Sunday, December 25, 2011

Παίζουμε γράφοντας

        Τα Χριστούγεννα μπορούμε να ξαναγίνουμε όλοι παιδιά. Άλλοι θυμούνται τις καλές πράξεις που όλο τον χρόνο τις είχαν αφήσει στα αζήτητα…, άλλοι συν-χαμογελούν με τα μικρά παιδιά κι άλλοι ξεφαντώνουν για να διώξουν τους καλικάτζαρους όλου του χρόνου.
        Εδώ στο Βιβλιοκαφέ, μιας και ο μάγειρας θα λείπει και τα γκαρσόνια θα πάρουν την άδειά-τους για να ξεκουραστούν από τα πολλαπλά σερβιρίσματα, είπαμε να μην κάνουμε ψηφοφορία όπως πέρυσι, αλλά να γίνουμε μικροί μαθητευόμενοι συγγραφείς (οι επαγγελματίες του είδους μπορούν να απέχουν αλλά μπορούν να συμμετέχουν κιόλας: όλοι είναι ευπρόσδεκτοι).
        Στήνουμε λοιπόν ένα παιχνίδι γραφής, κατά τα πρότυπα των μυθιστορημάτων-σκυταλοδρομιών, όπου ο ένας συγγραφέας συνέχιζε την ιστορία του άλλου. Εμείς ας το οργανώσουμε ως εξής:

1.  Όποιος θέλει μπορεί να σκεφτεί μια απλή έναρξη ιστορίας όπου θα αφήνει νήματα για να συνεχιστεί η ιστορία από κάποιον άλλο. Την καταθέτει λοιπόν στα σχόλια και περιμένει.
2.  Ας βάλουμε ένα όριο λέξεων για να μην πλατειάσουμε. Ας πούμε το πολύ 200 λέξεις ο καθένας.
3.  Ο επόμενος, στο ίδιο όριο λέξεων, συνεχίζει την ιστορία προσπαθώντας πάντα να μην την ολοκληρώνει αλλά να αφήνει ανοικτές διόδους για τον άλλον.
4.  Κάθε φίλος του Βιβλιοκαφέ, που θα ήθελε να παίξει, μπορεί να αφήσει το δικό-του κομμάτι συνεχίζοντας τον προηγούμενο και δίνοντας τη σκυτάλη στον επόμενο.
5.  Ο ίδιος φίλος μπορεί να ξαναγράψει, αν έχουν μεσολαβήσει από την προηγούμενη φορά που συμμετείχε τουλάχιστον δύο (2) άλλοι μαθητευόμενοι συγγραφείς.
6.  Η ιστορία ας τελειώσει τη Δευτέρα 2/1/2012 (ωραία φαίνεται το νούμερο!) με τον τελευταίο φίλο που θα θελήσει να κλείσει το παραμύθι-μας το βράδυ της ίδιας μέρας. Αλλιώς θα το κλείσω εγώ…  
Το εγχείρημα είναι τολμηρό, αφού ξέρω καλά πως μπορεί να βγει μούφα. Όποιος το δει με αυτήν την προοπτική ίσως διστάσει να συμμετάσχει. Όποιος όμως πιστέψει στο πνεύμα των ημερών και στην παιδική αφοβία που κρύβουμε μέσα-μας ας τολμήσει να καταθέσει κι αυτός τη φαντασία-του.
Ας γράψουμε ένα παραμύθι, για μικρά ή για μεγάλα παιδιά, ας φανταστούμε πού το πάει ο προηγούμενος κι ας επιβεβαιώσουμε ή διαψεύσουμε τις εκτιμήσεις. Ας γράψουμε ένα αληθοφανές αλλά και γεμάτο φαντασία κείμενο που θα ξορκίσει τα κακά πνεύματα των καιρών. Ας γίνουμε αναγνώστες της παραγράφου του προηγούμενου και μαζί συγγραφείς σε μια σκυταλοδρομία έμπνευσης και σκορπίσματος χιούμορ, προβληματισμού, αφήγησης, διαλόγων, δοκιμίου κ.ο.κ. 

Ο πιο ευφάνταστος πρώτος το σχόλιό-του βαλέτω…

Καλές γιορτές
Πατριάρχης Φώτιος

Υ.Γ. Επειδή δεν τόλμησε κανείς να ξεκινήσει, αναρτώ ξανά την ιδέα και ρίχνω εγώ το πρώτο μπουκάλι στο πέλαγος ελπίζοντας ότι κάποιος θα το συνεχίσει.

Thursday, December 22, 2011

“Ο χορός της νύφης” του Τηλέμαχου Κώτσια

Ο Φρόιντ είχε προσπαθήσει να εξηγήσει τις υστερίες και τις νευρώσεις πολλών ανθρώπων βάσει σεξουαλικών απωθημένων. Η επαναστατικότητα της ερμηνείας-του έχει αφήσει το στίγμα-της σε όλο τον 20ό αιώνα, αλλά ξεπεράστηκε, τουλάχιστον στις γενικές-της θέσεις, επειδή κρίθηκε μονόπλευρη και επειδή αγνόησε άλλες παράλληλες πτυχές του πολύπλευρου ψυχισμού του ανθρώπου.

Ελληνικός καφές βαρύ γλυκός:
Τηλέμαχος Κώτσιας
“Ο χορός της νύφης”
εκδόσεις Ψυχογιός
2011

            Η λογοτεχνία συναντά πολλές φορές τη λαογραφία, συναντά πολλές φορές έθιμα και τελετουργίες, ειδικές δοξασίες και δημοτικά τραγούδια, λαϊκούς θρύλους και άλλα ανάλογα. Θυμάμαι ενδεικτικά το “Έβδομο ρούχο” της Φακίνου, “Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα” της Γαλανάκη, για να μην πάω παλιότερα στην άνθηση της ηθογραφίας και στην ακμή της αποτύπωσης της ντόπιας κουλτούρας στα έργα των Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη, Κονδυλάκη, Καρκαβίτσα κ.ο.κ.
            Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, Ηπειρώτης στην καταγωγή, έχει στον νου-του ένα έθιμο, έναν θρύλο μάλλον της ορεινής-του πατρίδας και πάνω σ’ αυτό στήνει την υπόθεσή-του. Πιο πολύ τον κέντρισε, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω, η διάθεση να εξηγήσει το γιατί κάποτε, χαμένο στα άδηλα χρόνια της λαϊκής μνήμης, μια νύφη λιποθύμησε στον γάμο-της και έπειτα –όπως λέγεται- αναστήθηκε από το κλαρίνο. Μια μισοαληθινή – μισοψεύτικη ιστορία, εξυφασμένη στο πέρασμα των χρόνων από τη λαϊκή ψυχή, φτάνει ως σήμερα και το μυθιστόρημα προσπαθεί να ρίξει την επίκαιρη ματιά του σήμερα ώστε να εξηγήσει, όχι φυσικά επιστημονικά, 1) γιατί λιποθύμησε η νύφη (εξήγηση μάλλον εύκολη) και 2) πώς έγινε και “αναστήθηκε”.
            Η υπόθεση λοιπόν του έργου βασίζεται στην 28χρονη Βίκυ, η οποία μόλις χώρισε από τον άνδρα-της, και μεταξύ μελαγχολίας και αναμνήσεων προσπαθεί να ξαναβάλει μπροστά τον μύλο της ζωής-της. Οι αναμνήσεις-της σχετίζονται με σεξουαλικές στιγμές που τώρα της λείπουνε και τώρα μόνη, και στερημένη, αναζητεί μια καινούργια αρχή. Μπαίνει σε ένα μεταπτυχιακό λαογραφίας, σχετίζεται με τον καθηγητή-της, ενώ για λίγες μέρες ξεδίνει σε ένα νησί, κάνοντας τόπλες ή και ολόγυμνη μπάνιο, χωρίς όμως να ενδώσει στις ορέξεις των αρσενικών. Με τον σύντροφό-της πηγαίνει στην Ήπειρο για να μελετήσουν επιστημονικά το έθιμο, που προανέφερα, μυείται στην ατμόσφαιρα της ηπειρωτικής ζωής, παρακολουθεί τα δρώμενα, ακούει διηγήσεις και εκφράζει εικασίες (λ.χ. μήπως υπήρχε δίδυμη αδελφή που πήρε τη θέση της νεκρής κ.ο.κ.). Στο τέλος παθαίνει η ίδια ό,τι μελετούσε και συνέρχεται με μια σεξουαλική διέγερση που θα την ξαναδώσει τη χαμένη-της ζωντάνια.
            Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο βρίσκεται συχνά σε παραγράφους ή και σε σελίδες φλύαρες που απλώς γεμίζουν τα κενά για να προχωρήσει σταδιακά η ιστορία, χωρίς να βαραίνουν με την ουσία-τους. Και σε μια λογοτεχνία, όπως η σημερινή, που τίποτα περιττό -αν είναι δυνατόν- δεν πρέπει να υπάρχει, το μυθιστόρημα του Κώτσια περπατά αργά, σαν τους ηπειρώτικους χορούς. Παράλληλα, πάμπολλα πραγματολογικά λάθη, λάθη αληθοφάνειας, προκύπτουν και κάνουν το νεο-ηθογραφικό αυτό εγχείρημα (άρα και εξ ανάγκης ρεαλιστικό) να τρίζει. Η διαδικασία λ.χ. εισόδου της Βίκης στο μεταπτυχιακό, η πρώτη συνάντηση με τον καθηγητή για να πάρει πληροφορίες κ.ό.κ. μάλλον απέχει παρασάγγας από τον τρόπο που θα προχωρούσαν ανάλογες διαδικασίες σε ένα πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Ή το πώς έκλεισε δύο δωμάτια στο ξενοδοχείο αλλά από λάθος τούς δώσανε ένα, και άλλες λεπτομέρειες που ανά τακτά διαστήματα κλονίζουν την εμπιστοσύνη του αναγνώστη στο στέρεο έδαφος της αφήγησης.
            Η πιο σημαντική ωστόσο ένσταση αφορά στην ίδια την ιδεολογική τοποθέτηση του κειμένου (και του συγγραφέα;). Περίπου στο ¼ του μυθιστορήματος, άλλοτε μαζικά όπως στην περίοδο του γυμνισμού της Βίκυς κι άλλοτε σκόρπια, η λογοτεχνία του Κώτσια φλερτάρει με τον ακραίο ερωτισμό αν όχι με το πορνό. Αυτό καθεαυτό δεν ενοχλεί, όσο ενοχλεί η διάθεση έξαψης των παθών με τον τρόπο που θέτει την ερωτική διάθεση στο κέντρο όλης της ζωής της Βίκυς, σαν να είναι εξημμένη έφηβη και όχι ώριμη τριαντάρα (σχεδόν), λες και δεν είχε δουλειά ή δεν έκανε σχέδια για άλλες προοπτικές της ζωής-της. Και πάνω σ’ αυτή την φροϊδικής έμπνευσης εμμονή με το σεξ, ξαναλέω σαν να ζούμε σε έναν στερημένο κόσμο, πατά το όλο ιδεολόγημα για να εξηγήσει τον θρύλο της νύφης. Η γενετήσια στέρηση έκανε τη νύφη να λιποθυμήσει, παρθένα προφανώς, στη φάση του απογαλακτισμού από το σπίτι, σε μια έξαρση της στιγμής και της γαμήλιας κορύφωσης. Και η λύση για να συνέλθει δεν είναι φυσικά το κλαρίνο, αλλά η τριβή των γεννητικών οργάνων-της, ο ερωτικός ερεθισμός, η σεξουαλική ηλεκτροπληξία που θα αναταράξει το είναι-της.
            Ο Κώτσιας συνδέει τη λαογραφία με την ψυχανάλυση, την παράδοση με την επιστήμη, τη γυναικεία φύση με τον λαό και τις αντιλήψεις-του. Θα μπορούσε ωστόσο να είναι πιο πυκνός. Θα μπορούσε να γράψει ένα μεγάλο ίσως διήγημα, να αποφύγει τις ατέρμονες σκηνές και έτσι να συμπτύξει την ιδέα-του σε μια πιο ουσιαστική αφήγηση. Αν γινόταν αυτό, η εξήγηση του τέλους, όσο μονόπλευρη κι αν φαίνεται τουλάχιστον στα μάτια-μου, θα μπορούσε να έλθει ως κορύφωση και όχι ως προκατασκευασμένη λύση.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 19, 2011

“Το όνειρο του Οδυσσέα” του Μάκη Καραγιάννη

Από το παρόν ενός πανεπιστημιακού στις απεργίες του μεσοπολέμου και από τον παλίμψηστο κώδικα γύρω από τη βυζαντινή τέχνη ως τον φόνο: ο αναγνώστης αναζητεί το πώς ένα τέτοιο ετερόκλητο και πολυποίκιλο υλικό μπορεί να δέσει σε μια άρτια σύνθεση.


