Ο 31άχρονος πλέον Κορτώ είναι ένα φαινόμενο στα ελληνικά γράμματα, ασχέτως της ποιότητας του συγγραφικού-του έργου. Όχι μόνο με τα πολυάριθμα κείμενά-του αλλά και με τον τρόπο που χτυπά και φεύγει. Κι αν στόχος-του ήταν να κάνει εντύπωση, ασχέτως αν τα βιβλία-του καταλήξουν στην ανακύκλωση ή στη βιβλιοθήκη, τότε νομίζω ότι το πέτυχε.
“Дεκαέξι”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010
Το τελευταίο-του έργο αναφέρεται στη δεκαετία του ’50, όταν, λίγο μετά το θάνατο του Στάλιν, αυτοκτονεί και ο περιβόητος συνθέτης Πιοτρ Ραμπίνοβιτς. Λίγο καιρό μετά, η δεκάτη έκτη συμφωνία του θεωρείται από το καθεστώς ύποπτη για αποσκιρτήσεις και επαναστατικές κινήσεις μέσα στο έδαφος της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας.
Ίσως είναι το πιο αργό και βαρετό έργο του Κορτώ, το οποίο όμως γι’ αυτό τον λόγο ίσως είναι και το πιο στιβαρό-του βιβλίο, στηριγμένο όχι στην προκλητικότητα των λόγων ή των καταστάσεων, αλλά στη διάθεση του πεζογράφου να συνθέσει μια ιστορία με προεκτάσεις και δεύτερα επίπεδα. Βασικά γνωρίσματα του κειμένου το καθιστούν αξιανάγνωστο:
-ολοκληρωμένα πρόσωπα που δεν έχουν μονοδιάστατες εμμονές αλλά που αναδεικνύονται ως πολύπλευροι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες. Ο Πιοτρ Ραμπίνοβιτς παρουσιάζεται σαν μια ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που, ενώ είχε έντονη σταλινική στήριξη, ήταν συνάμα και αντισυμβατικός, sui generis, καλλιτέχνης με προσωπικές προτιμήσεις και συνήθειες, αμφισεξουαλικός (;), με πάθος για τη μουσική και με υψηλές γνωριμίες, με αθυρόστομο λόγο. Παράλληλα, ο Αλεξέι Σαμοϊλένκο, βοηθός του μαέστρου, δείχνει τον συνεσταλμένο χαρακτήρα-του, με κρυφές έξεις αλλά και σιωπηλή ιδιοσυγκρασία, με πίστη στον ημίθεο Ραμπίνοβιτς και ταυτόχρονα με δέος και σεβασμό στο έργο-του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο σεβάσμιος Τόμας Μαν, η μητρική φιγούρα της Φάινα, ο ηδυπαθής Ιταλός ιερέας Βιτόριο Αλεσαντρίνι, οι τύποι των πρακτόρων της КαГκεΜπε κ.ο.κ. παρελαύνουν με συγκεκριμένα και σαφώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά.
-η γλώσσα του Κορτώ ήταν και είναι χυμώδης και χειμαρρώδης, λιγότερο προκλητική από άλλα-του βιβλία, αλλά πάντα πλούσια και πολυποίκιλη, γεμάτη ακρίβεια και εικονοποιητική δύναμη, να απλώνεται σε κάθε πτυχή των προσώπων, των καταστάσεων, των σκηνών.
Το βιβλίο φυσικά είναι φλύαρο και απέραντο στις περιγραφές λεπτομερειών και επιμέρους επεισοδίων. Ο αναγνώστης πιθανόν να κουραστεί από την έκταση των σκηνών και των ατελείωτων αφηγήσεων που διασπούν τη ροή των διαλόγων. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Κορτώ δοκίμασε τις δυνάμεις-του σε μια μίμηση έργων του ρωσικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα. Όπως στο “Ανιμάλ” αποπειράθηκε ολοφάνερα να μιμηθεί το ύφος και την τεχνική της Άγκαθα Κρίστι στήνοντας ένα κριστικό αστυνομικό έργο, τόσο ξένο με την αισθητική των σημερινών αστυνομικών μυθιστορημάτων, έτσι και τώρα βουτάει στην αφηγηματική φόρμα του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι ή δεν ξέρω κι εγώ ποιου άλλου, για να πειραματιστεί πάνω στα βήματά-τους.
Εν τέλει σε ποιο δεύτερο επίπεδο πετυχαίνει να αναχθεί ο Κορτώ, πίσω από το πρώτο επίπεδο της λείας επιφάνειας της αφήγησης; Προχωρά πέρα από την αυτοβιογραφικότητα που στο πρόσωπο του Ραμπίνοβιτς (με μικρό όνομα το ίδιο με το πραγματικό βαφτιστικό του συγγραφέα), εξεικονίζει την αγάπη-του για τη μουσική και δη τον Σοστακόβιτς, τη σεξουαλική-του ιδιαιτερότητα, τον ιδιοσύστατο χαρακτήρα-του κ.ο.κ.; Θέτει τη δύναμη της μουσικής στη μέση μεταξύ εξουσίας, λογοτεχνίας, θρησκείας, πολιτικής και έτσι αναδεικνύει τη «μαγική»-της διάσταση, που την καθιστά παιδί του Ιανού, μαζί καθεστωτική και αντικαθεστωτική, μαζί λατρευτή και απωθητική, μαζί εξεγερτική και καθησυχαστική;
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment