Thursday, July 01, 2010

Κρέπα με μέλι και καρύδια: Τάκης ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο συγγραφέας είναι ένα κράμα νεοελληνικής παιδείας, γαλλικής κουλτούρας και αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ώσμωση που αποδίδει, όταν χύνεται στο μυθιστορηματικό καλούπι.
        Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Εργάστηκε επί σειρά ετών σαν δημοσιογράφος, υπήρξε ο πρώτος διευθυντής σύνταξης του πολιτιστικού περιοδικού “Το τέταρτο”, που εξέδιδε ο Μάνος Χατζιδάκις και τώρα συνεργάζεται με την εφημερίδα «Τα Νέα». Από τα μυθιστορήματά του πολλά έχουν εκδοθεί σε αρκετές ξένες γλώσσες. Το μυθιστόρημά του “Η δύναμη του σκοτεινού θεού” τιμήθηκε το 1999 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2004 η Γαλλική Ακαδημία τού απένειμε ένα από τα μεγάλα-της βραβεία, το «Αργυρό Μετάλλιο για την ακτινοβολία της γαλλικής γλώσσας και της λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου-του που έχει μεταφραστεί στα γαλλικά.
         Από το 1996 εργάζεται στον εκδοτικό χώρο και από το 1998 είναι υπεύθυνος για τις σειρές «Έλληνες συγγραφείς», «Κυκεών» και «Πλωτές Πόλεις» των εκδόσεων «Ωκεανίδα». Εκτός από πεζογραφία και θέατρο έχει εκδώσει και μερικά βιβλία δοκιμίου, όπως “Οι μεταμορφώσεις της κρυφής Ελλάδας” (2002) και “Η μελαγχολία της Δευτέρας: Από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008” (2009) και ιστορικά έργα, όπως “Με την ανάσα της Αθήνας και της Ρώμης” (2006).

Εργογραφία ειλημμένη από το www.biblionet.gr
-“Το ξυπόλυτο σύννεφο: Η ιστορία μιας κωμωδίας”, (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2010.
-“Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης” , (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2007.
-“Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα”, (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2004.
-“Οι εφτάψυχες των Αθηνών” (πεζογράφημα), φωτογράφιση Τατιάνα Καραπαναγιώτη, Ωκεανίδα, 2001.
-“Η τρέλα του μεσημεριού” (μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2000.
-“Το αδιανόητο τοπίο” (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 2000.
-“Η δύναμη του σκοτεινού θεού”, (Μυθιστόρημα), Ωκεανίδα, 1999.
-“Όσοι έχασαν τον ύπνο τους”, (Θέατρο), Καστανιώτη, 1997.
-“Η πτώση του νάρκισσου”, (Μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1994 και Ωκεανίδα, 2005.
-“Νύχτες στην Αρκαδία” (πεζογράφημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1992.
-“Το αδιανόητο τοπίο” (μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1991.
-“Ο ψίθυρος της Περσεφόνης”, (μυθιστόρημα), Άγρα, 1985.

Βασικά χαρακτηριστικά των έργων-του:
1. Η αρχαιοδιφία-του προβάλλεται από τα πρώτα-του έργα, αλλά εντείνεται στα τρία τελευταία. Ο Ξενοφώντας αναδεικνύεται στον πρώτο αρχαίο έλληνα πεζογράφο που μίλησε σε πρώτο πρόσωπο για τον εαυτό-του, το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου συνδέεται με την πρόσληψη της αρχαιότητας από τη Δύση και τώρα ο Αριστοφάνης εκπροσωπεί την πολυφωνική Αθήνα. Ο Θεοδωρόπουλος ξαναδιαβάζει την αρχαιότητα όχι με τη ρομαντική εξύψωση του γερμανικού ιδεαλισμού, αλλά με διάθεση να ανακαλύψει την ταυτότητά-μας ως Νεοελλήνων.
2. Τα κείμενά-του πιο πολύ παραπέμπουν σε ένα είδος πεζογραφίας ιδεών παρά χαρακτήρων και καταστάσεων. Έτσι, ο αναγνώστης, ενώ παρακολουθεί μια αμυδρή πλοκή επεισοδίων, στην ουσία αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά μένουν στάσιμα, αφού τα γεγονότα είναι απλώς το όχημα για να εγερθούν προβληματισμοί και να οικοδομηθούν θεωρίες και απόψεις, όχι πάντα ρητά διατυπωμένες, αλλά σαν σύννεφα που πλανώνται πάνω από τα πρόσωπα και τις ενέργειές-τους.
3. Γλώσσα καίρια και εύστοχη. Λίγο δοκιμιακή, λίγο στοχαστική, λίγο συνυποδηλωτική η γλώσσα-του καταφέρνει να αποτυπώσει με ακρίβεια τη σκέψη-του και να μην αφήσει περιθώρια για αμφισημίες ή εκκρεμότητες. Ο συγγραφέας επιδιώκει μ’ αυτόν τον λόγο να είναι σαφής και να μην παίζει με τη γλώσσα μόνο και μόνο για να δείξει ποιητικότητα.
4. Ακόμα περισσότερο οφείλουμε να σταθούμε στην ειρωνική χροιά των έργων-του, η οποία είναι βέβαια λεπτή, λίγο διανοουμενίστικη, λίγο ευφρόσυνη, προκειμένου να τηρήσει αποστάσεις και να θέσει ενώπιον του αναγνώστη πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά συχνά εμφανής και στοχευμένη. Πλανάται ακόμα κι εκεί που θα περίμενε κανείς “σοβαρότητα”, γιατί ο δημιουργός θέλει συνεχώς να θυμίζει στον αναγνώστη τον ανυπόστατο χαρακτήρα όσων ως τώρα γνωρίζαμε για τα δεδομένα της φυλής-μας.

Μια γνώμη για το τελευταίο-του βιβλίο “Το ξυπόλητο σύννεφο”:

       Η κωμωδία, είδος δράματος, όπως διαμορφώθηκε στην αρχαία Αθήνα, δεν είναι το αντίστοιχο είδος με αυτό που ονομάζουμε σήμερα «κωμωδία» ή αυτό που, ερχόμενο από τη Δύση, ονομάστηκε «κομεντί». Κι αυτό γιατί η κλασική κωμωδία δεν είχε πρώτιστο σκοπό το γέλιο (αυτό πληρούνταν από το σατυρικό δράμα), αλλά κατά βάση είχε στόχο τον καυτηριασμό των κακώς κειμένων της αθηναϊκής ζωής σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις του σύγχρονου βίου. Είναι επομένως πιο κοντά σ’ αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως “επιθεώρηση”, με ανάλογη γλώσσα αν και με πιο ολοκληρωμένη πλοκή.
         Ο Θεοδωρόπουλος, μετά από τη θητεία-του σε πολλά αρχαιοελληνικά θέματα, εστιάζει την προσοχή-του στην κωμωδία του ΑριστοφάνηΝεφέλες”, που διδάχθηκε το 423 π.Χ. όχι με πολύ μεγάλη επιτυχία. Θέμα-της είναι η διδασκαλία του Σωκράτη και η διαστρεβλωτική τάση των σοφιστών της εποχής, οι οποίοι δίδασκαν τη στρεψοδικία, την ανασκευή επιχειρημάτων, τη ρητορική ευελιξία και την παραχάραξη της αλήθειας, όταν ο ενδιαφερόμενος είχε ανάλογα συμφέροντα.
       Αφηγητής τού “Ξυπόλητου σύννεφου” είναι ο Δαίμων, τον οποίο έστειλαν οι θεοί να προσκολληθεί στον Σωκράτη. Αυτός περιφέρεται εδώ κι εκεί και λειτουργεί εν είδει παντογνώστη αφηγητή, που συνομιλεί με τον Θεοδωρόπουλο (μονόπλευρα βέβαια, αφού ο τελευταίος δεν απαντά) ενημερώνοντάς τον για όσα συνέβαιναν στην Αθήνα του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με αυτό το εύρημα ο συγγραφέας καταφέρνει να αποφύγει έναν εξωκειμενικό αφηγητή, αλλά ταυτόχρονα αφίσταται και από έναν υποκειμενικό, εσωτερικής οπτικής γωνίας, αφηγητή που θα ήξερε και θα έλεγε μόνο όσα ζούσε. Αν λοιπόν κανείς παραγνωρίσει το γεγονός ότι ο Δαίμων (το δαιμόνιο) ήταν στενά συνυφασμένος με τον Σωκράτη, μπορεί θεοδωροπουλική αδεία να τον αποδεχθεί ως πλάνητα παντογνώστη αφηγητή.
         Το κείμενο δεν έχει την κλασική μυθιστορηματική υφή∙ καταρχάς δεν είναι η πλοκή τέτοια που να δημιουργεί συνάψεις γεγονότων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ροή στην ανάγνωση. Πιο πολύ εξιστορείται το ιστορικό πλαίσιο με σταδιακή επικέντρωση στο αριστοφανικό έργο: ξεκινά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο και το πρόσωπο του Περικλή και προοδευτικά περνάει στον Σωκράτη και στους συν αυτώ, ώσπου να πατήσει στην Ασπασία και τέλος στον ίδιο τον κωμωδιογράφο. Μα και τα πρόσωπα δεν είναι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες με πρωταγωνιστικό ρόλο. Πιο πολύ αρπάζονται από την ιστορία, σκιαγραφούνται λογοτεχνικά, χρησιμοποιούνται για να αποτελέσουν τα σκαλιά μέσω των οποίων θα οδηγηθούμε στο επιδιωκόμενο κέντρο. Είναι και δεν είναι μυθιστορηματικές οντότητες, αφού ο Θεοδωρόπουλος άλλοτε τα βλέπει σαν ιστορικός κι άλλοτε ως μυθιστοριογράφος που τονίζει πτυχές-τους και φωτίζει επιμέρους κίνητρα και πράξεις-τους. Και παράλληλα μ’ αυτούς οι θεοί, σε ένα δεύτερο επίπεδο, παρεμβαίνουν και δρομολογούν εξελίξεις, γίνονται ένας αλλόκοσμος παράγοντας που εντείνει το ειρωνικό βλέμμα που πλανάται πάνω από την αφήγηση.
         Το βιβλίο περισσότερο είναι ένα Μυθιστόρημα Ιδεών, ένα έργο που πραγματεύεται τον ρόλο της κωμωδίας και την αντιφατική κοινωνία της Αθήνας, με κινητήριους μοχλούς αφενός τον ποιητή κι αφετέρου τον φιλόσοφο. Ο Κούρτοβικ το ονομάζει “δοκιμιακό, στοχαστικό μυθιστόρημα” (discursive novel), αν και δεν νομίζω ότι το δοκιμιακό σχόλιο υπερτερεί, αφού έχουμε αφήγηση, πιο πολύ ιστορική παρά λογοτεχνική, με επίκεντρο όμως τις ιδέες που καθόρισαν την αθηναϊκή ζωή και τρόπο σκέψης. Κι όλα αυτά όχι με την ουδετερότητα ενός αποστασιοποιημένου συγγραφέα, αλλά με την τόσο καίρια και ακριβόλογη γλώσσα, τη λεπτά ειρωνική και λίγο επικριτική ματιά και γραφή μιας συνείδησης που έχει άποψη και έμμεσα ή άμεσα την εκφράζει παίρνοντας το μέρος του Αριστοφάνη. Ή εν μέρει επιδοκιμάζει και τον Σωκράτη, διατηρώντας την πολυφωνία και στην αποτίμηση των ηρώων-του;
        Έξοχο κεφάλαιο που δείχνει συγγραφική μαεστρία στην ανάλυση των δεδομένων αλλά αποκαλύπτει και την οπτική του Θεοδωρόπουλου είναι εκείνο που αναφέρεται στους “Ιππής”, κωμωδία στην οποία ο Αριστοφάνης καταφέρθηκε εναντίον του πολεμοχαρούς δημαγωγού Κλέωνα, κέρδισε το χειροκρότημα των Αθηναίων και το πρώτο βραβείο, αλλά δεν μπόρεσε να τους αποτρέψει από τον πόλεμο. Αυτή η σκηνή δείχνει την αντιφατικότητα του αθηναϊκού κοινού και τα αμφιλεγόμενα ερείσματα της δημοκρατίας, αυτής βέβαια που δίνει το δικαίωμα στον Αριστοφάνη να σατιρίζει ελεύθερα κάθε πολιτικό. Αυτή η σκηνή ήταν για μένα η χαραμάδα που μας έβαλε στο όλο σκεπτικό του Θεοδωρόπουλου για το πώς βλέπει τόσο τον Αριστοφάνη όσο και τη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αι. π.Χ.
         Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στις “Νεφέλες”. Στη σελίδα 316 έχουμε ένα κλειδί τού γιατί ο Θεοδωρόπουλος τοποθετεί στο κέντρο του προβληματισμού-του τον Αριστοφάνη και την αποτυχημένη προσπάθειά-του να κερδίσει την εύνοια των συμπολιτών-του εις βάρος του Σωκράτη. Ενώ ο Σωκράτης δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, ο κωμωδιογράφος είναι όλη η αντιφατικότητα και η πολυμέρεια του Αθηναίου: κωμικός ψάχνοντας να βρει το βαθύτερο νόημα, ερωτύλος αλλά και τόσο μόνος, φιλόδοξος αλλά και παλίμβουλος κ.ο.κ.
         Γενικότερα, ο συγγραφέας περισσότερο θέτει ερωτήματα, όπως και σε άλλα-του μυθιστορήματα, παρά δίνει τελεσίδικες απαντήσεις. Έτσι, ο αναγνώστης ξαναβλέπει την αρχαιότητα, τον πολύ Σωκράτη και τον αθυρόστομο Αριστοφάνη, με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το ποιος αντιπροσωπεύει αυτή την πολύβουη πόλη του πιο υψηλού πολιτισμού αλλά και της πιο μεγάλης αντιφατικότητας.
Πατριάρχης Φώτιος

6 comments:

Vivi G. said...

Καλησπέρα.
Δεν έχω ακόμα διαβάσει το νέο του αυτό βιβλίο-δεν διαβάζω γενικώτερα το νέο του τάδε ή της δείνα,το βρίσκω ανυπόφορο αυτό το πράγμα που γίνεται.Ναι,βγαίνουν καινούργια βιβλία αλλά πάντα υπάρχουν ένα σωρό "παλιά", που είναι-ειδικά αν μιλάμε για την σαχλή,βαρετή και τόσο βαλτωμένη πλέον σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία-τις περισσότερες φορές, προτιμότερο να αναζητήσει κάποιος αυτά και όχι τα καινούργια...
Διαβάζω αυτόν τον καιρό Ναμπόκοφ,
αριστουργηματικός από πολλές απόψεις,ο συγχωρεμένος ο Βλαντιμίρ
με κάθε λέξη του κάνει ένα κέντημα,σε αιχμαλωτίζει με αψεγάδιαστες ψιλοβελονιές από νήμα...αράχνης!
Λοιπόν ελληνικό βιβλίο θα αργήσω να ξαναπιάσω στα χέρια μου...Λέω να είναι, κατ΄εξαίρεση,ένα καινούργιο,"Το Ξυπόλητο Σύννεφο".
Έχω διαβάσει φέτος και πέρυσι -και λόγω δουλειάς-απίστευτες μπούρδες δεκάδων "καταξιωμένων" κι άλλων
τόσων ελπιδοφόρων.Για να μην είμαι ξινή κι υπερβολική διάβασα ακόμα και κανα δυο ευπώλητα για να υποστηρίξω το νεόκοπο πιστεύω μου
" απ΄το ολότελα, καλή είν΄ κι η Παναγιώταινα" δηλαδή από το τίποτα ή την άθλια τηλεόραση καλύτερο ένα τούβλο 700 σελίδων με περιεχόμενο sesame street parade.....
Συμπέρασμά μου;Ανία,ευκολία,
επανάληψη,κλοπή,χασμουρητό,άνευ λόγου,πολύς ντόρος για το τίποτα κι άλλα που ατελείωτα κι ανερυθρίαστα θα παρέθετα.
Αλλά γιατί αυτό;
Διότι στο σύνολό της η ελληνική λογοτεχνία είναι o μεγαλοπρεπέστερος καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας:ΣΑΧΛΑ!
Τα λέω αυτά μόνο και μόνο θέλοντας να ξεσκαρτάρω ονόματα.Κι ένα όνομα λογοτέχνη που μπορώ με σιγουριά να σκεφτώ είναι και αυτό του Τάκη Θεοδωρόπουλου.Γιατί;Διότι έχει φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς κι οι εχθροί του λένε ό,τι και οι φίλοι του γι αυτόν: εξαιρετικός ο Θεοδωρόπουλος.
Εκεί βέβαια οι εχθροί προσθέτουν ένα "αλλά".Όμως αυτό το αλλά συνεχίζεται από ένα "εμένα δεν μου αρέσει διότι είναι υπερόπτης" ή "τότε εκεί είπε αυτό"ή "μα είναι μισογύνης ο άνθρωπος" κτλ κτλ
Επί της ουσίας; O Θεοδωρόπουλος συγγραφικά είναι φευγάτος μερικά χρονάκια μπροστά αν και ασχολείται με το παρελθόν.Ποιό παρελθόν δηλαδή και ποιό παρόν...
Τον θεωρώ ευφυή,ξεχωριστό,με μεγάλη τεχνική άνεση και σημαντική φιλολογική υποδομή.Χειρίζεται την γλώσσα αρμονικά και ακριβώς αυτή η λεπτεπίλεπτη ειρωνική χροιά είναι ένα από τα προσόντα του. Δεν την σπαταλά άσκοπα,είναι ένα εργαλείο.Ξεχωρίζω το "Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα",την "Πτώση του Νάρκισσου","Το Αριστερό Χέρι της Αφροδίτης" και "Το Αδιανόητο Τοπίο", τα θεωρώ πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και αυτά που ορίζουν,ας το πω έτσι απλά, τον Θεοδωρόπουλο ως συγγραφέα.

Vivi G. said...
This comment has been removed by the author.
Vivi G. said...
This comment has been removed by the author.
Vivi G. said...
This comment has been removed by the author.
Πάπισσα Ιωάννα said...

Vivi,
δεν ανήκα ούτε στους φανατικούς φίλους, ούτε στους εχθρούς του Θεοδωρόπουλου. Έβλεπα πολλά καλά στα έργα-του, αλλά δεν τα ευχαριστιόμουν κιόλας.
Το τελευταίο όμως με κέρδισε, όχι από την αρχή μπορώ να πω, αλλά όταν κατάλαβα πού πάει αυτή η ειρωνεία, πώς διάκειται απέναντι στην αρχαιότητα και πώς ισορροπεί ανάμεσα στην πλοκή και στις ιδέες-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Anonymous said...

Οι συγγραφείς δεν θα 'πρεπε να φωτογραφίζονται. Βλέπω τη φάτσα αυτού του ανθρώπου (και την ανεκδιήγητη λουδοβίκεια φράντζα του) και αδυνατώ να προχωρήσω στο έργο του. Ας κουρευτεί τουλάχιστον, μπας και καλύψω το απροσμέτρητο κενό μου στη νεοελληνική γραμματολογία (χα-χα!).