Monday, September 05, 2011

“Άγιοι και δαίμονες. Εις ταν Πόλιν” του Γιάννη Καλπούζου

Γλωσσική πανδαισία και αφηγηματικό ταξίδι στις αρχές του 19ου αιώνα, ελληνοτουρκική κουλτούρα και προετοιμασία της Επανάστασης, περιπέτειες και άφθονα στοιχεία για την καθημερινή ζωή, φτάνουν όλα αυτά για ένα αισθητικά και ιδεολογικά καινοτόμο ιστορικό μυθιστόρημα;

Πολίτικος καφές με λουκουμάκι:
Γιάννης Καλπούζος
“Άγιοι και δαίμονες. Εις ταν Πόλιν”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Ποια η γοητεία του Καλπούζου που κατάφερε να κερδίσει το ευρύ κοινό, ώστε το προηγούμενο μυθιστόρημά-του “Ιμαρέτ” να γίνει επί μακρού πρώτο σε πωλήσεις και να κερδίσει και το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ; Μα προφανώς η κλασική ιστορική αφήγηση που ταξιδεύει νοερά σε άλλες εποχές, η δύναμη της περιγραφής και της γλώσσας, οι ζωντανοί χαρακτήρες και η ατμόσφαιρα της Τουρκοκρατίας που γεμίζει με χρώματα, οσμές και αρώματα τη φαντασία (Βλέπε και το ποστ του Βιβλιοκαφέ (27/2/2009) πριν από δύο χρόνια).
            Το παρόν έργο συνεχίζει την ίδια γραμμή και κερδίζει τον κόσμο ήδη από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας-του. Η anagnostria (28/6/2011) παρουσίασε εύγλωττα γιατί το μυθιστόρημα σαγήνευσε την ίδια, μια παρουσίαση που είναι –νομίζω- αντιπροσωπευτική και για πολλούς άλλους αναγνώστες. Παραπέμπω, επειδή βλέπω ότι με εκφράζουν, σε μερικά χωρία-της (όσα είναι σε πλάγια στοιχεία):
Το βιβλίο ανασυστήνειόλη εκείνη τη μακρινή εποχή, την Πόλη, τις γειτονιές, τους δρόμους και τους καφενέδες της, τις ευτυχισμένες στιγμές αλλά και τη φρίκη των αποκεφαλισμών. Τα χαρέμια, την πανούκλα και τις πυρκαγιές, τη Φιλική Εταιρεία, τους έρωτες και τις προδοσίες”, μια περιγραφή που εξάγειέντονα συναισθήματα. Ίσως γιατί […] οι ήρωες του βιβλίου έπαψαν να είναι μυθιστορηματικά πρόσωπα, δημιουργήματα της μυθοπλαστικής φαντασίας, πήραν σάρκα και οστά, έγιναν γνωστοί και οικείοι και με πήραν μαζί τους στις περιπέτειες του βίου τους”. Η υπόθεση του έργου (σε γενικές γραμμές) έχει ως εξής:
“Η χρονική περίοδος που καλύπτει το έργο είναι 1808-1832. Με δυο βασικούς κεντρικούς χαρακτήρες, τον Τζανή, που είναι και ο κύριος αφηγητής […] και τον Ανθία, παιδιά της Πόλης, φίλους από τα παιδικά τους χρόνια, που άλλοτε συναντιούνται και άλλοτε χωρίζονται στις περιπέτειές τους, και με πλήθος άλλα πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν, Έλληνες και Τούρκους, Εβραίους κι Αρμένηδες, άλλοτε πρόσωπα φανταστικά κι άλλοτε ιστορικά,  μεταφερόμαστε στη μακρινή εκείνη εποχή. Ζούμε τη φοβερή επιδημία της πανούκλας, ταξιδεύουμε και ναυαγούμε στη Μαύρη Θάλασσα, συναντάμε κρυπτοχριστιανούς στον Πόντο, γνωρίζουμε τη ζωή στη φυλακή αλλά και στο χαρέμι, μυούμαστε στη Φιλική Εταιρεία και παρακολουθούμε τον ηρωικό θάνατο του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι. Πολλές είναι οι συγκλονιστικές σκηνές του βιβλίου, τα κομμένα κεφάλια και το αίμα πλημμυρίζουν τις σελίδες του. Ταυτόχρονα όμως και σκηνές ερωτικές και επεισόδια όπου η πονηριά κι η επινοητικότητα, ιδίως του πανέμορφου Ανθία, προκαλούν ένα χαμόγελο”. Δύο σκηνές, αφενός ο εξισλαμισμός με την απειλή του σπαθιού του αδελφού του Τζανή και “ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ τον Απρίλη του 1821 (σ. 542-548)” θεωρούνται από την Anagnostria εκ Κύπρου οι πιο δραματικές, ενώ αξιοπρόσεκτες είναι καιη σκηνή του "σταυρώματος" του Τζανή, όταν οι γενίτσαροι τον καρφώνουν σ' έναν πλάτανο ή οι σφαγές της Χίου το 1822 που τις ζούμε σαν να ήμαστε εκεί”.
“Αλλά, πιστεύω, η σημαντικότερη ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι η γλώσσα του. Με αληθοφάνεια προσεγγίζει τη γλώσσα της εποχής "που έρχεται σαν μυρωδιά από μένα', λέει ο αφηγητής Τζανής. Πλήθος οι λέξεις και φράσεις που χρήζουν ερμηνείας για το σύγχρονο αναγνώστη, που ευκολύνεται όμως με την εξήγησή τους στο κάτω μέρος της σελίδας. Μεγάλη ήταν η έκπληξή μου διαπιστώνοντας την ομοιότητα με το κυπριακό ιδίωμα, σε σημείο που για πλήθος λέξεις δεν χρειαζόμουν γλωσσάριο.” 
Όποιος είναι λάτρης των ζωντανών σκηνών και των μακρινών περιόδων που αποτυπώνονται γλαφυρά θα λατρέψει αυτό το βιβλίο. Όποιος αναζητά ιστορικές λεπτομέρειες για τη ζωή της Πόλης στις αρχές του 19ου αιώνα, όποιος ψάχνει πραγματολογικά στοιχεία για την καθημερινότητα των Ελλήνων μέσα στην Τουρκοκρατία και το παρασκήνιο της Φιλικής εταιρείας και άλλων «συντροφιών» πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης, θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Καλπούζου έναν εξαιρετικό ιστοριοδίφη που βρήκε πλήθος λεπτομερειών, ώστε να κάνει το έργο-του ένα εργόχειρο της καθημερινής ζωής μιας εποχής που αναβιώνει μπροστά στα μάτια-μας πολύ πολύ παραστατικά. Όποιος αρέσκεται να διαβάζει ένα κείμενο με ειρμό αλλά και με γλωσσική χάρη, με περιγραφική και αφηγηματική δύναμη, θα βρει στους “Άγιους και δαίμονες” γνήσια συγγραφική στόφα.

Α λ λ ά:
-ένα τέτοιο έργο, παρά την αφηγηματική-του άνεση, ακολουθεί την παλιά, παραδοσιακή αντίληψη περί ιστορικού μυθιστορήματος, που αναπλάθει αλλά δεν ερμηνεύει, που αποτυπώνει το κλίμα αλλά δεν βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο, που πορεύεται πάνω στις σίγουρες ράγες της αφήγησης αλλά δεν τονίζει το σήμερα σε αντίστιξη, αντίθεση, αναλογία, αλληλοκαθορισμό κ.ο.κ. με το χθες.
Φαντάζομαι ότι η Κοτζιά αναφέρεται και στον Καλπούζο όταν στο άρθρο της 19ης/6/2011 λέει: «Όσο για το ιστορικό μυθιστόρημα, στη θεωρία υποτίθεται πως προσφέρει αφορμή να φωτίσουμε το κοινωνικοπολιτικό παρόν. Είναι όμως πράγματι έτσι; Ή μήπως μιλώντας για την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 19ου αιώνα ... αποστρέφουμε το βλέμμα μας από τη βία, την υποβάθμιση και την εξαθλίωση την οποία εμείς υποθάλψαμε επιτρέποντάς της να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα στους κοινόχρηστους χώρους; Είναι τόσο σχιζοφρενικά σκοτεινή η δημόσια ζωή την οποία χτίσαμε την τελευταία τριαντακονταπενταετία, που όχι μόνον οι πολιτικοί, τους οποίους δικαίως εγκαλούμε, αλλά ούτε εμείς οι υπόλοιποι -καλλιτέχνες, διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων- τολμούμε να την αντικρίσουμε γυμνή. Απομονωμένοι, τυφλοί, ενδοστρεφείς, περιοριζόμαστε έτσι στην ανώδυνη, για τα μέτρα των καιρών, αυτοέκφρασή μας.»
-ένα τέτοιο ιστορικό αφήγημα προχωρά στατικά και όχι δυναμικά. Απευθύνεται σ’ αυτούς που αρέσκονται στη μυθιστορηματοποίηση της ιστορίας, σ’ αυτούς που θέλουν μια εύπεπτη αφήγηση αντί της δύστροπης ιστοριογραφικής πραγματείας για να μάθουν μια εποχή και να μπουν στο κλίμα-της, να γνωρίσουν τα σουσούμια-της, να περπατήσουν στα σοκάκια-της.
Έχω ξαναγράψει ότι δεν έχουμε ανάγκη από εξωραϊσμένες ιστορικές αναδιηγήσεις (και το «Άγιοι και δαίμονες» είναι εξωραϊσμένο, γιατί προσπερνά μέσα στη μαγεία της εποχής και στη γοητεία της ελληνοτουρκικής κουλτούρας την τραγικότητα των ημερών με ανώδυνες αφηγήσεις: ακόμα και στις τραγικές σκηνές, ο αναγνώστης νιώθει ότι ζει ένα παραμύθι και έτσι δεν εισέρχεται στην ψυχολογία της ιστορικής στιγμής) αλλά από αναθεωρητικές ματιές, δεν χρειαζόμαστε φαντασιακές προβολές στο παρελθόν για να ξεχάσουμε το παρόν, αλλά ιστορικές καταβάσεις που θα μας κάνουν να ξαναδούμε το παρόν με αίσθημα αυτογνωσίας, διάθεση αναζήτησης των αιτίων της όποιας σημερινής κρίσης, θέληση εθνικής αυτοσυνειδησίας…
Πατριάρχης Φώτιος

11 comments:

Τέσυ Μπάιλα said...
This comment has been removed by the author.
Τέσυ Μπάιλα said...

http://tbailavaila.blogspot.com/2011/09/blog-post_05.html
η δική μου γνώμη.
καλό σας βράδυ

Πάπισσα Ιωάννα said...

Τέσυ,
διάβασα την ανάρτησή-σου και έχω μείνει με την απορία τι εννοείς με τον "φόβο" του συγγραφέα απέναντι στο αντικείμενό-του. Παραθέτω: "Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί, ας μου επιτραπεί η έκφραση, το "φόβο" του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΠΟΥΖΟΥ απέναντι σ' αυτό που καταπιάνεται να γράψει. Ο κόσμος του Τζανή είναι για τον συγγραφέα μια υπαρκτική πραγματικότητα και γι αυτό το λόγο την προσεγγίζει με δέος, γίνεται ο ίδιος μέρος του, σπαράζει με τον σπαραγμό του, ματώνει από το μαχαίρι του, ποθεί τους έρωτές του και τελικά μας τον συστήνει με τη συστολή του προικισμένου δημιουργού και την αυτοπεποίθηση ενός μεγάλου λογοτέχνη".
Θα ήθελα μια πιο σαφή εξήγηση.
Ευχαριστώ
Πατριάρχης Φώτιος

anagnostria said...

Εν πρώτοις, αγαπητέ πατριάρχη, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την εκτενή αναφορά στην ανάρτησή μου, αν και το σχόλιό σου ότι [αυτού του είδους τα ιστορικά μυθιστορήματα αρέσουν] "σ' αυτούς που αρέσκονται στη μυθιστοριοποίηση της ιστορίας, που θέλουν μια εύπεπτη αφήγηση αντί της δύστροπης ιστοριογραφικής πραγματείας" τείνει να ακυρώσει την όποια ικανοποίηση είχα αισθανθεί από την αναφορά σου. Σε απάντηση όμως των σχολίων σου θα είχα να παρατηρήσω τα εξής: Στην κατηγορία "ιστορικό μυθιστόρημα" ανήκουν ποικίλα είδη. Αναφέρω μόνο παραδείγματα και όχι τη θεωρητική τεκμηρίωση των διαφορών τους. "Η πάπισσα Ιωάννα" του Ροΐδη είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Το ίδιο και "Οι μαυρόλυκοι" του Θανάση Πετσάλη, "Ο κύριός μου Αλκιβιάδης" του Άγγελου Βλάχου, "Οι αρματωμένοι του Λουκή Ακρίτα, "Ο Σέργιος και Βάκχος" του Καραγάτση και για να έρθουμε και στην εποχή μας, σταματώ μόνο στα ιστορικά του Θέμελη. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σ' αυτά τα έργα; Καμιά, πιστεύω. Κι όμως είναι όλα ιστορικά μυθιστορήματα. Δεν νομίζω ότι έργα σαν αυτό του Καλπούζου κατ' ανάγκη χρησιμοποιούν τις "φαντασιακές προβολές στο παρελθόν για να ξεχάσουμε το παρόν", όπως γράφεις. Απλώς ανήκουν σε ένα είδος που σκοπό έχει, κατά τη γνώμη μου, να καταγράψει απλώς την ιστορία με μυθιστορηματικό τρόπο, που, ναι, είναι εύπεπτος αλλά όχι απορριπτέος. Αν ακόμα δίδασκα στα σχολεία θα διάβαζα αποσπάσματα από το βιβλίο στους μαθητές μου. Σε διαβεβαιώ ότι θα θυμόντουσαν πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που τα βιβλία της ιστορίας τους παρέχουν για τα ίδια γεγονότα. Και τίποτα δεν θα εμπόδιζε μια συζήτηση που θα ζωντάνευε το μάθημα.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anagnostria,
συγγνώμη αν η αναφορά-μου στα λόγια-σου συνδυάστηκε και με την απόρριψη του κλασικού ιστορικού μυθιστορήματος. Σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμουν σε σένα αλλά στο είδος της ανάγνωσης που εκπροσωπεί το είδος.
Ναι, όλα αυτά που λες ισχύουν στον υπέρτατο βαθμό, όταν μιλάμε για το ιστορικό μυθιστόρημα μέχρι τον Πόλεμο και την Κατοχή. Μετά, η ιστορία μέσα στα κείμενα παρουσιάζεται πλέον αλλιώς (εξαιρουμένου ίσως του Θέμελη και άλλων πιο παραδοσιάκών πεζογράφων), αφού το είδος έκανε στροφή σε ανανεωτικές αναγνώσεις, σε αναθεωρητικές ερμηνείες, σε συνδέσεις με το παρόν, σε ξανακοίταγμα των εθνικών-μας στιγμών, όχι ως γνώση αλλά ως εκ νέου αυτογνωσία.
Γι' αυτό διαφωνώ με την ανάγνωση του ιστορικού αφηγήματος απλώς ως υποκατάστατο της επιστήμης της ιστορίας. Ξέρεις τι βλέπω; Η μυθιστοριογραφία δεν αφηγείται πια με απλό τρόπο και εύπεπτο ύφος, αλλά περαιτέρω κοντράρεται με την ιστοριογραφία, επειδή ξαναδιαβάζει το παρελθόν με νέα εργαλεία και αναδεικνύει αίτια της παρούσας κρίσης σε διάφορους τομείς μέσα από την αναψηλάφηση "κλειστών" δεδεμένων.
Η ανάγνωσή-σου ήταν πολύ καίρια, γιατί ανέδειξε όλα τα θετικά του βιβλίου, πιο πολλά απ' όσα είδα εγώ, και γι' αυτό στηρίχτηκα κυριολεκτικά πάνω στη ανάρτησή-σου και μετά επιχείρησα να εκφράσω τις δικές-μου αντιρρήσεις.
Σ' ευχαριστώ
Πατριάρχης Φώτιος

Τέσυ Μπάιλα said...

Νομίζω ότι αν διαβάσετε πιο προσεκτικά την παράγραφο που απομόνωσατε εξηγώ ακριβώς τι εννοώ. Μιλάω για το "φόβο" ενός συγγραφέα απέναντι στην ευθύνη που τον καλεί όταν γράφει ένα κείμενο και μάλιστα τέτοιου τύπου. Όσο γοητευτικό κι αν είναι, το ταξίδι της γραφής συνιστά την μέγιστη ευθύνη της δημιουργίας απέναντι στον αναγνώστη, πρωτίστως όμως απέναντι στο ίδιο το θέμα του. Και η δημιουργία αυτή απαιτεί έρευνα, αφοσίωση, δέσμευση. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα έργο ιστορικών διαστάσεων. Αυτό τον φόβο του Καλπούζου ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο. Το φόβο αν θέλετε που απορρέει από το σεβασμό απέναντι σ' αυτό που προτίθεσαι να γράψεις. Αυτό ακριβώς ήθελα να επισημάνω.
ευχαριστώ κι εγώ, είναι πάντα γόνιμος ένας καλοπροαίρετος διάλογος
Τέσυ

Πάπισσα Ιωάννα said...

Τέσυ,
το διάβασα προσεκτικά αλλά δεν είχα καταλάβει ακριβώς. Νομίζω τώρα το κατάλαβα.
Πατριάρχης Φώτιος

anagnostria said...

Αγαπητέ Πατριάρχη, ευχαριστώ για τις διευκρινίσεις. Δεν διαφωνώ με τις απόψεις σου, απλώς δέχομαι (όταν έχουν βεβαίως λογοτεχνικό επίπεδο) και τα ιστορικά μυθιστορήματα τύπου Καλπούζου που εσύ φαίνεται να απορρίπτεις. Δεν νομίζω ότι ανάλογα μυθιστορήματα "λειτουργούν ως υποκατάστατα της ιστορίας", αλλά την περνούν μέσα από το λογοτεχνικό φακό, τονίζουν λεπτομέρειες, αναδεικνύουν το παρελθόν, χωρίς να επιδιώκουν να "κοντραριστούν μετην ιστοριογραφία και "να ξαναδιαβάσουν το παρελθόν". Η διαφορά μας νομίζω έγκειται στο ότι εγώ δέχομαι και τα πρώτα, ενώ εσύ φαίνεται να πιστεύεις ότι μόνο του δεύτερου τύπου ιστορικά μυθιστορήματα απαιτεί η εποχή μας ή τουλάχιστον αυτά προτιμάς.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anagnostria,
όπως διαπιστώνουμε και οι δυο, υπάρχουν δύο είδη γραφής στο ιστορικό μυθιστόρημα, η κλασική και η νεωτερική.
Η πρώτη, που κάνει όσα ωραία λες, υποκαθιστά την ιστορική αφήγηση, μετατρέποντάς-της σε μυθιστορηματική αφήγηση. Μας μαθαίνει το παρελθόν και μέσα σε μια εύπεπτη πλοκή ξαναζούμε μια παλιότερη εποχή. Το λες καλά: ο μαθητής μαθαίνει καλύτερα την ιστορία μέσα από μια ευχάριστη αφήγηση.
Η δεύτερη ξεφεύγει από την επαν-αφήγηση και αποσκοπεί στην επαν-ανάγνωση του παρελθόντος. Δεν μυθιστορηματοποιεί τα γεγονότα, αλλά αναζητεί αίτια, αποκαλύπτει τις κοινωνικές και πολιτικές σκιές, προβάλλει αντιστικτικά το σήμερα, εντοπίζει αφανείς πτυχές της ιστορίας κ.ο.κ.
Προσωπικά, φυσικά προσωπικά μιλάω, πιστεύω ότι η πρώτη φαίνεται ενδιαφέρουσα ως γνώση αλλά όχι ως λογοτεχνία ανανέωσης. Γι' αυτό νομίζω ότι προάγει το πνεύμα όποιο ιστορικό μυθιστόρημα μπορεί να κάνει τον αναγνώστη να ξαναδεί το παρελθόν και μέσω αυτού να αποκτήσει ατομική ή εθνική αυτοσυνειδησία. Ζούμε σε μια εποχή όπου δεν αρκεί η γνώση του παρελθόντος, αλλά πρέπει να χρησιμοποιούμε το παρελθόν και την ιστορία όχι απλώς ως στοιχείο μάθησης και δημιουργό ατμόσφαιρας, αλλά ως εργαλείο κοσμοαντίληψης.
Να είσαι καλά
Πατριάρχης Φώτιος

anagnostria said...

Ήδη από την προηγούμενή σου απάντηση, Πατριάρχη, έγινες απόλυτα κατανοητός και όπως σου είπα δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου. Απλώς για μένα και το ιστορικό μυθιστόρημα που μόνο μυθιστοριοποιεί τα γεγονότα έχει την αξία και τη χρησιμότητά του. Και ασφαλώς και η δική μου προτίμηση κλίνει προς τον τύπο που εσύ περιγράφεις. Ίσως δεν θα ήταν άσχημο αν δίναμε κάποια παραδείγματα. Βρίσκω, για παράδειγμα το "Κόκκινο στην πράσινη γραμμή" του Γκουρογιάννη, που μου άρεσε πολύ, ένα μυθιστόρημα όπως το περιγράφεις, εξού και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Όντως πρέπει να αναφέρουμε μερικά, όπως τη "Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια| του Πανσέληνου, τα ιστορικά έργα της Γαλανάκη, Ο "Πλανήτης Πρέσπα" της Νικολαϊδου, το "Αθώοι και Φταίχτες" της Δούκα, η "Ιερή Παγίδα" της Βιτάλη κ.ο.κ. Είναι ιστορικά μυθιστορήματα σε νέο ορισμό και νέα όρια, με διαλεκτική σχέση παρόντος και παρελθόντος, με ξανακοίταγμα της ιστορίας. Ασχέτως αν όλες αυτές οι προσπάθειες είναι γόνιμες, κινούνται προς μια καινοτόμο κατεύθυνση.
Καληνύχτα
Πατριάρχης Φώτιος