Tuesday, June 30, 2020

Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, “Ιδού εγώ”

Μια αμερικάνικη οικογένεια, η απιστία, η εικονική πραγματικότητα, η εβραϊκότητα και η ισραηλινότητα, μια εσωτερική κρίση και μια παγκόσμια κρίση: πώς θα την αντιμετωπίσει ο άντρας, πώς η γυναίκα και πώς τα παιδιά;

 

Jonathan Safran Foer

“Here I Am”

2016

Τζόναθαν Σάφραν Φόερ

“Ιδού εγώ”

μετ. Α. Σφακιανάκης – Η. Σκάρου

εκδόσεις Κέδρος

2019

 

Άκουσα καλά λόγια. Άκουσα πολύ καλά λόγια. Δεν είχα ξαναδιαβάσει Foer και είπα να δω ένα από τα “τρομερά” παιδιά της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.

 

> Ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ γεννήθηκε το 1977 στην Ουάσινγκτον, γιος του εβραϊκής καταγωγής δικηγόρου Άλμπερτ Φόερ και της Έσθερ Σάφραν Φόερ. Είναι συγγραφέας των μυθιστορημάτων "Everything is Illuminated", 2002, που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Εβραϊκής Λογοτεχνίας και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα της "Guardian", και "Extremely Loud and Incredibly Close", 2005 (ελλ. εκδ. "Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά", Μελάνι 2009, Κέδρος 2018). Είναι, επίσης, επιμελητής του "Α Convergence of Birds: Original Fiction and Poetry Inspired by the Work of Joseph Cornell", 2001, ενός φόρου τιμής στο έργο του Αμερικανού αβάν γκαρντ καλλιτέχνη και γλύπτη Τζόζεφ Κορνέλ (1903-1972). Το 2007 περιλήφθηκε στον κατάλογο με τους καλύτερους νέους αμερικανούς συγγραφείς του περιοδικού "Granta". Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

 

Το θέμα εξαρχής του πολυσέλιδου μυθιστορήματος είναι η αμερικάνικη οικογένεια, που δεν είναι πάντα αγγλοσαξονική αλλά ζει με τον ίδιο τρόπο όπως κι οι άλλες. Βεβαίως, εδώ πρόκειται για μια εβραϊκή οικογένεια, με τρία παιδιά, και τα θέματα που έχει να διαχειριστεί είναι μικτά, κοινωνικά, διαπροσωπικά αλλά και θρησκευτικά-πολιτισμικά.

Καταρχάς, η σχέση των Εβραίων (των σύγχρονων Εβραίων) με την εβραϊκότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πώς ένας Εβραίος, που δεν είναι μάλιστα θρησκευόμενος, θέλει να διατηρήσει τις θρησκευτικές συνήθειες οι οποίες αποκτούν πολιτισμικές διαστάσεις; Το ερώτημα ξεκινά από τη οικογένεια που βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης, αλλά αποκτά ευρύτερο υπαρξιακό για τους Εβραίους νόημα, όπως φαίνεται κι άλλους σε Ευρώπη και Αμερική που έχουν ανάλογα διλήμματα. Μια πενταμελής οικογένεια Εβραίων της Αμερικής βρίσκεται πάντα σε δίλημμα ως προς τι θα τηρήσει απ’ την εβραϊκή κουλτούρα και την πρωτοσυναντάμε να αντιμετωπίζει τις κυρώσεις του σχολείου του πρώτου παιδιού, του Sam, που θεωρήθηκε ότι έγραψε ρατσιστικά μηνύματα εναντίον των Αράβων.

Παράλληλα, ο Jacob και η Julia δεν βλέπουν με το ίδιο βλέμμα την παραπάνω κατάσταση, δείγμα μιας πολυφωνίας που προχωρά προς διαφορετικές κατευθύνσεις την πορεία της ζωής. Έτσι, ενώ ζουν “αρμονικά”, σκιαγραφούνται όλες οι πτυχές των μικρών τριβών, αποστάσεων, ρήξεων, διαφωνιών, ανασφαλειών της σχέσης τους. Ειδικά όταν η Julia ανακαλύπτει ερωτικά μηνύματα στο κινητό του Jacob, η σχέση τους περνά σε άλλη φάση αμφισβήτησης και ρήξης.

Όλο το έργο υποβάλλει ότι η πραγματικότητα της οικογένειας, αλλά και όλων μας, είναι διττή. Απ’ τη μια, η ζωή όπως την ξέρουμε κι απ’ την άλλη μια εικονική που τη θεωρούμε εξίσου πραγματική και την εναλλάσσουμε με την πρώτη. Ο μικρός Sam παίζει, ή μάλλον ζει, την “Άλλη Ζωή”, με ηλεκτρονικό άβαταρ τη Λατινοαμερικάνα Samanta, η Julia εκλαμβάνει τα μηνύματα στο κινητό του άντρα της ως πραγματική μοιχεία, ο Jacob γράφει σενάρια για τηλεοπτικά σήριαλ, το σενάριο μιας κλαπείσας βόμβας κινητοποιεί πιθανές προοπτικές κ.ο.κ. Αυτή η εναλλαγή δείχνει ότι ο άνθρωπος ζει μεταξύ πραγματικού και φανταστικού χωρίς να τα ξεχωρίζει, ότι κινείται μεταξύ πρωτότυπου και αντίγραφου, θεωρώντας το δεύτερο γνήσιο όπως και το πρώτο.

Τελικά, η ατομική-οικογενειακή ζωή και η εβραϊκότητα, που φτάνει στο ζενίθ της συζήτησης-αμφισβήτησης, όταν ο ξάδερφος Tamir έρχεται απ’ το Ισραήλ, ανατινάζονται ή φτάνουν στο σημείο βρασμού, τη στιγμή που μαθαίνεται ότι ένας σεισμός και μια σύρραξη στη Μέση Ανατολή αλλάζουν το σκηνικό. Έτσι η νέα κατάσταση επανατοποθετεί όλα αυτά και αναθεωρεί τις ανασφάλειες υπό το πρίσμα μιας γενικότερης αφήγησης.

Μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις: 1. Το κείμενο είναι γεμάτο διαλόγους, που του δίνουν κινηματογραφική διάσταση, διάστικτους από ατάκες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι έξυπνες. 2. Τα παιδιά της οικογένειας, που είναι μικρά, μιλάνε και φέρονται άλλοτε αφελώς (λογικό) κι άλλοτε μεγαλίστικα (εντελώς αναληθοφανές).

Τελικά, πού συγκλίνουν οι τρεις τουλάχιστον γραμμές του μυθιστορήματος, η κρίση στην οικογένεια Bloch, η εβραϊκότητα ως πολιτισμική και όχι ως θρησκευτική ταυτότητα και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή; Αν μπορώ να βρω ένα σημείο συνάντησης είναι η αρρενωπότητα, πόσο δηλαδή και τι άνδρας είναι ο Jacob. Είναι άνδρας που δεν συνουσιάστηκε με την διά των μηνυμάτων ερωμένη του, είναι επαρκής σύζυγος για την Julia, είναι ικανός να πολεμήσει για τη μακρινή του πατρίδα κ.ο.κ.; Και πάλι όμως δεν είμαι σίγουρη. Είναι αυτή η πολυπρόσωπη και μερικές φορές χαοτική δομή των αμερικάνικων μυθιστορημάτων, που αναδιφούν πολλά πράγματα, χωρίς να φαίνεται πάντα το κέντρο τους –αν υπάρχει βέβαια.


In2life, 3.6.2020 

Πάπισσα Ιωάννα

 


Saturday, June 27, 2020

Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρένχελ, “Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων”

Μικροδιηγήματα: με άλλα λόγια γρήγορη κορύφωση και ακαριαία λύση, περιεκτικός λόγος, παραδοξότητα που αναιρεί όσα ξέραμε ή όσα καταλάβαμε, αιφνιδιαστικές τροπές και απρόσμενες συναντήσεις!

  

Juan Jacinto Muñoz Rengel

“El libro de los pequeños milagros”

2013

Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρένχελ

“Το βιβλίο των μικρών θαυμάτων”

μετ. Μεταφραστικό Εργαστήριο Abanico

εκδόσεις Opera

                                2019

  

Ισπανόφωνη λογοτεχνία! Τίποτα άλλο!

 

> Ο Χουάν Χαθίντο Μουνιόθ Ρένχελ, γεννημένος στη Μάλαγα το 1974, είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους ισπανούς συγγραφείς διηγημάτων και μικρών κειμένων, με περισσότερα από πενήντα εθνικά και διεθνή βραβεία στο ενεργητικό του. Έχει ήδη αναγνωριστεί από τον διεθνή Τύπο και την κριτική ως ένας από τους αξιότερους συνεχιστές της συγγραφικής παράδοσης του Καλβίνο και του Μπόρχες, ενώ μερικά από τα διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί στις σημαντικότερες ανθολογίες της Ισπανίας. Μεγάλο μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ιταλικά, στα Ρωσικά και στα Τουρκικά, και έχει εκδοθεί σε δώδεκα χώρες. "Η μυστική εταιρεία του ονείρου" αποτέλεσε το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά.

 

Βιβλιαράκι με μικροδιηγήματα. Ξέρετε, αυτά με μία παράγραφο μέχρι μιάμιση σελίδα. Τα συγκεκριμένα καταλαμβάνουν λιγότερο από σελίδα. Ο συγγραφέας, διαβάζω, είναι μαέστρος στην πολύ μικρή φόρμα.

Κάθε κειμενάκι διακρίνεται από μια καλοδουλεμένη λακωνικότητα, μια ουσιώδη περιεκτικότητα, μια γρήγορη εκτίναξη πριν από το αιφνιδιαστικό τέλος. Ξεκινώ απ’ αυτό, γιατί το πώς τελειώνει κάθε μικροδιήγημα καταξιώνει και το υπόλοιπο μέρος που ίσως φαίνεται έως τότε ανούσιο. Όποιος όμως συλλάβει ότι η όλη τέχνη, αυτή η μικροτεχνική θα έλεγα, σώζεται και ουσιώνεται στο τέλος, διαβάζει κάθε μικροκείμενο με την αίσθηση ότι όλα υπάρχουν για να ανατραπούν σε μία στιγμή, υπάρχουν για να εκτοξευθούν σε ένα θεαματικό finale.

Τα τεχνάσματά του δεν είναι απλώς εφέ. Φυσικά πρόκειται για αφηγηματικές τεχνικές που οδηγούν την ανάγνωση σε μια κρίσιμη καμπή, αλλά δεν μένει εκεί. Η μικροδιηγηματική αφηγηματικότητα συνίσταται στην προσωποποίηση αφηρημένων εννοιών, η αλλαγή ρόλων μεταξύ των ατόμων, η χρήση του σωσία, η αλλαγή κλίμακας και η σύγχυση ανάμεσα στο μέσα και το έξω…

Αναπαραγωγή υπό κλίμακα

 

Στο κουκλόσπιτο του κουκλόσπιτού του ακούστηκε ένας οξύς ήχος. Πλησίασε όσο μπορούσε στο δωμάτιο-μινιατούρα και κατάφερε να διακρίνει ότι από το μικρό σπίτι του μικρού σπιτιού του έβγαινε μια φωνούλα σχεδόν ανεπαίσθητη, που τσίριζε:

-«Ααα. Κάτι κουνήθηκε εκεί μέσα!»

