνει ότι οι νέοι αναζητούν στην παράδοση το χαμένο κέντρο της γραφής.
-Μιχάλης Μόσχος, Η Καθημερινή, 5.8.2008: πολύς λόγος για την υπόθεση και λίγα λόγια για την αντιηρωική του φύση (ο Πέτικας μάχεται τις ελληνικές αρχές), ενώ εξαίρει την πολύ δουλειά στην έρευνα του συγγραφέα.
- Μιχάλης Μοδινός, Τα Νέα, 20.9.2008: μιλάει για σύζευξη γεωγραφίας και ιστορίας (της Χίου), για παράλλήλο ήρωα που είναι ο ίδιος ο αφηγητής-ερευνητής και για «εξαίρετη τεχνική παράλληλων αφηγήσεων που συχνά εσωκλείονται η μία στην άλλη σαν ρώσικη μπαμπούσκα».
- Κώστας Καρακώτιας, Ελεύθερος Τύπος, 2.11.2008: συνδέει το κείμενο με τη ληστρική λογοτεχνία (πολύ σωστά), μιλάει για διπλό επίπεδο αφήγησης (τώρα και τότε) και στέκεται στη διαδικασία ανάπτυξης τέτοιων λαϊκών μύθων σαν κι αυτόν.
Τελικά συμπεράσματα. Τυπικά ένα καλογραμμένο κείμενο, με ελεγχόμενο ρυθμό, διανοητικά πετυχημένο, εστιασμένο στο πώς γίνεται η ιστορία θρύλος και φήμη, πώς διασώζεται στον λαό η εικόνα ενός λαϊκού παλικαριού, έστω και φονιά για λόγους όμως τιμής. Ωστόσο η αναγνωστική απόλαυση δεν συντηρείται ούτε από το ανύπαρκτο ενδιαφέρον για το τι θα γίνει μετά, ούτε από τις συγκρούσεις των “καλών” και των “κακών”, ούτε από τις ευφυείς συλλήψεις της αφήγησης που θα ανανέωναν συνεχώς την αναγνωστική αναμονή. Το πιο βασικό είναι ότι ο συγγραφέας καταπιάστηκε με ένα θέμα αφανές, για να αναδείξει την πατρίδα του αλλά και τις πολλαπλές δυνατότητες της γραφής.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 27, 2008

Τάρτες: Λογοτεχνία και Εμφύλιος

Ελληνική πεζογραφία
για τον Εμφύλιο πόλεμο

Μιλούσαμε στην προηγούμενη ανάρτηση για τις δύο μεγάλες φετίχ εποχές της ελληνικής πεζογραφίας, τον Εμφύλιο και τη δεκαετία του ’60. Το ερώτημα είναι γιατί εκεί στέκονται όσοι ανατρέχουν στο παρελθόν και ψάχνουν να βρουν τάσεις, βιώματα, ιστορικές βάσεις. Μια πρώτη υπόθεση εργασίας είναι ότι, επειδή το ψυχροπολεμικό κλίμα του εμφύλιου κράτησε –κατά πολλούς- μέχρι το 1989, οι συγγραφείς που μεγάλωσαν μ’ αυτό αναζητούν πίσω τις ρίζες της πρόσφατης και με άλλους όρους τωρινής πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας. Να μια λίστα με τίτλους για την εποχή του Εμφυλίου:

Δημήτρης Χατζής, Η φωτιά (1946)
Γιάννης Μπεράτης, Οδοιπορικό του ’43 (1946)
Ρένος Αποστολίδης, Πυραμίδα 67 (1949)
Ρόδης Ρούφος, Το χρονικό μιας σταυροφορίας (1954-8)
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία (1953)
Νίκος Κάσδαγλης, Τα δόντια της μυλόπετρας (1955)
Νίκος Καζαντζάκης, Αδερφοφάδες (1955)
Ρένος Αποστολίδης, Ο Α2 (1968)
Άρης Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο (1974)
Θανάσης Βαλτινός, Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978)
Στρατής Χαβιαράς, Ηρωικά χρόνια (1985)
Θανάσης Βαλτινός, Ορθοκωστά (1994)
Γιάννης Μπούτος, Τα δάκρυα της βασίλισσας (2000)
Κώστας Ακρίβος, Κίτρινο ρωσικό κερί (2001)
Μάκης Τρικούκης, Η ταπείνωση του θριαμβευτή (2006)
Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ (2006)
Μάνος Ελευθερίου, Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές (2006)

