Ο τίτλος, κάθε τίτλος, πάντα προβληματίζει. Ο συγκεκριμένος
πού αναφέρεται; Μήπως παραπέμπει στο «τραγούδι του κύκνου»; Μήπως απηχεί τη
φωνή του κούκου και την παροιμία «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη»; Μήπως
θέλει να θυμίσει τη «Φωλιά του κούκου», τη γνωστή βραβευμένη με Όσκαρ ταινία
του 1975;
Espresso δυνατός:
Δημήτρης Γιατρέλλης:
“Το τραγούδι του κούκου”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2011
Πώς αντιδρά
η αναγνωστική συνείδηση σε ένα βιβλίο που δεν κουβαλά περγαμηνές, δεν
υπογράφεται από «διάσημο», δεν συνοδεύεται από γενναιόδωρες κριτικές. Καταρχάς,
με περιέργεια. Με αυτή τη γόνιμη αναμονή ότι μπορεί και να κρύβεται μια φρέσκια
πέννα, μια νέα γραφή, μια ανερχόμενη δύναμη ή έστω ένα ακατέργαστο ταλέντο που
μπορεί να υποσχεθεί περισσότερα. Και ξεκινάς την ανάγνωση.
Η πρώτη
εντύπωση είναι ενθαρρυντική, αν και δεν καταλαβαίνεις πού το πάει το παραμύθι.
Στο πρώτο κεφάλαιο μερικών σελίδων στήνεται ένα συγγραφικό πεδίο αφήγησης όπου
το παρόν του νεαρού Χρίστου Βλαστού, ο οποίος μόλις απολύεται από τον στρατό,
τέμνεται με τις αναμνήσεις από τη φιλενάδα-του που τον χώρισε και την
καταπιεστική μεγαλοαστική στα οικονομικά (αλλά και μεσοαστική στη νοοτροπία)
οικογένειά-του. Το παρόν, μόλις επωασμένο από το παρελθόν, ανοίγεται σε ένα
δημιουργικό μέλλον, καθώς ο νεαρός Βλαστός δεν θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια
του μπαμπά στην επιχείρησή-του, αλλά να ανοίξει μουσικό καφέ, καθώς είναι
λάτρης της μουσικής. Ξεκινά στα επόμενα κεφάλαια λοιπόν το άνοιγμά-του, με την
απρόσμενη σύμφωνη γνώμη του πατέρα, αλλά πρώτα θα κάνει διακοπές στον φίλο-του
στη Λέσβο και έπειτα στην Τουρκία. Το στόρι αρχίζει…
Τι άλλο
κρατάω ως θετικό. Τη στρωτή αφήγηση, την ομαλή πορεία της ιστορίας (παρόλο που δεν έλειψαν οι μικρές ακρότητες για να
δικαιολογηθεί η δράση), η σωστή αλληλουχία γεγονότων, η διακειμενική ένθεση
στίχων από τραγούδια, στοιχείο που δείχνει την αγάπη του συγγραφέα για τη
μουσική και τη διάθεσή-του να στίξει κάθε επεισόδιο με στιχουργικούς απόηχους
από αγαπημένα τραγούδια, ελληνικά ή ξένα.
Όμως μια
ωραία ιστορία δεν αρκεί. Για μένα, όπως το έχω ξαναγράψει, ένα παραμύθι με
καλοδουλεμένη πλοκή δεν φτάνει. Μια εύπεπτη αφήγηση με γενναίες δόσεις
ενδιαφέροντος είναι πλέον μια παρωχημένη ανάγκη. Κάθε ιστορία, κάθε διήγημα ή
μυθιστόρημα, πια, για να περάσει τον αναγνωστικό-μου πήχυ, οφείλει να διαθέτει
ένα βάθος που ξεφεύγει από την όποια ιστορία και το όποιο σασπένς και να
καταβυθιστεί σε κοινωνικούς, πολιτικούς, ψυχολογικούς κ.ο.κ. προβληματισμούς.
Με αυτό το σκεπτικό διάβασα πολύ γρήγορα το βιβλίο του Γιατρέλλη, αλλά δεν
έμεινα μετά το τέλος ικανοποιημένος με τη βαθύτερη ανάγκη να γραφεί και να
διαβαστεί το έργο. Σταδιακά αναζητούσα αυτό το βαθύτερο νόημα στη σύγκρουση της
νέας με την παλαιότερη γενιά, στην ανάγκη φυγής και αναζήτησης ταυτότητας, ίσως
στην τουρκική ανακάλυψη (όταν ο Χρήστος σκόπευε να επισκεφτεί τη γείτονα χώρα),
την προδοτική φύση του facebook (όταν αποκαλύφθηκε ότι από εκεί
άντλησαν τις πληροφορίες-τους οι απαγωγείς) κ.ο.κ. Όλα όμως ξεφούσκωναν γρήγορα
όσο η ιστορία ανέβαινε τα σκαλιά-της και στο τέλος, ως συνολική εντύπωση,
έμεινε μια απαγωγή, που απέτυχε, και η αλλαγή πλεύσης από τον κεντρικό
χαρακτήρα.
Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τον
συγγραφέα που μου εμπιστεύτηκε το βιβλίο-του.
Πατριάρχης Φώτιος
6 comments:
Aγαπητέ Πατριάρχη,
σε ευχαριστώ που ασχολήθηκες με το βιβλίο μου. Φυσικά και διαφωνώ με το βασικό σου συμπέρασμα,αλλά μέχρις εκεί.
Δεν θα απαντήσω, γιατί πιστεύω πως το ίδιο το μυθιστόρημα είναι η επιχειρηματολογία μου. Όποιος το διαβάσει ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Καλά να είσαι και καλή συνέχεια στο έργο σου.
Γιατρέλλης Δημήτρης
Δημήτρη,
σ' ευχαριστώ και πάλι για το βιβλίο.
Είναι επόμενο ο πατέρας να βλέπει αλλιώς το παιδί-του κι είναι φυσικό να θεωρεί ότι υπάρχουν στοιχεία που δεν βλέπει ο αναγνώστης.
Καλή-σου μέρα
Πατριάρχης Φώτιος
Θεμιτή, θεμιτότατη, η κριτική αποτίμηση του “Τραγουδιού του κούκου” που επιχειρήσατε, μια που, σε τελική ανάλυση, ο καθένας κοιτάζει τα πράγματα από τη δική του και άκρως υποκειμενική σκοπιά Κι ευτυχώς, δηλαδή. Αλλιώς ο κόσμος μας θα ήταν στενάχωρος και άκρως ανιαρός, εγκλωβισμένος τραγικά στη “βαρεμάρα” της μίας και μοναδικής αλήθειας κάποιου. Με άλλα λόγια – ευτυχώς που υπάρχουν πολλές απόψεις για το οτιδήποτε. Κι είναι “όμορφο” να στέκονται η μία δίπλα στην άλλη, δείχνοντάς μας πόσο πλούσια διαφορετικές πτήσεις του βλέμματος του μυαλού και της ψυχής υπάρχουν. Kαι πόσο “όμορφες” είναι όλες τους. Ή, έστω, για λόγους “εξισορροπιστικής δικαιοσύνης”, βρε αδερφέ, να φανερώνεται και η άλλη θέαση…
Από αυτή την άποψη, επιτρέψτε μου να προσθέσω στο φιλόξενο χώρο σας κι ένα δικό μου –από τη “δική μου σκοπιά”– και, ελπίζω, εξίσου “θεμιτό” κοίταγμα του πονήματος του Δημήτρη Γιατρέλη.
Διότι εμένα στο εν λόγω αφήγημα μου άρεσε ακριβώς το σημείο όπου εσείς κυρίως θεωρήσατε ως τη σημαντικότερη “ανεπάρκειά” του. Μου άρεσε, δηλαδή, το γεγονός ότι αφηγείται μία, εν πολλοίς, ενδιαφέρουσα σύγχρονη ιστορία, πατώντας σε σύγχρονους “φόβους”, “μύθους” “αυτό-αντανακλάσεις”, με γλώσσα νευρώδη και συνεπή, χωρίς να επιχειρεί οποιουσδήποτε κοινωνικούς, πολιτικούς, ψυχολογικούς κ.ο.κ. προβληματισμούς. Όχι ότι θεωρώ πως κάτι τέτοιο είναι από χέρι απορριπτέο, αλλά το τελευταίο διάστημα παραγίναμε μάρτυρες (με τη διπλή σημασία αυτής της λέξης) αμέτρητων παρόμοιων “καταβυθίσεων” εν ένθεν και ένθεν (“σοβαρή” λογοτεχνία και παρα-λογοτεχνία), που, εμένα τουλάχιστον, μου έλειψε η “φάμπουλα”, η υπόθεση, το στόρυ.
Και για τα μεν καλοκαιρινά αναγνώσματα κάτι τέτοιο θεωρείται στοιχείο της συνταγής της επιτυχίας (δεν γίνεται η ηρωίδα να μην έχει υποστεί τουλάχιστον μια απόπειρα βιασμού στα παιδικά της χρόνια, πράγμα που της έχει κάνει τη ζωή μαντάρα, δίνοντας την ευκαιρία στο /στη/ συγγραφέα να επιδείξει τις ψυχαναλυτικές και ψυχοθεραπευτικές του /της/ ικανότητες), έλα όμως που παρόμοια “τάση” επικρατεί και στη μυθιστοριογραφία που δικαιωματική ανήκει ή διεκδικεί μια θέση “αποδώ μεριά”. Δεν γίνεται να θεωρηθείς σοβαρός συγγραφέας αν στα γραπτά σου δεν εμφανίζεσαι ταυτόχρονα ως Φρόυντ, Τσόμσκι και Πασιονάρια. Για μένα, βέβαια, το ζήτημα δεν είναι αν αυτό γίνεται “στυλιστικά” επιτυχημένα ή όχι, αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι των συναδέλφων φτάνουν (μέσα από “ελλειπτικές φλυαρίες” ή “φλύαρες ελλειπτικότητες”) το πολύ ως εκεί που ο Ντοστογιέφσκι έσβηνε τα τσιγάρα του. Κι όλο αυτό σε βάρος της ίδιας της αφήγησης, στραμπουλώντας της τους αρμούς, κατσιάζοντάς την. Ίσως γι’ αυτό το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού να έχει στραφεί στα “εύπεπτα”, γιατί – είναι που όλα είναι αναμασήματα, ας είναι τουλάχιστον “εύπεπτα”, μη βαρυστομαχιάσουμε κιόλας…
Κάτι με κάνει να πιστεύω ότι ο Δημήτρης Γιατρέλης εν πλήρη συνειδήσει απέφυγε να μπει σ’ αυτόν τον κόπο. Καταφέρνοντας, ωστόσο (και παρ’ όλα αυτά) να γράψει ένα βιβλίο με πολλές και κοινωνικές, και πολιτικές, και ψυχολογικές, και ηθικές, και “οντολογικές” προεκτάσεις. Και το έκανε ακολουθώντας όχι την τακτική του γιατρού που προβαίνει σε “διαγνώσεις” και πιάνει το νυστέρι για βαθιές “τομές”, αλλά εκείνη του “σιωπηλού ξεναγού” που οδηγεί τους αναγνώστες-ταξιδιώτες του σε μέρη ενδιαφέροντα (της ψυχής και της βιοτης) και τους αφήνει να δουν μόνοι τους “τι παίζει” τριγύρω, τι λάμπει, τι πονάει, τι βρωμάει. Αυτός δείχνει, δεν αποφαίνεται. Αν έχουν μάτια, βέβαια να δουν. Γιατί αν δεν έχουν, δεν πα’ να τους το ζωγραφίσει ο Προυστ – αυτοί πάλι δεν θα δουν τίποτα.
Από την άλλη, θεωρώ ότι ένα λογοτέχνημα πρέπει να κρίνεται στη βάση των “προθέσεων” του ίδιου του δημιουργού του και όχι στη βάση των “προσμονών” του κριτικού ή του αναγνώστη. Ο ίδιος ο συγγραφέας ορίζει τα “πλαίσια” μέσα στα οποία επιθυμεί να κινηθεί. Κι όπως δεν μπορούμε να τον επικρίνουμε γιατί στο πέμπτο του κεφάλαιο δεν πρόσθεσε κι ένα “ξυπόλητο κορίτσι με χάντρα στο λαιμό να σκύβει, να πιάνει ένα βότσαλο και να σημαδεύει έναν γλάρο”, άλλο τόσο δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από αυτόν στο τάδε σημείο της δράσης να προχωρήσει στον τάδε ή δείνα συλλογισμό, σε αυτές ή εκείνες τις αναλύσεις, σε ετούτες ή τις άλλες διαπιστώσεις. Κρίνουμε δηλαδή τη συνέπειά του σε σχέση το “στοίχημα” που ο ίδιος έχει βάλει αναφορικά με τη γλώσσα, τη δράση, τη δομή, τους χαρακτήρες κ.ο.κ., και όχι σε σχέση με το τι θα επιθυμούσαμε εμείς.
Η γραφή του Δημήτρη Γιατρέλη χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της – να περιγράψει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, βασισμένη σε κάποιον από τους “φόβους” του σήμερα όλων μας (παρακολουθούνται οι κινήσεις μας, είμαστε έκθετοι…), με γλώσσα ρέουσα, στρωτή και ζωντανή (που μοιάζει όμως και λίγο να νοσταλγεί, και λίγο να αυτοσαρκάζεται), χωρίς να γλιστρήσει σε παράπλευρες ατραπούς να κοινωνιολογήσει, να ψυχολογήσει, εν τέλει – να διδάξει… Και νομίζω ότι κατάφερε να στήσει μια “μετωπική” αν και πολύσημη) “παράσταση”, όπου ο αναγνώστης, αν νιώσει κάπου “τσιγκλίσματα”, μπορεί να πάει την ιστορία παραπέρα – σε δικούς του προβληματισμούς, σκέψεις και συσχετισμούς. Ο συγγραφέας θέλει απλώς να του προσφέρει το έναυσμα. Και, εν προκειμένω, του το προσφέρει επιτυχώς.
Με συγκλόνισε; Δεν ήταν καν το ζητούμενό μου. Άλλωστε, θα ήμασταν πολύ τυχεροί αν η ελληνική (και όχι μόνο) λογοτεχνία του σήμερα κατάφερνε να μας συγκλονίσει μια φορά στα πέντε χρόνια. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι παλιότεροι, γιατί αλλιώς θα είχαμε ξεχάσει τι θα πει “ρίγος”…
Τότε – τι;
Μου άρεσε! Διάβασα κάτι που μ’ έβγαλε σ’ ένα ενδιαφέρον σεργιάνι στην πλοκή και στη γλώσσα. Τι μου άφησε – την αίσθηση ότι πέρασα ωραία εκεί. Θα το θυμάμαι; Ναι κάθε φορά που θα με έχω την αίσθηση ότι παρακολουθούμαι. (Ή μήπως δεν έχω απλώς την αίσθηση και είμαστε όλοι έκθετοι στους πάντες και τα πάντα;…)
Μακρηγόρησα…
Μάλλον επειδή θέλω να ενθαρρύνω τον Δημήτρη Γιατρέλη να μας πάει σύντομα σε καινούργια δουλειά του, με καινούργια “στοιχήματα” ετούτη τη φορά (αφού πρώτα λάβει υπόψη του όλες τις κριτικές, όπως αυτή του φίλτατου Πατριάρχη Φώτιου), αλλά με την ίδια συνέπεια και την ίδια περιπαικτική διάθεση.
Φιλικά,
Πάνος Σταθόγιαννης
Υ.Γ. Βέβαια, θα μπορούσα να αναφερθώ και σε κάποιες "ελλείψεις" του. Δεν το έκανα όμως. Στο πρώτο βιβλίο κάποιου λέμε "Καλώς όρισες!" Στο δεύτερο του λέμε "Μείνε" ή "Φύγε"... Τις όποιες παρατηρήσεις μου τις άφησα μόνο να εννοηθούν, γράφοντας πού και πού το όνομά του (ΓιατρέΛΛης) με ένα "λάμδα"...
Αγαπητέ Πάνο,
ανέλυσες πολύ ευκρινώς την άποψή-σου και έδειξες απόλυτα πώς είδες το βιβλίο. Μου άρεσε που είσαι καίριος και κατανοητός. Ας προβώ χάριν διαλόγου σε μερικές ενστάσεις:
1) Πολλά έργα ήταν και είναι μια καλογραμμένη ιστορία, πολλά αστυνομικά λ.χ. πλέκουν ευφυώς τα στοιχεία και συναρπάζουν με τη fabula, αλλά αυτό δεν φτάνει, αφού συχνά στερούνται λογοτεχνικότητας, αυτό το βάθος, αυτό τον προβληματισμό, αυτό το παραπέρα, τη sjuzet ίσως, όπως υπονοεί και το μέιλ-μου.
Αυτό επί της ουσίας. Και τώρα μια δυο επισημάνσεις:
α) Η υποκειμενικότητα του αναγνώστη δεν πρέπει να είναι ακραία (αυτό το "άκρως υποκειμενική" σχολιάζω), γιατί θα ξεφύγει από το πλαίσιο πληροφορητικότητας του ίδιου του κειμένου. Φυσικά είμαστε κατ' ανάγκη υποκειμενικοί, αλλά οι απόψεις-μας ελέγχονται από το νοηματικό δεδομένο του έργου. Νομίζω ο Έκο έλεγε πως το κείμενο είναι μια νωχελική μηχανή που δίνει ελευθερίες στον αναγνώστη αλλά φυσικά σε ένα εύρος που δεν είναι άπειρο.
β) γράφεις: "ένα λογοτέχνημα πρέπει να κρίνεται στη βάση των “προθέσεων” του ίδιου του δημιουργού του και όχι στη βάση των “προσμονών” του κριτικού ή του αναγνώστη"... "Κρίνουμε δηλαδή τη συνέπεια τού [δημιουργού] σε σχέση το “στοίχημα” που ο ίδιος έχει βάλει αναφορικά με τη γλώσσα, τη δράση, τη δομή, τους χαρακτήρες κ.ο.κ., και όχι σε σχέση με το τι θα επιθυμούσαμε εμείς.
Σωστά. Είναι αυτό το πλαίσιο που προανέφερα, αλλά και το ίδιο το πλαίσιο και οι επιλογές του λογοτέχνη κρίνονται ως προς το αν ήταν οι κατάλληλες για να εμ-βαθύνει και να αφήσει πίσω-του τη ρηχή επιφάνεια της υπόθεσης.
Ευχαριστώ για τον διάλογο
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment