Monday, February 24, 2020

Manuel Vázquez Montalbán, “Τατουάζ”


Αυτός ο Carvalho, έξυπνος και ρομαντικός, δυναμικός και γαστρονόμος, μια αστυνομική persona που στρέφει τα φώτα της προσοχής πάνω του, κάνοντας όλα τα άλλα να γυρίζουν γύρω του.


Manuel Vázquez Montalbán
“Tatuaje”
1976

Τατουάζ
μετ. Α. Βασιλάκου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2019


Ισπανόφωνος ο Montalbán αλλά όχι Ισπανός, αφού κατάγεται από την καταλανική Barcelona. Η σχολή των αστυνομικών μυθιστορημάτων μάλλον η ίδια, αφού το μεσογειακό τοπίο και ο άγριος detective διαμορφώνει και το ύφος της γραφής.

> Γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1939. Έγραψε και δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και δοκίμια. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: "Μια συναισθηματική αγωγή", "Μαρξιστικά ζητήματα", "Πράγα", "Συναισθηματικό χρονικό της Ισπανίας", "Υποφυσιολογικό μανιφέστο", "Ο πιανίστας", "Συναισθηματικό χρονικό της μεταπολίτευσης", "Happy End" και "Γεύματα με ανησυχητικά άτομα". Ώσπου εμφανίζεται ο ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο στο μυθιστόρημα "Εγώ σκότωσα τον Κέννεντυ" (1970). Η πρωτότυπη μυθιστορηματική αφήγηση του Μονταλμπάν ανοίγει με αυτό το έργο νέους λογοτεχνικούς δρόμους και καθιερώνει τη Σειρά "Πέπε Καρβάλιο". Εκτός από τα βραβεία για τις "Θάλασσες του Νότου", ο Μ.Β. Μονταλμπάν έχει κερδίσει το Εθνικό Βραβείο Αφηγήματος της Ισπανίας, το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος (1992) για το έργο του πάνω στον Ισπανό συγγραφέα και πολιτικό Galindez και το 1995 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Ισπανικών Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Το 2000, ο Μονταλμπάν κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Grinzane-Cavour για την προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία. Έφυγε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή, τον Οκτώβριο του 2003 περιμένοντας μια πτήση στο αεροδρόμιο της Μπανγκόγκ.


Το σήμα κατατεθέν που εντάσσει το έργο στην καθαρόαιμη μονταλμπανική λογοτεχνία είναι ο Pepe Carvalho, ιδιωτικός ντετέκτιβ, σκληρός, μάγκας, με νταραβέρια με πόρνες και άλλους ανθρώπους του περιθωρίου, αμερικάνικης θα έλεγα κοπής, αφού είναι λίγο ρεμάλι αλλά με έναν ακέραιο κώδικα τιμής. Ως άνθρωπος δεν ξέρω αν είναι συμπαθής, αλλά ως ερευνητής και ήρωας ενός σκληρού αστυνομικού μυθιστορήματος κερδίζει σε δραστικότητα και αποτελεσματικότητα. Η έρευνά του δεν σχετίζεται τόσο με συλλογισμούς και λογικές συνάψεις, όσο με τη συνεχόμενη δράση, το αεικίνητο προφίλ του και την άγρια διάθεσή του για αποτελέσματα.

Το πτώμα ενός “ξανθού σαν μπίρα” ξεβράζεται στην ακτή. Κύριο χαρακτηριστικό του, πέρα απ’ το ψαροφαγωμένο πρόσωπό του, ένα τατουάζ που γράφει “Γεννήθηκα για να βάλω φωτιά στην κόλαση”. Ο Carvalho αναλαμβάνει με πληρωμή να ανακαλύψει ποιος είναι ο δολοφονημένος και η έρευνά του τον οδηγεί στον κόσμο των ναρκωτικών, των πορνών και εντέλει στο Amsterdam, όπου ταξιδεύει και μαθαίνει το όνομά του: Julio Chesma. Μένει να μάθουμε τι ρόλο παίζει και πώς σκοτώθηκε (κι από ποιον βεβαίως, βεβαίως). Και το βασικό που απασχολεί και τον ίδιο τον ντετέκτιβ είναι ποια η σχέση του εντολοδόχου του Ramon, που του ζήτησε απλώς να βρει την ταυτότητα του απρόσωπου πτώματος, και ενός κύκλου εμπορίου ναρκωτικών, στον οποίο είναι μπλεγμένος ο Chesma.


Ίσως το πιο σημαντικό στη μονταλμπανική εκδοχή του αστυνομικού μυθιστορήματος δεν είναι η υπόθεση, η έρευνα, η ευφυΐα στη σκέψη, ούτε καν η ατμόσφαιρα της Βαρκελώνης. Είναι πιο πολύ ο ίδιος ο Carvalho, ένας πολύ ιδιαίτερος τύπος, δυναμικός και ερωτικός, σκεπτόμενος και ξεροκέφαλος. “Πρώην μπάτσος, πρώην μαρξιστής και γκουρμέ”, ο οποίος σκέφτεται και δέρνει (ενίοτε δέρνεται), νοιάζεται για τους αδύναμους, αλλά και ετοιμάζει μοναδικά εδέσματα, προσέχοντας τον ουρανίσκο του πιο πολύ κι απ’ τη γροθιά του. Και τελικά πιστεύει ότι “το σεξ και η γαστρονομία είναι τα σοβαρότερα πράγματα που υπάρχουν”…
Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, February 19, 2020

Juan Gabriel Vásquez, “Οι υπολήψεις”


Η υπόληψη ενός ανθρώπου, του θύματος αλλά και του θύτη, βρίσκεται πάνω σε ένα σκοινί, καθώς οι λεπτές ισορροπίες αλλάζουν εύκολα. Η γελοιογραφία και η κριτική της δύναμη είναι πάντα μονοσήμαντες έννοιες χωρίς παράπλευρες απώλειες;


Juan Gabriel Vásquez
“Las reputaciones”
2013

“Οι υπολήψεις”  
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Ίκαρος
2019


Αγαπάμε τρελά τον Vásquez, αφού κάθε του βιβλίο είναι μια αποκάλυψη. Από τους “Πληροφοριοδότες” μέχρι τη “Μορφή των λειψάνων” η γραφή του είναι τόσο ουσιώδης και τα θέματά του τόσο καίρια, που δεν μπορούμε παρά να κυνηγάμε κάθε καινούργια του εμφάνιση.

> Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας, το 1973, και σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, "Los informantes" (Οι πληροφοριοδότες), 2004, "Historia secreta de Costaguana" (Μυστική ιστορία της Κοσταγουάνας), 2007, "El ruido de las cosas al caer" (Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν), 2011 και "Las reputaciones" (Οι υπολήψεις), 2013, μία συλλογή διηγημάτων "Los amantes de Todos los Santos" (Οι εραστές των Αγίων Πάντων), 2008 και μία συλλογή φιλολογικών δοκιμίων "El arte de la distorsion" (Η τέχνη της διαστρέβλωσης), 2009. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία, σημαντικότερα των οποίων είναι το Premio Alfaguara (2011), το English Pen Award (2012), το Prix Roger Caillois (2012) και το Premio Von Rezzori (2013).


Το παρόν βιβλίο, νουβέλα όπως λέει στο οπισθόφυλλο ή μυθιστόρημα, αναφέρεται στον ηλικιωμένο γελοιογράφο Javier Mallarino, που βραβεύεται από τις αρχές, καθώς είναι “η συνείδηση της χώρας”. Η μέρα της βράβευσης τον φέρνει αντιμέτωπο με τις μνήμες (πώς ξεκίνησε και πώς συνέχισε την κριτική του), τον φέρνει μπροστά στην πρώην γυναίκα του τη Magdalena, με την οποία διατηρούν καλές σχέσεις, και τον φέρνει σε γνωριμία με μια νεαρή, δροσερή ας πούμε δημοσιογράφο, τη Samanta Leal, η οποία είναι άκρως θελκτική στα μάτια του.

Η γραφή του Κολομβιανού συγγραφέα μάς κερδίζει απ’ την πρώτη στιγμή για δύο λόγους. Απ’ τη μια, είναι το ύφος, ζεστό, προσηνές, φιλόξενο που μας βάζει κατευθείαν σε τροχιά ανάγνωσης. Απ’ την άλλη, το θέμα του γελοιογράφου, αν κρίνουμε κι απ’ τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, ενέχει γερές δόσεις πολιτικής πεζογραφίας, ή τουλάχιστον τις ευαγγελίζεται. Έτσι, περιμένουμε σταδιακά να φανεί ο ρόλος της γελοιογραφίας, ο ρόλος της κριτικής στην κοινωνία και οι αντοχές της τελευταίας, της εξουσίας και γενικά της δημοκρατίας.

Η αποκάλυψη του ποια είναι η Samanta στρέφει την προσοχή από την πολιτική στην προσωπική ζωή του Mallarino. Η Samanta ήταν φίλη της κόρης του που πέρασε στο σπίτι του μια μισοτραυματική εμπειρία με ένα μέλος του Κογκρέσου, τον Adolfo Cuellar, τον οποίο ο ήρωάς μας σατιρίζει ως πολιτικό ασύστολα. Κι εκείνος μετά τη χλεύη παραιτείται και αυτοκτονεί, γεγονός που στοχοποιεί κατά μερικούς δημοσιογράφους τον γελοιογράφο. Η προσωπική ζωή τελικά συνδέεται με την πολιτική, καθώς η περίπτωση του ίδιου του Mallarino θέτει το ζήτημα της δύναμης της γελοιογραφίας στο κοινωνικό γήπεδο.

Το τέλος του μυθιστορήματος και οι σκέψεις του ήρωα αναδεικνύουν πλέον και το νόημα του έργου. Η μνήμη ή η λήθη είναι πιο ευεργετικές; Η πρώτη κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει στο προσκήνιο, τόσο για τη Samanta που δεν θα έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί τότε όσο και για τον Mallarino, που ενδέχεται να κλονιστεί η αυτοεικόνα του. Η δύναμη της γελοιογραφίας και της κριτικής του είναι σίγουρο ότι αξίζει όταν βάζει σε ενέργεια έναν μηχανισμό ταπείνωσης; Ο συγγραφέας είναι σαν να λέει ότι συχνά αυτός που έχει εξουσία δεν πρέπει να την ασκεί ταπεινωτικά και υπέρμετρα, ώστε να μην χρεωθεί τη συντριβή του άλλου.

Μάλλον λιγότερο καλό αυτό το βιβλίο από τα άλλα του Vásquez. Ίσως όχι λιγότερο καλό τελικά αλλά λιγότερο θεαματικό και ευρύ. Εξίσου όμως βαθύ αφού ανατέμνει τον ανθρώπινο ψυχισμό και τη δύναμη του ανθρώπου που μπορεί τάχιστα να μετατραπεί σε αδυναμία.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, February 14, 2020

Γιάννης Μαρής, “Το φεστιβάλ του θανάτου”

Ο Μαρής της δεκαετίας του ’60 έγραφε πυρετωδώς, όχι μόνο αστυνομικές ιστορίες, έστηνε σκηνικά και κομπίνες, ανέτεμνε ψυχολογικά τους χαρακτήρες του, αξιοποιούσε στοιχεία της λαϊκής νοοτροπίας και μελό δραματοποιήσεις, αλλά και έξυπνες πλοκές.




Γιάννης Μαρής
“Το φεστιβάλ του θανάτου”
εκδόσεις Άγρα
2019




Μπορεί ένα λαϊκό ανάγνωσμα της δεκαετίας του ’60 να συγκινήσει μια σημερινή αναγνώστρια; Είναι ο Μαρής ακόμα επίκαιρος ή διαβάζεται από κεκτημένη ταχύτητα; Και πόσο μοιάζει στον Simenon;





> Γιάννης Μαρής (1916-1979). Ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου), γιος
δικαστικού, γεννήθηκε στη Σκόπελο. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας με παράδοση στο χώρο της πολιτικής. Μεγάλωσε στη Λαμία. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ίδρυσε την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (Ε.Λ.Δ.) από κοινού με τους Ηλία Τσιριμώκο και Σταύρο Κανελλόπουλο, οργάνωση που συμμετείχε στο ΕΑΜ, στης οποίας το δημοσιογραφικό όργανο "Μάχη" διετέλεσε αρχισυντάκτης και αρθρογράφος. Από το 1945 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Το 1950, μετά τις αποκαλύψεις της εφημερίδας για το στρατόπεδο της Μακρονήσου, δικάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα. Αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου. Συνεργάστηκε με τα έντυπα "Προοδευτικός Φιλελεύθερος", "Νέα Γραμμή", "Ελεύθερος Λόγος", "Αθηναϊκή", "Ακρόπολις", "Απογευματινή" και το περιοδικό "Πρώτο". Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1953 με το μυθιστόρημα "Έγκλημα στο Κολωνάκι", που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό "Οικογένεια". Η επιτυχία του μυθιστορήματος, που εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις "Ατλαντίς", τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι, στο περιθώριο της δημοσιογραφικής δουλειάς του, κατάφερε να γράψει περίπου πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δύο θεατρικά έργα ("Ο κύριος 5%", που παρουσιάστηκε από το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και "Ποιος είναι ο Λύσσανδρος", που παρουσιάστηκε από τον θίασο των Ευθυμίου-Μαυροπούλου-Παπαγιαννόπουλου, και τα δύο σε συνεργασία με τον Δ.Κ. Ευαγγελίδη).
Ο Γιάννης Μαρής πέθανε στην Αθήνα το 1979.





Το βιβλιαράκι που έπεσε στα χέρια μου με μια καραμπόλα τυχαιοτήτων περιλαμβάνει τέσσερα αθησαύριστα κείμενα του Μαρή, που είχαν δημοσιευτεί μόνο σε εφημερίδες και περιοδικά των αρχών της δεκαετίας του ’60. Δεν είχαν όμως περιληφθεί έως τώρα σε βιβλίο.


Αυτό σημαίνει δυο τρία πράγματα, που απορρέουν από αυτό καθαυτό τον προορισμό τους για το ευρύ κοινό του τύπου της εποχής. Καταρχάς, η λαϊκότητα της αφήγησης, η αίσθηση δηλαδή ότι αφορά ένα μέσο αναγνώστη, που ξέρει τις ελληνικές ταινίες του μεταπολεμικού cinema, τα αναγνώσματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες σαν serial με γράμματα και τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην ευρεία αναγνωστική μάζα. Έτσι, έχουμε μοτίβα μυστηρίου, φανταστικού, συνωμοσίας, έρωτα και καταστροφής, έχουμε τη σύμπλευση λαού και πλουσίων, εξωτικά μαγαζιά και ιστορικά μυστικά, καλλιτεχνικά σκηνικά και παρασκήνια, αψείς άνδρες και femme fatale, πάθη και εγκλήματα που κρατούν το ενδιαφέρον. Δεύτερον, αυτή η αποσπασματική δημοσίευση που έρχεται από φύλλο σε φύλλο να κεντρίσει το ενδιαφέρον απαιτεί και κεφάλαια που σταματούν στο κρίσιμο σημείο, αφήνουν μια εκκρεμότητα να ίπταται και συνεχίζουν στο επόμενο φύλλο με την ανάλογη πλοκή.

Στον παρόντα τόμο διαβάζουμε ένα διήγημα και τρεις νουβέλες. Ελαφρά αναγνώσματα αλλά πάντα ενδιαφέροντα. Στο «Δωμάτιο 11» ο ένοικος του δωματίου στο ξενοδοχείο προειδοποιείται εμμέσως ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στο κατάλυμά του και μια νύχτα βλέπει στον απέναντι τοίχο έναν αρρενωπό άνδρα να σκοτώνει μια ευειδή γυναίκα: την επόμενη πληροφορείται ότι όντως σ’ αυτό το δωμάτιο είχε συμβεί μια ανάλογη δολοφονία. Ψευδαίσθηση ή λογική εξήγηση; Ο Μαρής φλερτάρει με το φανταστικό αφήγημα που τραμπαλίζεται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Στο «Φεστιβάλ του θανάτου» ο Γερμανός Reiner, ο chauffer του, ένας Ελβετοεβραίος, ένας δωσίλογος της Κατοχής και η κόρη του, μια πλούσια ωραία χήρα συναντιούνται στην Επίδαυρο και το Ναύπλιο σε μια ιστορία μυστηρίου, που πηγαίνει πίσω στα χρόνια των εβραιοδιώξεων από τους Nazi και των θησαυρών που θρυλείται ότι αυτοί άφησαν πίσω.


«Το τελευταίο καλοκαίρι» ή η «Θύελλα» είναι ένα ερωτικό κοινωνικό αφήγημα, όπου ο πλούσιος και διάσημος μεγαλογιατρός 57άχρονος Καλομοίρης ερωτεύεται την προκλητική στη νιότη της και θρασεία στις κινήσεις της 23άχρονη ακροβάτισσα Άννα Παπαδάτου ή Φελλίνι. Ο έρωτας εισπράττεται συνειδητά από τον πρωταγωνιστή ως ένα αναγκαίο ρίσκο στη μουντή (αν και πετυχημένη) ζωή του, όσο κι αν οι ενδείξεις προεξοφλούν (και θα επιβεβαιωθούν) μια μεγάλη πτώση, ευτυχώς χωρίς παρατράγουδα. Η ερωτική ιστορία γίνεται (συνειδητά) μελό, όπου η γενναιοδωρία υπερβαίνει τη ζήλια. Τέλος, στον «Τρίτο δρόμο» βρίσκουμε ξανά την αστυνομική πλοκή, που χαρακτηρίζει τον Μαρή. Ο Καψάλης σκοτώνει έναν μαχαιροβγάλτη που επιτέθηκε στον παλιό του φίλο Αριστοτέλη Απότοκο κι έκτοτε βρίσκεται στο κέντρο εκβιασμών και απειλών.


Μια ιστορία από το φανταστικό, μία ερωτική κοινωνική ιστορία και δυο κλασικές αστυνομικές. Ο Μαρής προσπάθησε φιλότιμα να μιμηθεί και να εξελληνίσει τον Georges Simenon, τόσο στην πλοκή των αστυνομικών του έργων όσο και στη σκιαγράφηση του ψυχισμού των χαρακτήρων στα ψυχολογικά του μυθιστορήματα. Η γοητεία του βρίσκεται τόσο στις κοινωνιολογικές του καταγραφές και αναλύσεις, που ζωντανεύουν τις μεταπολεμικές νοοτροπίες και την ελληνική κοινωνία, όσο και στις ψυχολογικές του καταβυθίσεις. Τα δύο πρώτα έργα έχουν πολλαπλές αστοχίες στην πλοκή, σαν να βρήκαν πιο βιαστικά και πρόχειρα απ’ όσο θα μπορούσε ο συγγραφέας τους, ενώ το τελευταίο, που αξιοποιεί την τεχνική της διπλοπροσωπίας, είναι πολύ πιο άρτιο. Ωστόσο, η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα, η γρήγορη κι εύστοχη πινελιά σε κάθε πρόσωπο, η ψυχογράφηση που δεν εξοκέλλει, ειδικά στο τρίτο το οποίο εστιάζει σ’ αυτήν, η ζωντάνια των περιγραφών, η παραστατικότητα των σκηνών κάνει την ανάγνωση μια δημιουργική εμπειρία.



Διάβασα πρόσφατα κι άλλα έργα του Μαρή, όχι από τα γνωστά, κι απογοητεύτηκα από την απλοποίηση, την τυποποίηση και τη επαναληπτικότητα των μοτίβων του. Αυτό όμως δεν είναι ο κανόνας. Τα καλά του έργα συνδυάζουν (σχετικά πρωτότυπη) αστυνομική πλοκή, ενδιαφέρουσα και καλοδομημένη, ψυχολογικό βάθος ακόμα και στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που εμφανίζονται σε έναν μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο, και την πανσπερμία των κοινωνικών του παρατηρήσεων.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, February 09, 2020

Γιάννης Μακριδάκης, “Οι βάρδιες των πουλιών”

Παράλληλες πορείες ανθρώπων και περιστεριών, στις χαρές και στις απώλειες, μέσα και πάνω απ’ τη θάλασσα.



Γιάννης Μακριδάκης
“Οι βάρδιες των πουλιών”
εκδόσεις Εστία
2019


Πρέπει να έχει βγάλει πολλά λεφτά από μένα η Εστία. Κι αυτό γιατί παρακολουθώ τον Μακριδάκη, σχεδόν από το πρώτο του βιβλίο, και αγοράζω κάθε ένα-δυο χρόνια τα νέα του έργα. Στο “Αντί Στεφάνου” παραπέμπω αναδρομικά σε όλα τα βιβλία του για τα οποία έχουν γραφτεί κρίσεις στο Βιβλιοκαφέ, ενώ μετά έχω γράψει και για την “Πρώτη φλέβα” αλλά και για το “Όλα για καλό”.


> Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά. Από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό "Πελινναίο". Έχει γράψει τα βιβλία "Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 - 1946" (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και "10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940", ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007), το πρώτο μυθιστόρημά του "Aνάμισης ντενεκές" (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά, "Η δεξιά τσέπη του ράσου", νουβέλα (Εστία 2009), "Ήλιος με δόντια", μυθιστόρημα (Εστία 2010), "Λαγού μαλλί", νουβέλα (Εστία 2010), "Η άλωση της Κωσταντίας", μυθιστόρημα (Εστία 2011), "Το ζουμί του πετεινού", νουβέλα (Εστία 2012), "Του Θεού το μάτι", νουβέλα (Εστία 2013), "Αντί Στεφάννου", (Εστία 2015), "Η πρώτη φλέβα", νουβέλα (Εστία 2016).


Είχανε γράψει παλιότερα ότι ο Μακριδάκης μοιάζει με τον Παπαδιαμάντη. Νησιά, απλοί άνθρωποι, διάλεκτος, ανάδειξη της τοπικής γεωγραφίας και νοοτροπίας, προβολή της παράδοσης ως αντίβαρου. Θα έλεγα επιπλέον ότι συχνά και οι δύο απομακρύνονται από την ανάγκη για ιστορία και επιδίδονται στη σαγήνη του αναγνώστη μέσα από την αφήγηση. Τον μαγεύουν με τη γλώσσα τους αλλά και με τη δύναμη της αφήγησης, με κύματα, τσαλιμάκια, ελιγμούς, επαναλήψεις, συστροφές και λεκτικά χαλιά που τον τραβούν από τη μύτη.

Κι εδώ έχω την αίσθηση ότι η ιστορία μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, σπάει σε πολλά παρακλάδια, χάνει τον αυστηρό της δρόμο, κομματιάζεται σκόπιμα σε πολλούς παραπόταμους, και τελικά μένει το παραμύθι

Ο εξηντάχρονος αφηγητής Ανέστης Δεληγιώργης ή Περιστερού ήταν πρώην ταχυδρόμος και νυν εκτροφέας περιστεριών, που χρησιμεύουν για αποστολή μηνυμάτων, ειδικά σε περιπτώσεις θαλασσοταραχής, για να ειδοποιούν αν συμβεί κάποιο ναυάγιο. Η συνήθεια αυτή έρχεται αναντάμ παπαντάμ, δυο με τρεις γενιές πίσω, την εποχή κατά την οποία η προγιαγιά του Μαριγώ Μαυροματάκη ήταν παντρεμένη με τον Μικέ Γλαράκη ή Σαβού και είχε έναν γιο, τον Γιώργη. Σαν ο Μικές πνίγηκε, αυτή παντρεύτηκε τον Θανάση Δεληγιώργη ή Περιστερού. Ο δεύτερος γιος της ο Ανέστης, δεν είναι σίγουρο, είναι γόνος του Γλαράκη ή του Δεληγιώργη…

Ο αφηγητής πιστεύει σε ένα είδος κληρονομικότητας επωνύμων, παρωνυμίων και ενδιαφερόντων, κι έτσι ξεχωρίζει τη γραμμή των Σαβούδων, με χαρακτηριστικό ότι πνίγονταν στη θάλασσα, και τη γραμμή των Περιστερούδων, που εξέτρεφαν ταχυδρομικά περιστέρια. Μ’ αυτό το κριτήριο, προπάππος του πρέπει να ήταν ο δεύτερος άντρας της προγιαγιάς του.

Τι εννοώ ότι επικρατεί η αφήγηση της ιστορίας; Το δίλημμα ποιου είναι απόγονος ο Ανέστης και ποια γραμμή ακολούθησε η γενιά και η συνήθεια για την αγάπη για τα περιστέρια δεν είναι τόσο ισχυρό να εξάψει την περιέργειά μας, αν και λειτουργεί καλά ως άξονας. Επομένως, αν δεν προκύψει κανένα αιφνιδιαστικό τέλος, οι μικρές ιστορίες, τα σχόλια και οι διακλαδώσεις, τα ένθετα περιστατικά για καθέναν από τους πολυάριθμους Σαβούδες και Περιστερούδες αλλά και άλλους της ευρύτερης οικογένειας είναι πιο μεστά και προσφέρουν περισσότερη χαρά στην αναγνωστική αδηφαγία.

Μερικές σκέψεις καθώς το διάβαζα: οι κεντρικοί χαρακτήρες του Μακριδάκη υφίστανται, άλλοτε πλήρως κι άλλοτε μερικώς, ένα είδος κοινωνικής κοροϊδίας. Ο Περιστερού λ.χ., ο νυν και ο πρόγονός του, αντιμετώπιζε τη χλεύη του χωριού για τα πουλιά του, αν και κατάφεραν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των συγχωριανών τους για την αξία τους. Απ’ την άλλη, τα προσωνύμια και τα επώνυμα παραπέμπουν σε ζώα: η μια οικογένεια λέγονται Σαβούς (δηλαδή σαν βόδια) αν και το κανονικό τους όνομα είναι Γλαράκηδες κι η άλλη έχουν παρατσούκλι Περιστερού. Περιστέρια εναντίον Γλάρων, ποιοι έχουν το όνομα και ποιοι τη χάρη, ποιοι είναι χαροπούλια και ποιοι βοηθοί του ανθρώπου;
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, February 04, 2020

Ίαν ΜακΓιούαν, “Μηχανές σαν κι εμένα”

Ένα ανθρωποειδές είναι δυνατόν να σκέφτεται και να αισθάνεται σαν τον άνθρωπο; Και πώς η παρουσία του μπορεί να δρομολογήσει εξελίξεις στην μπλεγμένη ιστορία ενός ζεύγους;



Ian McEwan
“Machines like me”
2019
Ίαν ΜακΓιούαν
“Μηχανές σαν κι εμένα”
μετ. Κ. Σχινά
εκδόσεις Πατάκη
2019


Σταθερή αξία ο McEwan. Τον διαβάζουμε. Είναι τα βιβλία του που συνήθως μας αρέσουν. Εντάξει το “Solar” δεν μας άρεσε, αλλά το “Καρυδότσουφλο” μάς κέρδισε. Ένα στα δύο, αλλά και πολύ καλές κριτικές για τα άλλα του.

> Ο Ίαν Μακ Γιούαν γεννήθηκε το 1948, σπούδασε στα Πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Fist Love, Last Rites", το 1975, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο Somerset Maughman, και τη δεύτερη με τίτλο "Between the Sheets", το 1977. Το 1987 κέρδισε το Whitbread Award (και το Prix Femina Etranger, έξι χρόνια μετά), για το μυθιστόρημά του "Child in Time". Έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Τρία μυθιστορήματά του συμπεριλήφθηκαν στις τελικές υποψηφιότητες για το βραβείο Booker ("Έμμονη αγάπη", "Άμστερνταμ", "Εξιλέωση"). Το βραβείο τού απονεμήθηκε, τελικά, το 1998, για το "Άμστερνταμ". Η "Εξιλέωση" (2002), επίσης, έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία: W.H. Smith Literary Award (2002), National Book Critics' Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003), και Santiago Prize for the European Novel (2004). Για το μυθιστόρημα "Σάββατο" τιμήθηκε το 2006 με το βραβείο James Tait Black Memorial Prize.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο συμπλέκονται τρεις άξονες, που σε πρώτη φάση μοιάζουν ασύμπτωτοι. Ο έρωτας του αφηγητή προς τη Miranda. Η αγορά ενός ανθρωποειδούς ονόματι Adam που μπορεί να προγραμματιστεί αναλόγως με τα γούστα του ιδιοκτήτη του. Κι ο ανεπιτυχής πόλεμος της Βρετανίας στα Falkland και η ήττα από τη “φασιστική” Αργεντινή, πόλεμος που έληξε υπέρ της λατινοαμερικάνικης χώρας (σε ένα εναλλακτικό σενάριο της Ιστορίας). Αυτοί οι άξονες συγκλίνουν σταδιακά με τους δύο πρώτους να συμπλέκονται, καθώς η Μιράντα κοιμάται με τον Adam κι αυτός την ερωτεύεται… Από την άλλη, κάθε άξονας γεννά παρακλάδια, όπως η απειλή ενός αποφυλακισθέντος, που είχε κατηγορηθεί από τη Miranda για βιασμό, απειλή ότι θα στραφεί εναντίον της. Παράλληλα, ο Charlie γνωρίζει τον πολύ κύριο Alan Turing, τον πρωτεργάτη της επιστήμης των υπολογιστών.

Το ενδιαφέρον καταρχάς εστιάζεται στο πώς ένα μηχάνημα μπορεί να αποκτήσει την αυτονομία του, να σκέφτεται και να ενεργεί σαν άνθρωπος, να έχει γνώμη και εντέλει να δρα αυτόβουλα. Μέχρι πού φτάνει ο προγραμματισμός και από πού αρχίζει η αυτοσυνειδησία του; Τα πράγματα παίρνουν μυθιστορηματική τροπή όταν ο Adam κοιμάται με τη Miranda. Κι επομένως αρχίζουν υπαρξιακά ερωτήματα, που σχετίζονται με την ηθική ευθύνη ενός τέτοιου τεχνολογικού επιτεύγματος.

Το όραμα της μηχανικής ζωής δεν είναι καινούργιο, αλλά τα τελευταία χρόνια η τεχνολογική ανάπτυξη φαίνεται να το κάνει πιο εφικτό. Νέες εξελίξεις στην πληροφορική, στη νευρολογία, στη ρομποτική, στην τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ. δίνουν το έναυσμα για σκέψεις που ίσως πριν μερικά χρόνια ήταν μόνο προϊόν επιστημονικής φαντασίας. Αλλά και σήμερα, η λογοτεχνία δεν παύει να ονειρεύεται, αλλά και να προβληματίζεται για το είδος της ζωής που μπορεί να προκύψει με την αρωγή της τεχνολογίας.

Ο Ian McEwan πραγματικά κεντά, ενώνοντας τα νήματα, αφήνοντας άλλα εκκρεμή, συνδέοντας κλωστές ώστε το κέντημά του να πλαισιώσει την ύπαρξη μιας μηχανικής ζωής όπως του Adam. Φτιάχνει χρονικά παλίμψηστα με τον πόλεμο στα Falkland στα 1982 και τον Alan Turing, που πέθανε το 1954, βαλμένα στον (υπονοούμενο) 21ο αιώνα με το τεστ DNA, τα κινητά και τη μηχανική ζωή. Κι εκεί πλέον, με το στοιχείο του έρωτα, της σεξουαλικής πράξης, της αυτόβουλης παρουσίας του ανθρωποειδούς… Η έννοια της ζωής, που δεν ξεκινά από βιολογικά δεδομένα, αλλά από τεχνολογικά, δημιουργεί γόνιμους προβληματισμούς, που κάθε λογοτεχνικό έργο σαν κι αυτό προσθέτει στο τραπέζι της εποχής.

Τα ζητούμενα στα οποία καλείται να απαντήσει ο αναγνώστης, για να συνεχίσει την ιστορία, είναι τουλάχιστον τρία: τι είδους «άνθρωπος» είναι ο Adam; πόσο ειλικρινής είναι η Miranda, ειδικά αφού ομολόγησε ότι έχει πει τρεις φορές ψέματα; ποια η σχέση όλων αυτών των νημάτων με τον αγγλοαργεντινικό πόλεμο και με τον Turing;

Το τελικό στάδιο του μυθιστορήματος δεν συνδέει όλα αυτά σε μια συγκλίνουσα κατάληξη. Οδηγεί σε ένα προσχεδιασμένο τέλος, αλλά όχι συνθέτοντας όλα σε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Κι ενώ ξεκίνησα με πολλές προσδοκίες, έμεινα στο τέλος λιγότερο ευχαριστημένη, όχι με τον προβληματισμό του έργου, αλλά με την πλοκή και τον τρόπο με τον οποίο …ο Adam χάνει τη μάχη με τον άνθρωπο.

In2life, 30/1/2020 

Πάπισσα Ιωάννα