Όποιος έχει διαβάσει το “Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη” έχει ήδη εξοικειωθεί με τον τρόπο γραφής του Βούλγαρη: κείμενο με παραθέματα, εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος, σχολιαστικό ύφος, αναδίφηση κειμένων και ιστορική (αρχειακή) δουλειά πίσω από τη μυθοπλασία.
Το φετινό του βιβλίο τηρεί αυτές τις προσωπικές του επιλογές. Ακόμη περισσότερο παίζει με τον συγγραφέα που μιλάει για έναν άλλο συγγραφέα που βρήκε ένα ημιτελές μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα. Η τεχνική αυτή που λέγεται myse en abyme μπορεί να αποβεί εξαιρετικά αποτελεσματική, όταν το ένα κείμενο αντικατοπτρίζει το άλλο, οι συγγραφείς έχουν μια αναλογική σχέση, το ένα αφηγηματικό επίπεδο εισχωρεί μέσα στο άλλο κ.λπ. Δες για παράδειγμα την πρώτη νουβέλα από τη “Χίμαιρα” του Τζων Μπαρθ.
Ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί εντέλει αυτόν τον τρόπο γραφής πιο πολύ ως παιχνίδι εποχών παρά με τον μεταμοντέρνο τρόπο των αντανακλάσεων. Ανάλογα με το ποιος εντέλει έγραψε το ημιτελές μυθιστόρημα (ο Μάριο Κόντι ή Μαρί Σκαρλά της δεκαετίας του ’20 ή ο Γιώργος Τσουκαλάς της μεταπολεμικής πεζογραφίας), διαφοροποιείται και η ερμηνεία του: η προσπάθεια να εξηγηθεί η λαϊκή λογοτεχνία του μεσοπολέμου με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα αναγνώσματα-θέματα που απασχολούσαν το αναγνωστικό κοινό. Η δεκαετία του ’20 δεν είναι και πολύ γνωστή κι ο αναγνώστης έχει ένα είδος περιέργειας να τη γνωρίσει…
Ως σκέψη ακούγεται ιδιαίτερα ευφυής, αλλά… φλυαρία, φλυαρία, παστίς, σχόλια και άρθρα από εφημερίδες της εποχής, ανάπλαση της περιόδου χωρίς πλοκή, χωρίς επεισόδια, χωρίς γεγονότα που να αξιοποιούν το πρωτογενές υλικό. “Τεκμηριωτική λογοτεχνία”, την ονομάζει κάπου ο Ζήρας. Αλλά, τα τεκμήρια μέσα στην εξέλιξη μιας υποτυπώδους ιστορίας, χωρίς να στηρίζεται η ιστορία επαρκώς, καταντούν στείρα αρχειολαγνία. Εν κατακλείδι, τα δημοσιεύματα δεν δίνουν πειστικά το πλαίσιο της εποχής και έτσι δεν αιτιολογείται η ανάγνωση λαϊκών έργων από τον μέσο αναγνώστη.
Η πεζογραφία μας προσπαθώντας να τεντώσει τα όριά της πειραματίζεται κι αυτός ο πειραματισμός δεν είναι πάντα αρνητικός. Όταν αυτού του είδους η “τεκμηριωτική λογοτεχνία” βρει τον μάστορά της (έχουν ίσως κάποια δείγματα ως τώρα) μπορεί να ανοίξει το πλαίσιο «μυθιστόρημα» και να δούμε πιο στιβαρές δομές.
Το φετινό του βιβλίο τηρεί αυτές τις προσωπικές του επιλογές. Ακόμη περισσότερο παίζει με τον συγγραφέα που μιλάει για έναν άλλο συγγραφέα που βρήκε ένα ημιτελές μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα. Η τεχνική αυτή που λέγεται myse en abyme μπορεί να αποβεί εξαιρετικά αποτελεσματική, όταν το ένα κείμενο αντικατοπτρίζει το άλλο, οι συγγραφείς έχουν μια αναλογική σχέση, το ένα αφηγηματικό επίπεδο εισχωρεί μέσα στο άλλο κ.λπ. Δες για παράδειγμα την πρώτη νουβέλα από τη “Χίμαιρα” του Τζων Μπαρθ.
Ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί εντέλει αυτόν τον τρόπο γραφής πιο πολύ ως παιχνίδι εποχών παρά με τον μεταμοντέρνο τρόπο των αντανακλάσεων. Ανάλογα με το ποιος εντέλει έγραψε το ημιτελές μυθιστόρημα (ο Μάριο Κόντι ή Μαρί Σκαρλά της δεκαετίας του ’20 ή ο Γιώργος Τσουκαλάς της μεταπολεμικής πεζογραφίας), διαφοροποιείται και η ερμηνεία του: η προσπάθεια να εξηγηθεί η λαϊκή λογοτεχνία του μεσοπολέμου με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα αναγνώσματα-θέματα που απασχολούσαν το αναγνωστικό κοινό. Η δεκαετία του ’20 δεν είναι και πολύ γνωστή κι ο αναγνώστης έχει ένα είδος περιέργειας να τη γνωρίσει…
Ως σκέψη ακούγεται ιδιαίτερα ευφυής, αλλά… φλυαρία, φλυαρία, παστίς, σχόλια και άρθρα από εφημερίδες της εποχής, ανάπλαση της περιόδου χωρίς πλοκή, χωρίς επεισόδια, χωρίς γεγονότα που να αξιοποιούν το πρωτογενές υλικό. “Τεκμηριωτική λογοτεχνία”, την ονομάζει κάπου ο Ζήρας. Αλλά, τα τεκμήρια μέσα στην εξέλιξη μιας υποτυπώδους ιστορίας, χωρίς να στηρίζεται η ιστορία επαρκώς, καταντούν στείρα αρχειολαγνία. Εν κατακλείδι, τα δημοσιεύματα δεν δίνουν πειστικά το πλαίσιο της εποχής και έτσι δεν αιτιολογείται η ανάγνωση λαϊκών έργων από τον μέσο αναγνώστη.
Η πεζογραφία μας προσπαθώντας να τεντώσει τα όριά της πειραματίζεται κι αυτός ο πειραματισμός δεν είναι πάντα αρνητικός. Όταν αυτού του είδους η “τεκμηριωτική λογοτεχνία” βρει τον μάστορά της (έχουν ίσως κάποια δείγματα ως τώρα) μπορεί να ανοίξει το πλαίσιο «μυθιστόρημα» και να δούμε πιο στιβαρές δομές.
Πατριάρχης Φώτιος
12.12.2007
2 comments:
Πατριάρχη Φώτιε
Επειδή έτυχε να διαβάσω αυτές τις μέρες το βιβλίο του Βούλγαρη, μου κάνει εντύπωση που αποσιωπάς το βασικό του θέμα. Πρόκειται φυσικά για την αποδόμηση της Μεγάλης Ιδέας, στη Μικρασιατική εκστρατεία. Αυτό σε ενόχλησε και θάβεις το βιβλίο;
Είσαι ελληνοχριστιανός; Φαντασιώνεσαι και κανένα πόλεμο με την Τουρκία; Όλοι οι άλλοι είναι αιρετικοί δυτικόφρονες; Να τους αφορίσουμε;
Θαύμασα πάντως τον ταχυδακτυλουργικό σου τρόπο, με τον οποίο αποσιωπάς το θέμα του βιβλίου. Σαν τους καλόγερους, που βαφτίζουν το αγριογούρουνο «πουρναρόψαρο» και το τρώνε τη Σαρακοστή.
Ο δεκάλογος του καλού plog
1. Είμαι ένας φιλαναγνώστης που τυχαία διάβασα πρόσφατα το βιβλίο του Βούλγαρη!
2. Φτιάχνω επίτηδες ένα μπλογκ (Δεκέμβριος 2007) και πέφτω πάνω σε μια αρνητική για το βιβλίο παρουσίαση.
3. Εξανίσταμαι επειδή ο ιστολόγος δεν βλέπει το βιβλίο όπως θέλω εγώ, επειδή ρίχνει το βάρος σε άλλο θέμα από αυτό που εγώ θεωρώ το σημαντικότερο.
4. Δογματικός είναι όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου.
5. Κάτι χειρότερο: όποιος βάλλει εναντίον του Βούλγαρη, είναι ελληνορθόδοξος (σίγουρα για να είναι Πατριάρχης, μόνο μια τέτοια βρισιά θα του ταίριαζε), είναι ακροδεξιός, είναι Τουρκοφάγος κ.λπ.
6. Όποιος δεν αξιολογεί, όπως εγώ θέλω, δηλαδή ιδεολογικά, είναι ▓►♠ (αμετάφραστο)
7. Ο Βαγενάς στο Βήμα που απομυθοποιεί τον κριτικό Βούλγαρη, ο Χατζηβασιλείου στη σημερινή Ελευθεροτυπία που δεν αναφέρεται στην παρουσίασή του σε Μικρασιατικό κ.ά. είναι το λιγότερο …φασίστες.
8. Η καλύτερη κριτική θα γραφτεί στην «Αυγή».
9. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται την ανατροπή των εθνικών ιδεολογημάτων σε ένα κείμενο που θέλει να το κάνει αλλά δεν τα καταφέρνει, μεταφέρει το βάρος αλλού και αποτυγχάνει, είναι …οπαδός του ΛΑΟΣ.
10. Απαντώ σε μια αρνητική κριτική με επίθεση στο ήθος του αντιπάλου και με σαχλά ανέκδοτα.
Διά την αντιγραφήν
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment