Friday, January 15, 2016

“Η αλεπού της σκάλας” του Ηλία Παπαμόσχου και “Μπαλαντέρ” της Μαρίας Γιαγιάννου

Πού μας πάει η γλώσσα; Στην ποίηση; Στο συναίσθημα; Στην ατμόσφαιρα; Σε ποιο λιμάνι; Ή δεν μας πάει πουθενά και μας αφήνει να ταξιδεύουμε αμέριμνα ή να πελαγοδρομούμε ανέστια (και αν-ίστια);


Καφές γλωσσο-ποιητικός:


Ηλίας Παπαμόσχος
“Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες”
εκδόσεις Κίχλη
2015


Μαρία Γιαγιάννου
“Μπαλαντέρ”
εκδόσεις Μελάνι
2015




          Δεν είναι καινούργιο. Η γλώσσα καθορίζει για πολλούς την ποιότητα ενός λογοτεχνήματος. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι άριστος χειριστής-της. Να ξέρει να παίζει με τις λέξεις. Να ελίσσεται. Να κρατά τη μεταφορική-τους υπαινικτικότητα. Να απλώνει τα σχήματα λόγου. Να δημιουργεί εικόνες. Άλλοτε με υφολογική μαεστρία κι άλλοτε με παιχνιδίσματα. Τα δύο βιβλία που διάβασα στηρίζονται στη γλώσσα, το καθένα με διαφορετικό τρόπο.
          Κανονικά τα κείμενα του Παπαμόσχου δεν θα έπρεπε να μου αρέσουν. Εκ-μηδενίζουν την ιστορία και ενθρονίζουν στη θέση-της τον λόγο και την ατμόσφαιρα. Κάθε διήγημα αφήνει μια ιμπρεσσιονιστική εικόνα, βασισμένη σε ποιητικές πινελιές. Η γλώσσα καθηλώνει την ανάγνωση, σκιαγραφεί λίγο φλου τα πράγματα, ζωγραφίζει αισθήματα στο μακεδονικό τοπίο της Καστοριάς. Κανονικά λοιπόν δεν θα έπρεπε να μου αρέσουν τέτοιες ιστορίες χωρίς πλοκή. Αλλά εδώ λειτούργησε ένα ύπουλο, άλογο ένστικτο που παραμέρισε τα a priori κριτήρια.
          Ο διηγηματογράφος μπόρεσε να καταυγάσει μέσα από το βλέμμα-του όλη τη λαϊκή ματιά της υπαίθρου. Η φύση με τα πλάσματά-της, οι άνθρωποι, τα ημίρευστα τοπία, ο καιρός και η πλαγίως ηθογραφική εικονοποιία, όλα, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο, κρατάνε τον παλμό και μας τον μεταδίδουν με αδρές μονοκονδυλιές. Κάθε διήγημα, μικρό κατά βάση και αδρομερώς σκιαγραφημένο, είναι μια μονοκονδυλιά, που αφήνει το ίχνος της πάνω στο χνώτο του τζαμιού. Ένιωθα, σαν διάβαζα το βιβλίο, ότι παρατηρώ τον κόσμο μέσα από ένα θολό, χειμωνιάτικο τζάμι. Όχι τόσο επειδή δεν έβλεπα καθαρά, αλλά κυρίως επειδή ό,τι έβλεπα ήθελε να μείνει ως εντύπωση και όχι σαν περίγραμμα με λεπτομέρειες και σαφείς γραμμές.
Ο Αλέξης Σ., επισκέπτης του Βιβλιοκαφέ, άφησε παλιότερα το εξής σχόλιο: “νομίζω ότι μεγάλο μέρος της σημερινής διηγηματογραφίας(ένα πρόσφατο παράδειγμα που μου έρχεται είναι η "Αλεπού της σκάλας") πάσχει από βυζαντινισμό. Πρόκειται για "εικόνες"- περιγραφές φτιαγμένες με μια ανούσια γλωσσική μαστοριά […] άψυχες κι εντέλει άχρηστες” και συμπληρώνει ο Θεράπων: “Νομίζω ότι το κείμενο του Παπαμόσχου είναι προγραμματικά υβριδικό (ποίηση/διήγημα) και άρα ίσως δεν ενδείκνυται τόσο για γενικότερα συμπεράσματα. Σε σχέση πάντως με την πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Αλέξη Σ., νομίζω κωδικοποιεί και μια δική μου αίσθηση, σε σχέση με την ελληνική πεζογραφία. Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι οι περισσότεροι έλληνες πεζογράφοι ιστορικά έδιναν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο λόγο (με όλες τις προεκτάσεις αυτού, δηλαδή ύφος, ατμόσφαιρα, εκφραστικός πλούτος, φροντίδα και στυλ) και αρκετά λιγότερη στο μύθο - κοινώς (μιλώντας για τη λεγόμενη 'σοβαρή' λογοτεχνία, κι όχι εκείνη των ειδών, τουλάχιστον όπως ίσχυε μέχρι πρόσφατα) σπάνιζαν οι αποκαλούμενοι story-tellers, οι παραμυθάδες. Και είναι κάτι που τα τελευταία ας πούμε τριάντα χρόνια μάλλον επιδεινώνεται. Διαβάζοντας δηλαδή μυθιστορήματα από τα εγχώρια ονόματα, είναι αυξανόμενα δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα "τι συμβαίνει;" (δείτε εδώ)

          Η Γιαγιάννου από την άλλη δεν γράφει ποιητικά αλλά γλωσσολογικά. Το είδος που υπηρετεί δεν είναι απλώς τα πεζοποιήματα (τίτλος προηγούμενου βιβλίου-της), αλλά τα γλωσσικά μαγειρέματα, καθώς μιλάει πιο πολύ με σημαίνοντα παρά με σημαινόμενα, πιο πολύ με τον ήχο των λέξεων, που περιστασιακά παραπέμπουν στη σημασία-τους, με λογικές ηχοποιήσεις, με απόηχους ξεχασμένων αισθήσεων των λέξεων. Γι’ αυτήν όλα είναι γλώσσα, από τις λέξεις μέχρι το σώμα και μάλιστα το ερωτικό κι από τους ήχους μέχρι τα κύρια ονόματα. Η γλωσσολαγνία-της καταβροχθίζει και σ’ αυτή τη νουβέλα την υπόθεση του έρωτα του Άγη και της Ερατώς, σπάζοντάς-την σε μικρές ενότητες, καθώς μένουμε πιο πολύ στα παιχνιδίσματα, στις αντιθέσεις, στις ετυμολογήσεις και στα σχήματα λόγου…
          Η αφήγηση δεν έχει σκοπό να εξιστορήσει μια ακολουθία γεγονότων. Τα συμβάντα υπάρχουν για να γίνουν το καλούπι των προτάσεων, των λεκτικών ελιγμών, των ακουστικών διελεύσεων. Μιλά ερωτευμένη και αποδίδει τα πάντα σε μια χημεία σωμάτων και γλωσσικών προσεγγίσεων.
          Κι όλα περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα, κυρίως τον σωματικό, που στηρίζεται στο φλερτ σωμάτων και στομάτων, κινήσεων και φράσεων. Ο υπότιτλος “ερωτική εξτραβαγκάντσα”, αν καταλαβαίνω καλά, υπαινίσσεται, αν δεν το λέει ρητά, την ερωτική ακρότητα ως παιχνίδι της γραφής, ως κέντρο μιας συνομιλίας της συγγραφέως όχι μόνο με τον ερωτικό παρτενέρ αλλά και με την ίδια τη ομιλούσα φύση του σώματος, του έρωτα και της επαφής. Ο τίτλος από την άλλη “Μπαλαντέρ” υποδηλώνει τον αστάθμητο παράγοντα που μπορεί να δράσει ως καταλύτης στο ερωτικό χαρτοπαίγνιο της ζωής και το “Σ’ αγαπώ” ως λέξη που εννοεί άπειρα νοήματα.
          Τελικά ο βερμπαλισμός της Γιαγιάννου (μάλιστα μιλά η ίδια για Βυζαντινισμό, όπως ο Αλέξης Σ.) δεν συγκρίνεται με τη γλωσσική σταυροβελονιά του Παπαμόσχου. Ο διηγηματογράφος βγάζει κάθε λέξη-του από ένα εσωτερικό καμίνι, ενώ η νεαρή συγγραφέας αφήνεται στη γλώσσα σαν βάρκα χωρίς ιστία και δοιάκι.

[Εκτός από τον πίνακα "Λεύκες στο Epte" του Claude Monet, οι υπόλοιπες φωτογραφίες ελήφθησαν από: www.paraskhnio.gr, rutheh.com, britishlibrary.typepad.co.uk, www.kazpsychic.co.uk και www.srpl.net]

Πατριάρχης Φώτιος  

36 comments:

Νώντας Τσίγκας said...

Δεν διάβασα το βιβλίο της κ. Γιαγιάνου.
Για τον Η. Παπαμόσχο και την ...καινούργια του όψη θεωρώ πως έχω άποψη και χαίρομαι που πρώτα απ’ όλα συμφωνούμε στη "γλωσσική σταυροβελονιά" του.
Τούτη τη φορά ο Η.Π. -καταφεύγοντας/ ίσως μόνιμα στη "μικρή φόρμα"- επανέρχεται με το ιδιωτικό σύμπαν της καταγεγραμμένης μνήμης όχι για να μιλήσει αυτοβιογραφούμενος [καθόλου κακό δεν θα ήταν αυτό!] αλλά για να επιτρέψει σε ανθρώπους ζώα πράγματα να αυτοβιογραφηθούν. Το μότο του βιβλίου «Μπορεί όμως και από μόνος μου να την ήξερα την ιστορία» [από το εκτός εμπορίου βιβλίο διηγημάτων του κοινού μας φίλου μακαρίτη Γιώργου Γκολομπία] μας δηλώνει πως τα πάντα εντυπώνονται εντός μας και κάποτε γίνονται ιστορία/ποίημα/διήγημα. Ή δεν γίνονται ποτέ και απομένουν να αναδεύουν το γαιώδες μάγμα… Μια ιστορία μπορεί να γραφεί και να διαβαστεί ολόκληρη κάποτε όμως και από το περίγραμμά της ή τις λεπτομέρειές της μπορεί να δικαιωθεί (καθώς αρχαίο αγγείο, άγαλμα ή πόλεις ολόκληρες μας δίνουν της αρχική τους εικόνα μέσα από θραύσματα και χαλάσματα). Πολλοί έχουν διαμαρτυρηθεί για την ιστορία (story) που «δεν τους έμεινε», για τους χαρακτήρες, για τα πρόσωπα που δεν τους εντυπώθηκαν μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της «Αλεπούς». Όμως στα διηγήματα του Παπαμόσχου -που κάποτε τα θωρώ και σαν επιτύμβια σ’ έναν αδιευκρίνιστο Κεραμεικό- φανερώνεται με αδίστακτο- εμμονικό τρόπο η ενατένιση του επέκεινα. Ο χρόνος ακινητεί, οι μαρμαρυγές των νερών και η ανεπαίσθητη ροή του αέρα δεν είναι σε θέση να διώξουν την υγρασία του τάφου ή την ομίχλη. Χωρίς να καταφεύγει στη μανιέρα του ιδιωματικού λόγου, χωρίς να ορίζει τον τόπο απολύτως (μια επαρχιακή πόλη δίπλα στη λίμνη μπορεί βέβαια να είναι και η Καστοριά…), παρατηρώντας πορτρέτα ανθρώπων ζώντων και τεθνεώτων, που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους, ζώων που βάναυσα σκοτώθηκαν ή βασανίστηκαν και πλάσματα θαρρείς της μιας μέρας (η βαλσαμωμένη αλεπού της σκάλας , ο συγκλονιστικός!!! σκύλος που καταματωμένος προβάλλει μάσα από την ομίχλη, οι λιβελούλες που ερωτεύονται) άνθρωποι και ζώα που μαρτύρησαν και πόνεσαν κι ερωτεύτηκαν και τραγούδησαν και πια δεν είναι… Οι άνθρωποι στο μαγκάνι της αρρώστιας. Και η ζωή που είναι ο ψαλμός 129 [ των αναβαθμών (…) ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον απὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον (…) ] Οι ιμπρεσιονιστικές του σελίδες και γραμμές έχουν αξιομνημόνευτο βάθος οι δε λέξεις καίριες, διαλεγμένες, ρυθμικές συνθέτουν το ποίημα-διήγημα. Ως ανάγκη αποφόρτισης, αναβάθμισης, επαναπροσδιορισμού και απεμπλοκής από τη θλιβερή κάποτε μορφή & εκδοχή που έχει λάβει το σημερινό «ελληνικό διήγημα».

Κρουέλα said...


Δε θέλω να εκληφθώ ως προβοκάτορας, άλλωστε δεν έχω διαβάσει τα συγκεκριμένα βιβλία, ωστόσο πρέπει να πω την αμαρτία μου: Βαρέθηκα να διαβάζω κάθε τόσο σε παρουσιάσεις και δημοσιογραφικές ευλογίες φράσεις όπως 'θρίαμβος της μικρής φόρμας', 'η Ελλάδα διακρίνεται μονάχα στη μικρή φόρμα', 'μικρή φόρμα' αυτό, 'μικρή φόρμα' το άλλο, νισάφι. (Ιδιαίτερα το συγκεκριμένο ιδίωμα της εντελώς ιμπρεσσιονιστικής μικρο-διηγηματογραφίας έχει τις ρίζες του στη γραφή του ΗΧ Παπαδημητρακόπουλου, για τον οποίο ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω προς τι τόσος ντόρος.)
Κατ' εμέ το φαινόμενο αποτελεί εσωτερίκευση του γεγονότος ότι ναι, όντως, δεν υπάρχουν 'μεγάλα' μυθιστορήματα στη νεοελληνική, ένα γεγονός που σίγουρα συνιστά μειονεξία της λογοτεχνίας μας. Αντί λοιπόν να ανασκουμπωθούμε και να κάνουμε κάτι γι' αυτό, οχυρωνόμαστε πίσω απ' τον Παπαδιαμάντη και το Βιζυηνό, κάνουμε τη μειονεξία παντιέρα και επιχειρούμε την ίδια αντιστροφή που κάνουμε σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου μας. Κοινώς: δεν 'μας παίζουν έξω', ή 'τα κυβικά μας είναι χαμηλά'; Κανένα πρόβλημα. Φτιάχνουμε μια δικιά μας, Γ΄Εθνική για να παίζουμε μόνοι μας και να αυτοδοξαζόμαστε...

Πάπισσα Ιωάννα said...

Νώντα,
βλέπω ότι σε συνεπήρε η "Αλεπού"
όχι μόνο ως Βορειοελλαδίτη
αλλά και ως άνθρωπο που αρέσκεται στη γλώσσα ως φορέα μηνυμάτων από ένα έξω-από-την-ιστορία επέκεινα.
Καλημέρα
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Κρουέλα,
μου αρέσουν οι καλοπροαίρετοι "προβοκάτορες",
γιατί προωθούν τον διάλογο.
Θα συμφωνήσω ότι η σημειωτόν γραφή του Παπαδημητρακόπουλου,
γεμάτη μικρο-αυτοβιογραφικές στιγμές, δεν μου ταιριάζει.

Δεν θα συμφωνήσω όμως καθόλου ότι το διήγημα είναι Γ' Εθνική.
Είναι εξίσου σεβαστό με το μυθιστόρημα,
έχει ανάλογες απαιτήσεις
και η ελληνική διηγηματογραφία δείχνει γερά θεμέλια.
Σίγουρα η απουσία μεγάλων μυθιστορημάτων δείχνει μια μειονεξία,
αλλά δεν σημαίνει ότι καλή λογοτεχνία είναι όποια έχει μόνο καλές επιδόσεις στο μυθιστόρημα.
Μακάρι να είχαμε και στα δύο,
αλλά δεν είναι λίγο να μπορούμε να στηριχτούμε σε μια διηγηματογραφική ποιότητα,
που δεν τη βλέπουμε ως "Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια"
(για να συντονιστώ με τη συλλογή για την οποία μιλάμε!).
Η "μικρή φόρμα" είναι μία από τις τρεις κολόνες της πεζογραφίας:
έχουμε καλές επιδόσεις σ' αυτήν και στην ποίηση, υστερούμε στο μυθιστόρημα.
Π.Φ.

Μαγδαληνή Μ. said...

Εμένα τα διηγήματα για να πω τη γνώμη μου, δεν μου αρέσουν. Μια φορά μου είχε φέρει ο καλός μου συνάδελφος Θανάσης ένα βιβλίο μιας κυρίας που δεν θυμάμαι, νομίζω ένα γαλάζιο χέρι το έλεγαν, δεν θυμάμαι, αλλά δεν μου άρεσαν. Τελειώνουν και πολύ γρήγορα και αυτό δεν μου αρέσει. Είναι σαν κι αυτά που λέμε κάθε μέρα στο γραφείο. Μια για τον έναν μια για τον άλλον, κάτι για τούτο κάτι για κείνο, και για κάτι παράξενο που είδαμε, και για έναν γκόμενο που γνώρισε η διευθύντρια το καλοκαίρι αλλά της τον έφαγε στο νησί που πήγαν μια άλλη και τώρα είναι μες στα νεύρα, και για ένα βράδυ στο σκυλάδικο, και για το παιδί του κυλικείου που τραγουδάει κι σ΄ ένα κλαμπάκι κι έχει φοβερή φωνή και ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει κάποια μέρα, θα γίνει όμως; κρίμα να μη γίνει, άμα τα γράφαμε τόμους ολόκληρους θα είχαμε. Μου φαίνονται και λίγο όπως τα κουτσομπολιά και είναι κάπως σαν φαστ φουντ. Και πας αμέσως απ' το ένα στο άλλο. Το μυθιστόρημα είναι πολύ καλύτερο, άλλο που θέλει πολλή περισσότερη δουλειά για να γίνει. Εγώ δεν τα συγκρίνω, καμία σχέση, πολύ ανώτερο το μυθιστόρημα αλλά είπαμε θέλει πραγματική δουλειά, δεν είναι σαν τα φαγητά της ώρας και μια φορά τα είχε πει αυτά η κυρία Δημουλίδου και πήγανε να την φάνε. Δεν είχε πει για το διήγημα, για το πόσο κουραστικό είναι να γράφει ένα μυθιστόρημα είχε πει.
Ευχαριστώ
Μαγδαληνή Μ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μαγδαληνή,
θα ήθελα πάρα πολύ να θεωρήσω ειλικρινή τα λόγια-σου,
να δω όχι έναν ρόλο αλλά μια αναγνωστική στάση.
Και το μυθιστόρημα δεν είναι, κατά τη γνώμη-μου, πολύ ανώτερο...,
είναι απλώς άλλο πράγμα.
Π.Φ.

Νώντας Τσίγκας said...

Χαίρομαι, χαίρομαι πολύ γι' αυτή σου την άποψη Πατρριάρχα μου...
Για την δυναμική, σημασία, τέχνη του διηγήματος εννοώ [και δη της μικρής φόρμας με την πυκνωτική και αμφίφυλη-πεζό/ποίημα- συχνά εκφορά του].Την κοπιαστική του κοπτική και ραπτική....
Στέκεσαι όμως μονάχα στην επιφάνεια ενός Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλου με την εντυπωσιακή λιτότητα στην οικονομία του λογου και το σπουδαίο συχνά συχνότατα υποφώσκοντα υπαινιγμό, με το βάθος του πεδίου ένός τέτποιου τεχνίτη δεν καταπιάνεσαι και τον αντιπαρέρχεσαι.

Ως προς το "αυτοβιογραφικό" στοιχείο...
Και τί δεν είναι τελικά "αυτοβιογραφικό";¨θαθελα να πολύ να μάθω; Ακόμα και οι δρόμοι που βαδίζουμε στην τέχνη είναι βέρα αυτοβιογραφία (οι επιρροές μας, τα καθοριστικά γονίδια μας, οι έρωτες, οι τόποι, οι πατρίδες, ο Θεός υπαρκτός ή ανύπαρκτος, κι ο θάνατος ο δικός μας και των άλλων. Είμαστε εμείς με χίλια πρόσωπα...).

Χαίρε!

Κρουέλα said...

Ευχαριστώ για την απάντηση, Πατριάρχη. Ωστόσο πρέπει να πω, ότι κατ' εμέ ο αναμφισβήτητος βασιλιάς και κορωνίδα της πεζογραφίας είναι το μυθιστόρημα. (Ακούγεται αγοραίο, αλλά θα συμφωνούσαν μ' αυτό τόσο οι εκδότες, όσο και οι ατζέντηδες παντού στη γη.) Καταλαβαίνω ότι εδώ υπεισέρχονται ζητήματα μιας λογοτεχνικής 'πολιτικής ορθότητας', ωστόσο δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα ονόματα παγκοσμίως εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία μυθιστοριογράφοι, και ότι ενώ υπάρχουν πλείστες εθνικές λογοτεχνίες (σχεδόν όλες βασικά) που στηρίζονται στο μυθιστόρημα, το αντίστοιχο για το διήγημα απλά δεν υφίσταται. (Η ποίηση κατ' εμέ είναι 'άλλο ανέκδοτο'. Πρόκειται για μια πανάρχαια τέχνη που απευθύνεται σε διαφορετικές λειτουργίες της νοητικής πρόσληψης).

Καταλαβαίνω επίσης ότι στο μπλογκ αυτό μιλάμε κυρίως ως αναγνώστες, με βάση τις προτιμήσεις μας, το τι 'μας άγγιξε', κλπ, κλπ, αντιμετωπίζοντας τους δημιουργούς αυστηρά ως ξεχωριστές μονάδες, κι όχι στο πλαίσιο μιας θεσμοποιημένης, εθνικής λειτουργίας, και άρα απόψεις που βλέπουν λίγο πιο 'οργανωτικά' τη λογοτεχνία ακούγονται ίσως παράφωνες. Απλά με προβληματίζει ότι στη χώρα αυτή δε χάνουμε ευκαιρία να ομφαλοσκοπούμε, προκρίνοντας δείγματα που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολα μεταφράσιμα ή/και επικοινωνήσιμα παραέξω, σε ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό...

Μαγδαληνή Μ. said...

Α ειλικρινά μιλάω, αλίμονο γιατί να μη μιλάω ειλικρινά; Τη γνώμη μου είπα τι μου αρέσει εμένα και ότι νομίζω ότι το μυθιστόρημα που έχει τόσες σελίδες είναι πολύ πιο δύσκολο και πολύ πιο ανώτερο. Εσείς αγαπητέ μου Πατριάρχη Φώτιε, ξέρετε λεπτομέρειες για όλα αυτά εγώ ξέρω μόνο τι μου αρέσει και τι δεν μου αρέσει. Προσπαθώ να καταλάβω τις διάφορες διαφορές αλλά πολύ αμφιβάλλω αν θα τα καταφέρω. Αλλά τι να πω; ότι μου αρέσουν τα διηγήματα αφού δεν μου αρέσουν; Να τα διαβάζω με το ζόρι; Ή να λέω ότι είναι ίσα κι όμοια με τα μυθιστορήματα αφού δεν το πιστεύω; Πιστεύω ότι δεν είναι καθόλου ίσα.Δεν καταλαβαίνω καθόλου. Και τι είναι ο ρόλος και η αναγνωστική στάση; Θέλω να καταλάβω αλλά μπορεί να μην μπορώ;
Και διαβάζω τώρα και τον Γκουτιέρες. Δεν θα ξανακάνω διάλειμμα μέχρι να τον τελειώσω τώρα που είναι ευκαιρία μ' αυτόν τον καιρό.
Ευχαριστώ
Μαγδαληνή Μ.

Απόστολος said...

Πράγματι αυτό που λέει ο πατριάρχης Φώτιος ισχύει. Ένα διήγημα πολλές φορές έχει μεγαλύτερη ουσία από ένα χαοτικό και φλύαρο μυθιστόρημα. Απαιτεί να κατέχεις τα μυστικά της αφήγησης, της πλοκής και της αισθητικής απεικόνισης σε πολύ μεγάλο βαθμό ενώ σε ένα μυθιστόρημα μπορείς να γράψεις σελίδες ολόκληρες με ανούσιες περιγραφές και κουραστικούς μακροσκελείς διαλόγους. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τσέχωφ, ασχολήθηκαν κατά κόρον με το διήγημα και ελάχιστα με το μυθιστόρημα. Ο μινιμαλισμός είναι το πιο δύσκολο αλλά και το πιο σπουδαίο πράγμα, ελάχιστοι το έχουν καταφέρει σε όλα τα πεδία της τέχνης, από τη λογοτεχνία μέχρι τη ζωγραφική και από τη μουσική μέχρι τον κινηματογράφο. Προσωπικά μου αρέσει περισσότερο ως φόρμα γραφής η νουβέλα, δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "μεγάλο διήγημα" ή "μικρό μυθιστόρημα" ανάλογα με την περίπτωση.

Μαγδαληνή Μ. said...

Καλέ μου Απόστολε και με όλο το σεβασμό αλλά νομίζω ότι είναι πολύ σχετικό αυτό το ισχύει, που λες, σε τέτοια πράγματα. Και εγώ δεν μπορώ να συγκρίνω ένα καλομαγειρεμένο φαγητό με ένα φαστ φουντ ούτε και με ένα χάπι συμπλήρωμα διατροφής και ας έχει τόση επιστήμη μέσα του. Αυτή είναι η δικιά μου γνώμη. Και στον κάθε ανθρωπο αρέσουν άλλα πράγματα και δεν μπορεί με το ζόρι να αρέσουν τα ίδια σε όλους. Και αν το πάμε με τα φαγητά, τότε τα καλύτερα και πιο υγιεινά είναι αυτά που δεν μαγειρεύονται όπως τα φρούτα και οι ξηροί καρποί και άλλα, δηλαδή τα καλύτερα είναι αυτά που λέμε στο γραφείο, που είναι και αληθινά. Ξέρω ότι δεν απάντησες σε μένα αλλά στην Κρουέλα, αυτό το κατάλαβα αλλά δεν πειράζει λέω κι εγώ τη γνώμη μου. Επειδή δεν είμαι του ποιοτικού δεν έχει σημασία, τα ίδια λεφτά πληρώνω όταν παίρνω βιβλία.
Ευχαριστώ
Μάγδα

Μαγδαληνή Μ. said...

Αχ καλέ μου Απόστολε ξέχασα το σπουδαιότερο, αν ξέρεις να μου πεις για να βρω και να διαβάσω μετά τον Γκουτιέρες ένα ωραίο μυθιστόρημα ρομαντικό, μεγάλου μεγέθους και ποιοτικό, με ιππότες και διάφορες μονομαχίες για την αγαπημένη, που νικάει στο τέλος αυτός που την αγαπάει πραγματικά ή που σκοτώνονται και οι δύο επειδή κανείς δεν την αγαπούσε πραγματικά, και τέτοια. Ο Θανάσης που τον ρώτησα μου έκανε πλακίτσα, να διαβάσεις τον Δον Κιχώτη μου είπε. (Πολύ που γελάσαμε Θανάση μου, ε;)
Ευχαριστώ και πάλι
Μάγδα

Απόστολος said...

Η σύγκριση που έκανα Μαγδαληνή Μ ήταν εμφατική και σε καμία περίπτωση δεν μειώνει το μυθιστόρημα ως είδος που είναι πολύ δύσκολο και απαιτεί τεράστιες δυνατότητες. Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν πολύ μεγάλα μυθιστορήματα και ταυτόχρονα διηγήματα που δεν είναι καλά. Γνώμη μου είναι το διήγημα δεν πρέπει να υποτιμάται σε σχέση με το μυθιστόρημα μόνο και μόνο επειδή είναι μικρότερο σε έκταση και περιγραφές.

Ρομαντικό μυθιστόρημα με ιππότες δεν έχω κάποιο υπόψη μου, αλλά αν θες σκέτο "ρομαντικό" μπορείς να ψάξεις για τον Ευγένιο Ονέγκιν ή την κόρη του λοχαγού του Πούσκιν, την Τζαμίλια του Αϊτμάτωφ και φυσικά ο "έρωτας στα χρόνια της χολέρας" του Μάρκες ή καλύτερα τα 100 χρόνια μοναξιά έστω κι αν δεν θεωρείται ένα καθεαυτό "ρομαντικό" μυθιστόρημα. Γενικότερα ψάξε οτιδήποτε σε Πούσκιν (αν σε ενδιαφέρει το κλασσικό ρομαντικό), Αϊτματωφ και Μάρκες (αν προτιμάς το πιο σύγχρονο ρομαντικό εκτός Ευρώπης), ή Ιζαμπέλ Αλιέντε αν και δεν έχω διαβάσει κανένα της βιβλίο, παραείναι "ρομαντική" για τα γούστα μου, αλλά τη θεωρώ αξιόλογη και τη συστήνω.

Μαγδαληνή Μ. said...

Και για να μην μπερδευτεί κανένας δεν λέω για τα κουτσομπολιά στο γραφείο και για το τι είδε ο καθένας όπου πήγε, αλλά για κάτι άλλες ιστορίες που έχουν και έρωτα και αγάπη και πολλά άλλα ακόμα και κρατάνε πολλά χρόνια και όλοι τα παρακολουθούμε και δεν ξέρουμε τι θα γίνει παρακάτω, έχει και κουτσομπολιό δε λέω, αλλά έχει και αγωνία και πολλά ακόμα αλλά δεν μπορώ να πω περισσότερα. (Θανάση μου εσύ ξέρεις τι εννοώ).
Ευχαριστώ
Μάγδα

Μαγδαληνή Μ. said...

Αχ καλέ μου Απόστολε σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, ψάχνω για κάτι που δεν είναι σύγχρονο, θέλω κάτι παλαιικό με κάστρα αν γίνεται και τέτοια, που η αγαπημένη να είναι πριγκίπισσα και λίγο μάγισσα αν γίνεται, και να μπορεί να μεταμορφώνει και σε αγάλματα ή άλλα είδη αυτούς που την κοροϊδεύουν. Αυτό μου έχει έρθει τώρα. Αν βρεις κάτι ή αν κάποιος άλλος ξέρει ας μου πει, θα με βοηθήσει πολύ.
Ευχαριστώ
Μάγδα

Απόστολος said...

Και τότε γιατί όχι, την Πριγκιπεσσα Ιζαμπώ του Άγγελου Τερζάκη!

Anonymous said...

Πέρα από το «πώς» υπάρχει και το «τι» θα πει ή έστω αν προτιμάτε θα μεταγγίσει ο λογοτέχνης στον αναγνώστη. Αναμφισβήτητα μιας και μιλάμε για την τέχνη του λόγου- αδιάφορο κατ’ εμέ αν πρόκειται για μικρή φόρμα, διήγημα ή μυθιστόρημα- το πώς θα ειπωθεί αυτό που θέλει ο λογοτέχνης έχει βαρύνουσα σημασία. Αν όμως είναι θολό στο μυαλό του -αν υποθέσουμε ότι θέλει να μας μεταφέρει κάτι και ότι επιπλέον ενδιαφέρεται για τον αναγνώστη-, τότε ξεμένει στο πώς, τις τεχνικές και τα στυλιστικά κεντίδια, παραπέμποντας για τα περαιτέρω σε ένα εν πολλοίς άπιαστο και «ποιητικό» σύμπαν. Γράφει ωραία, αλλά μάλλον άψυχα με άλλα λόγια.

Ο Πεσόα στο Βιβλίο της Ανησυχίας δεν έχει ακριβές ή τουλάχιστον δηλωμένο θέμα. Συχνά η φράση του μένει αδούλευτη και μετέωρη. Δεν κάνει καν τον κόπο να διεκδικήσει το «πώς». Κάθε λόγος του όμως είναι μαχαιριά, όχι θολή, όχι συζητήσιμη, άμεση. Κάθε φράση του είναι λογοτεχνία δουλεμένη από τα μέσα προς τα έξω κι όχι το αντίθετο. Το ίδιο, για να το γειώσω λιγάκι, και ο Παράμεσος της Ογκάουα. Δουλεμένα εδώ και η μορφή και το θέμα. Αλλά πάλι από μέσα προς τα έξω.

Ο Παπαμόσχος δεν είναι ότι δεν παλεύει να το πετύχει, απλώς δεν φτάνει ακόμα η προσπάθειά του για να χαίρει τόσων διθυράμβων, εκτός αν συζητάμε για έναν πολύ μικρό κύκλο αναγνωστών, όπου συχνά γνωρίζονται μεταξύ τους, σε μια πολύ μικρή χώρα. Πολύ φοβάμαι ότι ευλογάμε τα γένια μας, αλλά δεν πάει πολύ μακριά κανείς έτσι.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μαγδαληνή, Μαγδαληνή,
θα σου θυμίσω το βιβλίο της Ντουφεξή-Πόουπ που σου ταιριάζει γάντι:
"Το ακατέργαστόν-μου"
http://vivliocafe.blogspot.gr/2014/02/pope.html
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Κρουέλα,
δεν υποστηρίζω το διήγημα πιο πολύ από το μυθιστόρημα.
Πιστεύω ότι το καθένα έχει τη δική-του αξία,
πολλοί κορυφαίοι συγγραφείς, όπως ο Τσέχοφ ή ο Τσβάιχ,
ο Κάρβερ ή η Πόου κ.ο.κ.
ήταν διηγηματογράφοι,
παρόλο που η επικρατούσα μορφή είναι η μυθιστορηματική.
Ναι, το καταλαβαίνω πολύ καλά, επειδή το μυθιστόρημα μπορεί να συλλάβει χάρη στην πολυπλοκότητά-του καλύτερα την εποχή-μας.

Ούτε ευλογούμε το διήγημα επειδή το καλλιεργούμε στην Ελλάδα.
Είναι σαν να λες ότι ευλογούμε το μπάσκετ (σε αντιδιαστολή με τον ποδόσφαιρο),
επειδή είμαστε μπασκετικά επιτυχείς,
ενώ όλος ο άλλος κόσμος ασχολείται με το ποδόσφαιρο.
Προσωπικά πιστεύω και στο διήγημα και στο μπάσκετ,
χωρίς να υποτιμώ το ποδόσφαιρο ή το μυθιστόρημα.
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Βιβλιοκοκκυγία,
ξεκίνησα το ποστ με τη φράση "κανονικά δεν θα έπρεπε να μου αρέσει".
Γιατί;
Γιατί είμαι περισσότερο οπαδός της αφήγησης παρά της γλώσσας.
Αλλά ένα ένστικτο, δαιμόνιο και υποχθόνιο, μου λέει ότι μπορεί και η γλώσσα, χωρίς ιστορία και γεγονότα,
να είναι δυνατή, συγκινησιακή, συνταρακτική, που λειτουργεί υπόγεια και δεν ξεχνάς αυτή την εντύπωση.
Κι αν συγκρίνω τον Παπαμόσχο με άλλους γλωσσοκεντρικούς, βρίσκω υπεροχή.
Π.Φ.

Anonymous said...

Για αυτό αναφέρω το βιβλίο της Ανησυχίας του Πεσόα. Δεν υπάρχει ιστορία, μόνον γλώσσα κι αυτή επιφανειακά (όχι ουσιαστικά) αδούλευτη. Δεν είμαι οπαδός ούτε της αφήγησης ούτε της γλώσσας. Είμαι οπαδός της λογοτεχνίας. Αυτής που δείχνει τα δόντια της, μας βγάζει τη γλώσσα, μας στιγματίζει, μας καθορίζει. Την καλησπέρα μου.

ΥΣ Το "Ακατέργαστόν μου" δεν το είχα υπόψη μου. Οφείλω να πω πως ξέρετε να είστε εντός θέματος. Που τυγχάνει εν προκειμένω να είναι και θέμα μου...

Μαγδαληνή Μ. said...

Καλέ μου Απόστολε σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, μια ματιά που έριξα τώρα εδώ κι εκεί, αυτό το βιβλίο είναι τέλειο για τη διάθεσή μου και είναι και ελληνικό. Τη Δευτέρα κιόλας θα πάω να το πάρω γιατί άμα κάποιος θέλει κάτι πραγματικά το κάνει χωρίς καθυστέρηση, κι εγώ θέλω να μάθω για τη λογοτεχνία, με βιβλία που μου αρέσουν όμως, για να μην με ειρωνεύονται μερικοί μερικοί. Βέβαια οι ειρωνείες και οι κοροϊδίες είναι πολύ άσχημα πράγματα για τους ανθρώπους και τα διάφορα άσχημα τα επιστρέφει η θεία δίκη σ' αυτούς που τα κάνουν. Δεν μας φτάνουν όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο και μένα με φοβίζουν όσο δεν φαντάζεται κανείς, δεν πρέπει να έχουμε και αυτά μεταξύ μας όσοι δεν έχουμε και τίποτα να χωρίσουμε. Τα βιβλία πρέπει να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους και όχι είρωνες προς τους συνανθρώπους μας αλλιώς είναι άχρηστα όσα και αν διαβάζει κανείς κι ας είναι και του ποιοτικού.

Και θέλω να μην έχω και κακίες με κανέναν εδώ μέσα, γι' αυτό αγαπητή Βιβλιοκοκκυγία αν διαβάσετε αυτό το σχόλιο να μη νομίζετε κι εσείς ότι έχω κάτι εναντίον σας και να μην νομίζετε ότι νομίζω ότι έχετε κι εσείς κάτι με μένα προσωπικά και άλλωστε από πού κι ως πού. Συμβαίνουν αυτά και άλλωστε σας ευχαριστώ κιόλας γιατί αν δεν λέγατε αυτό για την κυρία Μαντά εγώ δεν θα έγραφα εδώ πέρα και δεν θα διάβαζα τώρα τον Γκουτιέρες που όπως και να το κάνουμε είναι και λίγο του ποιοτικού και ιδέα δεν θα είχα για την πριγκιπέσσα Ιζαμπώ καθώς επίσης δεν θα μιλούσα και με τον πολύ αγαπητό Απόστολο που με βοηθάει και τώρα μάλλον θα χαρεί και ο καλός μου συνάδελφος και φίλος Θανάσης που όλο μου 'λεγε κι αυτός αφού δεν είσαι χαζή γιατί βαριέσαι και δεν διαβάζεις κάτι καλύτερο.
Ελπίζω τώρα να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.(Κι εσύ Θανάση μου!)
Όμως έφαγα όλη την ημέρα με τα σχόλια κι έχω και τον έρωτα που νοστάλγησε την Κούβα και πρέπει να τον τελειώσω για να πω και τι κατάλαβα και αυτό είναι δύσκολο και βαρετό αλλά αν δεν το κάνω πώς θα μάθω.
Ευχαριστώ
Μάγδα

Μαγδαληνή Μ. said...

Αχ Πατριάρχη Φώτιε σας ευχαριστώ κι εσάς πάρα πολύ.
Να τελειώσω πρώτα με τα άλλα και μετά να το πάρω και αυτό.
Μαγδαληνή Μ.

Απόστολος said...

Μαγδαληνή Μ αλίμονο, είναι δικαίωμα σου να διαβάζεις ό,τι θέλεις και φτιάχνει τη διάθεση σου και έχεις δίκιο με τον τρόπο που θέτεις το ζήτημα της "ειρωνείας", ούτε κι εμένα μ' αρέσει η ειρωνεία απ' όπου κι αν προέρχεται γιατί κατά βάθος δηλώνει αδυναμία. Το να έχουμε διαφορετικά γούστα και διαφορετικές απόψεις για τα βιβλία δεν είναι κακό, αντιθέτως κακό θα ήτανε αν όλοι είχαμε μία και μοναδική αντίληψη για τι λογοτεχνία, κάτι που δυστυχώς προσπάθησε να κάνει ο Ζντάνωφ στην ΕΣΣΔ το οποίο και κατέληξε σε παρωδία. Από την άλλη όμως δεν είναι κακό να λέμε ότι καλό θα ήτανε κάποιος να μη μένει μόνο σε βιβλία με κοινότυπη θεματολογία και ύφος αλλά να ψάχνεται και σε πιο απαιτητικά αναγνώσματα, έστω κι αν στην αρχή δεν του κινούν την περιέργεια, ακόμα κι αν τα εγκαταλείψουν πριν τα τελειώσουν, ας επιμείνουν και θα ανταμειφθούν.

Μαγδαληνή Μ. said...

Αγαπητέ Πατριάρχη Φώτιε
τώρα μόλις που έκανα διάλειμμα από τον Γκουτιέρες διάβασα το ποστ σας για το ακατέργαστον και δεν κατάλαβα γρι καθώς επίσης δεν κατάλαβα καθόλου γιατί λέτε ότι μου ταιριάζει γάντι. Θα ρωτήσω βέβαια και τον Θανάση. Απ' ότι κατάλαβα απ' το θέμα, είναι ένα βιβλίο που δεν θα διάλεγα ποτέ και σαν και κάτι που μου είχε φέρει μια φορά ο Θανάσης και από τότε του είπα να μην μου ξαναφέρει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Όχι μόνο δεν με βοηθάτε αλλά με μπερδεύετε κι από πάνω.
Ευχαριστώ
Μαγδαληνή Μ.

Μαγδαληνή Μ. said...

Αγαπητέ Απόστολε,
τα καταλαβαίνω αυτά που λες αλλά δεν μπορώ να διαβάζω βιβλία που δεν μου αρέσει το θέμα τους. Σιγά σιγά, δε λέω, να ψαχτώ σε πιο απαιτητικά, αλλά να μου αρέσουν κιόλας. Γιατί θα πρέπει να καταπιέζομαι; Απ' ό,τι καταλαβαίνω η λογοτεχνία έχει πάρα πολλά με έρωτα και αγάπη που είναι και του ποιοτικού. Γιατί να μπλεχτώ με κάτι που δεν μου αρέσει. Μια φορά που Ο Θανάσης μου είχε φέρει ένα βιβλίο που το έλεγαν άνθρωποι και ποντίκια και ήταν πολύ ποιοτικό, το διάβασα και δεν ξέρεις τι τράβηξα μετά. Μες στο ψυχοπλάκωμα ήμουνα. Γιατί, το χρωστάω σε κανέναν; (Θυμάσαι Θανάση μου). Και δεν ήταν μόνο το ψυχοπλάκωμα, δεν μου άρεσε γενικά. Με τίποτα και σε τίποτα. Είπαμε για ποιοτικό αλλά καμία υποχρέωσε σε ό,τι δεν μας αρέσει.
Ευχαριστώ
Μαγδαληνή Μ. (αφού το Μάγδα δεν σας αρέσει).

Μαγδαληνή Μ. said...

Ο Γκουτιέρες λοιπόν. Ένα πρώτο σχόλιο:
Ο τίτλος του πρωτότυπου που εκδόθηκε το 2000 είναι, Animal tropical.
Και λέει ο ήρωας που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, αναφερόμενος στην Αβάνα:
"Όταν μένεις σε ένα μέρος όπως αυτό, δεν μπορείς να γράφεις αργά. Εδώ όλα διαλύονται μέσα στα χέρια σου. Τίποτα δεν διαρκεί. Και πρέπει να βγεις να ψάξεις κι άλλο. Κι αυτό συμβαίνει καθημερινά. {...} Ένα αργό και χαλαρό τέμπο είναι το ιδανικό για να αντιληφθεί το υλικό του ένας ευρωπαίος συγγραφέας. Εκείνος ζει μέσα σε έναν πολιτισμό κατασταλαγμένο, κουρασμένο. Ζει σε κάποιου είδους όριο. Ίσως μιας περιόδου, μιας ιστορικής φάσης. Είναι η αντίληψη κάποιου που έχει φτάσει στο τέλος της διαδρομής και κάθεται στο τέρμα της διαδρομής για να σκεφτεί με την ησυχία του τη μακρά και πολυτάραχη πορεία του. Από την άλλη, εγώ ανήκω σε μια κοινωνία που βράζει, συσπάται, και έχει ένα μέλλον εντελώς αβέβαιο και απρόβλεπτο."

Και καταλαβαίνω εγώ ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που μοιάζει κάπως με τραγική ειρωνεία. Αν αυτά ίσχυαν το 2000, τώρα μάλλον έχουν αντιστραφεί οι όροι, όσον αφορά τουλάχιστον στην Ελλάδα. Ενώ η Κούβα αποκουβανοποιείται, η Ελλάδα κουβανοποιείται.
(Τι λες, Θανάση μου; Έχουμε πολλά να πούμε, Θανάση μου).
Μαγδαληνή Μ.

Μαγδαληνή Μ. said...

Ξημερώματα και ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου του Γκουτιέρες.
Ό,τι αποκόμισα, και είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα, μπορώ να το γράψω κάποια στιγμή. Επειδή όμως αισθάνομαι λίγο αυθαίρετη εδώ και δεν είναι πρόθεση ούτε διάθεσή μου να γίνω έτσι και μόνιμη επισκέπτρια, θα το κάνω μόνον εφόσον η γνώμη μου ενδιαφέρει και κάποιον άλλον και κυρίως βεβαίως τον Πατριάρχη Φώτιο που είναι ο χώρος του εδώ. Δεν εννοώ αν μου επιτρέπει απλώς, αλλά αν ενδιαφέρεται. Αλλιώς θα με ακούσει μόνο ο καλός μου συνάδελφος και φίλος Θανάσης που είναι και λίγο υποχρεωμένος αφού κι εγώ τον έχω ακούσει τόσες φορές να λέει για διάφορα βιβλία. (Θανάση μου βαριόμουν δεν βαριόμουν σε άκουγα και οφείλεις να το παραδεχτείς, θα με ακούσεις λοιπόν κι εσύ, σου αρέσουν δεν σου αρέσουν αυτά που θα σου πω).
Ευχαριστώ
Μαγδαληνή Μ.

Anonymous said...

Άσε μας βρε Μαγγδαληνή με τον Γκουτιέρες και τις ...ζαρτιέρες.(και τον Θανάση σου τον αόρατο). Νισάφι πια... Μας ζάλισες [τον κουβανέζικο] τον έρωτα.

Μαραμπού said...

Μαγδαληνή, ως "αμαρτωλή" Ρόζα είχες πολύ περισσότερο ενδιαφέρον (θα στο έχει πει και ο Θανάσης σου αυτό)!

Μαγδαληνή Μ. said...

Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σας.
Άλλος;

Anonymous said...

#Ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σας. Άλλος;#

"Ο παπαγάλος...
[που "σου ΄στειλε στερνή φορά το γειά σου"- προλαβαίνοντας τον Μαραμπού]

Απόστολος said...

Ανώνυμε και Μαραμπού, εδώ ταιριάζει ένα πολύ γνωστό τραγούδι του Λάκη με τα ψιλά ρεβέρ αλλά διστάζω να το πω. Όποιος το ξέρει, κατάλαβε!

Μαγδαληνή Μ. said...


Καλά το πάτε. Συνεχίστε!

Anonymous said...

Στη Μαγδαλω και το φίλο της τον Αποσστόλη:
https://www.youtube.com/watch?v=MDL8C6pvDf8

προσέχτε βρε και τους ...στίχοι:



"Πάντα η κυρά Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο
έχει γλώσσα πήχες έξι και αλί σου αν σε μπλέξει.

Στις αυλόπορτες γυρίζει κάθε τόσο και αρχίζει
όλο να κουτσομπολεύει και να πάψει δε γυρεύει.

Η Μαρίτσα με ποιόν τα 'χει κι αν η Βάσω εχεί συνάχι,
ο Βασίλης ο κουμπάρος της Μηλιώς πηγέ φαντάρος.

Να το κρύψη κάνει αγώνα πως εγέννησε η Παγώνα
και το κάθε νταλαβέρι η Μαγδάλω θα το ξέρει.

Είναι πάντα προκομμένη στις γειτόνισσες πηγαίνει
και τους λέγει τα μαντάτα για τα έρημα τα νιάτα.

Κι έτσι η κυρά Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο
μες στους δρόμους πάντα τρέχει και για όλα πέρα βρέχει".


Μαγδαληνή Μ. said...


Κάτι ακόμη;
Κάποιος άλλος;
(Τέτοιο γλέντι!!! Που να διάβαζα και την τριλογία της Αβάνας...)