Το πρόσφατο δημοσίευμα της Τιτίκας Δημητρούλια
ήταν σκέτος πειρασμός, καθώς η μεταμοντέρνα τέχνη έχει αρχίσει προ πολλού να
αμφισβητείται και να καθαιρείται τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη
λογοτεχνία. Το κυριακάτικο άρθρο-της στην Καθημερινή με τίτλο “Εξ αφορμής”
(1/4/2012)
αναφερόταν στο βιβλίο του γάλλου επιμελητή μουσείων Ζαν Κλαιρ «Ο χειμώνας της
κουλτούρας». Δες και το άρθρο του Δουλγερίδη στις 27/8/2011.
Τα
κατηγορώ που εκτοξεύει ο γάλλος Ακαδημαϊκός αναφέρονται στην εμπορευματοποίηση
της τέχνης, στη διακίνησή-της μέσω μάρκετινγκ, στην ανάδειξή-της χάρη στην
παγκοσμιοποίηση που ανάγει σε σημαντικό αυτό που θα ήταν άλλοτε φούσκα, στην κούφια
ύπαρξή-της που δεν στηρίζεται σε καμιά αισθητική ή φιλοσοφία, μια μεταμοντέρνα
τέχνη που εξιδανικεύει το αντίγραφο εις βάρος του πρωτότυπου.
Η
κριτικός μεταφέρει τον προβληματισμό στη λογοτεχνία και διατυπώνει ορισμένα
ερεθιστικά ερωτήματα, τα οποία ωστόσο θα ήθελα να απαντήσει πιο διεξοδικά και
όχι μόνο υπαινικτικά. Τα ερωτήματά-της τίθενται για την ελληνική λογοτεχνία, η
οποία όμως, όπως εύστοχα επισημαίνει η αρθρογράφος, δεν έχει τόσο μεγάλη
απήχηση και δη αγοραστική ανταπόκριση:
1.
“Δεν δημιουργήθηκαν στο λογοτεχνικό πεδίο όροι
χρηματιστηρίου, με παρενέργειες επικοινωνιακές και επενδύσεις τουλάχιστον σε
επίπεδο εικόνας όσον αφορά τους συγγραφείς;”
2.
“Πόσο επηρέασε αυτή η σύντομη, για τη χώρα μας και για
λόγους εντελώς αντικειμενικούς ασχέτως της διεθνούς κρίσης, «ευφορία» την ίδια
τη λογοτεχνία και ειδικότερα την πεζογραφία;”
3.
“Η λογοτεχνία, που με τόσο πάθος διαβαζόταν στα πρώτα
μεταπολιτευτικά χρόνια, καταλήγει σήμερα να μην αφορά παρά ελάχιστο κόσμο;”
Στο πρώτο ερώτημα υπονοείται μια φάμπρικα
προβολής συγγραφέων όχι τόσο με βάση το έργο-τους αλλά βάσει στρατηγικών
μάνατζμεντ, όπως συνεντεύξεις, φωτογραφίσεις, παρουσιάσεις της
εξωλογοτεχνικής-τους ζωής, προβολής-τους ως πνευματικών ανθρώπων κ.λπ. Πλάστηκε
έτσι, επί τη βάσει δημοσίων σχέσεων, η εικόνα του συγγραφέα που είναι μέσα στη
ζωή, που ενεργεί, που γράφει και αρθρογραφεί επειδή είναι διανοούμενος, που
βγαίνει στην τηλεόραση και μιλάει, που παρουσιάζουν τα βιβλία-του ηθοποιοί,
πολιτικοί, δημοσιογράφοι (όχι δηλαδή οι ειδικοί του χώρου, αλλά οι διασημότητες
της τηλεόρασης). Τα ίδια τα έργα περνάνε με αυτόν τον τρόπο σε δεύτερη μοίρα,
ενώ ο συγγραφέας δεν έχει πεθάνει, όπως διακήρυτταν θεωρίες, αλλά ξαναζεί έξω
από τα έργα-του.
Και με αυτόν τον τρόπο επήλθε η άνοιξη της
εκδοτικής παραγωγής τα τελευταία χρόνια με προβολή των συγγραφέων σαν celebrities, με το κυνήγι των πρωτοεμφανιζόμενων σαν
φρέσκο κρέας στην κρεατομηχανή της εμπορικότητας (Βλ. και τη στήλη του
Μπασκόζου στο κυριακάτικο “Βήμα”, 1/4/2012), με τα ευπώλητα που δεν περνάνε από τους κριτικούς αλλά βρίσκουν δίοδο στόμα
με στόμα κ.ά. Στο δεύτερο ερώτημά-της η Δημητρούλια διερωτάται αν αυτό ευνόησε
τη λογοτεχνία, δηλαδή αν έφερε μέσα στον σωρό λίγα έστω καλύτερα έργα, αν ο
αναγνώστης πέρασε από τις μεθόδους αυτές στη φιλαναγνωσία, αν ξεπέρασε το
ευπώλητο και μπήκε στο βιβλιοπωλείο πιο υποψιασμένος, αν οι ίδιοι οι συγγραφείς
δεν κάθισαν στην εύκολη δόξα…
June Leaf, “Untitled (Theater)” |
Το τελευταίο ερώτημα υπονοεί, αν καταλαβαίνω
καλά, ότι εντέλει όλα αυτά, αν και φαινομενικά λειτούργησαν ως όχημα
προσέγγισης του αναγνώστη, κατά βάθος το βιβλίο, η λογοτεχνία εν προκειμένω,
έγινε ασήμαντο νόμισμα σε μια εποχή που ο συγγραφέας δεν έχει να πει τίποτα
σημαντικό στον μέσο άνθρωπο. Αφού φάγαμε την εικόνα-του και τελείωσε η μόδα των
μεσημεριανάδικων, τώρα που απέμειναν κείμενα και ιδέες σε πλοκή, κανείς δεν
ενδιαφέρεται γι’ αυτά αλλά το πολύ πολύ να καταφεύγει στη ρηχή
συναισθηματικότητα των best-sellers και στα νερωμένα βιβλία που μιμούνται την
τηλεόραση.
Η κριτική βοηθάει σ’ αυτό αφού είναι πολύ ελίτ,
ή έτσι πρέπει να είναι για να κρατήσει αντίβαρο; Οι εκδοτικοί οίκοι εν καιρώ
κρίσεως επιζητούν το ευπώλητο βιβλίο που θα γίνει δούρειος ίππος ή ισορροπούν
μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού; Οι εφημερίδες αναδεικνύουν προβληματισμούς γύρω
από το βιβλίο και πέρα από το βιβλίο ή μένουν σε μια εκδοτική εξάρτηση που δεν
τις τιμά; Οι συγγραφείς αξιοποιούν την εποχή για να αναδειχθούν άμεσα ή μπορούν
μέσω αυτής να εμβαθύνουν γόνιμα; Οι μπλόγκερς τέλος, για να μην βγάλω την
ουρά-μας απ’ έξω, μένουμε σε μια διαφημιστικού τύπου ανάλυση της λογοτεχνίας ή
ανοίγουμε δρόμους σκέψης στα ευρύτερα στρώματα που ασχολούνται με το διαδίκτυο;
Ο εξαιρετικός πίνακας της κορυφής είναι του Max Ginsburg "Foreclosure" [2011]
Πατριάρχης Φώτιος
Ο διαγωνισμός που θα τρέξει την περίοδο του Πάσχα στο Βιβλιοκαφέ περιλαμβάνει μια ιστορία που ΕΣΕΙΣ θα σκεφτείτε και αξίζει να γίνει βιβλίο… Περισσότερες λεπτομέρειες προσεχώς. Ως τότε, σκεφτείτε μια ιδέα που θα θέλατε να γίνει μυθιστόρημα ή διήγημα!
24 comments:
Το θεμα σου ειναι μεγάλο, και θα ειχα πολλα να πω (αποφευγοντας τα κλισε), αλλα ..ψιλοβαριέμαι τωρα. Ακουστε ομως μια ελληνική ιστορια για γελια. Πριν μερικά χρονια ειχε ερθει στην Τεχνόπολη η εικαστική εκθεση εκείνου του τυπου που φτιάχνει γλυπτά με βαλσαμωμένα πτωματα, εχοντας αναπτυξει μια δικη του τεχνική ταριχευσης. Το εισιτήριο ηταν πολυ ακριβό (προφανώς για να ισοσκελιστει η συντηρηση των ..ζόμπι) και η προσέλευση μαλλον φτωχη (Ουτε εγω πήγα. Ενδιαφερον εχει, αλλα ΟΧι και ..τοσο. Με τα ιδια λεφτα εβλεπα θεατρική παρασταση, δηλ..ζωντανούς!)Τι σκεφτηκαν λοιπόν οι δαιμονιοι ιθαγενεις: εκαναν την εκθεση , με μειωμενο εισιτηριο, προορισμό μαζικών..σχολικών επισκέψεων (!!!) και μαλιστα για Γυμνάσιο (12-15 ετών). Δικαιολογία: διδάσκει τις βλαβερές συνεπειες του ..καπνίσματος! (ενα από τα εκθέματα εδειχνε εναν "αληθινό" πνευμονα καπνιστη, καταμαυρο και παραμορφωμένο κλπ κλπ)
Αυτο ειναι η "μεταμοντέρνα" Ελλάδα! δεν ειναι καν χρηματιστήιο, αλλα ενα βλαχοαλαλούμ χωρις κανένα αξιακό κριτήριο!(Δεν ειμαι προσωπικά εναντιον του να δουν τα παιδακια τα πτωματα, καθε άλλο! Ουτε πιστευω, για τα πιο πολλά, οτι θα σοκαριζονταν, τουλαχιστον οσο νομιζουν καποιοι ενηλικοι. Στα games τους ολο τετοια χειρίζονται Αλλα σκεφτειτε: στην Ελλάδα των σχολειων χωρις βιβλιοθήκες, στην Ελλάδα των υποχρεωτικών θρησκευτικών επιπέδου κατηχησης, στην Ελλάδα που δεν ενεκρινε επισκεψη σχολειων σε εκθεση με γυμνά του ..Πικάσσο!!
Συμμερίζομαι τον προβληματισμό της Δημητρούλια (και του Μπασκόζου).
Νομίζω ότι υπονοεί όσα κι εσείς θίγετε και που είναι μεγάλες αλήθειες για την ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων χρόνων.
Προσωπικά, έχω πάρει πολλές απογοητεύσεις από διάφορα βιβλία, που ένιωσα ότι υποτιμούσαν τη νοημοσύνη μου.
Γι΄αυτό διαβάζω με προϋποθέσεις πλέον...
Και θεωρώ ότι μετά από χρόνια ανάγνωσης (που είναι πολλά, πιστέψτε με) έχω αναπτύξει τουλάχιστον ένα άλφα κριτήριο για όσα διαβάζω.
(Κι ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για τα καινούργια που σίγουρα θα έρθουν. Και θα διαβάζονται και πάλι με αγάπη και έξω από κάθε διαφήμιση
(ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ)
κ.κ.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που τίθεται το θέμα της εμπορευματοποίησης της τέχνης (και της λογοτεχνίας). Στις μέρες μας παίρνει μεγαλύτερη έκταση λόγω και της πληθώρας των μέσων επικοινωνίας, της παγκοσμιοποίησης, του πλουτισμού ως ιδανικού στόχου και πολλών άλλων λόγων. Όμως η απόλαυση της υψηλού επιπέδου τέχνης, εννοώντας πάντοτε και τη λογοτεχνία, ποτέ δεν ήταν, ούτε και θα είναι πιστεύω, χαρακτηριστικό των πολλών.Ακόμα κι αν οι κριτικοί δεν λειτουργήσουν με όρους της αγοράς, το κοινό που θα προτιμήσει μια ταινία του Αγγελόπουλου από ένα σαχλοσίριαλ θα είναι πάντα λιγότερο. Το ίδιο και στη λογοτεχνία. Κι αν ένα αξιόλογο λογοτεχνικό έργο προβληθεί και διαφημιστεί, δεν θα βρεί την ανταπόκριση που βρίσκει ένα εύπεπτο ευπώλητο. Όλα είναι θέμα παιδείας. Εκείνος που έχει σωστή παιδεία θα ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, άσχετα με την προβολή. Τώρα, το πώς αποκτάται η παιδεία είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα.
Εγώ πάλι πιστεύω ότι το κοινό έχει γίνει πιο απαιτητικό και είναι σαφώς πιο υποψιασμένο. Είναι επίσης (και θα έλεγα καλά κάνει) κυρίως υποψιασμένο απέναντι στην αυθεντία. Γιατί αν μικρό κοινό επιλέξει Αγγελόπουλο εις βάρος μίας απαραίτητα όχι τόσο ονομαστής δημιουργίας, ή Κισλόφσκι ή δε ξέρω πια τι άλλο, ίσως αυτό σημαίνει πια πως έχει "μπουχτίσει" από αυτό που βαφτίζεται ποιοτικό, επειδή διαθέτει ατέρμονες στατικές σκηνές, επειδή ένας ήρωας μιλά τώρα και ένας άλλος μετά από μια ώρα και λέει και κάτι άσχετο! Τώρα στο θέμα των βιβλίων, όπως φαντάζομαι και σε άλλες μορφές τέχνης, ο δέκτης προσπαθεί να αποσχιστεί από αυτό το βαρύ ποιοτικό, ψάχνει το απλώς ποιοτικό και πέφτει θύμα της σύγχρονης παγοσμιοποίησης, γιατί κυκλοφορεί στο χώρο αυτό σαν ακέφαλο κοτόπουλο(αγοράζει Λιακόπουλο και τα βιβλία που με πάθος - λέμε τώρα - διαφήμιζε η εκφωνήτρια του πρώην Αlter)! Για να μην είσαι λοιπόν ακέφαλο κοτόπουλο, και για να μην ξεχνάς ποτέ βέβαια ότι πρέπει να εξυμνείς αυτό που σου άρεσε πραγματικά όταν το διάβασες, και όχι επειδή οι υπόλοιποι (κριτικοί, συγγραφείς, bloggers, η κουτσή Μαρία) λένε ότι είναι καλό... αυτό ναι, μάλιστα, αυτό είναι ζήτημα παιδείας.
Pellegrina,
είχα ακούσει για την έκθεση, αλλά δεν ήξερα πώς ντύθηκε με τέτοιο περιτύλιγμα.
Πατριάρχης Φώτιος
Κ.κ.,
έχουμε διαβάσει πολλά μη ποιοτικά βιβλία, επειδή πέσαμε θύματα μιας κριτικής ή εκδοτικής προπαγάνδας και πιαστήκαμε σε διαφημιστικές πρακτικές;
Αν εννοείς αυτό, τότε φταίνε ίσως όλοι οι ενδιάμεσοι που τον δημοσιοσχεσίτη συγγραφέα τον κάνουν θεό!
Πατριάρχης Φώτιος
Δυστυχώς, Anagnostria, δεν πιστεύω στις εγγενείς αξίες. Δηλαδή ένα καλό έργο δεν είναι καλό από μόνο-του, πέρα δηλαδή από τις προσλαμβάνουσες κάθε εποχής. Επομένως, δεν σημαίνει ότι αυτό που υπογράφεται από τον Αγγελόπουλο είναι και από a priori ποιοτικό, κάτι δηλαδή που το καταλαβαίνουν μόνο οι πεπαιδευμένοι (Δεν αμφιβάλλω ότι η παιδεία βοηθά στη διαμόρφωση κριτηρίων).
Θα συμφωνήσω με τη Filoteo ότι αυτή η ελίτ τέχνη (κι αυτό υποστηρίζει ο γάλλος Ζαν Κλαιρ) προβάλλεται ως τοπ, ενώ είναι απλώς μια καλή προώθηση.
Από την άλλη, η καλή τέχνη δεν ήταν πάντα προνόμιο των λίγων. Αυτό έγινε μετά τη στροφή του νατουραλισμού και του μοντερνισμού, όταν η τέχνη απομακρύνθηκε άρδην από την κοινή αίσθηση περί τέχνης. Στην αρχαιότητα ο καθένας χαιρόταν ένα δράμα (τραγωδία ή κωμωδία), ενώ στο Βυζάντιο η τέχνη, επειδή είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, αφορούσε όλους.
Σήμερα προβάλλεται ως τέχνη το ακατάληπτο, ενώ το απλό και ίσως βαθύτερα ποιοτικό απαξιώνεται.
Μ ε γ ά λ ο Θ έ μ α.
Καλημέρα
Πατριάρχης Φώτιος
Πάντα υπήρχαν καλά και λιγότερα καλά βιβλία.
Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια όμως είναι πέρα από κάθε προσδοκία.
Σε βομβαρδίζουν διαρκώς πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ώσπου κάποια στιγμή κάμπτονται επιδέξια οι αντιστάσεις σου, για να φτάσει το βιβλίο ως προϊόν πλέον σε σένα.
Το οποίο συχνά σε προσβάλλει υποτιμώντας τη νοημοσύνη σου και την αισθητική σου μαζί.
Αυτό με κάνει να θυμώνω πολύ.
"Σήμερα προβάλλεται ως τέχνη το ακατάληπτο, ενώ το απλό και ίσως βαθύτερα ποιοτικό απαξιώνεται.
Μ ε γ ά λ ο Θ έ μ α."
Και σωστή κουβέντα.
Γιατί, δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα...
κ.κ.
Και θα πω το εξής απλό, γιατί και εμείς το παρακάνουμε χρησιμοποιώντας λογοτεχνικούς και άλλους όρους (π.χ νατουραλισμός, a priori, εγγενείς αξίες κλπ.). Δε θέλω να σας θίξω Πατριάρχη Φώτιε, έχετε μιαν ιδιόλεκτο πολύ όμορφη, που θα ήταν κρίμα να την καταπιέσετε. Αλλά πολλοί, μα πολλλοί (μα πάρα πολλοί) που θα θέλαμε να είναι αναγνώστες, γιατί ξέρουμε ότι θα μπορούσαν ΜΕΣΩ του βιβλίου να διαμορφώσουν και την παιδεία τους, απομακρύνονται, γιατί φαντάζει ακατανόητο και βαρετό. Γιατί ο Ρίτσος ή ο Λειβαδίτης διαβάστηκαν από πεπαιδευμένους και μη; Όχι, δεν είναι η εποχή ή η συγκυρία μόνο, τα είπαν τα πράγματα απλά..."Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα, ήσυχα και απλά..." Ε αυτό λείπει από την Τέχνη σήμερα, κατά τη γνώμη μου πάντα. Η απλότητα και η αλήθεια.