(μερικοί τίτλοι από αυτούς αντλήθηκαν από τη μελέτη του Γ. Βασιλακάκου “Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος στη μεταπολεμική πεζογραφία 1946-1958 ”, Ελληνικά γράμματα, 2000)

Το ερώτημα είναι πώς διαβάζουμε την ιστορία; Αναζητώντας τα γεγονότα για να βγάλουμε συμπεράσματα; Ή ερμηνεύοντας τα γεγονότα με βάση τις σημερινές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Μεταφέρω εδώ ένα σχόλιο της Pellegrina από το προηγούμενο ποστ:
«1) Κάθε λογοτεχνία, και κυρίως το μυθιστόρημα, έχει να κάνει όχι τόσο με το θέμα του ή την εποχή στην οποία αναφέρεται, αλλά με την εποχή στην οποία ΓΡΑΦΕΤΑΙ. Είναι πάντα ένα κομμάτι της φωνής της, της συνείδησής της. Υπό αυτή την έννοια και τα διεξαγόμενα π.χ. στο Βυζάντιο και γραμμένα τώρα, έχουν να κάνουν κυρίως με το τώρα.2) Διαπιστώνουμε όμως μια επιμονή στο παρελθόν, και επίσης (αυτό δικό μου κυρίως, οκέι) ότι και όταν αναφερόμαστε στο παρόν, συχνά αυτό γίνεται με όρους παρελθόντος (αυτό αν θέλετε το εξηγώ άλλη φορά). πώς ενώνονται αυτές οι δύο φαινομενικά αντικρουόμενες απόψεις; Κατά τη γνώμη μου ως εξής: Κάθε βιβλίο εκφράζει την εποχή του. Αν τώρα επιμένει στο παρελθόν, αυτό σημαίνει ότι η ίδια η εποχή του (η σύγχρονη)είναι κολλημένη, έχει πρόβλημα. Δηλαδή, είμαστε συντηρητικοί ή τελματωμένοι ε ξ ω λογοτεχνικά, στο κοινωνικό, ιδεολογικό, υπαρξιακό κλπ επίπεδο.»
Προς το παρόν δεν σχολιάζω, για να μην επηρεάσω τη συζήτηση. Τι τραβάει εντέλει τους συγγραφείς και μαζί τους αναγνώστες από το παρελθόν; Και πιο συγκεκριμένα, γιατί μελετάμε και ξαναμελετάμε ως κοινωνία τον Εμφύλιο;

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 24, 2008

Πολλά βαρύς και όχι: Θανάσης Σκρουμπέλος

Θανάσης Σκρουμπέλος
“Μπλε καστόρινα παπούτσια”
εκδόσεις Τόπος
2008

Μια δεκαετία φετίχ

Δύο είναι οι εποχές που αποτελούν φετίχ για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ο εμφύλιος και η δεκαετία του ’60, προφανώς γιατί σ’ αυτές τις δύο εποχές βλέπουν οι συγγραφείς μας τις ρίζες της τωρινής κοινωνικοπολιτικής κατάστασης. Για τη δεκαετία του ’60 θυμίζω ενδεικτικά τα “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60”, του Θ. Βαλτινού και το “Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου” του Γ. Σκαμπαρδώνη…
Ο Σκρουμπέλος επιχειρεί μια τοιχογραφία της εποχής με τις διαμάχες αριστερών και δεξιών, οι οποίες κλείνουν το έργο με συμφιλίωση στην πράξη (πέρα από τις ιδεολογικές διαφορές), με αποτύπωση του ονείρου για πρόοδο, λίγο μυθιστόρημα μαθητείας, λίγο πολυφωνική καταγραφή που ξεκινά από τους τραβεστί σε κέντρο διασκέδασης της εποχής μέχρι τα όνειρα των παιδιών. Ο συγγραφέας (γενν. 1944) έζησε τη δεκαετία αυτή ως έφηβος και αποτυπώνει με νοσταλγία τις μνήμες μιας εποχής που αργότερα απέκτησαν και πολιτική αξία.
Αγκομάχησα να το διαβάσω. Γιατί; Ίσως δεν μου αρέσουν αυτά τα μυθιστορήματα-τοιχογραφίες όπου οι πρωταγωνιστές έχουν μικρό ρόλο και οι δευτεραγωνιστές μεγάλο. Ίσως γιατί διείδα πιο πολύ πολιτική και κοινωνική σημασία στο εγχείρημα παρά αισθητική. Ίσως γιατί με έχει κουράσει αυτή η ομφαλοσκόπηση των αριστεροδεξιών μας ερίδων. Ίσως γιατί όλες αυτές οι προσπάθειες εκκινούν από το τάδε ή το δείνα ιδεολογικό υπόβαθρο και δεν πείθουν για τη γνησιότητά τους (το τέλος του έργου εν μέρει με διέψευσε). Ίσως γιατί ήμουν πολύ μικρός τη δεκαετία αυτή και δεν την κουβαλάω στις μνήμες μου ώστε να τη νοσταλγήσω
.
Γράψανε γι’ αυτό:
annabooklover.wordpress.com/2008/07/17/bluesuedshoes: “Ένα καταπληκτικό βιβλίο χωρίς υπερβολή.”
-Έλενα Χουζούρη (Ελευθεροτυπία, 21.3.2008)
www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=21/03/2008&id=3451520: “Χάνει όταν, προκειμένου να αναφερθεί στα πολιτικά γεγονότα της εποχής, μετατρέπει τη γραφή του σε καταγγελτικό πολιτικό ρεπορτάζ. 'Η όταν σχηματοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις (οι καλοί και οι κακοί). Αντίθετα, εκεί που σαφώς κερδίζει είναι η εξαιρετικά αφομοιωμένη γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων, του υπόκοσμου και των «ανδρών που ντύνονται γυναίκες». Μια γλώσσα χυμώδης και ζωντανή, που δίνει το στίγμα της στο ενδιαφέρον αυτό μυθιστόρημα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως και με τα τρία του βιβλία, ο Σκρουμπέλος δημιουργεί ένα προσωπικό, γλωσσικό, υφολογικό και μυθιστορηματικό σύμπαν.”
-Χρίστος Παπαγεωργίου (Η Αυγή, 10.4.2008): “Με γνήσιο λογοτεχνικό προφίλ και με σύνθετη γνώση της Ιστορίας, με ευρηματικότητα, ο Σκρουμπέλος για μια ακόμη φορά εκπλήσσει, προβληματίζει και αποκαθιστά. Ευχής έργον θα ήταν να μιμηθούν το παράδειγμά του και άλλοι, ώστε, τώρα που τα αρχεία έρχονται στο φως, τίποτα να μη μείνει στα συρτάρια των υπουργείων και των υπηρεσιών, για να μάθουμε πότε ο κάθε πολιτικός, δημοσιογράφος ή οικονομικός παράγοντας μάς λέει την αλήθεια ή ψεύδεται.”

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 21, 2008

Καφές με φέτες πορτοκάλι: Λευτέρης Μαυρόπουλος

Λευτέρης Μαυρόπουλος
“Το άλλο μισό μου πορτοκάλι”
εκδόσεις Ίνδικτος
2007


Μισό στυφό, μισό γλυκό

Δύο ταχύτητες, δύο εντυπώσεις. Μέχρι τη μέση μια ιστορική μυθιστορία για τη ζωή μιας οικογένειας καπνεργατών (;) στη Μακεδονία και τη γνήσια, ανιδιοτελή συνδικαλιστική δράση του πατέρα τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Αργοί ρυθμοί, άχρωμη αφήγηση, μειωμένο ενδιαφέρον. Ο Μιχάλης, πολύτεκνος μεροκαματιάρης, αγωνίζεται ενάντια στους μεγαλέμπορους και στους χαφιέδες της αστυνομίας με αριστερή ιδεολογία αλλά εφαρμοσμένη στη ζωή του και όχι με τις αμπελοφιλοσοφίες των θεωρητικών. Βασανίζεται, αφού συλλαμβάνεται, και στο τέλος σκοτώνεται από τους βασανιστές του.
Το δεύτερο μισό -σαν να γλύκανε το πορτοκάλι- πιάνει την αφήγηση από τον στερνό γιο του, κι αυτός με το όνομας Μιχάλης, ο οποίος στα μεταπολεμικά πλέον χρόνια αναλαμβάνει να εκδικηθεί, και τον ακολουθούν τα δυο του αδέλφια που έλειπαν στην Αυστραλία. Η ιστορία επιταχύνεται, η δράση κερδίζει έδαφος, η αφήγηση γίνεται εκδικητικά άγρια, χωρίς να χάνει σε ηπιότητα τόνων.
Γενικά ο Μαυρόπουλος διατηρεί μια ζεστή επαφή με τη γλώσσα, προσέχει την έκφραση, μεριμνά για τις φράσεις του. Δουλεύει το ύφος του για να μεταδίδει τη ζεστασιά της υπαίθρου, χωρίς να γίνεται πολύ ηθογραφικός, φροντίζει τις περιγραφές και τις εξιστορήσεις με περίσσιο μεράκι. Αυτό που ίσως στερεί το έργο του από την ανάβαση σε υψηλότερα επίπεδα είναι η πλοκή που δεν εξιτάρει, δεν προκαλεί ανατροπές, δεν ελίσσεται με μικρές ή μεγάλες στροφές. Ο ρυθμός της αφήγησης απογοητεύει στην αρχή, αλλά σταδιακά γίνεται πιο ταχύς.
Η τελική εντύπωση καλή, αλλά για να φτάσω μέχρι εκεί κλονίστηκα αρκετά και συχνά χάθηκα μέσα στη ηθογραφική αργόσυρτη αφήγηση. Η κοινωνική επανάσταση δεν προβάλλεται μέσα από κοσμοϊστορικές αλλαγές, αλλά από τη ζωή του απλού ανθρώπου που αγωνίζεται για το δίκιο του. Η εκδίκηση προς τους βασανιστές, ρουφιάνους, δωσίλογους αναδεικνύεται η σταθερή ανάγκη μιας κοινωνίας που δεν πιστεύει στη θεία δίκη, αλλά ούτε και στην ανθρώπινη, καθώς εύκολα ξεχνά και εύκολα δίνει άσυλο.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 17, 2008

Μηλόπιτα: κριτικοί και πάθη

1. Καρτέλ …στην κριτική;

Ο κριτικός των «Νέων» Δ. Κούρτοβικ πνέει μένεα εναντίον δύο άλλων κριτικών, του Β. Χατζηβασιλείου της «Ελευθεροτυπίας» και της Ελ. Κοτζιά της «Καθημερινής». Τους κατηγορεί σε άρθρο του (15.11.2008) ότι κατέχουν θέσεις κλειδιά σε βραβεύσεις, παρουσιάζουν βιβλία, έχει ο ένας εκπομπή στην τηλεόραση, ασχολούνται με κάθε είδους εκδήλωση του βιβλίου και γενικά επιβάλλουν τη συμπαιγνιακή θέση τους με ένα είδος καθεστωτικής αντίληψης για την κριτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινές απόψεις, όχι τυχαία, αλλά, όπως υποστηρίζει, επειδή προαποφασίζουν τι θα προωθήσουν και τι όχι, σε μια συνωμοσία σέχτας που καθορίζει και τις κριτικές επιλογές της σημερινής Ελλάδας.
Μαζί μ’ αυτούς ανήκουν και ένας-δυο άλλοι (ανάμεσά τους φαντάζομαι τοποθετεί και τον Αλ. Ζήρα, με τον οποίο είχε πρόσφατα μία ακόμα έντονη λογομαχία και ο οποίος είναι συχνά σε επιτροπές βραβείων κ.ά.), οι οποίοι αποτελούν ένα είδος δικτατορίας της κριτικής, με στημένες κριτικές και συμφωνημένες βραβεύσεις. Ένα είδος Καρτέλ της κριτικής. Η επίθεση ξεκίνησε τον Αύγουστο, οπότε στο τελευταίο κομμάτι άρθρου του (9.8.2008) είχε αφήσει ειρωνεία και χολή εναντίον τους με υπαινιγμούς για ένωση δυνάμεων με σκοπό τον έλεγχο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Κ. Κατσουλάρης που σχολίασε αυτό το πρώτο άρθρο του (22.8.2008), ενώ κατακρίνει το ύφος και τον τόνο του, προβληματίζεται για το αν η μεταξύ των δύο σχέση τούς έχει οδηγήσει –έστω και ασύνειδα- σε “οργανωμένο πόλο”.
Κρατώ τα σχόλια για άλλη στιγμή.

2. Αριστερή κριτική

Σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο των «Νέων» ο Δ. Ραυτόπουλος, εξέχουσα μορφή της αριστερής κριτικής και ιδρυτής του περιοδικού «Επιθεώρησης Τέχνης», παρουσιάζει τη στάση του ως κριτικού απέναντι στην κομματική γραμμή. Αποκαλύπτει, λοιπόν, ότι πήγε κόντρα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που ήταν η κυρίαρχη τάση του κόμματος, και επαίνεσε τον Τσίρκα, ενώ η κομματική ηγεσία τον διέγραφε. Από την άλλη, παραδέχεται ότι η ιδεολογική του ταυτότητα δεν τον άφηνε να δει τα θετικά σημεία του αντίστοιχου φιλελεύθερου περιοδικού «Εποχές», το οποίο τώρα θεωρεί σημαντικό βήμα κριτικής.
Αυτό που δεν είπε είναι ότι ο ίδιος είναι ο εισηγητής του όρου “Μαύρη πολιτική λογοτεχνία” για τα έργα των δεξιών συγγραφέων, ασχέτως αν ήταν άξια λογοτεχνικά κείμενα ή όχι. Για την κριτική της Επιθεώρησης Τέχνης βλέπε και το άρθρο του Βαγενά στο «Βήμα» της 16ης Νοεμβρίου 2008.

3. Μάρη Θεοδοσοπούλου

Προσωπικά δεν μου άρεσε ο τρόπος που γράφει κριτικές η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Τον βρίσκω εργαστηριακό, αποστειρωμένο, συχνά πλούσιο σε πραγματολογικές παρατηρήσεις αλλά ισχνό στην ερμηνεία της. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι ντροπή το Βήμα να μην έχει ΚΑΝΕΝΑ κριτικό, αφού οι δρόμοι της βιβλιοκριτικού και της εφημερίδας έχουν χωρίσει. Το Βήμα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς κριτικούς, αλλά με δημοσιογράφους και δημοσιογραφούντες, μόνο με συνεντεύξεις, δοκίμια, ρεπορτάζ και στήλες με βιβλιοπαρουσιάσεις αλλά καμία με άποψη.
Τουλάχιστον η Θεοδοσοπούλου μπορεί να …εκπέμπει από το μπλογκ της: http://maritheodo.blogspot.com .

Εντέλει, δίνουμε σημασία ποιος υπογράφει την κριτική που διαβάζουμε; Αναζητούμε το όνομα πριν ή μετά την ανάγνωση του άρθρου; Θεωρούμε κάποιους από αυτούς αξιόπιστους ή δεν εμπιστευόμαστε κανένα;

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 13, 2008

Κανταΐφι: τουρκική λογοτεχνία

Μια μεταβατική λογοτεχνία

Η τουρκική είναι μια μικρή σχετικά γλώσσα, αφού τη μιλούν ως μητρική μόνο οι Τούρκοι και δεν ξέρω κι εγώ πόσοι άλλοι ως ξένη γλώσσα. Ανάλογα με την ελληνική, δεν έχει πέραση στην Ευρώπη, αλλά αντίθετα με τα ελληνικά γράμματα οι Τούρκοι συγγραφείς είναι σε δυναμική πορεία. Φέτος, η Διεθνής Έκθεση στη Φραγκφούρτη ήταν αφιερωμένη στην τουρκική λογοτεχνία με ναυαρχίδα του στόλου τον πρόσφατα Νομπελίστα Ορχάν Παμούκ.
Μερικοί σύγχρονοι συγγραφείς των οποίων τα βιβλία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι:
1.Ορχάν Παμούκ: “Το σπίτι της σιωπής”, “Το μαύρο βιβλίο”, “Καινούργια ζωή”, “Χιόνι”, “Ιστανμπούλ”, “Με λένε κόκκινο”, “Το λευκό κάστρο”.
Προτείνω την Καινούργια ζωή και “Το μαύρο βιβλίο”. Ο Παμούκ μαγεύει όχι μόνο με τη σαγήνη των αφηγήσεών του, αλλά και με τον δόκιμο λόγο του, που αντανακλά ιδέες για τη σύγχρονη Τουρκία (με νοσταλγία παλιών εποχών) και τη θέση της στον διευρυμένο κόσμο.
2.Γιασάρ Κεμάλ: “Ο θρύλος των χιλίων ταύρων”, “Ο μεσόστυλος”, “Ο τσακιντζής”, “Χρώματα της ζωής και της γραφής”, “Η θυμωμένη θάλασσα”, “Φύγανε και τα πουλιά”, “Οι αγάδες του Ακτσασάζ”, “Η ιστορία ενός νησιού”.
Το τελευταίο έργο αναφέρεται στη Μικρασιατική καταστροφή από τη ματιά ενός Τούρκου και θυμίζει πολύ τους δικούς μας Βενέζη και Μυριβήλη, χωρίς μοντερνιστικά πειράματα.
3.Νεντίμ Γκιουρσέλ: “Η πρώτη γυναίκα”, “Μακρύ καλοκαίρι στην Ιστανμπούλ”, “Αγαπημένη μου Ιστανμπούλ”, “Ο ξενιτεμένος Μουσταφά και η ψηλόκορμη λεύκα”, “Πασκεσέν, το μυθιστόρημα του πορθητή”, “Εικονογραφημένος κόσμος”, “Οράματα του νότου”, “Μπαλκόνι στη Μεσόγειο”
Ενδιαφέρον βιβλίο ο “Εικονογραφημένος κόσμος”.
4.Ελίφ Σαφάκ: “Απόκρυφο”, “Μπονμπόν Παλάς”, “Οι Καθρέφτες της Πόλης”, “Το Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης”.
5.Φεριντέ Τσιτσέκογλου: “Η άλλη μεριά του νερού”, “Μην πυροβολείτε το χαρταετό”.
Το πρώτο από τα έργα της μου φάνηκε ρηχό και εντελώς άνοστο.
Ξέρουμε λίγα για τους γείτονες, ξέρουμε λίγα για τη λογοτεχνία των άλλων λαών πλην των μεγάλων λογοτεχνιών. Προσωπικά θέτω ως υπόθεση εργασίας ότι, επειδή η τουρκική κοινωνία ζει μια μεταβατική-αντιφατική περίοδο (εκσυγχρονισμού και συντήρησης), οι πνευματικές δυνάμεις της χώρας στην προσπάθειά τους να ορίσουν αυτήν την ταυτότητα γράφουν και λογοτεχνία ενός α΄ επιπέδου.
Θα ήθελα προτάσεις για καλή τουρκική λογοτεχνία, μεταφέρετέ μας τα αναγνωστικά σας βιώματα, απόψεις, ιδέες και μπορούμε να στήσουμε μια Ιστολέσχη Ανάγνωσης, αν προταθεί ένα βιβλίο πάνω από τέσσερις φορές (4).