Τότε ήταν που ένιωσε μια σκιά στο ίδιο του το παράθυρο και είδε τη γιγάντια άκρη ενός δάκτυλου να τρίβει τα τζάμια”

 

Τα τεχνάσματα συνεχίζονται με τη σύγχυση πραγματικότητας και φαντασίας, η παρουσίαση του αλλόκοτου ως φυσιολογικού, η ασάφεια για την ταυτότητα του αφηγητή, η παραπλανητική έως κοιμιστική δράση της τηλεόρασης. Ειδικότερα, με ενθουσίασαν έξι μικροδιηγήματα με τον τίτλο “Backward I, II, III, IV, V και VI”, όπου η αφήγηση προχωρά προς τα μπροστά αλλά η ιστορία ακολουθεί αντίστροφα βήματα.

Τα έργα του Rengel, που κατάγονται εμφανώς από τον Borges και τον Calvino, μου θυμίζουν έντονα εκείνα τα σκίτσα-φωτογραφίες οπτικής απάτης, όπου π.χ. μια σκάλα η οποία κατηφορίζει φτάνει τελικά στην κορυφή. Τι δείχνει όμως αυτή η παραδοξότητα; Μήπως ότι τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν κι ότι έχουν δύο όψεις; Μήπως ότι το παράλογο είναι εξίσου λογικό με το λογικό; Ότι η αφήγηση είναι υπεράνω του κόσμου τούτου;

Κάποια μικροκείμενα παρωδούν γνωστούς μύθους ή διασκευάζουν γνωστές ιστορικές στιγμές.

Η ιστορική πραγματικότητα είναι ένας καμβάς πιθανοτήτων, που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αλλιώς. Κι αν είχαν συμβεί αλλιώς, ίσως γλιτώναμε την οικολογική καταστροφή, που ζούμε. Γιατί ο Rengel στο δεύτερο μισό του βιβλίου του εστιάζει στη φύση και στην καταστροφική δράση των ανθρώπων, οι οποίοι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, επέδρασαν πολύ ολέθρια (στην ιστορική τους πορεία) σε βάρος του περιβάλλοντος [Μου θύμισε τους “Ανθρώπους του δάσους” της Annie Proulx]. Το τελευταίο μέρος αναφέρεται στο πώς θα φαίνονταν η γη σε έναν άλλο, εξωγήινο, πολιτισμό: υπό αυτήν την οπτική ο πλανήτης μας θα φαινόταν ακόμα πιο παράξενος κι ό,τι φυσικό για μας θα ήταν μιας άλλης κλίμακας παραδοξοτοπία.

Κατευχαριστήθηκα τα μικρά διηγήματα ακαριαίας κρούσης του Ισπανού συγγραφέα. Μου έδειξαν πρακτικά τι σημαίνει γλώσσα, αφήγηση και περιεκτικότητα, πώς ο κόσμος είναι φυσικός όσο τον βλέπουμε έτσι και αφύσικος αν μετακινηθούμε ελαφρά.

Πάπισσα Ιωάννα


Wednesday, June 24, 2020

Elizabeth Strout, “Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον”

Η σχέση με τη μητέρα, αλλά και με τους άλλους ανθρώπους, ο τρόπος που τους νιώθουμε κοντά μας, αλλά και τα σημεία όπου μεσολαβεί το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, τα συναισθήματα που απορρέουν από όσα λέγονται κι από όσα δεν λέγονται…

  

Elizabeth Strout

“My Name is Lucy Barton”

2016

“Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον”

μετ. Μ. Ζαχαριάδου

εκδόσεις Άγρα

2019

  

Παίρνεις ξαφνικά ένα βιβλίο, σαν από επιφοίτηση. Στην αρχή λες “τι χαζομάρα έκανα, πάλι πέταξα τα λεφτά μου” κι έπειτα λες “θα το φυλάξω στη βιβλιοθήκη μου”!

 

> Η Ελίζαμπεθ Στράουτ γεννήθηκε στο Πόρτλαντ της Πολιτείας Μέιν, το 1956. Έγινε γνωστή με το βιβλίο της "Abide with Me", που έγινε μπεστ-σέλερ στην Αμερική, και το μυθιστόρημα "Amy and Isabelle", το οποίο απέσπασε τη γενική αποδοχή κριτικών και κοινού, αλλά και πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και τις σημαντικές λογοτεχνικές διακρίσεις των εφημερίδων "Los Angeles Times" και "Chicago Tribune". Διηγηματά της έχουν δημοσιευτεί επανειλημμένως στον Τύπο, συμπεριλαμβανομένων του "New Υorker" και του "Oprah Magazine". Το μυθιστόρημά της "Olive Kitteridge" ("Ο Κόσμος της κυρίας Όλιβ"), και οι διθυραμβικές κριτικές που κέρδισε από το σύνολο του αμερικανικού Τύπου, της χάρισαν το βραβείο Πούλιτζερ το 2008. Η Ελίζαμπεθ Στράουτ είναι μέλος του καθηγητικού σώματος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Κουίνς της Σάρλοτ, στη Βόρεια Καρολίνα, και μένει στη Νέα Υόρκη.

 

Θα μπορούσα να το εντάξω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο θυμήθηκα να ανήκει και το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Tara Westover “Μορφωμένη”. Παρόλο που μοιάζουν ελάχιστα στο ύφος, στηρίζονται και τα δύο στο χάσμα γενεών και κυρίως στην απόσταση ανάμεσα στην Μέση Αμερική, τη βαθιά επαρχιακή ενδοχώρα με τις παλιομοδίτικες αρχές, και τα παράλια, κυρίως τη Νέα Υόρκη, με τις σύγχρονες αντιλήψεις και την πρόοδο.