Καπουτσίνο κάραμελ:
Μάκης Καραγιάννης
“Το όνειρο του Οδυσσέα”
Εκδόσεις Μεταίχμιο
2011
 
            Η γενιά του Πολυτεχνείου: κάποτε ήρωες, τώρα δακτυλοδεικτούμενοι αριβίστες. Και όχι μόνο οι πολιτικοί που σκαρφάλωσαν στα έδρανα της Βουλής με τα εύσημα της αντιστασιακής δράσης-τους, αλλά και πολλοί άλλοι που δεν προβάλλουν στις τηλεοπτικές οθόνες αντιπαρήλθαν γρήγορα την αριστερή-τους ιδεολογία και τη φτώχια, ορθοπόδισαν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και την εκσυγχρόνισαν προσαρμόζοντάς-την στη ζωή-τους. Αντί να οδηγήσουν την κοινωνία στο ύψος της ιδεολογίας-τους, στένεψαν τη χώρα στο συμφέρον-τους και καλούπωσαν θεσμούς και νοοτροπίες στα δικά-τους όνειρα για αναρρίχηση.
            Ο Καραγιάννης είναι λίγο μικρότερος απ’ αυτήν τη γενιά, αν και οριακά μπορεί να συμπεριληφθεί σ’ αυτή, καθώς γεννήθηκε το 1958. Έτσι, είτε κατηγορεί τους συνομηλίκους-του είτε επιχειρεί να ξεσκεπάσει το φαύλο κύκλο της μεταδικτατορικής Ελλάδας, που στηρίχτηκε στους κάπως μεγαλύτερούς-του πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι πετσόκοψαν τις δάφνες-τους για να φτιάξουν το λαχταριστό στιφάδο ημών …το επιούσιον.
            Ο συγγραφέας επιλέγει, ανάμεσα σε πολλά πιθανά πεδία, τον χώρο του πανεπιστημίου και γράφει ένα campus novel, για να εντάξει τον κεντρικό χαρακτήρα-του, τον καθηγητή και αντιπρύτανη Στέφανο Δενδρινό. Ο Δενδρινός ενσαρκώνει τον νεαρό αντιχουντικό που εισήλθε στο πανεπιστήμιο, ανήλθε σταδιακά τις βαθμίδες, κατέλαβε θέσεις-κλειδιά, βόλεψε τη σύντροφό-του και άλλους καλούς φίλους, συμμετείχε στη διοίκηση και εντέλει δεν απέφυγε τον πειρασμό να κερδίσει χρήματα από τη συμμετοχή-του σε επιτροπές που χειρίζονταν τα οικονομικά του πανεπιστημίου και τις αναθέσεις έργων σε φερέγγυες εταιρίες, πάντα με το αζημίωτο. Στην κορυφή της πυραμίδας φωτίζεται το σκάνδαλο, για το οποίο πλέον κατηγορείται, μέχρι που η δολοφονία-του απλώνει το δίχτυ των διαπλεκόμενων σε πολλούς που τον περιστοίχιζαν. Ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής αναλαμβάνει να γράψει τη βιογραφία-του διατρέχοντας εν τάχει τη ζωή-του ως τις κρίσιμες μέρες οπότε ο Δενδρινός πέρασε τον Ρουβικώνα προς την πλούσια ζωή.
            Τα ποικίλα σκάνδαλα που έχουν κατά καιρούς αποκαλυφθεί στη διοίκηση των πανεπιστημίων με παραγγελίες τζακούζι και με υπεξαίρεση εκατομμυρίων ευρώ αποτελούν και τη βιτρίνα σε ένα έργο που δεν θέλει να μιλήσει για τα πανεπιστήμια αυτά καθαυτά. Γι’ αυτό παρουσιάζει την κορυφή του παγόβουνου και όχι το μεγάλο σώμα των δολοπλοκιών και της ευνοιοκρατίας, όσο κι αν απόηχοί-τους ακούγονται σποραδικά, που οδηγούν από τη μία μικρή παρανομία στην άλλη μεγάλη, με το δέλεαρ της εξουσίας και την πίστη ότι στη διεφθαρμένη Ελλάδα κανείς δεν θα ασχοληθεί με αυτές. Πιο πολύ ο πανεπιστημιακός χώρος αποτελεί το πρόσφορο έδαφος, προκειμένου να συζητηθεί η χρεοκοπία των τριανταπέντε χρόνων που μεσολάβησαν ανάμεσα στη αισιοδοξία της αποκατάστασης της Δημοκρατίας και την ψευδαίσθηση ότι ιδέες και πολιτική υπάρχουν για να στηρίζουν την ευδαιμονιστική ευτυχία-μας.
            Κι εκεί που ο αναγνώστης αμφιταλαντεύεται ως προς την αξία του μυθιστορήματος, εκεί που παρακολουθεί τον ενσαρκωτή της αλλαγής από τον ηρωισμό στον αμοραλισμό, η αφήγηση αλλάζει και μεταφέρεται στο μεσοπόλεμο, όπου ο παππούς του Δενδρινού και ο παππούς του ανταγωνιστή-του Σκαρλάτου έχουν τη δική-τους έριδα. Οι αγώνες των καπνεργατών, οι απεργίες και οι απεργοσπάστες, ο κομμουνιστικός δάκτυλος στις κινητοποιήσεις και οι εθνικόφρονες που τον βλέπουν ως εθνικό κίνδυνο, οι καταδόσεις, οι βιαιοπραγίες και οι συλλήψεις, φόνοι στο παρασκήνιο κλπ. Το έργο αποκτά ιστορική διάσταση και μένει να φανεί τι σχέση έχουν όλα αυτά με το παρόν.
            Ο βασικός άξονας στηρίζεται πάνω στη δολοφονία του Δενδρινού, την οποία ξέρουμε εξ αρχής, και όλα τα άλλα, ιδεολογικά, ιστορικά, πανεπιστημιακά οργανώνονται στην προσπάθεια του δημοσιογράφου Οδυσσέα να ανακαλύψει την άκρη του νήματος για τον θάνατο του φίλου-του.
από το
www.byzantinemuseum.gr
            Το τελικό αποτέλεσμα δεν καταξιώνει ούτε το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα, ούτε το αστυνομικό, ούτε το ιστορικό. Ο Καραγιάννης στην προσπάθειά-του να χωρέσει πολλά και να προεκτείνει τις ιδεολογικές-του ανησυχίες προς πάσα κατεύθυνση πέφτει σε μια συνηθισμένη παγίδα. Αφενός κόβει το έργο-του σε τρία μέρη (πανεπιστημιακές ίντριγκες, ιστορικοκοινωνικές περιπέτειες και αναζήτηση ενός χαμένου Κώδικα του ψευδο-Διονυσίου), με αποτέλεσμα να διαβάζουμε τρία ανεπαρκώς συνδεδεμένα αφηγήματα. Αφετέρου, και εξαιτίας του προηγούμενου, το μυθιστόρημα αλλάζει κάθε τόσο πεδίο δράσης, κάνει απότομες καμπές και τέλος πάσχει στην οργάνωση αυτών των ιστοριών σε μια κοινή αφηγηματική γραμμή.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, December 17, 2011

“21 ιστορίες και Το κοράκι” του Edgar Allan Poe

Το κλασικό αντέχει όχι επειδή διδάσκεται και αναμασάται, αλλά επειδή διαβάζεται με προθυμία χρόνια και αιώνες μετά τη συγγραφή-του. Κάτι τέτοιο σημαίνει απλά ότι μπορεί να προσαρμόζεται στις αναγνωστικές συνθήκες κάθε εποχής.
American without sugar:
Edgar Allan Poe
“21 ιστορίες και Το κοράκι
ανθολ. - μετ. – σημειώσεις: Κ. Σχινά
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Μέσα στον 19ο αιώνα όπου ο ρομαντισμός σταδιακά υπoχωρούσε, και επέλαυνε, άλλοτε δρομαίος κι άλλοτε φιδοσέρνοντας, ο ρεαλισμός, μέσα στον αιώνα του θετικισμού και της επιστήμης, ο Αμερικανός συγγραφέας Edgar Allan Poe άνοιγε τις στρόφιγγες για είδη και τρόπους γραφής που έμελλαν να τον καταξιώσουν στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και λέω κάτι τέτοιο όχι από σεβασμό στη μουσειακή αξία του έργου-του, αλλά από πραγματικό δέος μπροστά στην ποικιλία, τη φαντασία, τη δουλεμένη πλοκή, την ψυχολογική εμβάθυνση, τη δύναμη της σκέψης κ.ο.κ. που συνάντησα τόσο σε ένα τευχίδιο με τέσσερα διηγήματά-του, που είχα συζητήσει προ καιρού, όσο και τώρα, σ’ αυτόν τον τόμο με σοφά ανθολογημένα και προλογισμένα από την Κατερίνα Σχινά κείμενα που αξίζει να έχει ο οποιοσδήποτε στη βιβλιοθήκη-του.
            Η συγγραφική-του διάνοια απλώνεται καταρχάς σε ιστορίες τρόμου, που θα ονομάζονταν σήμερα θρίλερ, όχι όμως με τη φτηνή αιματόεσσα εικονοποιία του Χόλυγουντ αλλά με την υπαρξιακή, εσωτερική, βαθιά εισελθούσα και ατμόσφαιρα που χτυπά τις χορδές βαθύτερων αισθημάτων ρίγους. Η καρδιά του νεκρού και θαμμένου κάτω από τα ξύλα του πατώματος παππού χτυπάει ακόμα και τρελαίνει τον γιο που τον σκότωσε: μια τέτοια ευφυής ιδέα, που αρδεύει το “Μαρτυριάρα καρδιά”, είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ψυχολογικής εμβέλειας που τα ποεϊκά διηγήματα τρόμου διοχετεύουν στον αναγνώστη.
            Τα έργα-του από την άλλη που σχετίζονται με το φανταστικό έχουν τις ρίζες-τους στο ρομαντικό κίνημα, καθώς ωραίες δεσποσύνες, μεταφυσικά όντα και κλίμα, μοιραίοι έρωτες και συναισθηματικές εξάρσεις στα όρια της τρέλας διαποτίζουν αυτά τα κείμενα. Αντίθετα, τα διηγήματα μυστηρίου, θα μπορούσαμε σήμερα να τα ονομάσουμε αστυνομικά, βασίζονται φαρδιά πλατιά στη Λογική, στη Φιλοσοφία και στην Επαγωγή ως νοητικούς δρόμους από τους οποίους η παρατήρηση και η συνδυαστική ικανότητα οδηγούν απαρέγκλιτα στην επίλυση του μυστηρίου. Ο Πόε, παιδί της εποχής-του, πιστεύει στη δύναμη του νου και στις ατελείωτες δυνατότητες που έχει να μετατρέψει τα απλά αισθητηριακά ερεθίσματα σε συλλογισμούς, που θα εξηγήσουν τις δολοφονίες της Οδού Μοργκ (τύπος αφήγησης του κλειστού δωματίου: ποιος είναι ο δράστης σε ένα έγκλημα που διαπράχθηκε σε κλειστό δωμάτιο;), την εξαφάνιση της Μαρί Ροζέ και πού είναι το κλεμμένο γράμμα, το οποίο είναι φανερά τοποθετημένο σε πλήρη αντίθεση με την κρυψίνου αντίληψη της αστυνομίας. Ο Πόε ανοίγει δρόμους στην αστυνομική αφήγηση εγκαθιστώντας το δόγμα πάνω στο οποίο θα στηριχτεί η μεσοπολεμική αγγλοσαξονική γραφή. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται τα διηγήματα περιπέτειας και επιστημονικής φαντασίας. 
            Ο Πόε μπορεί να δελεάσει τον σύγχρονο αναγνώστη γιατί είναι ακόμα επίκαιρος και διαχρονικά παρών.
[Πρωτοδημοσεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 14, 2011

