Friday, September 15, 2006

Χυμός μήλο κεράσι

Σας παρουσιάζω ενημερωτικά μερικά από τα βιβλία που έρχονται μέσα στο φθινόπωρο:

Ο Αρ. Αντονάς, “Ο χειριστής – Οίκημα – θέατρο”, εκδ. Άγρα, η Αντ. Δημητρακάκη, “Το μανιφέστο της ήττας”, εκδ. Εστία, η Δ. Κολλάκου, “Θερμοκρασία δωματίου”, εκδ. Πατάκης και ο Χρ. Αστερίου, “Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη”, εκδ. Πατάκης είναι νέοι συγγραφείς με προοπτικές και η νέα τους εμφάνιση μας γεμίζει με προσδοκίες.

Ο Κ. Μουρσελάς, “Παλιώνουν οι άνθρωποι”, εκδ. Ελλ. Γράμματα, ο Αντ. Σουρούνης, “Το μονοπάτι στη θάλασσα”, εκδ. Καστανιώτης, ο Μ. Κουμανταρέας, “Η γυναίκα που πετάει”, εκδ. Κέδρος, ο Γ. Σκούρτης, “Μανιφέστο”, εκδ. Κέδρος, η Σ. Τριανταφύλλου, “Τα κινέζικα κουτιά”, εκδ. Πατάκης είναι από την άλλη καταξιωμένοι πεζογράφοι, των οποίων –καλώς ή κακώς- κάθε νέο βιβλίο εντάσσεται στην παράδοση που τα έργα τους έχουν δημιουργήσει και θα συζητηθούν.

Ο Σ. Σερέφας Σ., “Θα γίνω ντιζέζ”, εκδ. Μεταίχμιο και ο Π. Τατσόπουλος, “Η καλοσύνη των ξένων”, εκδ. Μεταίχμιο αναπλάθουν μυθοπλαστικά αληθινές ιστορίες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο Τ. Γουδέλης, “Οικογενειακές ιστορίες”, εκδ. Εστία, ο Τ. Πατρίκιος, “Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες”, εκδ. Κέδρος και το αστυνομικό-μαθηματικό μυθιστόρημα του Τ. Μιχαηλίδη “Πυθαγόρεια εγκλήματα”, εκδ. Πόλις, ενώ επανεκδίδεται το αστυνομικό μυθιστόρημα του Π. Νιρβάνα “Έγκλημα στο Ψυχικό”, εκδ. Ίνδικτος –ίσως το πρώτο ελληνικό-.

Από την ξενόγλωσση παραγωγή συγκρατώ προς το παρόν το έργο του E. Doctorow, “Το βιβλίο του Ντάνιελ”, εκδ. Πόλις, αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας του αμερικανικού μεταμοντερνισμού.

Από την άλλη, ξεχωρίζω μερικές μελέτες για τη λογοτεχνία, όπως ο Στ. Μάρας, “Η ξέγνοιαστη γενιά του ’30”, εκδ. Εξάντας, το δοκίμιο του Χρ. Χρυσόπουλου., “Το γλωσσικό κουτί”, εκδ. Καστανιώτης, ο Sartre, “Τι είναι λογοτεχνία;”, εκδ. Μεταίχμιο, ο Tadie, “Το μυθιστόρημα τον 20ο αιώνα”, εκδ. Τυπωθήτω και η Π. Μηλιώρη, “Εσείς, εγώ και οι λέξεις”, εκδ. Ψυχογιός.

Τέλος, μια μελέτη για τον αρχαίο κόσμο: Cl. Calame, “Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα”, εκδ. Μεταίχμιο.

Πατριάρχης Φώτιος14.9.2006

Βυζαντινός καφές

Π. Αγαπητός, "Ο χάλκινος οφθαλμός"


Ο καφές που προσφέρουμε σήμερα σχετίζεται άμεσα με το ανάγνωσμά μας: “Ο χάλκινος οφθαλμός” του Π. Αγαπητού έχει δύο χαρακτηριστικά που τον κάνουν τερπνό και ενδιαφέροντα. Αφενός το αστυνομικό μυστήριο που εξάπτει την περιέργεια για το τέλος του έργου και αφετέρου η ιστορική του βάση, τοποθετημένη στο Βυζάντιο του 9ου αιώνα, η οποία κάνει την παρουσιαζόμενη ατμόσφαιρα μαζί εξωτική και οικεία, καινοφανή και γνώριμη. Ο αξιωματούχος-ντετέκτιβ δεν έχει στη διάθεσή του τις σύγχρονες μεθόδους, αλλά μόνο την οξυδέρκειά του και τις μαρτυρίες των προσώπων. Στην αρχή δίνει την αίσθηση ότι η ανάπλαση της ιστορίας της εποχής είναι σημαντικότερο μέλημα από την υπόθεση, καθώς γεμίζει με περιγραφές -λ.χ. των ενδυμασιών- που εξασθενίζουν τη δύναμη της αφήγησης. Στη συνέχεια ή ο αναγνώστης τις συνηθίζει ή ο συγγραφέας τις περιορίζει, με θετικά αποτελέσματα για την τελική εντύπωση.

Πατριάρχης Φώτιος
12.9.2006

Χυμός πεπόνι

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ


Μία από τις ελάχιστες συναινέσεις της εγχώριας λογοτεχνικής «κριτικής» (κριτικής βεβαίως με εισαγωγικά, μια και αναφέρομαι στα –κατ’ ουσίαν– αναγνωστικά σχόλια που εμφανίζονται ως επώνυμες κριτικές στις στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων), είναι και αυτή που αφορά τους «νέους» συγγραφείς. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την προσφιλή σε όλους ιδέα, οι λιγότερο προχωρημένοι στη διαδικασία νομιμοποίησης (που –ειρήσθω εν παρόδω– μπορεί να έχουν και την ίδια βιολογική ηλικία με τους λεγόμενους «καθιερωμένους») αρνούνται a priori αυτό που είναι και αυτό που κάνουν οι συγγραφείς των προηγούμενων «γενεών» και αγωνιούν να τινάξουν από επάνω τους κάθε συγκαταβατικό σημάδι «λογοτεχνικής γήρανσης» που θα τους κατέτασσε στους «συμβιβασμένους». Από την άλλη πλευρά, οι «καθιερωμένοι» συγγραφείς δεν βλέπουν στους νέους συγγραφείς τίποτε άλλο, παρά μόνο μια γιγάντια και κενή φιλοδοξία.

Πράγματι, αυτός ο μερικά συγκρουσιακός χαρακτήρας του λογοτεχνικού χώρου δεν είναι απολύτως ψευδής. Η εισαγωγή νέων δημιουργών είναι ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους αλλάζουν οι συσχετισμοί σε κάθε χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της σκέψης. Οι νεοφερμένοι, απλώς και μόνο με την παρουσία τους (και αναλόγως με το πλήθος τους), αλλάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους συμμέτοχους του παιχνιδιού και οπωσδήποτε αξιώνουν την επιβολή ενός νέου τρόπου αξιολόγησης έργων και θέσεων.

Η επανάληψη, λοιπόν, αυτών των διαπιστώσεων δεν αποδεικνύει πόσο καίρια και επίκαιρη είναι η σκέψη των κριτικών μας, αλλά –αντιθέτως– πόσο «τεμπέλικη», κουρασμένη και κοινότοπη είναι η τρέχουσα κριτικογραφία μας, που δεν αντιλαμβάνεται (λόγω της ρηχότητας των αναγνώσεων;), δεν αισθάνεται (λόγω απουσίας αληθινού ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία;) ή ίσως δεν προλαβαίνει να αποτυπώσει (λόγω της συχνότητας και του πλήθους των δημοσιεύσεων;) ό,τι εμπνευσμένο και ενθουσιαστικό μπορεί να αντληθεί με αφορμή τη λογοτεχνία των ημερών μας.

Και το αποκαρδιωτικό στοιχείο είναι ότι αυτή η βιαστική και επιφανειακή κριτική θα μπορεί πάντοτε να επαναπαύεται στις περιστασιακές επιτυχίες της, επειδή είναι σίγουρο ότι κάθε τόσο –λόγω της κοινοτοπίας της– θα ευστοχεί στο προφανές.
Κάτια
13/9/2006

Saturday, September 02, 2006

Χυμός αχλάδι


ΔΙΑΚΟΠΗ - ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Να λοιπόν μια ένδειξη ότι οι αναγνώσεις των διακοπών μου πήγαν καλά: επέστρεψα δίχως απαντήσεις, αλλά με ανανεωμένες τις διατυπώσεις των ερωτημάτων μου. Γιατί κάθε φορά που πιάνω στα χέρια ένα βιβλίο σκέφτομαι μήπως (και με ποιον τρόπο) το νόημα μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από «πρόθεση». Μπορεί ποτέ το υποκείμενο (ο αναγνώστης, ο συγγραφέας, ο σχολιαστής) να ξέρει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η στάση και το νόημα; Και αν τούτο δεν είναι δυνατό, μπορεί τουλάχιστον να αναγνωρίσει με επάρκεια τους κανόνες για τη χρήση των λογοτεχνικών υλικών ακολουθώντας τις σημασιολογικές υποδείξεις του έργου; Και ύστερα, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια χρήσιμη διατύπωση με την οποία δυο άνθρωποι συνεννοούνται κάτω από ειδικές συνθήκες (για παράδειγμα: ένας συγγραφέας και ένας αναγνώστης), και σε μια φράση με νόημα εν γένει; Δηλαδή ποια σημασιολογία διαφοροποιεί το πεδίο της τρέχουσας, «κοινής», ομιλούμενης γλώσσας από τη λογοτεχνία που την αναπαράγει; Θέλω να πω, η επικοινωνία από πού αρχίζει; Από την παρουσία του υποκειμένου στους πολλούς / στον εαυτό του / στους άλλους; Επομένως από τη μαζικότητα / την ταυτότητα / τη διυποκειμενικότητα; Και τότε η επικοινωνία (που οπωσδήποτε προϋποθέτει έναν συμμέτοχο) είναι πράγματι μια συναίνεση (consensus) με τον λόγο του άλλου (dissensus); Και ό,τι θέλω να πω για το αντικείμενο (για το έργο) έχει πράγματι νόημα ή το νόημα προέρχεται από εμένα που το σχολιάζω και το εξηγώ;

Και να ένα δεύτερο –απότοκο- ζήτημα πάνω στη «φύση» του λογοτεχνικού: είναι η λογοτεχνία ενιαία; Ή μάλλον είναι ενιαία για όλους, και με ποιους τρόπους; Κι αν είναι, γιατί την κατακερματίζουμε; Από την άλλη, αν θα έπρεπε να οδηγηθούμε προς την ιδέα της «συνέχειας», δεν θα βρισκόμασταν άραγε αμέσως αντίθετοι προς την ίδια την ιστορία της λογοτεχνίας, καταστρατηγώντας την ενόψει μια «λογικής ενότητας»; Γιατί είναι πλέον γνωστό ότι η ιστορία δεν «προχωρά», δεν έχει «διαδρομή», αλλά διαμορφώνεται μέσα από χάσματα, ελλείψεις και διαφορές. Από την εποχή του Kant (για να εκλέξουμε ένα σημαδιακό σημείο), βλέπουμε τα κείμενα με τον ίδιο τρόπο; Μιλάμε γι’ αυτά με τον ίδιο τρόπο; Οροθετούμε με τους ίδιους κανόνες τα αναλυτικά μας εργαλεία; Έχουμε πάντοτε πεδία ομοιογενή (όπως θέλει ο Bourdieu) όπου το νέο παράδειγμα ενσωματώνεται στο προηγούμενο ή όπου το παλιό εμφανίζεται δίχως διαταράξεις; Τι ξέρουμε αλήθεια (ή μάλλον τι μπορούμε να ξέρουμε διαχρονικά) για τη γραφή, αν η λογοτεχνία αλλάζει διαρκώς ακόμα και εκείνο το παρελθόν της; Και ποιος αποφαίνεται γι’ αυτό; Ποιος κρίνει;

Η απάντηση εδώ είναι: κανείς. Η υπόθεση τότε παραπέμπεται διαρκώς εκ νέου. Η ετυμηγορία οφείλει να είναι πάντοτε εφέσιμη. Το δικαστήριο είναι και πάλι η λογοτεχνία. Μετά την διακοπή αποκαθίσταται (και εδώ βρίσκεται το οξύμωρο) μια «νέα συνέχεια». Το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο είναι «νέα» αφού κάθε φορά εξακολουθεί να είναι «συνέχεια».

Κάτια
30/8/2006



Κανταΐφι


Είχα γράψει παλαιότερα για την κατάντια των “Νέων” που έχουν δώσει βήμα σε σχετικούς και άσχετους να κρίνουν τη λογοτεχνική παραγωγή. Σήμερα θέλω να αναφερθώ στη Βιβλιοθήκη της “Ελευθεροτυπίας” της Παρασκευής η οποία ονομάζει αφιέρωμα ένα σύνολο δύο ή συχνά και ενός άρθρου: βλ. λ.χ. την Παρασκευή 10 Αυγούστου (1 άρθρο). Σήμερα έκανε το εξής αμίμητο: Αφιέρωμα στην Ιαπωνική λογοτεχνία με 2 άρθρα του ίδιου μελετητή. Την επόμενη φορά τους εύχομαι και σ’ ανώτερα, δηλαδή 3 άρθρα του ίδιου συντάκτη.

Πατριάρχης Φώτιος
18.8.2006

Λεμονάδα


Η αποκάλυψη εκ μέρους του νομπελίστα συγγραφέα Γκύντερ Γκρας του γεγονότος ότι είχε υπηρετήσει σε επίλεκτες μονάδες του Χίτλερ προκαλεί διχογνωμίες στην κοινή γνώμη για το πρόσωπό του. Ίσως η φήμη του ως πνευματικού ανθρώπου που είχε λάβει ενεργή πολιτική θέση σε ποικίλα ζητήματα της Γερμανίας αμαυρώνεται. Ως συγγραφέας όμως δεν κλονίζεται καθόλου, γιατί το έργο του είναι αποσπασμένο από την προσωπικότητά του. Τα κείμενά του πρέπει να κρίνονται αυτούσια, όπως δεν έχει σημασία το φιλοναζιστικό προφίλ του Κ. Χάμσουν ή άλλων με ακραίες ιδεολογικές θέσεις.


Πατριάρχης Φώτιος
16.8.2006