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 10, 2008

Μαύρος αμερικάνικος καφές: Percival Everett

Percival Everett
“Wounded”
2005
“Πληγωμένοι”
μετφ. Λ. Καλοβυρνάς
εκδόσεις Πόλις
2008



Συνεχίζω με συγγραφείς αφροαμερικανούς, που μιλάνε για τον ρατσισμό στις ΗΠΑ.
Δεν ξέρω στο χρηματιστήριο αξιών της Αμερικής τι βαρύτητα έχει το όνομα του Percival Everett. Εγώ όμως έχοντας διαβάσει το προηγούμενο έργο του που μεταφράστηκε στα καθ’ ημάς (“Αμερικάνικη έρημος”, 2004), είχα την πεποίθηση ότι θα διαβάσω κάτι πολύ καλό· και από τις πρώτες σελίδες δεν διαψεύστηκα.
Ο μαύρος πρωταγωνιστής διαχειρίζεται ένα ράντζο εκπαίδευσης ζώων (κυρίως αλόγων), όπου φιλοξενείγια ένα διάστημα τον γιο ενός φίλου του, γιο ο οποίος είναι ομοφυλόφιλος. Οι περιπέτειες που περνάνε τόσο ο ίδιος λόγω του χρώματός του όσο και ο νεαρός Ρόμπερτ λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων είναι το βασικό στόρι του βιβλίου, πίσω από το οποίο φαίνονται οι ψυχολογικές διακυμάνσεις των προσώπων, η κοινωνική σήψη, ο ρατσισμός κ.ο.κ.
Η γραφή του Percival Everett είναι απλή, καθαρή ακόμα κι όταν περιγράφει θολά συναισθήματα, οι διάλογοι έξυπνοι όσο και φυσικοί, που αναδεικνύουν το ήθος και το ύφος των προσώπων. Το δραματικό συμφύρεται με το ερωτικό, το κοινωνικό με το ελαφρό χιούμορ, η αφηγηματική ματιά με τον βαθύ στοχασμό, η λαγαρή γλώσσα με το λεξιλόγιο των ιπποφορβείων, που ακόμα και σε αμύητους σαν κι εμένα φανερώνει έναν κόσμο που δεν υποψιαζόμουν.
Κι εκεί που θεωρούσαμε ότι ο φυλετικός ρατσισμός έχει εκλείψει, να σου δυο βιβλία (Mengestu και Everett) που μιλάνε για μαύρους, μετανάστες, ομοφυλόφιλους σε μια Αμερική που έχει ακόμα να αλλάξει πολύ.
Χάρηκα που το παρουσίασαν οι:
- Γ. Καρουζάκης στο Lifo (www.lifo.gr/content/x21/155 )
- Θ. Γρηγοριάδης στα Νέα (teogrigoriadis.blogspot.com/2008/05/percival-everret.html)
- Δ. Αναστασόπουλος στην Ελευθεροτυπία (www.enet.gr/online/online_hprint?q=&a=%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F%3F&id=90125720 )

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 06, 2008

Αμερικάνικος με κόκκους Αιθιοπίας.Dinaw Mengestu

Dinaw Mengestu
“The Beautiful Things that Heaven Bears”
“Όλες οι χάρες του ουρανού”
μετ. Χ. Παπαδημητρίου
εκδόσεις Πόλις
2008

Ένας μαύρος στην Αμερική

Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Ομπάμα θα αλλάξει τον κόσμο. Έχω σοβαρές επιφυλάξεις αν η εκλογή του σημαίνει και εγκατάλειψη των πολιτικών της Αμερικής. Ίσως όμως ξημερώνει μια νέα μέρα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των μαύρων της χώρας. Κι αυτό θίγει το βιβλίο του Αιθίοπα Dinaw Mengestu, χωρίς βέβαια να κάνει αναφορά στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Σχετικά αυτοβιογραφικό το βιβλίο αναφέρεται στον Στέφανο που εγκαταλείπει την Αιθιοπία και καταφεύγει στην Ουάσινγκτον, όπου ανοίγει ένα μικρό μίνι μάρκετ σε μια υποβαθμισμένη συνοικία μαύρων. Η ζωή του κινείται μεταξύ του μαγαζιού του, των συγγενών του, των μαύρων φίλων του και μιας λευκής γειτόνισσας που έχει ένα πανέξυπνο κοριτσάκι.
Ο τρόπος γραφής είναι πολύ απλός, αλλά όχι απλοϊκός. Η Λώρη Κέζα σε συνέντευξη του συγγραφέα στο Βήμα (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15500&m=S03&aa=1) αναφέρει εισαγωγικά: «Το μυθιστόρημα του Ντινάου Μενγκέστου δεν είναι ούτε δαιδαλώδες ούτε περίτεχνο ούτε προκλητικό. Είναι μια ιστορία απλή και καλογραμμένη. Αναφέρεται σε μετανάστες από την Αφρική εγκατεστημένους στην Ουάσιγκτον. Ευτυχώς για τον αναγνώστη ο συγγραφέας δεν διακατέχεται από το σύνδρομο του «να στείλω μήνυμα ντε και καλά» ούτε επιχειρεί να «βάλει» αισιοδοξία εκεί όπου δεν υπάρχει. Καταγράφει τα πράγματα όπως τα γνωρίζει ο ίδιος εκ των έσω καθώς ανήκει και ο ίδιος σε οικογένεια μεταναστών. Γεννήθηκε στην Αντίς Αμπέμπα το 1978 αλλά μεγάλωσε στις ΗΠΑ. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Τζόρτζταουν και Κολούμπια. Το πρώτο βιβλίο του τιμήθηκε με βραβεία για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στη Γαλλία.»
Αυτό που κερδίζει τον αναγνώστη είναι οι μικρές σκηνές ανθρωπιάς και ανθρώπινης επαφής ενός μετανάστη που χωρίς να παρουσιάζεται η μιζέρια και η ανέχεια αφήνεται να φανεί η μοναξιά και κυρίως η αίσθηση του ξένου.
Σκηνή 1: Ο Στέφανος διαβάζει με τη μικρή λευκή Ναόμι τους “Αδελφούς Καραμαζόφ”.
Σκηνή 2: τρεις μαύροι φίλοι, μεταξύ των οποίων και ο Στέφανος, από Κονγκό, Αιθιοπία και Κένυα, συζητούν για τα πραξικοπήματα που έχουν λάβει χώρα στην Αφρική (ωραίο θέμα για την ιστορία και τη νοοτροπία των λαών της)
Σκηνή 3: ο Στέφανος, ενώ περίμενε ανήμερα Χριστουγέννων να τα περάσει με τη λευκή φίλη του και την κόρη της, μένει μόνος και τελικά καταφεύγει σε μια πόρνη, μόνο και μόνο για να νιώσει την ανθρώπινη επαφή.
Σκηνή 4: οι μαύροι της περιοχής φέρονται ρατσιστικά στη λευκή φίλη του Στέφανου σε μια αντιστροφή των διώξεων.

Το βιβλίο με τράβηξε λόγω του εξωφύλλου του που είναι κοτλέ και ερεθίζει το χέρι όταν το πιάνει. Αλλά δεν έμεινα στο μπροστινό εξώφυλλο, το διάβασα αργά μέχρι το οπισθόφυλλο και το χάρηκα χωρίς εξάρσεις και αναπηδήσεις.
Πατριάρχης Φώτιος