Ο έρωτας συναντά τα μαθηματικά και η αλήθεια των δεύτερων
κατακρημνίζει τον ρομαντισμό του πρώτου. Έτσι, το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη
διελκυστίνδα-τους και προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες.
Αραβικός καφές:
Τεύκρος Μιχαηλίδης
“Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού”
εκδόσεις Πόλις
2011
Ο
Μιχαηλίδης όσο γράφει τόσο περισσότερο εκλογοτεχνίζει τη γραφή-του και προχωρά
σε ωριμότερες προσεγγίσεις του λογοτεχνικού φαινομένου. Κι αυτό το λέω γιατί όσο
η σκέψη-του έμενε προσηλωμένη στα μαθηματικά και στη μυθιστορηματοποίησή-τους,
τόσο η αισθητική γινόταν ancilla mathematicorum και περνούσε σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι, τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα” έδωσαν τη θέση-τους στον “Αχμές” και τώρα στα
“Τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού”, όπου το μαθηματικό πρόβλημα χωνεύεται τόσο
καλά μέσα στο λυρικό και αφηγηματικό περίβλημά-του που μόνο δευτερευόντως
θυμίζει μαθηματική λογοτεχνία. Στην αρχή μάλιστα πίστεψα ότι ο συγγραφέας
εγκατάλειψε μια και καλή το υπόβαθρο των αριθμών, αλλά εντέλει είδα την
παρουσία-τους, παρόλο που, όπως προείπα, ενσωματώνονται έντεχνα στη
μυθοπλαστική ατμόσφαιρα.
Το
νέο-του μυθιστόρημα χτίζεται σε τρεις έρωτες, διαφορετικών γενεών, που
συνδέονται σε μια ευτυχή σύνδεση παρόντος και παρελθόντος. Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής
πηγαίνει στη Σέριφο όπου ερωτεύεται την Ερνεστίν. Η γιαγιά-της η Μαριγώ
ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε έναν Γάλλο την περίοδο των πρώτων απεργιών στα
ορυχεία του νησιού και της κατάπνιξής-τους στο αίμα. Φεύγει για τη Γαλλία, όπου
γεννά την κόρη-της Δανάη, ενώ ο άνδρας-της πεθαίνει στα χαρακώματα του Α’
Παγκοσμίου Πολέμου. Η Δανάη μεγαλώνει στο Παρίσι και σαν ξεκινά ο Β’ Παγκόσμιος
Πόλεμος ερωτεύεται τον μαθηματικό Ερνστ Ντύπερματ, αξιωματικό του γερμανικού
στρατού που επέταξε το σπίτι-τους. Καρπός του έρωτά-τους είναι η Ερνεστίν, η
οποία αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στο μητρικό νησί της Σερίφου, όπου διατηρούσε
καφενείο. Στα 1970 ο αφηγητής βιώνει τον έρωτα μαζί-της και ανακαλύπτει την
ιστορία της οικογένειάς-της συνυφασμένη με τα γεγονότα του 20ού αιώνα σε Ελλάδα
και Ευρώπη, ενώ παράλληλα καλείται ως μαθηματικός και ο ίδιος να ελέγξει αν το
τετράδιο του «πεθερού»-του περιέχει όντως την απόδειξη της εικασίας των
τεσσάρων χρωμάτων. Το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό για τον έρωτά-του με την
Ερνεστίν.
Ο
Μιχαηλίδης, όπως προείπα, αναπτύσσει το μαθηματικό πρόβλημα μόνο όσο χρειάζεται
για να στηρίξει πάνω σ’ αυτό την τραγικότητα της ζωής όσων ανθρώπων συνδέθηκαν
άμεσα ή έμμεσα με τον μαθηματικό που επιχείρησε να το λύσει. Σ’ αυτόν τον άξονα
βλέπουμε την Ευρώπη του 20ού αιώνα να ενώνει και να χωρίζει τα έθνη-της, να
παντρεύει Ελληνίδα με Γάλλο, ο οποίος πεθαίνει από τους Γερμανούς, ενώ η
κόρη-του να συνδέεται με τον κατακτητή Γερμανό είκοσι χρόνια μετά. Έτσι, οι
αγώνες για καλύτερες συνθήκες εργασίας διαπλέκονται με τα δεινά της
γαλλογερμανικής σύρραξης στο Δυτικό μέτωπο, ενώ η γερμανική κατοχή του Παρισιού
περνάει παράλληλα με ένα πρόβλημα μαθηματικών που θα λυθεί τη δεκαετία του ’70
με τη βοήθεια των υπολογιστών.
Η ιστορία εντέλει παίζει
παράξενα παιχνίδια στους ανθρώπους, ανακατεύει έθνη και καρδιές, κινητοποιεί
εργάτες και σκοτώνει διανοούμενους, παρ’ ολίγον λύνει μαθηματικούς γρίφους αλλά
και χωρίζει για πολλά χρόνια ερωτευμένους νέους. Και στην κορυφή όλων αυτών των
ανθρώπινων τραγωδιών έρχεται το άψυχο μηχάνημα να λύσει το πρόβλημα και να
κάνει τους ανθρώπους να αναθεωρήσουν την έννοια της μαθηματικής απόδειξης, που
δεν είναι πλέον μόνο αποτέλεσμα του ανθρώπινου νου. Από τα ορυχεία της Σερίφου
ώς τα πανεπιστήμια της μεσοπολεμικής Γερμανίας κι από τα καφενεία του Παρισιού
στις αίθουσες των υπολογιστών η ανθρωπότητα προχωρά αντιμετωπίζοντας τα
εργασιακά, διακρατικά και επιστημονικά-της προβλήματα με τον πέρασμα των
δεκαετιών και την ωρίμαση των συνθηκών.
Ο συγγραφέας δεν
κινητοποιεί τον αναγνώστη θέτοντας εξ αρχής, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα στην
ιστορία της μαθηματικής λογοτεχνίας, την εικασία και στήνοντας πάνω σ’ αυτήν
ολόκληρη την πλοκή. Αντίθετα, το θεώρημα των τεσσάρων χρωμάτων είναι μεν η
αιχμή του δόρατος, χωρίς να απορροφά όλα τα άλλα στο δικό-της ρυθμό.
Περισσότερο, ο αναγνώστης απολαμβάνει μια σφριγηλή ιστορία που διακλαδίζεται σε
τρεις έρωτες, σε τρεις εποχές, σε κοινωνικούς και ατομικούς στροβίλους, σε
ειρηνικές και πολεμικές περιόδους. Με έντεχνο χειρισμό των αφηγηματικών
τεχνικών, με εναλλαγή των χρονικών επιπέδων, ώστε να μεταβαίνουμε από το ένα
στο άλλο χωρίς μονταζιακά κενά, με ποικιλία λόγων όπως αφήγηση, επιστολές και
ημερολόγιο, ο Μιχαηλίδης καταφέρνει να γράψει ένα μυθιστόρημα αξιώσεων. Αν
μάλιστα επέμενε περισσότερο στην τραγικότητα των ιστορικών στιγμών ή αν τόνιζε
με μεγαλύτερη έμφαση τον προβληματισμό γύρω από το αν οι λύσεις των υπολογιστών
πρέπει ή όχι να θεωρούνται “αποδείξεις”, θα έδινε και το απαιτούμενο βάθος για
να μείνει ο αναγνώστης όχι μόνο με την αίσθηση της ιστορίας και του έρωτα αλλά
και με τον γόνιμο προβληματισμό των αλλαγών που επιφέρει η τεχνολογία.
[Ο πίνακας κορυφής: Céline Marie Tabary, Terrase de café]
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης
Φώτιος
5 comments:
"Ανήκουμε εις την Δύση" ο συγγραφέας τ' ομολογεί αν και ο ίδιος κατάγεται από ... Κύπρο οπότε λίγο Σμύρνη, Πόλη ή Αλεξάνδρεια χωρεί
Από το Πάσχα μου το έχουν δωρίσει, δεν το διάβασα ακόμα... νομίζω ότι θα μου αρέσει.
Ελ,Ελ
GBatz,
και λίγο Παρίσι, λίγο πόλεις της Γερμανίας, λίγο Σέριφο...
Πατριάρχης Φώτιος
Ελ,Ελ,
έχεις διαβάσει άλλα έργα του Μιχαηλίδη; Αν ναι, κράτα το στοιχείο των μαθηματικών, αλλά βάλε πιο πολύ έρωτα και ιστορία.
Ο πολιτισμός (τέχνη και επιστήμη) συχνά ξεκινά από την αγάπη.
Πατριάρχης Φώτιος
Από έρωτα πάντα, θα έλεγα ότι ξεκινά. Ο έρωτας είναι για να δημιουργεί και η αγάπη για να προστατεύει, να διαφυλάσσει ό,τι απ' αυτόν γεννήθηκε... όπως, ας πούμε, τη γλώσσα μας για την οποία άκουσα κάτι απόψε που... πώς να το πω τώρα; Όπως το ένιωσα, Πατριάρχη Φώτιε, κι ας σας κουράσω.
Πέρασα μια βόλτα από το Πεδίον του Άρεως, την έκθεση βιβλίου, πήρα ό,τι πήρα... σ' ένα κιόσκι γινόταν μια συζήτηση, ήταν αργά, θέσεις ελεύθερες δεν υπήρχαν, έμεινα λίγο όρθια στην άκρη, καλά έβλεπα, καλά άκουγα ώσπου άδειασε μια θέση και κάθισα. Από εκεί δεν έβλεπα καλά τους ομιλητές, μετά αναρωτιόμουν μήπως δεν τους άκουγα κιόλας αφού κάποια στιγμή, ακούω τον Χαβιαρά να λέει περίπου τα εξής: "Τώρα με το διαδίκτυο, θ' αλλάξει και η γλώσσα στη λογοτεχνία. Δεν έχετε δει πως γράφουν οι νέοι τα sms;" και προφανώς εννοούσε κυρίως τα greeklish, ίσως και τις συντομογραφίες και τις φατσούλες.
Κάτι είπαν και κάποιοι άλλοι, και κατέληξαν: "-Αυτό πάντως, θα γίνει από τους νέους, όχι από εμάς. -Ναι, όχι από εμάς." και είχε αυτό τη χροιά του: δε βαριέσαι, μετά ας κάνουν ό,τι θέλουν. Έτσι το εισέπραξα. Έχω ανεβάσει θερμοκρασία, ακούω και μια αναγνώστρια να εκφράζει το ζόρι της για την αυτοέκδοση, διότι λέει, πώς θα επιλέγει βιβλία άμα αρχίσει να εκδίδει ο καθένας... φεύγω. Ευχάριστη δροσιά, κόσμος λιγοστός, κάποιος μοιράζει δωρεάν ένα βιβλίο "Το Ευαγγέλιο της Σιγής", ο Θεός κι η ψυχή μας σκέπτομαι, περιπλανιέμαι στα στενά τρώγοντας τα κόκκινα νύχια μου, έχω ξεχάσει που έχω παρκάρει; ή κάνω πως έχω ξεχάσει, για να περιπλανηθώ, επειδή είμαι θυμωμένη;
Στο σπίτι, συζητάω το θέμα με τον δεκαπεντάχρονο γιο μου και ακούω: "Φυσικά και μπορεί να συμβεί αυτό και μην το αποκλείεις. Η γλώσσα είναι ζωντανή και εξελίσσεται κι άμα θες, ρώτα και τη φιλόλογό μου." "Εξέλιξη είναι βρε, τα greeklish;" "Η εξέλιξη δεν είναι πάντα θετική, αλλά και θετικό δεν είναι πάντα αυτό που νομίζεις εσύ. Είσαι συντηρητική, κοριτσάκι μου, εμείς δεν έχουμε πρόβλημα." "Καλά, βγάλε τώρα βόλτα το σκύλο που όλα από μένα τα περιμένετε."
Και τώρα; Από τη μία, οι άνθρωποι του πνεύματος που ορθώς διαπιστώνουν, αλλά σκασίλα τους. Από την άλλη, οι ανενδοίαστοι δεκαπεντάχρονοι, και στο βάθος... εγέρθητι. Εγώ, τι θα γίνω όταν μεγαλώσω;
Ελ,Ελ
Post a Comment