Friday, February 11, 2011

“Εικονικές αντιγραφές” του Σταύρου Κρητιώτη

Συνέντευξη με τον Σταύρο Κρητιώτη. Όταν έχεις γράψει το «Μηνολόγιο ενός απόντος», που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της λογοτεχνίας-μας, όταν κρύβεις επιμελώς την πραγματική-σου ταυτότητα πίσω από ένα αληθοφανές ψευδώνυμο, όταν στήνεις λογοτεχνικά παιγνίδια, τότε μπορείς να βρεθείς προσκεκλημένος στα τραπεζάκια του Βιβλιοκαφέ.

Μόκα με σαντιγί:
Σταύρος Κρητιώτης - Ειρήνη Ελευθερίου
“Εικονικές αντιγραφές”
εκδόσεις Τόπος
2010

Ένας ψευδώνυμος ιστολόγος παίρνει συνέντευξη από έναν ψευδώνυμο συγγραφέα

            Το καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Κρητιώτη συνεχίζει τα παιχνίδια εμφανούς διακειμενικότητας, συμπίλησης αποσπασμάτων, αλλαγής προσώπων και ενδοκειμενικών ψευδωνύμων, εικονικών διαλόγων μέσω μέιλ και αναζήτησης του χαμένου κέντρου μεταξύ πρωτότυπου και αντιγράφου, λογοκλοπής και μίμησης, απάτης και δεοντολογίας. Ο καθηγητής Στ. Κρητιώτης “αλληλογραφεί ηλεκτρονικά[1] με τρεις γυναίκες, εκ των οποίων η Λητώ Τρίτση τού υποδεικνύει αναγραμματισμούς στα ψευδώνυμα του Ροΐδη, ιδέες τις οποίες κλέβει για να γράψει μια μελέτη, ενώ η Ειρήνη Ελευθερίου δέχεται έστω και με επιφυλάξεις να γράψει μαζί με τον Κρητιώτη ένα μυθιστόρημα. Στην ουσία το βιβλίο που κρατάμε ανά χείρας είναι το αποτέλεσμα της «συνεργασίας» πέντε προσώπων, που στην ουσία είναι ένα, και επιπλέον πρόκειται για επιμύθιο στο «Μηνολόγιο» και για συνοδό έργο στις «Άγνωστες παραθεματικές τεχνικές του Εμμανουήλ Ροΐδη» αλλά και στο «Αρχείο της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη». Είναι τέλος ένα αυτοαναφορικό βιβλίο με ενδολογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές αναφορές, αφού η “αυτοαναφορικότητα είναι μια γενικευμένη πρακτική η οποία συμπαρασύρει στη δίνη-της τα πάντα”[2].

Ι. Είναι η διακειμενικότητα ιδρυτική συνθήκη της λογοτεχνίας, ακόμα και εκεί όπου δεν φαίνεται, αφού “κάθε κείμενο παράγεται μέσα σε ένα αχανές σύστημα διακειμενικών επιρροών”[3];
«Όλα τα σημαντικά πράγματα οι άνθρωποι τα ’χουν ήδη στοχαστεί· αυτό που πρέπει κανείς μόνο να προσπαθήσει είναι να τα στοχαστεί πάλι από την αρχή.» [Γκαίτε, Επιλογή από τα Maximen und Reflexionen, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 54.]
«Υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλανε να μη μιλάει ποτέ ένας συγγραφέας για πράγματα για τα οποία έχουν ήδη μιλήσει άλλοι, αλλιώς τον κατηγορούν πως δεν λέει τίποτα νέο. Αν όμως τα θέματα που πραγματεύεται δεν είναι νέα, η διάταξή τους είναι. Θα ήθελα τόσο να τον κατηγορήσουν πως χρησιμοποίησε λέξεις χρησιμοποιημένες παλιότερα. Λες και δεν σχηματίζουν οι ίδιες σκέψεις ένα άλλο σώμα λόγου αν διαταχθούν διαφορετικά, όπως εξάλλου σχηματίζουν οι ίδιες λέξεις άλλες σκέψεις μέσω των διαφορετικών διατάξεων.» [Pensées de Pascal, εκδόσεις Firmin Didot, Παρίσι 1861, σ. 115.]

ΙΙ. Τι σημαίνει εντέλει πρωτότυπο και αντίγραφο στη μετανεωτερική εποχή-μας, στην οποία “η έννοια του αυθεντικού επαναπροσδιορίζεται διαρκώς”[4]; Όντως πιστεύετε ότι “σε έναν κόσμο ερημωμένο από οποιοδήποτε στοιχείο γνησιότητας και αυθεντικότητας, δεν μπορεί να είναι κανείς παρά το αντίγραφο του άλλου”[5];
«Το ίδιο συχνά περιεχόμενο ή μια ιδέα δανεισμένη ή ακόμη και κλεμμένη περασμένα μέσα σε μια πρότυπη φόρμα, κοιταγμένα από άλλη γωνία λήψης, φωτισμένα με άλλης ισχύος προβολείς είναι νέα έργα.» [Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ασόδυο: μια πικρή παρωδία», Τα Νέα-Βιβλιοδρόμιο, Παρασκευή-Σάββατο 23-24 Μαρτίου 2007, σ. 16/52.] Εντέλει καθετί είναι πρωτότυπο, αρκεί να είναι ένα αναδιατεταγμένο αντίγραφο. Για παράδειγμα, η ταινία Σολάρις του Steven Soderbergh είναι εξίσου πρωτότυπη όσο και το Σολάρις του Ταρκόφσκι.


ΙΙΙ. Το όλο κατασκεύασμα είναι μια “εγκεφαλική κατασκευή“[6] αλληλοαναφορών και υποκρύψεων, αφού χρησιμοποιεί στεγανογραφήματα, ψευδώνυμα, εικονικούς διαλόγους κ.ο.κ. Τελικά πόσο θυσιάζεται η αισθητική, η λογοτεχνικότητα δηλαδή, μπροστά σε μια τέτοια παιγνιδομηχανή, καθώς “η συναισθηματική συμμετοχή που προκύπτει από την ανάγνωση καταστάσεων”[7] απουσιάζει;
Οι Εικονικές Αντιγραφές δεν είναι μυθιστόρημα, αν και υπάρχει πλοκή. Είναι μια παιγνιογραφία. Παράπλευρη απώλεια οφειλόμενη στην επιλογή αυτή είναι η απουσία συναισθηματικής συμμετοχής. Αυτή όμως η απουσία είναι εγγενής και στο μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιούν οι ήρωες σχεδόν αποκλειστικά, δηλαδή το email.

ΙV. Θα επιμείνω. Το «Μηνολόγιο» θεωρήθηκε μάλλον “θεωρητικό δοκίμιο παρά μυθιστόρημα, στατική περιγραφή της μεταμοντέρνας κατάστασης μάλλον παρά λογοτεχνική επεξεργασία της”[8]. Ακόμη περισσότερο, οι «Εικονικές αντιγραφές», αν και δεν λέγεται στα περικειμενικά στοιχεία του έργου, μέσα στο κείμενο εμφανίζονται ως μυθιστόρημα. Είναι όντως κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι κυριαρχούν οι φιλολογικές μέθοδοι, οι επιστημονικές συζητήσεις και η προσπάθεια αποκωδικοποίησης των ροΐδειων τεχνικών και της πιθανής δολοφονίας από αυτόν του Παναγιώτη Πανά, επειδή ο τελευταίος εξέδωσε μια κλεψίτυπη έκδοση της «Πάπισσας Ιωάννας»;
Όπως είπα πιο πάνω, οι Εικονικές Αντιγραφές είναι μια παιγνιογραφία με πλοκή, και όχι μυθιστόρημα. Όσο για τον Πανά, απλώς παρουσιάζω την εκδοχή ότι μπορεί να εξέδωσε μια κλεψίτυπη Πάπισσα.


V. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι τα ψευδώνυμα του Ροΐδη αναγραμματισμένα κρύβουν τόσο αφελείς εκφράσεις; Αν ναι, τότε (κατά τη γνώμη-μου) είτε οι εικασίες-σας είναι τραβηγμένες ή ο Ροΐδης έπαιζε άτσαλα.
«Πηγές της Ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή.» [Μάρω Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010, σ. 119.] Οι αναγραμματισμοί αυτοί είναι μη διαψεύσιμες εκδοχές. Κάποιοι από αυτούς είναι άτεχνοι. Όμως η κατασκευή ενός έξυπνου αναγραμματισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ας μην ξεχνούμε δε ότι ο Ροΐδης έπρεπε να τους κατασκευάζει κάθε εβδομάδα για την εφημερίδα του, υπό πίεση χρόνου. Θα μπορούσε όμως κανείς να πιστέψει, λόγου χάρη, ότι είναι απλή σύμπτωση το “Οικονόμος Κενοβαρελίδης”, που σατιρίζει έναν νόμο για τα καπηλειά και αναγραμματιζόμενο γίνεται “νόμος βλακός ένοικε Ροΐδη”;


VI. Αλλά κι εσείς παίζετε με τον αναγνώστη παραπλανώντας-τον αλλά συνάμα δίνοντάς-του σημάδια αναγνώρισης, όπως ο αναγραμματισμός τού «Σωκράτη Τιτούρη» που είναι στην ουσία Σταύρος Κρητιώτης. Απευθύνεστε σε “παιχνιδιάρηδες”[9] αναγνώστες;
Στόχος των Εικονικών Αντιγραφών είναι «η απόλαυση που προκύπτει από ένα λεπταίσθητο αλλά βαθύρριζο διανοητικό παιχνίδι». [Γιώργος Ξενάριος, «Μιλώντας για …ψέματα», Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 11.4.2003, σελ. 5] Θα ευχαριστήσει, νομίζω, περισσότερο τον φιλοπερίεργο και φιλέρευνο αναγνώστη.

VII. Γιατί έχω την αίσθηση ότι όποιος έχει διαβάσει το «Μηνολόγιο» θα θεωρήσει τις επινοήσεις-σας μανιέρα, θα θεωρήσει την εκτέλεση με άλλα λόγια αναμενόμενη, μια “πειθήνια, προγραμματισμένη και προβλέψιμη οντότητα”[10], και δεν θα ευχαριστηθεί το νέο-σας έργο;
Οι Εικονικές Αντιγραφές έχουν κάποια κοινά στοιχεία με το Μηνολόγιο, δεν είναι όμως εκείνο. Είναι μια εικονική αντιγραφή του. Τα παραθέματα δεν είναι η ουσία τους. Θέμα τους είναι η ερευνητική πεζογραφία, όπως δηλώνεται στο «μανιφέστο» της σελίδας 8. Αν κάποιος θελήσει να τις θεωρήσει απλή κόπια του Μηνολογίου, σίγουρα δεν θα τις ευχαριστηθεί, ακριβώς όπως πολλοί απογοητεύονται από το σήκουελ μιας καλής ταινίας. Όπως όμως είπα και πιο πάνω, ακόμα και τα αναδιατεταγμένα αντίγραφα είναι πρωτότυπα. Η κάθε διαφορά δίδει πλούτο. Όμως «το τι βρούμε εξαρτάται από το πώς ψάχνουμε και το πώς ψάχνουμε από το τι έχουμε ήδη αποφασίσει ή αποδεχθεί ότι θα βρούμε.» [Δημήτρης Δημηρούλης, «Η ανάγνωση του Καβάφη», χάρτης, τεύχος 5/6, Αθήνα, Απρίλιος 1983, σ. 574.]


VIII. «Κλέβετε» μόνο από το διαδίκτυο; Είναι εντέλει ο κυβερνοχώρος η τεράστια βιβλιοθήκη που είχε οραματιστεί ο Μπόρχες, ο οποίος είχε μιλήσει για “όλα τα χαρακτηριστικά του ψηφιακού παράλληλου σύμπαντος, που τυλίγει σήμερα σαν δίχτυ τον πλανήτη: Άνθρωποι με απεριόριστη μνήμη, απέραντες βιβλιοθήκες, συνεργατικές εγκυκλοπαίδειες που άναρχα αναπτύσσονται συνεχώς, εικονικοί κόσμοι που ξεπηδάνε μαγικά από τις χάρτινες σελίδες και «πύλες» (όπως portals) που διαμεσολαβούν τον πλανήτη και συχνά τον ελέγχουν”[11];
Τόσο σε αυτό το βιβλίο όσο και στο Μηνολόγιο, κανένα παράθεμα δεν αντλήθηκε από το διαδίκτυο. Οι πηγές των παραθεμάτων μου ήταν πάντα έντυπες (βιβλία ή εφημερίδες), και θα το διαπιστώσετε εύκολα αυτό κοιτώντας τις λεπτομερείς παραπομπές μου, στις οποίες αναφέρονται οι ακριβείς σελιδαριθμοί για το κάθε έντυπο. Εξάλλου, το διαδίκτυο είναι εξαιρετικά φτωχό ακόμα όσον αφορά ελληνικά κείμενα. Τα παραθέματά μου είναι απλούστατα τα ίχνη των αναγνώσεών μου. Αναγνώσεων πάντοτε εντύπων, αφού λόγω πνευματικών δικαιωμάτων τα κείμενα αυτά δεν υπάρχουν στο διαδίκτυο. Όσο για τον κυβερνοχώρο, δυστυχώς παραμένει μάλλον αναξιόπιστος όσον αφορά παραθέματα. Ίσως οι άνθρωποι έχουν μάθει να σέβονται την τυπωμένη σελίδα και όχι την οθόνη.

Σημειώσεις
[1] Σταύρος Κρητιώτης – Ειρήνη Ελευθερίου, Εικονικές αντιγραφές, Τόπος 2010, σελ. 197.
[2] Ηλίας Γιούρης, «Το αντίγραφο, το πρωτότυπο, το υπερκείμενο και ο συγγραφέας του», Νέα Εστία, τεύχ. 1780, 7-8.2005, σελ. 139.
[3] Σταύρος Κρητιώτης, Τα συρτάρια της γνώμης του. Άγνωστες παραθεματικές τεχνικές του Εμμανουήλ Ροΐδη, Τόπος 2009, σελ. 89.
[4] Μικέλα Χαρτουλάρη, «Ο Έλληνας Ζορζ Περέκ», Τα Νέα, 2-3.4.2005.
[5] Ελισάβετ Κοτζιά, «Ιδιοφυές δαιμονικό μυθιστόρημα», Η Καθημερινή, 15.5.2005.
[6] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Αστυνομικά παιχνίδια αντιγραφής», Τα Νέα, 16-17.7.2005.
[7] Γιώργος Ξενάριος, «Μιλώντας για …ψέματα», Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 11.4.2003, σελ. 5.
[8] Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Ο Αστερίξ και η σύναξη των Δρυΐδων», Τα Νέα, 29-30.10.2005.
[9] Βένα Γεωργακοπούλου, «”Εγώ έβαλα τη λάσπη για να κολλήσουν τα κείμενα άλλων”», Ελευθεροτυπία, 26.8.2005.
[10] Κατερίνα Σχινά, «Κοσμοπολίτης, μυστικιστής, Έλληνας», Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 27.4.2007.
[11] Βαγγέλης Βαγγελάτος, «Ποιος ο μπαμπάς του Internet; Μα, ο... Cy-Borges», Ελευθεροτυπία, 8.1.2008.

Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Ευχαριστώ πολύ τον κο. Κρητιώτη
που δέχτηκε να με βάλει στο παιχνίδι-του
και που προθυμοποιήθηκε να βρεθεί στο Βιβλιοκαφέ-μου.

5 comments:

Pellegrina said...

δεν καταδεχομαι να διαβάσω ενα βιβλίο με ηρωιδα μια "Λητώ Τρίτση"! Για τον Τρίτση δεν με πειράζει, αλλα΄το "Λητώ' ωφειλε να είναι "Νιόβη"!

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μπα!
Το "Νιόβη" δεν κάνει μαζί με το Τρίτση καλό σετάκι... ειδικά όταν θέλεις να παίξεις με τους αναγραμματισμούς.
Ο Κρητιώτης σκορπά συνεχώς αινίγματα.
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Η κ. Β.Ι. Ρηνούλη διαφωνεί: ολα αναγραμαμτίζονται (αλλά βαριέμαι τωρα...)

(

brouss said...

Εντέλει τι απομένει από τα βιβλία του Κρητιώτη; Αναρωτιέμαι για το διακύβευμα και το στόχο του -θεωρητικά θεάρεστου-εγχειρήματος και την "πιντσονική" κρυπτικότητα του δημιουργού. (όχι ότι ενδιαφέρει το πρόπωπό του -το είχε εξάλλου θέσει και ο στοχαστής Κονδύλης αυτό το ζήτημα).Αναρωτιέμαι όμως και μάλιστα σε μια χώρα όπου το πρωτότυπο-η πρωτοτυπία εμφανίζεται ως καθυστερημένο κακέκτυπο αντίστοιχης κίνησης της Δύσης. όχι ότι δεν με γοήτευσε το Μηνολόγιο. όχι ότι δεν έθεσε εκ νέου το ζήτημα της ανάγνωσης και τα πολυσυζητημένα δικαιώματα του αναγνώστη. Απλά αναρωτιέμαι. Όπως επίσης και για το γιατί η συζήτηση περί Μακριδάκη και Κρητιώτη δεν ήταν "ελκυστική" ήτοι δεν άναψαν τα αίματα;;;

Πάπισσα Ιωάννα said...

brouss,
η μεταφορά των ξένων τεχνικών και θεμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί πάντα αντιγραφή ή κακέκτυπο. Θα μου άρεσε να την ονομάζω "μετακένωση" όπως ο Κοραής, όταν βέβαια η ελληνική απόπειρα δεν είναι δουλοπρεπής αλλά δημιουργικά μετεξελιγμένη.
Από την άλλη, το "Μηνολόγιο" πέτυχε το κέντρο της μεταμοντέρνας παλίμψηστης πραγματικότητας, ενσάρκωσε τον άκεντρο, κατά Ντεριντά, κόσμο-μας, αλλά φυσικά απευθυνόταν σε ειδικούς, άντε και σε παιχνιδιάρηδες βιβλιόφιλους. Οι "Εικονικές αντιγραφές" έκλεισαν ακόμη περισσότερο τον ορίζοντα και λειτουργούν πιο πολύ ως πεδίο παραπομπών παρά ως αφήγηση με αισθητική.
Πατριάρχης Φώτιος