Βραβεία Λογοτεχνίας 2011 (για βιβλία που δημοσιεύτηκαν το 2010)

Κανονικά τέσσερις είναι οι φορείς που έχουν καθιερώσει ένα βραβείο για τη λογοτεχνική παραγωγή κάθε έτους, καθένας με διαφορετικά κριτήρια και όρους διεξαγωγής. Δυστυχώς τα Κρατικά Βραβεία τα οποία απ’ όσο ξέρω ακόμα δεν έχουν ανακοινώσει τίποτα (νομίζω στις αρχές του 2012 θα βραβεύσουν το 2010!) έχουν αρκετά απαξιωθεί και έχω διαβάσει πολλά για την αναξιοπιστία-τους, τη διαπλοκή, τα αλισβερίσια, τις παρεμβάσεις κ.ο.κ. Από εκεί και πέρα το περιοδικό «Διαβάζω», το περιοδικό «Δέκατα» και το ΕΚΕΒΙ με το βραβείο αναγνωστών συντάσσουν βραχείες λίστες και μετά εκδίδουν το τελικό αποτέλεσμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το μυθιστόρημα, για το οποίο έχουμε και από τους τρεις φορείς πλήρη λίστα και βραβείο στο πρώτο:


Φορέας
Βραχεία λίστα
περιοδικό Διαβάζω

- Κώστας Ακρίβος, "Ποιος θυμάται τον Αλφόνς" (Μεταίχμιο)
-Λένα Διβάνη, “Ένα πεινασμένο στόμα” (Καστανιώτης)
-Μάρω Δούκα, "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" (Πατάκης)
-Τάκης Θεοδωρόπουλος, "Το ξυπόλυτο σύννεφο" (Ωκεανίδα)
-Ιωάννα Καρυστιάνη, “Τα σακιά"
(Καστανιώτης)
-Θωμάς Κοροβίνης, "Ο γύρος του θανάτου"
(Άγρα)
-Γιάννης Μακριδάκης, "Ήλιος με δόντια"
(Εστία)
-Αμάντα Μιχαλοπούλου, "Πώς να κρυφτείς"
(Καστανιώτης)
-Σοφία Νικολαΐδου, "Απόψε δεν έχουμε φίλους" 
(Μεταίχμιο)
-Μιλτιάδης Β. Χατζόπουλος, "Ο περατικός"
(Εστία)

Επιτροπή
Ευριπίδης Γαραντούδης
Αλέξης Ζήρας
Κώστας Καρακώτιας,
Κατερίνα Κωστίου, Χριστίνα Ντουνιά, Μανώλης Πιμπλής
Λίζυ Τσιριμώκου
Athens Prize for Literature (περιοδικό Δέκατα)

-Ελένη Γιαννακάκη, “Σναφ” (Εστία)
-Θεόδωρος Γρηγοριάδης, “Ο παλαιστής και ο δερβίσης” (Πατάκης)
-Ιωάννα Καρυστιάνη, “Τα σακιά” (Kαστανιώτης)
-Βαγγέλης Κούτας, “Μια χαραμάδα φως” (Ψυχογιός)
-Ανδρέας Μήτσου, “Ο αγαπημένος των μελισσών” (Καστανιώτης)
-Κώστας Μουζουράκης, ”Φίδια στον σκορπιό” (Καστανιώτης)
-Σοφία Νικολαΐδου, ”Απόψε δεν έχουμε φίλους” (Μεταίχμιο)
-Κλαίτη Σωτηριάδου, “Μπονζάι” (Κέδρος)
-Μισέλ Φάις, “Πορφυρά γέλια” (Πατάκης)
-Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης, ”Αστοχία υλικού” (Μεταίχμιο)

Επιτροπή
Κατερίνα Ζαρόκωστα, Αχιλλέας Κυριακίδης, Γιώργος Μπράμος, Ντίνος Σιώτης,
Χρύσα Σπυροπούλου
Βραβεία Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ

-Μάρω Βαμβουνάκη, “Ο ερωτευμένος Πολωνός”, (Ψυχογιός)
- Μιχάλης Γεννάρης, “Πρίγκιπες και δολοφόνοι”, (Ίνδικτος)
-Θεόδωρος Γρηγοριάδης, “Ο παλαιστής και ο δερβίσης”, (Πατάκης)
-Μάνος Ελευθερίου, “Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα”, (Μεταίχμιο)
-Ισίδωρος Ζουργός, “Ανεμώλια”, (Πατάκης)
-Νίκος Θέμελης, “Η συμφωνία των ονείρων”, (Μεταίχμιο)
-Ιωάννα Καρυστιάνη, “Τα σακιά”, (Καστανιώτης)
-Θωμάς Κοροβίνης, “Ο γύρος του θανάτου”, (Άγρα)
-Γιάννης Μακριδάκης, “Η άλωση της Κωσταντίας”, (Εστίας)
-Πέτρος Μάρκαρης, “Ληξιπρόθεσμα δάνεια”, (Γαβριηλίδης)
-Αμάντα Μιχαλοπούλου, “Πώς να κρυφτείς”, (Καστανιώτης)
-Ιωάννα Μπουραζοπούλου, “Η ενοχή της αθωότητας”, (Καστανιώτης)
-Χίλντα Παπαδημητρίου, “Για μια χούφτα βινύλια”, (Μεταίχμιο)
-Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, “Κι όμως ανθίζει…”, (Μεταίχμιο)
-Μιχάλης Φακίνος, “Η έρημος έρχεται”, (Καστανιώτης)

Επιτροπή
Λέσχες βιβλίων και ανώνυμοι αναγνώστες


Η λίστα με αλφαβητική σειρά:

 
-Κώστας Ακρίβος, "Ποιος θυμάται τον Αλφόνς" (Μεταίχμιο)
-Μάρω Βαμβουνάκη, “Ο ερωτευμένος Πολωνός”, (Ψυχογιός)
-Μιχάλης Γεννάρης, “Πρίγκιπες και δολοφόνοι”, (Ίνδικτος)
-Ελένη Γιαννακάκη, “Σναφ” (Εστία)
-Θεόδωρος Γρηγοριάδης, “Ο παλαιστής και ο δερβίσης” (Πατάκης)   [2]
-Λένα Διβάνη, "Ένα πεινασμένο στόμα" (Καστανιώτης)
-Μάρω Δούκα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" (Πατάκης)
-Μάνος Ελευθερίου, “Πριν απ’ το ηλιοβασίλεμα”, (Μεταίχμιο)
-Ισίδωρος Ζουργός, “Ανεμώλια”, (Πατάκης)
-Νίκος Θέμελης, “Η συμφωνία των ονείρων”, (Μεταίχμιο)
-Τάκης Θεοδωρόπουλος, "Το ξυπόλυτο σύννεφο" 
(Ωκεανίδα)
-Ιωάννα Καρυστιάνη, “Τα σακιά” (Kαστανιώτης)                       [3]
-Θωμάς Κοροβίνης, "Ο γύρος του θανάτου" (Άγρα)                   [2]
-Βαγγέλης Κούτας, “Μια χαραμάδα φως” (Ψυχογιός)
-Γιάννης Μακριδάκης, “Η άλωση της Κωσταντίας”, (Εστίας)
-Γιάννης Μακριδάκης, "Ήλιος με δόντια"
, (Εστία)
-Πέτρος Μάρκαρης, “Ληξιπρόθεσμα δάνεια”, (Γαβριηλίδης)
-Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, “Κι όμως ανθίζει…”, (Μεταίχμιο)
-Αμάντα Μιχαλοπούλου, “Πώς να κρυφτείς”, (Καστανιώτης)  [2]
-Ανδρέας Μήτσου, “Ο αγαπημένος των μελισσών” (Καστανιώτης)
-Κώστας Μουζουράκης, ”Φίδια στον σκορπιό” (Καστανιώτης)
-Ιωάννα Μπουραζοπούλου, “Η ενοχή της αθωότητας”, (Καστανιώτης)
-Σοφία Νικολαΐδου, ”Απόψε δεν έχουμε φίλους” (Μεταίχμιο)             [2]
-Χίλντα Παπαδημητρίου, “Για μια χούφτα βινύλια”, (Μεταίχμιο)
-Κλαίτη Σωτηριάδου, “Μπονζάι” (Κέδρος)
-Μισέλ Φάις, “Πορφυρά γέλια” (Πατάκης)
-Μιχάλης Φακίνος, “Η έρημος έρχεται”, (Καστανιώτης)
-Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης, ”Αστοχία υλικού” (Μεταίχμιο)
-Μιλτιάδης Β. Χατζόπουλος, "Ο περατικός" (Εστία)


Μερικά στατιστικά:
1.      Τα μυθιστορήματα που συνολικά κρίθηκαν άξια να συμπεριληφθούν σε μία εκ των βραχείων λιστών είναι 29.
2.      Και στις τρεις λίστες βρέθηκαν «Τα Σακιά» της Ι. Καρυστιάνη, ενώ σε δύο τα: “Πώς να κρυφτείς” της Α. Μιχαλοπούλου, “Ο παλαιστής και ο δερβίσης” του Θ. Γρηγοριάδη, , "Ο γύρος του θανάτου" του Θ. Κοροβίνη και ”Απόψε δεν έχουμε φίλους” της Σ. Νικολαΐδου.
3.      Τελικά το «Διαβάζω» έδωσε το βραβείο στα «Σακιά» της Ι. Καρυστιάνη, τα «Δέκατα» βράβευσε το ”Απόψε δεν έχουμε φίλους” της Σ. Νικολαΐδου και το ΕΚΕΒΙ, δηλαδή οι αναγνώστες, τα “Ανεμώλια” του Ισίδωρου Ζουργού.
4.      Αν τα βραβεία είναι μια πλευρά της περιγραφής ενός έτους, έχουμε σε σύνοψη τα στοιχεία του 2010, όπως διαμορφώθηκαν από κριτικούς, συγγραφείς και αναγνώστες.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 12, 2011

“Οικογενειακά εγκλήματα” του Νεοκλή Γαλανόπουλου

Σπαζοκεφαλιά που πλέον περιμένεις υπομονετικά ή ανυπόμονα να λυθεί είναι η κλασική συνταγή της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αν δεν αναζητάς πολύ περισσότερα, ο Γαλανόπουλος σου σερβίρει τρεις πολύπλοκες ιστορίες, στις οποίες δεν χάνεσαι αλλά μπαίνεις σταδιακά στο μεδούλι και το τρως μέχρι το τέλος.
Νες πικρός:
Νεοκλής Γαλανόπουλος
“Οικογενειακά εγκλήματα”
εκδόσεις Τόπος
2011

            Από τα προηγούμενα βιβλία-του θεωρούσα τον Νεοκλή Γαλανόπουλο πολύ έξυπνο συγγραφέα, ιδιότητα που χρειάζεται κανείς όταν γράφει κλασική αστυνομική λογοτεχνία. Στην “Παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού” ο πεζογράφος διαβλέπει ότι έχουν εξαντληθεί όλοι οι κλασικοί τρόποι φόνου και όλοι οι πιθανοί και απίθανοι τρόποι σύλληψης του δράστη και γι’ αυτό οδηγεί την υπόθεση στα άκρα. Σε ανάλογο μήκος κύματος στο “Θάνατος από το πουθενά” στήνει ένα ακόμα τέχνασμα, προκειμένου να εξωθήσει τον αναγνώστη έξω από τα αναμενόμενα. Η συγγραφική-του επινοητικότητα ως τώρα έπαιζε με τους όρους του είδους και προσπαθούσε εκ των ένδον να το αλώσει. Αυτές-του οι προσπάθειες ωστόσο αντί να ανανεώνουν το αστυνομικό μυθιστόρημα προδίδουν πιο καθαρά τον κορεσμό-του, τουλάχιστον ως προς τις αφηγηματικές αλχημείες που επιστρατεύονταν από τους πεζογράφους ώστε να αιφνιδιάσουν τον αναγνώστη.
            Στο παρόν τρίτο στη σειρά έργο μυστηρίου που γράφει αλλάζει ελαφρά ρότα. Η εξυπνάδα-του δεν διοχετεύεται μόνο στην επινόηση μιας νέας καλοστημένης εγκληματικής ενέργειας που θα οδηγήσει και σε μια ευφυή αποκάλυψή-της στο τέλος, αλλά σε μια πιο ραφινάτη αναγωγή του είδους σε άλλο επίπεδο με τη χρήση ψυχολογικών και πολιτικών όρων.
            Το πρώτο μέρος αφορά στην προσπάθεια τριών αδελφών (δύο ανδρών και μιας γυναίκας) να διερευνήσουν γιατί αυτοκτόνησε ή μάλλον πώς δολοφονήθηκε ο ναρκομανής αδελφός-τους. Η ιστορία απλώνεται σαν σταγόνα από το πτώμα και το δωμάτιο του νεκρού στις ζωές των τριών αδελφών και στις κρυψίνοες σκέψεις-τους, οι οποίες σταδιακά αποκαλύπτονται σε διαλόγους των δύο. Έτσι μαθαίνουμε ότι ο καθένας από αυτούς υποπτεύεται για διαφορετικούς λόγους τους άλλους δύο κι, όταν ο ένας ενώπιον του άλλου ανοίγουν τα χαρτιά-τους, φανερώνεται μια διαρραγείσα οικογένεια που δεν χαρακτηρίζεται από αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση. Στο τέλος πείθονται ότι μάλλον ο νεκρός αυτοκτόνησε και όλοι καταλαβαίνουν πλέον γιατί…
            Στο δεύτερο μέρος η δολοφονία της συζύγου του αρχηγού ακροδεξιού κόμματος και έπειτα το δυστύχημα στο οποίο περιέπεσε η αδελφή-του εξιχνιάζονται από τον αρμόδιο αστυνόμο. Αφού αποκλείσει τη ληστεία ή τις ιδιωτικές διαφορές, καταλήγει στον δράστη, που κινήθηκε στο πλαίσιο των πολιτικών εκβιασμών και γι’ αυτό δεν επιβίωσε εντέλει από τις υπόγειες διαδικασίες εκκαθάρισης. Η λύσσα όμως του αστυνόμου κορυφώνεται όταν αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να αποκαλύψει όσα βρήκε ακριβώς επειδή η πολιτική είναι διαπλοκή, οι παρασκηνιακοί νόμοι είναι απηνείς, η αστυνομία, το πολιτικό σύστημα, η δικαιοσύνη ίσως κ.ο.κ. βρίσκονται σε μια αλληλεξάρτηση που δεν επιτρέπει τις καθαρές λύσεις.
            Το τρίτο μέρος στήνεται πάνω στη βάση του “φόνο σε κλειστό δωμάτιο” και έχει αυτοαναφορικό χαρακτήρα, αφού ένας συγγραφέας εξιστορεί πώς σκοτώθηκε η μητέρα-του μέσα στην κλειστή κουζίνα, πώς σκοτώθηκε ο αδελφός του πατέρα-του και επινοεί ένα καλό σενάριο, κατά το οποίο όλα αποδεικνύονται ενδοοικογενειακά εγκλήματα.
            Η ποιότητα της γραφής του Γαλανόπουλου φαίνεται πλήρως στο πρώτο κείμενο, όπου ο συγγραφέας δεν μένει στην αρτίωση της πλοκής, αλλά δίνει το οικογενειακό και ψυχολογικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναζητούνται από τον αναγνώστη τα αίτια της αυτοκτονίας και όχι ο πιθανός δολοφόνος. Το δεύτερο και το τρίτο κείμενο επανέρχονται σε μια πιο κλασική εκδίπλωση της ιστορίας ως αινίγματος του οποίου αναζητείται η λύση και ο Γαλανόπουλος επιμένει στον ευφυή γρίφο και στην αφηγηματική ανάπτυξή-του.
Προβληματίστηκα πολύ και ομολογώ δεν έβγαλα άκρη με τον χαρακτηρισμό του έργου ως “μυθιστορήματος μυστηρίου”, γραμμένο στο εσώφυλλο του βιβλίου. Και προβληματίστηκα γιατί εγώ βλέπω τρία ανεξάρτητα μεταξύ-τους διηγήματα (ή νουβέλες;), που ναι μεν έχουν ως βάση τα οικογενειακά εγκλήματα του τίτλου αλλά δεν συστήνουν μια ενιαία αφήγηση για να τιτλοφορηθούν «μυθιστόρημα». Πιθανές εξηγήσεις; α) η βάση της ενδο-οικογενειακής εγκληματικότητας διαρθρώνει και τα τρία κείμενα κι αυτό λειτουργεί στο μυαλό του συγγραφέα ως δομικός άξονας, β) κατά το πρότυπο των «Τριών ελληνικών μονόπρακτων» του Θανάση Βαλτινού ο Γαλανόπουλος υποβάλλει την ιδέα μιας συνέχειας από μέρος σε μέρος [ναι, αλλά ποιας;], γ) σε μια εποχή όπου το διήγημα υπολείπεται σε σχέση με το μυθιστόρημα, είναι πιο ελκυστικό να νομίσει ο αναγνώστης ότι θα διαβάσει μια πολυσέλιδη ιστορία παρά τρεις μικρές. 
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, December 10, 2011

“Νέμεσις” του Jo Nesbø

Τι μπορεί να δείξει το βίντεο από τη ληστεία μιας τράπεζας; Τι μπορεί να συμπεράνουν οι αρμόδιοι αστυνόμοι για το προφίλ του δράστη; Και πώς μια αυτοκτονία αποδεικνύεται γρήγορα ότι είναι φόνος;

Κορτάδο:
Jo Nesbø
Sorgenfri
Aschehoug & Co
2002
“Νέμεσις”
μετ. Γ. Αρβανίτη
εκδόσεις Μεταίχμιo
2011
 
            Είναι γνωστό ότι οι Σκανδιναβοί έχουν δημιουργήσει μια αξιοσέβαστη παράδοση στο αστυνομικό μυθιστόρημα, καθώς γράφουν ογκωδέστατα έργα στα οποία η πλοκή, χωρίς να κάνει κοιλιά, προχωρά με σωστές συνάψεις, ενώ δεν λείπουν και οι ψυχολογικές καταβάσεις στον τρόπο σκέπτεσθαι και αισθάνεσθαι των προσώπων.
            Ο Nesbo ακολουθεί τα ίδια μονοπάτια και στήνει ένα κλιμακωτό έργο, όπου η αλληλουχία έως τη διαλεύκανση είναι πάντα προσεκτικά δομημένη. Πριν όμως εξηγήσω πώς διάβασα το κείμενο, σε ποια σκαλιά βρήκα πατήματα για να περάσω, θα ήθελα να σταθώ σε δύο άλλα χαρακτηριστικά. Αφενός, η ψυχολογία αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα αναζήτησης του ενόχου, αφού το ψυχολογικό προφίλ με εξειδικευμένους αστυνόμους και πεπειραμένους ψυχολόγους είναι αναγκαίο για να γίνει αντιληπτή η όλη-του προσωπικότητα και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο οργανώνει τις ληστείες, ο τρόπος με τον οποίο δρα, το «γιατί» του φόνου κ.ο.κ., στοιχεία που θα οδηγήσουν με πιο ασφαλή βήματα στην ανακάλυψή-του. Αφετέρου, η αρχή του μυθιστορήματος ξαφνιάζει γιατί βλέπεις τη δράση κι έπειτα ανακαλύπτεις ότι είναι η κάμερα ασφαλείας της τράπεζας που σου τη δείχνει. Ανακαλύπτεις πώς ο αστυνόμος παρακολουθεί την κάμερα, η οποία παρακολουθεί τον δράστη, για να μπεις στην οπτική γωνία αλά ρώσικη κούκλα όπου η μία περιλαμβάνει την άλλη. Βέβαια, τέτοια κολπάκια δίνονται μόνο για προδόρπιο κι ακολουθεί η συνηθισμένη ρεαλιστική αφήγηση, με λίγο κινηματογραφικό σασπένς, που δρομολογεί γεγονότα, ενδείξεις και συλλογισμούς.
            Και τώρα η πλοκή, που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια κυκλική σκυταλοδρομία, αφού οι επιμέρους υποθέσεις κλείνουν κι ανοίγουν εναλλάξ:
Gypsy Woman
1886
του Nikolay Yarosenko
1.      Ένας μασκοφόρος ληστής κτυπά τράπεζες, σε μία από τις οποίες σκοτώνει την ταμία. Την υπόθεση αναλαμβάνει, πέρα από τον ευρύτερο σχεδιασμό, ο Χάρι Χόλε και η Μπέτε Λεν. Ο πρώτος είναι ιδιαίτερος, μονόχνοτος και προπαντός μέθυσος, στοιχείο που του έχει δημιουργήσει κατά καιρούς σημαντικά προβλήματα, ενώ η δεύτερη είναι εξαιρετικά καλή στην ανάλυση των βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας.
2.      Μια τσιγγάνα η Άννε Μπέτσεν σκοτώνεται στο σπίτι-της, θάνατος που στην αρχή θεωρήθηκε αυτοκτονία. Ο Χάρι Χόλε ψάχνει άτυπα την υπόθεση, επειδή είχε περιστασιακές σχέσεις μαζί-της και παίρνει χρήσιμες πληροφορίες από τον κατάδικο Ρόσκαλ Μπάξτερ, θείο της νεκρής και μέλος κυκλώματος μαφίας που δρα στη Νορβηγία.
3.      Η υπόθεση υπ. αρίθμ. 1 επιλύεται, καθώς ο κουνιάδος της ταμία, ο Λεβ Τόρντε, συχνά ύποπτος για ληστείες τραπεζών κρίνεται ένοχος, καθώς σκότωσε την νύφη-του, επειδή τον αναγνώρισε. Οι αστυνόμοι φτάνουν ως τη Βραζιλία όπου διέμενε, για να τον βρουν εντέλει νεκρό.
4.      Στην υπόθεση υπ. αρίθμ. 2 ο Χάρι Χόλε βρίσκει τη λύση του εγκλήματος στο πρόσωπο του Άρνε Άλμπου, πλούσιου επιχειρηματία, παντρεμένου με δύο παιδιά, που ήταν εραστής της τεθνεώσας. Πριν προλάβει όμως να τον συλλάβει, ο Άλμπου βρίσκεται νεκρός με μαφιόζικο τρόπο, γεγονός που οδηγεί χωρίς αποδείξεις στον Ρόσκαλ.
Οι υποθέσεις φαίνονται ότι διαλευκάνθηκαν χωρίς κενά και ελλείψεις αλλά ακόμα το βιβλίο έχει πολλές δεκάδες σελίδες. Σταδιακά αποκαλύπτονται στοιχεία που δείχνουν πως οι υποθέσεις είναι ακόμα ανοικτές. Ο Nesbo αιφνιδιάζει τον ανυποψίαστο αναγνώστη με δύο τρικ, που είναι σεσημασμένα αλλά συχνά λειτουργούν άρτια. Αφενός, οι υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ-τους και δεν κλείνουν τόσο εύκολα όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως και αφετέρου ο ίδιος ο αστυνόμος Χόλε μπλέκεται ως κατηγορούμενος στην υπόθεση, ενώ όλοι ξέρουμε ότι ένοχος είναι ένας άλλος αστυνόμος που κινείται παρασκηνιακά και κερδίζει χρήματα από παράνομες δοσοληψίες.
Η Νέμεσις εκλαμβάνεται ως εκδίκηση και διαδοχές επεισοδίων στηρίζονται πάνω σ’ αυτήν την ερμηνεία. Τελικά, η εκδίκηση κινεί τον κόσμο ή οδηγεί τις κοινωνίες σε νόμιμη απονομή δικαιοσύνης. Το ζήτημα θίγεται αλλά μένει σε δεύτερο πλάνο κι αυτό θα μπορούσε να γίνει το κρυφό ατού που να μετατρέψει το αίνιγμα σε φιλοσοφία.
Ένα μεγάλο αστυνομικό που τρέχει γρήγορα, που ενδείκνυται για το καλοκαίρι, που μπορεί να διαβαστεί και με λιγότερη από την κατά μέσο όρο απαιτούμενη προσοχή.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος