Thursday, February 19, 2015

“Πρώτη αγάπη” του Ιωάννη Κονδυλάκη

Η εφηβική αγάπη μπορεί να είναι αθώα και αφελής, μπορεί να είναι παρακινημένη από ένα γενετήσιο ένστικτο, μπορεί να είναι υποκατάστατο της οικογενειακής στοργής που δεν έλαβε το νεαρό άτομο.
 

Μέτριος ελληνικός στη χόβολη:
 
Ιωάννης Κονδυλάκης
Πρώτη αγάπη
1919
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
2014
 

 
          Η πρώτη αγάπη είναι πηγή νοσταλγίας και αναπόλησης μιας παιδικότητας που μόλις βγαίνει απ’ τ’ αυγό και προσπαθεί να ακολουθήσει την καρδιά-της. Το θέμα πλέον φαντάζει (και είναι) παλιομοδίτικο, ή ικανό για μπεστ-σέλερ, αρκετό για μια εφηβική ιστορία αγάπης. Κατά μια άλλη εκδοχή μπορεί να γίνει πεδίο ψυχαναλυτικής ανάλυσης των “πρέπει” και των “θέλω”-μας.
          Το 1919 όμως ήταν ακόμα ένα θέμα γαργαλιστικό, θέμα ηθικής, ειδικά αν η ερωμένη ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, θέμα ταμπού που δυναμιτίζει τα θεμέλια της κοινωνίας. Η ιστορία διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1860. Ο πεντάχρονος-εξάχρονος Γιώργος ερωτεύεται μια μεγαλύτερή-του κοπέλα τη Βαγγελιώ, γύρω στα είκοσι εικάζω, κι όλοι στο χωριό αστειεύονται με την πρώιμη εκδήλωση έρωτα. Σταδιακά όμως η αγάπη αυτή μεστώνει, περνά στην εφηβεία, η Βαγγελιώ πλησιάζει τα τριάντα κι ακόμα δεν έχει παντρευτεί, η μητέρα του Γιώργου τον αποθαρρύνει να συνεχίσει να την πλησιάζει κι αυτός παλινδρομεί. Η Βαγγελιώ πάσχει από φυματίωση, αλλά ο δεκατετράχρονος πλέον ήρωας προσεύχεται να σωθεί ή να πεθάνει κι αυτός μαζί-της.
          Το μυθιστόρημα κρατά ακόμα τις ηθογραφικές συνήθειες των τελών του 19ου αιώνα και αποδίδει το κρητικό χωριό και τις αντιλήψεις-του, τις χωριάτικες συνήθειες, το λαογραφικό πλαίσιο της επαρχιακής Ελλάδας. Ακόμα και η γλώσσα μας μεταφέρει στο κρητικό σκηνικό, φέρνει λέξεις που δεν ξέρουμε και μέσω αυτών μπαίνουμε στο κλίμα μιας παραδοσιακής κλειστής κοινωνίας. Η μετάβαση όμως ήδη έχει γίνει: το βάρος μεταφέρεται στην ψυχολογία του μικρού, που ξεκινά με σκέρτσα και παιδικά διφορούμενα λόγια, περνά σταδιακά στην προσωπική-του, αφελή εν πολλοίς, αυτοσυνειδησία, γίνεται υπερβολική, που σκέφτεται ανώριμα, αδυνατεί να καταλάβει τις κοινωνικές συμβάσεις, κάνει τη μικρή επανάστασή-του… Αυτό το ψυχολογικό ανάπτυγμα κουβαλά τις ρομαντικές υπερβολές (η κοπέλα που πεθαίνει από χτικιό, ο εραστής που θέλει να πεθάνει μαζί με την αγαπημένη-του κ.ο.κ.), αλλά ακραγγίζει και το μυθιστόρημα μαθητείας, στο οποίο η ωρίμαση του νεαρού ατόμου έρχεται μέσα από συγκρούσεις και δοκιμασίες.
          Πέρα όμως απ’ αυτά τα εύκολα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, πρέπει να δούμε πώς στήνεται το τρίο που έχει στο κέντρο-του το Γιωργιό και εκατέρωθέν-του την ερωμένη και τη μάνα-του. Νομίζω ότι θα χάσουμε την ουσία του κειμένου, αν δεν ακριβώς σημαίνει η απρεπής ερωμένη και τι η θεσμική μάνα. Η πρώτη εκφράζει την “αρχή της ευχαρίστησης”, κατά τον Φρόυντ, που υπαγορεύει στο άτομο τα θέλω, τη σεξουαλική αφύπνιση, τη διάθεση για νέες εμπειρίες και ανθρώπους, ανδρικές σκέψεις έστω και στην αγνή-τους μορφή. Είναι το ένστικτο που προκαλεί σε νέες, παράτολμες, από άποψη υγείας και ηθικής, πράξεις. Από την άλλη, η μάνα εκφράζει την “αρχή της πραγματικότητας”, τη λογική που πλάθεται από τους άγραφους κανόνες της κοινωνίας, που θέλει τάξη και κοινωνική ευπρέπεια, υποβάλλει συνθήκες έρωτα οι οποίες θα οδηγήσουν στον γάμο και δεν θα σπιλώσουν αμφότερα τα μέλη και τις οικογένειές-τους, που θα συνεχίσει την ομαλότητα των διαπροσωπικών σχέσεων.
Το Γιωργιό μεγαλώνοντας καλείται να αντιπαλέψει τις δύο δυνάμεις. Να λύσει τα προσωπικά-του διλήμματα ανάμεσα στο επιτρεπτό και το ανεπίτρεπτο, στο ηθικό και στο απρεπές, στο ασφαλές και στο ριψοκίνδυνο. Η εσωτερική-του ορμή τον στέλνει προς το δεύτερο, αγνοώντας τη μάνα, την κοινωνική σύμβαση, τον κίνδυνο της μολυσματικής αρρώστιας. Το τέλος που ανάγει το ρομαντικό πρότυπο σε θλιβερή κατάληξη αφήνει ενοχές στους ζωντανούς για την αυτοκτονία της Βαγγελιώς.
Φυσικά το έργο, αν γραφόταν σήμερα, δεν θα είχε ούτε τις υπερβολές της εποχής, ούτε και την αθωότητά-της. Γι’ αυτό ο σημερινός αναγνώστης, επειδή έχει συναντήσει κι άλλες φορές το μοτίβο της πρώτης αγάπης προς μεγαλύτερη γυναίκα, δεν πολυπαθιάζεται με το άγουρο πάθος. Η Κέλυ Δασκαλά που επιμελήθηκε το επίμετρο παραθέτει ελληνικά και ξένα έργα που αναφέρονται σ’ αυτήν την πρώτη αγάπη: από τον Καραγάτση και τον Κουμανταρέα ως τα νεότερα διάσημα κείμενα των τελευταίων χρόνων: το “Μητριάς εγκώμιο” (1988) του Μάριο Βάργκας Γιόσα, το “Διαβάζοντας στη Χάννα” (1995) του Μπέρνχαρντ Σλινκ, το “Αρχαίο φως” (2012) του Τζων Μπάνβιλ. Να προσθέσω εγώ στην ελληνική αλυσίδα τη “Γαλλίδα δασκάλα” (2013) του Ντίνου Γιώτη. 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 13/1/2015. Οι έγχρωμες φωτογραφίες που κοσμούν το ποστ ελήφθησαν από το blog.mantinades.gr, ενώ οι υπόλοιπες από: antikleidi.com, www.pinterest.com και www.sansimera.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

2 comments:

βιβλια γεωλογιας said...

Τέλειο το άρθρο σας.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ευχαριστώ πολύ
Πατριάρχης Φώτιος