Monday, May 30, 2011

“Φετίχ” του Βαγγέλη Μπέκα

Η προσέγγιση της λογοτεχνίας από νέους ανθρώπους κρύβει μεράκι και αγαθή διάθεση αλλά και άγνοια κινδύνου που μερικές φορές οδηγεί σε πρωτότυπα αποτελέσματα και άλλες σε αφελή μορφώματα.

Espresso Colombian medellin supremo:
Βαγγέλης Μπέκας
“Φετίχ”
εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος
2011

            Όταν το 2009 ο φίλος εν βιβλίω Βαγγέλης Μπέκας είχε την καλοσύνη να μου στείλει το πρώτο-του βιβλίο, “Το 13ο υπόγειο”, το διάβασα με περιέργεια για το τι μπορεί να κάνει ένας νέος συγγραφέας. Τα αποτελέσματα της βιβλιοψίας ήταν για μένα απογοητευτικά και του τα έγραψα με σεβασμό.
            Το δεύτερο βιβλίο-του θα μπορούσε να έχει δύο δυνατές προοπτικές: ή να είναι το ίδιο κακό, ή να έχει κάνει το δικό-του άλμα προς τα πάνω. Το “Φετίχ” είναι σίγουρα καλύτερο, αλλά το ζήτημα είναι πόσο και αν περνάει τον πήχη που θα το έκανε αξιοσύστατο.
            Πρώτα απ’ όλα η γλώσσα-του που καλωσορίζει τον αναγνώστη, μόλις το αρχίζει, είναι σαφώς δουλεμένη και πιο καλά σμιλεμένη. Απουσιάζουν παλιά λάθη και αστοχίες, ενώ δεν λείπουν και εύστοχες διατυπώσεις, που έχουν φιλοσοφική ή ποιητική εμβέλεια. Δεν μιλάμε για μια γλώσσα κέντημα αλλά ούτε και ένα απλό χαλί για να τρέξει η υπόθεση. Ο Μπέκας φρόντισε να μην αφήσει το ύφος και τον λόγο-του να τεθεί μονόπλευρα στο περιθώριο της προσοχής-του.
            Ως προς το θέμα τώρα ο Μπέκας στήνει στο μυαλό-του μελλοντολογικά σενάρια και σκηνικά. Το Κτίριο κρύβει μια συνοικία αντιφρονούντων, ενώ το Ινστιτούτο ένα ίδρυμα της κρατικής μηχανής που επιχειρεί να αυξήσει την παραγωγικότητα. Οι εθελοντές (με το αζημίωτο) που δέχονται να πάρουν ένα χαπάκι και να κοιμηθούν δεν γνωρίζουν ότι πίσω από το αντίτιμο για τις υπηρεσίες-τους κρύβεται η προσπάθεια της κυβέρνησης να μειώσει τα όνειρα και έτσι να ελέγξει τα νεκρά τμήματα του εγκεφάλου, ώστε να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις του ανθρώπου στην παραγωγική εργασία. Γι’ αυτό άλλωστε είχε απαγορεύσει την ανάγνωση πάνω από ένα βιβλίο τον μήνα.
            Αυτό που άφησε αδειανό κι εδώ είναι η αδυναμία του κειμένου να φανεί αληθοφανές. Κι ενώ τα επιμέρους στοιχεία έχουν φιλοδοξίες (είπα και πριν, ψιλο-δουλεμένη γλώσσα, μελλοντολογική ατμόσφαιρα, κοινωνικές ανησυχίες…), το συνολικό αποτέλεσμα αφήνει τον αναγνώστη κενό, σαν να πέρασαν όλα αυτά δίπλα-του, αλλά δεν τον άγγιξαν. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας για να είναι πειστικός και υποβλητικός, αλλά το αναγνωστικό-μου ένστικτο δεν κρατάει στο κόσκινό-του τέτοια έργα που δεν μπορούν να μείνουν αλλά περνούν από τις τρύπες-του και χάνονται.

Ευχαριστώ τον Βαγγέλη Μπέκα που με εμπιστεύθηκε δύο φορές. Μαζί-του έκανα και έναν μικρό αλλά εποικοδομητικό ηλεκτρονικό διάλογο (μέσω μέιλ), πριν διαβάσω το μυθιστόρημά-του (αρχές Μαρτίου), για την ανάγκη πρωτότυπων θεμάτων. Ο Βαγγέλης πιστεύει –και φαίνεται αυτό και στο δεύτερο-του έργο- στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του βιβλίου, που επαληθεύεται από την πραγματικότητα. Στοιχίζεται με άλλα λόγια με έργα όπως του Όργουελ κ.ά., οι οποίοι προσπαθούν να γράψουν ένα βιβλίο στο οποίο να καταγγέλλουν αλλά και να εικάζουν μελλοντικές προοπτικές μιας κοινωνίας που ρέπει προς τον ολοκληρωτισμό. Η δική-μου γνώμη ήταν και είναι ότι «η καλή λογοτεχνία δεν κρίνεται τόσο από το θέμα αλλά από τον χειρισμό-του». Και λέγοντας «χειρισμό» δεν εννοώ απλώς τη μορφή, αλλά τον τρόπο με τον οποίο το θέμα παίρνει λογοτεχνική σάρκα και οστά. Χειρισμός «είναι η απόδοση του σημαινόμενου με το κατάλληλο σημαίνον, για να μιλήσω σημειολογικά. Και ένα ισορροπημένο βιβλίο είναι ένα σημείο, ένα πολυσημείο ίσως, που μπορεί να πετύχει τον στόχο-του αν χτίσει την ιδέα με το ανάλογο μπετόν. Φυσικά η μορφή θηλυκώνει με το θέμα και αυτό ονόμασα χειρισμό. Χειρισμός δεν είναι η καινοτόμος μορφή, είναι ο συνδυασμός». Από τη δική-του πλευρά, ο Βαγγέλης πιστεύει στην αναγνωστική ανάταση που ξεκινά από το θέμα και συνδέει το ΕΓΩ με τον ΑΛΛΟ και γενικά με την κοινωνία. Για να γίνει αυτό, εξηγεί, χρειάζεται φαντασία και όχι απλώς τεχνική. [ελπίζω να απέδωσα σωστά την κεντρική ιδέα όσων διημείφθησαν. Ούτως ή άλλως το βήμα του Βιβλιοκαφέ είναι ανοικτό για να συνεχίσουμε, μαζί με άλλους, τον διάλογό-μας]

Υ.Γ. Όσο  για το φαινόμενο Φίλιπ Ροθ, που είχα θέσει ως θέμα την προηγούμενη Δευτέρα 23/5/2011, το ρεπορτάζ της Κουζέλη στο “Βήμα της Κυριακής” (29/5/2011) ήταν διαφωτιστικό. Πολλοί δεν πιστεύουν στην αξία του αμερικανού συγγραφέα, πολλοί τονίζουν ότι γράφει συνέχεια το ίδιο και το ίδιο, αλλά και πολλοί θεωρούν μερικά έργα-του εξαιρετικά. Φυσικά δεν μας ενδιαφέρει η προσωπική-του ζωή και πόσο βολικός ή μη άνθρωπος είναι. Επιπλέον, θα ήθελα να ξέρω τι βραβείο είναι αυτό (το Booker International) που δίνεται από τα 2/3 της τριμελούς επιτροπής. Είναι δυνατόν να είναι μόνο 3 τα μέλη κι από αυτά να υπάρχει μια τόσο έντονη αντίδραση κι όμως το βραβείο να δίνεται; Εκτός αν δεν κατάλαβα καλά για τον τρόπο απονομής του Booker.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 27, 2011

Αστυνομικό μυθιστόρημα: Τι άλλο μπορεί να δώσει;

Μέσα στον περασμένο Μάρτιο αφιέρωσα μερικές αναρτήσεις στην αστυνομική λογοτεχνία, στην ανθρωπογεωγραφία-της, στην πανσπερμία τάσεων και σύγχρονων εκδοχών αυτού του είδους που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, συνέχισε στον 20ό και καλπάζει πλησίστιο τον 21ο αιώνα.
Ο δημοσιογράφος του Βήματος Γιάννης Μπασκόζος («Πίσω από τη βιτρίνα», 22.5.2011) θίγει το ζήτημα του αστυνομικού μυθιστορήματος με απόψεις που κατά καιρούς έχω εκφράσει κι εγώ. Επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι ένα τέτοιο έργο δεν πρέπει να αρκείται στην έξυπνη πλοκή, γιατί εύκολα ξεχνιέται μόλις κανείς το κλείσει και εύκολα παραλληλίζεται με την ροζ λογοτεχνία, αφού κι εκεί η πρόσκαιρη απόλαυση υπερτερεί της αισθητικής αξίας.


Έχει πλέον το αστυνομικό μυθιστόρημα να δώσει νέα νάματα ή έχει εν πολλοίς αυτοεγκλωβιστεί; Η ανανέωσή-του είναι μια ουσιαστική και σε μάκρος ακμή-του ή μια προσπάθεια να επιβιώσει επεκτεινόμενο και αυτοαναλυόμενο; Τι άλλο εν τέλει έχει να δώσει στον κορεσμένο αναγνώστη, ειδικά σ’ αυτόν που έχει καταβροχθίσει Κρίστι, Ντόιλ, Σιμενόν, Μανκέλ, Καμιλέρι, Ελρόι κ.ο.κ. και πλέον νιώθει να έχουν εξαντληθεί οι τρόποι εκτέλεσης, οι τρόποι σύλληψης και κυρίως οι τρόποι γραφής;
Θα εξηγήσω τον προβληματισμό-μου πηγαίνοντας φυγόκεντρα, από τον πυρήνα προς τα έξω σε τρεις επάλληλους κύκλους:
Α. Η αστυνομική δράση έχει να κάνει με μια καλογραμμένη υπόθεση, που ξεκινά από την ανακάλυψη του εγκλήματος και πηγαίνει ερευνητικά στην ανασύσταση των συνθηκών-του και στην τελική ανακάλυψη του δράστη. Αυτό το είδος που λέγεται συχνά γρίφος ή αίνιγμα προϋποθέτει ένα πολύ προσεκτικό ξεδίπλωμα των ενδείξεων και μια καλοσκηνοθετημένη πορεία του αστυνόμου-ντετέκτιβ προς τη σωστή τοποθέτησή-τους και την αληθοφανή περαίωση των στοιχείων.
Β. Τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει αντικαταστήσει το παλιό κοινωνικό, καθώς είναι ο καλύτερος φορέας της κοινωνικής παθογένειας εξαιτίας της οποίας προκύπτουν τα ποικίλα εγκλήματα. Έτσι, ο άξονας της αγωνίας και του μυστηρίου είναι η βιτρίνα πίσω από την οποία κατακρίνονται ηγεσίες, στιγματίζονται τα ΜΜΕ, καταγγέλλεται η αστυνομία, αποκαλύπτονται σκάνδαλα, δημοσιοποιούνται εγχώριες και διεθνείς παρανομίες· και όλα αυτά ως απότοκος άλλων βαθύτερων φαινομένων που ταλανίζουν την εκάστοτε κοινωνία. Ο αναγνώστης δεν επιδιώκει πλέον μόνο την ανακάλυψη του τέλους, αλλά προβληματίζεται εν θερμώ για όσα μεμπτά υπάρχουν πίσω από το έγκλημα, για όσους ηθικούς αυτουργούς είναι εξίσου ένοχοι με τους φυσικούς αυτουργούς.
Γ. Ο δεύτερος κύκλος είναι στις μέρες-μας στα πάνω-του. Τα καλά αστυνομικά συνδυάζουν κοινωνικοπολιτική κριτική με σασπένς, ενώ τα κλασικά μονόχορδα κείμενα του είδους έχουν εκλείψει ή μένουν σε ρηχά νερά. Αυτό όμως πλέον αρχίζει να κορεννύεται και ήδη τα σημάδια κόπωσης μπορεί κανείς να πει ότι είναι ορατά. Το αστυνομικό μυθιστόρημα πρέπει να ανοιχτεί σε νέα χωράφια, να ξεπεράσει τους δύο προηγούμενους κύκλους και να ανοιχτεί στο πέλαγος των πρωτοποριακών πειραματισμών, χωρίς να χάσει τον πάγιο άξονα έγκλημα-διαλεύκανση. Ψυχολογικές εμβαθύνσεις, αφηγηματικές τεχνικές, πολιτικές προεκτάσεις, γλωσσική σαγήνη, διάθεση αυτογνωσίας, αυτοαναφορικές εκδοχές…; Δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να περιμένει κανείς, αλλά νιώθω πάλι πως δύσκολα πια ένα αστυνομικό με συγκινεί και με εκπλήσσει, δύσκολα με αιφνιδιάζει και με ικανοποιεί αισθητικά, δύσκολα ένας συγγραφέας αστυνομικής πεζογραφίας μπορεί να κερδίσει ένα βραβείο που να επικυρώσει τη λογοτεχνική αξία του έργου-του.
Ίσως η λογοτεχνικότητα πάντα αναζητείται πίσω από κάθε ευφυές τέχνασμα και καλοσκηνοθετημένη εξιχνίαση. Άρα, πρέπει οι συγγραφείς να την ξαναβρούν και να μας τη δώσουν.
Περιμένω…


Ο θάνατος μεγαλώνει

Αφού πεθαίνουμε από θάνατο φυσικό
η μέτρηση των ημερών μας
ανήκει στους νεκρούς
με τ' ανύποπτα συναισθήματα.

Είναι στο χέρι των νεκρών
κάθε απόφαση
κάθε προμελέτη
πηγάζει από το μίσος τους
κι ενσωματώνεται στην ανάμνηση
της κάθε μέρας.


(Γιάννης Βαρβέρης 1955-2011)


Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 25, 2011

“Τυχαίο θύμα” του Άρνε Νταλ

Η σουηδική σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας είναι ίσως η πιο δημιουργική και γόνιμη παραγωγική αλυσίδα, καθώς έχει να επιδείξει μεγάλα ονόματα που ξέρουν να γράφουν και να στήνουν πλοκές και συνθέσεις.

Sverige kaffe utan grädde:
Arne Dahl
2000
Άρνε Νταλ
“Τυχαίο θύμα”
μετ. Γ. Κονδύλης
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Ο Πέτρος Μάρκαρης θεωρεί τον Άρνε Νταλ ίσως τον πιο ταλαντούχο απ’ όλους τους σκανδιναβούς συγγραφείς κι αυτό θεωρείται ήδη ένα βαρύτιμο εύσημο.
            Το πρώτο χαρακτηριστικό που βλέπει κανείς, όταν διαβάζει τις πρώτες σελίδες αυτού του πολυσέλιδου τόμου, είναι οι παράλληλες ιστορίες που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα, εγκληματικές περιπτώσεις που πλέκουν τον δικό-τους γρίφο, ο οποίος καλείται να διαλευκανθεί από διαφορετικούς αστυνόμους. Από τη μια, η δολοφονία (μέσα σε ένα καφέ) ενός οπαδού της Κάλμαρ από οξύθυμο οπαδό της Χάμαρμπι. Δεύτερον, η ανατίναξη του κελιού του Γιουγκοσλάβου Βούκοτιτς, τσιράκι του αρχι-ναρκέμπορου, μέσα στο κελί-του. Τρίτον, το μακελειό με πέντε(;) θύματα δύο συμμοριών που αλληλοσφάχτηκαν με έπαθλο έναν χαρτοφύλακα που περιέχει κλειδί τραπεζικής θυρίδας. Τέταρτον, το κυνήγι παιδεραστών που ανεβάζουν και διακινούν σκηνές παιδικής πορνογραφίας και βιασμών.
            Όλες αυτές οι πορείες διαμορφώνουν ελπίδες για μια συγκλονιστική αλληλεξάρτησή-τους, ειδικά όταν οι αστυνόμοι της Ομάδας Άλφα, η οποία είχε διαλυθεί, συγκεντρώνουν ξανά τις δυνάμεις-τους κι αρχίζουν να συνδέουν στοιχεία της μιας υπόθεσης με της άλλης. Έτσι, κάποιες από αυτές θεωρούνται γρήγορα μικρής σημασίας, αλλά από σπόντα δίνουν μαρτυρίες και τεκμήρια που θα βοηθήσουν στην επίλυση των άλλων. Σε μια από τις ευφυείς συγκεντρώσεις των αστυνόμων της ομάδας Άλφα θα καταθέσει ο καθένας τα πορίσματα των ερευνών-του και θα συμπληρώσει ο ένας τον άλλο σε μια σύγκλιση ετερόκλητων ερευνών, που θα καταλήξουν σε πιο βάσιμα συμπεράσματα. Η δέση έχει τελειώσει κι αρχίζει η λύση…
            Ο Άρνε γράφει με καταιγιστικό ρυθμό, ο οποίος ενίοτε σκόπιμα καταβυθίζεται σε μια πιο εσωτερική θέαση των πραγμάτων. Το ύφος-του διαθέτει την κινηματογραφική ταχύτητα και την άγρια όψη των αμερικάνικων χολιγουντιανών συμπλοκών. Ο λαβύρινθος των προσώπων και των επεισοδίων έχει προσχεδιαστεί ώστε να βγάλει τον Θησέα-αναγνώστη από τους διαδρόμους-του, χωρίς ο τελευταίος να χαθεί, να συγχυστεί (κάπου συμβαίνει και αυτό) ή να πάψει να ελέγχει τα δεκάδες ονόματα που αναφύονται από το πουθενά.
            Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα με το έργο. Θέλετε γιατί ήταν άλλο ένα δουλεμένο αστυνομικό κείμενο που δεν με εξέπληξε; Θέλετε γιατί οι καλές στιγμές της δράσης δεν εξισορρόπησαν την αχανή έκτασή-του; Θέλετε γιατί δεν μπόρεσα να σταθώ στις περιφερειακές της ιστορίας αποχρώσεις που ίσως βάθαιναν την υπόθεση; Ίσως για έναν ακόμα λόγο που τον δουλεύω και θα τον εκθέσω στην επόμενη ανάρτηση…
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 23, 2011

Τσιμπολογώντας τον τύπο: ποικιλία ούζου

Είχα κρατήσει μερικά άρθρα από τον τύπο, ήδη πριν από το Πάσχα, αλλά επειδή αναλωθήκαμε στην ψηφοφορία για το προσφιλέστερο ξένο μυθιστόρημα, δεν βρήκα την ευκαιρία να τα σχολιάσω. Τώρα που βρήκα νέα ερεθίσματα, είπα να τα συμπεριλάβω σε μια συνολική παρουσίαση θεμάτων που αξίζουν αν συζητηθούν.

1.     «Για ποιο πράγμα μιλάμε, όταν μιλάμε για ένα βιβλίο» του Δημοσθένη Κούρτοβικ (Τα Νέα, 16.4.2011)
Ο κριτικός των Νέων εκφράζει ένα βαθύτερο πιστεύω-μου, που θα ήθελα να είναι πυξίδα και των δικών-μου σκέψεων. Ο κριτικός (ή ο ιστολόγος) γράφει για ένα βιβλίο αλλά αυτό το βαθύτερο που αναζητεί να θέσει προς συζήτηση δεν είναι η ίδια η ιστορία ή η τεχνική του έργου, αλλά ένα κοινωνικό θέμα ή ένα ζήτημα που αφορά την ανθρώπινη ζωή. Έτσι, το βιβλίο γίνεται η αφορμή (χωρίς να είναι αυτό μειωτικό) για να μας πάει λίγο παραπέρα, να ανοίξει τη σκέψη-μας σε ευρύτερες σφαίρες και να αποτελέσει το εφαλτήριο για να σκεφτούμε έξω από τις σελίδες-του.
2.     «ΚΚΕ – Κυνόδοντας: 1-0» του Γιάννη Χάρη (Τα Νέα, 16.4.2011)
Ο Ριζοσπάστης κατεδαφίζει ιδεολογικά τον «Κυνόδοντα», όπως είχε κάνει και παλαιότερα με την ταινία τού Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά», με κριτήρια ιδεολογικά και πολιτικά, τέτοια που είχαμε συνηθίσει στη μεταπολεμική περίοδο. Η ταινία, λέει, ταυτίζει τον φασισμό με τον κομμουνισμό και έτσι δημιουργεί ένα αντικομμουνιστικό μέτωπο.
3.     «Ο Παπαδιαμάντης διχάζει το ΚΚΕ» του Λ. Σταυρόπουλου (Το Βήμα, 17.4.2011)
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ριζοσπάστης του Ιανουαρίου εγκωμίαζε τον Παπαδιαμάντη, επειδή μιλούσε υπέρ του λαού, κατήγγειλε “τους πλουτοκράτες του καιρού-του” και εν γένει άρθρωσε έναν κοινωνικό λόγο, όπως αναφέρει ο συντάκτης τού κειμένου Γρ. Τραγγανίδας. Δυο μήνες αργότερα ο Γ. Μαυρίκος, κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ, αντιτάσσει σ’ αυτήν την άποψη το επιχείρημα ότι ο Παπαδιαμάντης δεν μπόρεσε να διοχετεύσει τον λόγο-του σε μια γνήσια λαϊκή αντίδραση εναντίον των πλούσιων της εποχής-του. Ο Ριζοσπάστης ανταπάντησε στον Μαυρίκο με κείμενα των Βάρναλη, Αδάμου και Μπελογιάννη, που αποδέχονται τον Παπαδιαμάντη. Όπως παρατηρείτε, δεν έχει σημασία ποια πραγματικά είναι η αξία του σκιαθίτη συγγραφέα, αλλά ποια ιδεολογία βολεύει για να ράψουμε το κοστούμι-του…
4.     «Ο νικητής Ροθ και ο Νόμπελ» του Γρηγόρη Μπέκου (Το Βήμα, 22.5.2011)
Ο Φίλιπ Ροθ κερδίζει το Μπούκερ και ο συντάκτης του αρθρίδιου (δεν το λέω υποτιμητικά, αλλά λόγω έκτασης) εκφράζει την απορία-του γιατί δεν του απονέμουν και το Νόμπελ. Φυσικά δεν αγνοώ την άποψη που εκφράζεται και εδώ ότι η σουηδική Ακαδημία δεν λαμβάνει υπόψη μόνο λογοτεχνικά κριτήρια, αλλά κυρίως κοινωνικοπολιτικά. Αυτό όμως δεν αναιρεί τις απόλυτες θέσεις του Μπέκου:
α. ο Ροθ είναι “ο κορυφαίος εν ζωή αμερικανός συγγραφέας”
β. “η γραφή και το εύρος του λογοτέχνη” είναι αναμφισβήτητης αξίας
γ. “η καρδιά της πιο πρωτότυπης λογοτεχνίας σήμερα χτυπάει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού”.
Θα μπορούσε να έχει κάποια δίκια σε μια ευρύτερη διατύπωση της θέσης-του, αν και ο καθένας «κουκιά τρώει, κουκιά μαρτυράει». Πιο πολύ όμως με ενοχλούν οι δογματικές και υπερβολικές στη διατύπωση τοποθετήσεις, που δείχνουν ότι πιστεύουμε στην υποκειμενικότητά-μας και δεν αναγνωρίζουμε άλλες απόψεις, τουλάχιστον εξίσου σεβαστές με τις δικές-μας. Αναγνωρίζουμε την αμερικανική λογοτεχνία ως αυταξία ή ως αποτέλεσμα του πολιτισμικού ηγεμονισμού της εν λόγω χώρας, αναγνωρίζουμε τον Ροθ ως μεγάλο λογοτέχνη ή ως αμφισβητία κ.ο.κ.; Θυμίζω ότι στη μικρή δημοσκόπηση που έκανα προ είκοσι ημερών, ο Ροθ δεν κέρδισε παρά ελάχιστα την εκτίμηση των 36 βιβλιόφιλων ψηφοφόρων. Καταλαβαίνω όμως εξίσου ότι όλα αυτά που λέω έχουν την ίδια υποκειμενική βάση (λ.χ. οι ψηφοφόροι του Βιβλιοκαφέ δεν είναι ειδήμονες και το πολύ πολύ να εκφράζουν την πρόσληψη του αμερικανού συγγραφέα στην Ελλάδα, αν όχι στην αφεντιά-τους) και γι’ αυτό δεν μπορώ να είμαι απόλυτος. Αναζητώ λοιπόν ανάλογη μετριοπάθεια…
5.     «“Δεν υπάρχει κρυφός Παπαδιαμάντης”» συνέντευξη στη Λαμπρινή Κουζέλη (Το Βήμα, 22.5.2011)
Ξέρετε γιατί δεν έχουμε σε υπόληψη τους φιλολόγους; Εκτός από το ποινικό-τους μητρώο από την εποχή του σχολείου, ένας ακόμα λόγος είναι ότι εκφράζουν σχεδόν πάντα αγιολογικές απόψεις και στήνουν εικονοστάσια στους συγγραφείς. Ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος δεν απέχει πολύ από αυτό κι ακόμα περισσότερο βλέπει με αλλεργία την ψυχανάλυση και ό,τι αυτή εκφράζει. Μπορώ να πω ότι ο βιογραφισμός που εισηγείται η εν λόγω θεωρία δεν είναι –ούτε κατά τη γνώμη-μου- η καλύτερη προσέγγιση των συγγραφέων, αλλά μερικές φορές είναι ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να φωτίσει παραμέτρους του ίδιου του κειμένου, ισχυρότερο από την αναζήτηση γραφών, εκδόσεων, λέξεων κ.ο.κ. Στον Τριανταφυλλόπουλο χρωστάμε την εξαιρετική έκδοση των πεντάτομων απάντων του Παπαδιαμάντη από τον «Δόμο», αλλά η επιστήμη προχωρά με νέες μεθόδους ανάλυσης και η παραδοσιακή φιλολογία βουλιάζει στα αζήτητα…
6.      «Εντοπιότητα και λογοτεχνία» της Ελισάβετ Κοτζιά (Η Καθημερινή, 22.5.2011)
Σε εποχή παγκοσμιοποίησης και κοσμοπολιτισμού, πόσο η ελληνική λογοτεχνία ανακαλύπτει ξανά το ντόπιο; Η Κοτζιά εύστοχα συγκεντρώνει δημιουργούς από διάφορα μέρη της Ελλάδας, που προβάλλουν ως αντίβαρο στον διεθνισμό την εγχώρια κουλτούρα, την παράδοση και την τοπιογραφία, τη μυθολογία της υπαίθρου που χαράζει τη δική-της πορεία έξω από το κέντρο. Κι αυτή η τάση είναι στην ουσία η μεταμοντέρνα κεντρόφυγος κίνηση που προσπαθεί να αποφύγει την ισοπέδωση και να ξαναγνωρίσει την αξία τού παρελθόντος, να αναζητήσει ιθαγενή ερείσματα σε γλώσσες, πολιτισμούς, λαϊκές πρακτικές και άχρονα βιώματα, να χωρέσει το διαφορετικό μέσα στο όμοιο...
(Η φωτογραφία από το:
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 20, 2011

“Μαύρος Μακεδών” του Θανάση Σκρουμπέλου

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, επειδή θεμελίωσαν λίγο πολύ τον σύγχρονο χάρτη στη Χερσόνησο του Αίμου, ήταν και είναι κομβικό σημείο ανάδειξης των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών.

Ελληνικός πολλά βαρύς και όχι:
Θανάσης Σκρουμπέλος
“Μαύρος Μακεδών”
εκδόσεις Τόπος
2010

            Οι τόποι οι οποίοι βρίσκονται σε μεταιχμιακά σημεία ή κατοικούνται από πολλούς λαούς είναι πρόσφοροι χώροι για μυθιστορήματα που θέλγονται απ’ αυτήν την ανάμιξη φυλών και επιζητούν να αξιοποιήσουν την πανσπερμία για να γεννήσουν –ειδικά στη μεταμοντέρνα εποχή της υβριδικότητας- πλοκές όπου ο διπλής καταγωγής άνθρωπος αποτελεί κομβικό σημείο της δράσης. Η Θράκη του Γ. Βιζυηνού γέννησε τον Μοσκώβ Σελήμ, η Κρήτη της Ρ. Γαλανάκη τον Ισμαήλ Φερίκ πασά και η Μακεδονία του Θ. Σκρουμπέλου τον Σελήμ.
            Όπως στο Βίσιεγκραντ του Ίβο Άντριτς (“Το γεφύρι του Δρίνου”) συμβιώνουν πριν από τις μεταξύ-τους συγκρούσεις ποικίλοι λαοί και θρησκείες των Βαλκανίων, όπως στη Μακεδονία του Δ. Κούρτοβικ (“Τι ζητούν οι βάρβαροι;”) την εποχή των Βαλκανικών πολέμων οι σχέσεις των όμορων λαών δοκιμάζονται, έτσι και στο Μοναστήρι της ίδιας εποχής ο Σκρουμπέλος δημιουργεί μια πολυφωνία οπτικών γωνιών, διαφορετικής εθνικής προέλευσης, για να πλαγιοκοπήσει ζητήματα εθνισμού και εθνικισμού, προσωπικών και συλλογικών συμφερόντων, μεγαλοϊδεατισμού και υπόγειας διπλωματίας. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είναι εντέλει πολύ πρόσφορος χρόνος για να ανατάμουμε τη σύγχρονη βαλκανική πραγματικότητα (δες αντίστοιχα το μυθιστόρημα της Χουζούρη “Σκοτεινός Βαρδάρης” και το έργο της Κακούρη “Ξιφίρ φαλέρ”).
            Ο Σελήμ είναι ο διγενής που γεννήθηκε από τούρκο πατέρα και κρητικιά μάνα, μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια αλλά είχε ελληνική συνείδηση, ήταν μαύρος αλλά πίστευε στο ελληνικό-του αίμα. Από την άλλη είναι ο Μανολιός, που φεύγει από την Κρήτη προκειμένου να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και ο Στόγιαν, που οραματίζεται τη Μεγάλη Βουλγαρία από τον Εύξεινο πόντο μέχρι το Μοναστήρι και από τον Δούναβη ώς το Αιγαίο. Είναι εκπρόσωποι αντίστοιχα του Μεγάλου Ασθενούς, δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και δύο ανερχόμενων χωρών, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, οι οποίες στις αρχές του 20ού αιώνα προσπαθούν να εκμεταλλευθούν τη παρακμή της Υψηλής Πύλης για να επεκτείνουν τα εδάφη-τους.
            Η πολυφωνία του βιβλίου είναι έντονη. Ο καθένας μέσα από τη δική-του αφήγηση εκφράζει τα όνειρα όχι τόσο του εαυτού-του όσο του έθνους-του στην αρχή της ύπαρξής-του. Οι Οθωμανοί που θέλουν να γίνουν Τούρκοι, οι Έλληνες που θέλουν να ξανακτίσουν το παλαιό μεγαλείο με βασικό όχημα την ιστορία και την αίγλη-της και τέλος οι Βούλγαροι που ονειρεύονται τη μεγάλη πατρίδα.
            Η σημειολογία του μυθιστορήματος ξεκινά ήδη από τον τίτλο, συνεπικουρούμενο κι από τη φωτογραφία του μαύρου παιδιού ντυμένου στη μακεδονική τοπική φορεσιά, όμοια μ’ αυτή που θυμόμαστε να φορά ο Παύλος Μελάς. Ο Ρ. Μπαρτ για μια ανάλογη φωτογραφία ενός έγχρωμου μικρού Γάλλου, ντυμένου στρατιωτικά, που χαιρετά τη γαλλική σημαία είχε επισημάνει τη βαθύτερη σημασία στην έννοια της γαλλοσύνης που περιλαμβάνει όλα-της τα παιδιά, λευκά και μαύρα. Με την ίδια λογική, αν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ξανθός, ο σύγχρονος Σελήμ είναι μελαμψός αλλά θαυμάζει τον πρόγονό-του και συνειδησιακά είναι το ίδιο Μακεδόνας μ’ αυτόν. Η “μακεδονοσύνη” δεν είναι γνώρισμα του αίματος ούτε του γενέθλιου τόπου αλλά της βαθιάς αίσθησης της πατρίδας, που ενέχει την ιστορία, τη γλώσσα, την κουλτούρα και πάνω απ’ όλα την αντίστοιχη ιδεολογία.
            Βασικό πλεονέκτημα του μυθιστορήματος είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί στηριγμένη σε ρεαλιστικά στοιχεία και σε ενδελεχείς λεπτομέρειες που αποτυπώνουν με πλήρη αληθοφάνεια την εποχή. Κι ενώ αυτό συμβαίνει και σε άλλα ιστορικά μυθιστορήματα, ο Σκρουμπέλος καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να μεταπηδά μέσα στο κείμενο και να νιώθει κομμάτι της ιστορίας, σαν να τα βλέπει μπροστά-του παραστατικά και ζωντανά σαν σε θέατρο.
            Ωστόσο θα ήθελα να εντοπίσω μια αναντιστοιχία μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου, μεταξύ της πολυεστιακής αφήγησης και της ιδεολογίας που απορρέει. Αν η πολυφωνία αποσκοπεί στην ουδετερότητα και στην επιμέρους εξήγηση της οπτικής γωνίας του καθενός, αν δηλαδή οι τρεις προοπτικές (ελληνική, τουρκική και βουλγαρική) θέτουν μπροστά στον αναγνώστη τα προβλήματα και τους στόχους της καθεμιάς, τότε πώς αυτό δεν εκφράζεται και στο δίκιο που τελικά κατανέμεται στην καθεμία; Από τη μία, ο Τούρκος Σελήμ είναι μισός Έλληνας, ο οποίος μάλιστα έχει ελληνική συνείδηση, και επομένως η αναλογία είναι 1,5/3 Ελλάδα, 0,5/3 Τουρκία και 1/3 Βουλγαρία. Από την άλλη, ο Βούλγαρος βιώνει το δίλημμα ανάμεσα στην ιδιωτική συμπάθεια και το εθνικό συμφέρον, που τον κάνει να προδώσει φίλους και πρώην γείτονες ή ευεργέτες και ο Σελήμ μοιράζεται ανάμεσα στην πατρική μουσουλμανική-του συνείδηση και την ελληνική-του ψυχή, ενώ μόνο ο Έλληνας Μανολιός είναι σταθερός σε μια συγκεκριμένη αταλάντευτη θέση πατριωτισμού, η οποία σκιάζεται εν μέρει από τον έμμισθο σκοπό για τον οποίο ανέβηκε στη Μακεδονία από την Κρήτη.
            Εντέλει ο Σκρουμπέλος έγραψε ένα βιβλίο που ξαναβαφτίζει την ιστορία με τα σύγχρονα μεταμοντέρνα οράματα, αλλά δεν αποκόπτεται από την παράδοση και την εθνική συνείδηση. Αισθητικά είναι ένα έργο ολκής και, παρόλο που ιδεολογικά έχει ακόμα άγκυρες που το δεσμεύουν, διαβάζεται με την αίσθηση μιας δουλειάς που ξέρει να κοιτάζει με σεβασμό τον αναγνώστη.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 18, 2011

Από τη μία όχθη του αναγνωστικού ποταμού στην άλλη

Το βιβλίο είναι μια μηχανή διακτινισμού που με λίγες γραμμές ή σελίδες διάβασμα σε μεταφέρει στην αντίπερα όχθη, για να συναντήσεις το παραμύθι ή τον εφιάλτη, το ρετιρέ ή το υπόγειο, το δάσος ή τη χωματερή τού συγγραφέα. Συχνά βλέπεις από πριν τι θα συναντήσεις, συχνά όμως μένεις έκπληκτος με αυτό που θα βρεις να σε περιμένει.

Χυμός κεράσι με φράουλα:
Από τον ένα κόσμο στον άλλο

            Είναι το βιβλίο μια γέφυρα που συνδέει δύο άγνωστες όχθες; Είσαι εσύ από τη μία και διαβάζεις κι από την άλλη, πριν από μερικούς μήνες ή χρόνια, κάποιος άγνωστός-σου έγραψε στην απέναντι όχθη το έργο-του για να κοινοποιήσει τις σκέψεις ή τους προβληματισμούς-του; Είναι το βιβλίο μια οθόνη που φέρνει σε διάδραση τον δημιουργό με το κοινό-του, τον αναγνώστη με τον συγγραφέα;
            Σκεφτόμουν τις προάλλες, καθώς διάβαζα, πως ένας άγνωστός-μου άνθρωπος κάθισε να φτιάξει έναν κόσμο από λέξεις και ιδέες, έναν κόσμο που είτε τον έζησε είτε τον έπλασε εξ αρχής, είναι ένα φανταστικό σύμπαν, ένα σύμπαν δημιουργημένης πραγματικότητας, έστω κι αν στηρίζεται σε αληθινά ή βιωμένα γεγονότα. Ο δημιουργός λοιπόν αποφασίζει πως μια ιστορία η οποία κόβει βόλτες στο μυαλό-του, αξίζει να δημοσιευτεί. Κάθεται λοιπόν, ο καθένας με τον τρόπο-του, και μετατρέπει σε λέξεις τον γαλαξία που έχει σκαρφιστεί, γεμίζοντάς-τον με αστέρια, κομήτες, αστερόσκονη, ούφο ή οτιδήποτε άλλο πιστεύει ότι θα τον κάνουν παραστατικό ή κρυπτικό, μαγικό ή ωμό, γεμάτο συναισθήματα ή σκέψεις, ρεαλιστικό ή υπερρεαλιστικό κ.ο.κ.
            Όλα τα χιλιάδες-(δις)εκατομμύρια βιβλία που γράφτηκαν είναι μια ατελείωτη σειρά δημιουργημένων οχθών, μια terra incognita ανεξερεύνητων ηπείρων, με ιστορία και κουλτούρα, με φυσικό περιβάλλον και πόλεις, με ανθρώπους που ζουν τη δική-τους ζωή μέσα στις σελίδες-τους. Μια τεράστια χάρτινη κοσμοθήκη μπορεί να δώσει στον καθένα-μας το πλήθος των επιλογών που θα τον μεταφέρουν (με ένα είδος διακτινισμού) σε άλλα μήκη και πλάτη της ανθρώπινης συνείδησης και κοσμοθεωρίας, σε άλλα επίπεδα ζωής.
            Ο αναγνώστης έτσι ανοίγει το βιβλίο, περνάει τη γέφυρα και εισέρχεται βαθμιαία στον νεοανακαλυφθέντα κόσμο, προσπαθεί να τον αποκωδικοποιήσει και να καταλάβει τι έχει να του δώσει. Ένας εκούσιος εξερευνητής που βουλιάζει στον χάρτη που ανοίγεται μπροστά-του και έτσι ταξιδεύει έξω από το σπίτι-του, την πόλη-του, τη χώρα-του, έξω από την πραγματικότητα όπως αυτός τη βιώνει. Αυτό ίσως είναι και το μεγαλείο ενός βιβλίου: πολλαπλασιάζει τις εμπειρίες-μας, μας μεταφέρει στον γαλαξία μιας άλλης ζωής, όχι αυτής του συγγραφέα αλλά αυτής των ηρώων-του, μας ανοίγει μια πόρτα δίνοντας στη μερικότητά-μας έναν φανταστικό πλουραλισμό.
            Με κάθε βιβλίο που διαβάζουμε, με κάθε ταινία που βλέπουμε, με κάθε θεατρικό έργο που απολαμβάνουμε, γινόμαστε για λίγο κάποιοι άλλοι. Μια ψυχαναλυτική διχοστασία, ένα déjà vu που ποτέ ίσως δεν είχαμε ζήσει πραγματικά, μια ταύτιση με έναν ξένο… Κι ακόμα περισσότερο, γεμίζουμε με εμπειρίες που στον πραγματικό κόσμο δεν θα μπορούσαμε, δεν θα προλαβαίναμε καλύτερα, να γευτούμε. Η ζωή-μας έτσι, από 70-80 χρόνια που διαρκεί, εκτείνεται σε ώρες, μέρες, μήνες, έτη μέσα από τον χωροχρόνο του βιβλίου, από την έκτασή-της που συνήθως καταλαμβάνει μερικές εκατοντάδες στρέμματα απλώνεται σε παγκόσμιες διαστάσεις.
            Η ανάγνωση μάς βγάζει από το αποκλεισμένο νησί του κόσμου-μας, ένα νησί που περιρρέεται από ρεύματα ποταμού, και μας περνά –όχι πάντα αβρόχοις ποσί- στην άλλη όχθη.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, May 15, 2011

“Στο τρένο” της Δώρας Κασκάλη

Πολλές φορές χαζεύω τους ανθρώπους στο πλοίο ή ακόμα περισσότερο στα αεροδρόμια και φαντάζομαι ιστορίες, που, αν ήμουν συγγραφέας, θα τις επανέθετα στο χαρτί. Ειδικά στον κοσμοπολιτισμό των αεροδρομίων όπου περνούν πλείστοι όσοι Έλληνες και ξένοι, με τα μπαγκάζια-τους και τους συνοδούς-τους, η φαντασία οργιάζει για τον σκοπό του ταξιδιού-τους, τις μεταξύ-τους σχέσεις, τις πίκρες που κουβαλάνε μαζί-τους…

Εσπρεσσάκι:
Δώρα Κασκάλη
“Στο τρένο”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2010

            Η νεαρή συγγραφέας συστήνει μια οκτάδα διηγημάτων, που θα τα χαρακτηρίζαμε ομόθεμα, αφού όλα εκτυλίσσονται στο τρένο, και έτσι η συλλογή αποκτά έναν κεντρικό άξονα που συνέχει τις επιμέρους ιστορίες. Οι αφηγήσεις αφορούν σε ανθρώπους που ταξιδεύουν στο βαγόνι του συρμού-τους και κάθε ταξίδι συνδέεται με μια ζωή την οποία κρύβει πίσω-του. Καταγράφω εν συντομία το περίγραμμα των υποθέσεων:
1)        Ένας παντρεμένος μπλεγμένος σε περίπτωση απιστίας, 2) μια trophy γκόμενα φλερτάρεται από έναν άγνωστο, αλλά μέχρι εκεί…, 3) ένας ηλικιωμένος σκέφτεται τα ενήλικα παιδιά-του, 4) πρώην πόρνη, που πλέον έχει παντρευτεί στο χωριό, θυμάται τις «δουλειές» που έκανε στο τρένο, 5) ένας metrosexual διανοούμενος που φαίνεται στους συστρατιώτες-του ομοφυλόφιλος προσπαθεί να αποτινάξει την κατηγορία, 6) πολυεστιακή αφήγηση από τα μέλη μιας οικογένειας που ταξιδεύουν μαζί αλλά ουσιαστικά ζουν πολυφωνικά την ατομικότητά-τους, 7) ένας ηλικιωμένος χωρικός ξαναβλέπει τη ζωή-του και 8) απολογισμός.
Τι συγκρατεί κανείς από αυτά τα δειλά, θα έλεγα, διηγήματα; Αφενός γλώσσα και σκηνοθεσία, χωρίς να είναι έντονες και αιχμηρές, στήνουν την ατμόσφαιρα με ήπιους αλλά συνάμα και γλαφυρούς τόνους. Είμαστε κι εμείς στο τρένο και παρακολουθούμε από μια άκρη τον πρωταγωνιστή, ενώ πολλές φορές βρισκόμαστε ταυτόχρονα και μέσα στην ψυχή-του παρακολουθώντας τον εσωτερικό-του μονόλογο.
Μια έντονη εντύπωση τότε διαπερνά τον αναγνώστη (κι αυτό είναι το δεύτερο που κρατά κανείς), μια εντύπωση ότι οι επιβάτες ταξιδεύουν μόνοι, ακόμα κι αν συνοδεύονται, αφού ο κόσμος-τους λίγο εφάπτεται με αυτόν των γύρω-τους. Γενικεύοντάς-το θα έλεγα ότι κάθε πρόσωπο κουβαλά τη ζωή-του η οποία, ενώ διασταυρώνεται με πλείστα άτομα, αυτή στην ουσία είναι μοναχική, κλειστή, συναισθηματικά αδιέξοδη. Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια μοναχική πορεία με τρένο από ένα παρελθόν που συνεχώς βοά σε ένα μέλλον που δεν ξέρει κανείς πώς θα εξελιχθεί. Οι συναντήσεις με άλλους είναι μια σύντομη παρένθεση, όσο διαρκεί το ταξίδι, που δεν αλλάζει ριζικά το δρομολόγιο ή τη ζωή-μας.
Εκτός από το 4ο διήγημα που το χάρηκα, η κορύφωση ήλθε στο τελευταίο, όπου μιλά το ίδιο το τρένο. Με μια λυρική-ποιητική εξιστόρηση κάνει τον απολογισμό της ζωής-του, θυμάται και νοσταλγεί, αποκαλύπτει ιδιαίτερες περιπτώσεις επιβατών αλλά και εργαζομένων, αναπολεί πως ήταν καταφύγιο και φευγιό, φυλακή αλλά και ανάσα, μέσο για να πάει η γυναίκα εκείνη στον έρωτά-της (η συγγραφέας;)… Είδα σ’ αυτό το τελευταίο το γιατί το τρένο μπορεί να είναι πεδίο σκέψεων και παρατήρησης των άλλων, γιατί καθένας όπως και η ίδια έχει μια ιστορία στην οποία πηγαίνει ή από την οποία δραπετεύει. Το βιβλίο έκλεισε συγκινητικά…
Θα ήθελα πιο πολλή ένταση. Πιο πολύ τσαγανό σε ό,τι είδα μέσα στο «Τρένο». Πολλές ιστορίες δεν τις θυμάμαι καν. Άλλες μου άφησαν μια γεύση απαλή που δεν κράτησε. Αλλά όλα αυτά είχαν ένα ρομαντικό τέλος που ένιωσα ότι γνώρισα λίγο καλύτερα την άγνωστη Δώρα που μου έστειλε το βιβλιαράκι-της. Την ευχαριστώ.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, May 12, 2011

“Πρίγκιπες και δολοφόνοι” του Μιχάλη Γεννάρη

Πώς μπαίνει κανείς στον λογοτεχνικό στίβο; Γαντζωμένος στην έμπνευσή-του και οιστρηλατημένος από την αύρα-της; Διαβασμένος και γαλουχημένος από τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας; Συγκλονισμένος από τη μοίρα και τις ανατροπές-της; Αποφασισμένος να δοκιμάσει την πέννα-του, αφού τη βουτήξει στο νοητικό ή το συναισθηματικό-του μελανοδοχείο;

Ελληνικός διπλός:
Μιχάλης Γεννάρης
“Πρίγκιπες και δολοφόνοι”
Εκδόσεις Ίνδικτος
2010

Βαριά σεκλέτια, χειμαρρώδης λόγος, εσωτερικός μονόλογος σε μορφή δημόσιας εξομολόγησης, ρεμπέτικη ατμόσφαιρα, πολυπρόσωπη δράση, κόσμος της νύχτας αλλά και της καθημερινότητας, τραγούδι στην πίστα, μπουρδέλα, λαϊκές αγορές, δυτικές συνοικίες, έρωτες και μικροπροδοσίες, παιδιά και αριβιστικές έγνοιες, σκληροί ανταγωνισμοί και απέλπιδες προσπάθειες.
            Όποιος μπει στο πρωτόλειο του Γεννάρη συναντά έναν κυκεώνα στιγμών, σκέψεων, προσώπων, σκηνικών, φωνών και φωτισμών. Μια γυναίκα μεσήλικας, με τρία παιδιά, εξιστορεί την πολυδαίδαλη ζωή-της από το Μπραχάμι ως τον Κορυδαλλό κι από το πάλκο ως το λεωφορείο που κατευθύνεται προς το Ξυλόκαστρο. Όλη της η ζωή ανάμεσα στη μάνα και στις αδελφές-της έως τα τρία παιδιά-της δίνεται σε μια λαβυρινθώδη εναλλαγή σκηνών που αναδεικνύουν τη μικροαστική-της νοοτροπία και την αγωνία-της να υπερκεράσει τις αντίζηλές-της.
            Το βασικό θετικό γνώρισμα του συγγραφέα που δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι η γλώσσα της αφηγήτριας, η οποία συγχέει σκόπιμα την απλή καθομιλουμένη με ιδιολεκτικές κατασκευές αλλά και καθαρευουσιάνικες ελληνικούρες. Λαϊκή θυμοσοφία και απόσταγμα της ζωής, θυμικές εξάρσεις αλλά και βαθιά φιλοσοφημένες κατινιές, χολή και απόγνωση ανάμικτες με λόγο υπεράνω και γενναιόδωρο. Θυμίζει Αλέξανδρο Κοτζιά, όταν ο μονόλογος μπλέκει πρόσωπα και σκέψεις, αναμιγνύει επίπεδα, εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο του αφηγητή και τολμά να παρακολουθεί την εξωτερική πραγματικότητα σε παρόν και παρελθόν, ενωμένα στον ίδιο χωροχρόνο.
            Ας πούμε ότι αυτό δεν είναι παρωχημένο, αν και, άπαξ και χρησιμοποιήθηκε, δεν φαντάζει πια κάτι τόσο αξιόλογο. Ας πούμε ότι η γλώσσα αυτή αντικατοπτρίζει μια ψυχοσύνθεση που ξαφνιάζει με τη θυελλώδη ορμή της και δεν ενοχλεί με τους αβυσσαλέους κυματισμούς-της. Αυτό που δεν μπορεί να το αντέξει κανείς είναι ο πλουραλιστικός καταιγισμός στοιχείων που πέφτουν σωρηδόν. Δοκίμασα να φτιάξω ένα υποτυπώδες γενεαλογικό δέντρο, αλλά έμεινα στα στοιχειώδη. Δοκίμασα να καταλάβω σχέσεις ανθρώπων και ψυχοσυνθέσεις και πνίγηκα στο τσουνάμι απανωτών χειμάρρων και πολυπρόσωπων δινών. Το έργο σκόπιμα δεν έχει αρχή και τέλος, με αποτέλεσμα καμιά αναγνωστική απόλαυση να μην μπορεί να προκύψει, ακόμα κι αν προσπαθήσει κανείς να κατέβει από τη γλώσσα στο βάθος της πλοκής.
Φιλόδοξο έργο και με κόπο πλασμένο, αλλά προσκρούει στην αδυναμία του ανθρώπινου μυαλού, τουλάχιστον του δικού-μου, να αποκωδικοποιήσει όλο αυτό το ψηφιδωτό και να βρει μετά απ’ όλο αυτόν τον κυκεώνα το νόημα, την ιδεολογία, τον παλμό του κειμένου. Βλέπει κανείς τις συνυποδηλώσεις των ονομάτων από τη μυθολογία (Πριαμίδες, Εκάβη, Έκτορας, Πάρις) και την Παλαιά Διαθήκη (Αβραάμ) αλλά δεν μπορεί να συλλάβει την προθετική-τους σύνδεση. Ίσως η εγκεφαλικότητα στη σύνθεση γίνεται η ίδια κινούμενη άμμος που καταπίνει την αναγνωστική υποδοχή. Βλέπει κανείς τον κόσμο των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας αλλά δεν μπορεί να ξεκλειδώσει την ένταξή-τους μέσα στην ιστορία. Γενικά οσμίζεται πράγματα αλλά δεν βλέπει φαγητό…
Ίσως το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Ένα μοντερνιστικό κείμενο που απαιτεί άπειρες πόρτες για να το αλώσεις, χάνει τον αναγνώστη-του και αποβαίνει κρυπτικό, εσωστρεφές, κλειστό, απόρθητο, ελιτίστικο… Ο μοντερνισμός απομάκρυνε τον αναγνώστη από το έργο και τον έκανε είτε καταναλωτή ευπώλητων ή ανατόμο των κειμένων που ζητάνε νυστέρι και όχι μολύβι για να γεννήσουν το μήνυμά-τους.
Φιλόδοξο έργο, γραμμένο με πολλή τέχνη. Ωστόσο, ενώ ο αναγνώστης μπορεί να θαυμάσει την τοιχογραφία των ανθρώπων και την ανθρωπογεωγραφία των τύπων και να αναγνωρίσει τη γλώσσα και τα φιδογυρίσματά-της, μένει μετέωρος σε έναν λαβύρινθο που δεν τον φιλοξενεί.

Ευχαριστώ τον Μιχάλη Γεννάρη που μου εμπιστεύτηκε τον κόπο-του.
Πατριάρχης Φώτιος