Η γνωστή εικόνα ανθρώπων ν’
ανεβαίνουν γονυπετείς την ανηφόρα της Τήνου μέχρι την εκκλησία της Παναγίας
είναι μια αξιοσημείωτη σκηνή που γεννά στο προκείμενο έργο δράση κι ερμηνείες.
Τζούλια Γκανάσου
“Γονυπετείς”
εκδόσεις Γκοβόστη -2017
|
Μούχε αρέσει πολύ το προηγούμενο βιβλίο της Γκανάσου, το “Ως το τέλος”.
Και θάθελα να ξαναδιαβάσω τη νεαρή συγγραφέα, η οποία διαβάζοντας τις σκέψεις μου,
πριν καν αναζητήσω το βιβλίο της, μούστειλε ένα αντίτυπο. Την ευχαριστώ.
Μια γυναίκα ανεβαίνει γονυπετής τον ανηφορικό δρόμο απ’ το
λιμάνι προς την εκκλησία της Μεγαλόχαρης. Σ’ ένα μέρος που δεν κατονομάζεται
αλλά προφανώς είναι η Τήνος. Ο λόγος της ανάβασης δεν είναι εξ αρχής φανερός.
Πρόκειται για ενοχή ή για παράκληση, για εξιλέωση ή για προσευχή, για τάμα ή
για αναζήτηση;
Η αφήγηση εναλλάσσει την εξιστόρηση της ανάβασης και, με
μικρότερα γράμματα, αναδρομές σ’ ένα παρελθόν που πιθανόν θα εξηγήσει το
υπαρξιακό αίνιγμα. Η πορεία στα τέσσερα. Η κούραση. Το γδάρσιμο. Η επιβάρυνση
του σώματος. Η αναζήτηση ανακούφισης. Τα σεξουαλικά υπονοούμενα για τη στάση
και την κίνηση των γοφών. Οι άλλοι γονυπετείς. Ο στόχος και μέσα σε όλα αυτά οι
σκέψεις για την αυτοενοχή, τη λύτρωση, την αναζήτηση… Απ’ την άλλη,
μεταφερόμαστε σ’ ένα (μακρινό ή πρόσφατο) παρελθόν, όπου υπάρχει ένα θολό τοπίο
με σκόρπιες συζητήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις. Κάποια στιγμή ανακαλύπτουμε ότι
ο γιος της πρωταγωνίστριας έχει έξι δάχτυλα και πρέπει να κάνει εγχείρηση για ν’
αποκαταστήσει την ομαλότητα. Κι ο άντρας της πούχε καρκίνο ή η αδυναμία τους να
πιάσουν παιδί, μικρές αναλαμπές σε μια ζωή που δεν φαίνεται στο σύνολό της.
Η όλη ανάβαση και ο εκκλησιαστικός περίγυρος πρέπει να ενέχει
ένα είδος αλληγορίας. Υποκρύπτεται μια αναζήτηση υπό την πίεση μιας υπαρξιακής
ανάγκης; Πρόκειται για κριτική στην εκκλησία και στους αφελείς θρησκόληπτους;
Είναι η ματαιότητα της όποιας προσπάθειας που προκαλεί πόνο ενώ δεν αποφέρει
οφέλη; Έχει σχέση με μια βαθύτερη ενοχή που οδηγεί σε σαδιστικές πρακτικές;
Είναι ένα σύμβολο της αιωνίως σκυμμένης γυναίκας που δεν έχει περιθώρια
απεξάρτησης;
Το κείμενο κάνει ένα δυναμικό υφολογικό κρεσέντο στο τέλος,
αλλά δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Αφήνει έτσι τον αναγνώστη ν’ αντιπαλέψει
με την ανοιχτότητά του και να επιλέξει την ερμηνεία του. Ακόμα περισσότερο, εγώ
προσωπικά, δεν μπόρεσα να συνδυάσω στο σύνολο το ότι η πρωταγωνίστρια είχε δύο
κεφάλια ή ότι συναντούσε έναν γίγαντα με τον οποίο έκανε έρωτα. Είναι σκηνές
από ταινίες και πώς ενσωματώνονται αλληγορικά μέσα στο έργο;
Ο λόγος της Γκανάσου είναι γερός. Πατάει σταθερά, εξελίσσεται
επαρκώς. Αφηγείται και σκέφτεται αλληλένδετα. Ενώ οι προτάσεις της δεν κάνουν
κοιλιές και λακκούβες. Νιώθω ότι με παίρνει από το χέρι και χωρίς να τρέχουμε
συζητάμε μόλο το βάρος της λογοτεχνικής πράξης. Αλλά απ’ την άλλη, έμεινα με
πολλές απορίες και με το αίσθημα του σκόπιμα ανολοκλήρωτου.
> Η Τζούλια
Γκανάσου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Πληροφορική στο Οικονομικό
Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία στο
Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό
Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.
Διηγήματα και άρθρα της για τη λογοτεχνία
δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Βιοπορίζεται από την πληροφορική.
Αποσπάσματα από το πρώτο της βιβλίο, "Σε
μαύρα πλήκτρα" (Εκδ. Γκοβόστη 2006), συμπεριλαμβάνονται στη συλλογική
έκδοση του Παν/μίου του Εδιμβούργου με θέμα τις σύγχρονες μητροπόλεις. Το
δεύτερο βιβλίο της, "Ομφάλιος λώρος" (Εκδ. Γκοβόστη 2011), συμμετείχε
στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ στο Dasein, στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της Αθήνας
και στο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών της Γλασκώβης. Το τρίτο της βιβλίο, "Ως
το τέλος" (Εκδ. Γκοβόστη 2013), ήταν υποψήφιο για το "Βραβείο Νέου
Λογοτέχνη 2013" του λογοτεχνικού περιοδικού "Κλεψύδρα" και για
το "Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014".
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment