Friday, September 28, 2018

Georges Simenon, “Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του” & “Ο ένοικος”


Τα αστυνομικά και τα ψυχολογικά μυθιστορήματα του Simenon. Στα μεν, κλασική αστυνομική λογοτεχνία. Κι ο Simenon θεός σε μια κοινωνία θνητών. Κλασικός γρίφος αλλά με πολλά λογοτεχνικά στοιχεία. Αλλού επικρατεί ο πρώτος κι αλλού μας δελεάζουν τα δεύτερα. Στα δε, ο ψυχισμός του ανθρώπου και το απύθμενο αλλά λογικό βάθος του.


Georges Simenon
“Maigret et son mort”
1948
“Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του”
μετ. Α. Μακάρωφ
εκδόσεις Άγρα -2018
Georges Simenon
“Le locataire”
1934
Ο ένοικος
μετ. Α. Μακάρωφ
εκδόσεις Άγρα -2018


Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Δεν είμαι fan της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά ο Πατριάρχης Φώτιος μ’ έχει κάνει να αγαπήσω τον Simenon. Γιατί; Μα γιατί μπορώ να καταφύγω σ’ αυτόν όταν θέλω να διαβάσω κάτι ενδιαφέρον (μυστήριο) με λογοτεχνικές όμως αξιώσεις. Κάθε του βιβλίο είναι μια αγαστή ένωση έρευνας και ψυχολογίας! We love Simenon.

Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
Ένας άγνωστος άνθρωπος τηλεφωνεί, επανειλημμένα σε μια μέρα, στον Maigret, για να του πει ότι θα τον δολοφονήσουν. Κι ο αστυνόμος δεν τον θεωρεί τρελό ούτε farceur, αλλά παραδόξως τον πιστεύει. Απλώς, παρά τις προσπάθειές του, δεν καταφέρνει να τον σώσει. Ο άγνωστος ανθρωπάκος βρίσκεται τελικά νεκρός με μια μαχαιριά στην Place de la Concorde, στην καρδιά του Παρισιού.


Το ένα μαγικό που κάνει ο Simenon είναι ότι κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, όπως κάνουν τα καλά αστυνομικά. Αυτό φυσικά δεν είναι καινοφανές. Όμως ο Βέλγος συγγραφέας κάνει και άλλα… Όλοι ξέρουν τον επιθεωρητή Maigret που είναι ο φιλήσυχος αστυνόμος, ο οποίος δεν γεμίζει το μάτι. Το παίζει συχνά ανήμπορος και περιορισμένων δυνατοτήτων, για να ξεγελάσει τα θύματά του. Εδώ απολαμβάνουμε τον διάλογο με τον ανακριτή που θέλησε να τον πιέσει κι ο αστυνόμος υποκρίθηκε τον άρρωστο, τον ήρεμο άνθρωπο που κάθεται σπίτι του, αλλά απ’ την άλλη κάνει πολύπλοκους συλλογισμούς, άλλους με νόημα κι άλλους χωρίς, θολώνοντας τα νερά και αυτοσχεδιάζοντας, ώστε να παρασύρει τον άλλο στα νερά του.

Σ’ αυτή τη σκηνή αχνοφαίνεται ένα μειδίαμα στο πρόσωπο του κύριου και της κυρίας Maigret, αλλά κι οι αναγνώστες γελάμε με τον ποιοτικό τρόπο που διάλεξε ο συγγραφέας να στέλνει τα …έντομα στο στόμα του βάτραχου. Το humor φαίνεται και σε μια άλλη σκηνή, όπου ο Maigret μαζί με έναν δυο άλλους της αστυνομίας αναλαμβάνουν ένα bistro ώστε να κόψουν κίνηση και να συλλέξουν πληροφορίες για τον νεκρό πλέον ιδιοκτήτη του!

I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Από ένα σημείο και μετά όλα υποτάσσονται στον ύψιστο νόμο του αστυνομικού μυθιστορήματος που είναι η πλοκή. Όλα δηλαδή παίρνουν το χρώμα της έρευνας και γίνονται κρίκοι στην αλυσίδα της. Ο επιθεωρητής σκέφτεται το θέμα ακόμα και στον ύπνο του, συνδέει λεπτομέρειες, ξανασκέφτεται λανθάνοντα στοιχεία, διερευνά αθέατες πτυχές.

Απ’ την άλλη, “Ο ένοικος” δεν είναι αστυνομικό έργο, αλλά ανήκει στα λεγόμενα “σκληρά μυθιστορήματα”. Ξεκινά μ’ ένα έγκλημα, αλλά το βάρος δεν πέφτει στο ποιος είναι ο ένοχος, ούτε στη διαδικασία ανακάλυψής του. Ξέρουμε εξαρχής τον φονιά και τον παρακολουθούμε στην ήσυχη ζωή που προσπαθεί να ζήσει, ώστε να εξαφανιστεί και να μην τον ανακαλύψει κανείς. Θύμα ένας πλούσιος χρηματιστής από την Ολλανδία. Θύτης ο πορτογαλοεβραίος Eli Nazear, που ζούσε προηγουμένως στην Κωνσταντινούπολη. Συνένοχός του η χορεύτρια σε νυχτερινά μαγαζιά Sylvie, η οποία τον στέλνει μέχρι να κοπάσει ο ντόρος στο Charleroi, όπου η μητέρα της νοικιάζει δωμάτια. Έτσι βρίσκεται ένοικος στο σπίτι των Baron (κύριος και κυρία με την κόρη τους Antoinette) μαζί με έναν Πολωνό, τον Dobe, έναν φτωχό Πολωνοεβραίο φοιτητή, τον Moise Kaler, έναν γυναικά Ρουμάνο, τον Velasco

Η ψυχολογία των εμπλεκομένων, κυρίως του Eli που αρρωσταίνει απ’ το βάρος της δίωξης, αλλά και της Sylvie, που κυνικά δρα και μιλά στους αστυνομικούς, όπως και των άλλων ενοίκων του σπιτιού. Δυστυχώς δεν το χάρηκα, γιατί αφενός η ψυχολογία κάνει άλματα (δεν καλοεξηγείται γιατί σκότωσε, όσο κι αν το χρήμα ήταν δέλεαρ, αφού δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο) κι αφετέρου γιατί μόνη της η ψυχολογία του ενόχου δεν αρκεί για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον και ν’ αφήσει κάτι για μετά το τέλος της ανάγνωσης.



> Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά ρεπόρτερ στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ". Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς" εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ' τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με την "Τιζύ" και δημοσίευσε διηγήματα και νουβέλες σε πολλές εφημερίδες. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο "λαϊκό" του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου". Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις "Φαγιάρ" για να πάει στις εκδόσεις "Γκαλλιμάρ", όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσι δύο "Υπαγορεύσεις" του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα "Memoires intimes" (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το πρώτο από τα δύο βιβλία παρουσιάστηκε στις 13/8/2018 στην in2life.
Πάπισσα Ιωάννα



Monday, September 24, 2018

Καλοκαιρινές αναγνώσεις αστυνομικών μυθιστορημάτων:


Μάρκος Κρητικός, Ευτυχία Γιαννάκη, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Σταύρος Χριστοδούλου, Γρηγόρης Αζαριάδης

Στην παραλία όπου το μάτι δεν εστιάζει πάντα στο βιβλίο και το μυαλό πετάει απείθαρχο, ένα καλό αστυνομικό, χωρίς ίσως λογοτεχνικές αξιώσεις, συναρπάζει, ναι αυτό είναι το ρήμα, και καθηλώνει.

Μάρκος Κρητικός
“Κάνε τον σταυρό σου”
εκδόσεις Νεφέλη -2018

Ευτυχία Γιαννάκη
“Πόλη στο φως”
εκδόσεις Ίκαρος -2018

Νεοκλής Γαλανόπουλος
“Ο ιδανικός ντετέκτιβ”
εκδόσεις Καστανιώτη -2018

Σταύρος Χριστοδούλου
“Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός”
εκδόσεις Καστανιώτη -2018

Γρηγόρης Αζαριάδης
“Σκοτεινός λαβύρινθος”
Εκδόσεις Μεταίχμιο -2018



Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος
στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη
κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος
περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη":
Το καλοκαίρι ευνοεί το αστυνομικό μυθιστόρημα: στη φευγάτη ματιά σελίδες χωρίς βάθος, αλλά με γρίφους, ένταση, δράση, γρήγορες σκηνές, σκληρούς άνδρες κι ωραίες γκόμενες, noir ατμόσφαιρες, μπιτάτα σκηνικά, νύχτα και υπόκοσμο…

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει.
Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση:
Ο Μάρκος Κρητικός γράφει ένα ελληνικό noir μ’ όλα τα στερεότυπα του είδους, όπως ήρθε απ’ την Αμερική. Ήρωας ο σκληρός detective Μίλτος Οικονόμου, άυπνος εξ ιδιοσυγκρασίας, λίγο ή πολύ ρεμάλι, χωρίς ενδοιασμούς, με οξεία κρίση και καλές διασυνδέσεις. Γύρω του ο σκοτεινός κόσμος της νύχτας, τα κακόφημα bar, οι λαμπερές γκόμενες (πώς γίνεται όλες οι γυναίκες να είναι ερωτεύσιμες;), το ευκίνητο χρήμα, οι μπρατσωμένοι μπράβοι…

Αποστολή του, πληρωμένη από την πλούσια (και ωραία, αν πώς!) Φανή Δούκα, να βρει τον άνδρα της Άρη Γιάννου, ο οποίος εξαφανίστηκε ξαφνικά. Εκούσια απόσυρση ή απαγωγή; Η έρευνά του κινείται με λογικά βήματα χωρίς αφηγηματικές ακροβασίες. Κινείται στον κόσμο της νύχτας, από τον Ξανθό Άγγελο σε νυχτερινό μαγαζί μέχρι ιδιοκτήτες και νονούς του υποκόσμου. Η αλυσίδα των εξελίξεων δεν είναι χιλιομπαλωμένη.

Επειδή δεν μπορείς να απαιτείς από έναν μπάτσο να πετάει τριαντάφυλλα, επειδή δεν μπορείς να περιμένεις από έναν υδραυλικό να αλλάζει πρίζες, μείνε στη σφιχτή πλοκή, που αποζημιώνει. Η ιστορία παρά τις αβαρίες (π.χ. έμεινε ο σουγιάς στην τσέπη, όταν τον απαγάγανε) οδηγεί όλα τα στοιχεία σε ένα λογικό τέλος. Τα πρόσωπα της νύχτας έκαναν άρρητες συμμαχίες, οι μεν και οι δε άλλαξαν θέση, οι υπόνοιες που είχαν διασπαρεί έδεσαν.


Τρίτο βιβλίο της Ευτυχίας Γιαννάκη. Όλα αστυνομικά, όλα αρμοσμένα πάνω στον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο. Είχαμε διαβάσει το προηγούμενο (“Στο πίσω κάθισμα”) κι είπαμε να δούμε και το τελευταίο. Το μότο του Baudelaire “Η ζωή βρίθει αθώων τεράτων” υποδεικνύει και τον τρόπο ανάγνωσης. Οι φαινομενικά αθώοι κρύβουν άγρια κίνητρα και εξελίσσονται μέσα στη δίνη της κοινωνικής παθογένειας σε τέρατα. Η έννοια του ανθρώπου-τέρατος, του καθημερινού ανθρώπου της διπλανής πόρτας, ο οποίος όμως έχει ένα στυγερό παρασκήνιο, είναι συχνή τον τελευταίο καιρό στη λογοτεχνία μας.

Μια έγκυος γυναίκα, με καριέρα μοντέλου, δολοφονείται άγρια στη μονοκατοικία της στο Καβούρι. Ο Αστυνόμος Χάρης Κόκκινος και η ομάδα του αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα που τους φέρνει αντιμέτωπους με προσδοκίες που διαψεύστηκαν, κυκλώματα ντόπινγκ στον αθλητισμό κι έναν κύκλο βίας που ξεκινάει από τη Σερβία του 1995 για να καταλήξει στην Αθήνα του 2014. Ταυτόχρονα, ο γιος του σαρανταπεντάρη Αστυνόμου δικάζεται με κατηγορίες που δοκιμάζουν τις αντοχές του, καθώς αναζητά τις δικές του ευθύνες στα λάθη του παρελθόντος.

Καταρχάς, γυναίκα και αστυνομική λογοτεχνία; Δεν είναι σπάνιο αλλά εξακολουθεί να με εκπλήσσει, μάλλον επειδή εγώ ως γυναίκα δεν μπορώ το αίμα και την ιδέα του φόνου. Ως γυναίκα; Τέλος πάντων. Η Γιαννάκη όμως δεν είναι αιμοδιψής παρόλο που δεν λυπάται τις σκληρές σκηνές και τις θριλερικές εικόνες. Το αίμα όμως και ο φόνος είναι η κορυφή του παγόβουνου, ενώ κάτω απ’ επιφάνεια κρύβονται υποθαλάσσια κομμάτια πάγου. Πρόκειται για τα κοινωνικά αποστήματα, που πυορροούν, όλο το κρυφό πρόσωπο της κοινωνίας που ζητά χρήμα και δόξα, για τα οποία δεν ζητά να σκοτώσει.

Η Γιαννάκη χειρίζεται με σταθερό ρυθμό την υπόθεση. Από ένδειξη σε ένδειξη κι από στοιχείο σε στοιχείο λίγα έρχονται τυχαία. Ο αστυνόμος Κόκκινος, η πανταχού παρούσα travesty Τζέλα και οι άλλοι αστυνόμοι / αστυνομικοί ψάχνουν μεθοδικά, αλλά στα κενά των ερευνών βρίσκεται η ουσία που θα αποκαλυφθεί προς το τέλος του έργου.

Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος απ’ την άλλη γράφει ένα μυθιστόρημα-παρωδία των έργων του Conan Doyle Sherlock Holmes. Γράφει το μυθιστόρημα του δόκτορος Wordon ο οποίος σαν άλλος Watson καταγράφει τις σαγηνευτικές περιπέτειες του Sherwin Hobbs. Κι είναι παρωδία τόσο επειδή διακωμωδεί τους λογικούς συλλογισμούς του Holmes, αφού σήμερα αυτοί φαντάζουν εν μέρει άτοποι κι ακραίοι, όσο κι επειδή πατάει στο έργο του Doyle, αλλά παίζει με τις αφηγηματικές ατραπούς του.

Σ’ αυτό το πλαίσιο εμείς οι αναγνώστες βλέπουν λίγο λοξά την ιστορία, καθώς με το ένα μάτι βλέπουμε την κλασική ιστορία-αίνιγμα των δύο φόνων, με το άλλο κρυφοκοιτάμε με χαμόγελο την όλη διασκευή. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο doctor Mortimer, δυνατός αντίπαλος του Holmes, ενώ ο δεύτερος ήταν ο γιατρός Thorndike, που πιθανολογείται ότι αυτοκτόνησε. Η εικασία που χτίζεται είναι ότι ο γιατρός σκότωσε τον Mortimer κι έπειτα αυτοκτόνησε. Προφανώς είναι μια συγγραφική παγίδα και περιμένω να διαψευστεί σταδιακά.

Το έργο του Γαλανόπουλου ακολουθεί τη λογική του Doyle, που στηρίζεται σε σκληρούς συλλογισμούς. Αλλά πάνω σ’ αυτήν την κλασική εκδοχή του αστυνομική μυθιστορήματος, καινοτομεί στα εξής:
1.         Παίζει με τη γλώσσα και τη μετάφραση σε ένα ενδοκειμενικό παιγνίδι. Υποτίθεται ότι το έργο είναι γραμμένο στα αγγλικά και κάποιος μεταφραστής το μεταφράζει στα ελληνικά, με μερικές επισημάνσεις επί της μετάφρασης. Αυτό δίνει στο έργο ένα ίχνος αυθεντικότητας αλλά και δυνατότητες για δημιουργικές εκδοχές της μετάφρασης, όπως το “Doctor, doctor”, που δεν ξέρουμε αν είναι ονομαστική ή κλητική.
2.         Φτιάχνει έναν detective Hobbs, που παθαίνει διαλείψεις και έχει χάσει, έστω και πρόσκαιρα, την διερευνητική του ικανότητα. Αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να προχωρήσει την έρευνα και να αναγκάζεται ο Wordon να κάνει ο ίδιος μερικές γόνιμες, έστω και αδιέξοδες, εικασίες.
3.         Ο Γαλανόπουλος στα προηγούμενα έργα του (“Θάνατος από το πουθενά” ή στα “Οικογενειακά εγκλήματα”) δείχνει πόσο πεπερασμένο πλέον είναι το κλασικό αστυνομικό μυστήριο. Γι’ αυτό και εδώ επιχειρεί υπερβάσεις, όπως ότι ο Hobbs κατηγορεί συνεπαγωγικά τον εαυτό του κι έπειτα τον βοηθό του Wordon.

Εντέλει, εξακολουθώ να απορώ ποιος πλέον χαίρεται με μια τέτοια σπαζοκεφαλιά και παρακολουθεί με αγωνία την εξιχνίαση των τριών θανάτων και τις ανατροπές της. Πολύ καλογραμμένο με τους κλασικούς όρους, πολύ ευφυές στον τρόπο ναρκοθέτησης της πλοκής όπως την έχουμε συνηθίσει. Αλλά…

Ξεκινώ το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου και στις πρώτες δέκα σελίδες ενθουσιάζομαι. Ενθουσιάζομαι κυρίως με τη γλώσσα, που κεντά, με ένα ύφος που ξεφεύγει από τα συνήθη αστυνομικά, που παίρνει το κλίμα της Βουδαπέστης και φτιάχνει πίνακες.
Κι έπειτα μεταφερόμαστε στην Αθήνα 27 χρόνια μετά, δηλαδή το 2012, όταν ανακαλύπτουμε το πτώμα σε πολυκατοικία του Λυκαβηττού. Θύμα ο σχεδόν ξοφλημένος ζωγράφος Μίλτος Αδριανός, αστυνόμος ο Στέλιος Σουρούνης, που γρήγορα ξεπετά την υπόθεση με ενδεχόμενο δράστη τον Ούγγρο Jonas Kovac, και βασικό πρωταγωνιστή τον δημοσιογράφο Στράτο Παπαδόπουλο, που δεν τα παρατά αλλά ψάχνει. Εδώ η γλώσσα υποβιβάζεται ακαριαία σε μια άχρωμη, νερόβαστη δημοτική που δεν λέει και πολλά. Κι η αφήγηση παίρνει την κατιούσα, χωρίς να με κρατά σε αγωνία.

Η διερεύνηση της ζωής και του θανάτου του Αδριανού κινείται αφενός στις ράγες της αναζήτησης στοιχείων, αφετέρου με αναδρομές στη ζωή του ζωγράφου, του Παύλου Κέρου που πόζαρε ως μοντέλο του, του Jonas που ζούσε χρόνια στην Αθήνα και είχε ποινικό μητρώο κ.ο.κ. Ο Ούγγρος συνδέει το εναρκτήριο κεφάλαιο με την κύρια δράση. Κι ο πάσσαλος που δένει όλα τα επιμέρους κομμάτια είναι η ανδρική πορνεία, τη νύχτα, στα μπαρ, στις ύποπτες συναλλαγές και στα εξευτελιστικά πάρε-δώσε.

Το παρελθόν της Ουγγαρίας έρχεται τελικά να παράσχει κάλυψη, να δώσει όσα χρωστούσε και να πάρει πάνω του τις ενοχές του. Το noir του Χριστοδούλου θέλει να δώσει ατμόσφαιρα σε όσα γίνονται και να συνδυάσει το story με το κλίμα, αλλά και λόγω των φλύαρων διαστημάτων του τελικά καθιζάνει.

Δυο άγνωστοι πληρωμένοι δολοφόνοι εισβάλλουν στο αγρόκτημα της οικογένειας Μαυρονικόλα και εκτελούν το γηραιό ζεύγος, τον γιο τους, τη νύφη τους και τον πεντάχρονο εγγονό τους. Έτσι, ξεκινά το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Γρηγόρη Αζαριάδη (μετά το “Παλιοί λογαριασμοί”, το “Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου” και “Το μοτίβο του δολοφόνου”) και συνεχίζεται με την αστυνόμο Τρύπη να αναλαμβάνει την πολύνεκρη δολοφονία. Παράλληλα, η κόρη του γηραιού ζεύγους Σοφία, που έλειπε χρόνια στο εξωτερικό, παίρνει τις δικές της πρωτοβουλίες, για να βρει τους δολοφόνους;

Η ροή των γεγονότων πηγαίνει αργά, αφού περνάει μήνας για να υπάρχουν εξελίξεις, ενώ η αφήγηση προχωρά γρήγορα, αφού ο Αζαριάδης εστιάζει μόνο σε ό,τι έχει σημασία. Κι αυτό είναι προς τιμή του, καθώς στα συνηθισμένα αστυνομικά η εξιχνίαση διαρκεί μόνο μερικές μέρες. Η ροή λοιπόν μας πάει στα κυκλώματα της νύχτας, όπου κυριαρχεί το alcohol, οι φουσκωτοί, η κόκα, οι καμπύλες των γυναικών και το μαύρο χρήμα. Σταδιακά ανακαλύπτουμε τον υπόκοσμο, όχι βέβαια στην πλήρη του διάσταση αλλά σε μεμονωμένες του πτυχές, όπως έρχεται στο φως στα γυμναστήρια της μέρας και τα bar της νύχτας.

Παρέκβαση: το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι η αφήγηση της έρευνας. Για να φανεί αληθοφανές, δίνει ενδείξεις, αλλά δεν φανερώνει όλα του τα χαρτιά εξαρχής. Ο συγγραφέας παίζει πιο πολύ με τον αναγνώστη και τις αναμονές του, κάνει ανοίγματα προς αυτόν αλλά μαζί προσπαθεί να τον μπερδέψει κιόλας. Είναι δηλαδή κι ένα αφηγηματικό παιχνίδι. Τι λάθη όμως γίνονται σ’ αυτό; Σ’ αυτά φαίνονται κι οι ατέλειες ή οι σκόπιμες διαστρεβλώσεις που επιχειρεί ο συγγραφέας. Π.χ.:
1. Γιατί στην ιατροδικαστική γνωμάτευση δεν δηλώθηκε ότι η νύφη των Μαυρονικολαίων είναι έγκυος;
2. Γιατί όταν κλήθηκε στην αστυνομία η εξαφανισμένη κόρη τους, που ζούσε για καιρό στο εξωτερικό, δεν ρωτιέται γιατί τα χάλασε με τους γονείς της;
3. Πόσο εύκολα μιλάει ο μπράβος, δίνοντας το όνομα του φίλου του, ο οποίος κέρδισε πολλά σε μια μπάζα και τον ξεχρέωσε από τα χρέη του;
4. Είναι δυνατόν το περιπολικό της αστυνομίας να εμφανιστεί στον τόπο του εγκλήματος 1 λεπτό μετά την κλήση;
5. Το σκηνικό στο Κρανοχώρι έχει πολλά δεδομένα που δεν αξιοποιήθηκαν. Γιατί;
6. Στα τρία σενάρια μετά το Κρανοχώρι δεν θα χωρούσε (ως πλαστό) η συνεργασία της Μαυρονικόλα με τους Ρουμάνους, για να ξεκάνουν τον δολοφόνο (ως εικάζεται) των δικών της;

Στα συν του βιβλίου είναι η διπλή έρευνα που διεξάγει η αστυνομία και η Σοφία Μαυρονικόλα. Έτσι, από αφηγηματικής άποψης βλέπουμε μερικές φορές το ίδιο γεγονός από δύο σκοπιές, από δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Επίσης, η ραγδαία εξέλιξη, η συσσώρευση κύβων και κομματιών παζλ που δένουν λογικά μεταξύ τους, το ξήλωμα του πουλόβερ από τον μπράβο Λου βήμα βήμα έως τα υψηλά ιστάμενα κεφάλια. Στα πλην είναι σίγουρα η πολυδιάσπαση των ερευνών, καθώς δεκάδες πρόσωπα μπαίνουν και βγαίνουν από την ιστορία. Επομένως, δεν έχουμε χαρακτήρες, δεν έχουμε σμιλεμένα πρόσωπα, παρά μόνο δευτεραγωνιστές και κομπάρσους που παρελαύνουν σε έναν παζλ υπόπτων, επώνυμων και ανώνυμων.

Με κλασικούς όρους αστυνομικής λογοτεχνίας ο “Σκοτεινός λαβύρινθος” είναι ένα δυνατό μυθιστόρημα, συμπαγές και καλογραμμένο, ικανό να πυροδοτήσει πλούσιες σε ένταση αναγνωστικές ώρες. Το τέλος του αιφνιδιάζει, όπως πρέπει, η κατάληξή του είναι απρόσμενη όσο και ικανοποιητική.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη
(που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα τη κρυφή τη Δουλτσινέα):
Δυο δυνατά αστυνομικά που στηρίζονται στη δράση και στην αινιγματική υπόθεση αναζήτησης του ενόχου (Κρητικός και Αζαριάδης). Ένα πολύ καλό κοινωνικοαστυνομικό που συνδυάζει γρίφο και μύθο, δράση και προβληματισμό (Γιαννάκη). Tα προτείνω.


> Ο Μάρκος Κρητικός γεννήθηκε στη Χίο το 1968. Κατάγεται από την Τήνο και ζει μόνιμα στην Αθήνα. Σπούδασε τεχνολόγος τοπογράφος μηχανικός και εργάστηκε 3.421 ημέρες ως τραπεζικός υπάλληλος.
> Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 2000 εξέδωσε με το ψευδώνυμο Αλέκα Λάσκου το μυθιστόρημα "Χάρντκορ" που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ντένη Ηλιάδη. Το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα, με τίτλο "Στο πίσω κάθισμα" (εκδ. Ίκαρος, 2016), κέρδισε το βραβείο Public του 2017 για το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς, σύμφωνα με τις ψήφους του κοινού.
Η ιστοσελίδα της είναι: http://giannaki.com/
> Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Ασκεί "μαχόμενη" δικηγορία, κυρίως σε υποθέσεις εργατικού δικαίου, στις οποίες είχε ιδιαίτερη κλίση ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, στις περισσότερες με αντίδικο τον "μεγάλο εργοδότη", το Δημόσιο. Αγαπημένες του ασχολίες: ανάγνωση λογοτεχνίας, με προτίμηση στην αστυνομική (και δη στα whodunit), θεωρίας της λογοτεχνίας και της μετάφρασης, φιλοσοφίας, ιστορίας και λεξικών, καθώς και ο κινηματογράφος (σε όλο το φάσμα). Από μικρός σκάρωνε ιστορίες με "ντετέκτιβ" που λύνουν μυστήρια. Τα βιβλία του, "Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού" (Τόπος 2007) και το "Θάνατος από το πουθενά" (Τόπος 2008) έχουν λάβει επαινετικές κριτικές από όλους τους έγκυρους κριτικούς του είδους. Ο συγγραφέας έχει επίσης μεταφράσει το κλασικό αστυνομικό "Ο ασώματος άνθρωπος" (The Hollow Man) (Τόπος 2008) του Τζον Ντίξον Καρ. Είναι μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (Ε.Λ.Σ.Α.Λ.). Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα "Η παραλλαγή του Γιώργου Δαρσινού" (Τόπος, 2007) και "Θάνατος από το πουθενά" (Τόπος, 2008), το βιβλίο με νουβέλες "Οικογενειακά Εγκλήματα" (Τόπος, 2011) και "Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα" (Καστανιώτη, 2012). Διηγήματά του έχουν μεταδοθεί από τη ραδιοφωνική εκπομπή "Κλέφτες και Αστυνόμοι" στον 902. Έχει συμμετάσχει στους συλλογικούς τόμους διηγημάτων "Οικοεγκλήματα" (Κέδρος, 2008), "Το τελευταίο ταξίδι-Έντεκα νουάρ ιστορίες" (Μεταίχμιο, 2009), "Είσοδος Κινδύνου" (Μεταίχμιο, 2011) και "Κλέφτες και Αστυνόμοι", Ψυχογιός, 2013.
> Ο Σταύρος Χριστοδούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία, αφού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’80 τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Εργάστηκε ως διευθυντής περιοδικών στην Κύπρο και την Ελλάδα. Σήμερα ανήκει στο δυναμικό του συγκροτήματος "Ο Φιλελεύθερος", στην Κύπρο. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Hotel National" (2016), περιελήφθη στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της Κύπρου, καθώς και στην αντίστοιχη του λογοτεχνικού περιοδικού "Κλεψύδρα".
> Ο Γρηγόρης Αζαριάδης γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα. Έχει έναv γιο και μια κόρη. Είναι μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας). Το πρώτο του μυθιστόρημα "Παλιοι λογαριασμοί" εκδόθηκε το 2012. Ακολούθησαν "Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου" και "Το μοτίβο του δολοφόνου", που κυκλοφόρησαν το 2013 και το 2015, αντίστοιχα. Ο "Σκοτεινός λαβύρινθος" είναι το τέταρτο αστυνομικό του μυθιστόρημα. Λατρεύει τη γαλλική σχολή (Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ) και ιδιαίτερα το πολάρ (το ζεύγος των Σουηδών Σγιεβάλ - Βαλέε) και το κλασικό νουάρ (Ρέιμοντ Τσάντλερ).
Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, September 20, 2018

Julian Barnes, “Η μοναδική ιστορία”


Ο έρωτας ενός νέου και μιας ώριμης γυναίκας είναι πρόσφορο θέμα όχι μόνο για τις κοινωνιολογικές του διαστάσεις αλλά και για τις ψυχολογικές του προεκτάσεις.


Julian Barnes
“The Only Story”
2018

“Η μοναδική ιστορία”
μετ. Κ. Σχινά
εκδόσεις Μεταίχμιο -2018


Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Τρελαίνομαι για τον Barnes; Ή απλώς είναι ένα όνομα που προβάλλεται και με παρασύρει κι εμένα στη δίνη του; Εδώ στο Βιβλιοκαφέ έχουμε ήδη διαβάσει τα: “Ιστορία του κόσμου σε 10½ κεφάλαια” (26/2/2013) και “Πριν εκείνη με γνωρίσει” (4/6/2014).
Πάμε για το τρίτο.

Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
Το θέμα είναι ο έρωτας ενός 19άχρονου νεαρού, του Paul Richards, με μια 48άρα, την Susan McCloud, θέμα που με παρέπεμψε αμέσως σε ένα άλλο βιβλίο, κι αυτό της αγγλοσαξονικής σχολής, το “Αρχαίο φως” του John Banville. Έξι λοιπόν χρόνια μετά τον ομότεχνό του, ο Barnes τι καινούργιο έχει να πει στο μοτίβο του έρωτα με διαφορά ηλικίας;

Αυτό που αναδεικνύεται είναι όλο εκείνο το φάσμα σκέψεων και συναισθημάτων (λιγότερο) ενός νέου για τον έρωτα, τη διαφορά ηλικίας, την οικογένεια, το μέλλον, τις “διαγενεακές” σχέσεις, τη ζωή με τον άλλο. Φυσικά, ο Barnes αποδίδει τις σκέψεις ενός άπειρου νεαρού που βγαίνει από την εφηβεία και την προστασία της ανεμελιάς και αναλαμβάνει ευθύνες, ειδικά αφού μετακινούνται σε κοινό σπίτι.

Η γραφή είναι πάντα στιβαρή και κινείται συνεχώς σε υψηλή στάθμη. Διαβάζεις ένα μυθιστόρημα στο οποίο χορταίνεις καλογραμμένη αφήγηση, σταθερή γλώσσα, ομαλή πορεία των γεγονότων και των σκέψεων. Στηρίζεται στη μνήμη. Που σημαίνει ότι ο Paul αφηγείται όντας μεγάλος και παρουσιάζεται μαζί με την εξιστόρηση και τον σχολιασμό για τη δύναμη-αδυναμία της μνήμης και την επιλεκτική της συμπεριφορά, όπως και την άναρχη χρονολογικά ανασκόπηση εκείνης της περιόδου. Ωστόσο, αν δεν προσπέρασα κάτι σημαντικό, ο ενήλικος και εξ αποστάσεως αφηγητής δεν σχολιάζει τώρα τον παλιότερο εαυτό του τόσο, όσο αναπλάθει με όλες τις αβαρίες του χρόνου την τοτινή κατάστασή του.

I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Τελικά, έμεινα ανικανοποίητη, όχι εξαιτίας της αισθητικής καθίζησης. Περισσότερο η ιδέα του Barnes ένιωσα ότι ξεφούσκωσε κι ότι δεν απέκτησε αφηγηματική διάσταση μέχρι τέλους. Η ιστορία δεν οδηγεί πουθενά κι η ψυχολογική απόδοση του έρωτα δεν οδηγείται σε ένα νομοτελειακό τέλος και μια κορύφωση της δράσης.



> Γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "Metroland", εκδόθηκε το 1980. "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" (1984) (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) κέρδισε λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το βραβείο E.M. Forster. Το μυθιστόρημά του "England, England" (Μεταίχμιο, 2002) ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker το 1998, βραβείο που κέρδισε τελικά, το 2011, με το μυθιστόρημα "Ένα κάποιο τέλος" (Μεταίχμιο, 2011). Άλλα έργα του που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά: "Η ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφάλαια" (Ψυχογιός, 1992· νέα μετάφραση & έκδοση, Μεταίχμιο, 2012), "Ο σκαντζόχοιρος" (Ψυχογιός, 1993), "Περί ανέμων..." (Ψυχογιός, 1994), "Ο διανοούμενος στην κουζίνα" (Μεταίχμιο, 2004), "'Αρθουρ και Τζορτζ" (Μεταίχμιο, 2006· 2011), "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια" (Μεταίχμιο, 2008).
Πάπισσα Ιωάννα

Monday, September 17, 2018

Roberto Bolaño, “Λούμπεν μυθιστορηματάκι”


Η κοινωνία της Napoli σ’ ένα Lumpen περιβάλλον αναδεικνύει ανθρώπους του προλεταριάτου, που πασχίζουν να ξεφύγουν απ’ τη φτώχια τους. Όχι με φτωχοδιαβολικές μπαγαποντιές, αλλά με μια προσέγγιση που δεν κρατά αποστάσεις από τον ανθρώπινο παράγοντα.


Roberto Bolaño
“La novelita lumpen”
2002

“Λούμπεν μυθιστορηματάκι”
μετ. Κ. Ηλιόπουλος
εκδόσεις Άγρα -2018


Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη":
Ο Bolaño είναι μια απ’ τις αγάπες του Βιβλιοκαφέ. Από τη στιγμή που τον ανακαλύψαμε, παρακολουθούμε ό,τι μεταφράζεται, ό,τι μπορούμε να προσεγγίσουμε. Με την ίδια χαρά που διαβάσαμε το “2666” και κυρίως το “Παγοδρόμιο”.

Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση:
Το παρόν μυθιστορηματάκι διαδραματίζεται στην Ιταλία, και μάλιστα στη Napoli. Η αφηγήτρια χάνει τους γονείς της σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Έτσι, μένει με τον αδελφό της. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλέψει σε ένα κομμωτήριο. Η ζωή της δεν είναι οδυνηρή αλλά με επίπεδα συναισθήματα καταγράφει ό,τι την απασχολεί. Ώσπου μια μέρα δυο φίλοι του αδελφού της από το γυμναστήριο, μένουν για 5 μέρες στο σπίτι τους. Ύποπτο αλλά όλα τελειώνουν χωρίς καμία παρενέργεια. Η συνέχεια είναι η κορύφωση στην οργάνωση ενός εγκλήματος, καθώς η μικρή ρίχνεται δίπλα σε έναν παλιό μασίστα που τώρα είναι τυφλός. Κι αυτή μεταξύ των συνευρέσεών τους, ψάχνει το χρηματοκιβώτιό του, όπου εικάζουν πως βρίσκονται πολλά χρήματα.

Η εγκληματική αυτή απόπειρα δεν έχει σημασία. Περισσότερο την προσοχή μου κερδίζει το όλο πλαίσιο που οδήγησε δυο-τέσσερα νέους να στραφούν σε μια τέτοια πράξη. Χωρίς γονείς, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, παραίτηση από το σχολείο, οικονομική ένδεια σε πολύ μεγάλο βαθμό, περιβάλλον κομμωτηρίου η μία, περιβάλλον γυμναστηρίου ο άλλος, κι όλα αυτά στη Νάπολη, που είναι ίσως χαρακτηριστικό πόλης με λαϊκά στρώματα και φτωχές γειτονιές.

Δείκτης στην ανάγνωσή μου φυσικά στάθηκε η λέξη του τίτλου “λούμπεν” που παραπέμπει στο “λούμπεν προλεταριάτο” του Μαρξ. Πιο συγκεκριμένα, η λέξη «λούμπεν προλεταριάτο» (γνωστό και ως υποπρολεταριάτο ή κουρελοπρολεταριάτο) προέρχεται ετυμολογικά από τη γερμανική λέξη Lumpen (κουρέλια) και δηλώνει τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης ένδειας ή έσχατης κοινωνικής εξαθλίωσης. Το λούμπεν προλεταριάτο αντιστοιχεί προς την κατώτερη κάτω τάξη της κοινωνίας. Ο ίδιος ο Marx έγραφε χαρακτηριστικά: “Πλάι στα διεφθαρμένα και τυχοδιωχτικά αποβράσματα της αστικής τάξης, βρίσκονταν αλήτες, απολυμένοι φαντάροι, πρώην κατάδικοι, δραπέτες των κάτεργων, απατεώνες, τσαρλατάνοι, λατζαρόνι, κλεφτοπορτοφολάδες, ταχυδαχτυλουργοί, χαρτοπαίκτες, προαγωγοί, μπορδελιάρηδες, χαμάληδες, γραφιάδες, λατερνατζήδες, ρακοσυλλέκτες, πλανόδιοι τροχιστές, γανωτζήδες και ζητιάνοι” (τα στοιχεία αυτά τα βρήκα στο άρθρο του Απόστολου Χατζηπαρασκευαΐδη)

Επομένως, το λεπτοδούλεμα της μπολανικής γραφής ξεδιπλώνει σε ένα σταθερό tempo το κλίμα, το άτομο μέσα στον χώρο και τον τόπο, την εξέλιξη της ζωής μέσα στις lumpen συνθήκες.

Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα τη κρυφή τη Δουλτσινέα):
Η αφήγηση δεν γεμίζει το μάτι, αλλά δεν παύει να είναι ουσιαστική και καλογραμμένη. Καταξιώνει το όνομα του Bolaño και συνεχίζει τη σειρά των αναγνώσεων έργων του που μας ικανοποιεί χωρίς μετριότητες και ασημαντότητες.

In2life, 11/9/2018 


> Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (Σαντιάγο της Χιλής, 1953 - Βαρκελώνη 2003), πεζογράφος και ποιητής, έχει επιβληθεί ως ένας από τους σημαντικότερους Λατινοαμερικανούς συγγραφείς του καιρού μας. Γεννήθηκε στη Χιλή, αλλά σε ηλικία 13 ετών μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μεξικό. Το 1973 αποφάσισε να επιστρέψει στη Χιλή προκειμένου να στηρίξει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Αλλιέντε, έφτασε όμως λίγες μέρες μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ. Συνελήφθη για τη συμμετοχή του στην αντίσταση ενάντια στη δικτατορία, ενώ μετά την απελευθέρωσή του επέστρεψε στο Μεξικό, απ' όπου αργότερα μετανάστευσε στην Ισπανία (1978) για να εγκατασταθεί οριστικά στην Blanes, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Καταλωνίας. Πέθανε στη Βαρκελώνη το 2003 από μια δυσλειτουργία του ήπατος, η οποία τον ταλαιπωρούσε για περισσότερο από μία δεκαετία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1975. Ωστόσο, αν και ξεκίνησε από την ποίηση, γρήγορα στράφηκε στην πεζογραφία· έγραψε συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και μυθιστορήματα. Για το μυθιστόρημά του "Los detectives salvajes" τιμήθηκε με τα βραβεία Herralde (1998) και Romulo Gallegos (1999), ενώ για το "Llamadas telefonicas" ("Τηλεφωνήματα", 2009, Εκδόσεις Άγρα) τού απονεμήθηκε το 1998 το Premio Municipal de Santiago de Chile, η ανώτατη λογοτεχνική διάκριση στη Χιλή. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, "2666" (εκδ. Άγρα, 2011), θεωρείται η κορύφωση της μυθοπλαστικής του ικανότητας, κέρδισε το 2004, έναν χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα, το βραβείο Salambo για το καλύτερο ισπανόφωνο μυθιστόρημα. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και η επιρροή του θεωρείται από τις σημαντικότερες στη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία.
Πάπισσα Ιωάννα