Monday, January 24, 2011

Τσιμπολογώντας τον τύπο: ελίτσες και τσίπουρα

Πόσο ψυλλιάζεται η λογοτεχνία τι γίνεται γύρω-μας και κυρίως πόσο πρόθυμη είναι να το ερμηνεύσει; Πώς αντιδρά η ελληνική κοινωνία στο τσουνάμι μέτρων και δυναστικών πολιτικών; Τι γίνεται με τα πνευματικά δικαιώματα και πόσο μάστιγες είναι οι συγγενείς των συγγραφέων; Γιατί εξακολουθούμε να καπνίζουμε στους δημόσιους χώρους δείχνοντας την καθυστερημένη ελλαδική νοοτροπία-μας;


1.     Λογοτεχνία και κρίση

Αν η κρίση ήταν απλώς οικονομική, αν δηλαδή ξέσπασε, όπως ξέσπασε, «ξαφνικά», οι λογοτέχνες δεν θα είχαν λόγο. Δεν είναι δημοσιογράφοι, ούτε κοινωνιολόγοι. Αλλά η κρίση είναι πολιτισμική και δεν έπεσε σαν μετεωρίτης, αφού οι παράγοντες που τη δημιούργησαν σοβούσαν χρόνια, για να μην πω, δεκαετίες τώρα.
Το έξυπνο και καίριο ερωτηματολόγιο του “Βήματος” της Κυριακής (23.1.2010) θέλησε να διερευνήσει κατά πόσο οι λογοτέχνες ψυλλιάζονται τι γίνεται γύρω-τους, αν ως πνευματικοί άνθρωποι οσφραίνονται πριν από εμάς τα υπόγεια ρεύματα και αν ανατέμνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Δέκα πεζογράφοι σχολίασαν την κρίση και τη σχέση της λογοτεχνίας μ’ αυτήν.


«Φέτα, φέτα!»


Πολλοί θεώρησαν ότι η λογοτεχνία δεν είναι χρονικό ή δημοσιογραφία και γι’ αυτό χρειάζεται καιρό για να ζυμώσει τον μούστο της επικαιρότητας και να τον μετατρέψει σε κρασί. Η απάντησή-τους δηλαδή μπορεί να συνοψιστεί στο σλόγκαν της διαφήμισης: «Φέτα, φέτα». Ο συγγραφέας με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, επεξεργάζεται υπόγεια τις εξελίξεις, διαμορφώνει έναν εσωτερικό ρυθμό στη σκέψη-του και, όταν ωριμάσει μέσα-του η πραγματικότητα, μετατρέπεται σε λέξεις, σε πλοκή, σε ιστορία. Και μέσα από αυτήν τη αργή διαδικασία ερμηνεύει, όταν το θελήσει ή το μπορεί, τον κόσμο και επιχειρεί να παρέμβει στο συλλογικό φαντασιακό, μόνο για να σμιλέψει μελλοντικές συνειδήσεις.

Κάποιοι βέβαια δημιουργοί δήλωσαν ότι η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει για τα σύγχρονα προβλήματα. Το κάνει ήδη (άλλο αν τη διαβάζει με βαθύτητα σκέψης κανείς) και μάλιστα χαιρετίζεται με ικανοποίηση η (επι)στροφή-της στη σφαίρα του δημόσιου και του πολιτικού. Φυσικά δεν αναφέρονται σε μια μαρξιστικού τύπου Widerspiegelung (αντανάκλαση) της επικαιρότητας, αλλά μια δημιουργική διαλεκτική με την πραγματικότητα, η οποία κατακλύζει τη ζωή-μας και δεν μπορεί ο αναγνώστης να μην την περιμένει και στην ποίηση ή την πεζογραφία.


«Αυτισμός»: η τακτική της σύγχρονης λογοτεχνίας


Δυστυχώς, οι συγγραφείς –στο μεγαλύτερο ποσοστό-τους- μένουν επαναπαυμένοι στη σωστή ρήση ότι η λογοτεχνία φτιάχνει το δικό-της σύμπαν και μέσα εκεί θέτει τους προβληματισμούς-της. Και λέω δυστυχώς γιατί, ενώ έτσι η τέχνη αυτονομείται, από τον μοντερνισμό και έπειτα, η λογοτεχνία έχει ακολουθήσει τον δικό-της δρόμο, έναν δρόμο ελιτισμού, αυτοαναφορικότητας, κρυπτικότητας και αποκλεισμού του άλλου από τις σκέψεις-της, έναν δρόμο που διώχνει τον αναγνώστη και τον στρέφει στην παραλογοτεχνία και στην τηλεόραση. Όταν η γραφή ομφαλοσκοπείται, όταν κλείνεται στον εαυτό-της σαν αυτιστικό και επικοινωνεί μόνο με τους όμοιούς-της δεν βοηθά ούτε τον καλοπροαίρετο αναγνώστη να ανέβει αισθητικά, πνευματικά, πολιτιστικά, ούτε την κοινωνία να αναγνωρίσει τον εαυτό-της στους υγιείς προβληματισμούς-της.

Ακόμα χειρότερα η στροφή της δεκαετίας του ’80 και του ’90 στο ιδιωτικό, ως πρόταγμα του μεταμοντέρνου, αποσύνδεσε τελείως τη λογοτεχνία από την κοινωνία και φαλκίδευσε τον διάλογο της πρώτης με τα προβλήματα της δεύτερης. Ως αντίδραση προς την αριστερή προπαγάνδα που ήθελε τη λογοτεχνία στρατευμένη, ο συγγραφέας στράφηκε ιδιωτικά (με την αρχαία έννοια του «ιδιώτη») στο εγώ και απεμπόλησε τη δυνατότητα ευρύτερων συλλήψεων και πανοραμικότερων θεάσεων. Ευτυχώς, η παθογένεια της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας ξαναμπήκε στη φαρέτρα της λογοτεχνίας και έτσι δίπλα στο οικογενειακό δράμα βρίσκουμε και το κοινωνικό απόστημα, ή καλύτερα πίσω από το οικογενειακό βλέπουμε τα κοινωνικά αίτια και τις νοσηρές παραμέτρους που έφεραν την ατομική ζωή σε αδιέξοδο.


2.     Αντίδραση

Εδώ και δύο χρόνια πολλοί οδηγοί δεν πληρώνουν διόδια με τη βάσιμη αιτιολογία πως οι δρόμοι είναι απαράδεκτα κακοί και υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ποιότητάς-τους και του αντιτίμου. Με τα τελευταία μέτρα που για να πας Αθήνα – Θεσσαλονίκη θέλεις 20€ διόδια το κίνημα αυτό έχει γενικευτεί. Υπάρχουν φωνές που αρνούνται να πληρώσουν για υπηρεσίες που δεν είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο∙ πολύ περισσότερο αντιδρούν απέναντι σε μια πολιτική λογική που λέει «δίνω στα φιλαράκια-μου την εθνική οδό να παίζουν», ακόμα κι αν υποχρεώνουν έτσι τον απλό πολίτη, τον χωρικό ή τον φορτηγατζή να πληρώνει τον αέρα που αναπνέει κινούμενος στο οδικό δίκτυο!


3.     Πνευματικά δικαιώματα

Ο νόμος ορίζει ότι 70 χρόνια μετά τον θάνατο του λογοτέχνη παύουν οι κληρονόμοι-του να καρπώνονται πνευματικά δικαιώματα από τα βιβλία-του και πλέον το έργο-του περιέρχεται στην πνευματική κληρονομιά ολόκληρου του έθνους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα χρόνια αυτά οι κληρονόμοι χειρίζονται όπως θέλουν τα βιβλία του τεθνεώτος και συχνά τα αφήνουν στην αφάνεια, με εκδοτικές πρακτικές που παίρνουν βαθμό κάτω του μετρίου, με μια αδιαφορία που αντί να αναδεικνύει το έργο το υποβαθμίζει.
Αυτό συμβαίνει με τα κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη: κακές εκδόσεις, χωρίς επίμετρα, χωρίς εισαγωγές, χωρίς παρακειμενικά στοιχεία που να αναδείξουν την ιστορία και τη δυναμική-τους μέσα στη νεοελληνική λογοτεχνία αλλά και στην παγκόσμια γραμματεία. Κι έρχεται το Υπουργείο να ορίσει μια επιτροπή που θα επιχειρήσει την αναβάθμισή-του. Αλλά, όπως σωστά επισημαίνει ο Μπασκόζος στο “Βήμα”, λογαριάζουνε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Πάτροκλος Σταύρου, κατά νόμο διαχειριστής του καζαντζακικού  corpus, δεν είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί με τους δραγάτες του Υπουργείου. Επομένως, ενώ το πρόβλημα υπάρχει, οι αρμόδιοι έκαναν πάλι μια κίνηση εντυπωσιασμού αλλά όχι ουσίας. Νομικά ο Σταύρου μπορεί να εξακολουθεί να κάνει ό,τι θέλει, άλλο αν δεν αίρεται στο ύψος των περιστάσεων.


4.     Κάπνισμα

Στο Βιβλιοκαφέ δεν καπνίζουμε κι ούτε δεχόμαστε καπνιστές μέσα στην αίθουσα του καφέ-μας. Η Ελλάδα ωστόσο εξακολουθεί να ζει εποχές ραγιαδισμού, όπου οι “ληστές” κάνουν ό,τι θέλουν, οι “κοτζαμπάσηδες” των κέντρων διασκέδασης σηκώνουν καπνιστικά λάβαρα και το κράτος αφήνει συνεχώς παραθυράκια, αφού στην πράξη δεν ελέγχει κανέναν. Ευτυχώς, δεν υποχώρησε και στην (επιδιωκόμενη) χαλάρωση του νόμου, αλλά έθεσε εκ νέου το κάπνισμα εκτός των δημόσιων χώρων. Απλώς περιμένουμε να εφαρμόσει τον νόμο και να μην αφήνει τον ελλαδικό ετσιθελισμό να πρυτανεύει, σε ένα θέμα που έχει λυθεί σε μόνιμη βάση στην Ευρώπη, και την ατομικιστική ασυδοσία να αποτελεί ακόμα εδώ αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Εξακολουθούμε να ζούμε σαν ραγιάδες ενώ θέλουμε να μας παίρνουν στα σοβαρά ως Ευρωπαίους…
Πατριάρχης Φώτιος

8 comments:

Pellegrina said...

Σύμφωνα με το ..δικό μου σύστημα, υπάρχουν σε γενικές γραμμές τρία επίπεδα point of view. Εννοώ επίπεδα "ενδιάθετα", δηλ. δεν ταυτίζονται με τη γ ρ α μ μ α τ ι κ ή τους έκφραση σε επίπεδο κειμένου. (Το αν δηλ. είναι πρώτο ή τρίτο πρόσωπο ή παραλλαγές):

α) O συγγραφέας ζει την ιστορία του "από μέσα", αλλιώς, απλά εκφράζει τις εμπειρίες του, τα βιώματά του.

β)Ο συγγραφέας π α ρ α τ η ρ ε ί τα πρόσωπα, την κοινωνία τους και την ιστορία -όσο είναι δυνατόν να παρατηρήσει κάτι που ο ίδιος κατασκευάζει. (Αλλά κατασκευάζει με εργαλείο τον ψυχρό νου, ακόμα κι αν γραμματικά αυτο αποδίδεται ως μια πρωτοπρόσωπη ιστορία πάθους, μέσω ενός πεζογραφικού "στανισλάβσκι")

γ)Ο συγγραφέας όχι απλώς παρατηρεί τον κόσμο (του), αλλά την ίδια στιγμή που γράφει προσπαθεί να τον σ υ σ τ ή ν ε ι, να τον παρουσιάζει σε έναν ιδεατό αναγνώστη εκεί μπροστά του, λ ί γ ο πιο ανυποψίαστο από τον ίδιο.

(συνεχίζεται)

Pellegrina said...

Η διάκριση είναι σχηματική και απλώς ένα τέχνασμα. Αντιλαμβάνεται τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Αλλά έιναι ε ρ γ α λ ε ί ο.

Σε σχεση με το πρωτο θεμα που θετεις λοιπόν, νομίζω πως όσο πιο κοντά στο γ και όσο πιο μακριά από το α βρίσκεται (προσοχή, ξανά: ΟΧι γραμματικά! η πρωτοπροσωπη αφήγηση στον καλό συγγραφέα είναι ψ ευ δ ο πρωτοπρόσωπη!)τόσο πιο ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ είναι η λογοτεχνία. Το θεμα καθ αυτό δεν εχει τόση σημασία. ΚΑΘΕ θέμα είναι κοινωνικό, και το πιο "ιδιωτικό". Αρκεί να μπορούμε να το δείξουμε ή έστω -καλύτερα;- υπονοήσουμε. Που σημαίνει, α π ο σ τ α σ η. Που σημαίνει, κατασκευάζουμε στο μυαλό μας τον κόσμο από την αρχή, ελεύθεροι από οποιαδήποτε προκατάληψη της παιδείας μας και της εποχής μας. Ακόμα και σε μια συμβατική ερωτική ιστορία όπου στο τέλος ένας άντρας και μια γυναίκα παντρεύονται στην εκκλησία, αν ο συγγραφέας έχει στο νου του πως ο γάμος δεν είναι παρά η οικονομικοκοινωνική μέθοδος μιας κοινωνίας για να αναπαραχθεί και όλα τα (αληθινά) σχετικα΄ συναισθήματα και αγωνίες δεν είναι παρά πολιτισμικά προϊόντα, θα το δώσει στον υ π ο ψ ι α σ μ έ ν ο αναγνώστη, και αρα θα κανει ενα έργο κοινωνικό. Αντίστροφα, οσο και να γράφεις για τους καημένους τους αστεγους, τους μεταναστες και την ανεργία, αν η ματιά σου ειναι εγκλωβισμένη σε αυτό το απλοϊκό μικροαστικό και "φιλανθρωπο" "οι καημένοι' και δεν βλέπεις τον ορίζοντα και την πολυπλοκότητα του θέματος, το εργο δεν ειναι κοινωνικό, είναι απλοϊκά ιδιωτικό.

(συνεχίζεται)

Pellegrina said...

3 ακόμα παρατηρήσεις:

α) βάσει των παραπάνω, το "ιδιωτικό" της πρόσφατης ελληνικής λογοτεχνίας δεν οφείλεται κατά τη γνώμη μου τόσο στη θεματολογία, όσο στην υπερβολικά και εν πολλοίς ασυνάισθητα "από μέσα" ματιά των περισσότερων συγγραφέων, δηλ. στην ενταξη τους στο α. (Ωστόσο και το α΄ -κατα την προσωπική μου διάκριση- μπορεί να δωσει αξιόλογα ως ένα βαθμό, στην αυθεντικότητα τους, εργα. Συνηθως από εξυπνους ανθρώπους που υποψιάζονται τα β και γ και που πιστεύουν στον "κόσμο τους" όχι με τη στενά ατομική, εγωιστική έννοια αλλά με την αναγκη τους να τον αναδημιουργήσουν και να βάλουν και άλλους μέσα σε αυτόν.)

β) η "θεωρία" μου υπονοεί ότι προαπαιτείται εκπάιδευση. Η λογοτεχνία (και η τέχνη γενικά)ειναι κυρίως θέμα ερμηνείας, όχι τόσο του εργου, όσο του κόσμου (μεσω της κατασκευής ενός α λ λ ο υ κόσμου) και αυτή η ερμηνεία του κόσμου εμπλέκει δημιουργό και αποδεκτη. Σε απαίδευτη καλλιτεχνικά κοινωνία δεν μπορείς να εχεις λογοτεχνία καποιου επιπέδου. Με τίποτα, όσο 'ωραία' και αν γράφεις.

γ) ΟΛΑ τα παραπάνω αφήνουν εν μέρει "μυστικό" και "μαγικό" το ΪΔΙΟ το εργο τέχνης,στα πολλά επί με΄ρους συστατικά του. Χωρις τελικές ερμηνείες ή και χωρίς καθόλου ερμηνείες (μόνο υποψίες, συγκίνηση, σκιρτήματα. Κι αυτο ΑΝΑΝΓΝΩΣΗ ειναι). Δηλαδή το αφήνουν ανοιχτο σε όλες τις πιθανές ματιές του απ΄ροντος και του με΄λλοντος. ΕΔΩ έρχεται η τέχνη του δημιουργού: πάντα την ωρα που εχει στο νου του τα παραπανω, εχει και κατι ακόμα, που θα μείνει σφραγισμένο. Κι ακόμα εχει και κατι που ούτε ο ίδιος συνειδητοποιεί και υπεισερχεται από την προσωπικότητά του, δεν πειράζει όμως. ΑΥΤΟ ειναι τεχνη. Αυτο που ο κόσμος, μετά απο όλες τις ερμηνείες, την ταραχή και τα σκιρτήματα αποκαλεί "μαγεία": την παρακαταθήκη για το μέλλον κρυμμένη στο αρρητο, το "ποητικό" στοιχείο (γιατί αλλιως θα αρκούσε ένα δοκίμιο)

Όπως καταλάβατε, Pellegrina is coming back.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Pellegrina, wellcome.
Πολύ ωραία και συστηματική η παρουσίασή-σου.
Κρατάω ιδιαίτερα το εξής:
ο τρόπος μετράει και όχι το θέμα. Η βιωματική προσέγγιση της πραγματικότητας είναι μια στείρα αντιγραφή-της, αν δεν συνοδεύεται από μια ερμηνευτική απόσταση. Έτσι, το ιδιωτικό μπορεί να γίνει αντιπροσωπευτικά δημόσιο και το πολιτικό να αποκτήσει βιωματικές διαστάσεις και να πάψει να είναι απρόσωπο
Καλημέρα
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Απορώ γιατί τα 250 περίπου χτυπήματα κάθε μέρα, οι 250 περίπου επισκέψεις στο Βιβλιοκαφέ δεν μεταφράζονται και σε σχόλια πάνω σε ένα θέμα που, απ' όσο πίστευα, θα έφερνε σε αντιπαράθεση όσους πιστεύουν στην αποσύνδεση λογοτεχνίας και επικαιρότητας και όσους πρεσβεύουν την ανάγκη για "ερμηνεία" της δεύτερης από την πρώτη.
Προφανώς είναι ένα θέμα που δεν μας ενδιαφέρει, είτε γιατί διαβάζουμε προς τέρψη ή γιατί αδιαφορούμε για την πρισματική λειτουργία της λογοτεχνίας και τη σχέση-της με τον κόσμο γύρω-μας...
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Πάλι οι δυο μας θα τα λέμε Φώτη. δεν βαριέσαι ...
(θα ανοιξω και το μπλογκ μου, το ομώνυμο. Παρουσιάσεις βιβλίων.
(για ποικιλία. Θα σερβίρω λίγο "αλλιώτικα" πιάτα)

Anonymous said...

Με προβλημάτισε κι εμένα η στάση και οι απαντήσεις των συγγραφέων. Απογοητευτικές ως επί το πλείστον με ελάχιστες εξαιρέσεις δείχνουν έναν ελιτισμό ανθρώπων με αργά αντανακλαστικά. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και δείχνει τόσο το εκδοτικό κατεστημένο όσο και το κοινό. ΑΠό την άλλη βέβαια, υπάρχει κάτι ανάλογο, μια εξίσου περίεργη σιωπή στην ελληνική λογοτεχνία την περίοδο της κατοχής. Αυτή την εποχή διαβάζω όσο μου επιτρέπει ο περιορισμένος χρόνος μου το βιβλίο της Καστρινάκη για την ταραγμένη δεκαετία 1940-1950. Ως ένα βαθμό τα επιχειρήματά της μου φαίνονται πειστικά και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην παρούσα χρονική φάση.
Από την άλλη, ως δημιουργός η ίδια δεν τα συμμερίζομαι και θεωρώ ότι είναι μια κρίσιμη περίοδος για να ξεφύγουμε από την οικογενειοκρατεία και τα μάταια ομφαλοσκοπήματα που καλό θα ήταν σε πολλές περιπτώσεις να περιοριστούν στη συγγραφή ιδιωτικού ημερολογίου. Πολύ φοβούμαι ότι η πεζογραφική παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών στις μελλοντικές ιστορίες της λογοτεχνίας θα είναι ένα πολύ σύντομο κεφάλαιο.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Δώρα, είμαι πιο αισιόδοξος.

Γιατί δίπλα στο ιδιωτικό που κατέκλυσε από τη δεκαετία του '90 την Ελλάδα ανέτειλε ξανά το πολιτικό (Εμφύλιος έστω και σωρηδόν, τρομοκρατία, σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κουλτούρα κ.ο.κ.), συν το κοινωνικό είτε ως αστυνομικό μυθιστόρημα είτε ως πανοραμική θέαση Ελλάδας και κόσμου. Έτσι, η ομφαλοσκόπηση τουλάχιστον ισορροπείται με τη συλλογικότητα.
Πατριάρχης Φώτιος