Η συλλογή αυτή μού γεννά για άλλη μία φορά το εξής ζήτημα: πώς κρίνεται μια συλλογή διηγημάτων; Γιατί, ενώ σε ένα μυθιστόρημα, ο αναγνώστης έχει ολοκληρωμένη εικόνα και άποψη, στα διηγήματα αναφύεται –τουλάχιστον σε μένα- μια φευγαλέα εντύπωση, η οποία αλλάζει από διήγημα σε διήγημα. Το πρόβλημα τίθεται ίσως επειδή κάθε κείμενο έχει τη δική του δυναμική, άλλο καλύτερο κι άλλο χειρότερο, χωρίς να μπορώ πάντα να σχηματίσω μια ενιαία άποψη, ικανή να με κάνει να απογοητευτώ ή να αναπηδήσω από ευχάριστο ξάφνιασμα.
Το ζήτημα θα λυνόταν αν τα διηγήματα είχαν έναν κοινό παρονομαστή, πάνω στον οποίο θα ζυγιζόταν και η ποιότητά τους. Αυτό συμβαίνει στον “Μικρό δακτύλιο”, όπου κέντρο είναι η Αθήνα και μάλιστα γύρω από τον Λυκαβηττό, ο οποίος προβάλλεται ως ο σύγχρονος ομφαλός της ελληνικής πρωτεύουσας. Ομολογώ ότι μου άρεσε η ιδέα (είναι του Βαγενά), αφού μπορούμε να αντιδιαστείλουμε την Ακρόπολη με το αρχαίο κλέος και τον Λυκαβηττό με τη σύγχρονη ζωή που συντηρεί. “Η πόλη δεν είναι μόνο ο καταγωγικός τόπος της μνήμης, αλλά και ο ενεργός κοινωνικός χώρος, στον οποίο οι ήρωες διαγράφουν αυτοματικές, σπειροειδείς τροχιές, με επίκεντρο τη φαλλική απόληξη του λόφου του Λυκαβηττού.” (Μ. Μοίρα, Η Αυγή, 18.1.2008). Δεν ξέρω ωστόσο αν το κέντρο της Αθήνας είναι ο Λυκαβηττός κι όχι π.χ. το Σύνταγμα ή κάτι άλλο. Ή δεν ξέρω αν αυτό το κέντρο λειτούργησε κεντρομόλα ή φυγόκεντρα: “μια προσέγγιση έκκεντρη, δοκιμαστική και αποσπασματική, που δεν μπορεί παρά να βάλει στην άκρη τα μεγάλα πλάνα, τις εξαντλητικές περιγραφές και τις μακρές, διεξοδικές αφηγήσεις προκειμένου να εγκαταστήσει στη θέση τους το υποκειμενικό και συγκεχυμένο βλέμμα, το τυχαίο και το απρογραμμάτιστο στιγμιότυπο ή την απρόβλεπτη διακοπή και κατάργηση της οποιασδήποτε συνέχειας.” (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 25.1.2008)
Ακόμα όμως το πρόβλημα δεν λύθηκε. Ένα δυο διηγήματα (θυμάμαι καλά αυτό με τον σωσία του Κωνσταντίνου Τζούμα που πραγματεύεται το θέμα της ταυτότητας και της ετερότητας) άφησαν πιο έντονες εντυπώσεις. Τα άλλα τα ξέχασα γρήγορα, χωρίς να μπορώ να πω ότι με αποθάρρυνε η γραφή τους, αλλά ούτε και με ενθουσίασε κιόλας. Τα διηγήματα κινούνται στα όρια ενός ευδαιμονισμού που ταυτόχρονα ωθεί αλλά και αδρανοποιεί. Οι σύγχρονοι Αθηναίοι είναι πολύ ατομοκεντρικοί, ενώ τα κοινωνικά θέματα αποτελούν απλώς δορυφόρους του είναι τους. “Η επίφαση της ευζωΐας να χωλαίνει ανυπόφορα πίσω από άκεφα παραληρήματα καταναλωτισμού, ενώ το όχημα του βίου κινείται πεισματικά προς μία κατεύθυνση, από μια επίμονη αδράνεια.” (Μ. Μοίρα, Η Αυγή, 18.1.2008).
Η Τ. Δημητρούλια (Η Καθημερινή, 24.2.2008) εκφράζει εύλογα την απορία της: “Προσωπικά, δεν διακρίνω καν την πρόθεση [που θα έπρεπε να εμπεριέχεται στα διηγήματα]: η νέα Αθήνα είναι η Αθήνα του Λυκαβηττού και του «Φίλιον», εντέλει, με ολίγη από αλλοτρίωση και μοναξιά των σχηματοποιημένων προσώπων-τύπων που την κατοικούν; … Οι ιστορίες του Κατσουλάρη είναι παλιές λόγω της κοινοτοπίας της πραγμάτευσης και του ύφους τους και μαρτυρούν τη δυσκολία αυτή που ταλανίζει πολλούς νεότερους συγγραφείς μας: ποντάρουν στον σχεδιασμό και τις διακηρύξεις και όχι στην πραγμάτωση, στο περικείμενο μάλλον παρά στην αναπαράσταση, στο κείμενο καθαυτό.”
Στάθηκα σε όσα αρνητικά εντόπισα εγώ και τα είπαν άλλοι, όχι γιατί η συλλογή στερείται μιας άποψης και μιας τεχνικής (κυρίως στην ταχύτητα που δίνεται και στην εναλλαγή αφήγησης, περιγραφής και διαλόγων), γιατί η εντύπωση που μου έμεινε κλείνοντας το βιβλίο μόλις προχθές δεν διήρκεσε πολύ. Ο Κατσουλάρης εντέλει δεν έκανε ούτε τώρα το μεγάλο βήμα, ίσως δεν έκανε το βήμα που περιμένω χρόνια τώρα (με κάποιες αναλαμπές). Είναι ένα σταθερό όνομα στον χώρο, αλλά μάλλον αυτή τη στιγμή λογίζεται ως ο άνθρωπος με τις καλές σκέψεις, τις θεωρητικές ιδέες και τις πολλές μεταφράσεις, παρά ως ο συγγραφέας που υψώνει τη γενιά του και τη λογοτεχνία μας.
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment