Friday, April 29, 2011

2 ΜΕΡΕΣ ΜΟΝΟ για τη λήξη της δημοσκόπησης για τα ΜΕΙΖΟΝΑ μυθιστορήματα

Αύριο Σάββατο και ώρα 12η νυχτερινή κλείνουν οι κάλπες. Μπορούμε λοιπόν να ψηφίσουμε ακόμα για τα πιο αγαπημένα, πιο ποιοτικά, πιο μεγάλης ιστορικής αξίας μυθιστορήματα που έγραψε η ανθρωπότητα. Η ανάρτηση της 15ης Απριλίου γεμίζει σταδιακά. Την Κυριακή η εφορευτική επιτροπή θα καταμετρήσει τις ψήφους και τη Δευτέρα 2 Μαΐου του σωτήριου έτους 2011 θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα.
Προλαβαίνετε να ψηφίσετε ακόμα!

Τελικά πώς ψηφίζει ο καθένας;
α) ενθυμούμενος ποια βιβλία του έκαναν εντύπωση όταν τα διάβαζε;
β) υπολογίζοντας την ιστορική-τους αξία, δηλαδή πόσο άφησαν εποχή όταν γράφτηκαν;
γ) αναλογιζόμενος τον θόρυβο που ακόμα κάνουν σε εφημερίδες, περιοδικά, συνέδρια, επετείους κ.ο.κ.;
δ) συμψηφίζοντας την ατομική-του εκτίμηση με την πρόσληψη κάθε έργου από την παγκόσμια ή την ελληνική αναγνωστική κοινότητα;
ε) θεωρώντας βασικό κριτήριο τα βραβεία που το συνοδεύουν;
ς) επηρεαζόμενος από τη δημοφιλία του βιβλίου ανά την υφήλιο;
ζ) …;





Δυο μέρες μόνο. Έχει ο καθένας από μας τα αγαπημένα-του, αυτά που δέχεται ότι άγγιξαν το είναι-του, αυτά που πιστεύει ότι άλλαξαν τον ρου της αναγνωστικής-του συνείδησης. Δεν χρειάζονται ολόκληροι κατάλογοι. Αρκεί μια ματιά στη βιβλιοθήκη-μας ή μια αναμόχλευση των αναμνήσεών-μας, από σπουδαίους συγγραφείς ή αφανείς πεζογράφους, από κολοσσούς τής γραφής ή κομήτες τής λογοτεχνίας.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, April 26, 2011

Η ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Ποιος έχει διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα του κόσμου; Ποιος έχει διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα έστω των μεγάλων λογοτεχνιών; Ας κατεβάσω τον πήχυ: ποιος έχει διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα που προτείνονται αυτές τις μέρες στο Βιβλιοκαφε;

Τελικά, πώς επιλέγουμε τι θα διαβάσουμε και ειδικά από την παγκόσμια σκηνή; Φαντάζομαι ότι, αν εξαιρέσει κανείς τους ειδικούς, τους λάτρεις λ.χ. της γαλλικής λογοτεχνίας ή όποιους είναι μανιώδεις με ένα συγκεκριμένο είδος, λ.χ. το ιστορικό μυθιστόρημα, δύσκολα κανείς μπορεί να ξεφύγει από όσα θεωρούνται διαχρονικά «καλά βιβλία». Έργα που συζητιούνται στις εφημερίδες, που μεταφράζονται και ξαναμεταφράζονται, επειδή θεωρούνται κλασικά, βιβλία μεγάλων ονομάτων που απασχολούν συχνά την υφήλιο επιλέγονται πιο εύκολα για να προσεγγίσουμε την παγκόσμια διανόηση και τέχνη.

Κάπου εκεί λοιπόν –εικάζω- θα κινηθούν και οι επιλογές-μας για τη λίστα των προσφιλέστερων μυθιστορημάτων. Ποιος θα τολμήσει, έχοντας γνώση των κορυφών της διεθνούς πεζογραφίας, να προτείνει έναν Πολωνό, έναν Κογκολέζο, έναν Ινδονήσιο συγγραφέα; Κι άντε να παρεισφρήσουν δυο τρία τέτοια έργα, πόσα από το συνολικό αριθμό θα ξεφύγουν από τις κοσμοκράτειρες λογοτεχνίες (αγγλοαμερικανική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, ρωσική κ.ο.κ.), πόσα θα ξεφύγουν από τον Κανόνα των Νόμπελ, των Μπούκερ, των Γκονκούρ κ.ο.κ.;
Κι εγώ που τα σκέφτομαι τώρα, δυσκολεύομαι να επιλέξω ριψοκίνδυνα. Άσε που δεν έχω διαβάσει πάρα πολλά για να έχω μια ευρύτερη γκάμα για ποικιλία.

Στο ποστ της 15ης Απριλίου ψηφίζουμε τα αγαπημένα-μας μυθιστορήματα. Ίσως η λίστα που θα προκύψει αποτελέσει και μια καλή πρόταση για να διαβάζουμε όλοι ό,τι «αξίζει» και δεν το κάναμε ως τώρα.
Χριστός ανέστη
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, April 21, 2011

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ, ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ και ΠΑΣΧΑ

Τι σχέση έχουν όλα αυτά; Μια συνειρμική αλυσίδα τα συνδέει αυθαίρετα στο μυαλό-μου: ο Χριστός ανεβαίνει στον σταυρό-Του, “δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός / κι είμαι αδελφός-του” κι απ’ την άλλη “εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι, είμαι στιχάκι της στιγμής, πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι”.

Η Ανάσταση που περιμένουμε, ο ποιητής που είναι ο Κυρηναίος στον καθημερινό-μας Γολγοθά, ο τραγουδοποιός που κάνει την ψυχή να προσεύχεται.

Δεν ξεχνάμε ότι στην προηγούμενη ανάρτηση ψηφίζουμε τα ΠΡΟΣΦΙΛΕΣΤΕΡΑ μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αν η λογοτεχνία κάνει -χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα- τη δική-της (επ)ανάσταση, τότε αξίζει να τη γνωρίσουμε, ειδικά τις κορυφές-της.

Καλό Πάσχα
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, April 15, 2011

Ψηφοφορία για τα προσφιλέστερα μυθιστορήματα της ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Ποια είναι διαχρονικά τα αγαπημένα-σας ξενόγλωσσα βιβλία; Για σκεφτείτε μυθιστορήματα που σας άγγιξαν περισσότερο, που τα έχετε στο ράφι με τα αγαπημένα ή που τα έχετε διαβάσει πάνω από μία φορές.

Το έργο της L. Cossé του προηγούμενου ποστ ήταν η καλύτερη εισαγωγή για μια ψηφοφορία ανάλογη με αυτήν για τα Καλύτερα Πεζά Λογοτεχνικά Έργα που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Αυτή η προηγούμενη ψηφοφορία πέτυχε τον μετριοπαθή στόχο-της, καθώς συγκέντρωσε θαμώνες που σκέφτηκαν τι τους αρέσει και θέλησαν να μοιραστούν μαζί-μας τις επιλογές τους· καταρτίστηκε έτσι μια πολυσυλλεκτική λίστα με 25 κορυφαία έργα και τέθηκε η βάση για περαιτέρω συζήτηση (βλέπε την ανάρτηση της 7ης Ιανουαρίου 2011).

ΤΩΡΑ, υπό την επήρεια της συζήτησης για τον Κανόνα που προηγήθηκε, θέτω για τις γιορτές του Πάσχα ένα ευρύτερο ερώτημα. Ποια μυθιστορήματα των μεγάλων αλλά και των μικρών λογοτεχνιών μάς σημάδεψαν; Ποια μας άφησαν τη ζεστή ανάσα-τους; Φυσικά ο καθένας θα σκεφτεί υποκειμενικά και θα σταθμίσει ποια βιβλία θεωρεί ότι έχουν ιδιαίτερη αξία, βάζοντας κάτω τα δικά-του κριτήρια. Πέρα από τις καθιερωμένες αξιολογήσεις (ή και μέσα σ’ αυτές) οι φίλοι του Βιβλιοκαφέ καλούνται να καταθέσουν τις αναγνωστικές-τους προτιμήσεις και να ψηφίσουν ελεύθερα.

1.      Μπορούμε να προτείνουμε έργα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, από οποιαδήποτε γλώσσα πλην της ελληνικής.
2.      Ψηφίζουμε μόνο μυθιστορήματα, γιατί μέσα στην τεράστια λογοτεχνική παραγωγή της υφηλίου θα χανόμασταν κυριολεκτικά αν διευρύναμε τις επιλογές-μας. Ήδη το εύρος των επιλογών είναι τεράστιο.
3.      Εξίσου σημαντικό (ακολουθώντας τα χνάρια της L. Cossé, που συνειδητά έφτιαξε μια λίστα με “καλά μυθιστορήματα” γραμμένα ή μεταφρασμένα στα γαλλικά) είναι η επιλογή να γίνει από ξενόγλωσσα έργα που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Δόξα τω Θεώ η μεταφορά στα καθ’ ημάς μυθιστορημάτων της αλλοδαπής είναι πλούσια.

4.      Καθένας έχει το δικαίωμα να ψηφίσει έως 60 μυθιστορήματα. Ας τα χωρίσουμε πιο απλά σε δύο κατηγορίες:
Α. Εξαιρετικά/Κορυφαία!  
--μέγιστος αριθμός επιλογών: 20
Β. Παρά Πολύ Καλά!           
--μέγιστος αριθμός επιλογών: 40

ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ: μέχρι 60. Ο καθένας φυσικά μπορεί να ψηφίσει μόνο πέντ' έξι από κάθε κατηγορία.

5.      Κάθε βιβλίο ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ψηφίστηκε παίρνει:
- 10 βαθμούς, αν ανήκει στην κατηγορία Α.
- 5 βαθμούς, αν ανήκει στην κατηγορία Β

6.     Η ψηφοφορία ξεκινάει από τώρα και τελειώνει το Σάββατο 30 Απριλίου 2011. Το άθροισμα των βαθμών θα αναδείξει και την τελική λίστα, η οποία θα ανακοινωθεί τη ***Δευτέρα 2 Μαΐου 2011***.

7.      Ο καθένας βέβαια μπορεί να δικαιολογεί τις επιλογές-του ή απλώς να καταθέτει τη βαθμολογία-του.

ΕΔΩ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ, δεν δίνουμε έπαθλα…
Ξέρω ότι η παγκόσμια μυθιστοριογραφία είναι αχανής και οι επιλογές είναι πιο φυγόκεντρες, πιο πολυδιασπασμένες απ’ ό,τι στα ελληνικά αντίστοιχα, αλλά είναι κι εδώ μπορούμε να βρούμε ένα πεδίο συζήτησης…

Μερικές επισημάνσεις:
            i. Προτείνετε μόνο μυθιστορήματα.
ii. Ψηφίζετε έργα και όχι συγγραφείς.
            iii. Δεν χρειάζεται φυσικά να πάτε με το ρεύμα του Κανόνα, αλλά ούτε και κόντρα σ’ αυτόν. Ψηφίζετε βάσει των προσωπικών-μας παραμέτρων.
iv. Τηρήστε, παρακαλώ, τις προδιαγραφές. Έτσι, θα με βοηθήσετε να οργανώσω την τελική λίστα, στην οποία θα εντάξω μόνο τα μυθιστορήματα που θα έχουν αποσπάσει τουλάχιστον ψήφους από δύο αναγνώστες.

Όσοι περισσότεροι ψηφίσουν, τόσο περισσότερο θα συμβάλουν στην κατάρτιση μιας (πρόσκαιρης, υποκειμενικής, μερικής, περιστασιακής…, αλλά ενδεικτικής και σημαίνουσας) λίστας. Πρόκειται φυσικά για ένα πείραμα αναγνωστικής ανταπόκρισης ώστε ο καθένας από εμάς να δοκιμάσει πιο πολύ τις προσωπικές-του προσλαμβάνουσες, παρά να εξαγάγουμε αντικειμενικά και διαχρονικά πορίσματα. Βάλτε το μυαλό-σας να δουλέψει…
Δεν υπάρχουν “σωστές” απαντήσεις! Μόνο…
Καλό Πάσχα
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 11, 2011

“Στο καλό μυθιστόρημα” της Laurence Cossé

Τα καλύτερα διαπιστευτήρια για την Cossé είναι η “Απόδειξη”, το προηγούμενο μυθιστόρημά της που προδιέγραψε και την αποδοχή-της από το ελληνικό κοινό. Στην ανάρτησή-μου της 21ης Οκτωβρίου 2010 έδειξα πόσο μια φαεινή ιδέα αποτέλεσε τον πυρήνα ενός έξυπνου χειρισμού.

Γαλλικός καφές με πολλή ζάχαρη:
Laurence Cossé
“Au Bon Roman”
Gallimard 2009
“Στο καλό μυθιστόρημα”
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Πόλις
2011

            Ο τρόπος γραφής της γαλλίδας κριτικού και συγγραφέα σε κερδίζει για μερικούς πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος είναι η ευφυής σύλληψη μιας σπερματικής ιδέας που αποτελεί και τον άξονα του έργου. Στην «Απόδειξη» ο συλλογισμός που αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού πείθει τους πάντες, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να αλλάξει τρόπο ζωής με θετικές και αρνητικές συνέπειες για όλη την κοινωνία. «Στο καλό μυθιστόρημα» μια πλούσια γυναίκα, η Φραντζέσκα, και ένας πολύπειρος βιβλιοπώλης, ο Ιβάν (ή Βαν), αποφασίζουν να ανοίξουν ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Παρισιού, το “Au Bon Roman”, στο οποίο θα έχουν μόνο καλά πεζά έργα, που είτε γράφτηκαν στα γαλλικά είτε μεταφράστηκαν σ’ αυτά. Μια ομάδα από οκτώ συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα κρατιούνται μυστικά, αναλαμβάνει, χωρίς ο ένας να ξέρει τον άλλο, να στείλει μια λίστα με τα 600 καλύτερα, κατά τη γνώμη-τους, βιβλία, και έτσι να συσταθεί ένας κατάλογος από τέσσερις χιλιάδες έργα, τα οποία και αποτέλεσαν τη μαγιά του νέου εγχειρήματος. Η Φραντζέσκα και ο Ιβάν συμπληρώνουν το στοκ με δικές-τους κλασικές επιλογές.
Τα πράγματα σκουραίνουν όταν δέχονται τις πρώτες απειλές και την ενορχηστρωμένη επίθεση αρθρογράφων και ιστολόγων, οι οποίοι τους κατηγορούν κατά βάση για ελιτισμό και μπουρζουαδική νοοτροπία. Οι φραστικές επιθέσεις, που σημειωτέον εξισορροπούνται πολλαπλάσια τόσο με την αποδοχή του εγχειρήματος από τον κόσμο όσο και από την πέννα επώνυμων, μετατρέπονται σε βίαιες επιθέσεις προς τρεις εκλέκτορες, χωρίς να είναι γνωστό πώς οι αντίπαλοι έμαθαν την ταυτότητά-τους. Ένας ικανός βιβλιολάτρης αστυνόμος ακούει την ιστορία του “Au Bon Roman” και αναλαμβάνει να ανακαλύψει τους ενόχους. Οι εχθροί όμως αλλάζουν τακτική…
Επιπλέον, πρέπει να επισημανθούν μερικά ακόμα στοιχεία που φωτίζουν το μυθιστόρημα της Cossé, όπως είναι φυσικά η αστυνομική πλοκή, η οποία χωρίς να είναι έντονη, διατρέχει υποδόρια το έργο και κρατά τον αναγνώστη σε μια κάποια εγρήγορση. Δεν ξεχνάμε την αφήγηση που τρέχει με χάρη, που μιλά για λεπτομέρειες ξέροντας ποιες και πώς θα δέσουν με τον βασικό άξονα, που στήνει σκηνές και διαλόγους. Ο αγνώστου ταυτότητας αφηγητής που ξεμυτίζει πού και πού είναι άλλο ένα μυστήριο που ερεθίζει ελαφρά αλλά γόνιμα. Οι αναγνώστες μπαίνουν “Στο καλό μυθιστόρημα“ και γρήγορα δεν θέλουν να βγουν.
Από την άλλη, το ίδιο το μυθιστόρημα της γαλλίδας πεζογράφου θα ήταν στη λίστα με τα καλύτερα; Μάλλον όχι, αν κρίνει κανείς από τις πολλές κοιλιές που κάνει το έργο στην εξέλιξη της ιστορίας, και το αφηγηματικό παράδοξο η ιστορία του βιβλιοπωλείου να λέγεται σε δεκάδες σελίδες αφήγησης στον αρμόδιο αστυνόμο, με τόσες λεπτομέρειες που όλο αυτό καταντά αναληθοφανές.
Ξεχωριστά θα ήθελα να συζητήσω ένα σημείο που χρήζει προβληματισμού: Ποιος/ποιοι είναι οι καταλληλότεροι για να φτιάξουν τη λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα παγκοσμίως; Η Laurence Cossé απαντά “οκτώ συγγραφείς και κατά σύμβαση μια βιβλιόφιλη και ένας βιβλιοπώλης”. Ένας άλλος θα έλεγε ένας ή μια ομάδα έγκριτων κριτικών, που μπορούν να συστήσουν μια Ιστορία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας ή έναν Κανόνα. Το πιο λογικά και αφηγηματικά εφικτό θα ήταν μια ομάδα από ποικίλες κατηγορίες, όπως δυο-τρεις συγγραφείς, δυο-τρεις κριτικοί, δυο-τρεις πανεπιστημιακοί, ένας βιβλιοφάγος βιβλιοπώλης κ.ο.κ., ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα ιδεών και πεδίων. Ακόμη περισσότερο, είναι λάθος στρατηγικής να δέχονται κάθε βιβλίο που προτείνει έστω και ένα μέλος της ομάδας (αν και μόνο έτσι μπορεί να συσταθεί το πλήθος των βιβλίων που θα αποτελέσει το εμπόρευμα του “Au Bon Roman”), γιατί ανάγεται το προσωπικό γούστο ενός και μόνο ανθρώπου σε κανόνα. Είναι δεοντολογικά καλύτερο να συστήνεται κάθε βιβλίο τουλάχιστον από δύο άτομα, χωρίς συνεννόηση μεταξύ-τους, ώστε να υπάρχει διπλή -το μίνιμουμ- κάλυψη.
Η Cossé τολμά και λέει ονόματα και βιβλία, απαξιώνει άλλους, δίνει δάφνες σε τρίτους και ξεχωρίζει κείμενα που αξίζουν να μείνουν αθάνατα. Μοιράζει εντέλει ένα είδος    α ι σ ι ο δ ο ξ ί α ς    ότι μπορεί κανείς να αναλωθεί μόνο σε καλά έργα και να αφήσει στην άκρη τα ευπώλητα, τα πολυδιαφημισμένα, τα προβεβλημένα από τον τύπο, τα εφήμερα, τα μοδάτα… Αυτή η πολιτισμική επανάσταση είναι ίσως το ζητούμενο σε έναν χώρο που κατακλύζεται από χαρτούρα και σαβούρα, που βομβαρδίζεται από wannabe συγγραφείς, γραφιάδες, σελιδογεμιστές, γκλάμουρ ονόματα που προβάλλουν το εγώ-τους, δημοσιοσχεσίτες λογοτέχνες που πουλάνε το μέσα-σε-όλα χαμόγελό-τους.
Οι Έλληνες αναγνώστες αγαπούν τη γαλλίδα συγγραφέα, αν κρίνει κανείς από τους βιβλιόφιλους ιστολόγους που πολύ γρήγορα διάβασαν το “Στο καλό μυθιστόρημα” και το είδαν και σαν μια δική-τους αισιόδοξη δυνατότητα να διαβάσουν καλά βιβλία και να βάλουν στη ζωή-τους ποιότητα:


Και αυτόματα εγείρεται το ερώτημα «πού σε όλα αυτά βρίσκονται τα ιστολόγια;». Απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει ένα μπλογκ Au Bon Roman, αλλά, αν το καλοσκεφτεί, κάθε ανεξάρτητος ιστολόγος προσπαθεί να μιλήσει για το καλό και να το ξεσκαρτάρει από το κακό. Αν ο Πατριάρχης Φώτιος είναι αυστηρός και δεν αποδέχεται εύκολα ό,τι κυκλοφορεί, σίγουρα δεν είναι προϊόν υπεροψίας (ελπίζω τουλάχιστον): είναι πρώτιστα η εσώτερη ανάγκη να διαβάζουμε καλά πράγματα που τον παρακινεί να ψάχνει –και σε καινούργιες πέννες- το ποιοτικό και το υψηλό.
Φυσικά, όταν διάβαζα το βιβλίο της γαλλίδας συγγραφέως, σκέφτηκα τι καλό θα ήταν να έγραφα κι εγώ μόνο για υψηλής αισθητικής έργα… Όμως δεν μπορώ να απορρίψω ένα βιβλίο από τις πρώτες δέκα-δεκαπέντε σελίδες, όπως κάνει ο βιβλιοπώλης ήρωάς-της, ούτε να διαβάζω μόνο κορυφές του Κανόνα, γιατί είναι σαν να αποδέχομαι την αυθεντία ως μοναδικό γνώμονα. Έτσι, κοιτώ το κλασικό που συχνά είναι εξαιρετικό κι άλλοτε παρωχημένο και μουσειακό, ψάχνω το καινούργιο, τρώω φρίκη με νέους συγγραφείς και ενίοτε αναπηδώ από χαρά που ανακάλυψα άλλο ένα διαμαντάκι κ.ο.κ. Φυσικά μιλάω υποκειμενικά, φυσικά ένας μικρός Προκρούστης κι εγώ βλέπω με τα χρωματιστά-μου γυαλιά· δεν μπορώ να ξεφύγω από την αναγνωστική ιδιοσυγκρασία-μου, αλλά προσπαθώ φιλότιμα να εξηγήσω με επιχειρήματα το γιατί και το πώς αξιολόγησα κάθε βιβλίο που πέφτει στα χέρια-μου.
Μακάρι να μπορούσαμε να διαβάζουμε μόνο καλά βιβλία. Έστω, το 50% των επιλογών-μας να είναι ικανοποιητικό, ώστε να εξυψώνουμε το αναγνωστικό-μας επίπεδο και να περνάμε καλά τις ώρες που διαλέξαμε να ασχοληθούμε με ένα κείμενο.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, April 08, 2011

“Η ωραιότερη μέρα-της” του Τάσου Καλούτσα

Ο συγγραφέας είναι, απ’ ό,τι διαβάζω στον κατάλογο με τα έργα-του, κατεξοχήν διηγηματογράφος με πέντε συλλογές διηγημάτων και δύο βραβεία μάλιστα για το βιβλίο-του “Το τραγούδι των σειρήνων” (Νεφέλη 2000), ένα Κρατικό βραβείο κι ένα από το περιοδικό «Διαβάζω».

Caffe con panna:
Τάσος Καλούτσας
“Η ωραιότερη μέρα της”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

            Δέκα διηγήματα που αποκαλύπτουν δύο βασικά χαρακτηριστικά της γραφής τού Καλούτσα συμπεριλαμβάνονται στον μετρίου μεγέθους αυτόν τόμο των 212 σελίδων.
            Αφενός, η καθημερινή ζωή απλών ανθρώπων που δίνεται με ήπιους, χαμηλόφωνους τόνους. Η ένταση είναι υποδόρια, οι κορυφώσεις ελάχιστες, ο κυματισμός του έργου είναι αθόρυβος. Κάτι τέτοιο μπορεί να φανεί στασιμότητα και βάλτωμα, αλλά στην περίπτωση των συγκεκριμένων διηγημάτων ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να βουλιάξει, αφού βρίσκει πατήματα να σταθεί και να δει τους ήρωες να κρατούν τη ζωή-τους από ένα νήμα, ένα λουλούδι, μια απλή καθημερινή συνήθεια.
            Αφετέρου, κι αυτό είναι που το εκτίμησα δεόντως, είναι η απόλυτα καίρια καταγραφή ενός στιγμιότυπου, χωρίς ο συγγραφέας να ανάγεται σε ευρύτερες βιογραφικές για τους ήρωές-του πληροφορίες. Με άλλα λόγια ο διηγηματογράφος αποτυπώνει ένα περιστατικό, ένα θραύσμα από τη συνολική ζωή του κεντρικού-του χαρακτήρα, χωρίς να επεκτείνεται και να φλυαρεί για να δώσει το όλο. Μένει στο μέρος, συμπυκνώνει την ένταση σε λίγες ώρες ή και λιγότερο, αδιαφορεί για το περικείμενο και εστιάζει στο μερικό αλλά σαφές και καίριο. Νιώθεις ότι εννοούνται πολλά που δεν αξίζει να λεχθούν, νιώθεις την πυρηνική ένταση να ετοιμάζεται να σκάσει, χωρίς ποτέ να φτάνουμε στην έκρηξη.
            Δύο διηγήματα αξίζουν δυο λόγια παραπάνω. Από τη μια “Το χυτήριο” το οποίο αφηγείται τη βαριά ψυχολογία με μελαγχολικό κλίμα ενός ανθρώπου που μεγάλωσε σε ένα χυτήριο και κουβαλά τα παιδικά τραύματα. Από την άλλη, στο “Συλλαλητήριο” ο πρωταγωνιστής νιώθει ελεύθερος όταν μπορεί να συμμετέχει στα συλλαλητήρια και να αισθάνεται ενεργός πολίτης κι από την άλλη νιώθει εγκλωβισμένος όταν εθίζεται σε πορνοταινίες που υποβαθμίζουν την ανθρώπινή-του αξιοπρέπεια.
            Ένα πρόβλημα που με έκανε επιφυλακτικό είναι η αδυναμία των διηγημάτων να δείξουν (showing) το μήνυμα, αφού πιο πολύ αυτό λέγεται (telling) παρά απορρέει από τα γεγονότα. Έτσι, η ίδια η υπόθεση και ο τρόπος με τον οποίο αυτή διαρθρώνεται και με τον οποίο ο αφηγητής την εξιστορεί δεν είναι τόσο αποκαλυπτική (παρά τις καθαρές γραμμές-της), ενώ συχνά χρειάζεται να δηλωθεί ρητά η εξήγηση όσων πρέπει να ερμηνεύσουμε πίσω από τα γεγονότα και τις σκέψεις των προσώπων.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, April 04, 2011

“Μεγάλοι δρόμοι” της Λένας Κιτσοπούλου

Μετά το 2006 που έκανε αίσθηση με τις «Νυχτερίδες», η συγγραφέας μένει πιστή στο διήγημα και στην ακαριαία-του κοπίδα και δεν φλερτάρει με το μυθιστόρημα. Είναι η δύναμη τής μικρής φόρμας που μπορεί να στρέψει τον προβολέα-της στο συγκεκριμένο και να κορυφώσει την ένταση χωρίς να στερήσει από τον αναγνώστη το περιρρέον κλίμα και την κοινωνική ατμόσφαιρα.

Διπλός Espresso:
Λένα Κιτσοπούλου
“Μεγάλοι δρόμοι”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

            Στα διηγήματα τής Κιτσοπούλου δεν βαριέσαι ποτέ. Είναι, θες, η γλώσσα-της που κυλάει σαν χείμαρρος πάνω σε κροκάλες και δεν λιμνάζει ποτέ, αλλά παρασύρει στο πέρασμά-της ό,τι συναντήσει; Είναι σαν μπαλτάς που δεν χαρίζεται, με την οξεία λάμα-του κόβει και λιανίζει, χτυπά καίρια, με προτάσεις που μικραίνουν σταδιακά και στο καθοριστικό σημείο μένει μια λέξη-λαιμητόμος. Το υβρεολόγιο εδράζεται σε μια καθημερινή ιδιόλεκτο, η λέξη «πουτάνα» ακούγεται σχεδόν σε κάθε διήγημα, το ακονισμένο-της ύφος στέκεται ορμητικό και αψύ.
            Είναι η σκληρότητα με την οποία η διηγηματογράφος αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες-της; Ανελέητη δεν λειαίνει τα πράγματα, αλλά χτυπάει στις πληγές των προσώπων-της, ρίχνει αλάτι στα τραύματά-τους και με μια χαιρέκακη, θα έλεγα, μανία φωτίζει τη ματωμένη-τους ψυχολογία. Είναι ανθρωποπεριπτώσεις αρρωστημένες, άλλοτε πεζοί και άλλοτε ακραίοι, άλλοτε ερωτευμένοι κι άλλοτε απλώς ερεθισμένοι, που κινούνται εκτός μέσου όρου αλλά ταυτόχρονα αντικατοπτρίζουν και καθημερινές ακρότητες εντός και εκτός των ορίων.
            Τα ψευδώνυμα, με τα οποία τους στολίζουν οι άλλοι, αναδεικνύουν το ηθογραφικό σκηνικό μιας αλλοτριοφοβικής κοινωνίας και συνοψίζουν το σκληρό πρόσωπο των επιθετικών, σχεδόν κανιβαλικών, ανθρώπινων σχέσεων. Ο κοινωνικός περίγυρος καυτηριάζεται απηνώς, κυρίως η οικογένεια, που κατηγορείται ως ο ζωντανός εφιάλτης ο οποίος καθορίζει αλλά και τσακίζει τις παιδικές ψυχές ισόβια.
            Η Κιτσοπούλου γίνεται συχνά κυνική και με δοκιμιακό ύφος αλατοπιπερίζει τις παρατηρήσεις-της με σκεπτικισμό, ο οποίος διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχολογία ψάχνοντας αταβιστικά κατάλοιπα και ενστικτώδεις παρορμήσεις.
            Ένας βασικός ιδεολογικός άξονας της συγγραφέως μπορεί να θεωρηθεί αμφιλεγόμενος, παρόλο που μέσα στα έργα-της φαίνεται ενίοτε πειστικός και έγκυρος. Το μεγαλύτερο ποσοστό, λέει η Κιτσοπούλου, των πράξεων και των επιλογών-μας είναι απόρροια της σωματικής-μας διάπλασης, είναι αποτέλεσμα της κληρονομημένης-μας συμπεριφοράς. Λ.χ. δεν φταίει η γυναίκα που έχει μεγάλα βυζιά για την αχαλίνωτη σεξουαλικότητά-της, ούτε ο άντρας με τη μεγάλη μύτη για τα συμπλέγματα κατωτερότητας (τα παραδείγματα είναι δικά-μου). Έτσι, είμαστε έρμαια ενός αναπόφευκτου ντετερμινισμού, που προκαθορίζει τις αντιδράσεις-μας και δεν μας επιτρέπει να ξεφύγουμε.
Αφενός λοιπόν η καταπιεστική όσο και καθοριστική στη γαλούχησή-της κοινωνία και αφετέρου οι ζωικές μας καταβολές, οι εκ φύσεως αναπόδραστες αλυσίδες-μας, λαξεύουν τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεσή-μας. Ο άνθρωπος έτσι αναδεικνύεται σε ανελεύθερο ον που δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή-του, αλλά μοιραία και άβουλα αναγκάζεται να ακολουθήσει την προκαθορισμένη πορεία-του. Απότοκος του παραπάνω είναι η εκ των πραγμάτων εγερθείσα ανευθυνότητα, η οποία προκύπτει από την υποχρέωση να ακολουθήσουμε τη σωματικότητα και τη φυσική-μας προδιάθεση. Είμαστε ζώα που δεν μπορούμε να επέμβουμε στη μοίρα-μας!
            Στα περισσότερα διηγήματα η Κιτσοπούλου δικαιολογεί τις στάσεις τού κεντρικού προσώπου ως άμεσο αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντίληψης για τη ζωή. Έτσι, παρόλο που παθιάζεται κανείς με το ρεύμα της αφήγησης, πρέπει να σκεφτεί πιο προσεκτικά τις σοφιστικές-της στρατηγικές.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, April 01, 2011

Ο ΛΟΙΜΟΣ του Ανδρέα Φραγκιά

Κορυφαία έργα, όπως αυτό, δεν έχει να επιδείξει πολλά η ελληνική λογοτεχνία. Και μιλώ για ένα έργο που συνομιλεί επάξια με τον Κάφκα, με τον Καμύ αλλά και με όλον τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.

Κανταΐφι:
Ανδρέας Φραγκιάς
«Λοιμός»
Αθήνα 1972
(έπειτα από τις εκδόσεις Κέδρος)

            Το έργο τεντώνει τα ρεαλιστικά δεδομένα στα άκρα σε σημείο στο οποίο όλα όσα συμβαίνουν να φαίνονται εξίσου πιθανά και εξίσου απίθανα. Τίποτα δεν είναι υπέρλογο ή μεταφυσικό, αλλά και τίποτα δεν μοιάζει βγαλμένο από αυτόν τον κόσμο. Κι όμως ο “Λοιμός” αποδίδει με ιδιαίτερη τέχνη τα βάσανα και βασανιστήρια των κρατουμένων σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, πλαίσιο που εύκολα παραπέμπει στη Μακρόνησο, στη Γυάρο ή σε οποιοδήποτε νησί, όπου είχαν εξοριστεί αριστεροί ιδεολόγοι.
            Ο Φραγκιάς δεν επέλεξε να αποδώσει τη φρίκη ενός τέτοιου μέρους, επιλογή που θα μετέτρεπε το έργο σε μυθιστόρημα-μαρτυρία και θα το άφηνε στενά συνδεδεμένο (ως εκ τούτου περιορισμένο) με τις ιστορικές συνθήκες που το δημιούργησαν. Αντίθετα, διάλεξε να αποτυπώσει την ηλιθιότητα ενός συστήματος το οποίο ενδιαφέρεται πρώτιστα όχι για τη σωματική εξόντωση των κρατουμένων αλλά για την ηθική-τους εκμηδένιση και την καταρράκωση της ανθρώπινής-τους παρουσίας. Έτσι, απηχώντας γελοίες πρακτικές, π.χ. τη γυμναστική των ολοκληρωτικών καθεστώτων, ο συγγραφέας περιγράφει ανούσιες καθημερινές συνήθειες, απίθανους κανονισμούς, σκόπιμα βλακώδεις κανόνες που συστήνουν την καθημερινότητα και αποτελούν (στο πλαίσιο ενός πομπώδους ρητορικού-εξουσιαστικού λόγου) ύψιστο μέλημα κάθε δεσμώτη ώστε αυτός να λειτουργεί με υγιεινή και με τάξη μέσα στο στρατόπεδο. Κορυφαίο μοτίβο ενός τέτοιου παραλογισμού είναι το ότι οι αρχές απαιτούν από κάθε κρατούμενο να μαζεύει έναν αριθμό μυγών ημερησίως, γεγονός που οδηγεί σε γελοίες αλλά και σε τραγικές έξεις.
            Το μυθιστόρημα δεν έχει πρωταγωνιστές, ούτε καν άτομα με ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Είναι οι κρατούμενοι, οι οποίοι έχουν χάσει την ταυτότητα και το όνομά-τους και ονομάζονται απλώς με ένα βασικό χαρακτηριστικό-τους (π.χ. ο περιδεής), και οι δεσμώτες. Παρά τις συγκειμενικές-του παραμέτρους (εξορία κομμουνιστών και δικτατορία των συνταγματαρχών: μην ξεχνάτε πως γράφτηκε το 1972) ο “Λοιμός” έχει πάρει διαχρονικές διαστάσεις, καθώς ο Φραγκιάς σοφά επέλεξε να του στερήσει τον χώρο και τον χρόνο, να το κάνει άχρονο και ου-τοπικό, να το καταστήσει έτσι συμβολική “χώρα” κάθε βασανιστηρίου και κάθε καθεστώτος. Πλάθει, λοιπόν, ένα αληθοφανές περιβάλλον, έναν μυθιστορηματικό μικρόκοσμο, μέσα στον οποίο εισέρχεται ο αναγνώστης με τις προσλαμβάνουσες της εποχής αλλά συνάμα και συν τω χρόνω μένει στο φαντασιακό αυτό εύρημα χωρίς να αναζητεί εξωκειμενικές αναφορές.
            Η αλληγορική διάσταση του έργου είναι, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, το κέντρο της αξίας-του. Το στρατόπεδο είναι ένας άχρονος χώρος, μέσα στον οποίο δεν μετράνε τόσο τα υπαρκτά και ωμά αποδοσμένα βασανιστήρια, αλλά οι συμβολικές πρακτικές ενός ψυχικά εξοντωτικού μηχανισμού. Ο κρατούμενος αναγκάζεται να ζήσει μια ζωή διαστρεβλωμένη, ταγμένη εξ ανάγκης να αφοσιώνεται σε μικρούς, ανούσιους στόχους, οι οποίοι απαξιώνουν το είναι-του. Αυτή η διαχρονικά συμβολική διάσταση του “Λοιμού” τού δίνει και την υψηλή θέση-του στα ελληνικά γράμματα.
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος