Ο συγγραφέας είναι γνωστός Κύπριος ποιητής, ο οποίος μεταφέρει τα μυστικά της ποίησης στην πεζογραφία. Κι όταν αναφέρομαι σε μυστικά, εννοώ πρώτιστα τη γλώσσα, που χαρακτηρίζει αυτή του τη νουβέλα· μια γλώσσα ελαφρώς λόγια, που λόγω του θέματος μιμείται το εκκλησιαστικό ύφος και παραπέμπει συνεχώς στην Αγία Γραφή και στην υμνογραφία. Ο αφηγητής παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την οπτική γωνία του Οστεοφύλακα μιλά αναλόγως σε μια ιδιόλεκτο που ταιριάζει σε όσους σχετίζονται με την εκκλησία, μια γλώσσα η οποία ακροβατεί σε δύο άκρα, στην καθαρεύουσα και στη δημοτική, ως ένα είδος εμμονής και συνάμα σαρκασμού της «ενιαίας και αδιαίρετης γλωσσικής παράδοσης».
Ο ήρωας θεωρεί τον εαυτό του εγγυητή της τάξης στο οστεοφυλάκιο, όπου καμία εύνοια ή χρηματισμός δεν μπορεί να διαταράξει την τάξη των οστεοκιβωτίων και δη των νεκρών. Ο μητροπολίτης, οι πενθούσες χήρες, ο εκταφέας Μανωλάκης και ένα σωρό άλλοι παροικούντες το νεκροταφείο προσπαθούν να αλλοιώσουν την ευταξία του βασιλείου του, αλλά αυτός δεν αφήνει να μετακινηθεί ούτε ένα ιώτα· και κυρίως την αγιογραφία που κοσμεί τον τοίχο, έργο του εκ Κοζάνης καταγόμενου Γεωργίου Πιφλιτζή. Στο τέλος Βούλγαροι πράκτορες που θα αναλάβουν την αποκατάστασή της θα καταφέρουν -σε μια μισονειρική κατάσταση- να αλλάξουν το όνομα σε Γκεόργκι Πίφλι, επιτιθέμενοι ευθέως κατά της ελληνικότητας του χώρου.
Ο αναγνώστης είναι σε θέση να αναγνωρίσει την ειρωνεία που κυριαρχεί στη νουβέλα, σ’ αυτό το καυστικό αφήγημα για τη νεοελληνική κοινωνία. Όλη αυτή η μακαριότητα και η ασημαντότητα της γειτνίασης νομιμοφρόνων και κομμουνιστών είναι πλέον ορατή. Ο οστεοφύλακας διατηρεί έναν θώκο χωρίς ουσία, μια θέση που δεν τη ζηλεύει κανείς, ενώ ο ίδιος πασχίζει να φανεί αντάξιος της αποστολής του. Από την άλλη, μπορεί κανείς να δει μια αλληγορία για το θάνατο, τη θέση της εκκλησίας, την ελληνοπρέπεια πολλών που θεωρούν απειλή ό,τι διασαλεύει μια νεκρή παράδοση. Ειδικά το τελευταίο κάνει το έργο μια διαχρονική απεικόνιση του νεοελληνικού βίου και της σχέσης του με το αρχαίο (βλ. τη διακειμενικότητα με την Παλατινή ανθολογία) και το βυζαντινό παρελθόν. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη μυθοπλασία με πολλές προεκτάσεις.
Επιχείρησα να γράψω μια παρωδία κριτικής, όπου τίποτα να μην είναι ψέματα, αλλά και τίποτα να μην εξάγεται από το βιβλίο. Έβαλα το ευφάνταστο μυαλό μου να μπει στη θέση ενός εξίσου επινοητικού κριτικού, ο οποίος πίσω από μια ημι-βαρετή αφήγηση θα οραματιζόταν βαθύτερα νοήματα και εξαιρετικές αλληγορίες… Ελπίζω να μην τα δω όλα αυτά στις εφημερίδες σύντομα!!! (Οι φράσεις σε πλάγια είναι ειλημμένες από όσα έχουν ως τώρα δημοσιευτεί για το έργο)
Ο ήρωας θεωρεί τον εαυτό του εγγυητή της τάξης στο οστεοφυλάκιο, όπου καμία εύνοια ή χρηματισμός δεν μπορεί να διαταράξει την τάξη των οστεοκιβωτίων και δη των νεκρών. Ο μητροπολίτης, οι πενθούσες χήρες, ο εκταφέας Μανωλάκης και ένα σωρό άλλοι παροικούντες το νεκροταφείο προσπαθούν να αλλοιώσουν την ευταξία του βασιλείου του, αλλά αυτός δεν αφήνει να μετακινηθεί ούτε ένα ιώτα· και κυρίως την αγιογραφία που κοσμεί τον τοίχο, έργο του εκ Κοζάνης καταγόμενου Γεωργίου Πιφλιτζή. Στο τέλος Βούλγαροι πράκτορες που θα αναλάβουν την αποκατάστασή της θα καταφέρουν -σε μια μισονειρική κατάσταση- να αλλάξουν το όνομα σε Γκεόργκι Πίφλι, επιτιθέμενοι ευθέως κατά της ελληνικότητας του χώρου.
Ο αναγνώστης είναι σε θέση να αναγνωρίσει την ειρωνεία που κυριαρχεί στη νουβέλα, σ’ αυτό το καυστικό αφήγημα για τη νεοελληνική κοινωνία. Όλη αυτή η μακαριότητα και η ασημαντότητα της γειτνίασης νομιμοφρόνων και κομμουνιστών είναι πλέον ορατή. Ο οστεοφύλακας διατηρεί έναν θώκο χωρίς ουσία, μια θέση που δεν τη ζηλεύει κανείς, ενώ ο ίδιος πασχίζει να φανεί αντάξιος της αποστολής του. Από την άλλη, μπορεί κανείς να δει μια αλληγορία για το θάνατο, τη θέση της εκκλησίας, την ελληνοπρέπεια πολλών που θεωρούν απειλή ό,τι διασαλεύει μια νεκρή παράδοση. Ειδικά το τελευταίο κάνει το έργο μια διαχρονική απεικόνιση του νεοελληνικού βίου και της σχέσης του με το αρχαίο (βλ. τη διακειμενικότητα με την Παλατινή ανθολογία) και το βυζαντινό παρελθόν. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη μυθοπλασία με πολλές προεκτάσεις.
Επιχείρησα να γράψω μια παρωδία κριτικής, όπου τίποτα να μην είναι ψέματα, αλλά και τίποτα να μην εξάγεται από το βιβλίο. Έβαλα το ευφάνταστο μυαλό μου να μπει στη θέση ενός εξίσου επινοητικού κριτικού, ο οποίος πίσω από μια ημι-βαρετή αφήγηση θα οραματιζόταν βαθύτερα νοήματα και εξαιρετικές αλληγορίες… Ελπίζω να μην τα δω όλα αυτά στις εφημερίδες σύντομα!!! (Οι φράσεις σε πλάγια είναι ειλημμένες από όσα έχουν ως τώρα δημοσιευτεί για το έργο)
Πατριάρχης Φώτιος
9.11.2007
9.11.2007
4 comments:
πολύ καλό Φώτιε. αν πρόσθετες και λίγο από τα / η διαλεκτική σχέση πρωτοτύπου και απομίμησης / την αγωνία κατάκτησης προσωπικής σφραγίδας μέσα από την οικειοποίηση τυποποιημένων μορφολογικών στοιχείων / στο στήσιμο της δράσης όσο και στον τρόπο με τον οποίον διατάσσονται τα πρόσωπα επί σκηνής / κοκ μπορεί να σε διαβαζαμε και σε εφημερίδα. εύγε
Απορημένε, φο-κριτική μπορεί να γράψει ο καθένας. Το κακό είναι ότι κριτικοί με θεσμικό ρόλο "γεννούν" επιχειρήματα για να τεκμηριώσουν μια αμφίβολη αξία.
Πατριάρχης Φώτιος
όντως. έχουν όμως και οι αναγνώστες τις ευθύνες τους φώτιε. αυξημένες δε ευθύνες έχουν οι αναγνώστες-bloggers. ευτυχώς στην πλειοψηφία τους κατά τη φτωχή μου γνώμη είναι εντυπωσιακά to the point. και κατι άλλο. η λίστα των κριτικών χωρίς τις επεξηγήσεις που πρόσθεσες δείχνει πως δεν είναι διακριττή μια "φο-κριτική" απο μια οριζινάλ
Δουλεύω ένα ολοκληρωμένο ποστ για τα κριτήρια μιας (καλής) κριτικής. Επομένως, θα τα ξαναπούμε, όταν το ολοκληρώσω ...θέλει πολλή σκέψη.
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment