Friday, September 04, 2015

“Η χοντρομπαλού” του Γκυ ντε Μωπασάν


Τα στερεότυπα των καθωσπρέπει, που τελικά αποδεικνύονται εθελόδουλοι, και των “ανήθικων”, που εν τέλει σηκώνουν ανάστημα, σπάνε από ένα συγγραφέα, που τα εντοπίζει και τα αναδεικνύει σε κοινωνίες, όπως η γαλλική του 19ου αιώνα που έχει παράδοση στην αριστοκρατία και στις “κόσμιες” ιδέες-της.


Guy de Maupassant
“Boule de suif”
1880

Γκυ ντε Μωπασάν
“Η χοντρομπαλού”
μετ. Α. Τσακνιά
εκδόσεις Κίχλη
2014
 


            Μια άμαξα με σαφώς ταξική και ηθική διαίρεση κατευθύνεται σε καιρό πολέμου από τη Ρεν στη Χάβρη. Ενώ η Γαλλία ηττάται από τους Πρώσους, μια ομάδα δέκα Γάλλων προσπαθεί να διαφύγει με μια άμαξα, όπου βρίσκονται τρία ζευγάρια ευγενών, δύο μοναχές και ένα ζεύγος αμφιβόλου ηθικής. Στο τελευταίο συγκαταλέγεται και η επονομαζόμενη “Χοντρομπαλού”, μια αφράτη πόρνη, που προκαλεί μόνο και μόνο με την παρουσία-της τα ήθη της μικρής παρέας.
            Ο Μωπασάν ξεκινά κατευθείαν να δηλώσει τα στερεότυπά-του σε μια κοινωνία που γνωρίζει τι σημαίνει αριστοκρατία και τι πλέμπα, τι ηθικός και καθωσπρέπει και τι όχι, τι πατριώτης και τι απολίτικος. Οι έξι πλούσιοι της συντροφιάς αντιπροσωπεύουν εθιμικώ και κληρονομικώ δικαιώματι την αφρόκρεμα της γαλλικής κοινωνίας, που παράγουν, προσφέρουν στον τόπο, ξέρουν να σέβονται, τιμούν τον πολιτισμό, είναι αστοί που στηρίζουν με την παρουσία-τους τη χώρα. Οι δύο μοναχές είναι a priori ηθικές, εκπροσωπούν τον Θεό, την αρετή και την τάξη, έχουν ταχθεί με το ράσο-τους στο πλευρό του δικαίου. Και σ’ αυτή την τελειότητα παρεισφρέουν δυο παρείσακτοι, ο λαϊκός Κορνιντέ και η εξώλης και προώλης Χοντρομπαλού.
            Πριν ξαναγυρίσω στη γραφή του Μωπασάν, ας θυμηθούμε ότι η ηρωίδα πόρνη κουβαλά όλη την παράδοση των λιμπερτίνων ελευθερίων ηθών συγγραφέων που κατέκλυσαν τη Γαλλία τον 17ο και 18ο αιώνα με πορνογραφικά κείμενα. Παράλληλα, η “Νανά” του Εμίλ Ζολά κυκλοφορεί την ίδια χρονιά, το 1880, δείγμα ότι πολλά κοινωνικά δεδομένα για την ηθική και την εξωτερική ευπρέπεια διαρρηγνύονται και οι συγγραφείς προσπαθούν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μιας πουριτανικής κοινωνίας, που μένει πολλές φορές στο “φαίνεσθαι” και όχι στο “είναι”.
            Επιστρέφω στο ίδιο το έργο. Η Ελισαμπέτ Ροσσέ (η Χοντρομπαλού) αποδεικνύεται πολύ πιο τίμια, πιο ανιδιοτελής και πιο πατριώτισσα από τους υπόλοιπους “στυλοβάτες” του γαλλικού έθνους. Προνοεί να έχει μαζί-της φαγητό, φέρεται κόσμια και καθωσπρέπει και κυρίως αρνείται να κοιμηθεί με τον Πρώσο αξιωματικό που της το ζητά, με αντάλλαγμα να αφήσει όλη την παρέα να φύγουν από το ξενοδοχείο που έχουν εν τω μεταξύ καταλύσει.
            Το δίλημμα που τίθεται είναι να ενδώσει η ηρωίδα στον ξένο και να ξεπουλήσει αυτό που ούτως ή άλλως ξεπουλούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή ή να μείνει ανυποχώρητη, δείχνοντας ενεργά την αντίστασή-της στους εισβολείς της πατρίδας-της. Το ερώτημα είναι διαχρονικό. Τι υποχωρήσεις μπορεί κανείς να κάνει; Πότε είναι ξεπούλημα της ηθικής του; Ποιος είναι πιο τίμιος, η πόρνη ή ο αριστοκράτης; Πότε η ιδιοτέλεια γέρνει την πλάστιγγα και πότε η αξιοπρέπεια; Τα ερωτήματα αυτά έγιναν πολύ επίκαιρα στους δύσκολους διπολικούς καιρούς που ζούμε και δείχνουν ότι η λογοτεχνία στηρίζει περισσότερο μια αντίσταση στην όποια εξουσία παρά μια ντροπιαστική υποδούλωση.
            Το σημαντικό όμως δεν είναι το ίδιο το δίλημμα και τι απάντηση έδωσε η Ελισαμπέτ, αλλά πώς οι υπόλοιποι πίεσαν προς την κατεύθυνση που τους συνέφερε και συνάμα θεωρούσαν ντροπή μια τέτοια συμπεριφορά. Η υποκρισία-τους αγαπά την αμαρτία αλλά δεν αγαπά τον αμαρτωλό. Η φαρισαϊκή-τους στάση, σε αντίθεση με τη χριστιανική συγκατάνευση στον αμαρτωλό, είναι τόσο μεγάλη, τόσο των αριστοκρατών που δεν μπορούν να συγχρωτίζονται ποταπούς όσο και των μοναχών που αγαπάνε μόνο θεωρητικά. Το τέλος της νουβέλας είναι συγκινητικό και μαζί εξοργιστικό προς μια κοινωνία που τσαλαπατά ιδιοτελώς προσωπικότητες και ταυτόχρονα πλένει τα χέρια-της σαν Πόντιος Πιλάτος για ό,τι κακό η ίδια προκάλεσε.
            Εξαιρετικό κείμενο κοινωνικής και πολιτικής κουλτούρας.

[Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 21/7/2015. Εδώ στολίζεται με εικόνες που δανείστηκα από: www.dailymail.co.uk, westerncivguides.umwblogs.org, www.pinterest.com, www.notrecinema.com και en.wikipedia.org. Ο πίνακας στο τέλος της ανάρτησης είναι η "Η Μαρία Αντουανέτα παίζει την άρπα" του Jean-Baptiste Gautier Dagoty]

Πατριάρχης Φώτιος

7 comments:

To love life for what it is said...

Ω, κι άλλο ενδιαφέρον βιβλίο για να προστεθεί στα "προσεχώς" μου! :-)

Μαραμπού said...

Καλησπέρα Φώτιε! Καλώς μας ήρθες!

Πολύ καλογραμμένη η σημερινή σου ανάρτηση, την κρίνω εξαιρετική. Ο Γκυ ντε Μωπασάν είναι ο αγαπημένος μου διηγηματογράφος. Ασύλληπτη κοινωνική ευαισθησία (και κατ' επέκταση πολιτική) και πρότυπη λογοτεχνική γραφή! Τα μυθιστορήματά του αν και ακολουθούν τις ίδιες θεματικές, τα θεωρώ υποδεέστερα και κάπως βαρετά. Τα διηγήματά του όμως είναι αιχμηρότατα και άρτια δείγματα μιας λογοτεχνίας αιχμής!

Επίτρεψέ μου να σου πω από εδώ, το πολιτικό βιβλίο του θερινού σου κουίζ. Αν και η ανάρτησή σου μπορεί να περικλείσει χιλιάδες βιβλία, ακόμα και εκείνα με το ελάχιστο πολιτικό ίχνος, εγώ θα σου προτείνω ένα που διάβασα το καλοκαίρι και το απόλαυσα πολύ. Ήταν η "Λώρα, η τελευταία των Μαρξ" της Ζέφης Κόλια (το είχα τσεκάρει από την θερμή κριτική του Λιμπρόφιλο. Ίσως να έχεις γράψει και εσύ γι' αυτό, δεν το έψαξα), μια θαυμάσια μυθιστορηματική βιογραφία του ζεύγους Λαφάργκ (Πωλ Λαφάργκ και Λώρας Μαρξ, η τελευταία κόρη του Καρλ Μαρξ) που εξίστορεί τις τρεις τελευταίες μέρες πριν την κοινή τους αυτοκτονία. Γίνεται λόγος για την εποχή που γέννησε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, την γιγάντωση του σοσιαλιστικού κινήματος, τις διαψεύσεις, τους αγώνες, τις αυταπάτες. Παράλληλα, ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ζωή του Κάρλ Μαρξ με την σκληρή μοίρα (που έβλεπε τα παιδιά του να πεθαίνουν το ένα πίσω από το άλλο), με τις κοινωνικές/οικονομικές/πολιτικές συνθήκες της εποχής και μέσω γλαφυρών πορτρέτων των τόπων εξορίας του. Επίσης, η Λώρα είναι ένας αξέχαστος (δεύτερος ρόλος, όπως θα λέγαμε κινηματογραφικά) μυθιστορηματικός χαρακτήρας πλάι στον πρωταγωνιστικό (λόγω της συνεχούς δράσης του) Πωλ. Θαυμάσια μελέτη με βάθος και ταλέντο.

Σε γενικές γραμμές όμως, πέρα από αυτό το μεμονωμένο παράδειγμα, η πολιτική λογοτεχνία που με τραβάει είναι η συγκαλυμμένη. Τελευταίο παράδειγμα τέτοιας, ήταν μέσα στα βιβλία του Τόμας Πύντσον (θα μάθεις λεπτομέρειες τις επόμενες μέρες). Για μένα όμως, η πιο αξεπέραστη πολιτική λογοτεχνία είναι εκείνη του Κάφκα που ανατέμνει με οξυδέρκεια όλη την ραχοκοκαλιά της Εξουσίας, μαζί και τα μικρούτσικα γλοιώδη ποδαράκια της!! Ας μην φλυαρήσω άλλο.

Ρόζα said...

Εδώ πέρασε το συριζέλ, Φώτιε μωρό μου, τι να μας πει ο Μωπασάν...

Πάπισσα Ιωάννα said...

To love life for what it is,
ναι, είναι ένα κλασικό που δεν είναι σκονισμένο,
είναι επίκαιρο, είναι βεβαίως κομμάτι μιας άλλης εποχής, αλλά συνάμα φρέσκο.
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μαραμπού,
όντως να μην επεκταθούμε, αφού όλη η συζήτηση για την πολιτική λογοτεχνία έγινε (όσο έγινε) στην προηγούμενη ανάρτηση.
Βεβαίως, ο Μωπασάν μάς δίνει ένα καλό δείγμα κοινωνικοπολιτικών προβληματισμών
και συνεχίζει όσα είπαμε προηγουμένως.
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ρόζα,
η Ιστορία (και η λογοτεχνία) διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν διδάσκεται από την ιστορία.
Π.Φ.

Ρόζα said...

Το κακό είναι ότι ο άνθρωπος διδάσκεται να διδάσκεται.
Σε φιλώ.