Saturday, January 21, 2017

“Με χίλιους τρόμους γενναίος” του Διαμαντή Αξιώτη

Πόσο διαχρονικό μπορεί να είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που γράφεται με την ατμόσφαιρα μιας συγκεκριμένης εποχής και πόσο αντέχει αυτή η “επικαιρότητα” στο πέρασμα του χρόνου; Ένα διήγημα π.χ. δημοσιευμένο σε περιοδικό προ εικοσαετίας μπορεί να φέρει την αύρα-του έως σήμερα;


Φρέντο γκρεκοτσίνο:

Διαμαντής Αξιώτης
“Με χίλιους τρόμους γενναίος”
εκδόσεις Κίχλη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή οι εκδόσεις “Κίχλη” είχαν την καλοσύνη να μου στείλουν ένα αντίτυπο και, καθώς είναι φερέγγυος εκδοτικός οίκος, είπα να δοκιμάσω τον Αξιώτη.

Καθώς το διάβαζα:
          Μπορεί η κλασική αφήγηση, η στρωτή χωρίς τεχνάσματα και συστροφές εξιστόρηση να προσελκύσει, να συγκινήσει, να συνταράξει, να συγκλονίσει τον αναγνώστη;
Ο Αξιώτης πιστεύει πως ναι, αφού γράφει δεκαεννιά διηγήματα, τα περισσότερα από τα οποία σε γενικές γραμμές δεν ξενίζουν, δεν καινοτομούν, δεν παρεκκλίνουν από την παραδοσιακή φόρμα. Προφανώς, ο συγγραφέας θέλει να δώσει έμφαση στην κορύφωση κάθε ιστορίας, να οδηγήσει τον αναγνώστη στην ανάβαση της κορυφής και να τον ρίξει έπειτα σε ένα συναισθηματικό σλάλομ, που θα τον ταρακουνήσει. Η δύναμη δηλαδή να απορρέει από τον πυρήνα μιας ανθρώπινης ιστορίας, που ευαισθητοποιεί, συγκινεί, μπαίνει κάτω από το δέρμα για να το ξύσει.
Ο δόκιμος που καταλαβαίνει τον πόνο της αγάπης, ο Αλβανός που σκοτώνεται ενώ δουλεύει για να ζήσει την οικογένειά-του, ένας Έλληνας που υποκρίνεται τον Αλβανό για να βρει δουλειά, η μικρή Αλβανή που θέλει να πετάξει προς τα όνειρά-της, ο άστεγος Όμηρος που λέει ιστορίες και ταυτίζεται με άλλους κουτσούς μέσα στην Ιστορία, ο Τσέχος δρομέας που βγαίνει τελικά τέταρτος, ο δαρμένος που επισκέπτεται έναν αρχαιολογικό χώρο, ο παραθεριστής σε νησί που είναι ερωτευμένος και προδομένος, ο νάνος Κάρλος που έκανε παιδί με μια πανέμορφη αριστοκράτισσα, ο γερο-Λάμπρος που βάζει ενοικιαστήριο για να βρει ανθρώπους να μιλήσει, ο μικρός που ηδονίζεται στα γυναικεία λουτρά, ο Κωνσταντινουπολίτης πρόσφυγας που ζει μια βαριά καινούργια ζωή, ένας μαγκίτης βρίσκεται φυλακή για ένα έγκλημα οικογενειακής τιμής, ο ψυχάκιας που σκοτώνει στη φαντασία του αμαρτωλές, ο πατέρας σκοτώνει τα δυο-του παιδιά, ένα όνειρο κι ένα παραμύθι…
Σε πολλά διηγήματα υπάρχει ένας θάνατος, σε όλα μια ματαίωση που ρίχνει σαν τραπουλόχαρτα το βέβαιο και με κόπο κατακτημένο, σε πολλά ένας φόβος… Με άλλα συμφραζόμενα, ισχύει το καβαφικό “η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κ' επιτυχία να σε αρνείται”, καθώς η διάψευση ελλοχεύει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια κι η ανατροπή είναι γνώρισμα της μοίρας. Ένα ατύχημα, μια αδικία, ένα έγκλημα οδηγούν τη ζωή στο πεζοδρόμιο και την ομαλότητα στο νοσοκομείο.
Παρατήρησα ότι ο προβληματισμός του Αξιώτη είναι λίγο έως πολύ ξεπερασμένος: οι Αλβανοί δεν είναι πλέον στην πρώτη γραμμή του ρατσισμού, είτε επειδή έχουν επιστρέψει στη χώρα-τους, είτε επειδή έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, και τα θέματα αλλά και η οπτική του συγγραφέα μοιάζουν παρωχημένα. Κι επιβεβαιώθηκα γι’ αυτό, όταν είδα ότι το πρώτο διήγημα του τόμου έχει πρωτοδημοσιευτεί το 1998 και πολλά στην αρχή της δεκαετίας του 2000. Ήδη λοιπόν οι ραγδαίες εξελίξεις, οι πρόσφυγες, η αλλαγή στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο κ.ο.κ. έχουν αφήσει πίσω τέτοιους προβληματισμούς. 

Ένα από τα καλά κείμενα του βιβλίου είναι η “Στάση Μπάτμαν”, όχι μόνο επειδή αποδίδει εκφραστικά ένα παιδικό όνειρο της κουτσής Βενίσα, που θέλει να γίνει χορεύτρια μιμούμενη την καταξιωμένη Βανέσα στην απέναντι πολυκατοικία. Το όραμά-της προσκρούει στην σκληρή κοινωνία και στον ρατσισμό-της, αλλά και στους νόμους της βαρύτητας που συμμαχούν με την κοινωνία στην κατακρήμνιση των ονείρων. Όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά κι επειδή η ιστορία είναι γραμμένη πιο πρωτοποριακά από τις άλλες με εναλλασσόμενες οπτικές γωνίες, μια της Βανέσας και μιας της Βενίσα, αλλά και επειδή η σύγκλιση που σταδιακά επιχειρείται οδηγεί σε ένα δυναμικό κρεσέντο.
          Μ’ αυτό το διήγημα και σε κάνα δυο άλλα (Το πολύ συγκινητικό “ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ” αναφέρεται στο μοναχικό ηλικιωμένο που βάζει ενοικιαστήριο, για να έρχονται υποψήφιοι κι έτσι να έχει ανθρώπους να μιλάει· κι στην “Ιδιωτική ικανοποίηση” ένας ψυχολογικά διαταραγμένος σκοτώνει στη φαντασία-του αμαρτωλές γυναίκες, ώσπου δολοφονεί τη θεία-του· όπως και “Το παραμύθι του Ερζινκάν” μπλέκει το φανταστικό με τον θάνατο και την κατάρα με την αδικία) αναθάρρησα, αλλά στα υπόλοιπα ξανάπεσα σε μια στάσιμη αφήγηση, σε μια παλιομοδίτικη γραφή, σε μια επίπεδη βιωματική ματιά. Έτσι πείθομαι ότι όσο μερικά κείμενα μένουν αδημοσίευτα για καιρό μπαγιατεύουν και φαίνονται μετά άψυχα, παρωχημένα και ανεπίκαιρα.

Αφού το διάβασα:
          Τρεις τέσσερις μέρες μετά, αναρωτιέμαι τι μένει απ’ όσα διάβασα, καθώς ο παλιομοδίτικος τόνος και η παρωχημένη οπτική δεν θυμίζει κλασική αφήγηση, αλλά ξεπερασμένη.

[Ευχαριστώ πολύ τις εκδόσεις Κίχλη που μου έστειλαν ένα αντίτυπο του βιβλίου. Οι εικόνες που διακοσμούν τη βιβλιοπαρουσίαση αντλήθηκαν από: www.baltimoresun.com,   sentimentalmagazine.com,   el.wikipedia.org   και    rebloggy.com]

Πατριάρχης Φώτιος

2 comments:

Rosa Mund said...

Φώτιε,
καλή σας μέρα!

Πιάνομαι από την τελευταία σας πρόταση (Αφού το διάβασα) για να σας πω τις σκέψεις μου.

Από παιδί συμβαίνει να έχω διαβάσει αρκετά, για να μην πω πολλά, βιβλία που ούτε καν θυμάμαι τι λένε. Επίσης, τελειώνοντας κάθε βιβλίο και ενώ διαβάζω κάποιο άλλο, συχνά δεν θυμάμαι ούτε καν το θέμα όσων διάβασα τον τελευταίο μήνα, την τελευταία εβδομάδα, τις τελευταίες ημέρες, σε βαθμό να αναρωτιέμαι αν μου παίζει παιχνίδια η μνήμη μου.

Πιστεύω ότι για όλα φταίει η συσσώρευση τόσων πολλών πληροφοριών σε σχέση με παλιά, ώστε να είναι αδύνατο -προϊόντος του χρόνου- να θυμάται κανείς τίποτα παραπάνω από όσα του έχουν κάνει πολύ βαθιά εντύπωση. Ας μην απαριθμήσω τίτλους, καταλαβαίντε τι εννοώ.

Μ' έχει απασχολήσει, που λέτε, το θέμα: δηλαδή, πού πάνε τόσες αναγνώσεις που μοιάζουν μάταιες -και εντέλει είναι, αν σκεφτεί κανείς το πεπερασμένο της ζωής. Η απάντηση που έχω δώσει είναι ότι μάλλον δεν οδηγούν πουθενά μεν, όμως από την άλλη, συνιστούν και αυτές αυτό που είμαστε σήμερα, γιατί κάποιες από αυτές υπάρχουν κάπου μέσα μας, χωρίς να το ξέρουμε.

Ξέρω ότι δεν "κομίζω γλαύκα ες Αθήνας", αλλά κάθε φορά το σκέφτομαι και είπα να το μοιραστώ μαζί σας.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Rosa Mund,
συγνώμη που δεν απάντησα χθες αλλά είχα τρεχάματα.
Όντως τα πολλά βιβλία, αλλά και τα λίγα για άλλους δεν μένουν πάντα στη μνήμη-μας και στην καρδιά-μας.
Όπως δεν μένουν τα πρόσωπα που γνωρίζουμε, οι ταινίες που βλέπουμε, οι εμπειρίες που ζούμε.
Φυσικά παίζει ρόλο η υπερ-συσσώρευση βιωμάτων, με τα οποία μας βομβαρδίζει ο σύγχρονος ρυθμός ζωής. Από την άλλη, πολλά αναγνώσματα δεν είναι τόσο καλά και γι' αυτό ο οργανισμός τα αποβάλλει. Μακάρι να διαβάζαμε σε όλη-μας τη ζωή τα 10.000 καλύτερα βιβλία και όλα να άφηναν το ίχνος-τους.... Ανέφικτο.
Κι αν θέλεις, ανελεύθερο και τυποποιημένο, γιατί...
... ακριβώς για τον λόγο που λες:
Είμαστε οι αναμνήσεις-μας αλλά και οι λήθες-μας. Οι τελευταίες μένουν το υποσυνείδητο, τα κακά ξεχασμένα βιβλία αποτελούν το μαλακό υπογάστριο του πνεύματός-μας που κρίνει ό,τι καινούργιο μπει σ' αυτό κι έτσι μας καθορίζει...
Ωραίες σκέψεις, Rosa
Γι' αυτό διαβάζουμε για να ανερχόμαστε λίγο παραπάνω από την απλή ανάγνωση
Π.Φ.