Thursday, May 30, 2013

“Ο μεγάλος Γκάτσμπυ” του Francis Scott Fitzgerald

Όταν η Αμερική περνά στη μοντέρνα εποχή, ο Φίτζεραλντ σκέφτεται ρομαντικά και έτσι στήνει έναν ήρωα με διπλής κατεύθυνσης χαρακτηριστικά: αφενός την οικονομική άνοδο της κοινωνίας και αφετέρου την ιδεαλιστική πίστη στον νεανικό έρωτα. 
 
 
Αμερικάνικος με γεύση κάστανο:
Francis Scott Fitzgerald
“The Great Gatsby”
1925
Ο μεγάλος Γκάτσμπυ
μετ. Ά. Μπερλής
εκδόσεις Άγρα
2012

            Καταρχάς, το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Γενικότερα ο μεσοπόλεμος χαρακτηρίζεται παγκοσμίως από την καθοριστική επίδραση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που άλλαξε τη νοοτροπία της ανθρωπότητας και στιγμάτισε τη λογοτεχνία της εποχής. Η Αμερική δεν θίχτηκε ιδιαίτερα από αυτόν και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’20 ζει μια οικονομική ευμάρεια που δημιουργεί το μεγάλο Αμερικάνικο Όνειρο. Είναι η περίοδος που ατομικιστικά χτίζεται η προσωπική προβολή και η επίτευξη των κοινωνικών στόχων κάθε ανθρώπου. Παράλληλα, όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια πριν από το μεγάλο Κραχ του 1929, όταν αυτή η άνθιση αποδεικνύεται φούσκα και καταρρέει εν μία νυκτί.
            Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο Γκάτσμπυ είναι ένας υβριδικός και ενδιαφέρων χαρακτήρας. Από τη μία, ενσαρκώνει το Αμερικάνικο όνειρο, αφού με την επιστροφή-του από τον πόλεμο το 1919 καταφέρνει σε τρία χρόνια να αναρριχηθεί κοινωνικά, να πλουτίσει έστω και παράνομα και τώρα να ζει σε μια έπαυλη, όπου συγκεντρώνονται καθημερινά πολυάριθμοι επισκέπτες, καλεσμένοι ή απρόσκλητοι, συνήθως επώνυμοι, που προβάλλουν την καλή ζωή, τις επιχειρήσεις, τη τζαζ μουσική, τα κοκτέιλ κ.ο.κ. Από την άλλη, ο Γκάτσμπυ είναι ένας ρομαντικός ήρωας, σαν να επιστρέφει ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα από την πίσω πόρτα. Πριν τον πόλεμο αγαπούσε τη Νταίζυ, η οποία παντρεύτηκε εν τω μεταξύ τον πολίστα Τομ Μπιουκάναν. Ο Γκάτσμπυ όμως εξακολουθεί να την αγαπά και, τώρα που έγινε κάποιος, αποφασίζει να την διεκδικήσει.
            Δεν θα σταθώ τόσο στον λυρισμό του έργου, που προβάλλει ανάμεσα σε άλλα στην εξαιρετική εισαγωγή-του ο Άρης Μπερλής. Ούτε στην ανδρική ματιά που εξουσιάζει το μυθιστόρημα, ούτε τη θεατρικότητα του έργου που διαπερνάται από ζωντανούς διαλόγους και ολοκληρωμένες σκηνές, με τη δραματική έννοια, ούτε στο τραγικό τέλος του πρωταγωνιστή ο οποίος έζησε και πέθανε ρομαντικά. Όλα αυτά αξίζουν και χαρίζουν στην ανάγνωση όπως και στην παρακολούθηση των ταινιών που βγήκαν η πρώτη το 1974 (σκηνοθέτης: Jack Clayton, σενάριο: Francis Ford Coppola, παίζουν: Robert Redford, Mia Farrow, Bruce Dern) και η δεύτερη φέτος (σκηνοθέτης: Baz Luhrmann, σενάριο: Baz Luhrmann, Craig Pearce, παίζουν: Leonardo DiCaprio, Carey Mulligan, Joel Edgerton).
            Θα σταθώ λίγο σε ένα αφηγηματικό τέχνασμα που λειτουργεί διεγερτικά, τουλάχιστον της περιέργειας του αναγνώστη. Το έργο ξεκινά από τον Νικ Κάραγουεϋ, που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας, ο οποίος τολμά να φύγει από τη Δύση και να αναζητήσει το μέλλον του στην Ανατολή και συγκεκριμένα στο Ουέστ Ένγκ. Αφενός, λοιπόν, η κάμερα εστιάζει για εβδομήντα σελίδες στον Κάραγουεϋ, αφετέρου –και λόγω τίτλου- περιμένουμε να εμφανιστεί ο πρωταγωνιστής που στην αρχή προσεγγίζεται μέσω των φημών που τον ακολουθούν. Έπειτα, βλέπουμε να μπαίνει στο πλάνο η Νταίζυ και ο άντρας-της, ενώ ο ίδιος ο Γκάτσμπυ εισβάλλει στη ζωή του αφηγητή παρακαλώντας-τον να τον βοηθήσει να συναντήσει την αγαπημένη-του.
            Ο κλασικός πλέον Γκάτσμπυ δεν διαβάζεται –ευτυχώς- με μουσειακό τρόπο, επειδή αναπλάθει μια εποχή και καταδεικνύει το αμερικανικό θαύμα. Διαβάζεται ως το πορτρέτο ενός άνδρα, ρομαντικού (ανίσχυρου) και ισχυρού μαζί, που ζει αυτό το θαύμα αλλά κυνηγάει περισσότερο τη δική-του ευτυχία.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 16/5/2013. Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από τις δύο ταινίες ενώ η φωτογραφία κορυφής από το www.mazelmoments.com]
            Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 28, 2013

“Σε βρίσκει η ποίηση” του Τίτου Πατρίκιου

Εκεί που έχεις αποφασίσει ότι δεν θα διαβάζεις στίχους, σε βρίσκει η ποίηση. Σε περιμένει στη γωνία, σε ξαφνιάζει στον δρόμο, σε συναντά στην παρέα, σε ξυπνά μέσα στο όνειρό-σου. Εσύ σφυρίζεις αμέριμνος, αλλά στην Ελλάδα, σε μια χώρα που δεν έπαψε να γράφει ποίηση ούτε έναν αιώνα από την εποχή του Ομήρου (όπως είπε ο Ελύτης), η ποίηση θα σε συναντήσει εκόντα άκοντα. 
 
 
Affogato:
Τίτος Πατρίκιος
“Σε βρίσκει η ποίηση”
εκδόσεις Κίχλη
2013 

            Μια ποιητική συλλογή θέλει κότσια όχι μόνο να γραφτεί αλλά και να διαβαστεί. Εξαιτίας της πυκνότητάς-της, της περιεκτικής γραφής-της που δεν αφήνει τίποτα περιττό να παρεισφρήσει, και της μεστής σε σημαινόμενα φρασεολογίας-της, θέλει επιμονή και υπομονή από τον αναγνώστη να ανέβει σιγά σιγά την ανηφόρα-της.
            Ο Πατρίκιος είναι από τις πιο εμβληματικές ποιητικές φυσιογνωμίες που ζουν ακόμα, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, μαζί με τους αναχωρήσαντες Μανόλη Αναγνωστάκη, Άρη Αλεξάνδρου, Τάσο Λειβαδίτη κ.ο.κ. Εξέφραζε τον αριστερό λόγο, στη ζωή και στο χαρτί, και στράτευσε την ποίησή-του σε μια κοινωνική αποστολή που δεν κοιτάζει μόνο τα του οίκου-της.
            Η παρούσα ολιγοσέλιδη σύνθεση αποτελείται από εννιά ενότητες, όπου κατακλείδα τίθεται απαράλλακτη η φράση “Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση”. Το απρόοπτο της σύνταξης, όπου το υποκείμενο δεν είναι ο άνθρωπος αλλά η ποίηση, με άλλα λόγια δεν πάει ο ποιητής σ’ αυτήν, δεν την επιδιώκει, δεν την κυνηγά, δεν κάθεται με σύστημα να την ψαρέψει, εξηγεί πόσο ελεύθερη είναι η ίδια η ποίηση, η έμπνευση, να κινείται αδόκητα και επιπλέον ότι έρχεται στον ευεπίφορο δέκτη όταν δεν την περιμένει και δεν τη ζορίζει. Η ποίηση σαν θεία επιφοίτηση, σαν αυθόρμητος προσκεκλημένος, σαν αυτόβουλος απεσταλμένος εμφανίζεται εκεί που δεν το περιμένεις, αλλά συνάμα κι εκεί που τη χρειάζεσαι, για να καταλάβεις τον εαυτό-σου ή τον κόσμο.
            Η ποίηση, λοιπόν, βρίσκει τον άνθρωπο εκεί που σκέφτεται και ξανασκέφτεται τα πράγματα, καθημερινά και πεπαλαιωμένα, που γέμισαν τη ζωή-του, εκεί που διερευνά την ταυτότητά-του και κυρίως τη σχέση-του με τους άλλους (πόσο τους δέχτηκε ή πόσο τους έκλεισε απ’ έξω), εκεί που αναθεωρεί τον τρόπο με τον οποίο ερωτεύτηκε, άλλοτε εγωιστικά/ηδονοθηρικά κι άλλοτε απλόχερα, εκεί που προβαίνει σε καταβυθίσεις αυτογνωσίας, οι οποίες αποδεικνύουν μια μύχια ενοχή κάτω από την επιφανειακή αθωότητα, εκεί που στοχάζεται τη μοναξιά αλλά κυρίως τη δυνατότητα συλλογικότητας και αλληλεγγύης, εκεί που αναλογίζεται τοπία και τόπους της μνήμης και της νοσταλγίας, εκεί που ζει την καθημερινότητα με τις μικροπρέπειες και τα χαμηλά οράματα, τις γκρίνιες και τις χαρές-της, σε όλα αυτά λοιπόν τα εκεί έρχεται η ποίηση σαν ζητιάνα και σαν πορνοστάρ, σαν αμαζόνα και σαν παρθένα, σαν διευθύντρια αναμορφωτηρίου και σαν ερωμένη…
            Κι η τελευταία φράση που παραλλάσσει το ρεφραίν είναι ενδεικτική του ότι η ποίηση δεν έρχεται μόνο στους ποιητές αλλά στον καθένα «Εκεί απάνω η ποίηση βρίσκει τον καθένα-μας». Η ποιητική σύνθεση του Πατρίκιου δεν είναι απλώς αυτοαναφορική, δεν ορθώνει στίχους ποιητικής σαν αυτεπίγνωση του ποιητή, αλλά περισσότερο τονίζει τον ρόλο-της και τη μαγεία της ποίησης για τον αναγνώστη, τον απλό άνθρωπο που δεν γράφει αλλά στοχάζεται ποιητικά σε μια πεζή πραγματικότητα. Παρόλο που ακολουθεί πεπατημένα μονοπάτια (που ο ίδιος τα κατασκεύασε σταδιακά μέσα στο ποίημα, αλλά κι ο ίδιος τα ακολουθεί χωρίς αιφνιδιασμούς) και μερικές φορές η αφηγηματικότητά-της κάνει κοιλιά, κρατάει έναν σταθερό ρυθμό που δίνει σε πολλούς στίχους αυτοτέλεια, ενώ συνάμα τους εντάσσει σε ένα ευρύτερο σύνολο με νομοτελειακά χαρακτηριστικά.
 
[Ο πίνακας δεξιά ανήκει στην Jean Auguste Dominique Ingres και ονομάζεται "Luigi Cherubini and the Muse of Lyric Poetry" (1842). Το υπόλοιπο υλικό αντλήθηκε από: blog.oxforddictionaries.com, blogs.sch.gr και tzagalagabugu-wall.blogspot.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, May 26, 2013

Γιατί παίρνετε τοις μετρητοίς τη λογοτεχνία;

ή Περί (αν)αντιστοιχίας λογοτεχνικής ιδεολογίας και συγγραφικής πρόθεσης

Έχω αναφερθεί κι άλλη φορά από εδώ πόσο καταστροφική είναι η παρουσία ακροδεξιών στοιχείων στην κοινωνία γενικότερα και στη Βουλή ειδικότερα. Μας πάνε πολύ πίσω και καταστρατηγούν αιώνες κατακτήσεων της ανθρωπότητας. Και προφανώς κάθε ρατσιστική συμπεριφορά που ξεσπά σε βία και σε εκφοβισμό είναι κατακριτέα.
            Σ’ αυτό το ζήτημα ο Ιός της “Εφημερίδα των συντακτώντου Σαββάτου 25/5/2013 επιτίθεται σε μεθόδους βίας, απειλών, κρυφών επιθέσεων υπό το σκότος της νύχτας, αποστολές εξόντωσης μεταναστών που θυμίζουν την Κρυπτεία των αρχαίων Σπαρτιατών εναντίον των Ειλώτων. Ως εδώ καλά, και μάλιστα η σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, όπως γίνεται σ’ αυτό το σημείο, είναι άκρως πετυχημένη. Η στρατοκεντρική κοινωνία της Σπάρτης λειτουργούσε με έναν τρόπο που σήμερα θα θεωρούνταν ρατσιστικός, ξενοφοβικός και φυλετικά προστατευτικός. Και ο Ιός, για να αποδείξει το όλο του σκεπτικό, επιτίθεται εναντίον του γ.γ. Μπαλτάκου, που αρνήθηκε να συζητήσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
            Πού ξεκινά το πρόβλημα; Όχι φυσικά στην ανάγκη προστασίας Ελλήνων και ξένων από τη ρατσιστική βία και ομαλοποίησης της συλλογικής ζωής, που διασαλεύεται από κοινωνικούς χούλιγκαν. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι για να αποδειχθεί το ποιόν, το όποιο ποιόν του Μπαλτάκου, αναζητούνται αναφορές στο λογοτεχνικό-του έργο, όπως “Ο θάνατος του Εφιάλτη” (2007) και οι “Ερμοκοπίδες” (2011). Εκεί η θεσμός της κρυπτείας προβάλλεται ως βασικός άξονας της παρασκηνιακής πολιτικής της Σπάρτης.
            Και η έντονη αντίρρησή-μου είναι το κατά πόσο ένα λογοτεχνικό έργο είναι αποδεικτικό στοιχείο του τρόπου σκέψης και ζωής του συγγραφέα. Όσοι ασχολούνται με το βιβλίο ξέρουν πλέον ότι το λογοτεχνικό κείμενο εμπεριέχει ιδέες που πολλές φορές δεν ταυτίζονται με αυτές του δημιουργού. Αν δεν κάνω λάθος, ο Φλωμπέρ, όταν δικαζόταν για τη «Μαντάμ Μποβαρύ», είπε ότι για όσα του καταλογίζουν να ρωτήσουν την ίδια την ηρωίδα! Πολλοί άλλοι συγγραφείς μιλάνε για θέματα που δεν αποδίδουν τη δική-τους ιδεολογία, με πρόσφατο παράδειγμα που μου έρχεται στον νου τη Γιαννακάκη, η οποία στο «Σναφ» θέτει σε πρώτο πλάνο έναν ζωοκτόνο και παιδεραστή νέο.
            Μπορεί ο άνθρωπος Μπαλτάκος να είναι εξέχων επιστήμονας ή ποταπός εκβιαστής, ακραίος εθνικιστής ή ανιδιοτελής φιλάνθρωπος, υπερασπιστής των ξένων ή φοβερός ρατσιστής. Αλλά τα λογοτεχνικά-του έργα, με την όποια αξία-τους, έχουν τη δική-τους αυτόνομη υπόσταση που δεν αντανακλά ευθέως (κι αυτό είναι το όπλο της λογοτεχνίας) τον κόσμο του λογοτέχνη. Η μονοσημία που ψάχνουν σ’ αυτά όσοι τα χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά στοιχεία για το πρόσωπο του δημιουργού είναι ένα μπούμερανγκ που δεν οδηγεί πάντα σε ασφαλή συμπεράσματα.
            Δεν υποστηρίζω τον Μπαλτάκο, υποστηρίζω την ανεξαρτησία της λογοτεχνίας.
 
[Οι πίνακες είναι φυσικά του R. Magritte. Το υπόλοιπο υλικό αντλήθηκε από: suttonspartans.co.uk και www.desitin.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, May 23, 2013

“Το κουμπί και το φόρεμα” του Σωτήρη Δημητρίου

Το μικρό διήγημα πρέπει να σε κερδίσει με άλλον τρόπο και όχι με την ολοκληρωμένη δέση και λύση του θέματος. Πρέπει να σε κερδίσει με μια ανάσα… 
 
 
Καφές με λουκουμάκι:
Σωτήρης Δημητρίου
“Το κουμπί και το φόρεμα”
εκδόσεις Πατάκη
2012 

            Βρήκα ένα κουμπί κι είπα να φτιάξω ένα φόρεμα, βρήκα λίγο χαρτί κι είπα να γράψω ένα διήγημα. Κάπως έτσι προέκυψαν τα πεζογραφήματα του παρόντος τόμου, αφού όλα τους είναι μικρά, ολιγοσέλιδα, σαν μια σταγόνα μελάνι που έπεσε στο χαρτί και απλώθηκε· σαν μια αμελητέα αφορμή που έπεσε στο μυαλό του συγγραφέα και έγινε μια μικρή ιστορία.
            Τα τριάντα δύο διηγήματα λειτουργούν σαν κρίκοι σε μια αλυσίδα με κοινό χαρακτηριστικό-τους, πέρα από την έκταση, την απλή ματιά που συλλαμβάνει το καθημερινό, βεβαρημένο όμως από προϊστορία ετών, και το αποτυπώνει με την ταχύτητα ενός παραμυθιού.
            Στην ουσία, ο Δημητρίου γράφει μια συλλογή προσωπογραφιών, αφού πολλά διηγήματά-του θα μπορούσαν να τιτλοφορηθούν βάσει του κεντρικού προσώπου που στιγματίζεται με ένα βασικό γνώρισμα: “Ο πενθών γέροντας”, “Ο βολεύων επιστάτης”, “Η ευλαβής πόρνη”, “Ο τζαμπατζής καρπουζοκέφαλος”, “Το γεροντοπαλίκαρο” κ.ά. Στην ουσία πρόκειται για καθημερινές όσο και παράξενες φιγούρες, που ζουν μόνες, τραυματισμένες από ένα καθοριστικό συμβάν, και εκδηλώνουν την ιδιαιτερότητά-τους με μια φυσιολογική όσο και αναπάντεχη συμπεριφορά. Ο αναγνώστης, καθώς περπατά στον διάδρομο του βιβλίου, βλέπει πλείστα πορτρέτα ανθρώπων, οι οποίοι μαζί συνθέτουν το φωτομοντάζ της ζωής που ταλανίζεται από κάποιο αδιόρατο σαράκι.
            Πολλές από αυτές τις ιστορίες αποτελούν επιβιώσεις της νεο-ηθογραφίας, ενός είδους πεζογραφίας που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες και έρχεται να συνδέσει το κέντρο με την περιφέρεια. Ο Δημητρίου, Θεσπρωτός στην καταγωγή, όχι μόνο ανάγει τις ιστορίες-του στο ηπειρωτικό σκηνικό της Πίνδου, αλλά και ντύνει την αφήγησή-του με τις αντιλήψεις των ανθρώπων του χωριού, που εξηγούν, σχολιάζουν και κατ’ επέκταση επιτελεστικά δρουν με τα λόγια και τις απόψεις-τους. Βασικό θέμα σ’ αυτήν την επαρχιακή νοοτροπία είναι η οικογένεια και ο γάμος κι ακόμα ειδικότερα η αγαμία που καυτηριάζεται από τους απλούς χωριάτες σαν να είναι η πλέον μεγάλη ατέλεια του ανθρώπου και το μεγαλύτερο κουσούρι που κάποιος μπορεί να έχει. Κι έτσι εμφανίζεται έμμεσα η αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου της πόλης και του ανθρώπου του χωριού, χωρίς ο τελευταίος να υποβαθμίζεται σαν προγονόπληκτος και παλιομοδίτης. Η χωριάτικη γλώσσα, που δίνει μια ανοίκεια αίσθηση σε πολλά έργα του Δημητρίου, έρχεται κι εδώ να συμβάλει ενεργά στην απόδοση της ατμόσφαιρας, καθώς πλαισιώνει καίρια τις ιστορίες της υπαίθρου.
            Τα διηγήματά-του δεν στηρίζονται σε μια εξελισσόμενη υπόθεση, αλλά ακολουθούν την τεχνική των πεζογραφημάτων, όπως αυτά ξεκίνησαν από τον Γιώργο Ιωάννου και συνεχίστηκαν σε άλλους πεζογράφους της μεταπολεμικής-μας λογοτεχνίας. Εκεί, απουσιάζει η νομοτελειακή πλοκή και οι όποιες κορυφώσεις, ενώ το αισθητικό αποτέλεσμα βασίζεται στην εξομολόγηση, στο σχόλιο, στην συγκίνηση του βιώματος. Οι μικρο-ιστορίες του Δημητρίου μοιάζουν με καθημερινά στιγμιότυπα, με παραμύθια της καθημερινότητας του χωριού, με θραύσματα μιας προσωπικής και ηθογραφικής μυθολογίας. Γι’ αυτό ενίοτε φαίνονται εσωστρεφείς και αφλεγείς, αφού πριν εκραγούν έχουν ήδη εξαντληθεί, πριν δώσουν τον παροξυσμό, έχουν εκπνεύσει αδύναμες.
            Θα ξεχώριζα δύο διηγήματα εξ αυτών που ξεφεύγουν από αυτή την αφλογιστία, καθώς αφήνουν ερωτηματικά και εισάγουν τον αναγνώστη σε μια μετέωρη διφορικότητα, ενώ συνδυάζουν το άμεσο ξεδίπλωμα της υπόθεσης με τον προβληματισμό, και τη συγκίνηση με το πλανώμενο ανοικτό τέλος. Αναφέρομαι στη “Βαρβαρότητα του γένους”, όπου μια φράση άγνωστης κολυμβήτριας προκαλεί ποικίλες εκδοχές νοηματικής απόδοσης και στην “Κυρία Ουρανία”, όπου η συμβίωση αλλοδαπών και ημεδαπών γίνεται σε καθεστώς σιωπηλής συνενοχής.
            Δεν μπορώ να πω ότι τα απόλαυσα όλα, αλλά εν μέρει μπήκα στη μικρή-τους ατμόσφαιρα.
            [Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 8/5/2013. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση αντλήθηκαν από: www.ethnos.gr, on-news.gr, thesprotia-news.blogspot.com, www.tumblr.com και elitedaily.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 21, 2013

“Οι δολοφονίες του βασιλέως Γεωργίου Α΄” της Αρίστης Προυσσιώτη

Επάλληλες αναδιηγήσεις, στηριγμένες στις εφημερίδες του 1913, εκδοχές και τροπικότητες μιας δολοφονίας, φωτισμοί ενός φόνου που δεν μπόρεσε να διαλευκανθεί, ράκη διηγήσεων που καλείται ο αναγνώστης να συρράψει, αυτό είναι το πεζογράφημα της αγνώστων στοιχείων (ψευδώνυμης;) συγγραφέως. 
 
 
Μακεδονικός καφές μέτριος:
Αρίστη Προυσσιώτη
“Οι δολοφονίες του βασιλέως Γεωργίου Α΄”
εκδόσεις Μελάνι
2013 

            Η δολοφονία του βασιλιά το 1913 ήταν φυσικά μία, αλλά οι ερμηνείες της πράξης ήταν πολλές. Και ναι μεν ο δράστης ήταν γνωστός, και μάλιστα συνελήφθη πάραυτα, αλλά τα κίνητρα των πράξεών-του παρέμειναν και παραμένουν άδηλα. Κέντρο της ιστορίας είναι ο βασιλιάς της Ελλάδος Γεώργιος Α΄ και ο αγνώστου πάστας Αλέξανδρος Σχινάς. Το ίδιο θέμα ήταν ένας από τους άξονες του Ξενάριου στο μυθιστόρημά-του “Στην άκρη του κόσμου”.
            Το αφήγημα της Προυσσιώτη καταπιάνεται με τη δολοφονία, ούτε ιστορικά ούτε λογοτεχνικά. Ή, αν θέλετε, και με τους δύο τρόπους. Γράφει ένα ολιγοσέλιδο κείμενο, στο οποίο δίνει ελευθερίες στον αναγνώστη, όχι μόνο να βγάλει μόνος του το συμπέρασμα για τα αίτια του φόνου, αλλά και για το πώς θα διαβαστεί το πεζογράφημά-της. Κι αυτό γιατί κάθε σελίδα είναι χωρισμένη σε τέσσερα μέρη: 

Α
 
Β
Γ
 
Δ

Ο αναγνώστης λοιπόν μπορεί να επιλέξει ή να διαβάσει με τη σειρά ΑΒΑΒΑΒ κ.ο.κ. ή με τη σειρά ΑΓΑΓΑΓ κ.ο.κ. ή με τη σειρά ΓΔΓΔΓΔ ή με τη σειρά ΒΔΒΔΒΔ. Με άλλα λόγια τα τέσσερα τεταρτημόρια συνδέονται σαν σε σταυρόλεξο μεταξύ-τους και δίνουν το περιθώριο για τέσσερις διαφορετικές αναγνώσεις, που απλώνουν όλες τις πιθανές εκδοχές της δολοφονίας.
Κείμενα σταυρόλεξα, κείμενα που αφήνουν ελευθερίες στον αναγνώστη έχουμε πολλά και στη διεθνή και στην ελληνική πεζογραφία. Θυμίζω ενδεικτικά το “Κουτσό” του Κορτάσαρ, το “Λεξικό των Χαζάρων” του Πάβιτς, το “Ελληνικό σταυρόλεξο” του Σκάσση κ.ο.κ. Σε όλα αυτά η πολύδρομη σύνδεση των μερών ανοίγει δρόμους, στα σταυροδρόμια των οποίων ο αναγνώστης –σχεδόν διαδραστικά θα έλεγα- μπορεί να επιλέξει την αναγνωστική πορεία-του και έτσι να δώσει στην ελεύθερη δομή τη δική-του πλοκή.
Ακολουθώντας λοιπόν μια πορεία από αυτές, εγώ διάλεξα ενστικτωδώς να διαβάσω πρώτα την αριστερή στήλη ΑΓ είδα τις πιθανές ερμηνείες του φόνου να απλώνονται από την ομοφυλόφιλη φύση του Σχινά έως τις παρασκηνιακές διεργασίες της συζύγου του βασιλιά προς όφελος του γιου-της και τις εξωτερικές επεμβάσεις των Βούλγαρων ή των Γερμανών για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά-τους στη Βαλκανική. Ακόμα και η σκηνοθετημένη δολοφονία από τον ίδιο τον βασιλιά προβάλλεται ως πιθανή εκδοχή…
Αν κρίνει τώρα κανείς το κείμενο, θα σταθεί στο εύρημα που το κάνει πιο ζωντανό, αλλά γρήγορα θα το προσπεράσει, αφενός επειδή είναι δοκιμασμένο και αφετέρου επειδή η πολυσημία δεν αίρει την ιστορική-του διάσταση και δεν οδηγεί αναφανδόν σε μια ιδεολογική/λογοτεχνική σκοπιά.
[φωτογραφικό υλικό ελήφθη από: www.agiasofia.com, www.murderpedia.org και el.wikipedia.org]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, May 20, 2013

“Η χορεύτρια του Διαβόλου” του Στέφανου Δάνδολου

Ιστορίες κατασκοπίας, όχι όμως με το πολιτικό προφίλ τέτοιων μυθιστορημάτων αλλά με το ιντελεκτουέλ στυλ και τον εξωτικό-κοσμοπολίτικο διάκοσμο του πρώτου μισού του 20ού αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. 
 
 
Κοζίτο αμαρέττο:
Στέφανος Δάνδολος
“Η χορεύτρια του Διαβόλου”
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Δυο παράλληλοι ιστορικοί χρόνοι, το 1936-7, όταν ο Χίτλερ σηκώνει το ανάστημά-του, και το 1908-9, όταν οι Νεότουρκοι ανατρέπουν τον Σουλτάνο και εγκαθιδρύουν μια άλλη Τουρκία. Δυο πρωταγωνιστικά πρόσωπα, ο Τζόζεφ Φρίμαν, αμερικανός συγγραφέας που αναγκάζεται να αλλάξει όνομα και να γίνει Τζον Γκίμπονς, και η Σολάνζ Νταλμόν, χορεύτρια και κατάσκοπος, που αλλάζει κι αυτή ταυτότητα και μετατρέπεται σε Ιζαμπέλ Ταμπέρζ, ζωγράφος. Πολλές πόλεις που αποτυπώνουν το στίγμα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι κ.ο.κ.
            Το βιβλίο του Δάνδολου είναι κατά βάση έργο κατασκοπίας, όπου ποικίλοι κρυφοί και φανεροί πράκτορες κατασκοπεύουν τους μεν και τους δε τόσο στη δίνη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που μοιράζει τα πιόνια-της μεταξύ Χαμίτ και Κεμάλ, όσο και στα πρόθυρα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου οι γερμανοί κατάσκοποι συγχρωτίζονται με τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Αμερικανούς. Και φυσικά είναι πολιτικό κείμενο, αφού ο ανερχόμενος χιτλερισμός ανησυχεί την Ευρώπη, αν και η απειλή δεν είναι τόσο ορατή ούτε από όλους ούτε στο μέγεθός-της. Να μην παραλείψω εντέλει να μιλήσω για τη συγγραφική ιδιότητα του πρωταγωνιστή, που εμπλέκεται σε παιχνίδια λογοκλοπής, και χρησιμοποιεί το κύρος-του, για να είναι πιο ενεργός στα πολιτικά δούναι και λαβείν.
            Πώς χειρίζεται το θέμα ο συγγραφέας; Αφηγηματικά ξεκινά από ένα σημείο και σταδιακά απλώνει την πέννα-του σε όλο το σκηνικό της ιστορίας και του μυστηρίου. Πηγαινοέρχεται από χρονικό επίπεδο σε επίπεδο, αναζητώντας κατ’ αρχάς το μυστηριώδες πρόσωπο της Νταλμόν, που κανονικά θα έπρεπε να είχε πεθάνει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά επανεμφανίζεται απρόοπτα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 και φέρνει αναμνήσεις από έναν έρωτα-δόλωμα.
Υφολογικά, ενώ δουλεύει με καθαρές γραμμές, ξεπέφτει σε λυρικές αιωρήσεις, σε παλιομοδίτικους τρόπους γραφής, που κάνουν το έργο-του να φλερτάρει ασύστολα με το μπεστ-σέλερ και τη μαζική καταναλωτική λογοτεχνία. Είναι αυτός ο νεορομαντικός-του παλμός που τον κάνει γλυκερό και ενίοτε ναρκισσιστικό. Αυτό ενισχύεται επιπλέον από την ατμόσφαιρα ερωτισμού και κυρίως το κλίμα κοσμοπολιτισμού, που θυμίζει αρκετά το “Φιλμ νουάρ” του Δημήτρη Στεφανάκη. Ο αναγνώστης, ο εύκολος αναγνώστης, μαγεύεται από τα σαλόνια και τα ρούχα, τα πραγματικά και τα πλαστά ονόματα της εποχής, τα ξενοδοχεία και τους καθωσπρέπει τρόπους.
            Και μέσα σε όλα αυτά αναρωτιέσαι τι ανάγει ένα λογοτέχνημα από απλή απόλαυση, αν θέλεις μια εύπεπτη ιστορία και μια φαντασμαγορική εικονοπλασία, σε προηγμένη αναγνωστική ψυχαγωγία. Μα φυσικά, θα απαντήσει ο ακόρεστος εαυτός-μου, η αφηγηματική ή ιδεολογική ανατροπή, που θα ξεβολέψει το ράθυμο αναγνωστικό ‘εγώ’-μας, που θα μετατρέψει την ψυχαγωγία της ανάγνωσης σε ανακάλυψη της βαθύτερης σχέσης-μας με τα πράγματα και τον εαυτό-μας.
            Ο Δάνδολος τοιχογραφεί με πλούσια έως φαντασμαγορικά χρώματα την προπολεμική εποχή, μπερδεύει σκόπιμα ημετέρους και σφετέρους, παίζει το παιχνίδι της κατασκοπίας με έναν αφηγητή, ο οποίος –ακόμα κι αυτός- δεν είναι ξεκάθαρο με ποιους είναι, αλλά δεν τραβά τον αναγνώστη στα τάρταρα της Ιστορίας. Μια κοσμοπολίτικη υπόθεση που ίσως ταξιδεύει τους εύκολους υποδοχείς-της, αλλά δεν τους ρίχνει από την αιώρα, που τους μαγεύει με το πολύχρωμο τοπίο-της, αλλά δεν τους πετάει παγωμένο νερό να ξυπνήσουν από το νοσταλγικό όνειρό-τους.
 
[Οι φωτογραφίες που αναδεικνύουν το κλίμα της εποχής αντλήθηκαν από: www.alltoursistanbul.com, www.flickr.com, www.fashionschooldaily.com, wimvansinderen.tumblr.com και www.menstylefashion.com]
            Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, May 19, 2013

“43 & 11” της Αλίκης Αναγνωσταρά

Μπαίνεις σε μια άλλη εγκεφαλική διάσταση ως επιστήμονας ή ως λογοτέχνης, ως σκεπτόμενο άτομο ή ως δημιουργός γλώσσας και αφήγησης; Κι ο χρόνος είναι δεδομένος ή ποικίλλει στις διευθύνσεις-του; 
 
 
British coffee:
Αλίκη Αναγνωσταρά
“43 & 11”
εκδόσεις Άγκυρα
2012 

            Ο χώρος του φανταστικού προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες για νέες ιδέες και ευφυείς συλλήψεις. Εκεί ανάμεσα στο πραγματικό και το εξωπραγματικό, εκεί που η επιστήμη εντοπίζει κάτι αλλόκοτο αλλά κι αυτή σηκώνει τα χέρια ψηλά, αφού δεν μπορεί να το εξηγήσει, ξεπροβάλλει συχνά μια λογοτεχνική ιδέα, ικανή να δώσει σε ένα βιβλίο τη φαντασία εκείνη που χρειάζεται μια καλή ανάγνωση.
            Το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως αφορά ένα ατύχημα που υπέστη ο Τομ Ράιτ, διάσημος αρχιτέκτονας, εγκεφαλικός, λογοκρατούμενος, οργανωτικός όσο και πατερναλιστικός, πετυχημένος με λίγα λόγια, που διοικεί ένα γραφείο με άλλα τρία άτομα. Το ατύχημα τον κάνει να μπορεί να βλέπει σε ένα είδος φλασιάς 43 λεπτά και 11 δευτερόλεπτα μπροστά. Στην αρχή ανησυχεί, επισκέπτεται ψυχολόγο για ψυχοθεραπεία, έπειτα πηγαίνει στην Αμερική για να εξετάσει το νευρικό-του σύστημα όπου ανακαλύπτει ποικίλες πρωτόγνωρες δυνατότητες του εγκεφάλου και σταδιακά το συζητά με ανθρώπους που εμπιστεύεται προσπαθώντας να το εκλογικεύσει.
            Αυτό που κάνει για άλλη μια φορά τέτοιου είδους πρωτόλεια να “κάθονται” είναι η γλώσσα-τους που δεν έχει βλέψεις για κάτι ανώτερο. Επιτελεί τον αφηγηματικό-της σκοπό με ρηχό και άνευρο τρόπο, υπηρετεί σαν διάφανη οντότητα την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά δεν πείθει ότι έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία. Ο αναγνώστης νιώθει ότι διαβάζει εφημερίδα ή ένα κείμενο διαφημιστικού σποτ, με ανάμιξη ελληνικού κειμένου και αγγλικών τίτλων των κεφαλαίων, χωρίς όμως τη σπιρτάδα που βλέπουμε σε πολλές ελληνικές διαφημίσεις. Είναι σαν να έχουμε λόγο που θα ήθελε να παραπέμπει σε εικόνες κι ο ίδιος μένει υποτελής και άχρωμος.
            Αυτό παρασύρει και την αφήγηση σε μια επίπεδη πορεία που σπάει με εσωτερικούς διαλόγους μεταξύ του Τομ και του δαιμόνιού-του, του άλλου-του εαυτού που συνεχώς τον ελέγχει. Όμως οι εξωτερικοί διάλογοι είναι απλώς θεατρικοί, χωρίς το βάθος που θα προέκυπτε αν περιορίζονταν στα απαραίτητα. Νομίζω ότι η χημεία μεταξύ διαλόγου, αφήγησης και σκέψεων είναι αυτή που κάνει ένα κείμενο πιο βαθύ, πιο μεστό, πιο επαρκές.
            Τελικά, το πιο σημαντικό για ένα έργο επιστημονικής φαντασίας που θέλει να σέβεται τον εαυτό-του είναι το αν μπορεί να προσφέρει έναν γόνιμο προβληματισμό για τη φύση του ανθρώπου. Η Αναγνωσταρά επιχειρεί να καταδείξει την απεριόριστη δύναμη του εγκεφάλου, συχνά ερήμην της συνειδητής χρήσης-του. Εδώ βρήκα έξυπνο και φιλοσοφημένο το συμπέρασμα ενός ήρωα, με τον οποίο συζητά ο Τομ: κάθε απόφαση του ανθρώπου ενεργοποιεί μια πιθανότητα. Οι πιθανότητες με άλλα λόγια απλώνονται μπροστά-μας και εμείς επιλέγουμε από το πλήθος-τους μια από αυτές μετατρέποντάς-της σε πράξη, εφαρμόζοντας το άνυσμά-της στη ζωή-μας. Βεβαίως αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα προκαθορισμένο σύνολο πιθανοτήτων, έστω κι αν τείνει στο άπειρο, και δεν είμαστε εμείς που δημιουργούμε τις πιθανότητες επιλέγοντας τις κινήσεις-μας.
            Η έννοια του χρόνου που απασχολεί την πεζογράφο είναι ένα εύπλαστο θέμα προς πραγμάτευση, ένα θέμα δεκτικό πολλών πλοκών και ερμηνειών. Ίσως αυτή η υπαρξιακή μέχρις ενός σημείου ανησυχία της Αναγνωσταρά να γίνει στο μέλλον πηγή καλύτερου χειρισμού και να αποδώσει με γλώσσα και αφηγηματική δεινότητα καλύτερα αποτελέσματα.
 
[Ο πίνακας της κορυφής είναι του Νταλί (1931), ενώ οι υπόλοιπες φωτογραφίες αντλήθηκαν από: depositphotos.com, www.nicabm.com, www.theepochtimes.com και brettworks.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 18, 2013

Απόρριψη, σεβασμός ή αδιαφορία

Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει να διαβάσετε ένα βιβλίο, το οποίο απέχει από αυτό που θα θεωρούσατε υψηλή λογοτεχνία… Ήθελα να ’ξερα γιατί αμφιβάλλω. Αυτό είναι σίγουρο. Σίγουρο είναι επίσης το γεγονός ότι στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν μόνο άσπρα και μαύρα, αλλά και πολλά γκρίζα, τα οποία, αν και έχουν μια φωτεινότητα, αυτοχαντακώνονται από τα μελανά-τους χρώματα και τις σκοτεινές σκιές-τους.
Σ’ αυτά τα έργα, όμως, θα μπορούσατε να βρείτε κάτι ενδιαφέρον πίσω από τη γκριζάδα-τους. Ίσως εντοπίζετε κάτι καλό, ίσως ανακαλύπτετε κάτι μικρό και χαμένο στο σύνολο, κάτι ανιχνεύετε που μένει υποδόρια κάτω από την επιφάνεια του εγκεφαλικού-σας φλοιού. Ή από την άλλη δεν είναι κακός/κακή ο/η συγγραφέας, αλλά δεν μπορείτε να βρείτε τη δίοδο να φτάσετε στην καρδιά του κειμένου και έτσι αναπόφευκτα το κατατάσσετε σ’ αυτά τα έργα που δεν ανταποκρίνονται στις αναγνωστικές-σας απαιτήσεις.
            Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί κανείς εύκολα να απορρίψει το έργο, με το στιγμιαίο ένστικτο του αναγνώστη ή με επιχειρήματα στηριγμένα στο σύνολο της σύνθεσης. Μπορεί ίσως να δείξει αδιαφορία και να σταματήσει εγκαίρως το διάβασμα ή να το συνεχίζει ελπίζοντας για κάτι αναπάντεχο που θα μετουσιώσει όσα διαβάζει σε ποιότητα, αλλά τελικά ουδέποτε θα προκύψει.
            Υπάρχει και η περίπτωση να θεωρήσει κανείς τον εαυτό του μικρό κι ανώριμο ακόμα, να δείξει ταπεινοφροσύνη και να πει ότι δεν μπορεί να διεισδύσει επαρκώς στο κείμενο που έχει μπροστά-του. Έτσι, εκεί που σε μια πρώτη αντίδραση θα δείξει απόρριψη ή αδιαφορία, στέκεται συγκρατημένος και με σεβασμό σε κάτι που μπορεί να μην κατάλαβε, σε κάτι που δεν εφάπτεται της δικής-του σφαίρας, εξηγεί απλά στον εαυτό-του και στους άλλους την αμηχανία-του.
            Θα ακολουθήσουν τέτοια κείμενα, που κυμαίνονται από την ουδέτερη αδιαφορία έως την αμηχανία ή τη μετριοπαθή απόρριψη. Θα ακολουθήσουν γρήγορα, με καθημερινές αναρτήσεις, μόνο και μόνο προς τιμήν αυτού του ελάχιστου που με έκανε να μην τα παρατήσω, όπως άλλα.

{το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.goodreads.com, crimefictioncollective.blogspot.com, wordsogold.blogspot.com και www.femst.ucsb.edu}
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, May 16, 2013

Ο Alain Blottière δεν μπορεί να ξεχάσει …τον “Τόμι”

Γαλλική αντίσταση, τόσο ίδια με τη δική-μας. Και μικροί ήρωες που πεισμώνουν με τον κατακτητή και δεν διστάζουν στην απλότητά-τους να δουν το πάθος πάνω από τη ζωή-τους.
 
 
Γαλλικός καφές πικρός:
Alain Blottière
“Le Tombeau de Tommy”
Gallimard
Paris 2009
Τόμι
μετ. Αγγ. Τσέλιου
εκδόσεις Πόλις
2012

            Μια σύγχρονη τάση στο μυθιστόρημα, δείγμα της μεταμοντέρνας αισθητικής, είναι να καταγράφει όχι τα ίδια τα γεγονότα αλλά τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα ή άλλοι κώδικες σημασιοδότησης τα αποδίδουν. Αντί δηλαδή να αφηγείται, ο συγγραφέας εξηγεί πώς έγινε αφήγηση το τάδε περιστατικό και πώς μετατράπηκε σε κείμενο το δείνα επεισόδιο. Η λογοτεχνία πλέον ασχολείται με τους τρόπους αφήγησης της ιστορίας και όχι με την ίδια την ιστορία.
            Ο γάλλος συγγραφέας επιχειρεί κάτι τέτοιο με ένα ιστορικό πρόσωπο, τον δεκαεννιάχρονο Τομά Ελέκ, Εβραίο εκ Βουδαπέστης, που αναμίχθηκε ενεργά με την παρισινή αντίσταση κατά των Γερμανών και εντέλει συνελήφθη. Οι μαρτυρίες της μητέρας-του ήταν η πρώτη ύλη για να κινηματογραφήσει τη δράση του νεαρού αντιστασιακού. Επιλέγει έναν ερασιτέχνη που τον κάνει ηθοποιό, τον Γκαμπριέλ, και προσπαθεί με αληθοφάνεια, ή κάτι περισσότερο, με πιστότητα να αποδώσει την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα του 1943.
Έτσι το μυθιστόρημα κινείται σε τρία αφηγηματικά επίπεδα. Αφενός, η ίδια η ζωή του Τομά εν είδει βιογραφίας και χρονικού, που αφορά στην αντιστασιακή του δράση, στα ιστορικά γεγονότα και στα πρόσωπα με τα οποία συσχετίστηκε, τα πραγματικά τοπωνύμια και δρόμοι του Παρισιού, οι λεπτομέρειες μιας σύντομης αλλά αψείας δραστηριοποίησης. Αφετέρου, η αφήγηση των κινηματογραφικών σκηνών που ναι μεν αποτυπώνουν την ιστορική δράση, αλλά ενέχουν μια μορφή διαμεσολάβησης, είναι έργο εν κατόπτρω, είναι τεθλασμένη και σκηνοθετημένη η πραγματικότητα, είναι κινηματογραφική άποψη της όποιας πραγματικότητας. Τέλος, έχουμε ένα τρίτο επίπεδο, αυτό της σύγχρονης ζωής, έξω από τα πλάνα, όπου τόσο ο σκηνοθέτης όσο και οι ηθοποιοί με πρώτο τον Γκαμπριέλ ζουν με κέντρο τον Τομά και περιφέρονται αδιάκοπα γύρω από τον ήρωά-τους.
Το μυθιστόρημα είναι περισσότερο αφηγηματικό και λιγότερο λυρικό, αλλά αυτή η αναλογία όσο προχωράει προς το τέλος ανατρέπεται υπέρ του δεύτερου. Η συγκίνηση από έναν νέο που προτίμησε να θυσιάσει τη ζωή-του πριν προλάβει να τη ζήσει για μια πατρίδα (;), κατά της ναζιστικής βαρβαρότητας, κατά της αυταρχικότητας. Η αναζήτηση όχι μόνο των ενεργειών του Τόμι, αλλά κυρίως του ψυχισμού δεν ξέρω αν θα φαινόταν στην ταινία, αλλά στο βιβλίο είναι εμφανής. Ξαναλέω όχι ο ίδιος ο ψυχισμός που διαφεύγει σε ένα ιστορικό πλαίσιο και σε μια μετ-εφηβική νοοτροπία, αλλά η αναζήτηση από τη σημερινή σκοπιά μιας αντιστασιακής καρδιάς.
Επειδή έχουμε ανάλογα δείγματα και εδώ στην Ελλάδα, μπορεί ο έλληνας αναγνώστης να ταυτιστεί με την ατμόσφαιρα και με την αντιναζιστική στάση ζωής (και θανάτου). Η μυστική δράση, η σύλληψη, τα βασανιστήρια, η φυλακή, η εκτέλεση, ο οικογενειακός περίγυρος συναπαρτίζουν ένα σκηνικό που φυγόκεντρα και κεντρομόλα συγκλίνουν και αποκλίνουν από το πρόσωπο του Τόμι. Ο αργός ρυθμός, τα συνεχή πλάνα, οι σκέψεις του αφηγητή πάνω στα πλάνα και στην ιστορία κάνουν την ανάγνωση αναγκαστικά να βραδύνει χωρίς μάλιστα να αδημονεί για το προδιαγεγραμμένο τέλος. Το ζητούμενο είναι πόσο μια τέτοια μεταμοντέρνα αφήγηση μπορεί να μετατρέψει ένα άγνωστο πρόσωπο σε άξονα μιας συγκίνησης που θα αντέξει και μετά την έξοδο από το βιβλίο.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 19/4/2013]

Πατριάρχης Φώτιος