Thursday, November 16, 2006

Τσηζ κέικ

Σώτη Τριανταφύλλου

Διάβασα πως η Σώτη Τριανταφύλλου είναι πολύ θετική στην ύπαρξη ενός φιλολογικού επιμελητή στους εκδοτικούς οίκους, όχι για να διορθώνει τυπογραφικά δοκίμια, αλλά κυρίως για να συμβουλεύει τους συγγραφείς πριν από την έκδοση του βιβλίου τους. Στην ουσία ζητάει έναν κριτικό πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, ο οποίος θα μπορεί να εκφράσει μια υπεύθυνη γνώμη για το πού πάσχει, που χρειάζεται μάζεμα ή άπλωμα, πού οι διάλογοι είναι αφύσικοι κλπ. Η σκέψη της είναι πολύ προχωρημένη, δείχνει επαγγελματισμό και πως καταλαβαίνει ότι ο συγγραφέας χρειάζεται ένα επιτελείο, για να μπορέσει να οδηγήσει τις σκέψεις του προς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Και φυσικά, επειδή ο επιμελητής θα είναι σύμβουλος και θα εκφράζει μια δεύτερη γνώμη, δεν πρόκειται να καπελώσει τον δημιουργό, ο οποίος θα κάνει τις τελικές επιλογές. Μακάρι η ελληνική αγορά να φτάσει στο σημείο να παραγάγει λογοτέχνες με ταλέντο, που ξέρουν ωστόσο να το πειθαρχούν και μην το χαραμίζουν.

Πατριάρχης Φώτιος 15.11.2006

Χυμός ανανά


Σκέφτομαι ξανά ότι μέσω της γραφής, ο συγγραφέας προσπαθεί -από ενδοσκοπική οπτική γωνία- να δώσει μια (περίπλοκη) απάντηση στο (απλό) ερώτημα: «Γιατί γράφω αυτά που γράφω;». Με άλλα λόγια, ανάμεσα στ’ άλλα, μέσα στο έργο φανερώνει τις περιστάσεις που του επιτρέπουν (για μην πω: επιβάλλουν) να γράψει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, για συγκεκριμένα θέματα, και με ορισμένους περιορισμούς. Φυσικά, μια τέτοια «διάγνωση» δεν μπορεί ποτέ να είναι απλή, και γίνεται πολύ γρήγορα σαφές ότι το να σκέφτεσαι τη γραφή οδηγεί σε αντιφάσεις και λογής αδιέξοδα. Γιατί η μυθοπλαστική δουλειά χαρακτηρίζεται ακριβώς από το παράδοξο και η δημιουργική παρόρμηση του συγγραφέα είναι μυστηριώδης επειδή χειρίζεται την παραδοξότητα ως εργαλείο (αυτή είναι η θεμελιωδώς παράλογη φύση της συγγραφής). Συνεπώς, αυτό σημαίνει ότι και η ανάγνωση δεν μπορεί είναι μια «μανιακή» κατάσταση καταβύθισης, το αντίθετο μάλιστα, οφείλει να είναι μια διαδικασία καθαρά συστηματική (μολονότι αφηρημένη), που η δυσκολία της έγκειται στην ανάγκη να επινοηθούν (και εν μέρει μόνο να αναγνωριστούν) οι αφηγηματικές στρατηγικές του εκάστοτε έργου.

Τα γράφω αυτά συλλογιζόμενη αυτή τη φορά την ανεπάρκεια των αναγνωστών, που νομίζουν ότι –όπως οι πελάτες- έχουν πάντα δίκιο.


Κάτια
2/11/2006

Wednesday, November 01, 2006

Ελληνικός γλυκός

Π. Νιρβάνας, Έγκλημα στο Ψυχικό

Το μυθιστόρημα, παρόλο που γράφτηκε στη δεκαετία του 1920, έγινε ξανά επίκαιρο, καθώς συνδέθηκε με την άνθιση του αστυνομικού μυθιστορήματος από το 1995 ως σήμερα (Μάρκαρης, Μαρτινίδης, Αποστολίδης κ.λπ.). Στην προϊστορία, λοιπόν, του είδους, πριν από τον Μαρή, εντάχθηκε ο “Συμβολαιογράφος” του Ραγκαβή και το παρόν έργο του Νιρβάνα, όπως εξηγεί ο Γ. Ράγκος.

Κατ’ ουσία το “Έγκλημα στο Ψυχικό” δεν είναι σε καμμία περίπτωση αστυνομικό μυθιστόρημα, έστω κι αν έχει φόνο και άγνωστο εγκληματία. Όπως επισημαίνεται από πολλούς, η πορεία ανεύρεσης του θύτη απουσιάζει και έτσι εκλείπει ο γριφώδης δρόμος προς την επίλυση του μυστηρίου.

Ο Νιρβάνας δημιουργεί έναν Δον Κιχώτη της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όπως το έργο του Μ. Θερβάντες δεν ήταν ιπποτικό μυθιστόρημα, αλλά παρωδία του, έτσι και το “Έγκλημα στο Ψυχικό” παρωδεί τα λογοτεχνικά και κινηματογραφικά στερεότυπα της εποχής με έναν (αντι)ήρωα που επηρεάζεται από αυτά και θέλει να κερδίσει τη δόξα των κατηγορουμένων. Ο φερόμενος ως θύτης προκαλεί τη σύλληψή του για έναν φόνο που δεν έκανε και υφίσταται δεινά και εξευτελισμούς. Ο Νιρβάνας γράφει μια παρωδία για ένα είδος που δεν υπήρχε τότε στην Ελλάδα, σαν να είχε μπροστά του μια μακρά παράδοση που επιδιώκει να σατιρίσει. Σατιρίζει όμως εξίσου και τα ελληνικά ήθη, όπως τον τύπο της εποχής, την αστυνομική και δικαστική εξουσία, τη μεσοαστική και μεγαλοαστική τάξη αλλά και τον υπόκοσμο των φυλακών.

Η αξία του σήμερα είναι πολύ περιορισμένη, αν και διαβάζεται άνετα. Η γραφή του φαντάζει απλή και αφελής, σαν ένα χιουμοριστικό ρεπορτάζ που δεν ξαφνιάζει με τις αφηγηματικές του αρετές.

Πατριάρχης Φώτιος
28
.10.2006

Χυμός δαμάσκηνο

ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Η περίπτωση του Alfons Rabbe (ψευδώνυμο του Lucienne de Wieclawik).

Αποτυχημένος συγγραφέας, ξεχασμένος, αποσιωπημένος από όλους τους συγχρόνους του, μέτριος ποιητής, γεννήθηκε το 1788 στην Προβηγκία και απέτυχε σε όλα του τα εγχειρήματα. Απογοητευμένος ζωγράφος, κριτικός τέχνης χωρίς σπουδαίο ταλέντο, ερασιτέχνης μουσικός, ηθοποιός που η νότια προφορά του τον καταδίκασε στην κωμωδία, ιστορικός β΄ κατηγορίας, επαρχιώτης πολιτικός, ανώνυμος λιβελογράφος και περιθωριακός δημοσιογράφος, αυτοκτόνησε με λάβδανο το 1829 παραμορφωμένος από σύφιλη και εθισμένος στο όπιο, αφήνοντας πίσω του ένα συγκινητικό κύκνειο χειρόγραφο, απολογία της αυτοκτονίας του, με τον λογικότατο τίτλο: Λεύκωμα ενός πεσιμιστή. (Album d’un pessimiste). Έναν αιώνα αργότερα, ανακηρύχτηκε από τον Αντρέ Μπρετόν «σουρεαλιστής στον θάνατο».

Κάτια
25 Οκτωβρίου 2006