Δύο τρόπους έχει ο Χωμενίδης να
προσεγγίζει την πραγματικότητα, ή να την πλάθει: με τον ειρωνικό τρόπο της
ανατροπής και με τον πολιτικό τρόπο της ερμηνείας. Συχνά τα κάνει και τα δύο.
Καπουτσίνο
με σαντιγί:
Χρήστος
Χωμενίδης
“Νεαρό
άσπρο ελάφι”
εκδόσεις
Πατάκη
2016
|
Πριν το διαβάσω:
Γιατί
το διάλεξα; Επειδή ο Χωμενίδης είναι ένας εξαιρετικός παραμυθάς, ένας
χειμαρρώδης αφηγητής, ένας μαέστρος της μυθιστορηματικής ροής. Κι όταν αυτό
μπει στην υπηρεσία μιας σοβαρής αντιμετώπισης του θέματός-του, τότε κάνει
θαύματα, μικρά και μεγάλα. Όταν όμως το αφήσει ασύδοτο να ξεχύνεται χωρίς
φρένο, γίνεται ευτελές και ανούσιο. Τι θα δούμε λοιπόν;
Καθώς το διάβαζα:
Το
νέο-του μυθιστόρημα ξεκινά, αφήνοντας μεγάλες προσδοκίες. Ο παροπλισμένος συγγραφέας Μηνάς Αβλάμης ζει νωχελικά στην Κέρκυρα,
μακριά από τη βαβούρα της πρωτεύουσας και τις δημόσιες σχέσεις της πρότερης
συγγραφικής-του ζωής. Ώσπου δέχεται μια
απροσδόκητη πρόσκληση να παρευρεθεί στην Κυδωνία, πόλη της Μακεδονίας, όπου
διοργανώνεται μια τιμητική βραδιά (και άλλα πολλά) προς τιμή-του. Αφήνει
θέλοντας και μη την ερωμένη-του Θάλεια, γυναίκα του δικηγόρου Κουτούζη, ο
οποίος έχει σε κλινική στα Γιάννινα μια παραπληγική κόρη, και πετάει για την
Κυδωνία. Ως εδώ το δέσιμο της αφήγησης, τα γεγονότα και οι χαρακτήρες
προοιωνίζονται μια δυνατή πλοκή, που θα συναρμόσει το συγγραφιλίκι με την
ράθυμη ζωή και μερικές τραγωδίες με ήπιο βλέμμα.
Μόλις
όμως αφήσουμε την Κέρκυρα και τα Γιάννινα και βρεθούμε στην Κυδωνία, αρχίζει ένας κυκεώνας τραγελαφικών σκηνών: από
τον πλούσιο δήμαρχο Παύλο Παύλου του Παύλου, που σαν κοάλα περιφέρεται
νεοπλουτίστικα και ελέγχει τη ζωή στην πόλη, μέχρι τους πλείστους
κατοίκους-της, άνδρες και γυναίκες, που βλέπουν τον Αβλάμη με θαυμασμό. Από
αυτό το σημείο και εξής ο Χωμενίδης ξαναβάζει τα παπούτσια που φορούσε στον “Κόσμο στα μέτρα-του” και ξαναθυμάται ό,τι είχε ξεχάσει στη “Νίκη”: συνεχής τραγικοκωμωδία, μικρά και
μεγάλα παράδοξα, ένα υποδόριο χιούμορ που συχνά βγαίνει στην επιφάνεια και
ανατρέπει ό,τι έχει χτιστεί μέχρι τότε, χαρακτήρες-καρικατούρες,
κίτρινα κοστούμια και κιτς σκηνικά… Ο συγγραφέας, εκούσια φαντάζομαι,
αφήνεται στο ρεύμα της ατιθάσευτης σάτιρας, της σπουδαιογελοίας κριτικής, των
φαρσικών επεισοδίων, αφήνοντας τον αναγνώστη να αντιληφθεί το “γιατί”.
Κι
αυτό το “γιατί”, όσο και αν παίρνει απάντηση, υποβαθμίζεται με τον τρόπο γραφής
στον οποίο παρασύρεται ο πεζογράφος.
Το
“γιατί” φαίνεται να εξηγείται από τη διάθεση του Χωμενίδη να καταδείξει την απίστευτη
απαξίωση που τρέφει η ελληνική κοινωνία για τους διανοούμενούς-της. Τους σοβαρούς τους υποβαθμίζει και τους
ασόβαρους τους επιζητεί σαν γλάστρες στα σόου-της, σαν φλούδες σοκολάτας
στην τούρτα-της, σαν αξιοσέβαστο γελωτοποιό στα πάρτι-της. Το βιβλίο γίνεται
έτσι ένα αξεσουάρ που τους θέτει στο κέντρο, με τις ιστορίες που περιέχονται σ’
αυτό ή με ιστορίες που συνοδεύουν τον δημιουργό-του εν είδει πιπεράτου
καρυκεύματος. Η εξουσία χρησιμοποιεί τη
λογοτεχνία σαν ακριβό γουναρικό.
Ή
μήπως ο Χωμενίδης εστιάζει στον άνθρωπο-τίποτα που γίνεται κάτι, μέσω
αμφιλεγόμενων τρόπων συγγραφής και management και κατόπιν
εισπράττει τα επίχειρα της “δόξας”-του; Αυτός που “στο πανελλήνιο πανηγύρι της
ματαιοδοξίας, αυτός δεν ήταν παρά ένας ευσυνείδητος οπερατέρ” γράφει βιογραφίες
για τα κονομήσει, ενώ παράλληλα γράφει και λογοτεχνία! Αυτός, ενώ φαινομενικά
δεν θέλει πλέον πολλά πολλά με τη δημοσιότητα, στην ουσία καλοκοιτάζει τις
τιμές, τις ωραίες γυναίκες που τον θαυμάζουν και τους προβολείς της κοινωνίας
που είναι ριγμένοι πάνω-του.
Ασχέτως ερμηνείας, ο Χωμενίδης γράφει μια υπερβολή, τραβηγμένη
όπου μπορεί από τα μαλλιά, παραγεμισμένη με ευτράπελα και ξεχειλωμένα συμβάντα,
παραφουσκωμένη ώστε να μην μπορεί να χωρέσει στη συνείδησή-μας. Παραδείγματος
χάριν, ο αναγγελθείς θάνατος του Αβλάμη είναι το αποκορύφωμα, αναληθοφανής και
αιωρούμενος, ακραίος αφηγηματικά και καρτουνίστικος, γελοιογραφικά αποδοσμένος
και σκηνοθετημένος σαν σε αμερικάνικη κομεντί. Κι εκεί συρράπτονται τα διάφορα
επεισόδια της ζωής του Αβλάμη με τους πρωταγωνιστές-τους να ξαναβρίσκονται στο
τιμητικό δείπνο, εκεί συρράπτονται αλήθειες και ψέματα, αναμνήσεις και
προδοσίες. Η εκδίκηση απέναντι σε έναν συγγραφέα που ζει εις βάρος των άλλων
και που γράφει … “επί πτωμάτων” μετουσιώνεται σε μια ευμεγέθη φάρσα!
Αφού το διάβασα:
Τελικά, ο Χωμενίδης
πετά τον συγγραφέα-ήρωά-του στο κλουβί με τα λιοντάρια κι, αφού τον αφήνει να
τον γελοιοποιήσουν, τον κρεμά στην εκδίκησή-τους για τη μετριότητά-του. Και το
κάνει αυτό επειδή τον θεωρεί δραπέτη της ζωής, αφού τη χρησιμοποιεί, όπως και τους
ανθρώπους-της, για να δημιουργήσει, ενώ ποτέ δεν ανέλαβε μέχρι τέλους τις
ευθύνες-του. Η ιδέα μοιάζει δυνατή, αλλά, όταν τη περιλούζει με ένα σωρό κιτς
μπιχλιμπίδια, χάνει κάθε γεύση, χάνει κάθε ουσία.
[Οι εικόνες της ανάρτησης
αντλήθηκαν από: www.thenervousbreakdown.com, www.tigerwires.com, disney.wikia.com, everything.plus, www.salon.com, www.newsbomb.gr, lolanaenaallo.blogspot.com και www.gettyimages.com]
Εις
μνήμην Μάρης Θεοδοσοπούλου
και
Παντελή Καλιότσου
Πατριάρχης
Φώτιος
2 comments:
Εμένα πάλι μία αφήγηση στην οποία ολόκληρη πόλη συντονίζεται και συγκεντρώνεται για να τιμήσει έναν εν ζωή -και μάλιστα παροπλισμένο και μέτριο- συγγραφέα, μου φαίνεται ότι ανήκει στην καθαρόαιμη λογοτεχνία του φανταστικού...
Anonyme,
το σκηνικό του βιβλίου είναι ουτοπικό: μια πόλη που δεν υπάρχει, ένας δήμαρχος ανανεωτικός και ρηξικέλευθος,
με ακραίες κιτς εξτρίμ δράσεις.
Αν αυτό το λες "φανταστικό", μαζί-σου.
Π.Φ.
Post a Comment