Από το παρόν ενός πανεπιστημιακού στις απεργίες του μεσοπολέμου και από τον παλίμψηστο κώδικα γύρω από τη βυζαντινή τέχνη ως τον φόνο: ο αναγνώστης αναζητεί το πώς ένα τέτοιο ετερόκλητο και πολυποίκιλο υλικό μπορεί να δέσει σε μια άρτια σύνθεση.
Καπουτσίνο κάραμελ:
Μάκης Καραγιάννης
“Το όνειρο του Οδυσσέα”
Εκδόσεις Μεταίχμιο
2011
Η γενιά του Πολυτεχνείου: κάποτε ήρωες, τώρα δακτυλοδεικτούμενοι αριβίστες. Και όχι μόνο οι πολιτικοί που σκαρφάλωσαν στα έδρανα της Βουλής με τα εύσημα της αντιστασιακής δράσης-τους, αλλά και πολλοί άλλοι που δεν προβάλλουν στις τηλεοπτικές οθόνες αντιπαρήλθαν γρήγορα την αριστερή-τους ιδεολογία και τη φτώχια, ορθοπόδισαν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και την εκσυγχρόνισαν προσαρμόζοντάς-την στη ζωή-τους. Αντί να οδηγήσουν την κοινωνία στο ύψος της ιδεολογίας-τους, στένεψαν τη χώρα στο συμφέρον-τους και καλούπωσαν θεσμούς και νοοτροπίες στα δικά-τους όνειρα για αναρρίχηση.
Ο Καραγιάννης είναι λίγο μικρότερος απ’ αυτήν τη γενιά, αν και οριακά μπορεί να συμπεριληφθεί σ’ αυτή, καθώς γεννήθηκε το 1958. Έτσι, είτε κατηγορεί τους συνομηλίκους-του είτε επιχειρεί να ξεσκεπάσει το φαύλο κύκλο της μεταδικτατορικής Ελλάδας, που στηρίχτηκε στους κάπως μεγαλύτερούς-του πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι πετσόκοψαν τις δάφνες-τους για να φτιάξουν το λαχταριστό στιφάδο ημών …το επιούσιον.
Ο συγγραφέας επιλέγει, ανάμεσα σε πολλά πιθανά πεδία, τον χώρο του πανεπιστημίου και γράφει ένα campus novel, για να εντάξει τον κεντρικό χαρακτήρα-του, τον καθηγητή και αντιπρύτανη Στέφανο Δενδρινό. Ο Δενδρινός ενσαρκώνει τον νεαρό αντιχουντικό που εισήλθε στο πανεπιστήμιο, ανήλθε σταδιακά τις βαθμίδες, κατέλαβε θέσεις-κλειδιά, βόλεψε τη σύντροφό-του και άλλους καλούς φίλους, συμμετείχε στη διοίκηση και εντέλει δεν απέφυγε τον πειρασμό να κερδίσει χρήματα από τη συμμετοχή-του σε επιτροπές που χειρίζονταν τα οικονομικά του πανεπιστημίου και τις αναθέσεις έργων σε φερέγγυες εταιρίες, πάντα με το αζημίωτο. Στην κορυφή της πυραμίδας φωτίζεται το σκάνδαλο, για το οποίο πλέον κατηγορείται, μέχρι που η δολοφονία-του απλώνει το δίχτυ των διαπλεκόμενων σε πολλούς που τον περιστοίχιζαν. Ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής αναλαμβάνει να γράψει τη βιογραφία-του διατρέχοντας εν τάχει τη ζωή-του ως τις κρίσιμες μέρες οπότε ο Δενδρινός πέρασε τον Ρουβικώνα προς την πλούσια ζωή.
Τα ποικίλα σκάνδαλα που έχουν κατά καιρούς αποκαλυφθεί στη διοίκηση των πανεπιστημίων με παραγγελίες τζακούζι και με υπεξαίρεση εκατομμυρίων ευρώ αποτελούν και τη βιτρίνα σε ένα έργο που δεν θέλει να μιλήσει για τα πανεπιστήμια αυτά καθαυτά. Γι’ αυτό παρουσιάζει την κορυφή του παγόβουνου και όχι το μεγάλο σώμα των δολοπλοκιών και της ευνοιοκρατίας, όσο κι αν απόηχοί-τους ακούγονται σποραδικά, που οδηγούν από τη μία μικρή παρανομία στην άλλη μεγάλη, με το δέλεαρ της εξουσίας και την πίστη ότι στη διεφθαρμένη Ελλάδα κανείς δεν θα ασχοληθεί με αυτές. Πιο πολύ ο πανεπιστημιακός χώρος αποτελεί το πρόσφορο έδαφος, προκειμένου να συζητηθεί η χρεοκοπία των τριανταπέντε χρόνων που μεσολάβησαν ανάμεσα στη αισιοδοξία της αποκατάστασης της Δημοκρατίας και την ψευδαίσθηση ότι ιδέες και πολιτική υπάρχουν για να στηρίζουν την ευδαιμονιστική ευτυχία-μας.
Κι εκεί που ο αναγνώστης αμφιταλαντεύεται ως προς την αξία του μυθιστορήματος, εκεί που παρακολουθεί τον ενσαρκωτή της αλλαγής από τον ηρωισμό στον αμοραλισμό, η αφήγηση αλλάζει και μεταφέρεται στο μεσοπόλεμο, όπου ο παππούς του Δενδρινού και ο παππούς του ανταγωνιστή-του Σκαρλάτου έχουν τη δική-τους έριδα. Οι αγώνες των καπνεργατών, οι απεργίες και οι απεργοσπάστες, ο κομμουνιστικός δάκτυλος στις κινητοποιήσεις και οι εθνικόφρονες που τον βλέπουν ως εθνικό κίνδυνο, οι καταδόσεις, οι βιαιοπραγίες και οι συλλήψεις, φόνοι στο παρασκήνιο κλπ. Το έργο αποκτά ιστορική διάσταση και μένει να φανεί τι σχέση έχουν όλα αυτά με το παρόν.
Ο βασικός άξονας στηρίζεται πάνω στη δολοφονία του Δενδρινού, την οποία ξέρουμε εξ αρχής, και όλα τα άλλα, ιδεολογικά, ιστορικά, πανεπιστημιακά οργανώνονται στην προσπάθεια του δημοσιογράφου Οδυσσέα να ανακαλύψει την άκρη του νήματος για τον θάνατο του φίλου-του.
από το www.byzantinemuseum.gr |
Το τελικό αποτέλεσμα δεν καταξιώνει ούτε το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα, ούτε το αστυνομικό, ούτε το ιστορικό. Ο Καραγιάννης στην προσπάθειά-του να χωρέσει πολλά και να προεκτείνει τις ιδεολογικές-του ανησυχίες προς πάσα κατεύθυνση πέφτει σε μια συνηθισμένη παγίδα. Αφενός κόβει το έργο-του σε τρία μέρη (πανεπιστημιακές ίντριγκες, ιστορικοκοινωνικές περιπέτειες και αναζήτηση ενός χαμένου Κώδικα του ψευδο-Διονυσίου), με αποτέλεσμα να διαβάζουμε τρία ανεπαρκώς συνδεδεμένα αφηγήματα. Αφετέρου, και εξαιτίας του προηγούμενου, το μυθιστόρημα αλλάζει κάθε τόσο πεδίο δράσης, κάνει απότομες καμπές και τέλος πάσχει στην οργάνωση αυτών των ιστοριών σε μια κοινή αφηγηματική γραμμή.
Πατριάρχης Φώτιος
13 comments:
Ανάμεσα στα πολλά, εγώ αναρωτιέμαι αν ειναι ελληνικό κυρίως ή εν παση περιπτώσει πού οφείλεται το εξής χαρακτηριστικό: η ψυχαναγκαστική κληρονομικότητα της "ιδεολογίας" (Που συχνότατα άλλωστε, στη γέννησή της, εκεί γυρω στον εμφύλιο, δεν ήταν καν ιδεολογία, άλλα μονο -και τραγικά- τύχη, ανάγκες και συμφέροντα φατριών και χωριών) Δε ξερω πόσο θα μπορούσα προσωπικά να θεωρησω εξηγήσιμη τη συμπεριφορά ενος συγχρονου ανθρωπου με βάση το τι έκανε ο παππούς του σε μια άλλη ιστορική στιγμή. (Πιο πολύ θα θεωρούσα σημαντικό τον χ α ρ α κ τ ή ρ α, ως κληρονομημένο στοιχείο: ένας παππούς με δυνατή προσωπικότητα εξηγεί -λιγο-εναν αντίστοιχα δυνατό εγγονό, ΑΣΧΕΤΑ με την πολιτική τοποθέτηση του καθενός. Αλλά ενας "αριστερος" -στο μεσοπόλεμο!!-παππούς δεν εξηγεί ως προσωπικότητα εναν αριστερο εγγονό, τον εξηγέι μόνο ως φορέα μιας οικογενειακής παραδοσης. Το μυθιστόρημα όμως χρειάζεται ΑΤΟΜΑ!)
Αυτα ολα θεωρητικά. Δεν εχω διαβασει το βιβλίο
Υγ: στο πολύ ωράιο 'Απόψε δεν εχουμε φίλους", στον επίλογο, η Σ. Νικολαϊδου επιχειρεί μια άλλη προσέγγιση (προετοιμασμένη από την πλοκή) σε αυτο το θεμα: παρουσιάζει ενα συγχρονο πιτσιρικά που πηγαίνει στις γνωστες διαδηλώσεις=επεισόδια, ως γόνο των -αριστερών- μυθιστορηματικών της ηρωων, και αν θυμάμαι καλά, κάνει μια παρακινδυνευμένη-αλλα ενδιαφερουσα-νύξη για αυτη την ιδεολογική κληρονομικότητα, ως κατι που περνάει στο "αίμα" όχι με το λόγο αλλα με αλλους τροπους πιο σκοτεινούς: μια υστερία (λέω εγω), μια εμμονή σε έρωτες και αντιζηλίες ντυμένους με το μανδυα της πολιτικής ιδεολογίας, ενα πρωτόγονο ερωτισμό ..(Ήταν ενα βιβλίο δυνατό, κατα συμπτωση ;-παλι με πυρηνα τη Θεσσαλονικη)
Έχω προσέξει πως εντρυφείτε με υπομονή και επιμονή στην τρέχουσα ελληνική πεζογραφία -κατά κανόνα.
Κι αυτό είναι ωραίο γιατί με κάποιον τρόπο μπορείτε να σχηματίσετε μια, όσο είναι δυνατόν, σφαιρική εικόνα για τη λογοτεχνία μας.
Και το λέω για καλό γιατί προσωπικά, πήρα πολλές (απανωτές) απογοητεύσεις τα τελευταία χρόνια, σε βαθμό να είμαι πολύ επιφυλακτική με τους Έλληνες.
Λοιπόν, ό,τι ελληνικό αποφασίσω να διαβάσω, του θέτω προδιαγραφές.
Ξέρω, θα μου πείτε, μέσα στο σωρό μπορεί να βρεις διαμαντάκια.
Δεν θέλω να είμαι αφοριστική και μισώ τις γενικεύσεις.
Όμως, συχωρέστε με, δεν έχω πλέον χρόνο για πειραματισμούς...
Κι είναι τόσα πολλά τα (εγγυημένα) καλά βιβλία που με περιμένουν να διαβάσω, ώστε να μη μου φτάνει μια ζωή.
(Κοινότοπο, θα μου πείτε...)
Χαρά στο κουράγιο σας!
Υ.Γ. Ευχαριστώ για την ευγενική φιλοξενία σας.
κ.κ.
Μπορεί να γραφεί μυθιστόρημα χωρίς να διελευκανθεί ο μύθος εν προκειμένω το πολύπτυχο τής μεταπολίτευσης; Οπότε οι αντιφάσεις και τα παράδοξα τού μυθιστορηματικού πρύτανη φαίνονται ως ιδεοληψίες που επιβεβαιώνονται ως πραγματικές
Αγρίνι 19.12.2011
Παναγιώτατε Ιεράρχα
Υποβάλω εις την υμετέραν πανιερότητα ολίγας ταπεινάς παρατηρήσεις σχετικά με το «Όνειρο το Οδυσσέα». Διάβασα κι εγώ το βιβλίο. Μου άρεσε, αλλά το βρήκα λίγο παράξενο. Κατ’ αρχήν βρίσκω πολύ θετικό ότι για πρώτη φορά ίσως –αν δεν με απατά η μνήμη μου- ένας συγγραφέας βάζει συνολικά την περίοδο της μεταπολίτευσης στο στόχαστρό του. Ας μην ξεχνάμε ότι, όπως λένε και οι στατιστικές που μας άφησε ο Βουκελάτος, το ποσοστό των μυθιστορημάτων που αναφέρονται στην οικογενειακή, ερωτική και την ιδιωτική ζωή είναι περίπου το 50%, ενώ το ιστορικό μυθιστόρημα καταλαμβάνει το 20%. Αν και τους τελευταίους μήνες η κριτική στη μεταπολίτευση άρχισε πια να γίνεται της μόδας. Επομένως, όταν δεν πρόκειται για μια ερωτική ιστοριούλα, αλλά για την ανατομία μιας κοινωνίας το πολυποίκιλο υλικό είναι αναγκαίο για να συνθέσεις την τοιχογραφία μιας εποχής.
Η συνύπαρξη πανεπιστημιακού, ιστορικού και αστυνομικού μυθιστορήματος, τι δυστυχία για τους βιβλιοπώλες -μήπως και για τους κριτικούς;- σε ποιο ράφι θα το ταξινομήσουν!- με παραξένεψε στην αρχή και μένα. Δεν δυσκολεύτηκα όμως καθόλου γιατί ο βασικός άξονας, η προσπάθεια του Οδυσσέα να ανακαλύψει την άκρη του νήματος για τον θάνατο του φίλου του διαπερνάει και τις τρεις μορφές, σε κρατάει από το χέρι και δεν σ’ αφήνει να χαθείς.
Με προβλημάτισαν όμως περισσότερο μερικά άλλα πράγματα που διέφυγαν την προσοχή σας. Η αφήγηση διακόπτονταν από επί μέρους βιογραφίες, λεξικά, καταλόγους. Όπως, επίσης, ότι δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες ρεαλιστικές ιστορίες που έχω συνηθίσει να διαβάζω εδώ στο Αγρίνιο. Έκανε αναφορές στο ίδιο το μυθιστόρημα (αυτοαναφορικότητα;) και την τέχνη της γραφής, δήλωνε ότι είναι μια επινοημένη κατασκευή. Εκείνο που με παραξένεψε, αλλά το απόλαυσα πολύ, ήταν οι αναφορές στον Όμηρο. Αν και είμαι υπερεβδομηκοντούτης και η μνήμη μου δεν με βοηθάει, η παλιά μου παιδεία –τέλειωσα το κλασικό- με βοήθησε να ανακαλύψω όχι μόνον με όσες εξέχουν του κειμένου αλλά και εκείνες τις αναφορές που είναι υπόγειες, όπως στα Βόδια του ήλιου, στην Νέκυια, τον Πολύφημο, τις Σειρήνες, τον Ελπήνορα.
Έψαξα λοιπόν, στην τοπική βιβλιοθήκη και βρήκα μερικά βιβλία ιστορίας της κριτικής της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας –ναι, ένια εξ αυτών φτάνουν και στην ταπεινή μας επαρχία- και είδα ότι όσα μου φαίνονταν παράξενα -η μίξη των ειδών, η κατάργηση της γραμμικότητας της αφήγησης, “η διακειμενικότητα”(sic), η αυτοαναφορικότητα, η αμφισβήτηση του γνωστικού υποκειμένου, η αδυναμία της γλώσσας να κατακτήσει την αλήθεια δεν είναι τίποτε σημαντικό, αλλά πολύ συνηθισμένες πρακτικές του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού τις οποίες αγνοούσα. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως όσα θεωρούμε ως αδυναμία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, δεν έγιναν από άγνοια. Ότι δεν είναι «λάθη», αλλά αν τα ρίξουμε ένα διαφορετικό βλέμμα θα δούμε ότι εντάσσονται σε έναν άλλον ορίζοντα αναγνωστικής και συγγραφικής ευαισθησίας με τον οποίο δεν έχουμε σχέση ή και μπορεί να διαφωνούμε.
Βεβαίως, όλα αυτά δεν αλλάζουν το δικαίωμα να μας αρέσει ή να μην μας αρέσει ένα μυθιστόρημα. Απλά ήθελα να πω ότι τα πράγματα με έναν διαφορετικό φωτισμό μπορεί να είναι και αλλιώς.
Διονύσιος Σουρλής
Επαρχιώτης αναγνώστης εξ Αγρινίου.
Υ.Γ. Υποψιάζομαι ότι και οι αναφορές στον Τζόυς, ο τίτλος του βιβλίου, το μότο, η 16 Ιουνίου δεν είναι τυχαίες. Είμαι σίγουρος ότι αν το ψάξω πιο βαθιά θα βρω μια πιο οργανική σχέση και τότε θα αλλάξει ακόμη περισσότερο η εικόνα του μυθιστορήματος. Αλλά αυτό θα το αφήσω για τις κρύες νύχτες του χειμώνα κοντά στο τζάκι.
Αγαπητέ κύριε Δ. Σουρλή,
Οι παρατηρήσεις-σας ήταν άκρως ερεθιστικές για τη διεξαγωγή ενός διαλόγου και επιτρέψτε-μου να καταθέσω κι εγώ μερικές επιπλέον σκέψεις.
Καταρχάς, όμως, θα ήθελα να ρωτήσω αν έχετε σχέση με τον Μανόλη Σουρλή, ο οποίος τύγχανε, γιατί τώρα είναι εδώ και πολλά χρόνια μακαρίτης, να είναι θείος-μου. Καταγόταν από τη Σύρο (νομίζω ότι παρέμεινε και για ένα ικανό διάστημα στην Κοζάνη) και ήταν αξιόλογος για την εποχή-του συγγραφέας. Επειδή ζούσε, βλέπετε, σε μια εποχή όπου η συγγραφική αυθεντία μετρούσε πάνω από τις απόψεις των άλλων, έστελνε συχνά επιστολές στις εφημερίδες για να υπεραμυνθεί των βιβλίων-του. Αν ζούσε σήμερα, θα του κακοφαινόταν που ο αναγνώστης, σ’ αυτόν τον άθλιο μεταμοντερνιστικό κόσμο που περιγράφετε κι εσείς, έχει μεγαλύτερη δύναμη (τρομάρα-του) κι έτσι αυτή η συνθήκη επιτρέπει τόσο σε μένα (που ψυλλιάζομαι λίγα) όσο και σε σας (με τη βαριά, επαρχιώτικη έστω, αλλά στιβαρή αναγνωστική περιουσία) να εκφραζόμαστε, χωρίς ο συγγραφέας να μπορεί να διεκδικήσει μόνο αυτός το δικαίωμα επικύρωσης κάθε άποψης που ακούγεται (βλ. και την ανάρτησή-μου (17/3/2009) με τις απόψεις του Ουμπέρτο Έκο: http://vivliocafe.blogspot.com/2009/03/blog-post_17.html ). Ο θείος-μου βέβαια, (αυτό οφείλω να του το αναγνωρίσω) έγραφε για να υπερασπιστεί πιο πολύ την ηθική των έργων-του και όχι την ποιότητά-τους και την πρωτοπορία των τεχνικών-τους, αν και είχε ομολογουμένως επαρκέστατη κριτική ικανότητα.
Μα ας αφήσουμε τον θείο-μου κι ας έλθουμε στο βιβλίο που έφερε σ’ αυτήν την ενδιαφέρουσα συζήτηση έναν απόφοιτο του κλασικού (απ’ ό,τι κατάλαβα) και έναν γεωπόνο. Προφανώς εσείς μπορείτε και πλησιάζετε καλύτερα την προθετικότητα του συγγραφέα, αφού αντιλαμβάνεστε την ευρεία-του στόχευση να καλύψει όλη την μεταπολίτευση (εγώ θα έλεγα και τον μεσοπόλεμο κ.ο.κ.), να συγκεράσει το πολιτικό, το αστυνομικό και το ιστορικό μυθιστόρημα (εξαιρετικό εγχείρημα, άλλο αν εμένα μου φαίνεται πως δεν το καταφέρνει απόλυτα, όχι τόσο στην αναλογία όσο στο μαγειρικό ανακάτεμα και στο ψήσιμο). Αντιλαμβάνεστε εξάλλου και την πρόθεσή-του να δημιουργήσει ένα είδος ψηφιδωτού με ανάμιξη εξωλογοτεχνικών στοιχείων (κάτι που πρώτη φορά βλέπω), να μιλήσει αυτοαναφορικά και διακειμενικά (το όνομα του Οδυσσέα στον τίτλο είναι κραυγαλέος σηματοδότης για τις ομηρικές και τζοϋσικές παραπομπές) κ.ο.κ. Είστε όντως αξιέπαινος που ξεπεράσατε το χαντάκι μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα και είδατε τις προθέσεις του δημιουργού.
(συνεχίζεται στο επόμενο)
Φυσικά και δεν έγιναν από άγνοια οι μεταμοντέρνες τεχνικές (το παραδέχομαι εύκολα κι εγώ, αφού πουθενά δεν υπαινίχθηκα το αντίθετο) και φυσικά οι προθέσεις του δημιουργού, απ’ ό,τι κι εσείς διαβεβαιώνετε, ήταν να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη αισθητική για να αναδείξει το θέμα-του. Παρουσιάζετε μάλιστα και μια πληθώρα όρων της τρέχουσας θεωρίας της λογοτεχνίας, απ’ όσο μπόρεσα να δω στο διαδίκτυο και σε μερικά βιβλία που δανείστηκα άρον άρον. Πιστεύω όμως, όπως συμβαίνει και στην επιστήμη-μου, ότι μόνο οι “φιλολογικές περιγραφές” δεν αρκούν για να αποδώσουν αξία στο όποιο τόλμημα. Το ζητούμενο είναι πώς οι πρωτοποριακές αυτές εφαρμογές επιτυγχάνουν τον ιδεολογικό και λογοτεχνικό-τους στόχο, πόσο δηλαδή η πληροφορητικότητα και η λογοτεχνικότητα του κειμένου εισπράττονται από τον αναγνώστη με επιτυχία, ασχέτως από το τι θα ήθελε ο συγγραφέας να φανεί προς τα έξω. [Αν δεχόμουν εντελώς τον μεταμοντέρνο κόσμο που περιγράφετε, θα έπρεπε να δώσω την ύψιστη δύναμη στον αναγνώστη, αλλά προσπαθώ να είμαι πιο συγκρατημένος και να δω το δίκιο-του, όχι όμως μεμονωμένα αλλά συλλογικά]. Έτσι όσα λέτε ότι ίσως δεν είναι τυχαία, πρέπει να τα βλέπουμε στο κείμενο και όχι να τα δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Αλλά αφού τα είδατε εσείς, σίγουρα μπορούν να τα δουν και άλλοι.
Αφήνω στην άκρη τις όποιες επιφυλάξεις για το μεταμοντερνιστικό εγχείρημα εν γένει και προσπαθώ να εστιάσω στην εφαρμογή-του στο βιβλίο. Η δική-μου εντύπωση, όχι το ίδιο εμβριθής σε ιδέες και όρους με τη δική-σας, είναι ότι η συνάρμοση των τριών ειδών αστοχεί, κυρίως επειδή το ένα ακολουθεί το άλλο και δεν συμπορεύονται αρμονικά. Η πρωτοπορία στις τεχνικές είναι στα συν, η ιδεολογική στόχευση το ίδιο, η κάλυψη μιας εποχής και το ξεσκέπασμα της σήψης επίσης, αλλά όλα αυτά πρέπει να χωνευτούν στο καμίνι της ισορροπίας, της μεταμοντέρνας (έστω) τάσης και της ευρύτερης οικονομίας του έργου. Τα φιλόδοξα έργα έχουν αυτό το ρίσκο. Φυσικά, ξαναλέω, όπως κι εσείς, “όλα αυτά δεν αλλάζουν το δικαίωμα να μας αρέσει ή να μην μας αρέσει ένα μυθιστόρημα”.
Τελικά, έχετε καμία σχέση με τον θείο-μου;
Με εκτίμηση
Πατριάρχης Φώτιος
(πω πω!!!!)
Η αληθεια ειναι οτι στην εποχή μας οι συγγραφείς δεν πολυμιλάνε για το εργο τους (Παρά μονο σε συνεντευξεις για διαφημιση κλπ) Πχ εδω μεσα μου εχει κανει εντυπωση οτι παρουσιαζεις τοσα ελληνικά βιβλια και κανενας συγγραφέας τους δεν μιλάει, ουτε από τους καταξιωμένους, ούτε από τους καινούργιους.
Κυκλοφορει (νομίζω) και η συμβουλη "Μη μιλας, ασε το εργο σου ν αμιλησει" Αυτο σημαίνει βεβαια οτι το εργο ειναι πολυσήμαντο, πρωτοποριακό κι εχει να πει κατι σπουδαίο.
Δεν ξερω: προσωπικά ειμαι σχεδόν ενας μονηρης άνθωπος, αλλα για το εργο μου θα μίλαγα (αν εκδιδόταν, αν νοιαζόταν κανείς). Ο λογος που θα το εκανα θα ηταν οχι για ν απω "τι θέλει να πει" αλλα μάλλον το αντίθετο: κυρίως για να αρω τη μονομέρεια και την επικαιρική, δημοσιογραφική ματια με την οποία -σιγορα- θα το διαφημιζαν, αφαιρώντας του δυναμη και προοπτική.Και λέογντάς το αυτο, δεν πρωτοτυπω: πολλοί συγγραφείς θα το έκαναν για τον ιδιο λόγο, πολλοί συγγραφείς νιώθουν οτι με τις παρουσιάσεις τα ε΄ργα τους περιορίζοντια και αδικούντια. Γιατί λοιπόν δεν μιλάνε; (επί του περιεχόμενου εννοώ, οχι διαφημιστικά και ξώφαλτσα)Το διαδίκτυο ειναι ανοιχτο, όμως λιγοι συγγραφεις ειναι ενεργοί σ αυτο.
Τωρα ολα αυτα που λετε εδω ειναι πολύ ωραια,αλλά δεν μπορώ να πω, αφου δεν εχω διαβασει το βιβλιο του Μάκη Καραγιάννη. Η ερώτησή μου ειναι παντα: γιατι ο Μάκης Καραγιάννης (και άλλοι χίλιοι!) συγγραφείς που εχεις παρουσιάσει, δεν εχουν πει ποτε μια λέξη;
(Αλλά θυμάμαι και οτι, οταν παρουσιασες το δικο μου -ηλεκτρονικο-βιβλιο, εγω δεν ειχα βαλει γλωσσα μεσα μου κι εσυ περιπου με ειχες συμβουλεψει να μη μιλάω, να αφησω το εργο να μιλησει! Τελικά, λοιπόν, τι "πρέπει" να κάνουμε ; Και γιατί να κάνουμε κάτι που "πρέπει" και οχι κατι που νιώθουμε;
Μα, Pellegrina,
οι συγγραφείς μιλάνε...
Πατριάρχης Φώτιος
πού καλέ;
άκυρο το προηγούμνο: ισως εννοεις τα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Το θεμα ομως ειναι οτι αυτά πόσοι τα αγοράζουν; (και μάλιστα τωρα με την κρίση;) ισως μιλάνε σε ένα κλειστό κύκλωμα, που προσωπικά δεν το πάιρνω καν ειδηση. Από την άλλη, τι να κανουν, να βγαζουν λόγο στο δρόμο; Ισως εχεις δικιο, απλώς εγω ειμαι εκτος
Αν παλι εννοείς οτι σου στελνουν εσενα ιμέιλ, τι μας αφορά αυτο;
(σορι για το σπαστό σχολιο, τα θυμομουνα ενα-ενα. Ειμαι σε μια πολυ νευρικη διάθεση..(για προσωπικους λογους)
Pellegrina,
πρόσεξε ποιος απάντησε στην παρούσα ανάρτηση...
Καληνύχτα
Π.Φ.
;;;;;
(Αν εννοεις ψευδωνυμο, δεν εννοούσα αυτο, εννοούσα συγγραφέα με πρόσωπο, ταυτότητα - εκτος αν ειναι ενα γνωστο ψευδωνυμο, σαν το ..δικό μου πχ! Αλλιώς, σορι αλλα ..ντεν καταλαβαινει!)
Post a Comment