Μήπως για να μην την "πατάμε" τόσο πολύ, θα ήταν καλύτερα να αφιερώνουμε λίγο περισσότερο χρόνο στα βιβλιοπωλεία, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία πριν τα επιλέξουμε και αγνοώντας τις διάφορες "κριτικές" διαφημίσεις;
Πρόσφατα υπέπεσε στην αντίληψή μου το εξής: Πολύ γνωστός κριτικός λογοτεχνίας να έχει δημοσιεύσει με διαφορά λίγων εβδομάδων δύο κριτικές για το ίδιο βιβλίο. Η πρώτη εντελώς θετική και η άλλη εντελώς αρνητική. Εκτός από τη φαιδρότητα που μου προκάλεσε, τι άλλο μπορώ να υποθέσω; Το πιο απλό, ότι την πρώτη φορά τουλάχιστον, ούτε καν είχε ανοίξει το βιβλίο. Ή το πιο σύνθετο ότι εν τω μεταξύ τσακώθηκε με τον συγγραφέα ή ότι από κάπου "πήρε γραμμή". Ή μήπως το κάπως διαστροφικό, ότι πρόκειται για διαφημιστικό κόλπο προκειμένου να κινήσει την περιέργεια του αναγνώστη ώστε να το αγοράσει. Τι να πει κανείς;
Το θέμα του "καλού", του "υψηλού" στην τέχνη έρχεται και επανέρχεται και θα έχει πάντα ενδιαφέρον. Θα επιμείνω στην άποψή μου ως προς το ότι όλα είναι θέμα σωστής παιδείας. Το παράδειγμά σου, αγαπητέ Πατριάρχη,σχετικά με το αρχαίο δράμα δεν ανατρέπει την άποψή μου περί των ολίγων. Η αρχαία τραγωδία ήταν βασισμένη σε πολύ γνωστούς τότε μύθους, δεν στηριζόταν στην πρωτοτυπία της υπόθεσης, γι' αυτό και οι τρεις τραγικοί έχουν τραγωδίες με το ίδιο θέμα (π.χ. Ηλέκτρα). Είναι, για παράδειγμα, σαν να γραφόταν σήμερα ένα έργο βασισμένο σ' ένα πανελλήνιο μύθο, όπως "Του γιοφυριού της Αρτας"(Πρωτομάστορας, του Καζαντζάκη). Όσο για την κωμωδία, αυτή ήταν για τους Αθηναίους ό,τι για μας σήμερα η επιθεώρηση. Όταν ο Αριστοφάνης ανέφερε ένα πρόσωπο σατιρίζοντάς το, οι Αθηναίοι το ήξεραν και γελούσαν μαζί του. Μήπως στη συζήτησή μας θα έπρεπε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα έργα της λογοτεχνίας για να υποστηρίξουμε τις απόψεις μας; Ο Αγγελόπουλος τον οποίο ανέφερα ήταν μόνο ένα παράδειγμα, με το οποίο έχει ο καθένας το δικαίωμα να διαφωνεί. Δεν είμαι έτοιμη να επιχειρηματολογήσω για τον κινηματογράφο, μπορώ όμως για τη λογοτεχνία για την οποία και επιμένω ότι η απόλαυση της καλής λογοτεχνίας είναι πάντα θέμα των ολίγων και σωστής παιδείας, όσο κι αν ακούγεται ελιτίστικη η άποψή μου. Η καθημερινή εμπειρία νομίζω με επιβεβαιώνει.
anagnostria, σέβομαι την άποψή σου, αλλά πραγματικά σύμφωνα με αυτό που λες, ουσιαστικά περιορίζεις το καλό βιβλίο στα χέρια λίγων (με ποια κριτήρια είναι καλό το βιβλίο είναι άλλο το θέμα). Μήπως παίζει ρόλο με βάση ποιους ανθρώπους βγάζεις αυτά τα συμπεράσματα; Και αν πραγματικά το καλό βιβλίο είναι για λίγους, όταν κάτι καλό βρίσκει ευρεία ανταπόκριση, χάνει την ποιότητά του; Η γενιά ας πούμε του '60 ή του '70 που στο σύνολό της έζησε στα όρια της φτώχειας και δε μορφώθηκε καθ' ολοκληρία (αν γίνεται αυτό), δεν εκτίμησε μεγάλους ποιητές και πεζογράφους;Η πνευματική ελίτ δεν πρέπει να κατεβαίνει και 10 σκαλοπατάκια για να προσεγγίσει; Τι νόημα έχει να απευθύνεσαι σε λίγους;Δεν είναι λίγο αλαζονικό και από την πλευρά του λογοτέχνη;
υγ. Στον Αγγελόπουλο αναφέρθηκα, επειδή τον χρησιμοποίησες ως παράδειγμα. Και επιμένω πως δε συνιστά απαραίτητα ποιότητα.
(ειχα γραψει ενα πολυ μεγαλο αλλα κατι εγινε και χαθηκε, δεν το ξαναγράφω)
κατι εντελώς διαφορετικό: τι σημαινει "αναγνωση" γενικά; πώς προσλαμβάνει ο καθένας ό,τι διαβάζει; Οχι μονο λογοτεχνία, αλλα γενικα΄. Μια απλή πληροφορία, ας πουμε.
Σε καποια ευρωπαϊκή σχολική μετρηση τα ελληνοπουλα ειχε βρεθει ότι ειναι από τα τελευταία στην κ α τ α ν ό η σ η κειμε΄νου. Εχω λογους να το πιστευω. ο ελληνας εκπαιδεύεται να φλυαρεί με παρλαπίπες περι ενος θεματος παπαγαλίζοντας, χωριςε να προσεχει και να κατανοει τι λεει αυτο που διαβαζει (ουτε να ακουει το συνομιλητή του) Καντε ενα τεστ: πηγαινετε μια βολτα στο ..ΙΚΕΑ (ενα καταστημα που η χρηση των προϊόντων του στηρίζεται πολύ σε ΓΡΑΠΤΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ) kai στηστε αυτί πως σχολιάζουν οι πελάτες ό,τι βλέπουν: ενα μεγάλο ποσοστό αδιαορεί για γραπτές οδηγίες και μιλάει με το ματι και την "παράδοση". Οσοι καταφευγουν σε αυτες συνηθως αντιλαμβάνονται αλλαντάλλων. Εχει φοβερή πλάκα! οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν μια απλη πληροφορία, όπως τι σημαινει υψος και τι πλάτος, η σε τι χωρο αντιστοιχούν δυο μετρα (ειδικά οι γυναικες-δεν ξερω μηπως θεωρειται και χαριτωμένο..) Η λογοτεχνια βεβαια υποτίθεται οτι δεν στηρίζεται στην κυριολεξία, αλλα αν δεν ξερεις την κυριολεξία, δεν εκτιμάς ουτε τη μεταφορά (κατεμε η λογοτεχνια στηρίζεται απολυτως στην κυριολεξία, αλλα αφηστε το καλυτερα) Οι Ελληνες ειναι α ν α λ φ ά β η τ ο ι. ο λογος που "αντιλαμβάνονται" ειναι ο πατερναλιστικός, ο καθοδηγητικός και ο αυθαίρετα αξιολογικός. Καθε πρόταση σε οριστική δεν την εκλαμβάνουν ως πληροφορία, αλλα ως δόγμα (και αυτον που την εκφέρει ως κάνοντα κήρυγμα), ενω οι προτάσεις σε αλλες εγκλίσεις τους αναστατώνουν. Οταν δεν ξερουμε να ερμηνευσουμε μια πινακίδα στο δρομο, η λογοτεχνια ειναι πολύ μακρινό πράγμα. οπως μου ειπε καποτε μια αξέχαστη 'επιμελήτρια", λογοτεχνία ειναι να γραφέις "Φλου"! (με καθε σεβασμό στον θρυλικό Μπάμπη)
Αγαπητή filoteo, πάντα με γοητεύει η ανταλλαγή απόψεων, προπάντων όταν αφορά τη λογοτεχνία. Ρωτάς, αν κάτι καλό βρίσκει ευρεία ανταπόκριση χάνει την ποιότητά του; Ασφαλώς όχι και μακάρι αυτό να συμβαίνει συχνά.Όταν λέω παιδεία δεν εννοώ εκπαίδευση. Εννοώ ευρύτερη καλλιέργεια που δημιουργείται και από το σχολείο βέβαια, αλλά και από την οικογένεια και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ο πατέρας μου είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό, αλλά θυμάμαι πόσο του άρεσε το "Έγκλημα και τιμωρία" του Ντοστογιέφσκι. (Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό δεν το θεωρείτε καλή λογοτεχνία!). Λέτε "η πνευματική ελίτ να κατέβει 10 σκαλοπάτια". Όμως πιστεύω η καλή λογοτεχνία δεν γράφεται για να αρέσει ή να μην αρέσει. Γράφεται γιατί έτσι αισθάνεται ο δημιουργός της. Επιμένω να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα καλής ή κακής λογοτεχνίας αλλά βλέπω ότι όλοι το αποφεύγουν.
:) ναι αγαπητή anagnostria το "Έγκλημα και Τιμωρία" είναι καλή λογοτεχνία, κακή είναι ό,τι δεν μου αρέσει (για μένα, το τονίζω για να μην ακουστώ και περίεργη). Κι αν έχω κάποια παιδεία, θα πρέπει να μου ΜΗΝ δείξεις εμπιστοσύνη ότι μπορώ να ξεχωρίσω το καλό από το κακό, γιατί όλα τα βιβλία του κόσμου δεν θα τα διαβάσω μέχρι να πεθάνω, και άρα την παιδεία μου (και όχι την εκπαίδευση, τα ευκόλως εννοούμενα θα τα παραλείψω) την χτίζω ακόμη. Αλλά το ερέθισμά μου το θέλω, και αυτό θα μου το δώσει ο λογοτέχνης...ελπίζω τουλάχιστον.
Φίλοι,
βλέπω ότι το θέμα της επαφής του κοινού με τη λογοτεχνία έχει ανάψει τη συζήτηση.
Επικεντρώνομαι στο θέμα της ελίτ στάσης της σύγχρονης λογοτεχνίας (και αποφεύγω, όσο μπορώ, filoteo, όρους), ενώ θα μιλήσω, Αναγνώστρια, και με συγκεκριμένα κείμενα.
1. Πρώτα απ' όλα, όλα αυτά που λες για την αρχαιότητα επιβεβαιώνουν ότι η τέχνη απευθυνοταν σε όλους και για ιστορικούς λόγους όλοι, οι απλοί άνθρωποι, έρχονταν άμεσα σε επαφή μαζί-της χωρίς να νιώθουν αποκομμένοι.
2. Στα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στον 20ό, η τέχνη (λογοτεχνία και εικαστικές τέχνες) απομακρύνθηκε από το ευρύ κοινό, έγινε αυτοαναφορική, ελιτίστικη, ενίοτε εσωστρεφής.
3. Ο "Οδυσσέας" του Τζόυς, το "Αναζητώντας το χαμένο χρόνο" του Προυστ και για να έλθω στα καθ' ημάς το "Αντιποίησις αρχής" του Κοτζιά είναι γραμμένα με ένα κέλυφος που απωθεί το κοινό εκ των προτέρων (=a priori). Το γαλλικό λ.χ. Νέο μυθιστόρημα του Ρομπ-Γκριγιέ ή της Σαρρότ και η Κωστούλα Μητροπούλου στα καθ' ημάς επιχειρούν να αναιρέσουν τους παραδεδομένους κανόνες και να γράψουν ένα αντι-μυθιστόρημα, μακριά απο τον άνθρωπο και την πρόσληψή-του.
3. Πολλοί θεωρητικοί έχουν επισημάνει ότι η λογοτεχνία σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα κλειστό σύμπαν που αποκλείει εκ φύσεως (εκ μοντερνιστικής φύσεως) τον μέσο αναγνώστη.
4. Προσωπικά (δεν ξέρω αν θεωρούμαι ότι έχω αυτή την ευρύτερη παιδεία που αναφέρεις) δεν μπορώ να βρω πάντα απόλαυση και υγιή προβληματισμό σε τέτοια έργα, όπως αυτά που ανέφερα.
5. Το ζητούμενο λοιπόν είναι (και αυτό προσπάθησε εν μέρει να κάνει ο μεταμοντερνισμός, ασχέτως αν κι αυτός έφτασε μερικές φορές σε άλλα άκρα) να ξαναβρεί η λογοτεχνία τη δίοδο προς τον αναγνώστη.
6. Φυσικά φταίει κι αυτός, είτε επειδή είναι αναλφάβητος όπως το εξηγεί η Pellegrina, είτε επειδή δεν έχει αισθητική καλλιέργεια, όπως ζητά η Αναγνώστρια, είτε επειδή έχει τηλεοπτικοποιηθεί και έχει πάψει να ψάχνει το κείμενο και τον λόγο. ΑΛΛΑ φταίει και η κατεύθυνση της λογοτεχνίας που εξ ορισμού αποστρέφεται το εύκολο, όχι μόνο για να δείξει την πολυπλοκότητα του κόσμου, αλλά και για να προβάλει την ελιτίστικη σημερινή-της διάθεση.
7. Γνώμη-μου είναι ότι δεν φτάνει η παιδεία που εύλογα αναζητούν πολλοί. Γνώμη-μου είναι ότι πρέπει να επέλθει και μια στροφή στη λογοτεχνία που θα την κάνει πιο άμεση και οικεία, χωρίς να χάσει τον βαθύτερο προβληματισμό-της και τις αισθητικές-της αναζητήσεις.
Αμήν
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχη, το περίεργο είναι ότι συμφωνώ και με τις δικές σου απόψεις περί στροφής της λογοτεχνίας στον ελιτισμό και κυρίως με το "αντιμυθιστόρημα μακριά απ' τον άνθρωπο και την πρόσληψή του", αλλά συμφωνώ εν μέρει και με την Αναγνώστρια για το ρόλο της παιδείας. Ίσως η πραγματικότητα να βρίσκεται -κατά τη γνώμη μου- κάπου ανάμεσα: δηλαδή, ενώ αναμφίβολα ένα λογοτεχνικό έργο, αν είναι πραγματικά σημαντικό, θα βρει τον τρόπο να απευθυνθεί σ' ένα μεγάλο μέρος του κοινού, απαντώντας στα ενδιαφέροντα και τις αναζητήσεις του, παράλληλα όμως κι αυτά τα ενδιαφέροντα καλλιεργούνται και μέσω της παιδείας που δείχνει το δρόμο ή τουλάχιστον δεν αποτρέπει-όπως φοβάμαι ότι γίνεται με την ελληνική παιδεία. Είναισημαντικό να καταλάβει κανείς από μικρός ότι η επαφή με την τέχνη δίνει απόλαυση και παρηγοριά και δεν είναι βαρετό καθήκον ή μέσον κοινωνικής προβολής. Πολύ σύνθετο αλλά και ενδιαφέρον το ζήτημα!
Πάντως, προσωπικά πιστεύω ότι η προβολή του βιβλίου ως εμπορεύματος και του συγγραφέα ως σταρ, εκτός από τις σαχλές παρενέργειες που σωστά επισημαίνετε, έφερε και μερικά καλά: Έδωσε κίνητρο και κέρδη (αρχικά)στους εκδότες και αύξησε τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να αυξηθεί και η παραγωγή καλών βιβλίων που σε άλλες εποχές δεν θα είχαν εκδοθεί. Επίσης ενδεχομένως βελτίωσε και την ποιότητα των μεταφράσεων. Σε κάθε περίπτωση, δημιούργησε ένα πιο ενημερωμένο -έστω και επιφανειακά- και λιγότερο επαρχιώτικης αντίληψης κοινό. Αυτό είναι σημαντικό για μια βασικά απαίδευτη και πολιτισμικά απομονωμένη κοινωνία, όπως η ελληνική.
ΥΓ. Έξοχη η ανάλυση της Πελεγρίνας για την κατανόηση κειμένου!
ΝΥΤ,
μα αν δεις το τελευταίο-μου σχόλιο αυτά περίπου λέω.
Η Αναγνώστρια έχει δίκιο ότι η λογοτεχνία είναι παιδεία, μύηση, αναγνωστική και γενικότερη αγωγή,
αλλά σήμερα η διανοουμενίστικη τέχνη (σαν αυτή που "θάβει" ο Κλαιρ), αυτή η δήθεν ή με καλή προαίρεση γραμμένη για λίγους λογοτεχνία δεν έχει κοινωνικό ρόλο.
Πατριάρχης Φώτιος
Νομίζω πάντως οτι τελευταια στην Ελλάδα δεν εχουμε πολλή "διανοουμενίστικη" λογοτεχνία. Αυτό υπήρχε ισως τις δεκαετίες του (όψιμου) μοντερνισμού, αλλα τωρα, ποιος γραφει 'διανοουμενίστικα'; δεν ξερω, εσεις ξερετε; ισως ελάχιστοι. Το μεγαλύτερο μερος της λογοτεχνίας (και δεν εννοώ τα μπεστ) εχει επανέλθει σε απλό σχετικά λόγο, πλοκή (ή πάντως προσπάθεια), κατανοητά πράγματα από τη σημερινή ζωή. Ομως, πάλι δεν διαβάζεται. Οι απόψεις που εχω ακούσει για το γ ι α τ ι δεν διαβάζεται δεν εχουν σχεση με τιποτα διανοούμενίστικο και ακαταλαβίστικο. Ο κόσμος λεει στα ισα: "δεν μας ενδιαφερει"..
Καλημέρα σε όλους!
Άναψε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις για τη λογοτεχνία που έχω παρακολουθήσει εδώ και καιρό. Που αισθάνομαι κιόλας ότι με αφορά και για καλό και για κακό. Μου θυμίζει μάλιστα μία ερωτηση που άκουσα κάποτε ως κεκαλυμμένη κριτική. Υπάρχει λόγος να εκδίδονται όλα τα βιβλία που εκδίδονται; Θα συμφωνήσω με τις πιο πολλές από τις απόψεις που ακούστηκαν. Ναι είναι θέμα προσωπικής παιδείας και καλλιέργειας. Ναι η καλή λογοτεχνία δεν είναι μόνο αυτή που απευθύνεται στην ελίτ της διανόησης και αποκλείει το μέσο αναγνώστη. Ναι οι δημόσιες σχέσεις και οι όροι του μάρκετινγκ μπορούν να προωθήσουν εμπορικά ένα μέτριο ή κακό βιβλίο, αλλά η εμπορική επιτυχία δεν είναι συνώνυμο του κακού βιβλίου. Κατανοώ ότι ως μορφή τέχνης η λογοτεχνία συχνά χρησιμοποεί αναλογίες και αναφορές σε άλλες μορφές τέχνης, αλλά εγώ είμαι της άποψης ότι η αναλογία της τέχνης γενικότερα και της λογοτεχνίας ειδικότερα υπάρχει με το φαγητό. Υπάρχει το σπιτικό, κλασσικό φαγητό (καλομαγειρεμένο ή μη), υπάρχει η γκουρμέ ιδιαίτερη κουζίνα (με σπάνια υλικά ή καινοτόμες προτάσεις)και υπάρχει και το junkfood. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να κακίσω αυτούς που προτιμούν την κατανάλωση junkfood. Μου φτάνει το ότι αισθάνονται την ανάγκη να τραφούν. Και έχω τη βεβαιότητα ότι εφόσον υπάρχει η βασική προϋπόθεση κάποια στιγμή θα δοκιμάσουν και την άλλη κουζίνα, θα καλλιεργήσουν τον πνευματικό τους ουρανίσκο με τρόπο ώστε να αντιλαμβάνονται τα καλά συστατικά και το καλό μαγείρεμα σε όποια κατηγορία φαγητού κι αν ανήκει χωρίς στερεότυπα. Θα εκτιμήσουν το καλό χάμπουργκερ ως τέτοιο, το καλό σπιτικό ως τέτοιο και την καλή υψηλή γαστρονομία ως τέτοια. Το είδος δεν καθιστά το φαγητό καλό ή κακό, ο ουρανίσκος μας , τα συστατικά και η θρεπτική του αξία το κάνουν. Μου φτάνει ο κόσμος να έχει τη βασική προϋπόθεση: όρεξη.
Χαιρετώ γιατί πείνασα!
Πείνασα και εγώ...εμένα η γαστρονομική προσέγγιση μου κάνει...
η μεταφορά ειναι ευστοχη: εκτός των άλλων, ό μέσος πελάτης εστιατορίου ειναι πάντα επιφυλακτικός μπροστά σε καινούγια, αγνωστα πιάτα
Με όρους φαγητού,
ο Κλαιρ θα έλεγε ότι έχουμε γίνει καταναλωτικά όντα, βλέπουμε την τέχνη σαν προϊόν και επομένως εύκολα μ α ς σ ε ρ β ί ρ ο υ ν τις αλχημείες-τους όπως θέλουν κι εμείς πορευόμαστε με βάση τη μεταμοντέρνα κουζίνα.
Πατριάρχης Φώτιος
θεωρω πως θα επρεπε να συμπεριλαμβανεται και η μουσικη,διοτι αποτελει τεχνη..και μαλιστα μια απο τις προγενεστερες!!
Post a Comment