Sunday, March 29, 2020

Άρνολντ Μπέννετ, “Θαμμένος ζωντανός”


Πώς μπορείς να κρυφτείς από τη φήμη σου; Πώς μπορείς να ξεφύγεις από το βάρος της δόξας του έργου σου και να ζήσεις λίγο πιο απλά;


Arnold Bennett
“Buried Alive”
1908
Άρνολντ Μπέννετ
“Θαμμένος ζωντανός”
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Πατάκη
2019


Η κωμική γραμμή της βρετανικής πεζογραφίας είναι ιδιαίτερη. Ενώ άλλα κωμικά ή σατιρικά πεζογραφήματα της ελληνικής ή άλλης λογοτεχνίας μού φαίνονται αμήχανα και μερικές φορές φαρσικά, τα αγγλικά ομόλογά τους είναι άκρως διασκεδαστικά.

> O Arnold Bennett, Βρετανός μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 27 Μαΐου του 1867 στο Hanley του Staffordshire. Ήταν ο πρωτότοκος γιος της πολυμελούς οικογένειας ενός αυτοδημιούργητου δικηγόρου. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο εργάστηκε ως υπάλληλος του πατέρα του μέχρι το 1889, οπότε μετακόμισε στο Λονδίνο. Την ίδια χρονιά διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού Tit-Bits. Άρχισε έκτοτε να εργάζεται σε εφημερίδες και περιοδικά. Μετά το πρώτο του μυθιστόρημά το 1898, "A Man from the North", έγινε επαγγελματίας συγγραφέας, χωρίς ωστόσο να πάψει ποτέ να αρθρογραφεί. Το 1903 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου το 1907 παντρεύτηκε τη Γαλλίδα ηθοποιό Marguerite Soulie. Εκεί, επίσης, έγραψε τα γνωστά μυθιστορήματά του που διαδραματίζονται στην περιοχή όπου μεγάλωσε ("Anna of the Five Towns", 1902· "The Old Wives' Tale", 1908· "Clayhanger", 1910), καθώς και το "Θαμμένος ζωντανός" ("Buried Αlive", 1908). Τα μυθιστορήματά του και τα επιτυχημένα θεατρικά του έργα τον καταξίωσαν στην Ευρώπη και στην Αμερική ως έναν από τους πλέον δημοφιλείς και αναγνωρισμένους από την κριτική συγγραφείς της εποχής του. Επέστρεψε στην Αγγλία το 1912 και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε στο Υπουργείο Πληροφοριών. Το 1921 χώρισε µε την πρώτη του σύζυγο· ερωτεύτηκε την ηθοποιό Dorothy Cheston, µε την οποία απέκτησε παιδί το 1926. Πέθανε στο Λονδίνο στις 27 Μαρτίου 1931 από τύφο.

To 1904 o Luigi Pirandello γράφει το κλασικό έργο του “Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ”, όπου ο Mattia Pascal, όσο λείπει στο Monte Carlo, διαβάζει στην εφημερίδα ότι αναγνωρίστηκε στο σώμα ενός αυτόχειρα, που έδωσε τέλος στη ζωή του στο χωράφι του. Κι ενώ ετοιμάζεται να γυρίσει και να το διαψεύσει, αποφασίζει ότι αυτή είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να ξαναρχίσει τη ζωή του χωρίς τα βάρη του παρελθόντος.

Το τέχνασμα της εναλλαγής της ταυτότητας είναι συνηθισμένο στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Η χροιά που δίνει ο Bennett αφορά τον “θάνατο” του διάσημου ζωγράφου Priam Farll ακούγεται σε όλα τα μέσα και γίνεται πάταγος με τη μεγάλη απώλεια. Μόνο που στην πραγματικότητα πέθανε ο υπηρέτης του Henry Leek κι ο συνεσταλμένος και συνάμα ανθρωποφοβικός ζωγράφος εκμεταλλεύεται την περίσταση για να δηλώσει νεκρό τον εαυτό του και να σφετεριστεί την ταυτότητα του άσημου υπηρέτη του.


Η σάτιρα ξεκινά πολύ πριν από το κόλπο. Η πένα του Bennett σατιρίζει τη φήμη, την ιατρική, την βρετανική νοοτροπία, αλλά φυσικά κορυφώνεται με το τέχνασμα του σωσία, που ανατρέπει την τάξη: ο διάσημος γίνεται άσημος και ο πάμπλουτος φέρεται σαν λαϊκός τύπος, ο συνεσταλμένος εαυτός αντικαθίσταται από έναν εξωστρεφή και ο νεκρός παρακολουθεί διά των εφημερίδων την υστεροφημία του…  Η υπόθεση οδηγείται σε δίκη, αφού ο εκπρόσωπος μιας μεγάλης εταιρίας πιστοποιεί ως ειδικός ότι οι “μεταθανάτιοι” πίνακες του ζωγράφου ανήκουν στον διάσημο Priam Farll και νιώθει θιγμένος, όταν ο Farll δεν το παραδέχεται. Πώς να ξεφύγει λοιπόν κανείς από τον εαυτό του, όταν παράγει το ίδιο κορυφαία έργα, και πώς να αποδείξει ότι δεν είναι αυτός;

Μοναδικό ανάγνωσμα, έξοχη σύλληψη, ευφάνταστη και καλογραμμένη αφήγηση.

In2life, 11/12/2019 
Πάπισσα Ιωάννα


Wednesday, March 25, 2020

Καρολίνα Μέρμηγκα, “Κάτι κρυφό μυστήριο”


25η Μαρτίου σήμερα. Θυμόμαστε, σκεφτόμαστε, συναισθανόμαστε. Ποιος ήταν ο Καποδίστριας; Πώς μπορούμε να τον γνωρίσουμε; Είναι η μεγάλη πολιτική μορφή που όλοι έχουμε στον νου μας; Και αν η βιογραφία του είναι πολυπρισματική, είναι πιο αντικειμενική και πολύπλευρη; Τέλος, πώς μια βιογραφία μπορεί να δώσει λογοτεχνικά αποτελέσματα;


Καρολίνα Μέρμηγκα

“Κάτι κρυφό μυστήριο”
εκδόσεις Μελάνι
2019


Θυμόμαστε με πολύ έντονες εντυπώσεις τον “Συγγενή” της Μέρμηγκα και ήταν εύκολο να θελήσουμε να ξαναδιαβάσουμε κάτι δικό της.


>Η Καρολίνα Μέρμηγκα γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1979 και είναι δικηγόρος από το 1980. Έχει συνεργαστεί με διάφορα γυναικεία περιοδικά ("Marie Claire", "Γυναίκα", κ.ά.) και τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχει σταθερή συνεργασία με το περιοδικό "Votre Beaute". Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων ("Ερωτευμένες", Εστία 2005 και "Σήμερα δεν θα πεθάνω", Μελάνι 2010), δύο μυθιστόρηματα ("Συγγενής", Μελάνι 2013 και "Ο Έλληνας γιατρός", Μελάνι 2016) και έχει μεταφράσει τα βιβλία "Το "Επαχθες" Χρέος της Ελλάδας" του J. Manolopoulos, Μελάνι 2012, "Η δεύτερη ευκαιρία του Χένρυ Τζέημς", Μελάνι 2014 και "Η μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ", Μελάνι 2019.


Καταρχάς, ο τίτλος. Τον γκουγκλάρω και βλέπω ότι προέρχεται από το ποίημα του Σολωμού “Ο Κρητικός”. Δεν ξέρω το ποίημα, είναι και μεγάλο, κι αναρωτιέμαι πώς σχετίζονται τα δύο κείμενα βάσει του περιεχομένου τους. Μάλλον, ο στίχος δηλώνει στο μυθιστόρημα το βάθος κάτω από την επιφάνεια. Κι έπειτα το εξώφυλλο. Μέρη της προσωπογραφίας του Καποδίστρια τοποθετημένα σε διάφορες θέσεις. Δείχνει πιθανόν κάτι που θα καταλάβουμε μόλις ανοίξουμε το βιβλίο, ότι η βιογραφία του Κυβερνήτη είναι αποσπασματική.

Κι όντως η βιογραφία του Καποδίστρια δίνεται από διαφορετικές σκοπιές, από διαφορετικά πρόσωπα, από διαφορετικά σημεία. Πάνω στον χρονολογικό άξονα, παρουσιάζονται οι οπτικές γωνίες όσων τον έζησαν και καταθέτουν τον θαυμασμό τους. Από την άλλη, η συγγραφέας αξιοποίησε κείμενα του ίδιου του Κυβερνήτη, επιστολές και άλλα γραπτά του, ενώ σε άλλα κεφάλαια η τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες του.

Ο Καποδίστριας παρουσιάζεται ως μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία, με ευθυκρισία και διπλωματικές αρετές, που τις έτρεμε ακόμα κι ο πολύς Μέτερνιχ. Κι ενώ ήταν μεγαλειώδες πνεύμα, κινούνταν απλά, χωρίς να επιδεικνύεται και χωρίς να προκαλεί. Απ’ την άλλη, διακρίνεται από ύψιστη ανιδιοτέλεια, ταπεινότητα, φιλοπατρία πάνω από τις προσωπικές τιμές, αποφασιστικότητα και κοινωνική (και εθνική) συνείδηση. Η βιογραφία της Μέρμηγκα υψώνει έναν πολυπρισματικό θρόνο, για να εγκαταστήσει τον μεγαλύτερο πολιτικό της νεότερης Ελλάδας (αυτός ή ο Βενιζέλος, αδιάφορο). Χωρίς να αφήνει να μιλήσουν οι εχθροί του, παρά μόνο έμμεσα, χωρίς να μειώνει καθόλου τον Κυβερνήτη, αφήνοντας κατά μέρος τα λάθη του, η συγγραφέας εξιστορεί την αναρρίχηση στα ευρωπαϊκά πρώτα κι έπειτα στα ελληνικά πράγματα, μέχρι την δολοφονία του.

Θα ήθελα να υπάρχει μεγαλύτερη πολυφωνία ως προς το ύφος κάθε προσώπου που μιλάει, και να μην είναι όλα ίδια στο κλίμα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Και θα ήθελα ακόμα να υπάρχει περισσότερη συγκίνηση στις κορυφώσεις, που θα έπρεπε να εμφανίζονται κατά καιρούς. Έμαθα πολλά για τον Καποδίστρια κι ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα πιο πολύ με προβλημάτισε με μετέφερε στην εποχή και λιγότερο μου έδωσε το συναισθηματικό φορτίο που θα με ξεσήκωνε.
Πάπισσα Ιωάννα

Friday, March 20, 2020

Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα, “Ο πωλητής παρελθόντων”


Νομίζουμε ότι μπορούμε να φτιάξουμε το παρόν, το μέλλον, ακόμα και το παρελθόν, αλλά συχνά αυτό έρχεται να ανατρέψει τα σχέδιά μας. Η προσωπική ιστορία δεν μπορεί να κρύψει τη δημόσια και εθνική Ιστορία.


José Eduardo Agualusa
“O Vendedor do passados”
2004
Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα
“Ο πωλητής παρελθόντων”  
μετ. Μ. Μπεζεντάκου
εκδόσεις Opera
2019

Όταν διάβασα πριν από καιρό τη “Γενική θεωρία της λήθης” μου άρεσε, αλλά δεν με ξετρέλανε. Επομένως, δεν θα έπαιρνα τόσο σύντομα άλλο του βιβλίο, αλλά ο τίτλος του ήταν καθηλωτικός και ερεθιστικός.

> Ο Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα (José Eduardo Agualusa) γεννήθηκε το 1960 στο Ουάμπο της Ανγκόλας από πορτογάλους αποίκους γονείς. Πολυβραβευμένος συγγραφέας, έχει δει έργα του να μεταφράζονται σε είκοσι έξι γλώσσες και έχει τιμηθεί με πολύ σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία. Έχει συγγράψει έντεκα μυθιστορήματα, πέντε θεατρικά έργα, καθώς και συλλογές διηγημάτων και βιβλία για παιδιά. Εργάζεται ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, μοιράζοντας το χρόνο του μεταξύ Πορτογαλίας, Ανγκόλας και Μοζαμβίκης.

Τι σημαίνει “πωλητής παρελθόντων”; Πώς μπορεί να πουλά το παρελθόν; Είναι ένα είδος επιστημονικής φαντασίας ή μια αλληγορία που δεν φαίνεται εξαρχής; Το βιβλίο, παρά το νωθρό ξεκίνημά του, δίνει την απάντηση λίγες σελίδες μετά την αρχή. Ο Felix Ventura είναι ο πωλητής παρελθόντων, πουλά δηλαδή σε όποιον θέλει ένα ένδοξο παρελθόν, ώστε να φτιάξει το όνομά του. Συνεπώς, ο πρωταγωνιστής κατασκευάζει βιογραφικά που είναι γεμάτα προγόνους και τίτλους.

Ανοίγω μια παρένθεση: η συγκεκριμένη ιδέα συνειρμικά με πήγε στο ξακουστό μυθιστόρημα του Γκογκόλ “Οι νεκρές ψυχές”, όπου πωλούνται νεκροί δουλοπάροικοι (κολίγοι), αλλά και στους “Παραχαράκτες” του Antoine Bello, όπου κατασκευάζονται – παραχαράζονται κομμάτια της ιστορίας.

Ο αλμπίνος λοιπόν πρωταγωνιστής κατασκευάζει όνειρα, όπως λέει, ώσπου εμφανίζεται κάποιος λευκός, που ζητά ένα “πραγματικό” παρελθόν με προγόνους και σόγια, αλλά και τα έγγραφα που το αποδεικνύουν. Ο Felix πρέπει τώρα να μετατραπεί σε πλαστογράφο, αφού τα λεφτά είναι πολλά. Έτσι, περισσότερο μετατρέπεται σε παραμυθά που διογκώνει το παρελθόν του πελάτη του με ιστορίες για χαμένους προγόνους… Ο πελάτης του πλέον ονομάζεται José Buchmann κι είναι απόγονος των λευκών Boer της Νότιας Αφρικής και της Ανγκόλα.

Το μυθιστόρημα αναφέρεται στο θέμα της παγιωμένης υπόστασης του παρελθόντος. Είναι εντέλει απαράλλακτο και σταθερό; Ο αφηγητής (μία σαύρα!) πίστευε ότι είναι όντως αναλλοίωτο, καλό ή φρικτό, είναι πάντα εκεί και δεν μπορεί να μεταβληθεί ως τετελεσμένο. Πίστευε… πριν γνωρίσει τον Felix. Έτσι, το έργο αναθεωρεί τις απόψεις περί παρελθόντος και του δεδομένου χαρακτήρα της Ιστορίας, αφού ακόμα κι αυτά αλλάζουν: είτε ως παραχαράξεις (όπως στον Agualusa και τον Antoine Bello) είτε ως επανέλεγχος των στοιχείων στη σύγχρονη επιστήμη της ιστορίας.

Τελικά, το παρελθόν όσο κι αν το αλλάζεις έρχεται να εκδικηθεί. Η ιστορία του Agualusa, με όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται και σχετίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον Buchmann, αποκτά πολιτικό χαρακτήρα και συνδέει το “ανέφελο” παρόν με το πρόσφατο παρελθόν της Αγκόλας.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, March 15, 2020

Αντρέ Μαλρό, “Η ανθρώπινη μοίρα”


Βραβείο Goncourt. Ένα έργο για τον Εμφύλιο που ωστόσο έχει υπαρξιακό βάθος. Η προδοσία, η ήττα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το πώς ο πόλεμος ψήνει την ανθρώπινη συνείδηση.


André Malraux
“La condition humaine”
1933
Αντρέ Μαλρό
“Η ανθρώπινη μοίρα”  
μετ. Ρ. Κολαΐτη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2019


Θεωρείται ένα κλασικό έργο που καταξίωσε τον συγγραφέα του και έμεινε ως ένα από τα πολύ σημαντικά του μεσοπολέμου.

> Ο Αντρέ Μαλρό γεννήθηκε το 1901 στο Παρίσι. Σπούδασε στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών και, μετά τη δημοσίευση του αλληγορικού διηγήματός του "Χάρτινα φεγγάρια" (1921), συμμετείχε σε μια αρχαιολογική αποστολή στην Καμπότζη, συντάχθηκε με τους Κινέζους επαναστάτες και πήρε μέρος στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο (1926-1928), στη Σαγκάη και την Καντόνα. Αποτέλεσμα αυτής της άμεσης επαφής του με την Ανατολή ήταν "Ο πειρασμός της Δύσης" (1926). Επόμενα έργα του: "Το αλλόκοτο βασίλειο" (1928), "Οι κατακτητές" (1928), "Βασιλική οδός" (1930), "Η ανθρώπινη μοίρα" (1930, βραβείο Γκονκούρ), "Ο καιρός της περιφρόνησης" (1935), "Η ελπίδα" (1937). Συμμετείχε ενεργά στη γαλλική Αντίσταση και τον αγώνα για την απελευθέρωση, εμπειρίες που θα περιγράψει στο μυθιστόρημα "Η πάλη με τον άγγελο", του οποίου το χειρόγραφο καταστράφηκε από την Γκεστάπο και μονάχα ένα μικρό τμήμα του κυκλοφόρησε το 1943 με τίτλο "Οι καρυδιές του Άλτενμπουργκ". Μετά το τέλος του πολέμου χρημάτισε υπουργός Πολιτισμού και εγκατέλειψε τη λογοτεχνική φόρμα για να αφιερωθεί στη συγγραφή μελετών αισθητικού περιεχομένου: "Ψυχολογία της τέχνης" (1947-1950), "Το φανταστικό μουσείο" (1947), "Η καλλιτεχνική δημιουργία" (1948), "Οι φωνές της σιωπής" (1951), "Το φανταστικό μουσείο της παγκόσμιας γλυπτικής" (1952-1954), "Μεταμορφώσεις των θεών" (1957), "Απομνημονεύματα" (1967), "Οι κομμένες βελανιδιές (1971), "Κεφάλι από οψιδιανό (1974). Πέθανε το 1976.

Το πρόβλημα που εξ αρχής αντιμετωπίζει ο αναγνώστης είναι ότι τα γεγονότα του 1927 στη Σανγκάη, όπου συγκρούονταν οι Εθνικιστές με τους Κομμουνιστές, δεν είναι γνωστά. Επομένως, θα χρειαστεί να μάθει πρώτα το πλαίσιο της ιστορικής συγκυρίας για να καταλάβει πώς τα μυθιστορηματικά πρόσωπα κείνται μέσα σ’ αυτήν. Ιδού λοιπόν:

Ο Κινέζικος Εμφύλιος Πόλεμος (ή Κινέζικη Επανάσταση) ήταν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ δυνάμεων του Κουομιντάνγκ και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν, κατά πολλούς, το αποτέλεσμα της χρόνιας σύγκρουσης μεταξύ των Εθνικιστών και των Κομμουνιστών στην Κίνα. Οι Εθνικιστές είχαν τάσεις συντηρητικές και απέβλεπαν στην δημιουργίας μιας Κίνας χωρίς ξένες εθνότητες, που θα ήταν αυτόνομη και αυτόβουλη. Οι Κομμουνιστές ήθελαν την Κίνα μια χώρα που θα αποβάλλει το παρελθόν της και θα ακολουθήσει τα νέα ήθη και πρότυπα του Κομμουνισμού. Τις απόψεις των Εθνικιστών εξέφραζε το κόμμα Κουομιντάνγκ ενώ τις απόψεις των Κομμουνιστών το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.
Αφού τελείωσε η θητεία του πρώτου Πρόεδρου της Κίνας του Γιουάν Σι-κάι (μετά το τέλος της βασιλείας), πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού του, οι Πολέμαρχοι, χώρισαν την Κίνα σε ίσα κομμάτια και κυβερνούσαν ξεχωριστά. Το Κουομιντάνγκ, το αντιμοναρχικό κόμμα της Κίνας, το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση όλης της Κίνας σε ένα κράτος, ζήτησε βοήθεια από ξένα κράτη (κυρίως υλική) ώστε να αντιμετωπίσει αυτούς τους πολέμαρχους, οι οποίοι μάλιστα είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Βόρειας Κίνας. Δεν έδωσαν όμως οι Δυτικές Δημοκρατίες υποστήριξη, και έτσι το κόμμα στράφηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1921.
Στις 22 Μαρτίου 1927, στρατιώτες του Εθνικού Επαναστατικού Στρατού (ΕΕΣ) μπήκαν στη Σανγκάη και ύστερα από δύο μέρες κατέλαβαν τη Ναντζίνγκ. Εκεί οργανώθηκε κυβέρνηση εθνικού χαρακτήρα. Μόλις η Εκστρατεία κατέλαβε ολοκληρωτικά τη Σανγκάη, ο αρχηγός της εκστρατείας και εθνικιστής Τσιανγκ Κάι-σεκ έδωσε εντολές να ελεγχθούν όλα τα σπίτια των περιοχών και όσοι Κομμουνιστές βρεθούν να εκτελεστούν. Κατ' αυτόν τον τρόπο πρόδωσε τους Κομμουνιστές και άρχισαν οι μεγάλες εχθροπραξίες μεταξύ Κουομιντάνγκ και Κομουνιστικό Κόμμα Κίνας. Με αυτό το γεγονός ο Κομμουνισμός εδραιώθηκε ως μια κακή πολιτική άποψη στα μάτια του λαού και άρχισαν πολλές εκκαθαρίσεις εις βάρος των οπαδών του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η Βόρεια Εκστρατεία συνεχίστηκε με πολλή επιτυχία γιατί όλο και πιο πολλές πόλεις έμπαιναν υπό την ηγεσία των Εθνικιστών.
(https://el.wikipedia.org/wiki/Κινέζικος_Εμφύλιος_Πόλεμος)

Κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι Κινέζοι κομμουνιστές που ετοιμάζουν την επίθεση, ψάχνοντας όπλα, και ξένοι που ζουν στη Σανγκάη. Το έργο, παρόλο που στηρίζεται σε κρίσιμα και αιματηρά πολιτικά γεγονότα, που τίθεται στο πλαίσιο έντονων συγκρούσεων που καθόρισαν την Ιστορία της Κίνας, έχει έντονο ψυχολογικό βάθος. Δεν είναι μόνο ο τρόπος γραφής, που εστιάζει περισσότερο στον ψυχισμό, στα διλήμματα, στις εσωτερικές συγκρούσεις των ηρώων, χωρίς να ξεπέφτει σε μια θολή εσωτερικότητα. Είναι και ο προβληματισμός τους που σχετίζεται με το “είναι” σε μια επανάσταση του “εμφύλιου σπαραγμού”. Ειδικά το πρώτο μέρος με μικρές αναδρομές δείχνει τα άτομα και όχι τη συνολική πορεία προς τη 12η Απριλίου, όταν θα ολοκληρωθεί το δράμα.

Αυτό όσο προχωρά το έργο αλλάζει. Η δράση από εσωτερική γίνεται πλέον εμφανώς εξωτερική, αφού η προσπάθεια του Τσεν να αποσπάσει όπλα και να κερδίσει έδαφος στη μάχη της πόλης σκιαγραφείται από την πολεμική αφήγηση. Οδομαχίες, χειροβομβίδες, αίματα, ακρωτηριασμοί, σκόνη, αβεβαιότητα, μικρά βήματα νίκης…

Το πιο καθοριστικό σημείο, στο οποίο πείστηκα ότι η μυθιστορηματική ματιά του Μαλρό δεν καταγράφει απλώς τα γεγονότα, αλλά εμβαθύνει με πολιτική ματιά είναι ο διάλογος του Κίο με τον Σοβιετικό απεσταλμένο Βαλόγκιν. Ήταν το σημείο όταν οι Κομουνιστές διατάζονται να παραδώσουν τον οπλισμό τους στο σύμμαχό τους (μέχρι τότε) Εθνικιστή Τσιανγκ Κάι-σεκ. Ο Κίο και οι συν αυτώ ανησυχεί ότι μια τέτοια υποταγή θα στραφεί εναντίον των Κομουνιστών και συνδιαλέγεται όχι μόνο γι’ αυτό το θέμα, αλλά και για τη σχέση των Κινέζων με την ΕΣΣΔ, το πόσο πρέπει να υπακούνε τυφλά, ποια η δυνατότητα διάβρωσης της εθνικιστικής παράταξης από την κομουνιστική βάση, πόσο η Σοβιετική ηγεσία έχει απομακρυνθεί από τον λαό… Η γνώση τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη ότι ο Τσιανγκ Κάι-σεκ τελικά θα προδώσει τους Κομουνιστές και θα προβεί σε εκκαθαρίσεις εις βάρος τους βαραίνει πάνω απ’ τον διάλογο ως τραγική ειρωνεία.

Το τέλος του έργου προκαλεί σφιξίματα στο στομάχι. Η προδοσία, η φυλακή, η ετοιμότητα για τον θάνατο με κυάνιο, οι τελευταίοι συντροφικοί διάλογοι, όλο το σκηνικό της αξιοπρέπειας που μάχεται την ανθρώπινη μοίρα, ή ίσως αυτή η αξιοπρέπεια είναι η ανθρώπινη μοίρα!
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, March 10, 2020

Ε.Τ.Α. Χόφμαν, “Η μνηστή του βασιλιά”


Μια λογοτεχνία που συνδέει το παράδοξο με το γκροτέσκο, το αλλόκοτο με το αστείο, το υψηλόφρον με το ταπεινό, με μεταμορφώσεις, ανατροπές και αφηγηματικούς ελιγμούς.



E.T.A. Hoffmann
“Die Königsbraut”
1821
Ε.Τ.Α. Χόφμαν
“Η μνηστή του βασιλιά”  
μετ. Ε. Μαυρομάτη
εκδόσεις Κίχλη
2019


Τα γέλιο μπορεί να κινητοποιήσει την ανάγνωση; Βρήκα ένα τέτοιο κείμενο που συναιρεί το παραμύθι και το παράδοξο, βρήκα ένα ωραίο εξώφυλλο και είπα ότι μια χαλαρή ανάγνωση θα με βγάλει λίγο από την καθημερινότητα.

> Ο Ernst Theodor Amadeus Hoffmann (1776-1822), εμβληματική μορφή του ρομαντισμού στη γερμανική λογοτεχνία έζησε στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Κένιγκσμπεργκ της Πρωσίας από γονείς νομικούς. Από μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις τέχνες, ιδιαίτερα τη μουσική και τη ζωγραφική, και διακρίθηκε για τις διανοητικές του ικανότητες. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε σε διάφορες θέσεις στο πρωσικό δημόσιο. Εγκατέλειψε τη νομική για να εργαστεί ως μουσικός (έγραψε την όπερα "Undine" το 1814), μουσικοκριτικός και διευθυντής ορχήστρας. Στα τριάντα του όμως συνειδητοποίησε ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο ύψος των μουσικών που θαύμαζε (ανάμεσά τους ο Mozart, προς τιμήν του οποίου το A. - Amadeus στην υπογραφή του), κι έτσι στράφηκε στη συγγραφή. Μετά την έκδοση των πρώτων διηγημάτων του, ο Hoffmann έγινε γρήγορα ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε πολλές ιστορίες, όπου η πραγματικότητα πλέκεται με δεξιοτεχνία με τη φαντασία αλλά και με κωμικά γεγονότα. Τα έργα του, κυρίως το "Νυχτερινά κομμάτια" (1816), ήταν από τα πρώτα έργα "φρίκης" και επηρέασαν βαθιά πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς, ανάμεσά τους τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τον Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον και τον Φραντς Κάφκα, ενώ η "Δεσποινίς ντε Σκιντερί" μπορεί να θεωρηθεί ένας προάγγελος της "Μις Μαρπλ" της Αγκάθα Κρίστι. Εμπνευσμένος ίσως από τη δική του πάλη να συμφιλιώσει την καριέρα του με τις δημιουργικές του φιλοδοξίες, έδινε σε πολλούς από τους χαρακτήρες του διχασμένη προσωπικότητα, έντιμοι τη μέρα, δολοφόνοι και κλέφτες τη νύχτα. Πολλά χοροδράματα στηρίζονται σε έργα του όπως τα: "Κοπέλια" του Ντελίμπ, "Καρυοθραύστης" του Τσαϊκόφσκι και "Καρντιγιάκ" του Χίντεμιτ, ενώ πολλά άλλα διασκευάστηκαν για το θέατρο.

Εξαρχής το κείμενο παίρνει τη μορφή παραμυθιού, τόσο στο είδος του σκηνικού που εγκαθιδρύει όσο και στο ύφος του που είναι παιγνιώδες, χαλαρό και ανάλαφρο. Απ’ τη μία, λοιπόν σε ένα μέρος στα ενδότερα της Γερμανίας ζει στον πύργο του ο Dapsul von Zabelthau, ένας ιδιόρρυθμος καβαλιστής με την κόρη του Anna von Zabelthau, που της αρέσει να καλλιεργεί τον κήπο της. Αυτή είναι αρραβωνιασμένη με τον Amandus von Nebelstern, έναν σπουδαστή ο οποίος της στέλνει ρομαντικά γράμματα. Όταν εμφανίζεται ένα παράξενο δακτυλίδι και ο βαρόνος Porphyrio von Ockerodastes η κατάσταση χάνει τον όποιο ρεαλιστικό της χαρακτήρα και μετατρέπεται σε ένα πανζουρλισμό παραδοξοτήτων.

Ανοίγω μια παρένθεση για να εξηγήσω ότι ένα τέτοιο κείμενο μου έδειξε να καταλάβω από ποιο πλαίσιο ξεπήδησαν μέσα στον 18ο και 19ο αιώνα άλλα ανορθολογικά έργα που στηρίζονται στο παράλογο και το αλλόκοτο. Παραδείγματος χάριν, “Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντυ” (“The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentleman”) το 1759-1767, ή Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων” (“Alice's Adventures in Wonderland”) του Λιούις Κάρολ, που κυκλοφόρησε το 1865.

Η Anna αλλάζει γνώμη για τον κοντοστούπη Porphyrio, όταν της αποκαλύπτει ότι είναι ο Βασιλιάς Δαύκος Καρότος Α΄ και θέλει να τον παντρευτεί, ακόμα κι όταν ο πατέρας της ωρύεται πως πρόκειται για έναν κατώτατης υποστάθμης γνώμο, που βρίσκεται μόνο στο επίπεδο των λάχανων.

Το παραμύθι ενέχει μαγικά και μεταφυσικά στοιχεία, κινείται με ανατροπές και με παραδοξότητες. Η αφήγηση και η ανάγνωση είναι χαλαρές, ο αναγνώστης διαπερνά το έργο γρήγορα, πλάθει σκηνές και εικόνες, περιδιαβαίνει χωρίς να αισθάνεται ότι πρέπει να σταθεί. Ωστόσο, πάντα αναρωτιόμουν τι παραπάνω έχει να μου δώσει. Μια αλληγορία; Μάλλον όχι. Ένα δεύτερο και τρίτο επίπεδο που υπονοεί βαθύτερες συλλήψεις; Το επίμετρο μού υπέδειξε τον ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα των προσώπων, που φέρονται υψηλόφρονα, αλλά στην ουσία αποκλίνουν απ’ την πραγματικότητα: έτσι η μικρή Anna ενηλικιώνεται μέσα από τις φιλόδοξες προθέσεις της και την απότομη προσγείωσή της.

Κρατώ ωστόσο το υπερρεαλιστικό πλαίσιο, πολύ πριν από τον υπερρεαλισμό, ένα είδος αφηγηματικού παιχνιδιού που συνεπαίρνει, ένα είδος ανατροπής της ίδιας της υφής του παραμυθιού, το οποίο παρωδείται ποικιλοτρόπως. Ο κόσμος υπό τη γη διεκδικεί τα δικαιώματά του, με τον βασιλιά και τους υπηκόους του, αφού βασιλιάς δεν σημαίνει μόνο δόξα και ουράνια παλάτια, Οι συνάψεις νοημάτων είναι συνειρμικά απρόοπτες, οι εναλλαγές παροιμιώδεις, ο παφλασμός των χαρακτήρων σουρεαλιστικά δονκιχωτικές,
Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, March 05, 2020

Χριστόφορος Κάσδαγλης, “1983”


Η πασοκική δεκαετία του ’80, οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια αλλά και η αριστερή ματιά του κόσμου, η νεανική προσπάθεια να ενηλικιωθεί το άτομο, το 1984 του Orwell


Χριστόφορος Κάσδαγλης
“1983”
εκδόσεις Καστανιώτη
2019


Γεννήθηκα στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Επομένως η ζωή μου αρχίζει με μνήμες και βιώματα την 3η χιλιετία, μετά το 2000, όταν πλέον μπήκα στο γυμνάσιο κι άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο. Όμως η δεκαετία του ’80 ήταν η εποχή που οι γονείς μου βρίσκονταν στην πιο παραγωγική ηλικία, όχι πια στην πρώτη νιότη τους, και το ΠΑΣΟΚ άλλαζε τον χάρτη της πολιτικής. Ο Κάσδαγλης μιλά για το τότε…

> Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης γεννήθηκε το 1958. Δεν λογάριαζε να ανακατευθεί με τα βιβλία ούτε με τη δημοσιογραφία. Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική και δούλεψε μια δεκαετία στην Εθνική Τράπεζα. Η όψιμη εμπλοκή του στους μηχανισμούς της στρατιωτικής θητείας, το 1986, αλλάζει ριζικά τους προσανατολισμούς του. Με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστανάς εκδίδει το οδοιπορικό της θητείας του με τον τίτλο "Απολύομαι και τρελαίνομαι" και αλλάζει επάγγελμα. Έχει γράψει τα βιβλία "Απολύομαι και τρελαίνομαι" (1988), "Επικίνδυνη ευρεσιτεχνία" (1991), "Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος: Το γαμώτο ενός αριστερού" (2009), "Σπλιτ!" (2009) και "Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού" (2010). Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, σε περιοδικά, στο ραδιόφωνο και στο ίντερνετ. Ιδρυτικό μέλος της δημοσιογραφικής κολεκτίβας blogal.gr. Σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Ζει στην Αθήνα, δραπετεύει στα Τρίκαλα Κορινθίας και ονειρεύεται τα Κύθηρα και τα Απαλάχια Όρη.

Για να είμαι πιο σαφής, ο Κάσδαγλης μιλά για το 1983. Ένα έτος πριν από το 1984, το οποίο μάλλον κάποιο ρόλο θα παίζει σε όλο το μυθιστόρημα.

Εξηγούμαι: ο αφηγητής Βλαδίμηρος Δημητριάδης στα είκοσι χρόνια του φεύγει κακήν κακώς απ’ το σπίτι και ταυτόχρονα συμμετέχει ενεργά στην κατάληψη της Σχολής του. Επομένως, βρίσκει έστω και προσωρινό κατάλυμα εκεί και μέσω των βιωμάτων και κυρίως των σκέψεών του, αναπλάθει τη φοιτητική ζέση των ημερών. Η κατάληψη, οι φιλίες, οι έρωτες, η Αριστερά, η προσωπική ωρίμαση, οι ψυχικές περιπέτειες της νιότης, η εργασία, η χειραφέτηση, το σύστημα και οι αντοχές του ατόμου απέναντί του, η διαλεκτική, η πολιτισμική επανάσταση…

Ο ήρωας είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του “Σπλιτ!” (2009), προηγούμενου βιβλίου του Κάσδαγλη, που έχουμε διαβάσει και παρουσιάσει παλιότερα: Εδώ. Ωστόσο, έχει περάσει σε άλλο επίπεδο, από το πολύ προσωπικό που αφορά τα καζίνο στο φοιτητικό-πολιτικό και σε μια ολόκληρη γενιά που έζησε τη δεκαετία του ’80 και τις έντονα πολιτικές της ανησυχίες.

Έτσι, ενώ ο ίδιος ο αφηγητής δηλώνει ότι γράφει ένα μυθιστόρημα μαθητείας, πώς δηλαδή ενηλικιώθηκε ως φοιτητής και ως ανεξάρτητος της οικογένειάς του άνθρωπος, η δεκαετία που τον γαλούχησε παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πολιτικό μπλέκεται με το κοινωνικό κι ευρύτερο πολιτισμικό: “Ο κνίτης γούσταρε αντάρτικα και λαϊκά. Ο πασοκτζής ήθελε έντεχνους … Ο αυτόνομος προτιμούσε ροκιές και χέβι μέταλ.”! Όλοι τελικά συμφώνησαν στο “Χάραμα” και στον Τσιτσάνη… Ο πρωταγωνιστής μοιράζεται λοιπόν ανάμεσα στα διαδικαστικά της κατάληψης και στην προσπάθειά του να βρει δουλειά, ξεκινώντας δημοσιογράφος στην “Αναγέννηση”.

Κρατώ μερικά αποστάγματα (πολιτικής) σοφίας, που απορρέουν από όλο το story και συνοψίζονται προς το τέλος του έργου: οι Αριστεροί ζουν το δικό τους αφελές αφήγημα, που ζητά μια δίκαιη αταξική κοινωνία, αλλά κατά βάθος επιδιώκουν μια ουτοπία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όχι μόνο επειδή συνεχώς διχάζονται ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη αλλά και επειδή η γραφειοκρατική λογική της δημοκρατίας τους καταπατά κάθε ελεύθερη πρωτοβουλία. Οι Δεξιοί ακολούθησαν τη δεκαετία του ’90 το δικό τους φιλελεύθερο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο η πρόοδος -ό,τι και να γίνει- θα έρθει, κι αυτό ισοδυναμεί με οικονομική ανάπτυξη. Αυτό το αφήγημα θυσιάζει άλλες πλευρές, αλλά εντέλει στην πράξη η συνεχής πρόοδος είναι άλλος ένας μύθος, που ίσως δεν ευσταθεί.

Χάρηκα τη γνώση γύρω από τη δεκαετία, χάρηκα και τις πολιτικές σοφίες του Κάσδαγλη. Δεν κατάλαβα ακριβώς πώς σχετίζει τα γεγονότα του 1983 τα οποία αναπαριστά με το 1984 του Orwell, αλλά το μυθιστόρημα και χωρίς αυτό κρατιέται ψηλά.

In2life, 3/3/2020 
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, March 01, 2020

Ανδρέας Μήτσου, “Η αστυνόμος”


Ο τίτλος πρέπει να μας υποβάλλει το ερώτημα της σχέσης της αστυνόμου με την καθαυτό ιστορία. Γιατί η ιστορία αφορά τον πατέρα της και την γκόμενά του, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να προσπεράσουμε την αφηγήτρια που μπλέκει τους άλλους στον δικό της ιστό.


Ανδρέας Μήτσου
“Η αστυνόμος”
εκδόσεις Καστανιώτη
2019


Ο Μήτσου είναι μια σταθερή πέννα. Γράφει συνεχώς, ίσως πάνω απ’ όσο θα έπρεπε και προσπαθεί να καθιερωθεί. Καθιέρωση σημαίνει αποδοχή. Αποδοχή στα υψηλά σκαλοπάτια. “Ο αγαπημένος των μελισσών” το 2010 και “Ο κίτρινος στρατιώτης” (2012) τα θεωρώ από τα καλά του, ενώ “Ο κύριος Επιτροπάκης” (2007), “Η ελεημοσύνη των γυναικών” (2009) και “Η Αλεξάνδρα”  (2015) υστερούν.

>Κατάγεται από την Αμφιλοχία. Έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία, ελληνική φιλολογία και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής και υπεύθυνος ύλης του εκπαιδευτικού περιοδικού "Νεοελληνική Παιδεία", που εκδιδόταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, και μέλος της επιτροπής κρατικών βραβείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Έχει δημοσιεύσει κείμενα δοκιμιακού λόγου καθώς και κριτική λογοτεχνίας στις εφημερίδες "Το Βήμα", "Εξουσία", "Καθημερινή" και στα περιοδικά "Αντί", "Ίνδικτος", "Διαβάζω", "Ελίτροχος". Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έχει εκδώσει επτά συλλογές διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα και μία νουβέλα. Το μυθιστόρημα του "Τα ανίσχυρα -ψεύδη" του Ορέστη Χαλκιόπουλου τιμήθηκε το 1996 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Η συλλογή διηγημάτων του "Σφήκες" απέσπασε το Βραβείο Γραμμάτων Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Το 2007 η νουβέλα του "Ο κύριος Επισκοπάκης" τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ - ΕΡΤ), ενώ την επόμενη χρονιά διασκευάστηκε για το θέατρο από τον ίδιο τον συγγραφέα και ανέβηκε στο "104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης" σε σκηνοθεσία του Στέλιου Μάινα. Το 2016 απονεμήθηκε στον Ανδρέα Μήτσου το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του "Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια". Έργα του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Εργάζεται ως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Αθήνας.

Το παράξενο που παρατηρώ ειδικά σ’ αυτό το βιβλίο του Μήτσου είναι ότι, ενώ ο συγγραφέας έχει κάνει σπουδές στη φιλοσοφία, τα κείμενά του αδιαφορούν σχεδόν πλήρως γι’ αυτήν και ρίχνουν το βάρος στην ψυχολογία των προσώπων. Το είδα και σε άλλα του έργα, αλλά εδώ διαπίστωσα πόσο η ψυχολογία βαραίνει πάνω από την πλοκή, πάνω από τη δράση…

Η αστυνόμος Λένα Στρατήγη τροφοδοτεί με πραγματικές υποθέσεις των 60χρονο plus πατέρα της Πέτρο, που είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας μαζί. Τον εμπλέκει στις υποθέσεις της ώστε να βρει τροφή για τα βιβλία του. Έτσι και τώρα τον εισάγει στην ιστορία του Αποστόλη Ευθυμίου, εύσωμου νταλικέρη που κόντευε να γδάρει το κεφάλι της γυναίκας του Νίκης, επειδή τον απάτησε. Κι όμως ούτε αυτή καταθέτει εναντίον του, ούτε εκείνος θέλει να τη χωρίσει. Κι όμως η Νίκη συνεχίζει ως λαϊκιά γκόμενα να ψάχνει διέξοδο στην ανία της, ψάχνει παντρεμένους και μορφωμένους, πουλάει την ομορφιά της για την ερωτική περιπέτεια. Ώσπου τα φτιάχνει με τον Πέτρο, ο οποίος αντί τελικά μετά από πολλές συνευρέσεις να τη βαρεθεί, όπως συνήθως, μένει μπουκάλα από τη δική της φυγή. Και συντοισάλλοις αντιμετωπίζει και την οργή του άντρα της που θέλει να το εκδικηθεί είτε θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή του συγγραφέα, είτε επιχειρώντας να τον ευνουχίσει.

Όλο το παιχνίδι παίζεται στην ψυχολογία των προσώπων. Πώς πιάστηκε στα δίχτυα της Νίκης ο πολύπειρος και ικανός συγγραφέας; Τι ακριβώς είδε στη λαϊκή ομορφιά της και παραμέρισε όλα τα άλλα; Ήταν κυνηγός ή θήραμα; Από την άλλη, τι επιδίωκε η ίδια η μοιραία γυναίκα, αφού μάλιστα δεν ήθελε να χωρίσει τον άντρα της; Ήταν η εναλλαγή ερωτικών συντρόφων διέξοδος από τη συζυγική ανία; Ή σε συνεργασία με τον άντρα της, που τα ήξερε όλα, έβρισκε τρόπους να εκδικηθεί τους εραστές της; Και ειδικά με τον Πέτρο τι ακριβώς θέλησε να πετύχει; Κι ο άντρας της; Τυφλός εκδικητής που αγαπά και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν; Και τότε γιατί πήγε να τη σκοτώσει; Και γιατί ορμά να τιμωρήσει κάθε αρσενικό που βρίσκεται στο κρεβάτι της; Και τέλος, η ίδια η αστυνόμος, που τιτλοφορεί το έργο, που δίνει το έναυσμα κι έπειτα φαίνεται να παραμερίζει, ποια σχέση ανταγωνισμού με τον πατέρα της την παρωθεί; Και ποια εκδίκηση επιθυμεί μπλέκοντάς την σε υποθέσεις που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες;

Αυτό που δεν με έπεισε είναι πόσο όλα αυτά τα ψυχολογικά αινίγματα έχουν πραγματική βάση προβληματισμού. Δηλαδή θεωρώ ότι δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικά μύχια της ψυχής αλλά πιο πολύ κρέμονται από το χαρτί σαν λεκτικές κατασκευές και μυθιστορηματικά παιχνίδια. Κι απ’ την άλλη, η ενασχόληση του μυθιστορήματος με τέτοια θέματα δείχνει μάλλον μια αυτιστική διάθεση, μια τάση να αγνοεί τα εξωτερικά θέματα και να κλείνεται σε απορίες ψυχολογικού τύπου, οι οποίες τρίβουν και τρίβονται με τα ατομικά. Δεν το εξηγώ σωστά. Νιώθω ότι ο Μήτσου χάνει το δάσος και την κοινωνία ως πεδίο πάλης, για να μείνει στο άτομο που πάντα φθείρεται με ερωτήσεις μικρού βεληνεκούς.
Πάπισσα Ιωάννα