Η μεγάλη ρωσική λογοτεχνία του 19ου
αιώνα συνεχίζεται και στον 20ό με έργα που δεν είναι πολύ γνωστά, με συγγραφείς
που ξέφυγαν από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, όπως ο Γκαζντάνοφ που έφυγε νωρίς
για τη Γαλλία και εκεί έγραψε στα ρώσικα τα κείμενά-του.
Μαύρος καφές:
Гайто́ Ива́нович Газда́нов
“Призрак Александра Волфа”
1947-1948
Γκαϊτό Γκαζντάνοφ
“Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ”
μετ. Ε. Μπακοπούλου
εκδόσεις Αντίποδες
2015
|
Μια
εξαιρετική ιδέα, που φαίνεται τόσο αληθινή σαν να είναι πραγματική, δίνει το
εναρκτήριο πυρ για να ξεκινήσει το μικρό αυτό μυθιστόρημα. Ο νεαρός πρωταγωνιστής θυμάται όταν πυροβόλησε θανάσιμα, κατά τη
διάρκεια του ρωσικού Εμφυλίου πολέμου του 1917, έναν ιππέα και του πήρε το άλογο.
Χρόνια αργότερα ανακαλύπτει, καθώς ζει στο Παρίσι, ένα διήγημα του Αλεξάντρ
Βολφ, Άγγλου συγγραφέα, που αναφέρεται ακριβώς στο ίδιο περιστατικό από την
πλευρά του νεκρού. Αναζητεί λοιπόν τον άφαντο διηγηματογράφο, για να μάθει πιο
λεπτομερείς πληροφορίες, και σ’ αυτή-του την προσπάθεια συναντά διάφορους
Ρώσους της εμιγκράτσια που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα μ’ αυτόν.
Το
ενδιαφέρον και ελκυστικό ξεκίνημα δίνει τη θέση-του σε μια άρτια περιγραφή του αγώνα πυγμαχίας μεταξύ ενός
Γάλλου και ενός Αμερικανού (καθότι ο ήρωας είναι δημοσιογράφος στο Παρίσι)
και την αφήγηση του έρωτά-του με τη Γιελένα Νικολάγιεβνα, Ρωσίδα της γαλλικής
πρωτεύουσας. Ο αναγνώστης, παρόλο που αναγνωρίζει συγγραφική δεινότητα σ’ αυτές
τις στροφές του δρόμου, νιώθει συνεχώς ότι αυτές οι παρεκβάσεις κάποτε θα
κλείσουν και θα ξαναβρεθεί αντιμέτωπος με το αρχικό, υπαρξιακό ζήτημα.
Περιμένει πότε θα εμφανιστεί ο Αλεξάντρ Βολφ…
Κι
όντως η εξέλιξη της ανάγνωσης ολοκληρώνει και εν μέρει απαντά στα εξής
ερωτήματα, που είναι καθοριστικά για την κατανόηση και αξιολόγηση του
μυθιστορήματος:
1. Τι πραγματικά συνέβη εκείνη τη μέρα
του φόνου και πώς βρίσκεται ζωντανός ο Βολφ;
2. Πώς ένα τέτοιο συνταρακτικό γεγονός
μετέτρεψε έναν τυχοδιώκτη σε συγγραφέα;
3. Ποια η συμβολή της μοίρας στην
ανθρώπινη ζωή;
Το έργο από ενδιαφέρον ανάγνωσμα μετατρέπεται σταδιακά σε
μυθιστόρημα ιδέων,
καθώς η επανασυνάντηση αφηγητή και Βολφ προκαλεί αλυσιδωτές εξελίξεις, κυρίως
σε επίπεδο φιλοσοφικής θέασης της ζωής. Ας τις δούμε βήμα βήμα:
Ως προς το πρώτο ερώτημα,
η ιστορία εξελίσσεται με ομαλό τρόπο, χωρίς αδιέξοδα κυνήγια και μάταιες
αναζητήσεις. Ο ήρωάς-μας συναντά τελικά
τον ίδιο τον Βολφ και του αποκαλύπτει ποιος είναι, ενώ ο Βολφ αποδεικνύεται
πλέον ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος, που έμαθε από τον παρ’ ολίγο θάνατό-του.
Γλίτωσε βαριά τραυματίας, παρόλο που ο αφηγητής είχε πιστέψει απόλυτα ότι ήταν
νεκρός, σώθηκε από τους φίλους-του και κατέφυγε εντέλει στην Ευρώπη και πιο
συγκεκριμένα στο Λονδίνο. Ο θάνατός-του ήταν λοιπόν μια αυταπάτη…
Ως προς το δεύτερο
ερώτημα, η σημασία-του μέσα στο βιβλίο είναι δευτερεύουσα αλλά μπορεί κανείς να
πει ότι μια συγκλονιστική εμπειρία
αλλάζει τη ροή της ζωής, ανατρέπει βεβαιότητες και μπορεί να στρέψει τον
άνθρωπο σε μια νέα αρχή, μια συγγραφική απόπειρα και σε μια καλλιτεχνική
αναζήτηση.
Στο τελευταίο ερώτημα
συμπυκνώνεται όλο το νόημα του έργου, όπου οι απαντήσεις δεν είναι τόσο ρητές
και γι’ αυτό η διασταύρωση του αναγνώστη με τα ερωτήματα αυτά γεννά και το
πραγματικό ενδιαφέρον για το κείμενο. Ο
Βολφ, επειδή έφτασε στο χείλος του θανάτου αλλά δεν πέθανε, άλλαξε τρόπο σκέψης
και ζωής, συνάντησε τη μοίρα και την απέφυγε, φιλοσόφησε πάνω σ’ αυτήν και
έφτιαξε, σύμφωνα με τα λόγια του αφηγητή, μια “ιδιότυπη φιλοσοφία”. Από την
άλλη, ο δημοσιογράφος της ιστορίας-μας δεν ξεπέρασε ποτέ το γεγονός και πάντα
αναρωτιόταν, τώρα πια πιο φιλοσοφημένα, τι θα γινόταν αν τον σκότωνε ο άλλος,
τι αν τον σκότωνε αυτός, όπως μέχρι τώρα πίστευε. Η μοίρα και η τύχη καθορίζουν τη ζωή-μας κι εμείς χορεύουμε με βάση τον
ρυθμό στον οποίο μας παίζουν.
Αυτή είναι η βασική θέση
τουλάχιστον του Βολφ κι ο Γκαζντάνοφ τη θέτει στο τραπέζι για να τη σκεφτούμε. Η
κατάληξη του έργου την επιβεβαιώνει, αφού ο άνθρωπος μπορεί γλιτώσει τη
μοίρα-του περιστασιακά αλλά τελικά αυτή θα τον βρει.
Το έργο διατηρεί την
καλογραμμένη υφή-του σε όλο-του το μήκος, στηρίζεται ώρες ώρες στην υποβλητική-του ατμόσφαιρα, απηχεί Πόε,
όπως επισημαίνει ο Αστερίου στο επίμετρό-του, συνδυάζει μυστήριο και φιλοσοφία, εφαρμόζει όσα λέγονται με λόγια και
παραβολές στην ίδια την υπόθεση… Το διάβασα με ενδιαφέρον και με νοητική
διέγερση, ακόμα και στις παρεκβάσεις ήλπιζα (και δεν διαψεύστηκα) ότι θα
γυρίσει στη βασική κοίτη, με έπεισε ότι έχει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και
αποζημιώθηκα διττά, αφηγηματικά και φιλοσοφικά, ασχέτως αν πιστεύω σ’ αυτήν τη
μοίρα που προβάλλει ο Γκαζντάνοφ.
Άξιο!
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 16/7/2015
στον ιστότοπο In2life και εδώ αναδημοσιεύεται στολισμένο με φωτογραφίες που αντλήθηκαν από: www.pinterest.com (οι δύο πρώτες), www.aviapress.com, www.dailymail.co.uk, www.pinterest.com και www.taxi-library.org]
Πατριάρχης Φώτιος
5 comments:
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο,
όσα σχόλια κι αν μου σβήνεις...
Ρόζα,
τελικά είχες δίκιο.
Ξανακοιτάζοντας όσα έχω γράψει πρέπει να προσθέσω μερικές σκέψεις, και με βάση όσα εσύ επισημαίνεις:
1. "Η νουβέλα του Γκαζντάνοφ, γραμμένη με αριστοτεχνικό ύφος κινείται σ' αυτό το δυσδιάκριτο όριο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ρεαλισμού και φαντασιακού" (http://librofilo.blogspot.gr/2015/09/blog-post_14.html)
2."Η ατμόσφαιρα είναι εκπληκτική, αυθεντική νουάρ κι όχι αναπαράσταση" (http://diavazontas.blogspot.gr/2015/09/gaito-gazdanov.html)
Διαβάζοντας τα σχόλια τόσο τα δικά-σου όσο και άλλων ιστολόγων,
συνειδητοποιώ ότι η μαγεία του βιβλίου, αυτή που υποστηρίζει την ιδεολογία-του περί μοίρας,
έγκειται στην αφήγηση που δεν αφήνει τον αναγνώστη να ησυχάσει.
Π.Φ.
Πατριάρχη τα σέβη μου
Έχω την εντύπωση ότι το βιβλίο θα ήταν πιο δυνατό με τις μισές σελίδες
οι παρεκβάσεις του περιέχουν πολλές λεπτομέρειες που δεν προσφέρουν τίποτα και κουράζουν- ο αναγνώστης βιάζεται να ξαναγυρίσει στην κυρίως υπόθεση (κάτι που δεν συμβαίνει στον Προυστ)
Γενικά πολλές φράσεις του είναι "αναμενόμενες"- διαβάζεις και ξέρεις τι περίπου θα πει αμέσως μετά.
Προσωπικά μου θύμισε Ναμπόκοφ αλλά χωρίς την πνευματώδη λάμψη και το fun!
Χρήστος
Για αρχή σου συνιστώ βαλεριάνα
και κάνα ουίσκι πότε πότε ή όποιο
ισοδύναμο προτιμάς.
Μετά βλέπουμε...
Χρήστο,
όντως το μεσαίο τμήμα για το μποξ και η έκταση που κατέλαβε
φαίνονται περιττό παραγέμισμα.
Αυτή η σκέψη πέρασε κι εμένα από το μυαλό-μου,
αλλά εκ των υστέρων.
Όταν το διάβαζα, ένιωθα ότι "συγχωρείται" μια τέτοια παρέκβαση,
αφού ήδη έχει πετύχει να μας καθηλώσει στην αναμενόμενη επιστροφή στο μοιραίο.
Καλημέρα
Π.Φ.
Post a Comment