Η Lucy Barton είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. Βρίσκεται για μερικές εβδομάδες στο νοσοκομείο, όπου την επισκέπτεται η μητέρα της, η οποία έφτασε από ένα χωριό του Illinois. Η απόσταση που χωρίζει μάνα και κόρη δηλώνεται εξαρχής, όχι μόνο επειδή η μία ζει στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’80 κι η άλλη στο επαρχιακό Άμγκας (ούτε που ξέρω αν υπάρχει μια τέτοια πολίχνη), αλλά και επειδή είχαν διακόψει τις σχέσεις τους. Η νοοτροπία της καθεμιάς δυσκολεύεται να συμπορευτεί με τη νοοτροπία της άλλης.

Το μυθιστόρημα, γραμμένο με απλή στρωτή αφήγηση, κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Απ’ τη μια, οι συζητήσεις των δύο γυναικών αφορούν το παρόν του νοσοκομείου αλλά και τις ιστορίες ανθρώπων που κι οι δυο γνωρίζουν, με τη μάνα να κάνει αναφορά στην πορεία της ζωής τους, όπως τη γνωρίζει στη μικρή κοινωνία όπου ζει. Απ’ την άλλη, η ίδια η Lucy αναθυμάται πώς ξεκίνησε μέσα σε συνθήκες φτώχειας στο γκαράζ του θείου, όπου έμεναν, και σταδιακά σπούδασε, έφυγε στη Νέα Υόρκη, όπου και παντρεύτηκε έναν γερμανικής καταγωγής άνδρα, έκανε παιδιά κ.λπ.


Η ιστορία είναι αλήθεια ότι πηγαινοέρχεται χωρίς εμφανή ειρμό ανάμεσα στο νοσοκομείο και σε περιστατικά από την παιδική της ηλικία, σε ιστορίες για άλλον κόσμο, σε υπαινιγμούς για τον άντρα της μέχρι που χώρισαν και σε μαθήματα δημιουργικής γραφής που έκανε πριν εκδώσει τα δικά της βιβλία. Αυτή όμως ετερόκλητη ζαρντινιέρα είναι γεμάτη συναισθήματα και ειδικά τα κενά, οι νύξεις και οι σιωπές εκφράζουν ψυχικά τραύματα (από την οικογενειακή ζωή) αλλά και ανικανοποίητα αισθήματα από την τωρινή της ζωή, όπου μόνο τα παιδιά της τη γεμίζουν. Η Strout κατάφερε με έναν μαγικό τρόπο να με κρατήσει ζωντανή αναγνώστρια σε ένα κείμενο που δεν εξάπτει αλλά χαμηλόφωνα συγκινεί και με έκανε να συμπάσχω, συναισθηματικά και νοητικά.

In2life, 6/5/2020 

Πάπισσα Ιωάννα


Sunday, June 21, 2020

ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ 14 ετών ή Ποιος ασχολείται πλέον με τα ιστολόγια;


Μαθαίνω ότι στις Πανελλαδικές ζήτησαν από τα παιδιά να γράψουν ιστολόγιο. Κι απορώ. Ποιος νέος σήμερα έχει
blog; Ποιος έστω διαβάζει blogs, στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, του Instagram, του Pinterest, του Messenger; Ποιος κάτω των τριάντα, όπως είμαι εγώ, ξέρει τους δεινόσαυρους του internet και ξεφυλλίζει έστω ένα οποιοδήποτε blog, όχι μόνο για βιβλία όπως το Βιβλιοκαφέ, αλλά και για άλλα θέματα;


Το Βιβλιοκαφέ, παρεμπιπτόντως, κλείνει σήμερα 14 χρόνια ζωής. Δεινόσαυρος που εξακολουθεί να βρίσκει τροφή στα βιβλία, που συνεχίζει να σέρνει το αργό βάδισμά του στον βιβλιοχώρο, μακριά από δημόσιες σχέσεις και διαφημιστικές πρακτικές. Πέρασε το zenith του, όταν όλοι μας διάβαζαν, ζει το nadir του χωρίς παράπονο, γιατί πάντα πιστεύαμε και πιστεύουμε ακόμα ότι γράφουμε τις παρουσιάσεις μας για να μείνουν για μας σε ένα ανοικτό ημερολόγιο κι όχι για να γίνουμε πιο δημοφιλείς μέσω αυτών.


 Συνεχίζουμε από πείσμα, προχωράμε από αγάπη.

Πάπισσα Ιωάννα

 

ΥΓ. Τα χρόνια μας πολλά στην συν-αναγνώστρια Anagnostria που έχει κι αυτή σήμερα γενέθλια.


Friday, June 19, 2020

Αγγελίνα Κλαυδιανού, «Όταν φυσάει»

Το διήγημα δεν είναι εύκολη δουλειά, πολύ περισσότερο δεν είναι μόνο θέμα παλμού και μεταφυσικής αύρας. Η νεαρή συγγραφέας άλλοτε μας κερδίζει κι άλλοτε μας γκρεμίζει…

 

Αγγελίνα Κλαυδιανού

«Όταν φυσάει»  

εκδόσεις Στερέωμα

2019

 

Μια νεαρή συγγραφέας της οποίας το όνομα βρήκα σε ένα άρθρο-αφιέρωμα του Βήματος για νέους συγγραφείς που εμφανίστηκαν μέσα στο 2019.


> Η Αγγελίνα Κλαυδιανού γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1992 στην Αθήνα, αποφοίτησε το 2010 από το Πειραματικό Μουσικό Λύκειο Παλλήνης. Σπούδασε πιάνο, τραγούδι κρουστά. Το 2013 αποφοίτησε από την ανώτερη δραματική σχολή θεάτρου Δήλος. Έχει συμμετάσχει σε θεατρικές παραστάσεις και μικρού μήκους ταινίες. Είναι σπουδάστρια στο τμήμα θεατρικών σπουδών της φιλοσοφικής σχολής του ΕΚΠΑ και ασχολείται με τη συγγραφή και τη ζωγραφική από μικρή ηλικία.

 

Τα διηγήματα ξεκινάνε με πολύ παλμό. Το πρώτο κιόλας κείμενο αφηγείται την ένωση ψυχών και σωμάτων που ξεπερνάνε τον σεισμό (μου θύμισε τους στίχους “να κοιμηθούμε αγκαλιά, να ενωθούν τα όνειρά μας” που τραγουδάει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου). Η Κλαυδιανού λοιπόν βάζει την ποιητικότητα να υπηρετεί το διήγημα, με αποτέλεσμα άλλοτε να εισπράττουμε τον ρυθμό της αφήγησης (όπως στο πρώτο κείμενο) κι άλλοτε να βουλιάζουμε σε έναν θολό γλωσσικό βερμπαλισμό (όπως σε πολλά άλλα). Πάντα ο ποιητικός οίστρος ακροβατεί σε ένα λεπτό σχοινί…

Από την άλλη, μερικά διηγήματα φλερτάρουν πολύ καλά με την αλληγορία. Στους “Κηφήνες” π.χ. όλη η νομοτέλεια που θέλει τις αρσενικές μέλισσες να ετοιμάζονται για μια θανατηφόρα συνουσία οδηγεί σε ένα χορευτικό, με έναν ιδιαίτερο κηφήνα να σπάει τον κώδικα. Σ’ αυτά τα κείμενα η συγγραφέας σηκώνει την αφήγηση πάνω από το μπόι της, όταν η απλή ιστορία ανάγεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο.


Αναγνωρίζω πολύ καλές ιδέες: η μετατροπή του ανθρώπου σε αγγελικό ή δαιμονικό πλάσμα είναι έξυπνη ιδέα. Αξιοσημείωτη είναι η περιφορά της σκέψης της γύρω από τα Χριστούγεννα, τόσο με τη μελαγχολία των ημερών που δεν αφήνει τον άνθρωπο να χαρεί πραγματικά, όσο και με την ιστορία με τον τρίτο Μάγο, που χωρίς να το θέλει ξεπερνά τη μετριότητά του πηγαίνοντας προς τη φάτνη. Όπως και στο Πάσχα, που φέρνει σε συνάφεια τη θεϊκή με την ανθρώπινη παρουσία ή απουσία.

Τελικά, ανισόρροπη συλλογή. Άλλα διηγήματα φωνάζουν “εδώ είμαι” κι άλλα δείχνουν μια νεανική απλ(οϊκ)ότητα που υστερεί. Πάνω που λες ότι βρήκες κείμενα που ξεχωρίζουν, πέφτεις σε άλλα που παραπαίουν από απειρία. Σου ’ρχεται να σκεφτείς πόσο καλύτερη θα ήταν η συλλογή αν δυο τρεις άνθρωποι γύρω της μάζευαν το ξεχειλωμένο σύνολο και εξέδιδαν μόνο τα καλά και πολύ καλά. Παρατηρώ δηλαδή ότι κάπου είναι ξεκουρδισμένο αυτό που εμφανίζεται. Π.χ. το διήγημα “Ο τελευταίος όροφος”, ενώ ακολουθεί με θετικό τρόπο τα χνάρια του Kafka, απρόσμενα απογειώνεται στον χώρο του μεταφυσικού και του ονείρου και διαλύει με αυτήν τη μίξη την ουσία του καφκικού πλαισίου.

Πάπισσα Ιωάννα


Sunday, June 14, 2020

Αντρέι Πλατόνοφ, “Ευτυχισμένη Μόσχα”

Το σοσιαλιστικό όραμα και οι πρώτες αντιδράσεις, που θάφτηκαν στη σιωπή. Είναι η ΕΣΣΔ και το προλεταριακό της σχέδιο ουτοπία ή αφέλεια, ενθουσιασμός ή μεγάλα λόγια, όνειρο ή εφιάλτης;

  

Андре́й Плато́нов

Счастливая москва

1930 γράφτηκε, 1991 δημοσιεύτηκε

Αντρέι Πλατόνοφ

“Ευτυχισμένη Μόσχα”

μετ. Ε. Μπακοπούλου

εκδόσεις Καστανιώτη, 2019

  

Η τεράστια σε έκταση και σε ποιότητα ρωσική λογοτεχνία είναι ένας μεγάλος θύλακας αναγνωσμάτων, συγγραφέων κι εμπειριών. Από τον 19o αιώνα και τους κλασικούς Ρώσους πεζογράφους (Ντοστογιέφσκι, Γκογκόλ, Πούσκιν, Τουργκένιεφ, Τσέχοφ, Τολστόι, Γκάρσιν κ.ο.κ.) περάσαμε στον μοντερνισμό του 20ού με τους Μπιέλυ, Γκαζντάνοφ κ.ο.κ.

  

> Ο Αντρέι Πλατόνοβιτς Πλατόνοφ (ψευδώνυμο του Α. Π. Κλιέμτοφ) γεννήθηκε το 1899 στο Βορόνεζ, πρώτος από τα 11 παιδιά ενός μηχανικού τρένων, εργάτη μετάλλων και αυτοσχέδιου εφευρέτη. Μετά το Δημοτικό εργάστηκε ως ξυλουργός, θερμαστής, εργάτης σε χυτήριο, βοηθός μηχανοδηγού. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Βορόνεζ και συγχρόνως άρχισε να δημοσιογραφεί. Το 1920 παραιτήθηκε από δόκιμο μέλος του Κ. Κ. Συνδύασε την εργασία του ως τεχνικού με την συγγραφική δραστηριότητα, θεωρώντας την πρώτη ως κοινωνικό του καθήκον. Το 1927 εγκατέλειψε την υπηρεσία του και επιδόθηκε αποκλειστικά στο γράψιμο. Το 1929 κατηγορήθηκε για αναρχικές και ατομικιστικές τάσεις με σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομική του κατάσταση. Το 1931 ο Στάλιν απαγόρευσε την δημοσίευση των έργων του. Το 1937 με χαλκευμένες κατηγορίες ο 15χρονος μοναχογιός του Πλάτων εγκλείσθηκε στα Γκουλάγκ, απ' όπου ελευθερώθηκε το 1941, άλλα πέθανε το 1943 από φυματίωση. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Πλατόνοφ υπηρέτησε στο μέτωπο ως πολεμικός ανταποκριτής. Μετά τον πόλεμο θεωρήθηκε "συκοφάντης της Σοβιετικής οικογένειας" και οι διώξεις του συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του -λέγεται από φυματίωση- το 1951. Τα σημαντικότερα έργα του: "Ο υδατοφράκτης του Επιφάνιου", "Τσε-Τσε-Ο", "Ο διαπορών Μακάρ", "Τσεβενγκούρ", "Λάκκος", "Επ' ωφελεία", "Ο ποταμός Ποτουντάν".

 

Ο Πλατόνοφ, παρόλο που ξεκίνησε ως ιδεολόγος κομουνιστής, είδε γρήγορα πολλά στραβά στη Σοβιετική Ένωση και έγραψε γι’ αυτά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκδώσει τα έργα του. Έτσι, έχουμε κείμενά του που γράφτηκαν τη δεκαετία του ’30 και βάλλουν κατά την σοβιετικής ιδέας και πρακτικής. Ο τόμος της ελληνικής έκδοσης περιλαμβάνει δύο έργα, την ημιτελή “Ευτυχισμένη Μόσχα” και την “Εκσκαφή”. Το πρώτο αναφέρεται σε μια κοπέλα ονόματι Μόσχα, που ζει ενθουσιασμένη τη σοσιαλιστική αλλαγή, ενώ βιώνει και την αγάπη της προς τον Σαρτόριους. Ώσπου ένα ατύχημα την αφήνει κουτσή κι αυτό την κάνει να αναθεωρήσει το “αφελώς” αισιόδοξο τρόπο με τον οποίο έβλεπε όχι μόνο τα ατομικά αλλά και τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα…

Στην αρχή του μυθιστορήματος με κέρδισε η γλώσσα, που είχε μια ανάλαφρη περιπαικτική διάθεση, μια παραμυθιακή πρόθεση, ένα είδος αχλής. Αλλά μετά η αφήγηση ακολούθησε αντίστροφη πορεία, με τον ψυχολογισμό και τις σχοινοτενείς ατραπούς του ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Η Μόσχα χάνει την πίστη της στο όραμα, ενώ ο αγαπημένος της Σαρτόριους, που μπορεί να θεωρηθεί πιο σημαντικός από την πρωταγωνίστρια, αλλάζει όνομα και χάνεται, εγκαταλείποντας τους επιστημονικούς του στόχους.

Η “Εκσκαφή” απ’ την άλλη θεωρείται πιο πολιτικό έργο, γραμμένο στον τύπο της αλληγορίας. Το ξεκίνησα λοιπόν με μεγαλύτερο ζήλο, περιμένοντας περισσότερα απ’ την “Ευτυχισμένη Μόσχα”!

Η αλληγορία είναι αυτή που δίνει στο κείμενο ώθηση. Η εκσκαφή για να χτιστεί το παμπρολεταριακό οίκημα είναι όλο το οικοδόμημα της Σοβιετικής Ένωσης, μεγαλεπήβολο και κοπιώδες. Όσοι δουλεύουν σ’ αυτό δίνουν σώμα και ψυχή στην κατασκευή, μένουν στην κυριολεξία πετσί και κόκκαλο, όλα για το χτίσιμο της νέας πατρίδας. Η φρασεολογία που χρησιμοποιούν στους διαλόγους τους είναι άκρως κομουνιστική, τα λόγια τους γεμάτα μεγαλείο και υπερηφάνεια, οι σκέψεις τους προς το κοινό συμφέρον.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Βοσίεφ, ο άνθρωπος που μας εισάγει στο μυθιστόρημα, καθώς είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Απολύεται από τη δουλειά του, γιατί, ενώ θα έπρεπε να δουλεύει ευσυνείδητα για την κοινωνική ευημερία, αυτός σκεφτόταν το νόημα της ευτυχίας. Ονειροπόλος δηλαδή δεν μπορούσε να υπηρετήσει πιστά τη σοσιαλιστική ιδέα. Βρίσκει δουλειά στην εκσκαφή και μέσα από τη στοχαστική –κι εν μέρει αφελή, σε σύγκριση με το περιβάλλον- ματιά του βλέπουμε τα πράγματα με ένα είδος μύχιας ειρωνείας.

Η κομουνιστική φρασεολογία παρωδείται γενναία, το μέλλον που όλοι οικοδομούν δεν φαίνεται τόσο αίσιο, τα λόγια που ακούγονται φαίνονται μεγάλα και κούφια. Σατιρίζεται η απαξίωση της ιντελιγκέντσιας που πρέπει να γίνει εργατική τάξη, η αξία του προλεταριάτου που δουλεύει για όλους, την πίστη ότι η προσωπική στάση υπονομεύει το κοινωνικό συμφέρον, την ιεραρχία μέσα στην ισότητα! κ.ο.κ. Χωρίς να είναι σατιρικό το έργο, χωρίς ο Πλατόνοφ να πετά αντικομουνιστικές κορώνες, γράφει μια πολιτική αλληγορία με αιχμές. Φράσεις που σημειώνω πού και πού δείχνουν το φορτίο της σοβιετικής σκέψης, η οποία όμως στα συμφραζόμενα του μυθιστορήματος φαίνεται πομπώδης και ουτοπική: «Το προλεταριάτο ζει για τον ενθουσιασμό της εργασίας», “να συναγωνιστείτε για την ανώτατη ευτυχία της ευδιαθεσίας”, “Αχ, μάζα, μάζα! Δύσκολα να οργανώσει κανείς από σένα τον σκελετό του κομουνισμού”, λέει και ξαναλέει ο Σαφρόνοφ, που εκφράζει την γνήσια πλέρια πίστη στον σοσιαλισμό, και συνεχίζει “στη χώρα μας η στενοχώρια πρέπει να καταργηθεί” …

Το έργο προχωρά και προβλέπεται να γίνει 6 φορές μεγαλύτερο από τον αρχικό σχεδιασμό, όπως η ΕΣΣΔ, που είναι μεγαλεπήβολο σχέδιο. Η “εκσκαφή” με άλλα λόγια αναδεικνύει το εύρος ενός πολιτικού πειράματος.

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, June 10, 2020

Δημήτρης Σωτάκης, “Ο μεγάλος υπηρέτης”

Το αφεντικό κι ο υπηρέτης, ο καταπιεστής και ο υπομένων, σταδιακά αλλάζουν θέσεις, υποκαθιστά ο ένας τον άλλο, οι ρόλοι αλλάζουν χωρίς συγκρούσεις ούτε δολοπλοκίες…

 

Δημήτρης Σωτάκης

“Ο μεγάλος υπηρέτης”

εκδόσεις Καστανιώτη

2019

  

Είναι δυνατόν να παίρνει το μυθιστόρημα μορφή αργής εξέλιξης και αναλυτικού ξεδιπλώματος της ιστορίας; Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης στο έργο του “Η πόλη και η σιωπή” και ο Δημήτρης Οικονόμου στο “Οι εγκλωβισμένοι” τραβάνε σε μάκρος τις ιστορίες τους κι έτσι τις αποδυναμώνουν. Το ίδιο κάνει και ο Σωτάκης εδώ;

 

> Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει οχτώ μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Το βιβλίο του "Η πράσινη πόρτα" (2002) ήταν υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω "Το μυθιστόρημά του "Ο άνθρωπος καλαμπόκι" ήταν υποψήφιο για το βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ για το 2007, καθώς και για το βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω", ενώ "Το θαύμα της αναπνοής" (2009), τιμήθηκε με το βραβείο The Athens Prize for Literature του περιοδικού "(δε)κατα" και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας, καθώς και για το βραβείο Jean Monnet στη Γαλλία. Βιβλία του κυκλοφορούν στα γαλλικά, σερβικά, τουρκικά, ολλανδικά, ιταλικά και κινεζικά.

 

Ο Σωτάκης χρησιμοποιεί ένα κοινό τα τελευταία χρόνια μοτίβο, τον σωσία. Το ίδιο είδα πριν από 1-2 χρόνια ο Γιώργος Κούβας στο “Καρμπόν” κι η Ειρήνη Σταματοπούλου στην “Ψιλή κυριότητα”, όπου ο ένας παίρνει τη θέση του άλλου, ο σωσίας αξιοποιεί τη δυνατότητα να αντικατασταθεί το ένα πρόσωπο με το άλλο: κι οι δυο συγγραφείς διερευνούν τους διπλούς ρόλους στη ζωή των ηρώων τους.

Ο επιχειρηματίας αφηγητής προσλαμβάνει ως υπηρέτη τον Μάριο, έναν φιλήσυχο άνθρωπο, με τον οποίο μοιάζει πολύ. Περνάει διάφορες φάσεις ηρεμίας, έντασης, θυμού, ανασφάλειας κι έτσι, όταν γνωρίζει σε μια σελίδα διαδικτυακών γνωριμιών την Άννα, αποφασίζει εν πρώτοις να στείλει στη θέση του τον Μάριο. Κι αυτός σαγηνεύει την Άννα και σε διαδοχικά ραντεβού, πάντα στη θέση του αφηγητή, συνάπτει δεσμό μαζί της. Το παράξενο είναι ότι το αφεντικό του, αντί κάποια στιγμή να πάρει τη θέση του, εξακολουθεί να τον αφήνει να εμφανίζεται αντ’ αυτού. Ο “Αντ’ αυτού” λοιπόν.

Η ιστορία φιδοσέρνεται αργά. Ατελείωτες αργές σκηνές, σκέψεις με δόσεις παραίτησης, εξηγήσεις και μικροί διάλογοι. Νομίζω ότι όλα αυτά, παρόλο που αποσκοπούν να αναδείξουν την ψυχολογία του αφηγητή και τη σταδιακή υποκατάστασή του από τον Μάριο, απισχαίνουν το αποτέλεσμα. Τα πράγματα εξελίσσονται αργά και αναμενόμενα: ο Μάριος πηγαίνει συνεχώς με την Άννα, σε σημείο που αυτή να προτείνει συγκατοίκηση, αλλά κάποια στιγμή αντικαθιστά τον αφηγητή και σε μια επιχειρηματική συνάντηση με δύστροπους πελάτες. Αντίστοιχα, ο αφηγητής ασχολείται με τον κήπο και βλέπει όλο και περισσότερο τηλεόραση, όπως έκανε παλιότερα ο υπηρέτης του. Τελικά καταλήγει στη θέση που θα είχε ο Μάριος, αν δεν έβρισκε δουλειά…

Δεν παραγνωρίζω ότι ο πεζογράφος χτίζει μια σταδιακή μετάβαση από το Α έως το Ω. Η μετατροπή του αφηγητή σε Μάριο και του Μάριου σε πλούσιου επιχειρηματία γίνεται με τα κόλπα της αφήγησης και της ανάπτυξης του πρωταρχικού πλάνου. Αλλά όλα ήταν τόσο αναμενόμενα που από ένα σημείο και μετά η ανάγνωση βάλτωσε…

Ο Σωτάκης είναι ένας αξιοσημείωτος συγγραφέας. Έχουμε διαβάσει “Το θαύμα της αναπνοής”, και την “Ιστορία ενός σούπερ μάρκετ”.

Πάπισσα Ιωάννα


Sunday, June 07, 2020

Mahir Guven, “Μεγάλος αδερφός”

Ένας Σύρος μετανάστης που φεύγει από τη Γαλλία για την πατρίδα του εν καιρώ Ισλαμιστών είναι ιδεολόγος ή τρομοκράτης, μέλος μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης ή επίδοξος μακελάρης;

  

Mahir Guven

“Grand frère”

2017

Μεγάλος αδερφός

μετ. Λ. Τσιριμώκου

εκδόσεις Ίκαρος

2019

  

Η Συρία είναι πάντα επίκαιρη, ακόμα κι αν δεν ακούγεται στα media. Οι ισλαμιστές και οι πιστοί μωαμεθανοί δεν θα έπρεπε να συγχέονται, αλλά δυστυχώς αυτό γίνεται. Επομένως, ένα βιβλίο που θίγει τέτοια ζητήματα είναι καταρχάς ενδιαφέρον…

 

> Ο Mahir Guven (Μαΐρ Γκουβέν) γεννήθηκε το 1986 στη Νάντη. Απάτριδο παιδί προσφύγων, με μητέρα από την Τουρκία και Κούρδο πατέρα από το Ιράκ, μεγάλωσε με τη γιαγιά του στα νοτιοανατολικά προάστια της Νάντης. Μετά την αποφοίτησή του από τις Οικονομικές Επιστήμες, συνέχισε τις σπουδές του δίνοντας έμφαση σε τομείς όπως η Νομική και η Οικονομία στο πανεπιστήμιο Angers, και στη συνέχεια στο Παρίσι στα πανεπιστήμια Sorbonne και Paris-Sud. Ο "Μεγάλος αδερφός" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

 

Ο συγγραφέας είναι μουσουλμάνος που ζει στη Γαλλία. Επομένως, μέσα απ’ τη δική του εκδοχή βλέπουμε τη Δύση και ειδικά τη Συρία, τον ισλαμικό κίνδυνο, την ενσωμάτωση ή μη των μετοίκων στη χριστιανική Ευρώπη.

 Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται σε δύο άξονες με σχεδόν εναλλασσόμενα κεφάλαια. Στις μεν ενότητες αφηγείται ο μεγάλος αδερφός που είναι ένα λαϊκό παιδί 30 χρονών, δουλεύει στα ταξί της Uber, και μαλώνει συνέχεια με τον πατέρα του που είναι κι αυτός παλιός παραδοσιακός ταξιτζής. Στα άλλα κεφάλαια αφηγείται ο μικρός αδελφός, που είναι υγειονομικός και αποφασίζει να πάει στη Συρία με την ανθρωπιστική οργάνωση Islam & Peace, για να βοηθήσει τα θύματα του πολέμου.

Το έργο λοιπόν στηρίζεται σε ένα τρίο με συγκεκριμένες σταθερές κάθε του γωνία. Ο πατέρας που είναι ο μικρομεσαίος μετανάστης ο οποίος θέλει ησυχία, ασφάλεια, φιλήσυχη ζωή. Ο μικρός γιος που πήγε με αγαθές προθέσεις στη Συρία, όπου από νοσοκόμος έγινε γιατρός, προκειμένου να βοηθήσει τους χειμαζόμενους απ’ τον πόλεμο ανθρώπους και δεν ήθελε, απ’ ό,τι λέει, να μπλέξει με ισλαμιστικές οργανώσεις. Και τέλος ο μεγάλος αδερφός που στην αρχή ήταν αντισυμβατικός, ανεπρόκοπος, ρεμάλι και μποέμ, και σταδιακά άλλαξε, έγινε πιο κομφορμιστής, βρήκε δουλειά, μπήκε στο καλούπι, έβγαλε λεφτά και συμβιβάστηκε με τη μέση γαλλική ζωή, μακριά από φασαρίες και ακρότητες. Δεν συμφωνεί με τον πατέρα του, αλλά είναι κάθετος κι απέναντι στον αδερφό του, αφού θεωρεί ότι έτσι τους έβαλε όλους στο στόχαστρο της αστυνομίας (Όποιος πηγαίνει στη Συρία θεωρείται πάραυτα τρομοκράτης).

Η ιστορία ολοκληρώνεται και οι κατευθύνσεις συγκλίνουν σε ένα κοινό σημείο, όταν ο μικρός αδερφός (σημειωτέον δεν ακούγονται τα ονόματά τους) επιστρέφει στη Γαλλία, όπου δεν είναι εύκολο να γίνει δεκτός ούτε από την οικογένειά του ούτε από τον νόμο. Ανατροπές που δεν τις περιμένεις οδηγούν από την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν νοσοκόμο-ιδεολόγο στη βεβαιότητα ότι είναι επίδοξος τρομοκράτης και πάλι… Ίσως αυτός ο επαμφοτερισμός ίσως δείχνει και τη στάση της γαλλικής κοινωνίας που μετά το Charlie Hebdo και το Bataklan είναι καχύποπτη μέχρι εχθρική προς τους Μουσουλμάνους.

Ο Σύρος μάλιστα πρωταγωνιστής δηλώνει:

“Τι σχέση υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα τζαμί και σ’ έναν τρελό που αυτοανατινάζεται; Ανάμεσα σε μια μαντιλοδεμένη και σ’ έναν ανεγκέφαλο που κόβει κεφάλια;”

Η απάντηση δεν είναι εύκολη.

 Με τρέλανε (θετικά) η ομιλία του μεγάλου αδερφού. Λαϊκό κι αμόρφωτο παιδί (30 ετών), που έζησε στο περιθώριο, μεγάλωσε ανάμεσα σε μετανάστες (ο πατέρας μιλά ακόμα σπαστά γαλλικά) κι η γλώσσα του είναι γεμάτη αργκό, ατάκες, στραμπουλισμένες λέξεις. Η μετάφραση που φαντάζομαι ότι είχε πολλές δυσκολίες έφερε εξαιρετικά αποτελέσματα.

Πάπισσα Ιωάννα